Μετά τον καφέ γυρνούσαμε οι τρείς μας προς το μετρό. Στην πλατεία Συντάγματος η Ευαγγελία
τραγουδούσε
Μη μου μιλάς για
καλοκαίρια
Για ακρογιαλιές και
αστέρια
Πες μου μονάχα πως και
εδώ το ίδιο μ αγαπάς
Ο Μάριος μόλις η Ευαγγελία ολοκλήρωσε το ρεφρέν είπε
-Φαντάσου πως θα πήγαινε το τραγούδι αν το λέγανε οι Πυξ Λαξ
-Πως; Του είπα
-Σε ύφος απαγγελίας μελαγχολικού ποιήματος με μια κιθάρα συνοδεία θα έλεγε κάπως έτσι:
Δεν έχω δει καλοκαίρια
Ούτε ακρογιαλιές και
αστέρια
Και εσύ δεν μου είπες
ποτέ πως μ αγαπάς
Story of your
life. Είπα της Ευαγγελίας και
αυτή στραβομουτσούνιασε
-Αν το έλεγες εσύ ξέρεις πως θα πήγαινε το τραγούδι; Μου
είπε Ευαγγελία μετά από ένα δευτερόλεπτο έντονης σκέψης
-Πως; Της απάντησα με ξινισμένα ξέροντας ότι θα πει μαλακία
-Μη μου μιλάς για
περιστέρια
Για γριές και παρτέρια
Πες μου μονάχα για το
στριγκάκι που φοράς
Story of your
life!
Μια κοπέλα πέρασε που έμοιαζε μ αυτήν που έψαχνα στο μετρό,
αλλά δεν ήταν αυτή, περπατούσε πολύ διαφορετικά, μια λογική υπήρχε στο
περπάτημά της . Τι ήθελα και την θυμήθηκα πάλι… ένα προοίμιο θλίψης έκανε την
εμφάνισή του στα ρηχά της διάθεσής μου.
Φτάσαμε στις σκάλες απ την
δεξιά μεριά λίγο πριν κατεβούμε ο
Μάριος είπε σε μένα
-θες να κάτσουμε εδώ να χαζέψουμε κανα κώλο ή πάμε κάτω να
δούμε κατω να δούμε κάνα πρόσωπο;
-Κάφρε! Είπε η Ευαγγελία
-Όχι τον δικό σου τον κώλο μωρή ηλίθια, από άλλες
Εγώ είχα αφεθεί να παρασυρθώ στις δίνες τις μελαγχολίας και
δεν είχα όρεξη να συνεχίσω τα αστεία και
τα πειράγματα προς την Ευαγγελία. Το μόνο που σκεφτόμουν εκείνη την ώρα είναι
να πάω στο σημείο όπου είχα πρωτοσυναντήσει την κοπέλα που έψαχνα να βρω στο
Μετρο και να αναπλάσω όλα τα γεγονότα που είχαν γίνει τότε και να επεξεργαστώ
τα λάθη μου. Όχι ότι ήθελε και ερώτημα ποιο ήταν το λάθος μου, το ήξερα ήδη, το
ξέρω πάντα, πάντα το ίδιο λάθος που επαναλαμβάνεται με εξωφρενικά πανομοιότυπη ένταση . Είπα στους άλλους να συνεχίσουν μόνοι τους,
η Ευαγγελία με ρώτησε τι έπαθα πάλι, της είπα τίποτα, πως τίποτα μου είπε, άσε
με της είπα, αστον της είπε και ο Μάριος και έφυγα μόνος μου βάζοντας τα
ακουστικά στα αφτιά και τα χέρια βαθειά
στις τσέπες. Έχω την δικαιολογία
ότι τους έχω προειδοποιήσει ότι είμαι κυκλοθυμικός , χαλάω το κλίμα της παρέας
αλλά έτσι είμαι, σ αυτούς δεν μπορώ να παίζω θέατρο, μόνο να κρύβω μερικές
αλήθειες.
Έφτασα την Ομόνοια με την κόκκινη γραμμή, βγήκα πάνω και
πήρα μια τυρόπιτα. Στάθηκα δίπλα στην
έξοδο της πλατείας, έτρωγα και κοιτούσα τον κόσμο που μπαινοέβγαινε, μια
σαφέστατη ποιοτική διαφορά στον κόσμο που έβλεπα και στον κόσμο που έβλεπα πριν
από ένα χρόνο στο ίδιο σημείο με
ενόχλησε, δεν ξέρω το γιατί, αλλά μου φάνηκε σαν κάτι άλλο. Τους μαζέψανε έτσι
απλά, τώρα ήταν καλύτερα έτσι απλά, έτρωγα την τυρόπιτα έτσι απλά. Η κοπέλα
όμως που ερχόταν δεν έφυγε έτσι απλά.
Ήταν η κοπέλα με το στικάκι που είχα συναντήσει πριν από λίγες ώρες στο Μετρό
του Ευαγγελισμού, ανέβαινε τις σκάλες, μάλλον θα πήγαινε για Εξάρχεια. Να, κάτι
τέτοια συμβαίνουν και με κάνουν να αισθάνομαι σίγουρος ότι θα συναντήσω και την άλλη κάποια φορά.
-Γεια σου πάλι εσύ. Μου έκανε δείχνοντας με με το δαχτυλάκι
της ενώ πλησίαζε
-Γειά σου και εσύ. Της είπα διαγράφοντας αμέσως την
μελαγχολία μου. Τελικά είναι αστείο το πόσο εύκολα μπορούν να μεταβάλλονται τα
συναισθήματα μερικές φορές.
