Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

Στα τέσσερα

Η μέρα ήταν Σάββατο , τα στήθη της μικρά και αυτή επίσης.  Τη λέγανε Αθηνά, τίποτα άλλο μη ρωτήσεις.  Δυο βδομάδες  μετά από αυτό το Σάββατο καθόμουνα με την  περί ούσης ο λόγος Αθηνά σε ένα καφέ και την κοιτούσα και σκεφτόμουν είναι  αν δυνατόν να είμαι τόσο τυχερός . και όχι μόνο η εμφάνισή της αλλά και το κάψιμό της, βέβαια, στην εξέλιξη της ιστορίας θα φανεί  ότι άλλος ήταν ο καμένος, ποιος; Θα δείξει….  Μιλούσε στο τηλέφωνό με τη μάνα της και κάτι λέγανε για κάτι ψώνια σουπερ μαρκετ και λοιπά,  <<ναι μαμα στα τέσσερα… θα του πω,  στα τέσσερα..>>  είπε και με κοίταξε πονηρά  ,ωπ ;,  και επανέλαβε προσπαθώντας να κρύψει το γέλιο της  <<στα τέσσερα μαμά ναι…  αφού το θες, στα τέσσερα >> και πάλι με κοίταξε και  μου χαμογέλασε. Γιατί μου χαμογελάει;  Κάτι  παίζει με το στα τέσσερα,  τι όμως ; άρχισα να σκέφτομαι …  Μόλις το έκλεισε μου είπε
-Η μάνα μου, θέλει να πάω να πάρω ένα κοτόπουλο και να πω στο χασάπη να το κόψει στα τέσσερα
-Έ, ναι…. και….
-Τι και; Στα τέσσερα….  Της κανω πλάκα κάθε φορά ,της λέω αν το θέλει στα τέσσερα, αν της αρέσει στα τέσσερα, αν το προτιμάει και ο μπαμπάς στα τέσσερα, χιχιχι και αυτή δε καταλαβαίνει, χχιχιιχιχ, και μου λέει ναι , ναι,  χιχιχχι
-Και γω δε το πιάνω να σου πω την αλήθεια…
-Βρε στα τέσσερα! Μου λέει και  απλώνει τα χέρια προς το πάτωμα μπροστά μου χωρίς να το ακουμπάει.
Εγω από κει που ήμουν έβλεπα το πάνω μέρος του κεφαλιού της Αθηνάς και δέκα τεντωμένα δάχτυλα παράλληλα με το έδαφος, τι να σημαίνει άραγε;  Στα τέσσερα , 10 δάχτυλα, Α! το βρήκα! Η λύση είναι η εξής, αν πάρεις μια πίτσα και την κόψεις στα τέσσερα, σε τέσσερα κομμάτια δηλαδή, κάνεις το σχήμα του σταυρού πάνω της, το σχήμα του σταυρού όμως στα Γιαπωνέζικα, στα Κάντζι,  σημαίνει  10! Όσα και τα δάχτυλα που μου έδειξε!  Μα πόσο περήφανος ένιωσα που βρήκα αμέσως τη λύση! ! ¨Όταν ξανασήκωσε  το κεφαλάκι της ,είχα τη λύση και  ξεστόμισα  με μεγάλο ενθουσιασμό:
-Ξέρεις  Γιαπωνέζικα;;;!!!
-Τι;
-Στα τέσσερα! Σταυρός! Δεκα δάχτυλα!
-Δε καταλαβαίνω τι μου λες; Αν είναι κανένα ανώμαλο γιαπωνέζικο σεξουαλίκο  κόλπο, δε το ξέρω και ούτε θέλω να το συζητήσω  τώρα, μαζί σου, απ τον πρώτο καφε….
-Τι;
Α, ναι ξέχασα να αναφέρω ότι ήταν ο πρώτος μας καφές, ε τότε ίσως να  έχει και κάποιο ενδιαφέρον  πώς τη γνώρισα.


Η μέρα ήταν Σάββατο , τα στήθη της μικρά και αυτή επίσης.  Πρώτη της μέρα στη δουλειά, που έπαιρνα καφέ , πρώτη φόρα την είδα και έκοψα και το κάπνισμα έτσι για να τη θυμάμαι. Δεν περίμενα  βέβαια ότι μετά από δυο βδομάδες θα βγαίναμε και θα πίναμε  και καφέ οι δυο μας. Έλα όμως που και αυτή μετά από κάποιο καιρό άρχισε να με κοιτάει κάπως. Μια ,δυο, τρείς,  μου μπήκε η ιδέα και πήρα θάρρος . Έπρεπε να βρω τις ιδανικές συνθήκες να της μιλήσω.  Μια μέρα που βρεχε μπηκα μέσα, κανείς, μόνο αυτή, πάω με φόρα κατά πάνω της να της μιλήσω, για τον καιρό μάλλον , αλλά μου ξεκινάει  αυτή την κουβέντα
-Γεία! Αν θες τουαλέτα μην πάς για λίγο! Κάποιος χτύπησε και έχει αίματα κάτω
-Όχι εντάξει είμαι, ποιος  χτύπησε,  πως;
-Να η πόρτα της τουαλέτας είναι όλη από τζαμί και πολλοί πάνε με φόρα και δε τη βλέπουνε και χτυπάνε, έχει γίνει και άλλες φορές
-Και  γιατί δε βάζετε τίποτα αυτοκόλλητα στο τζάμι να τραβάνε την προσοχή
-Σαν  τι να βάλουμε, τουαλέτα είναι…
-Ξέρω γω…. Βάλτε πουλιά……
-Πουλιά; Μου κάνει ξινισμένη, και μου γύρνα την πλάτη  και  φεύγει
Ήθελα να την πάρω από πίσω και να της πω ότι δεν εννοούσα πουλιά αντρικά λόγω της τουαλέτας αλλά πτηνά όπως έχουν στην  Αττική Οδό  για να μην πέφτουν τα πουλιά πάνω στα τζάμια. Αλλά μάταια, μπήκε το αφεντικό της μέσα και μου έπιασε την κουβέντα για τον Τσίπρα, τον ανέχτηκα, μέχρι να φύγω  η άλλη ούτε μια ματιά δε μου έριξε.

Εντάξει, θα μπορούσε να είχε πάει και χειρότερα…..




Μπορεί και να συνεχιστεί ………………

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2012

Μη Μου Το Λες 8 (Just A Few Words...)


