Τετάρτη 23 Ιουνίου 2010

Θηλυκός Βούδας

Κατεβαίνοντας τις κυλιόμενες, μόλις είχε φτάσει ο συρμός, πολύς κόσμος έβγαινε και πόλυς περίμενε να μπει. Μπήκα μέσα στο βαγόνι και μετά από μένα μπήκε μια χοντρή κυρία με αφανέ μαλλί. Μας στρίμωξε όλους και δυσφορούσε με την κατάσταση που επικρατούσε, αν και σε ένα μεγάλο βαθμό την είχε προκαλέσει αυτή. Μπροστά και δεξιά μου καθόταν μια κοπέλα, αρκέτα όμορφη και συνεσταλμένη, την κοίταξα κάποια στιγμή στα μάτια, και ακούστηκε ο διαπεραστικός προειδοποιητικός ήχος που κάμει το βαγόνι πριν κλείσουν οι πόρτες. Και τώρα τα πραγματα ήταν καλύτερα γιατι μπορούσα να κοιτώ την κοπέλα στο τζάμι της πόρτας όπου καθρεπτίζονταν, και δεν την κοιτούσα μόνο στα μάτια… Με το που ξεκίνησε ο συρμός η χοντρή κυρία παραπάτησε και μου πάτησε το πόδι, αλλά αντι να μου ζητήσει συγνώμη, γύρισε και μου έιπε << σε παρακαλώ νεαρέ, κάνε πιο κει>>, κανονικά έπρεπε να την ευχαριστήσω για το νεαρέ αλλά δεν το κανα, ούτε είπα και τίποτα, απλά από μέσα μου έβραζα από οργή. Σκέφτηκα να κάνω ότι φταρνίζομαι, και φαντάστηκα το αφανέ μαλλί της μετά το φτάρνισμα και όλες του τις απολήξεις από την μια μεριά να είναι σαν πανκ ροκ κοκοράς και από την άλλη όπως είναι τώρα. Ηλίθιες κολόγριες αυτό θα ήταν η εκδήκισή μου για όλες τις γριές που όταν ήμουν μικρός και έβαζα ζελέ στο μαλλί μου λέγαν << τι έπαθε το μαλλί Aougare; Στο γλειψε η γέλαδα;>> έτσι και εγώ τις λέω για τις κολολάκ που βάζουν << τι έγινε κολόγρια; Σε φταρνίσκε ο Aougaros;>> επίσης σκέφτηκα ότι αν φταρνιζόμουν αρκετά δυνατά θα μπορούσαν να τις φύγουν όλα τα μαλιά και να πέφτουν σαν κομφετί και η χοντρή κυρία θα έμοιαζε σαν θηλυκός Βούδας. Μετά από λίγο ξανά η κυρία <<δεν σου είπα να κάνεις πιο κει;>> Πάλι δεν απάντησα, αλλά είχα ήδη ένα ελαφρό χαμόγελο εξαιτίας των προηγούμενων σκέψεων και έτσι φάνηκε σαν να αδιαφορούσα ειρωνικά.

Κοίταξα πάνω από την πόρτα οπού υπάρχει ένα σχεδιάγραμμα με τους σταθμούς του ΜΕΤΡΟ στη σειρά, και παρατήρησα ότι δεν υπήρχε κανένας, μα κανένας σταθμός με όνομα γυναίκας Άγιου, υπήρχε Άγιος Δημήτριος, Άγιος Αντώνιος, Άγιος Ελευθέριος, αλλά καμιά γυναίκα. Και από προσωπική πείρα μπορώ να πω ότι το μεγαλύτερο μέρος τον προβλημάτων στα μέσα μαζικής μεταφοράς τα προκαλούν γυναίκες σαν και αυτή. Aπορώ πως δεν έχουν κάνει ακόμα φασαρία οι φεμινίστριες για την απουσία τέτοιων σταθμών.

Η κόρνα χτύπησε πάλι και ακούστηκε η ανακοίνωση ότι φτάνουμε στο σταθμό Μέγαρο Μουσικής. Κόσμος έσπρωχνε την χοντρή για να μπει και να βγει. Γύρισε και με κοίταξε πάλι η χοντρή με εχθρικό βλέμμα. Νοσηρές σκέψεις άρχισαν να πλημμυρίζουν το μυαλό μου. Έπρεπε να ήσουν στη Σαλονίκη μωρή,τη φαντάζομαι το μέτρο της Σαλονίκης, όλοι οι χοντροί μέσα να τρώνε μπουγάτσες, και να πέφτουν οι τα τυριά κάτω, όλοι οι χοντροί μπούλιδες με τα τριχωτά χέρια και τις χρυσές αλυσίδες να πιάνονται στις τρίχες τους μεταξύ τους, και να μαλώνουν, άσε που όταν θα κάθονται θα είναι με ανοιχτά τα πόδια και δε θα χωράνε, και οι γκόμενες με τα τακούνια, και θα τρώνε σουβλάκια και γύρους μέσα στο μετρό.