-Και εδώ; Μου είπε
-Πως σε λένε; Της είπα και την σταμάτησα με το χέρι που δεν
κρατούσα την τυρόπιτα
-Εσένα πως σε λένε;
-Πάντως όχι Γιώργο
-Και μένα όχι Μαρία
-Μαριάννα μήπως;
-Ούτε
-Καλά τότε θα σε λέω Κατερίνα
-Μα δε με λένε Κατερίνα
-Δε με νοιάζει
-Τότε εγώ θα σε λέω Γιώργο
- Όχι Γιώργο!
-Γιατί;
-Γιατί αν με λέγανε Γιώργο δεν θα ήμουν εδώ να σου μιλάω
τώρα
Άρχισα να απορώ όμως γιατί μου μιλάει ακόμα αυτή, μάλλον
ήταν το κλασικό πιτσιρίκι που θέλει να αποδείξει ότι μπορεί να ανταπεξέλθει σε
μια καμένη περίεργη συζήτηση, είπα να της πετάξω τίποτα για πεθαμένους και να
την στείλω αδιάβαστη αλλά κρατήθηκα, ήταν ωραία και χαμογελούσε, τι άλλο μπορεί
να θέλει κάποιος ,
-Και μένα αν με λέγανε Κατερίνα δεν θα ήμουν εδώ, θα ήμουν σ
άλλη πόλη
-Α, ναι; Και πως θα γινόταν αυτό;
-Στο λύκειο μια πρώτη ξαδέρφη μου που την λέγανε Ιωάννα και
είχε το ίδιο επίθετο με μένα ήταν ένα τμήμα παραπάνω, εγώ Γάμα 2 αυτή Γάμα 3,
ακριβώς σε εμάς άλλαζε το τμήμα, οπότε αν εγώ ήμουν Κατερίνα θα ήμουν στη θέση
της στο Γάμα 3 όπου είχαν έναν μαλάκα μαθηματικό και δεν θα περνούσα Αθήνα, το
πολύ πολύ καμιά Λάρισα και θα έτρωγα σουβλάκια και όχι καλαμάκια. Χμ!
Μου την είπε, πήγε να μου βγει πιο καμένη. Αν ήταν Κατερίνα
δεν θα ήταν εδώ τώρα…. Σκεφτόμουν, κρατούσα το σαγόνι μου με το χέρι, όχι αυτό
με την τυρόπιτα, το άλλο και σκεφτόμουν.
Το βρήκα!
-Αν σε λέγανε Κατερίνα, της είπα με ύφος μπλαζέ, θα ήσουν
βαφτισμένη Αικατερίνη, οπότε θα ήσουν πάλι κάτω από την Ιωάννα, οπότε
άκυρο. Πάρτα! Της είπα και της έκανα
κωλόχερο.
Έβαλε τα χέρια της στη μέση και με κοιτούσε νευρικά.
-Μη μου κάνεις εμένα την κανάτα, αν με λέγανε Γιώργο, δεν θα
ήμουν εδώ, πίστεψέ το Κατερινάκι
-Δεν τελειώσαμε εμείς, να ξέρεις, μου είπε και έφυγε δήθεν
θυμωμένα
Ενδιαφέρον, σκέφτηκα και έχωσα την τυρόπιτα στο στόμα μου
και δάκωσα θριαμβευτικά ένα μεγάλο
κομμάτι. Σάλια φύλα και τυριά
αναδεύονταν αργά μέσα στο στόμα μου. Ένιωθα περήφανος που έκανα μια καμένη
κουβεντούλα με μια μικρή που δεν ήξερα καλά, σε λίγο αυτή η περηφάνια θα
γινόταν κομμάτια σαν την μπουκιά που είχα στο στόμα μου. Πρωτου καλά καλά
απομακρυνθεί το Κατερινάκι από το οπτικό μου πεδίο βγήκε μια άλλη που ήξερα
μέσα από το Μετρό, μια σερβιτόρα που δούλευε στα Εξάρχεια. Πολύ διαχυτική.
Μόλις με είδε με αγκάλιασε και με φίλησε σταυρωτά στα μάγουλα. Δεν την ήξερα
και πολύ καλά, ένα γεια λέγαμε μόνο όταν πηγαίναμε για καφέ με τον Ηλία στην
καφετέρια που εργάζεται. Παρόλα αυτά αυτή με φίλησε, όλους τους φιλάει νομίζω.