Με είχε πάρει τηλέφωνο, ήθελε να πιούμε καφέ, είχε πολλά να μου πει είπε και δεν της το αρνήθηκα, σήμερα ,την επόμενη μέρα από αυτό το τηλεφώνημα την περίμενα σε μια καφετέρια στην Πανόρμου και ήρθε όχι μόνο  στην ώρα της αλλά και πολύ ενθουσιασμένη.
-Γεια σου! Γεία σου! Είπε μόλις με είδε, με φίλησε και κάθισε δίπλα μου.
-Γεια σου και σένα, πως και έτσι τόσο χαρούμενη;
-Προχτές το βράδυ μου συνέβη κάτι εκπληκτικό! Περπατούσα μόνη μου στην Κολοκοτρώνη, ακολουθούσα έναν σκύλο, μου άρεσε η  ιδέα να ακολουθώ ένα σκύλο. Αυτός ο κύριος σκύλος που λες μπήκε σε ένα μπαρ που ήταν γεμάτο κόσμο, μπήκα και εγώ μαζί του
-Ασε να μαντέψω, και γνώρισες κάποιον που σε ερωτεύτηκε παρά ή εξαιτίας του καμένου του χαρακτήρα σου.
-Όχι, όχι, κάτσε να σου πω. Ο σκύλος μπήκε ανάμεσα στον κόσμο και τον έχασα. Εκεί όπως ήμουν στριμωγμένη ανάμεσα σε τόσο κόσμο ένα κρύο παγωμένο χέρι με έπιασε στον ώμο. Στη αρχή νόμιζα ότι με έπιασε ένας πεθαμένος! αλλά όταν γύρισα είδα ότι  ήταν ο σερβιτόρος. Ξενέρωσα, έπιανε τα ποτήρια με τα ποτά και τους πάγους και είχε κρυώσει το χέρι του, τόσο απλά…. Αλλά για λίγο νόμιζα ότι με είχε πιάσει ένας πεθαμένος, δεν είναι γαμάτο;!
-Είναι καμένο! Εσύ είσαι ικανή να πάς για μπόουλινγκ και να νομίζεις ότι πετάς νεκροκεφαλή στις κορίνες
-Κορίνες; Α,  άκου κάτι υπέροχο, αν βγάλεις το σίγμα από το τέλος και αναγραμματίσεις τη λέξη κορίνε βγαίνει η λέξη νεκροί!
-Ω θεοί, άγιοι, παπάδες, ψαλτάδες, καντηλανάφτες και νεωκόροι  σώστε με!
-Από τι να σε σώσουν; Α, τι είπες; Νεοκόρος;  Άκου και αυτό: αν βγάλεις τα δύο πρώτα όμικρον η λέξη νεοκόρος γίνεται αυτομάτως η λέξη νεκρός!  Και … και… μην χτυπάς το κεφάλι σου, αν σκεφτείς  ότι απ τις λέξεις νεοκόρος και κορίνες  βγάζεις πρώτα τα δύο όμικρον double Ο και το έβδομο γράμμα από τις κορίνες  έχεις  τον James Bond: Double O Seven!
-Καλά εσύ το έχεις κάψει τελείως!  Λοιπόν άκου και λυπάμαι που θα στο χαλάσω αλλά η λέξη νεωκόρος γράφεται με ωμέγα , άρα αυτό που λες καταρρέει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα
-Αλήθεια; Καλά δεν πειράζει, ούτως ή άλλως δεν μ αρέσει και τόσο πολύ η λέξη νεκροί, προτιμώ το πεθαμένος , είναι πιο ήπιο
- Τα έχεις σε κλίμακα σαν σε κατάλογο σε Ινδικό εστιατόριο;
-Τι εννοείς; Μπορείς να πας σε Ινδικό και να παραγγείλλεις έναν πεθαμένο και δυο νεκρούς;
-Όχι ρε, τι λες; Απλά στα Ινδικά εστιατόρια στον κατάλογο πρώτα έχουν τις πιο απαλές γεύσεις και όσο προχωράς προς τα κάτω γίνονται πιο καφτερά, και καταλήγει στο Πιάτο του Μαχαραγιά
-Πως μ αρέσει που είσαι γεμάτος πληροφορίες… αφού όταν πεθάνεις σκέφτομαι να γράψω πάνω στον τάφο σου Πληροφορίες Εντός … χιχιχιχι
   Γελούσε η τρελή
-Και στον δικό σου ξέρεις τι θα γράψω;
-Τι;
-Επιτελούς θα αδυνατίσω
-Αχ, μ αρέσει, αν και δεν είμαι χοντρή, αλλά ξέρεις τι άλλο θα ήθελα να κάνεις για μένα σ αυτή την περίπτωση; Θα ήθελα μετά από ένα δύο χρόνια να πάς και να βάλεις μια πλάκα στο τάφο μου που να λέει: Αφήστε με να βγω, έχω σαπίσει πια εδώ μέσα… χιχιχχιχχιχι
-Καλό, αλλά άκου και το άλλο, θα γράψω μια πλάκα που να λέει : Βλέπω αικιδαρ….
-Τι είναι  αικιδαρ;
-Τα ραδίκια ανάποδα
-Α! καλό! Πολύ καλό! Αν και τα ραδίκια μου θυμίζουν κάτι άσχημο. Παλιά η γυναίκα του θείου μου του Διομήδη είχε πάει να μαζέψει ραδίκια και πέθανε.  Όχι την ώρα που μάζευε ραδίκια, μετά όταν γυρνούσε στο σπίτι. Είχε στο ένα χέρι την σακούλα με τα χόρτα και στο άλλο το μαχαίρι. Έτσι όπως επέστρεφε στο σπίτι  είδε τον σκύλο να βγαίνει από το κοτέτσι με ένα αβγό στο στόμα, άρχισε να τρέχει η θεία μου για να προλάβει να πάρει το αβγό από το στόμα του σκύλου για να το ζεματίσει ή για να το ρίξει πιπέρι μπας και κόψει αυτή την κακιά συνήθεια ο σκύλος και έπεσε. Έφυγε το μαχαίρι από χέρι της, έκανε στροφές στην άσφαλτο και η θεία μου προσγειώθηκε πάνω του την ώρα που το μαχαίρι κοιτούσε προς τον ουρανό. Καρφώθηκε στο μάτι της το μαχαίρι. Πάει η θεία. Όλοι λέγανε στην κηδεία πόση καλή γυναίκα ήταν. Μάλιστα μια κυρία είπε ότι πέθανε Σάββατο για να την κηδέψουν Κυριακή ώστε να μην αναγκαστεί κανείς να λείψει από την δουλειά του.  Μια άλλη κυρία είπε να της βάλουν και μια σακούλα με χόρτα στο φέρετρο για να πάρει μαζί της στον άλλο κόσμο. Το έχεις σκεφτεί ότι αυτοί που φτιάχνουν φέρετρα ουσιαστικά πουλάνε άδεια κουτιά; Αν δεν είχε πεθάνει η θεία μου θα κυκλοφορούσε σαν πειρατίνα με το ένα μάτι βουλωμένο, πλάκα δεν θα είχε;  Φαντάζεσαι παπά με τέτοιο πράγμα στο μάτι; Αλήθεια που τα πουλάνε αυτά;
-Σε τι απ όλα θες να σου απαντήσω τώρα; Πάντως σε ένα πράγμα έχεις δίκιο, ότι στις κηδείες και στους γάμους η κατάσταση ξεφεύγει και γίνεται εντελώς θεατρική.
-Στο θέατρο δεν υπάρχουν κομπάρσοι, μάλλον κινηματογραφική  γίνεται η κατάσταση, και η θεία μου είχε κινηματογραφική ζωή, έζησε με σκηνοθεσία Αγγελόπουλου και πέθανε με σκηνοθεσία Ταραντίνο , ειρωνικό δεν είναι; 
-  Ας πρόσεχε η θεία σου..
-Τι εννοείς να μην έτρεχε με το μαχαίρι στο χέρι;
-Όχι, να μην είχε ζήσει “ αγγελοπουλική “ ζωή.
-Μα δεν φταίει αυτή, αφού ήταν νοικοκυρά σε χωριό
-Καθ ένας είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του
-Καλά λες! Αλλά θεία… η θεία ήταν καλή νοικοκυρά, είχε και πλάκα, ο θείος Διομήδης πάντα όταν έτρωγε γέμιζε τα ρούχα του με λάδια, ψίχουλα, κομμάτια κρέας και οτιδήποτε άλλο σχετικό με φαγητό μπορείς να φανταστείς. Μια φορά που ήμουν και εγώ στο σπίτι   και τρώγαμε στο τραπέζι ο θείος Διομήδης  μόλις άδειασε το πιάτο του είπε στην θεία με την τραχιά φωνή  του «Γυναίκα, βάλε κι άλλο φαγητό, δεν χόρτασα» και η θεία του απάντησε «Εμ πώς να χορτάσεις, αφου το μισό φαγητό είναι στα ρούχα σου..» Πλάκα δεν είχε η θεία; Και τώρα έχει πλάκα, μαρμάρινη, από πάνω της. Και μετά σου λένε να είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει, πως λες αυτό ρε μεγάλε και μετά πας και βάζεις μια μαρμάρινη πλάκα από πάνω;
- Νομίζω ότι «το χώμα» είναι μεταφορικό
-Τι μεταφορικό; Μεταφορικό είναι το αυτοκίνητο, το λεωφορείο και η νεκροφόρα, πως γίνεται το χώμα να είναι μεταφορικό;
-Συγνώμη, λάθος, μεταφορική έννοια ήθελα να πω
-Και εγω θα ήθελα να μας θάβουν με τις πυτζάμες. Αφού λένε κοιμήθηκε, έτσι δεν λένε; Ε, αφού λες κοιμήθηκε, φόρα του πυτζάμες, τι του φοράς κουστούμι;
-Πρώτον, μ αρέσει που η κουβέντα μαζί σου έχει φυσιολογική ροή και φυσιολογική θεματολογία. Δεύτερον,  πολλοί  άνθρωποι, ανάμεσα τους φαντάζομαι και εσύ δεν φοράνε πυτζάμες όταν κοιμούνται, άλλοι κοιμούνται με τα εσώρουχα ή άλλοι με  τίποτα. Φαντάζεσαι την θεία σου με τα εσώρουχα ή γυμνή; Εσύ τι φοράς όταν κοιμάσαι;
-Πρώτον με τίποτα! Δεύτερον τίποτα…. Α, και τώρα που είπες για ύπνο, σκέφτηκα τον καημένο τον θείο Διομήδη που κοιμάται πια μόνος του. Τον λυπάμαι τον καημένο. Αφού έτσι μου έρχεται όταν ξεθάψουν τη  θεία να πάω και να πάρω ένα πλευρό της , να το δώσω στο θείο Διομήδη και να του πω «Μ αυτό το πλευρό να κοιμάσαι!» χιχιχιχι
-Είσαι πολύ καμένη!


Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

Θεατρινισμοί (Part 3 of 4)


Μετά τον καφέ γυρνούσαμε οι τρείς μας προς το μετρό.  Στην πλατεία Συντάγματος η Ευαγγελία τραγουδούσε
Μη μου μιλάς για καλοκαίρια
Για ακρογιαλιές και αστέρια
Πες μου μονάχα πως και εδώ το ίδιο μ αγαπάς
Ο Μάριος μόλις η Ευαγγελία ολοκλήρωσε το ρεφρέν είπε
-Φαντάσου πως θα πήγαινε το τραγούδι αν το λέγανε οι Πυξ Λαξ
-Πως; Του είπα
-Σε ύφος απαγγελίας μελαγχολικού ποιήματος  με μια κιθάρα συνοδεία θα έλεγε κάπως έτσι:
Δεν έχω δει καλοκαίρια
Ούτε ακρογιαλιές και αστέρια
Και εσύ δεν μου είπες ποτέ πως μ αγαπάς
Story of your  life. Είπα της Ευαγγελίας και αυτή στραβομουτσούνιασε
-Αν το έλεγες εσύ ξέρεις πως θα πήγαινε το τραγούδι; Μου είπε Ευαγγελία μετά από ένα δευτερόλεπτο έντονης σκέψης
-Πως; Της απάντησα με ξινισμένα ξέροντας ότι θα πει μαλακία
-Μη μου μιλάς για περιστέρια
Για γριές και παρτέρια
Πες μου μονάχα για το στριγκάκι που φοράς
Story of your life!
Μια κοπέλα πέρασε που έμοιαζε μ αυτήν που έψαχνα στο μετρό, αλλά δεν ήταν αυτή, περπατούσε πολύ διαφορετικά, μια λογική υπήρχε στο περπάτημά της . Τι ήθελα και την θυμήθηκα πάλι… ένα προοίμιο θλίψης έκανε την εμφάνισή του στα ρηχά της διάθεσής μου. 

Φτάσαμε στις σκάλες απ την  δεξιά μεριά  λίγο πριν κατεβούμε ο Μάριος είπε σε μένα
-θες να κάτσουμε εδώ να χαζέψουμε κανα κώλο ή πάμε κάτω να δούμε κατω να δούμε κάνα  πρόσωπο;
-Κάφρε! Είπε η Ευαγγελία
-Όχι τον δικό σου τον κώλο μωρή ηλίθια, από άλλες
Εγώ είχα αφεθεί να παρασυρθώ στις δίνες τις μελαγχολίας και δεν είχα όρεξη  να συνεχίσω τα αστεία και τα πειράγματα προς την Ευαγγελία. Το μόνο που σκεφτόμουν εκείνη την ώρα είναι να πάω στο σημείο όπου είχα πρωτοσυναντήσει την κοπέλα που έψαχνα να βρω στο Μετρο και να αναπλάσω όλα τα γεγονότα που είχαν γίνει τότε και να επεξεργαστώ τα λάθη μου. Όχι ότι ήθελε και ερώτημα ποιο ήταν το λάθος μου, το ήξερα ήδη, το ξέρω πάντα, πάντα το ίδιο λάθος που επαναλαμβάνεται με  εξωφρενικά πανομοιότυπη ένταση .   Είπα στους άλλους να συνεχίσουν μόνοι τους, η Ευαγγελία με ρώτησε τι έπαθα πάλι, της είπα τίποτα, πως τίποτα μου είπε, άσε με της είπα, αστον της είπε και ο Μάριος και έφυγα μόνος μου βάζοντας τα ακουστικά στα αφτιά και τα χέρια βαθειά  στις τσέπες.  Έχω την δικαιολογία ότι τους έχω προειδοποιήσει ότι είμαι κυκλοθυμικός , χαλάω το κλίμα της παρέας αλλά έτσι είμαι, σ αυτούς δεν μπορώ να παίζω θέατρο, μόνο να κρύβω μερικές αλήθειες.