Κατάλαβα ότι η κοπέλα με κοιτούσε, και για να την κάνω να γελάσει σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά και με την μύτη μου φυσούσα τα μαλλιά της χοντρής κυρίας, ριψοκινδυνεύοντας μια ακραία αντίδραση από την χοντρή κυρία. Έπιασε το κόλπο, η κοπέλα γέλασε, έσκυψε για να κρύψει το γέλιο της, και μετά κοιτούσε έξω γελώντας. Ευχήθηκα να μπει κανα πρεζάκι, και να κολλήσει διπλά στη χοντρή. Και έτσι φτάσαμε στο σταθμό του Ευαγγελισμού, πάλι η σπαστική κόρνα. Και σαν έπιασε η ευχή μου ένα πρεζάκι μπήκε στη διπλανή πόρτα. Και με το που μπήκε άρχισε το ποίημα, όλοι κάναν μια κίνηση αποστροφής. <<Καλημέρα, με λένε Μπάμπη...>> απο τη Θεσσαλονίκη θα ναι σκέφτηκα, << είμαι απο την Θεσσαλονίκη, και μόλις αποφυλακίστηκα,>> νάτο, αν ήταν απο Αθήνα θα τον λέγαν Χάρη, << δεν είμαι ζητιάνος αλλά......>>

Και έτσι με το ποίημα, φτάσαμε στο Σύνταγμα. Βγήκε η χοντρή κυρία, βγήκε η κοπέλα, προσπάθησα και γω να βγω,αλλά ήταν δύσκολο γιατί σπρώχναν αυτοί που θέλανε να μπούνε, μετά από πολύ προσπάθεια και πολλά τσικ, νιεχ, ωχ, κατάφερα, ναι κατάφερα να βγω.

Κυριακή 20 Ιουνίου 2010

Η Κουρτίνα Και Ο Πιγκουίνος

Πριν απο λίγο ολοκλήρωσα (σχεδόν) το μεγαλέπιβολο εργο της καθαριότητας του σπιτιού. Σκούπισα,σφουγκάρισα καθάρισα τα τζάμια. Τα έκανα όλα σαν να ήθελα να εξαφανίσω τα ίχνη του εγκλήματος...

Καθάρισα τα πάντα μέχρι και πισω από το έπιπλο της τηλεόρασης, πίσω απο τις ντουλάπες και κατω απο τον καναπε (εκει ανακάλυψα οτι ζει ενας πιγκουίνος!!!!!!!) και αφου τελείωσα και είχα όρεξη για περισσότερη δουλειά και δεν ειχα τι να κάνω... αποφασισα να βάλω την κουρτίνα στην μπαλκονόπορτα!

Βέβαια,στην αρχή είπα να το κάνω με τον εύκολο τρόπο. Πήγα λοιπόν στο μαγαζί της γειτονιάς και πήρα δυο μεγάλα καρφιά και ένα σκληρό σκοινί που απλώνουν τα ρούχα, αφού λοιπόν μετά από πολύ προσπάθεια κατάφερα να περάσω το σκοινί μέσα από τα πιαστράκια της κουρτίνας, διαπίστωσα ότι δεν μπορώ να κόψω το σκοινί γιατί ήταν φτιαγμένο με τρόπο που να μην κόβεται, και θα μου περίσσευαν 8 μέτρα γυαλιστερό μπλε σκοινί αν το άφηνα έτσι.

Σκέψη δεύτερή: πηγα στο ίδιο μαγαζί και πήρα πολλά μικρά καρφάκια, με σκοπό να καρφώσω την κουρτίνα στον τοίχο. (μη γελάς!!!!!!!!!!) Αφού λοιπόν ανέβηκα στη σκάλα διαπίστωσα στην πράξη ότι ήταν αδύνατο να κρατάω την κουρτίνα, να κρατάω σφυρί και καρφάκι και να στηρίζομαι ταυτόχρονα καθότι έχω μόνο δυο χέρια όπως οι περισσότεροι άνθρωποι, οπότε και αυτό απέτυχε στην πράξη...

Σκέψη τρίτη: πήγα στο ίδιο μαγαζί και ζήτησα κολλητική ταινία δυο όψεων, για να κολλήσω την μία μεριά στην κουρτίνα και την άλλη μεριά στον τοίχο... αυτό ήταν εύκολο. και μέσα σε 5 λεπτά είχα την κουρτίνα στον τοίχο. Χαμόγελο. Μετά από 2 λεπτά η κουρτίνα ήταν στο πάτωμα. Νεύρα!

Σκεψη τέταρτη: πήγα στο ίδιο μαγαζί (τώρα που γίναμε και γνωστοί...) και πήρα πιαστράκια για κουρτινες και μεσα σε δέκα λεπτα είχα την κουρτίνα στον τοίχο.... και ακόμα εκει είναι.

Η κουρτίνα είναι εκεί αλλά ο πιγκουίνος που ζει κάτω από τον καναπέ μου εξαφανίστηκε... αλλά που θα πάει θα ξαναγυρίσει...

Σάββατο 19 Ιουνίου 2010

Fleetwood Mac - I'm So Afraid



I been alone
All the years
So many ways to count the tears
I never change
I never will
I'm so afraid the way I feel

Days when the rain and the sun are gone
Black as night
Agony's torn at my heart too long
So afraid
Slip and I fall and I die

I been alone
Always down
No one cared to stay around
I never change
I never will
I'm so afraid the way I feel

Days when the rain and the sun are gone
Black as night
Agony's torn at my heart too long
So afraid
Slip and I fall and I die

Sorry North......

Φτάσαμε στο Σύνταγμα... κατέβηκα από το ΜΕΤΡΟ αφήνοντας πίσω την χοντρή κυρία (στην οποία θα αναφερθώ σε άλλο post) και ανέβηκα τις κυλιόμενες προς Άγιο Αντώνιο. Στις κανονικές σκάλες ήταν μια γριά που προσπαθούσε να ανεβεί η οποία προφανώς δεν πήγε από τις κυλιόμενες γιατί τις φοβόταν, και έβριζε η γριά, <<ήταν ανάγκη να βάλουν τόσες σκάλες, εμάς δεν μας σκέφτονται καθόλου; Πανάθεμά τους! >>. Ένας κουστομάτος που καθόταν δίπλα μου στις σκάλες και είδε ότι παρατηρούσα την γριά γύρισε και μου είπε <<Είδες κάτι εργολάγνοι που υπάρχουν; >> <<Είδα….>> του απαντώ με ένα αόριστο χαμόγελο και κοίταξα πάνω για να μην συνεχίσω την κουβέντα. Μα σε ποιους νομίζει ότι μιλάει; Εντάξει πολλοί θα την καταλάβαιναν την λέξη εργολάγνος, αλλά σίγουρα όχι όλοι. Βγήκα στην πλατφόρμα, έστριψα δεν δεξιά και ανέβηκα από τις σκάλες που λέει έξοδος, και έτσι βγήκα πιο μπροστά από αυτούς που βγήκαν από την έξοδο τις μπλε γραμμής. Κοίταξα πίσω και είδα την μάζα του κόσμου να έρχεται καταπάνω μου, μια γιαγιά από χωριό σίγουρα θα τρόμαζε και θα έτρεχε αλλού, αλλά εγώ δεν τρόμαξα, τους γύρισα επιδεικτικά την πλάτη και πήγα προς την έξοδο.