Λάθος της. Σαν απομακρύνθηκε μετά το
φιλί από το πρόσωπό μου και την κοίταξα, γούρλωσα τα μάτια. Γελούσε, καθόλου
κακό αυτό, το κακό ήταν ότι ένα φυλαράκι από την τυρόπιτα που ήταν στο μάγουλό
μου τώρα ήταν στο δικό της. Πάλι μαλακία έκανα. Πώς να της το πω αυτό. Με ρώτησε τι κάνω πως είμαι, τη ρώτησα αν
πάει για δουλειά, μου απάντησε ναι,
κοιτούσα το φύλο, απορούσα με την μαλακία μου. Αυτή δεν είχε καταλάβει
τίποτα, νόμιζε ότι μιλούσε με ένα σοβαρό και κατασταλαγμένο άτομο που ξέρει να
μιλάει, κούνια που σε κούναγε. Τι να έκανα; Να άπλωνα το χέρι; Μου ήρθε η ιδέα
να την ξαναφιλήσω και να τρίψω το μάγουλό μου πάνω στο δικό της και να πάρω το
φυλαράκι, θα το έτρωγα μετά, σιγά μην το άφηνα να πάει χαμένο. Αυτή όμως
απομακρυνόταν και μου μιλούσε ευγενικά και ευχάριστα. Τι να έκανα; Να άπλωνα το
χέρι και να την τραβούσα; Επίσης
σκέφτηκα να την ρωτήσω τι ψήφισε στις εκλογές, θα μου έλεγε Σύριζα και θα τις
τραβούσα ένα χαστούκι που θα έφευγε το φυλαράκι, μπα ούτε αυτό, άντε μετά να
εξηγήσω ότι δεν έχω πρόβλημα με τις Συριζαίες . Το μόνο που έκανα ήταν να
ευχηθώ να πιάσει μια βροχή μια καταιγίδα και να την κάνει μούσκεμα από πάνω
μέχρι κάτω και όλα αυτά την ώρα που εγώ θα ήμουν κάτω στο Μετρό και θα
απολάμβανα την στεγανή θαλπωρή των εγκαταστάσεων αναλογιζόμενος άλλο ένα κατάπτυστο πάθημά μου.
Πέταξα την υπόλοιπη τυρόπιτα για να μην ξαναγίνει άλλη
μαλακία και κατέβηκα τις σκάλες. Στάθηκα
λίγο πριν τα εκδοτήρια, εδώ πριν από δύο μήνες στεκόμασταν με τον φίλο Ηλία και
αποχωριζόμασταν ενώ κανονίζαμε για την επόμενη φορά. Δεν θυμάμαι ακριβώς τι
λέγαμε αλλά θυμάμαι την λέξη στην οποία κόλλησα μόλις την είδα να κατεβαίνει. Και όπως … όπως…. Όπως… όπως και την
κάρφωσα στα μάτια με ζωηρό βλέμμα, με κάρφωσε και αυτή, ανέκφραστη. Πέρασε από μπροστά μας σαν ανοιξιάτική βροχή
και ζωντανέψανε όλα τα χρώματα. Τι ήταν
αυτό ρε μαλάκα; Μου είπε ο Ηλίας, αυτό ήταν έρωτας του είπα. Απίστευτο μου
είπε, μόνο στην Αθήνα του είπα
-Είδες πως κοίταξε;
Δεν θυμάμαι τι του
είπα τότε, μα τώρα λέω μακάρι να μην είχα δει, δεν θα γυρνούσα όλη μέρα στο
μετρό για να την ξαναβρώ. Θα μου πεις για ένα βλέμμα; Γιατί όχι; Εδώ έχω ερωτευτεί και έχω
καταστραφεί για μια λέξη, για ένα
στήθος, για ένα φυλαράκι, για ένα βλέμμα δεν θα καταστραφώ; Κάποτε, πολλά
χρόνια πριν, μετά από ένα ευχάριστο συμβάν είχα γράψει μια μαλακία ακόμα και αν κατακτήσεις το σώμα που ποθείς
το βλέμμα θα είναι αυτό που θα θυμάσαι, τώρα ξέρω ότι δεν ήταν και τόσο
σωστό, περισσότερο σώματα θυμάμαι παρά βλέμματα, άλλα άλλο αυτό, άλλαξα από
τότε. Έχουν γίνει κι άλλα από τότε
που την πρωτοείδα δε λέω, αλλά αυτό το βλέμμα υποσχόταν τα καλύτερα,
ανέκφραστο, σταθερό, απόλυτο, σαν να έκρυβε την μεγαλύτερη θλίψη του κόσμου
μέσα του.
Αυτή κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες προς Άγιο Δημήτριο εμείς συνεχίσαμε την κουβέντα.
Λίγο αφότου πέρασε αυτό το δροσερό αεράκι άρχισε να βγαίνει κόσμος από το μέρος
που κατέβηκε, τραγικό σημάδι ότι πέρασε το μετρό και την πήρε μαζί με την
ομορφιά της και την θλίψη που κουβαλούσε
μέσα της. Εντελώς άψυχος κατέβηκα μόνος μου τις σκάλες με ένα αδιάφορο
περπάτημα ,σχεδόν λογικού ανθρώπου. Φτάνοντας κάτω στην άδεια πλατφόρμα έστριψα
αριστερά και κάθισα στο τελευταίο παγκάκι και έβγαλα ένα βιβλίο να διαβάσω.
Ήταν ο Ιούλιος Καίσαρας του Σαίξπηρ. Θυμάμαι και σε πιο σημείο ήμουν, Πράξη Γ
Σκηνή 3, το μόνο αστείο σημείο στον Καίσαρα του Σαίξπηρ, έχουν σκοτώσει τον
Καίσαρα, ο Αντώνιος έχει βγάλει τον λόγο
και έχει πάρει τους πολίτες με το μέρος του οι οποίοι αναζητούν τους συνωμότες
για να τους σκοτώσουν, ένας από αυτούς (συνωμότες) ήταν ο Κίννας, όχι ο ποιητής
Κίννας.
ΠΟΛΙΤΕΣ- Το όνομά σου, κύριε, την αλήθεια
ΚΙΝΝΑΣ-Την αλήθεια, το όνομά μου είναι Κίννας
ΠΟΛ-Κομματιάστε τον! Είναι συνωμότης!