Έφτασα την Ομόνοια με την κόκκινη γραμμή, βγήκα πάνω και πήρα μια τυρόπιτα.  Στάθηκα δίπλα στην έξοδο της πλατείας, έτρωγα και κοιτούσα τον κόσμο που μπαινοέβγαινε, μια σαφέστατη ποιοτική διαφορά στον κόσμο που έβλεπα και στον κόσμο που έβλεπα πριν από ένα χρόνο  στο ίδιο σημείο με ενόχλησε, δεν ξέρω το γιατί, αλλά μου φάνηκε σαν κάτι άλλο. Τους μαζέψανε έτσι απλά, τώρα ήταν καλύτερα έτσι απλά, έτρωγα την τυρόπιτα έτσι απλά. Η κοπέλα όμως που ερχόταν δεν  έφυγε έτσι απλά. Ήταν η κοπέλα με το στικάκι που είχα συναντήσει πριν από λίγες ώρες στο Μετρό του Ευαγγελισμού, ανέβαινε τις σκάλες, μάλλον θα πήγαινε για Εξάρχεια. Να, κάτι τέτοια συμβαίνουν και με κάνουν να αισθάνομαι σίγουρος  ότι θα συναντήσω και την άλλη κάποια φορά.
-Γεια σου πάλι εσύ. Μου έκανε δείχνοντας με με το δαχτυλάκι της ενώ πλησίαζε
-Γειά σου και εσύ. Της είπα διαγράφοντας αμέσως την μελαγχολία μου. Τελικά είναι αστείο το πόσο εύκολα μπορούν να μεταβάλλονται τα συναισθήματα μερικές φορές.
-Και εδώ; Μου είπε
-Πως σε λένε; Της είπα και την σταμάτησα με το χέρι που δεν κρατούσα την τυρόπιτα
-Εσένα πως σε λένε;
-Πάντως όχι Γιώργο
-Και μένα όχι Μαρία
-Μαριάννα μήπως;
-Ούτε
-Καλά τότε θα σε λέω Κατερίνα
-Μα δε με λένε Κατερίνα
-Δε με νοιάζει
-Τότε εγώ θα σε λέω Γιώργο
- Όχι Γιώργο!
-Γιατί;
-Γιατί αν με λέγανε Γιώργο δεν θα ήμουν εδώ να σου μιλάω τώρα
Άρχισα να απορώ όμως γιατί μου μιλάει ακόμα αυτή, μάλλον ήταν το κλασικό πιτσιρίκι που θέλει να αποδείξει ότι μπορεί να ανταπεξέλθει σε μια καμένη περίεργη συζήτηση, είπα να της πετάξω τίποτα για πεθαμένους και να την στείλω αδιάβαστη αλλά κρατήθηκα, ήταν ωραία και χαμογελούσε, τι άλλο μπορεί να θέλει κάποιος ,
-Και μένα αν με λέγανε Κατερίνα δεν θα ήμουν εδώ, θα ήμουν σ άλλη πόλη
-Α, ναι; Και πως θα γινόταν αυτό;
-Στο λύκειο μια πρώτη ξαδέρφη μου που την λέγανε Ιωάννα και είχε το ίδιο επίθετο με μένα ήταν ένα τμήμα παραπάνω, εγώ Γάμα 2 αυτή Γάμα 3, ακριβώς σε εμάς άλλαζε το τμήμα, οπότε αν εγώ ήμουν Κατερίνα θα ήμουν στη θέση της στο Γάμα 3 όπου είχαν έναν μαλάκα μαθηματικό και δεν θα περνούσα Αθήνα, το πολύ πολύ καμιά Λάρισα και θα έτρωγα σουβλάκια και όχι καλαμάκια. Χμ!
Μου την είπε, πήγε να μου βγει πιο καμένη. Αν ήταν Κατερίνα δεν θα ήταν εδώ τώρα…. Σκεφτόμουν, κρατούσα το σαγόνι μου με το χέρι, όχι αυτό με την τυρόπιτα, το άλλο και σκεφτόμουν.  Το βρήκα!
-Αν σε λέγανε Κατερίνα, της είπα με ύφος μπλαζέ, θα ήσουν βαφτισμένη Αικατερίνη, οπότε θα ήσουν πάλι κάτω από την Ιωάννα, οπότε άκυρο.  Πάρτα! Της είπα και της έκανα κωλόχερο.
Έβαλε τα χέρια της στη μέση και με κοιτούσε νευρικά.
-Μη μου κάνεις εμένα την κανάτα, αν με λέγανε Γιώργο, δεν θα ήμουν εδώ, πίστεψέ το Κατερινάκι
-Δεν τελειώσαμε εμείς, να ξέρεις, μου είπε και έφυγε δήθεν θυμωμένα
Ενδιαφέρον, σκέφτηκα και έχωσα την τυρόπιτα στο στόμα μου και δάκωσα  θριαμβευτικά ένα μεγάλο κομμάτι.  Σάλια φύλα και τυριά αναδεύονταν αργά μέσα στο στόμα μου. Ένιωθα περήφανος που έκανα μια καμένη κουβεντούλα με μια μικρή που δεν ήξερα καλά, σε λίγο αυτή η περηφάνια θα γινόταν κομμάτια σαν την μπουκιά που είχα στο στόμα μου. Πρωτου καλά καλά απομακρυνθεί το Κατερινάκι από το οπτικό μου πεδίο βγήκε μια άλλη που ήξερα μέσα από το Μετρό, μια σερβιτόρα που δούλευε στα Εξάρχεια. Πολύ διαχυτική. Μόλις με είδε με αγκάλιασε και με φίλησε σταυρωτά στα μάγουλα. Δεν την ήξερα και πολύ καλά, ένα γεια λέγαμε μόνο όταν πηγαίναμε για καφέ με τον Ηλία στην καφετέρια που εργάζεται. Παρόλα αυτά αυτή με φίλησε, όλους τους φιλάει νομίζω. Λάθος της.  Σαν απομακρύνθηκε μετά το φιλί από το πρόσωπό μου και την κοίταξα, γούρλωσα τα μάτια. Γελούσε, καθόλου κακό αυτό, το κακό ήταν ότι ένα φυλαράκι από την τυρόπιτα που ήταν στο μάγουλό μου τώρα ήταν στο δικό της. Πάλι μαλακία έκανα. Πώς να της το πω αυτό.  Με ρώτησε τι κάνω πως είμαι, τη ρώτησα αν πάει για δουλειά, μου απάντησε ναι,  κοιτούσα το φύλο, απορούσα με την μαλακία μου. Αυτή δεν είχε καταλάβει τίποτα, νόμιζε ότι μιλούσε με ένα σοβαρό και κατασταλαγμένο άτομο που ξέρει να μιλάει, κούνια που σε κούναγε. Τι να έκανα; Να άπλωνα το χέρι; Μου ήρθε η ιδέα να την ξαναφιλήσω και να τρίψω το μάγουλό μου πάνω στο δικό της και να πάρω το φυλαράκι, θα το έτρωγα μετά, σιγά μην το άφηνα να πάει χαμένο. Αυτή όμως απομακρυνόταν και μου μιλούσε ευγενικά και ευχάριστα. Τι να έκανα; Να άπλωνα το χέρι και να την τραβούσα;  Επίσης σκέφτηκα να την ρωτήσω τι ψήφισε στις εκλογές, θα μου έλεγε Σύριζα και θα τις τραβούσα ένα χαστούκι που θα έφευγε το φυλαράκι, μπα ούτε αυτό, άντε μετά να εξηγήσω ότι δεν έχω πρόβλημα με τις Συριζαίες . Το μόνο που έκανα ήταν να ευχηθώ να πιάσει μια βροχή μια καταιγίδα και να την κάνει μούσκεμα από πάνω μέχρι κάτω και όλα αυτά την ώρα που εγώ θα ήμουν κάτω στο Μετρό και θα απολάμβανα την στεγανή θαλπωρή των εγκαταστάσεων αναλογιζόμενος άλλο  ένα κατάπτυστο πάθημά μου. 

Πέταξα την υπόλοιπη τυρόπιτα για να μην ξαναγίνει άλλη μαλακία και κατέβηκα τις σκάλες.  Στάθηκα λίγο πριν τα εκδοτήρια, εδώ πριν από δύο μήνες στεκόμασταν με τον φίλο Ηλία και αποχωριζόμασταν ενώ κανονίζαμε για την επόμενη φορά. Δεν θυμάμαι ακριβώς τι λέγαμε αλλά θυμάμαι την λέξη στην οποία κόλλησα μόλις την είδα να κατεβαίνει. Και όπως … όπως…. Όπως… όπως και την κάρφωσα στα μάτια με ζωηρό βλέμμα, με κάρφωσε και αυτή, ανέκφραστη.  Πέρασε από μπροστά μας σαν ανοιξιάτική βροχή και ζωντανέψανε όλα τα χρώματα.  Τι ήταν αυτό ρε μαλάκα; Μου είπε ο Ηλίας, αυτό ήταν έρωτας του είπα. Απίστευτο μου είπε, μόνο στην Αθήνα του είπα
-Είδες πως κοίταξε;
Δεν θυμάμαι  τι του είπα τότε, μα τώρα λέω μακάρι να μην είχα δει, δεν θα γυρνούσα όλη μέρα στο μετρό για να την ξαναβρώ. Θα μου πεις για ένα βλέμμα;  Γιατί όχι; Εδώ έχω ερωτευτεί και έχω καταστραφεί για μια λέξη,  για ένα στήθος, για ένα φυλαράκι, για ένα βλέμμα δεν θα καταστραφώ; Κάποτε, πολλά χρόνια πριν, μετά από ένα ευχάριστο συμβάν είχα γράψει μια μαλακία ακόμα και αν κατακτήσεις το σώμα που ποθείς το βλέμμα θα είναι αυτό που θα θυμάσαι, τώρα ξέρω ότι δεν ήταν και τόσο σωστό, περισσότερο σώματα θυμάμαι παρά βλέμματα, άλλα άλλο αυτό, άλλαξα από τότε. Έχουν γίνει κι άλλα από τότε που την πρωτοείδα δε λέω, αλλά αυτό το βλέμμα υποσχόταν τα καλύτερα, ανέκφραστο, σταθερό, απόλυτο, σαν να έκρυβε την μεγαλύτερη θλίψη του κόσμου μέσα του. 
Αυτή κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες προς  Άγιο Δημήτριο εμείς συνεχίσαμε την κουβέντα. Λίγο αφότου πέρασε αυτό το δροσερό αεράκι άρχισε να βγαίνει κόσμος από το μέρος που κατέβηκε, τραγικό σημάδι ότι πέρασε το μετρό και την πήρε μαζί με την ομορφιά της και την  θλίψη που κουβαλούσε μέσα της. Εντελώς άψυχος κατέβηκα μόνος μου τις σκάλες με ένα αδιάφορο περπάτημα ,σχεδόν  λογικού ανθρώπου.  Φτάνοντας κάτω στην άδεια πλατφόρμα έστριψα αριστερά και κάθισα στο τελευταίο παγκάκι και έβγαλα ένα βιβλίο να διαβάσω. Ήταν ο Ιούλιος Καίσαρας του Σαίξπηρ. Θυμάμαι και σε πιο σημείο ήμουν, Πράξη Γ Σκηνή 3, το μόνο αστείο σημείο στον Καίσαρα του Σαίξπηρ, έχουν σκοτώσει τον Καίσαρα,  ο Αντώνιος έχει βγάλει τον λόγο και έχει πάρει τους πολίτες με το μέρος του οι οποίοι αναζητούν τους συνωμότες για να τους σκοτώσουν, ένας από αυτούς (συνωμότες) ήταν ο Κίννας, όχι ο ποιητής Κίννας.
ΠΟΛΙΤΕΣ- Το όνομά σου, κύριε, την αλήθεια
ΚΙΝΝΑΣ-Την αλήθεια, το όνομά μου είναι Κίννας
ΠΟΛ-Κομματιάστε τον! Είναι συνωμότης!
ΚΙΝ-Είμαι ο Κίννας ο ποιητής! Είμαι ο Κίννας ο ποιητής!
ΠΟΛ-Κομματιάστε τον για τους κακούς του στοίχους! Κομματιάστε τον για τους κακούς του στοίχους.
Πάει ο Κίννας ο ποιητής, πάει και το γκομενάκι, έφυγε, παρόλα αυτά χαμογέλασα λίγο.  Αντιλήφθηκα μια κίνηση, κάτι σταμάτησε μπροστά μου. Κοίταξα. Δύο αθλητικά παπούτσια , σηκώνω λίγο βλέμμα, τζινάκι τέλεια πόδια, πιο πάνω σωστός κώλος, πιο πάνω απλή γαλάζια μπλούζα σκεπασμένη η μισή από κατσαρά καστανά μαλλιά, ήταν αυτήν. Ήρθε και στάθηκε μπροστά μου και είχε γυρισμένη την πλάτη.  Αμέσως το κατάλαβα, ο σταθμός του μετρό στην Ομόνοια είναι ημικύκλιο και έτσι δεν την είδα όταν κατέβηκα,  το γκομενάκια είχε πάει τέρμα δεξιά, είχε κρυφτεί στην άλλη μεριά του τόξου. Δεν είχε μπει μέσα, ενώ προλάβαινε άρα……