Με το που βγήκα με θάμπωσε ο ήλιος απότομα, έπρεπε να είχα πάρει και τα γυαλιά αλλά τα ξέχασα, έτσι προχώρησα μέχρι το φανάρι στην Ερμού προσπαθώντας να μην κοιτάω ψηλά μέχρι να συνηθίσω τον ήλιο. Αλλά ούτως η άλλως έπρεπε να κοιτάω κάτω για να μην πατήσω κανέναν πακιστανό με τις χλαπάτσες η κανένα ηλίθιο κινέζικο παιχνίδι. Από το φανάρι όλη η Ερμού φαινόταν σαν ένα μελίσσι που όλες οι μέλισσες περπατάνε η μια πάνω στην άλλη για να αφήσουν το πολυτιμότερο αγαθό τους ,το χρημ..ε, το μέλι στης κηρήθρες . Και κάπου εδώ μου ρθε στο μυαλό η φράση No money, No Honey. Μπαίνοντας όμως ανάμεσα στον κόσμο δεν ήταν τόσο άσχημα όσο από μακριά.

Περπάτησα όλη την Ερμού μέχρι το Μοναστηράκι , μετά αριστερά στην οδό Άρεως, στο τέρμα αυτής στη οδό Ποικίλης, και αμέσως δεξιά στην οδό Διόσκουρων . Η ανηφόρα και ο ήλιος μου έφερναν κάποια δυσφορία, πέρασα τους πάνω Διόσκουρους και στις σκάλες προσπέρασα κάποιες κοπέλες που ήταν εμφανώς κουρασμένες , και δεν μπορώ να πω ότι δεν ένοιωσα και κάποια ικανοποίηση. Με το που βγήκα στην οδό Θεωρίας κανονικά έπρεπε να σταματήσω να πάρω μια ανάσα, αλλά δεν το έκανα για μην με προλάβουν οι κοπέλες και φανεί ότι έχω λαχανιάσει περισσότερο από αυτές, και έτσι πίεσα τον εαυτό μου και με γρήγορο βήμα έφτασα μέχρι το Άρειο Πάγο. Με το που ανέβηκα, όπως πάντα, η θέα ήταν εκπληκτική, ευτυχώς το αγαπημένο μου σημείο ήταν ελεύθερο, μια μικρή πέτρα, ασήμαντη η οποία όμως είναι και το ψηλότερο σημείο του βράχου. Πάνω στην πέτρα λοιπόν , με τον αέρα να χτυπάει πάνω στο στρώμα του ιδρώτα που είχε καλύψει το σώμα και τις όλο και πιο ήρεμες ανάσες μου, και αίσθημα του κάματου σαν γλυκό κρασί να κυλάει στις φλέβες , βυθίστηκα στις σκέψεις μου.

Κοιτούσα βόρεια, νομίζω, γιατί αν κοιτάξεις νότια χάνεις την αισθηση ότι είσαι σε πόλη, στα νότια το Φιλοπάππου και στα βόρεια Ψειρή , Λυκαβηττός. Κοιτώντας την πόλη διαπιστώνεις καταρχήν ότι είναι ανομοιόμορφη, όσο πιο μακριά κοιτάξεις τόσο πιο συγχρονα και κτήρια, ενώ όσο πλησιάζεις τοσό πιο παλια και πιο ρομαντικά και πιο όμορφα. Σαν ένα νοητό ταξίδι στο χρόνο που όσο πιο πίσω πας όλα γίνονται πιο ανθρώπινα. Και καταλήγεις στο κέντρο της πόλης την Ακρόπολη....

Λες και η καινούρια πόλη προσπαθεί να καταβροχθίσει την παλιά , αλλά η παλιά αντιστέκεται σθεναρά, έχει τους ανθρώπους της που την αγαπάνε. Και οι άνθρωποι αλλάζουν σ αυτό το "ταξίδι στο χρόνο", όλο και λιγότεροι εδώ ψηλά, οι υπόλοιποι στην ίδια ρουτίνα και μιζέρια, εθελοτυφλούν στο ότι υπάρχει ένα όμορφο σημείο στην πόλη τους, θέλουν να μένουν στη μιζέρια και την γκρίνια και η καινούρια τους πόλη το δικαιολογεί αυτό, κανένας δεν θέλει να χάσει την δικαιολογία του. Άλλος κόσμος εδώ, και μου έρχεται η εύλογη απορία, έχει πατήσει ποτέ κανένας Σαλονικιός το πόδι του εδώ; Είμαι σίγουρος κανείς! Ποτέ! Και το αμέσως επόμενο που σκέφτομαι είναι γιατί να έχω αυτό το κόλλημα με τους Σαλονικιούς; Δεν με έχει πειράξει ποτε κανείς, εντάξει… μόνο που μου τα πρήζουν για την κολοπόλη τους, που θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε κομμάτι από αυτό που βλέπω μπροστά μου, γιατί όμως το κόλλημα μου; Μάλλον γιατι είναι το αντιπροσωπευτικό δείγμα του κολλημένου ανθρώπου, όλοι πανομοιότυποι μεταξύ τους, χωρίς κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, το μόνο που ξέρουν είναι να τρώνε να χέζουν και να διασκεδάζουν (και καλά…) Απίστευτη κλασική ατάκα Σαλονικιού: Δεν ξέρεις να τρως… Στα αρχαία μας ρε μαλάκα, και συ δεν ξέρεις που παν τα τέσσερα! Το μόνο τέσσερα που ξέρεις είναι η τέταρτη ταχύτητα του καγκουροαυτοκινήτου σου η της καγκουρομηχανής σου, και μην πεις ότι δεν έχεις , βλάκα, κάγκουρα , μπούλη, μαμάκια, Μπάμπη, χοντρέ… εντάξει ξέφυγα…