ΚΙΝ-Είμαι ο Κίννας ο ποιητής! Είμαι ο Κίννας ο ποιητής!
ΠΟΛ-Κομματιάστε τον για τους κακούς του στοίχους!
Κομματιάστε τον για τους κακούς του στοίχους.
Πάει ο Κίννας ο ποιητής, πάει και το γκομενάκι, έφυγε,
παρόλα αυτά χαμογέλασα λίγο. Αντιλήφθηκα
μια κίνηση, κάτι σταμάτησε μπροστά μου. Κοίταξα. Δύο αθλητικά παπούτσια ,
σηκώνω λίγο βλέμμα, τζινάκι τέλεια πόδια, πιο πάνω σωστός κώλος, πιο πάνω απλή
γαλάζια μπλούζα σκεπασμένη η μισή από κατσαρά καστανά μαλλιά, ήταν αυτήν. Ήρθε
και στάθηκε μπροστά μου και είχε γυρισμένη την πλάτη. Αμέσως το κατάλαβα, ο σταθμός του μετρό στην
Ομόνοια είναι ημικύκλιο και έτσι δεν την είδα όταν κατέβηκα, το γκομενάκια είχε πάει τέρμα δεξιά, είχε
κρυφτεί στην άλλη μεριά του τόξου. Δεν είχε μπει μέσα, ενώ προλάβαινε άρα……
Ήταν μπροστά μου, πραγματικά δεν ήξερα τι να κάνω. Σηκώθηκα
και πήγα λίγο δίπλα, έκλεισα το βιβλίο και το έβαλα στην τσέπη μου. Κοίταξα
γύρω μου δεν υπήρχε κανείς να μου το χαλάσει. Άρα ήμουν μόνος εγώ και η μοίρα
μου. Σκεφτόμουν τι να πω. Γεια σου όχι πολύ απλό. Γεια τι κάνεις, έχεις να πας πουθενά μετά;
Μπα πολύ απότομο. Ε, να σου πω, ξέρεις
ότι στην Αρχαία Ρώμη είχαν κομματιάσει το Κίννα τον ποιητή για τους άθλιους
στοίχους του; Μπα ούτε αυτό, μπορεί να είναι και αυτή ποιήτρια και να το
πάρει σαν απειλή . Γαμώτο, δεν μου
ερχόταν τίποτα. Δύσκολο αυτό, όταν μου γνωρίσουν κάποια ή κάποιον μιλάω αμέσως
σαν να τον ξέρω χρόνια, αλλά το να πιάσω κουβέντα έτσι μου είναι πολύ δύσκολο
έως αδύνατο. Ακούμπησα την πλάτη μου πίσω και σκεφτόμουν. Το μόνο που μπορούσε
να γίνει είναι να μπούμε μαζί μέσα στο ίδιο βαγόνι και θα σκεφτώ εκεί κάτι καλύτερο. Ξανάβγαλα το βιβλίο και
έκανα ότι διαβάζω, αρχίδια, μόνο το κοιτούσα.
Η κοπελίτσα έκανε βόλτες μπροστά μου δεξιά αριστερά, άρχισε να φτάνει
και άλλος κόσμος. Παραδόξως ανακουφίστηκα που ήρθαν κι άλλοι γιατί πλέον δεν
ήμουν εντελώς αδικαιολόγητος που δεν της
μιλούσα. Αν τον Κίννα το ποιητή τον κομματιάσανε για τους άθλιους στίχους του,
εμένα έπρεπε να με κομματιάσουν για την ατολμία μου. Βασικά δεν είναι αυτός ο
ορισμός του χαρακτήρα μου αλλά έχω πρόβλημα να μιλάω σε άτομα που δεν ξέρω,
ακόμα και για οδηγίες δυσκολεύομαι να ρωτήσω. Επιτέλους ήρθε ο συρμός και μας
πήρε, αυτή την φορά δεν φρόντισα εγώ να μπω σε ένα βαγόνι με ένα όμορφο
γκομενάκι, αλλά ένα όμορφο γκομενάκι φρόντισε να μπει στο ίδιο βαγόνι με μένα
προς κατάρριψη όλων αυτών που θεωρούσα δεδομένα μέχρι τότε. Δεδομένα, τι είναι
τα δεδομένα; Ας επιστρέψουμε λίγο στους θεατρινισμούς. Όπως έχω πει πιο παλιά στο στρατό ήμουν δόκιμος
ειδικών δυνάμεων, εκπαιδευτής νέων. Όταν ήρθε η δεύτερη φουρνιά η φήμη μου
προηγούταν. Είμαι σκύλος μαύρος, θα με
βλέπετε στους εφιάλτες σας για το υπόλοιπο της ζωής σας, ξέρω τι δεν θέλετε να
σας κάνω και αυτό ακριβώς θα σας κάνω. Έτσι τους συστήθηκα την πρώτη μέρα που
ήρθαν. Με πολλούς από αυτούς είμαι ακόμα και τώρα φίλος και μου λένε ότι εκείνο
το βράδυ δεν μπόρεσαν να κοιμηθούνε, όχι μόνο για τον τρόπο που συστήθηκα αλλά
και για την επιβεβαίωση των ικανοτήτων μου που ήρθε αργότερα στα μαγειρεία.