Ήταν μπροστά μου, πραγματικά δεν ήξερα τι να κάνω. Σηκώθηκα και πήγα λίγο δίπλα, έκλεισα το βιβλίο και το έβαλα στην τσέπη μου. Κοίταξα γύρω μου δεν υπήρχε κανείς να μου το χαλάσει. Άρα ήμουν μόνος εγώ και η μοίρα μου.  Σκεφτόμουν τι να πω. Γεια σου όχι πολύ απλό. Γεια τι κάνεις, έχεις να πας πουθενά μετά; Μπα πολύ απότομο. Ε, να σου πω, ξέρεις ότι στην Αρχαία Ρώμη είχαν κομματιάσει το Κίννα τον ποιητή για τους άθλιους στοίχους του; Μπα ούτε αυτό, μπορεί να είναι και αυτή ποιήτρια και να το πάρει σαν απειλή .  Γαμώτο, δεν μου ερχόταν τίποτα. Δύσκολο αυτό, όταν μου γνωρίσουν κάποια ή κάποιον μιλάω αμέσως σαν να τον ξέρω χρόνια, αλλά το να πιάσω κουβέντα έτσι μου είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατο. Ακούμπησα την πλάτη μου πίσω και σκεφτόμουν. Το μόνο που μπορούσε να γίνει είναι να μπούμε μαζί μέσα στο ίδιο βαγόνι και θα σκεφτώ   εκεί κάτι καλύτερο. Ξανάβγαλα το βιβλίο και έκανα ότι διαβάζω, αρχίδια, μόνο το κοιτούσα.  Η κοπελίτσα έκανε βόλτες μπροστά μου δεξιά αριστερά, άρχισε να φτάνει και άλλος κόσμος. Παραδόξως ανακουφίστηκα που ήρθαν κι άλλοι γιατί πλέον δεν ήμουν εντελώς  αδικαιολόγητος που δεν της μιλούσα. Αν τον Κίννα το ποιητή τον κομματιάσανε για τους άθλιους στίχους του, εμένα έπρεπε να με κομματιάσουν για την ατολμία μου. Βασικά δεν είναι αυτός ο ορισμός του χαρακτήρα μου αλλά έχω πρόβλημα να μιλάω σε άτομα που δεν ξέρω, ακόμα και για οδηγίες δυσκολεύομαι να ρωτήσω. Επιτέλους ήρθε ο συρμός και μας πήρε, αυτή την φορά δεν φρόντισα εγώ να μπω σε ένα βαγόνι με ένα όμορφο γκομενάκι, αλλά ένα όμορφο γκομενάκι φρόντισε να μπει στο ίδιο βαγόνι με μένα προς κατάρριψη όλων αυτών που θεωρούσα δεδομένα μέχρι τότε. Δεδομένα, τι είναι τα δεδομένα; Ας επιστρέψουμε λίγο στους θεατρινισμούς.  Όπως έχω πει πιο παλιά στο στρατό ήμουν δόκιμος ειδικών δυνάμεων, εκπαιδευτής νέων. Όταν ήρθε η δεύτερη φουρνιά η φήμη μου προηγούταν.  Είμαι σκύλος μαύρος, θα με βλέπετε στους εφιάλτες σας για το υπόλοιπο της ζωής σας, ξέρω τι δεν θέλετε να σας κάνω και αυτό ακριβώς θα σας κάνω. Έτσι τους συστήθηκα την πρώτη μέρα που ήρθαν. Με πολλούς από αυτούς είμαι ακόμα και τώρα φίλος και μου λένε ότι εκείνο το βράδυ δεν μπόρεσαν να κοιμηθούνε, όχι μόνο για τον τρόπο που συστήθηκα αλλά και για την επιβεβαίωση των ικανοτήτων μου που ήρθε αργότερα στα μαγειρεία. Τους έδειχνα το στρατόπεδο, ήταν εκατόν είκοσι άτομα. Στο τέλος της βραδιάς και μετά από πολλές κάμψεις πήγαμε στα μαγειρεία. Ενώ ήταν όλοι έξω παρατεταγμένοι με απόλυτη ζύγιση και στοίχιση και ενώ τους έκραζα ένα μεγάλο ποντίκι πέρασε από πίσω μου και απομακρυνόταν προς τα δεξιά μου. Εντελώς αδιάφορα έβγαλα το μαχαίρια από την ζώνη μου , το πέταξα στον αέρα και το έπιασα από την λεπίδα και το πέταξα  προς το ποντίκι που έτρεχε να κρυφτεί. Χωρίς να το θέλω και χωρίς να έχω προσπαθήσει και πολύ το μαχαίρι αφού έκανε τρεις περιστροφές στον αέρα καρφώθηκε ακριβώς πάνω στο κεφάλι του ποντικιού.  Έκρυψα την έκπληξή μου και κοιτώντας προς τους φάνταρους είπα: Καταλάβατε ποντίκια; Ένας ξεροκατάπιε, το είδα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν μπορώ να το ξανακάνω, αργότερα πέταξα σε μια σακούλα το ποντίκι μαζί με το μαχαίρι, παν τα είκοσι ευρώ, πάει και το ποντίκι.
Ποντίκι. Δεν νομίζω ότι είναι δόκιμος όρος. Το ποντίκι είναι ο μυς των καραβιών, ποντικός μυς, πόντος θάλασσα. Ενώ ο αρουραίος είναι ο μυς των χωραφιών, αγρός, άροση, όργωμα. Μόνο οι Άγγλοι κρατήσανε την σωστή λέξη που αντιστοιχεί σ αυτό το τρωκτικό, mouse, μυς. Και η λέξη κόσμος στα αρχαία σήμαινε κόσμημα και εννοούσε ότι τα αστέρια και ο γαλαξίας είναι σαν κόσμημα που περιβάλει την γη, οι Άγγλοι όταν  λένε cosmos εννοούνε αυτό που βρίσκεται έξω από την στρατόσφαιρα ενώ οι Έλληνες όταν λέμε κόσμος εννοούμε τους ανθρώπους που βρίσκονται πάνω στην γη, δηλαδή την ακριβώς αντίθετη έννοια απ αυτή που αρχικά είχε η λέξη την οποία κράτησαν στο ακέραιό της οι Άγγλοι.  Μέσα στο βαγόνι είχε πολύ κόσμο αλλά μόνο μια ήταν κόσμημα κατ εμέ . Αυτή που δεν μπορώ να βρω, αυτή που στοίχειωσε την καθημερινότητα μου με ένα βλέμμα, αυτή που άφησα να φύγει χωρίς να πω κουβέντα. Τι νόημα έχει να εξηγήσω τα γεγονότα αφού έχω πει ήδη το αποτέλεσμα;  Ίσως να αξίζει  λίγο ακόμα γιατί στο Σύνταγμα έγινε κάτι που δεν μπορώ να εξηγήσω ακόμα.