Και πάλι στην πόλη μας, η καρδιά της πόλη είναι αλώβητη από το χρόνο, και είναι όμορφη , σαν τα παιδικά μας χρόνια, το μόνο κακό είναι ότι θέλει λίγο κόπο να φτάσεις εδώ, και επίσης δεν μπορούν να ρθούνε όλοι, είναι για λίγους. Και αυτός ο βράχος πόσα να έχει δει.. βλέπω ένα παιδί τριων τεσσάρων να προσπαθεί να ανέβει σε μια πέτρα, ωραία εικόνα, προσπαθεί.... και φαντάζομαι ότι και πριν από χιλίαδες χρόνια, στην ίδια ακριβώς πέτρα κάποιος άλλος θα προσπαθούσε να την ανεβεί τραυματισμένος, με αίμα στο στόμα, και όπως η μαμά τρέχει να βοηθήσει το παιδάκι, κάποιος άλλος τρέχει και καρφώνει το σπαθί του στην πλάτη του τραυματισμένου. Έτσι είναι και το σώμα ,μας όλα τα καλά και τα κακά τα χει δει, το μυαλό όμως διαλέγει τι θα κρατήσει και πότε θα φέρει μια ανάμνηση μπροστά μας, και η πόλη μοιάζει με την ζωή μας, στο πιο παλιό της σημείο, όλα είναι απλά και όμορφα, και όσο πας στα πιο καινούρια όλο και πιο περίπλοκα και θορυβώδη.

Πολλές σκέψεις, πάρα πολλές… που διέκοψε ό ήχος του κινητού, μάλλον θα ξύπνησε κανένας φίλος και θα θέλει καφέ, το βρίσκω με δυσκολία, κοιτάω την οθόνη, η αδελφή μου από το χωριό.
-Καλημέρα, αδελφούλα.
-Καλημέρα. Πάρε λίγο την γιαγιά που θέλει να σου μιλήσει
-Ελάααααααααα
-Έλα γιαγιά…..
-Μήπως πήρες εσύ το καλό το ψαλίδ’;
-Ποιο ψαλίδι ρε γιαγιά, τι λες;
-Δεν το χς ε; Αι καλά πασάκα μ’ κλείσε μην χρεώνεται το κορίτσ’
- Ει γιαγιά! (αυτό το κόλημα που έχουν οι γριές να μην μιλάνε στα κινητά για να μην χρεώνεται μου την σπάει)
-(γιαγια from the backround)Γιαννούλααααααααααα, έλα δω μαρί, πως κλείν αυτό, ει Γιαννούλα, δεν ακους μαρί
-Το πετά στο πάτωμα! Λέω και το κλείνω.
Βέβαια η γιαγιά δεν το άκουσε, γιατί είπε ότι είχε να πει και κατέβασε το κινητό από το αυτί και φώναζε την αδερφή μου να το κλείσει.

Τελευταίες εικόνες πριν κατέβω και ο στοίχος από τραγούδι που ακούγα εκείνη την ώρα ταίριαξε και με αυτό που έβλεπα...And did they get you to trade your heroes for ghosts?

Πήρα τον δρόμο της επιστροφής, πάλι σιγα σιγά όλο και περισσότερη φασαρία, περισσότερος κόσμος, και ένα κολοάμαξο που παραλίγο να με πατήσει... και εντάξει... θα τους κάνω την χάρη..... ΔΕΝ ήταν Σαλονικιώτικο....