Τους έδειχνα το στρατόπεδο, ήταν εκατόν είκοσι άτομα. Στο τέλος της βραδιάς και
μετά από πολλές κάμψεις πήγαμε στα μαγειρεία. Ενώ ήταν όλοι έξω παρατεταγμένοι
με απόλυτη ζύγιση και στοίχιση και ενώ τους έκραζα ένα μεγάλο ποντίκι πέρασε
από πίσω μου και απομακρυνόταν προς τα δεξιά μου. Εντελώς αδιάφορα έβγαλα το
μαχαίρια από την ζώνη μου , το πέταξα στον αέρα και το έπιασα από την λεπίδα
και το πέταξα προς το ποντίκι που έτρεχε
να κρυφτεί. Χωρίς να το θέλω και χωρίς να έχω προσπαθήσει και πολύ το μαχαίρι
αφού έκανε τρεις περιστροφές στον αέρα καρφώθηκε ακριβώς πάνω στο κεφάλι του
ποντικιού. Έκρυψα την έκπληξή μου και
κοιτώντας προς τους φάνταρους είπα: Καταλάβατε ποντίκια; Ένας ξεροκατάπιε, το
είδα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν μπορώ να το ξανακάνω, αργότερα πέταξα σε
μια σακούλα το ποντίκι μαζί με το μαχαίρι, παν τα είκοσι ευρώ, πάει και το
ποντίκι.
Ποντίκι. Δεν νομίζω ότι είναι δόκιμος όρος. Το ποντίκι είναι
ο μυς των καραβιών, ποντικός μυς, πόντος θάλασσα. Ενώ ο αρουραίος είναι ο μυς
των χωραφιών, αγρός, άροση, όργωμα. Μόνο οι Άγγλοι κρατήσανε την σωστή λέξη που
αντιστοιχεί σ αυτό το τρωκτικό, mouse,
μυς. Και η λέξη κόσμος στα αρχαία σήμαινε κόσμημα και εννοούσε ότι τα αστέρια
και ο γαλαξίας είναι σαν κόσμημα που περιβάλει την γη, οι Άγγλοι όταν λένε cosmos εννοούνε αυτό που βρίσκεται έξω από την στρατόσφαιρα ενώ
οι Έλληνες όταν λέμε κόσμος εννοούμε τους ανθρώπους που βρίσκονται πάνω στην
γη, δηλαδή την ακριβώς αντίθετη έννοια απ αυτή που αρχικά είχε η λέξη την οποία
κράτησαν στο ακέραιό της οι Άγγλοι. Μέσα
στο βαγόνι είχε πολύ κόσμο αλλά μόνο μια ήταν κόσμημα κατ εμέ . Αυτή που δεν
μπορώ να βρω, αυτή που στοίχειωσε την καθημερινότητα μου με ένα βλέμμα, αυτή
που άφησα να φύγει χωρίς να πω κουβέντα. Τι νόημα έχει να εξηγήσω τα γεγονότα
αφού έχω πει ήδη το αποτέλεσμα; Ίσως να
αξίζει λίγο ακόμα γιατί στο Σύνταγμα
έγινε κάτι που δεν μπορώ να εξηγήσω ακόμα.
Μπήκαμε στον ίδιο βαγόνι, από Ομόνοια μέχρι Σύνταγμα. Θα
στεκόμασταν διπλά δίπλα αν είχαν παρεμβληθεί τα εφτά κακά της μοίρας
προσωποποιημένα σε μια γριά. Ξέρετε τι
λένε οι γριές για τον Μάρτιο; Αχ άτιμε
Μάρτη που πελεκάς τις γριές. Κάθε Μάρτιο ο αριθμός των γριών μειώνεται
δραστικά, όχι ότι χαίρομαι για αυτό απλά το αναφέρω. Έκλεινε η γαμημένη η πόρτα, έκλεινε αλλά αυτή
η κωλόγρια απορώ και γω που την βρήκε την ζωτικότητα και έτρεξε και μπήκε μέσα.
Όταν ακούγεται η κόρνα, η πόρτα κλείνει μετά από δύο δευτερόλεπτα, κανονικά
σταματάς δεν τρέχεις και μπαίνεις σαν
σίφουνας συμπαρασέρνοντας ένα αθώο και τρυφερό πλάσμα που στέκεται δίπλα σε
έναν μαλάκα που ψάχνει να βρει τρόπο να της μιλήσει. Κωλόγρια.
Έτσι με την γριά ανάμεσά μας φτάσαμε μέχρι το Σύνταγμα.
Ήθελα να φταρνιστώ στα μαλλιά της γριάς που μπήκε ανάμεσά μας, αντ αυτού
αρκέστηκα να ανταλλάσω ματιές με την κοπελίτσα. Μια φορά το έκανα, το
φτάρνισμα, πρόσφατα, ήμουν με μια Μαριάννα μέσα στο μετρό από Πανόρμου μέχρι
Ευαγγελισμό. Στους Αμπελόκηπους μπήκε μια πολύ χοντρή κυρία. Ενώ κοιτούσα τα
όμορφα ματάκια της Μαριάννας και μιλούσαμε για άσχετα πράγματα ξαφνικά το
όμορφο προσωπάκι εξαφανίστηκε πίσω από ένα τεράστιο μπράτσο. Η κυρία έβαλε το χέρι
της για πιαστεί από ένα κολωνάκι. –Μαριάννα μου, θα φταρνιστώ, της είπα και
πήρα μια δυνατή ανάσα σηκώνοντας το κεφάλι μου προς τα πίσω. Το τοπίο της
φρίκης εξαφανίστηκε και έλαμψε πάλι το όμορφο προσωπάκι. Τι είπα πριν ότι το
έκανα; Είπα ψέματα, το κάνω που και που, και για να μην αισθάνομαι τύψεις έχω
πει κι άλλο ένα ψέμα, δεν είναι δύο μήνες που ψάχνω την κοπέλα, κοντεύει
χρόνος. Πέρυσι Φεβρουάριο ήταν, Κυριακή, είχε καλό καιρό, οκτώμισι το βράδυ.