Μπήκαμε στον ίδιο βαγόνι, από Ομόνοια μέχρι Σύνταγμα. Θα στεκόμασταν διπλά δίπλα αν είχαν παρεμβληθεί τα εφτά κακά της μοίρας προσωποποιημένα σε μια γριά.  Ξέρετε τι λένε οι γριές για τον Μάρτιο; Αχ άτιμε Μάρτη που πελεκάς τις γριές. Κάθε Μάρτιο ο αριθμός των γριών μειώνεται δραστικά, όχι ότι χαίρομαι για αυτό απλά το αναφέρω.  Έκλεινε η γαμημένη η πόρτα, έκλεινε αλλά αυτή η κωλόγρια απορώ και γω που την βρήκε την ζωτικότητα και έτρεξε και μπήκε μέσα. Όταν ακούγεται η κόρνα, η πόρτα κλείνει μετά από δύο δευτερόλεπτα, κανονικά σταματάς δεν τρέχεις  και μπαίνεις σαν σίφουνας συμπαρασέρνοντας ένα αθώο και τρυφερό πλάσμα που στέκεται δίπλα σε έναν μαλάκα που ψάχνει να βρει τρόπο να της μιλήσει.  Κωλόγρια.
Έτσι με την γριά ανάμεσά μας φτάσαμε μέχρι το Σύνταγμα. Ήθελα να φταρνιστώ στα μαλλιά της γριάς που μπήκε ανάμεσά μας, αντ αυτού αρκέστηκα να ανταλλάσω ματιές με την κοπελίτσα. Μια φορά το έκανα, το φτάρνισμα, πρόσφατα, ήμουν με μια Μαριάννα μέσα στο μετρό από Πανόρμου μέχρι Ευαγγελισμό. Στους Αμπελόκηπους μπήκε μια πολύ χοντρή κυρία. Ενώ κοιτούσα τα όμορφα ματάκια της Μαριάννας και μιλούσαμε για άσχετα πράγματα ξαφνικά το όμορφο προσωπάκι εξαφανίστηκε πίσω από ένα τεράστιο μπράτσο. Η κυρία έβαλε το χέρι της για πιαστεί από ένα κολωνάκι. –Μαριάννα μου, θα φταρνιστώ, της είπα και πήρα μια δυνατή ανάσα σηκώνοντας το κεφάλι μου προς τα πίσω. Το τοπίο της φρίκης εξαφανίστηκε και έλαμψε πάλι το όμορφο προσωπάκι. Τι είπα πριν ότι το έκανα; Είπα ψέματα, το κάνω που και που, και για να μην αισθάνομαι τύψεις έχω πει κι άλλο ένα ψέμα, δεν είναι δύο μήνες που ψάχνω την κοπέλα, κοντεύει χρόνος. Πέρυσι Φεβρουάριο ήταν, Κυριακή, είχε καλό καιρό, οκτώμισι το βράδυ. Πάει ο Φεβρουάριος, πάει και ο Μάρτιος (πάει και η γριά) , πάει και η άνοιξη το καλοκαίρι και ακόμα τίποτα.


-Ευαγγελία, το ξέρεις το Μετρό το έφτιαξαν οι κουμουνιστέ;
-Αντε να δω το μαλακία θα μου πεις πάλι…. Μου είπε
-Καθόλου μαλακία, κοίτα την σειρά των σταθμών απ το σπίτι μου μέχρι το δικό σου, Πανόρμου Πι, Αμπελόκηποι Άλφα, Μέγαρο Μουσικής Μι, Ευαγγελισμός Έψιλον, όλα μαζί ΠΑΜΕ…. Ε;
-Αν είναι έτσι εγώ λέω ότι το έφτιαξαν φονταμενταλιστές χριστιανοί
-Και πως αυτό;
-Το έκαναν όπως το Πιστεύω, δεν υπάρχει κανένας σταθμός που να έχει το γράμμα Ψι μέσα στο όνομά του . Στο Πιστεύω επίσης  δεν υπάρχει το Ψι  γιατί από το Ψι ξεκινάει το ψέμα.

Ψέμα; Α, ναι εκεί είχα μείνει, και ο χρόνος δεν έχει κανένα μήνα με ψι μέσα, αρά και αυτός δεν σηκώνει ψέματα. Η ζωή χωρίς να μπορούμε να λέμε ψέματα θα ήταν ανελέητη. Ο χρόνος είναι ανελέητος. Είτε ο πολύς χρόνος είτε και ο λίγος που χρειάστηκε να μας  μεταφέρει τότε  από Ομόνοια μέχρι Σύνταγμα. Βγήκαμε σχεδόν μαζί, αυτή ήταν από πίσω μου και με ακολουθούσε, το ήξερα. Καθώς περπατούσαμε ξαφνικά την είδα να με προσπερνά από τα αριστερά μου, περπατούσε γρήγορα  και ζωηρά. Την είδα να στρίβει δεξιά στην πρώτη έξοδο. Αυτή η έξοδος  οδηγούσε στην πλατεία, εγώ έπρεπε να πάω στο τέρμα του διαδρόμου προς Αεροδρόμιο. Την είδα να χάνεται για μια στιγμή κοίταξε πίσω, με  είδε που την κοιτούσα. Συνέχισα το περπάτημά μου, πάει έφυγε και αυτή σκέφτηκα…. Εντάξει ένα καλό γκομένακι που παιχτήκαν μερικά βλέμματα στο μετρό και χάθηκε συνηθισμένη ιστορία, ε και; Ναι θα ήταν ακριβώς έτσι, ε και; Αλλά έγινε κάτι άλλο που με έκανε να θέλω τόσο πολύ να την ξαναβρώ.