Πέμπτη 17 Ιουνίου 2010

Το Μαχαίρι Πάνω Στο Καλοριφέρ

-Τον είδες τον Αλέκο που κούτσαινε;
-Ναι τον είδα, αφού είναι χαζός, μαχαιρώθηκε, είχε
-Μαχαιρώθηκε! Χα! Καλά το είχα καταλάβει! Τον είδα προχτές που μιλούσε με την Σοφία, κάτι πρέπει να πέτυχε μ αυτούς, το συζητούσαμε χτες με τους άλλους, πρέπει να έμαθε ο γκόμενος της Σοφίας τι έγινε και τον μαχαίρωσε, δεν είναι τυχαίο... όλα δένουν...
-Τι λες ρε;
-Τι λέω; Στάνταρ πράγματα... όλοι σ αυτό καταλήξαμε
-Καλά επειδή εγώ τα ξέρω από πρώτο χέρι,και επειδή είναι τρελός ο Αλέκος, άκου να δεις τι έγινε....
Είχε ένα μεγάλο μαχαίρι και προσπαθούσε να φτιάξει την μπρίζα έξω από την πόρτα της τουαλέτας, με το που τελείωσε άφησε το μαχαίρι πάνω στο καλοριφέρ. Μετά ετοιμάστηκε για μπάνιο, και άφησε την πετσέτα πάνω στο καλοριφέρ.... Με το που τέλειωσε το μπάνιο τράβηξε την πετσέτα που απο κάτω της ήταν και το μαχαίρι και άκου πως διηγήθηκε ο Αλέκος την ιστορία από δω και πέρα << Και που λες μαλάκα τραβάω την πετσέτα και ακούω ένα γκαπ, κοιτάω κάτω τι να δω πλημμύρα το αίμα, έπεσε το μαλακισμένο το μαχαίρι και καρφώθηκε ανάμεσα στους τένοντες του τέταρτου και πέμπτου δακτύλου του ποδιου, κολοφαρδία σου λέω! μόνο κρέας πήρε, δεν ακούμπησε καθόλου τένοντες ή κόκαλα, και βγήκε και το μαχαίρι από την άλλη μεριά, αλλά δεν πονούσα καθόλου! πήγα στο μπάνιο και έπλυνα την πληγή και ακόμα πετούσε αίμα, πολύ σπλατεριά σου λέω! άνοιξα τα δάχτυλα και έμοιαζε σαν κρέας στο χασάπικο.>>
-Έλα ρε μαλάκα! ε, τον τρελό τι έπαθε πάλι!
-Ναι και ο μαλάκας ξέρεις τι μου είπε αφού μου τελείωσε την ιστορία, αφού πήγε στο γιατρό και ντρεπόταν να του πει πως ακριβώς έγινε.
-Τι;
-Ευτυχώς που δεν καρφώθηκε ανάμεσα πρώτο με δεύτερο δάχτυλο, δεν θα μπορούσα να φοράω σαγιονάρα στρινγκ... θα έμπαινε το κορδόνι ανάμεσα στα δάχτυλα και θα πήγαινε πίσω μπρος η σαγιονάρα!
-Καλά είναι τελείως καμένο το παλικάρι
-Ε, και σεις δεν πάτε πίσω, που τον είδατε απλά να κουτσαίνει και βγάλατε ολόκληρη θεωρία συνωμοσίας.
-Έτσι δεν γίνεται πάντα, άλλο λέγαμε εμείς, άλλο έγινε στα αλήθεια, και άλλο είπε αυτός στον γιατρό....αλήθεια τι είπε στον γιατρό;
-Του είπε ότι καθάριζε πατάτες στην κουζίνα και του έπεσε το μαχαίρι στο πόδι..
-Πάλι καλα που δεν είπε σε μας αυτό, δεν υπήρχε περίπτωση να το πιστέψουμε
-Ναι, το άλλο με την Σοφία όμως το πίστεψαν όλοι.
-Φυσικά, αφού όλοι προτιμούν την πιο ζουμερή ιστορία να πιστέψουν, ενώ πάντα τα πράγματα είναι πιο απλά.

Τετάρτη 16 Ιουνίου 2010

Ω....το καημένο το σκυλάκι....

Ξυπνώντας το πρωί, με τον μόνιμο πονοκέφαλο, κάθησα στο κρεβάτι, κοιτώ το δωμάτιο γύρω μου, << η πλήρης αταξία...>>, πόσο βαριέμαι να συμμαζέψω, θα τα αφήσω για αύριο όπως πάντα, το πρωί όλοι οι φίλοι μου κοιμούνται, οπότε για κάφε δεν παίζει, το μόνο που μου μένει είναι η βόλτα στην Αθήνα. Ευτυχώς ζούμε σε μια πόλη που πάντα προσφέρεται για ενδιαφέρουσες βόλτες, είτε μόνος είτε με παρέα. Διαλέγω μερικά ρουχα στην τύχη από τον σωρό που έχω πάνω στον καναπέ, φοράω τα παπούτσια, και ξεκινάω να βγω, ρίχνω μια τελευταία ματιά στο δωμάτιο και απογοητεύομαι από την τραγικότητα της ακαταστασίας. Σκέφτομαι ότι και να μπει κάποιος να κλέψει θα δει έτσι το δωμάτιο και θα σκεφτεί <<τον κλέψαν αυτόν, πάμε να φύγουμε>>, έχω βγει ήδη στο δρόμο και συνεχίζω να σκεφτομαι το ενδεχόμενο της κλοπής, και λέω μέσα μου ντροπή, ξένος άνθρωπος θα μπει στο σπίτι, κρίμα να το δει σε τέτοια χάλια. Έχω βάλει τα ακούστηκα απ το κινητό τα αυτιά και ακούω την εκπομπή του Κωνσταντίνου Τζουμά στον Εν Λευκώ. Ανεξάρτητα απο τι κάνω αυτό ο τρελός καμμένος ονειροπόλος μου φτιάχνει τη διάθεση. Περπατώ λοιπόν χωρίς να έχω σκοπό να πάω κάπου. Κοιτάω τους ανθρώπους, εντάξει τα γκομενάκια λίγο περισσότερο, αλλά όλοι τους έχουν κάποιο ενδιαφέρον. Από μακρυά βλέπω μια τύπισσα να έχει βγει για πρωινό τρέξιμο, έχει και τον σκύλο της μαζί, τον έχει δεμένο με ένα λουράκι που καταλήγει δεμένο στη μέση της σε μια ζώνη. Το σκυλάκι φαίνεται πολύ χαρούμενο που τρέχει με την αφεντικίνα του και κοιτάει περήφανο γύρω του σαν να λέει <<κοιτάξτε με! έχω αφεντικό!>>, ναι ρε μαλακισμένο, και εμείς έχουμε. Το σκυλάκι λοιπόν είναι μικρόσωμο, λευκό και ράτσας Σταρχίδιαμου. Η κοπέλα τρέχει προς το μέρος μου και το σκυλάκι δίπλα, έχουν μια σχετική απόσταση, και όπως έχουν πλησιάσει αρκετά κοντά μου, περνάει η κοπέλα δίπλα από μια κολόνα και και το σκυλάκι από την άλλη μερια της κολόνας και ξαφνικά τεντώνεται το λουρί του σκύλου λόγω του ότι βρέθηκε ανάμεσα τους η κολόνα, και απότομα το σκυλί πετάγεται προς τα πίσω καθώς το παρέσυρε η κοπέλα με το λουρί που ήταν δεμένο στη μέση της. Την στιγμή ακριβώς που τεντώθηκε το λουρί το σκυλί έβγαλε ένα πονεμένο ήχο και η φάτσα του ήταν σαν του κόπηκε ξαφνικά το χαμόγελο. Ο κοπέλα με το που κατάλαβε τι έγινε, αφού ένιωσε την πίεση στην μέση και άκουσε το λυγμό του ζωντανού σταμάτησε αμέσως και αγκάλιασε το σκυλί και του λεγε συγνώμη αγάπη μου, συγνώμη! Εγώ πέρασα απο δίπλα τους προσπαθώντας απεγνωσμένα να κρύψω το γέλιο μου, και έστριψα στο πρώτο τετράγωνο και αφέθηκα στις ευεργετικές ιδιότητες του γέλιου, και επιτέλους συνειδητοποιήσα ότι δεν έχω πονοκέφαλο. Και συνέχισα να περπατώ μέχρι που μπήκα στο σταθμό του μετρό των Αμπελοκήπων, δεν μπήκα εκεί για να γλιτώσω περπάτημα, αλλά γιατί και η βόλτα στο ΜΕΤΡΟ είναι και αυτή αρκετά καλή. Το μόνο κακό ήταν ότι έχανε σήμα το ράδιο και αναγκάστηκα να αφήσω την αγαπημένη μου εκπομπή. Έβαλα την αγαπημένη μου μουσική στο κινητό και περίμενα το συρμό, μέχρι που ήρθε, και μπήκα μέσα, και δυστυχώς βρέθηκα σε ένα βαγόνι με την γνωστή φυσιογνωμία κυράστας που τους αναστατώνει όλους....