Πάει ο Φεβρουάριος, πάει και ο Μάρτιος (πάει
και η γριά) , πάει και η άνοιξη το καλοκαίρι και ακόμα τίποτα.
-Ευαγγελία, το ξέρεις
το Μετρό το έφτιαξαν οι κουμουνιστέ;
-Αντε να δω το μαλακία
θα μου πεις πάλι…. Μου είπε
-Καθόλου μαλακία,
κοίτα την σειρά των σταθμών απ το σπίτι μου μέχρι το δικό σου, Πανόρμου Πι,
Αμπελόκηποι Άλφα, Μέγαρο Μουσικής Μι, Ευαγγελισμός Έψιλον, όλα μαζί ΠΑΜΕ…. Ε;
-Αν είναι έτσι εγώ λέω
ότι το έφτιαξαν φονταμενταλιστές χριστιανοί
-Και πως αυτό;
-Το έκαναν όπως το
Πιστεύω, δεν υπάρχει κανένας σταθμός που να έχει το γράμμα Ψι μέσα στο όνομά
του . Στο Πιστεύω επίσης δεν υπάρχει το
Ψι γιατί από το Ψι ξεκινάει το ψέμα.
Ψέμα; Α, ναι εκεί είχα μείνει, και ο χρόνος δεν έχει κανένα
μήνα με ψι μέσα, αρά και αυτός δεν σηκώνει ψέματα. Η ζωή χωρίς να μπορούμε να
λέμε ψέματα θα ήταν ανελέητη. Ο χρόνος είναι ανελέητος. Είτε ο πολύς χρόνος
είτε και ο λίγος που χρειάστηκε να μας
μεταφέρει τότε από Ομόνοια μέχρι
Σύνταγμα. Βγήκαμε σχεδόν μαζί, αυτή ήταν από πίσω μου και με ακολουθούσε, το
ήξερα. Καθώς περπατούσαμε ξαφνικά την είδα να με προσπερνά από τα αριστερά μου,
περπατούσε γρήγορα και ζωηρά. Την είδα
να στρίβει δεξιά στην πρώτη έξοδο. Αυτή η έξοδος οδηγούσε στην πλατεία, εγώ έπρεπε να πάω στο
τέρμα του διαδρόμου προς Αεροδρόμιο. Την είδα να χάνεται για μια στιγμή κοίταξε
πίσω, με είδε που την κοιτούσα. Συνέχισα
το περπάτημά μου, πάει έφυγε και αυτή σκέφτηκα…. Εντάξει ένα καλό γκομένακι που
παιχτήκαν μερικά βλέμματα στο μετρό και χάθηκε συνηθισμένη ιστορία, ε και; Ναι
θα ήταν ακριβώς έτσι, ε και; Αλλά έγινε κάτι άλλο που με έκανε να θέλω τόσο πολύ
να την ξαναβρώ.
Κατέβηκα κάτω, είχε πολύ κόσμο, πλέον όλα μου φαινόταν
αδιάφορα. Έβγαλα πάλι το βιβλίο και
άρχισα να διαβάζω. Κανονικά αυτή τη φορά, ήθελα να μην σκέφτομαι τι μαλακία έκανα και δεν μίλησα.
Αλλά και πάλι τι να έλεγα; Δεν ήθελα να
σκεφτώ, διάβαζα κανονικά. Περπατούσα
στην κόκκινη γραμμή κοντά στην άκρη της αποβάθρας, οριακά εκεί που
απαγορεύεται. Όταν περπατάω στο μετρό διαβάζοντας, μπορεί να μη βλέπω πρόσωπα
αλλά αντιλαμβάνομαι κάθε κίνηση, δεν πέφτω ποτέ πάνω σε άλλον. Εκεί που περπατάω
και διαβάζω βλέπω παπούτσια και αλλάζω την πορεία μου αν είναι σταματημένος ο
άλλος ή σταματάω να περάσει αν
περπατάει. Έβλεπα πολλά παπούτσια,
ευτυχώς γιατί το καλοκαίρι έχω πρόβλημα, τι πρόβλημα; Δεν μπορώ να βλέπω
δάχτυλα γυναικείων ποδιών, μου έρχεται
να γελάσω. Το καλοκαίρι ποτέ δεν κοιτάω κάτω, αν ποτέ το κάνω καταλάθος ανοίγω
γρήγορα ένα βιβλίο και αφήνομαι να
γελάσω προσποιούμενος ότι διαβάζω κάτι αστείο. Αυτό το πρόβλημα εντάθηκε πολύ
περισσότερο όταν μας εξομολογήθηκε ο Μάριος
το φετίχ που έχει με τα γυναικεία
δάχτυλα. «εγώ την γυναικά την κοιτάω πάντα στα δάχτυλα, αν δεν έχει τέλεια
δάχτυλα στα πόδια, για μένα είναι μπάζο» και το αποκορύφωμα ήρθε όταν μας είπε
ότι του αρέσει η ποδοδαχτυλόπιπα. Τι σημαίνει αυτό; Πίπα στο μεγάλο δάχτυλο του
ποδιού. Εκτός απ΄ το ότι είναι αστεία από μόνα τους τα δάχτυλα των ποδιών, ε,
το να σκέφτομαι και τον Μάριο να κάνει
ποδοδαχτυλόπιπα πάει πολύ. Κοιτούσα λοιπόν παπούτσια καθώς διάβαζα και
προχωρούσα, κάποιο ζευγάρι από αυτά τα παπούτσια μου φάνηκε γνωστό. Σταμάτησα
και σήκωσα το βλέμμα , ήταν αυτή, είμαστε ο ένας απέναντι στον άλλο σε απόσταση
ενός βιβλίου και μερικών εκατοστών, μα
πως έγινε αυτό; Αφού την είδα να
βγαίνει. Τώρα θα της μιλήσω, ξέρω και τι
θα πω, σχηματίστηκε στο μυαλό μου η ερώτηση «πως το έκανες αυτό;»μα πριν προλάβω να την εκστομίσω μου έκλεισε το
μάτι πονηρά χαμογέλασε και έφυγε.