Κατέβηκα κάτω, είχε πολύ κόσμο, πλέον όλα μου φαινόταν αδιάφορα.  Έβγαλα πάλι το βιβλίο και άρχισα να διαβάζω. Κανονικά αυτή τη φορά, ήθελα να μην  σκέφτομαι τι μαλακία έκανα και δεν μίλησα. Αλλά και πάλι τι να έλεγα;  Δεν ήθελα να σκεφτώ, διάβαζα κανονικά.  Περπατούσα στην κόκκινη γραμμή κοντά στην άκρη της αποβάθρας, οριακά εκεί που απαγορεύεται. Όταν περπατάω στο μετρό διαβάζοντας, μπορεί να μη βλέπω πρόσωπα αλλά αντιλαμβάνομαι κάθε κίνηση, δεν  πέφτω ποτέ πάνω σε άλλον. Εκεί που περπατάω και διαβάζω βλέπω παπούτσια και αλλάζω την πορεία μου αν είναι σταματημένος ο άλλος ή  σταματάω να περάσει αν περπατάει.  Έβλεπα πολλά παπούτσια, ευτυχώς γιατί το καλοκαίρι έχω πρόβλημα, τι πρόβλημα; Δεν μπορώ να βλέπω δάχτυλα γυναικείων  ποδιών, μου έρχεται να γελάσω. Το καλοκαίρι ποτέ δεν κοιτάω κάτω, αν ποτέ το κάνω καταλάθος ανοίγω γρήγορα ένα βιβλίο και αφήνομαι  να γελάσω προσποιούμενος ότι διαβάζω κάτι αστείο. Αυτό το πρόβλημα εντάθηκε πολύ περισσότερο όταν μας εξομολογήθηκε ο Μάριος  το φετίχ  που έχει με τα γυναικεία δάχτυλα. «εγώ την γυναικά την κοιτάω πάντα στα δάχτυλα, αν δεν έχει τέλεια δάχτυλα στα πόδια, για μένα είναι μπάζο» και το αποκορύφωμα ήρθε όταν μας είπε ότι του αρέσει η ποδοδαχτυλόπιπα. Τι σημαίνει αυτό; Πίπα στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού. Εκτός απ΄ το ότι είναι αστεία από μόνα τους τα δάχτυλα των ποδιών, ε, το να σκέφτομαι  και τον Μάριο να κάνει ποδοδαχτυλόπιπα πάει  πολύ.  Κοιτούσα λοιπόν παπούτσια καθώς διάβαζα και προχωρούσα, κάποιο ζευγάρι από αυτά τα παπούτσια μου φάνηκε γνωστό. Σταμάτησα και σήκωσα το βλέμμα , ήταν αυτή, είμαστε ο ένας απέναντι στον άλλο σε απόσταση ενός βιβλίου και μερικών εκατοστών,  μα πως έγινε αυτό;  Αφού την είδα να βγαίνει.  Τώρα θα της μιλήσω, ξέρω και τι θα πω, σχηματίστηκε στο μυαλό μου η ερώτηση «πως το έκανες αυτό;»μα  πριν προλάβω να την εκστομίσω μου έκλεισε το μάτι πονηρά χαμογέλασε και έφυγε.   Προχώρησε στον δρόμο τον οποίο είχα διανύσει χωρίς να ξέρω ότι είναι αυτή εκεί. Το ότι μου έκλεισε το μάτι και ότι μου χαμογέλασε ήταν καλό σημάδι, επίσης το ότι είχα τι να της πω ήταν ακόμα καλύτερο. Κοίταξα μπροστά , εκεί που ήταν πριν αυτή, από εκείνη την μεριά δεν υπήρχε καμία είσοδος, από δεξιά μου δεν πέρασε, θα το είχα καταλάβει σίγουρα, πως στον πούστο το έκανε; Έκλεισα το βιβλίο και την είδα να περπατάει ανάμεσα στον κόσμο με μια παιδική αφέλεια, τι πλάσμα είναι αυτό τέλος πάντων. Μου ήρθε στο μυαλό μια φράση που μου είχε πει η Ευαγγελία «από το θέλω μέχρι το μπορώ ένα φοβάμαι δρόμος» κάτσε να δεις… έτσι μου το είπε ή «από το φοβάμαι μέχρι το μπορώ ένα θέλω δρόμος»  λες να ήταν έτσι; Ή μήπως «από το φοβάμαι μέχρι το θέλω ένα μπορώ δρόμος» πως μου το είπε ρε γαμώτο; Τι είναι πια αυτές οι γυναίκες πως τις ξεχωρίζουν και τις κατατάσσουν τόσο εύκολα τις έννοιες , βόηθησε και εμάς να  καταλάβουμε λίγο ρε κοπελιά, κάνε μερικούς παραλληλισμούς,  πες για παράδειγμα το μπορώ είναι η πίπα,  το θέλω είναι το κλασικό, και το φοβάμαι ο κώλος, έτσι θα το καταλάβουμε. Αυτό είναι! Θα πάω να τη ρωτήσω «Μπορείς;» «Μπορώ» θα μου πει, «Θες;»  «Θέλω» «Φοβάσαι;» «Δεν φοβάμαι» «Σ αγαπάω!».  Εντάξει καφρίλα… Ξεκίνησα να περπατάω προς το μέρος της, πήγαινα να τη ρωτήσω πως το έκανε αυτό, πως βρέθηκε πιο μπροστά από μένα ενώ είχε βγει προς την έξοδο και το είδα. Εντωμεταξύ με απασχολούσε αυτό που είχε πει και η Ευαγγελία, αυτό με το μπορώ, θέλω., φοβάμαι, ο δρόμος τι ρόλο έπαιζε;  Έβγαλα το κινητό για να την πάρω  τηλέφωνο,  να το ξεκαθαρίσω και να πάρω και λίγο θάρρος που θα με βοηθούσε να μιλήσω στην κοπέλα. Μόλις πήγα να πατήσω  το εικονίδιο με την φωτογραφία της  στις ταχείες κλήσεις είδα ότι με έπαιρνε αυτή. Πλάκα με κάνεις σκέφτηκα. Το σήκωσα
-Έλα
-Που είσαι; Φοβάμαι. Μου είπε
-Μη φοβάσαι, με λίγο σάλιο δεν είναι τίποτα
-Κόψε την πλάκα ρε, φοβάμαι, με πήρε Γιώργος ο πρώην τηλέφωνο και μου είπε ότι θα ρθει από το σπίτι!
-Όχι ρε πουστη μου! Μπορείς να βγεις έξω; Να ρθεις στο δικό μου;
-Δεν ξέρω, φοβάμαι μην είναι ήδη εδώ
-Μην κάνεις τίποτα, παίρνω ταξί και έρχομαι!
Γκαντεμιά, story of my life,  τι να έκανα να άφηνα την φίλη μου έτσι; Και πόσο μάλλον με κάποιον που λέγεται Γιώργος;  Βγήκα τρέχοντας έξω να πάρω ταξί για να πάω στο σπίτι της για να την σώσω από τα δόντια του Γιώργου. Μόλις βγήκα ,στην πλατεία ήταν μια συμπαθητική κοπέλα και μου λέει «Εισιτήρια για το φεστιβάλ της ΚΝΕ;»  «Από το θέλω μέχρι το μπορώ ένα φοβάμαι δρόμος» της είπα συνέχισα να τρέχω προς τα ταξί.  Λες να είχε και κανένα δεν η πρόταση που μου είχε πει η Ευαγγελία; Άρχισα να κάνω καινούριους συνδυασμούς με το δεν μέσα στο κεφάλι μου. Ωχ, πολύ μπέρδεμα….

Μέσα στο ταξί ο οδηγός με ρώτησε: Τον ξέρεις τον δρόμο;
Εγώ εκείνη την ώρα έκανα συνδυασμούς και του απάντησα
-Ακου να δεις, πριν από λίγο ήμουν μεταξύ του μπορώ, του θέλω και του φοβάμαι, μετά όμως προστέθηκε  το δεν μπορώ, το δεν θέλω και το δεν φοβάμαι, αστα φίλε μεγάλο μπέρδεμα….
-Τι λες; Είσαι καλά; Μου λέει
-Α, για το σπίτι λες… πιάσε από Νοσοκομείο Παίδων και θα σου πω
Μπορεί να έγινα ρεζίλι αλλά τουλάχιστον γλίτωσα μια κουβέντα για την οικονομική κρίση με τον ταρίφα, κάτι είναι κι αυτό.

Τότε ήταν νύχτα, τώρα είναι μέρα. Έχω ολοκληρώσει τον κύκλο της αναπόλησης του τι είχε γίνει τότε με εκείνη την κοπέλα γυρνώντας στα ίδια μέρη. Τότε εκείνο το βράδυ βγήκαμε έξω με την Ευαγγελία και περπατήσαμε την μισή Αθήνα, τώρα δεν έχω που να πάω. Κάθομαι μέσα στο μετρό και μελετώ την γεωγραφία του χώρου, ψάχνω να βρω τι μπορεί να έκανε η κοπέλα και να βρέθηκε μπροστά μου. Τελικά δύο πιθανές λύσεις υπάρχουν.  Κατ αρχήν,  στο Σύνταγμα ερχόμενος από Όμόνοια υπάρχει μια έξοδος προς τα κάτω στο πίσω μέρος της πλατφόρμας που οδηγεί προς Αιγάλεω, μετά υπάρχει μία στη μέση που οδηγεί  προς τα πάνω στην Πλατεία (από εκεί είδα την κοπέλα να βγαίνει) και μια στο τέλος απ την οποία κατέβηκα προς Αεροδρόμιο.  Λοιπόν οι δύο πιθανές εξηγήσεις είναι οι εξής: Στην πρώτη περίπτωση η κοπέλα αφού ανέβηκε τις σκάλες  έστριψε δεξιά, δεν πέρασε μπροστά από εκεί που ακυρώνουν τα εισιτήρια, προχώρησε πενήντα μέτρα, κατέβηκε σκάλες , έστριψε δεξιά , κατέβηκε κι άλλες σκάλες και βρέθηκε στην πλατφόρμα που οδηγεί προς Αμπελόκηπους σε μια είσοδο λίγο πριν από αυτήν στην οποία βγήκα εγώ αφού κατέβηκα εκεί, αν είχε τρέξει πραγματικά πολύ γρήγορα θα μπορούσε να είχε κατέβει πριν από μένα και να ήταν μπροστά πριν φτάσω. Στην δεύτερη περίπτωση που είναι και η πιθανότερη βγήκε από τις σκάλες, πέρασε μπροστά από τα εισιτήρια κατέβηκε στην πλατφόρμα προς Άγιο Αντώνιο και από εκεί κατέβηκε προς Αεροδρόμιο,  σ αυτή την περίπτωση θα είχε βγει πιο μπροστά από μένα αλλά και πάλι θα έπρεπε να είχε τρέξει πολύ γρήγορα. Όταν την είδα δεν ήταν καθόλου λαχανιασμένη. Κάτι δεν πάει καλά εδώ, κάτι μου διαφεύγει. Υπάρχει και η περίπτωση του ασανσέρ, αλλά πάλι δεν θα προλάβαινε είναι εξαιρετικά αργό. Κάτι, κάτι δεν πάει καλά εδώ, σίγουρα κάτι μου διαφεύγει.