Τρίτη 8 Ιουνίου 2010

Gemini

Υπάρχει ένα νησί οπού δεν μιλάει κανείς
Οι σκιές γυρνάνε μόνες τους στους δρόμους
Οι θεοί κάθονται σκυφτοί πάνω από τα ποτήρια τους και δεν μιλάνε
Τα λουλούδια είναι ξερά
Και τα νερά παγωμένα
Υπάρχει αυτό το νησί
Όπου οι άνθρωποι δεν μιλάνε
Και είναι συνέχεια τρομαγμένοι
Ότι φοβούνται το βλέπουν συνέχεια μπροστά του
Και το βράδυ το βλέπουν στους εφιάλτες τους
Τα σπίτια τους είναι ετοιμόρροπα
Και οι δρόμοι χορταριασμένοι
Υπάρχει κάποιος που έχει φύγει από αυτό το νησί
Και ζει στην πόλη μας
Πολλές φόρες οι άνθρωποι τον ρωτάνε για το παρελθόν του
και δεν μιλάει
Πότε πότε ξεχνάει το νησί του και γελάει
Και τότε οι άλλοι τον ρωτάνε για το παρελθόν του
Και δεν γελάει
Τι περίεργος άνθρωπος είναι λένε όλοι
Δίδυμος τι περιμένεις λένε άλλοι
Και κάπου κάπου κοιτάει στον ουρανό
Και τον ζηλεύουν όλοι
Με πόση αγάπη και μελαγχολία
Μπορεί να κοιτάει τα σύννεφα ή το φεγγάρι
Και κάποιος τον ήξερε μου χε πει
Ότι που και που μοιάζω μ αυτόν τον περίεργο
Δεν είμαι αυτός, αλλά του μοιάζω
Τι ζώδιο είσαι με ρώτησε
Δίδυμος του απάντησα
Για πες μας για το παρελθόν σου
Δεν μίλησα

Σίσυφος

Οι μέρες μεγαλώνουν
Οι νύχτες αδειάζουν
Ο χρόνος διαδρομή
Ανηφόρα
Απόστασή που μετριέται σε τσιγάρα
Ρουφάς δηλητήριο
Ρουφάς δυνατά
Να τρέξει η φωτιά
Να διανύσει πιο γρήγορα την απόσταση
Και ξυπνάς πάλι την άλλη μέρα
Και φορτώνεσαι το ίδιο βάρος
Να σπρώξεις τον χρόνο στην ανηφόρα
Και φτάνεις στην κορυφή
Και κοιμάσαι
Και ξυπνάς την άλλη μέρα
Και φορτώνεσαι το ίδιο βάρος
Και πάλι στο τέρμα κουρασμένος
Και ξυπνάς την κάθε μέρα
Και πάλι το βάρος
Σαν τον μύθο του Σίσυφου
Μονό που δεν ξέρεις ποιες αμαρτίες πληρώνεις
Και περνάνε οι μέρες
Και εύχεσαι να περάσουν κι άλλες
Δεν ξέρεις πόσες
Αρκεί να περάσουν
Να περάσουν..........

Δευτέρα 7 Ιουνίου 2010

Two Words Colide (Του γουρντσ κολαηντ)