Προχώρησε στον δρόμο τον οποίο είχα διανύσει χωρίς να ξέρω ότι είναι αυτή
εκεί. Το ότι μου έκλεισε το μάτι και ότι μου χαμογέλασε ήταν καλό σημάδι, επίσης
το ότι είχα τι να της πω ήταν ακόμα καλύτερο. Κοίταξα μπροστά , εκεί που ήταν
πριν αυτή, από εκείνη την μεριά δεν υπήρχε καμία είσοδος, από δεξιά μου δεν
πέρασε, θα το είχα καταλάβει σίγουρα, πως στον πούστο το έκανε; Έκλεισα το
βιβλίο και την είδα να περπατάει ανάμεσα στον κόσμο με μια παιδική αφέλεια, τι
πλάσμα είναι αυτό τέλος πάντων. Μου ήρθε στο μυαλό μια φράση που μου είχε πει η
Ευαγγελία «από το θέλω μέχρι το μπορώ ένα
φοβάμαι δρόμος» κάτσε να δεις… έτσι μου το είπε ή «από το φοβάμαι μέχρι το μπορώ ένα θέλω δρόμος» λες να ήταν έτσι; Ή μήπως «από το φοβάμαι μέχρι το θέλω ένα μπορώ
δρόμος» πως μου το είπε ρε γαμώτο; Τι είναι πια αυτές οι γυναίκες πως τις
ξεχωρίζουν και τις κατατάσσουν τόσο εύκολα τις έννοιες , βόηθησε και εμάς
να καταλάβουμε λίγο ρε κοπελιά, κάνε
μερικούς παραλληλισμούς, πες για
παράδειγμα το μπορώ είναι η πίπα, το
θέλω είναι το κλασικό, και το φοβάμαι ο κώλος, έτσι θα το καταλάβουμε. Αυτό
είναι! Θα πάω να τη ρωτήσω «Μπορείς;» «Μπορώ» θα μου πει, «Θες;» «Θέλω» «Φοβάσαι;» «Δεν φοβάμαι» «Σ αγαπάω!». Εντάξει καφρίλα… Ξεκίνησα να περπατάω προς το
μέρος της, πήγαινα να τη ρωτήσω πως το έκανε αυτό, πως βρέθηκε πιο μπροστά από
μένα ενώ είχε βγει προς την έξοδο και το είδα. Εντωμεταξύ με απασχολούσε αυτό
που είχε πει και η Ευαγγελία, αυτό με το μπορώ,
θέλω., φοβάμαι, ο δρόμος τι ρόλο έπαιζε;
Έβγαλα το κινητό για να την πάρω τηλέφωνο, να το ξεκαθαρίσω και να πάρω και λίγο θάρρος
που θα με βοηθούσε να μιλήσω στην κοπέλα. Μόλις πήγα να πατήσω το εικονίδιο με την φωτογραφία της στις ταχείες κλήσεις είδα ότι με έπαιρνε
αυτή. Πλάκα με κάνεις σκέφτηκα. Το
σήκωσα
-Έλα
-Που είσαι; Φοβάμαι. Μου είπε
-Μη φοβάσαι, με λίγο σάλιο δεν είναι τίποτα
-Κόψε την πλάκα ρε, φοβάμαι, με πήρε Γιώργος ο πρώην τηλέφωνο
και μου είπε ότι θα ρθει από το σπίτι!
-Όχι ρε πουστη μου! Μπορείς να βγεις έξω; Να ρθεις στο δικό
μου;
-Δεν ξέρω, φοβάμαι μην είναι ήδη εδώ
-Μην κάνεις τίποτα, παίρνω ταξί και έρχομαι!
Γκαντεμιά, story of my life, τι να έκανα να άφηνα την φίλη μου έτσι; Και
πόσο μάλλον με κάποιον που λέγεται Γιώργος;
Βγήκα τρέχοντας έξω να πάρω ταξί για να πάω στο σπίτι της για να την
σώσω από τα δόντια του Γιώργου. Μόλις βγήκα ,στην πλατεία ήταν μια συμπαθητική κοπέλα
και μου λέει «Εισιτήρια για το φεστιβάλ της ΚΝΕ;» «Από το θέλω μέχρι το μπορώ ένα φοβάμαι
δρόμος» της είπα συνέχισα να τρέχω προς τα ταξί. Λες να είχε και κανένα δεν η πρόταση που μου είχε πει η Ευαγγελία; Άρχισα να κάνω
καινούριους συνδυασμούς με το δεν
μέσα στο κεφάλι μου. Ωχ, πολύ μπέρδεμα….