Πάλι τα κολοπεριστέρια.... κάθονται έξω στο μπαλκόνι και μιζεριάζουν όλη μέρα, σπαστικά ηλίθια μεταλλαγμένα ποντίκια, και αλλά πουλιά κάνουν φασαρία αλλά δεν είναι ενοχλητικά, τα άλλα πουλιά καλούν το ένα το άλλο, αυτά απλά κάθονται, βαριούνται και επαναλαμβάνουν τον ίδιο κλαψομούνικο σκοπό. Από το να βγω να τα διώξω προτιμώ να βγω μια βόλτα στο δρόμο. Έχω τα νεύρα μου με τα πολλά που μου χουν μαζευτεί, και όσο προχωράω κοιτάω κάτω, δεν θέλω να αντικρίσω κανέναν στα μάτια ούτε και να με δούνε.Πόσο άσχημα είναι όλα ρε γαμώτο! Βγαίνεις από το σπίτι σου να ξεσκάσεις και το περιβάλλον δεν σε βοηθάει καθόλου. Μια τυχαία συνάντηση με μια φίλη που είχα καιρό να δω μου έφτιαξε λίγο την διάθεση, χαιρετηθήκαμε, νόμιζα ότι θα ήταν για λίγο αυτό το ευχάριστο συναίσθημα, αλλά γελάστηκα. Άφου άφησα την φίλη και προχώρησα στο δρόμο δεν κοιτούσα πλέον κάτω,έχει σημασία το ότι "δεν κοιτούσα πλέον κάτω" και μου ρθε μια σκέψη που όταν την ολοκλήρωσα ένιωσα ακόμα καλύτερα. Όσο κοιτούσα κάτω έβλεπα μια άσχημα πόλη, φρεάτια βουλωμένα, λερωμένα πεζοδρόμια, ρόδες αυτοκινήτων, πόδια να κινούνται γρήγορα ή αργά αλλά παντα αδιάφορα προς εμένα, υπόγεια σπίτια με κλειστά παντζούρια, ακαθαρσίες σκύλων και άλλα παρόμοια. Με απλή απλή κίνηση, μια πολύ σύντομη κίνηση, ένα απλό σήκωμα του κεφαλιού έτσι ώστε να κοιτάω ευθεία και πάνω, όλη ή πόλη αλλάζει, μια άλλη πόλη, ένα ταξίδι διάρκειας λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο.Αυτή η καινούρια πόλη έχει, μπαλκόνια με λουλούδια, ουρανό, όμορφα πρόσωπα, περίεργα πρόσωπα, ποδήλατα με κλάξον, κίτρινες λεκάνες στα μπαλκόνια, δεντρα στα πεζοδρόμια, μουσικές από διαμερίσματα,διάφορα πουλιά (όχι περιστέρια όμως),κοπέλες, χρώματα, αρώματα, παππούδες, εγγόνια, και σούπερ μάρκετ. Εντάξει, δεν είναι τέλεια πόλη, αλλά είναι αρκετά καλή, και ακόμα καλύτερη όταν δεν κοιτάς κάτω. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που μερικοί μισούν την πόλη και άλλοι την λατρεύουν. Άλλοι κοιτάνε κάτω.... άλλοι κοιτάνε πάνω

Το αφιερώνω σε όλους τους φίλους μου στην Αθήνα


Και το "προτείνω" στους εν Αθήναις Σαλονικιούς που μου παραπονιούνται ΌΛΗ μέρα για το πόσο άσχημη είναι η Αθήνα και πόσο όμορφη είναι Σαλονίκη... Φιλάκια περιστεράκια μου

Τετάρτη 2 Ιουνίου 2010

Κολόνια ΜΥΡΤΩ Με Άρωμα Λεμόνι

Ασυναίσθητα πολλές φορές όταν σκέφτεσαι και χάνεσαι στη ροή των ονειρων σου, χανεις και την επαφή με το περιβάλλον ή μάλλον έχεις μια επιλεκτικη επαφή, αυτο διαπίστωσα μια μέρα που είχα χαθει στις σκέψεις μου σε ένα παγκάκι κάτω απο την Νεάπολη στο Λυκαβηττό ενω περίμενα να περάσει η ώρα για να πάω σε ένα ραντεβού.΄Ένας γνώριμος ήχος παγίδευσε το μυαλό μου ,ξαφνικά σαν να βρίσκομαι μέσα στην εκκλησία του χωρίου νόμιζα ότι άκουγα το θυμιατό του παπά να πλησιάζει, αυτός ο γνωστός ήχος με τα κουδουνάκια μέσα σε απόλυτη ησυχία.'Οταν είμασταν μικροί ήταν η μόνη ευχάριστη στιγμή στην εκκλησία, περιμέναμε τον παπά να περάσει με το θυμιατό για να πάρουμε μια τζούρα από το μεθυστικό άρωμα του θυμιάματος. Έτσι όταν άκουσα τα κουδουνάκια να χτυπάνε διέκοψα τις σκέψεις μου και περίμενα τον παπά να περάσει... αφέθηκα στο αεράκι να με χτυπά, δεν μ έβγαλε από τις νοσταλγία τις στιγμής, απλά συνδυάστηκε με το παρελθόν και αυτή η ένωση έκανε την προσμονή του περάσματος ακόμα πιο όμορφη. Τι ωραία να ήμουν τώρα παιδί σε μια εξοχή και να περίμενα με την ίδια ηδυπάθεια το θυμιατό. Και ο ήχος πλησίαζε από πίσω, μέχρι που πέρασε... και μια αποφορά ιδρωτίλας τραυμάτισε βάναυσα αυτήν την προσμονή, ένας τύπος έκανε τζόκινγκ και είχε κέρματα στη μια τσέπη και σε κάθε βήμα, αυτά τα κέρματα χτυπούσαν μεταξύ τους και έκαναν τον ίδιο ήχο που έκανε και το θυμιατό. Μια βίαιη συνειδητοποίηση ότι δεν ήμουν εκεί που βρισκόταν το μυαλό, αλλά δεν σπάστηκα, ξαναγύρισα λίγο πίσω και και πήρα και αυτόν μαζί μου, που μόνο το πίσω μέρος ρου σώματος του είχα δει, άλλωστε μόνο αυτό με απασχολούσε(όχι, μην πάει το μυαλό σας στο πονηρό). Και ξανά πάλι στην εκκλησία, ανάμεσα στις στιγμές του θυμιατίσματος υπήρχανοι στιγμές της άκρατης βαρεμάρας, και για να την καταταπολεμήσουμε όλοι εμείς οι πιστιρικάδες βρίσκαμε διάφορους τρόπους εκτόνωσης, ένας από αυτούς ήταν και το σημάδι φαλάκρας. Βγάζαμε κουκούδια από την μύτη μας και σημαδεύαμε τους μεγάλους, είχαμε προτίμηση στις φαλάκρες αλλά δεν ήταν μόνος μας στόχος. Καθόμασταν πάντα στο πίσω μέρος της εκκλησίας για να μην μας βλέπουν. Τώρα μέσα στην εκκλησία υπήρχε και ένας άγνωστος μεσήλικας με αθλητικές φόρμες, όλοι γύρω του είχαν απομακρυνθεί από γύρω του γιατί βρομούσε ιδρωτίλα, δεν του κοιτούσε κανείς, ούτε αυτός κοιτούσε γύρω του. Ήταν ο στόχος μας... και εβλήθην πολλαπλά και επανειλημμένα. Ο εαυτός μου που ήταν εκεί προσπαθούσε απεγνωσμένα να κρύψει το γέλιο του με αλλεπάλληλες συσπάσεις και σφίξιμο των χειλιών , ο εαυτός μου εδώ είχε ένα πολύ ελαφρύ χαμόγελο Και ενώ ερχόταν η ώρα που μοίραζε κολόνια ό επίτροπος, άλλη μια ευχάριστη στιγμή στην εκκλησία, με 20 δραχμές στο πανέρι σου έριχνε κολόνια ΜΥΡΤΩ με άρωμα λεμόνι στα χέρια και αν ήσουν καλό παιδί και στο κεφάλι. Και όπως πλησίαζε ο επίτροπος, τι έγινε; όχι ρε πούστη μου! δεν είναι δυνατόν να κατουρήθηκα! δεν μου χει συμβεί ποτέ! κι όμως αισθάνομαι υγρό το κάτω μέρος του ποδιού μου...συνέρχομαι απότομα, <<Μαλακισμένο κοπρόσκυλο!>> με είχε κατουρήσει ένας σκύλος...<<Συγνώμη κύριε, δεν έπρεπε να συμβεί αυτό, αλλά και σεις δεν έπρεπε να το βρίσετε, κρίμα το σκυλάκι>> μου λέει το αφεντικό του.<< Συγνώμη μου ξέφυγε...>> του απαντάω και σηκώνομαι να φύγω, το σκυλί έπαιζε ακόμα χαρούμενο εκεί γύρω και κατουρούσε παγκάκια, περνάω από δίπλα του , με κοιτάει, το κοιτάω ,<<Μαλακισμένο>> λέω με μίσος αλλά σιγα σιγα μην ακούσει το αφεντικό του. Και κατεβαίνοντας προς τα κάτω, σκέφτομαι (πάαλι) όταν είμασταν μικροί πάλι χανόμασταν σε όνειρα και σκέψεις, αλλά οι τότε σκέψεις αφορούσαν τις περισσότερες φορές στο μέλλον, οι τωρινές σκέψεις, όλο και πιο συχνά, αφορούν στο παρελθόν...
Τι από όλα αυτά που σκεφτόμασταν τότε για την ζωή μας έχει πραγματοποιηθεί; είναι ό κόσμος όπως τον φανταζόμασταν ότι θα γίνει; Μπορούμε να κάνουμε τίποτα γιαυτό; ίσως αυτά είναι καλύτερα να μην τα σκεφτόμαστε. Ας πάω για δουλειά τώρα...

Τρίτη 1 Ιουνίου 2010

Έχεις αρχίσει να τρελαίνεσαι;

-Λες;
-Τι να λέω;
-Σ άκουσα χτες που το λεγες
-Τι έλεγα;
-Έλεγες ότι είσαι ο Θεός
-Δεν είπα πότε τέτοιο πράγμα!
-Ε, πάντως κάπου το άκουσα....
-Εγώ άκουσα κάτι άλλο
-Τι;
-Ο θεός λέει ότι είναι εγώ!
-Εσύ;
-Ναι εγώ! έτσι λέει!
-Ε τότε μάλλον αυτό με μπέρδεψε...
-Ποιος είναι πίσω μου;
-Δεν ξέρω κάνε στην άκρη να δω
-Τι βλέπεις
-Τίποτα....
-Πάλι μόνος είσαι
-Και συ μόνος είσαι
-Έχω εσένα
-Όχι δεν με έχεις
-Τότε ούτε εσύ με έχεις
-Ούτε και θα θέλα να σ είχα
-Γιαυτό είσαι μόνος
-Δεν είμαι μόνος
-Είσαι!
-Τι είμαι;
-Ο θεός
-Όχι ο θεός είναι εγώ
-Ε τότε εγώ είμαι ο θεός!
-Μήπως έχεις αρχίσει να τρελαίνεσαι
-Μήπως εσύ έχεις ήδη τρελαθεί;
-Μήπως λές ότι είσαι ο θεός για να μην πίστεις ότι είσαι τρελός;
-Μήπως ο θεός λέει ότι είναι εγώ γιατί γουστάρει την τρέλα
-Ποιος εσυ;
-Ποιος εγώ;
-Ο θεός;
-Όχι εγώ!
-Τι εγώ;
-Ναι εγώ..
-Γιατί με αντιγράφεις;
-Εσύ φοράς τα ίδια ρούχα με μένα
-Και εσύ αντιγράφεις τις κινήσεις μου!
-Και συ λες ότι λέω!
-Και εσύ το ίδιο κάνεις!
-Τώρα θα δεις!
Και έκαναν και οι δύο τα χέρια τους πίσω και έριξαν μια μπουνιά που το χέρι του ενός χτύπησε το χέρι του άλλου και το τζάμι που τους χώριζε ράγισε και κοιτούσαν ο ένας τον άλλο μέσα από ένα ραγισμένο τζάμι....

Στα τέσσερα

Η μέρα ήταν Σάββατο , τα στήθη της μικρά και αυτή επίσης.  Τη λέγανε Αθηνά, τίποτα άλλο μη ρωτήσεις.  Δυο βδομάδες  μετά από αυτό το Σάββα...