Μέσα στο ταξί ο οδηγός με ρώτησε: Τον ξέρεις τον δρόμο;
Εγώ εκείνη την ώρα έκανα συνδυασμούς και του απάντησα
-Ακου να δεις, πριν από λίγο ήμουν μεταξύ του μπορώ, του θέλω και του φοβάμαι,
μετά όμως προστέθηκε το δεν
μπορώ, το δεν θέλω και το δεν φοβάμαι, αστα φίλε μεγάλο μπέρδεμα….
-Τι λες; Είσαι καλά; Μου λέει
-Α, για το σπίτι λες… πιάσε από Νοσοκομείο Παίδων και θα σου
πω
Μπορεί να έγινα ρεζίλι αλλά τουλάχιστον γλίτωσα μια κουβέντα
για την οικονομική κρίση με τον ταρίφα, κάτι είναι κι αυτό.
Τότε ήταν νύχτα, τώρα είναι μέρα. Έχω ολοκληρώσει τον κύκλο
της αναπόλησης του τι είχε γίνει τότε με εκείνη την κοπέλα γυρνώντας στα ίδια
μέρη. Τότε εκείνο το βράδυ βγήκαμε έξω με την Ευαγγελία και περπατήσαμε την
μισή Αθήνα, τώρα δεν έχω που να πάω. Κάθομαι μέσα στο μετρό και μελετώ την
γεωγραφία του χώρου, ψάχνω να βρω τι μπορεί να έκανε η κοπέλα και να βρέθηκε
μπροστά μου. Τελικά δύο πιθανές λύσεις υπάρχουν. Κατ αρχήν,
στο Σύνταγμα ερχόμενος από Όμόνοια υπάρχει μια έξοδος προς τα κάτω στο
πίσω μέρος της πλατφόρμας που οδηγεί προς Αιγάλεω, μετά υπάρχει μία στη μέση
που οδηγεί προς τα πάνω στην Πλατεία
(από εκεί είδα την κοπέλα να βγαίνει) και μια στο τέλος απ την οποία κατέβηκα
προς Αεροδρόμιο. Λοιπόν οι δύο πιθανές
εξηγήσεις είναι οι εξής: Στην πρώτη περίπτωση η κοπέλα αφού ανέβηκε τις
σκάλες έστριψε δεξιά, δεν πέρασε μπροστά
από εκεί που ακυρώνουν τα εισιτήρια, προχώρησε πενήντα μέτρα, κατέβηκε σκάλες ,
έστριψε δεξιά , κατέβηκε κι άλλες σκάλες και βρέθηκε στην πλατφόρμα που οδηγεί
προς Αμπελόκηπους σε μια είσοδο λίγο πριν από αυτήν στην οποία βγήκα εγώ αφού
κατέβηκα εκεί, αν είχε τρέξει πραγματικά πολύ γρήγορα θα μπορούσε να είχε
κατέβει πριν από μένα και να ήταν μπροστά πριν φτάσω. Στην δεύτερη περίπτωση
που είναι και η πιθανότερη βγήκε από τις σκάλες, πέρασε μπροστά από τα
εισιτήρια κατέβηκε στην πλατφόρμα προς Άγιο Αντώνιο και από εκεί κατέβηκε προς
Αεροδρόμιο, σ αυτή την περίπτωση θα είχε
βγει πιο μπροστά από μένα αλλά και πάλι θα έπρεπε να είχε τρέξει πολύ γρήγορα.
Όταν την είδα δεν ήταν καθόλου λαχανιασμένη. Κάτι δεν πάει καλά εδώ, κάτι μου
διαφεύγει. Υπάρχει και η περίπτωση του ασανσέρ, αλλά πάλι δεν θα προλάβαινε
είναι εξαιρετικά αργό. Κάτι, κάτι δεν πάει καλά εδώ, σίγουρα κάτι μου
διαφεύγει.
Λίγο πριν το τέλος της ιστορίας ταιριάζει το λίγο πριν το
τέλος του Ιουλίου Καίσαρα του Σαίξπηρ
Πράξη Ε Σκηνή 1
ΒΡΟΥΤΟΣ –Ω, να μπορούσε να ξερε κανείς
από τα πριν το τέλος της μέρας τούτης
μα ας μας αρκέσει πως η μέρα θα τελειώσει
και τότε θα το
ξέρουμε το τέλος της. Εμπρός!
Αλλά επειδή φαντάζομαι ότι ο λόγος της Ευαγγελίας μερικές
φορές μετράει περισσότερο απ αυτόν του Σαίξπηρ θα κλείσουμε (προς το παρόν) με Ευαγγελία
Κάποτε είχα ρωτήσει
την Ευαγγελία ποιος πλανήτης από το ηλιακό μας σύστημα θα ήθελε να καταστραφεί.
Μετά από πολύ σκέψη μου απάντησε
-Πάντως όχι ο Κρόνος
-Γιατί; Της είπα απορημένος
-Επειδή ο Κρόνος είναι κρίμα
-Πως σου ήρθε αυτό; Γιατί είναι κρίμα;
-Α, όχι, κάπως αλλιώς το λένε
-Πιο ; τι;
-Ο χρόνος είναι χρήμα….
-Κάψιμο!