Λίγο πριν το τέλος της ιστορίας ταιριάζει το λίγο πριν το τέλος του Ιουλίου Καίσαρα του Σαίξπηρ

Πράξη Ε Σκηνή 1
ΒΡΟΥΤΟΣ –Ω, να μπορούσε να ξερε κανείς
από τα πριν το τέλος της μέρας τούτης
μα ας μας αρκέσει πως η μέρα θα τελειώσει
και  τότε θα το ξέρουμε το τέλος της. Εμπρός!

Αλλά επειδή φαντάζομαι ότι ο λόγος της Ευαγγελίας μερικές φορές μετράει περισσότερο απ αυτόν του Σαίξπηρ θα κλείσουμε (προς το παρόν)  με Ευαγγελία

Κάποτε  είχα ρωτήσει την Ευαγγελία ποιος πλανήτης από το ηλιακό μας σύστημα θα ήθελε να καταστραφεί. Μετά από πολύ σκέψη μου απάντησε
-Πάντως όχι ο Κρόνος
-Γιατί; Της είπα απορημένος
-Επειδή ο Κρόνος είναι κρίμα
-Πως σου ήρθε αυτό; Γιατί είναι κρίμα;
-Α, όχι, κάπως αλλιώς το λένε
-Πιο ; τι;
-Ο χρόνος είναι χρήμα….
-Κάψιμο!

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012

Θεατρινισμοί (Part 2 of 4)


Πάντα ήθελα να βρω ένα τρόπο να κάνω το καλό χωρίς να βλάπτω κανέναν.  Μέχρι στιγμής δεν τον έχω βρει και έτσι δεν κάνω ποτέ τίποτα, απλά αφήνω τα πράγματα να μου συμβούν, και συμβαίνουν.  Λίγα λεπτά μετά την παράστασή που δώσαμε μέσα στο μετρό με πήρε η Ευαγγελία τηλέφωνο.
-Τι; Της είπα μόλις το σήκωσα
-Τι της είπατε της κοπέλας ρε; Δεν μπορείς να φανταστείς πως με κοιτούσε
-Τι; Πως σε κοιτούσε;
-Γούρλωσε τα μάτια μόλις με είδε, πήρε καιν μια κοφτή ανάσα,  δεν έχω ξαναδεί άτομο να με κοιτάει έτσι, λέγε ρε βλαμμένο τι της είπατε;
-Δεν θα παρεξηγηθείς;
-Όχι ρε τι να παρεξηγηθώ, λέγε
-Να, δεν της είπαμε τίποτα, με τον Μάριο μιλούσαμε και αυτή άκουγε. Του είπα ότι είμαι μυστικός αστυνομικός και ότι έχω έρθει στην Αθήνα να βρω μια κατά συρροή δολοφόνο με το ψευδώνυμο Λαίδη Μάκβεθ, και έδειξα μια φωτογραφία σου στο Μάριο και δεν παρέλειψα να κάνω μια πλήρη περιγραφή σου χωρίς να ξεχάσω τις χαρακτηριστηκές ελιές
-Μαλάκα! Τι θα νομίζει η κοπέλα για μένα τώρα!
-Τίποτα το περίεργο, μόνο ότι  κυκλοφορείς με ένα μαχαίρι και τις νύχτες μαχαιρώνεις αστέγους και πρεζάκια γιατί  σ αρέσει να γεμίζεις τα χέρια σου με αίμα σαν την Λαίδη Μάκβεθ
-Είσαι ηλίθιος! είσαι κάφρος!
-Α, επίσης είπα ότι είσαι πόρνη και δουλεύεις στο Μεταξουργείο για δέκα ευρώ το άτομο
-Δεν σε πιστεύω, είσαι πολύ μεγάλος μα-
Της το έκλεισα στα μούτρα, πάλι δεν θα μάθουμε τι ήθελε να πει με το μα. Ο Μάριος γελούσε,  η γριά από πίσω μας κοιτούσε περίεργα . Φύγαμε από εκεί, πήγαμε καμιά δεκαριά μέτρα πιο πίσω,  άλλη γριά εκεί, αυτή καλή φαινόταν, έφτασε το Μετρό, σταμάτησε,  άνοιξαν οι πόρτες, έβγαινε κόσμος, αδιάφοροι πλην μίας, με χαιρέτησε «Γεια σου εσύ» μου είπε «Α, εσύ! Τι κάνεις;» της είπα «Καλά» μου είπε και έφυγε χαμογελώντας.
-Τι ήταν αυτό ρε μαλάκα; Μου είπε ο Μάριος  μόλις έκλεισε η πόρτα
-Α, αυτό; Τίποτα..
-Τι τίποτα ρε μαλάκα, αυτό ήταν και γαμώ τα γκομενάκια
-Ε, είναι αυτή που ψάχνω τόσο καιρό στο Μέτρο
-Πλάκα κάνεις;
-Όχι, δεν σου κάνω καθόλου πλάκα
Πλάκα του έκανα όμως, αυτή ήταν μια άσχετη πιτσιρίκα που έκατσε μαζί μου στο τραπέζι πριν από ένα χρόνο περίπου και εκ τότε όσες φορές συναντιόμαστε τυχαία λέμε ένα γεια. Και ιδού η ιστορία της :  Καθόμουνα μια μέρα μόνος στην καφετέρια και κατέβαζα ταινίες. Είχα αφοσιωθεί στο υπολογιστή και δεν έβλεπα καθόλου ποιος έμπαινε και τι έβγαινε από το μαγαζί. Κάποια στιγμή κουράστηκαν τα μάτια μου και είπα να κάνω ένα διάλλειμα. Σήκωσα το βλέμμα και περιεργάστηκα το μέρος. Αυτή μιλούσε με την παρέα της και μόλις με είδε να κοιτάω στο γενικά σταμάτησε να μιλάει. Άρχισα να στρίβω  τσιγάρο.  Αυτή κάτι είπε στους άλλους και σηκώθηκε. Την έβλεπα να έρχεται προς το μέρος μου.  Ήταν από αυτές τις μικρές θεές,  με το τέλειο σώμα και τα έξυπνα ματάκια που κρύβονται πίσω από μαθητικά γυαλιά.  Στα λίγα μέτρα που περπάτησε για να φτάσει μέχρι εκεί που καθόμουν μόνος σκόρπισε λουλούδια πεταλούδες και όνειρα. Σταμάτησε απέναντί μου. ¨Είχε κάπως ντροπαλό ύφος. Σιγουρεύτηκα ότι δεν ήρθε για αυτό που θα ήθελα να είχε έρθει
-Συγνώμη, μου είπε, να σε ενοχλήσω λίγο;
-Φυσικά… πες μου
-Μπορώ να χρησιμοποιήσω για λίγο τον υπολογιστή σου να στείλω ένα μέιλ;
 Και φυσικά την άφησα,  χωρίς να σκέφτομαι πώς να κερδίσω κάτι από αυτό. Είπαμε κάφρος, αλλά δεν θα  είχα την παραμικρή απαίτηση από μια ομορφούλα που ζητούσε μια τόσο μικρή χάρη. Η ομορφούλα κάθισε την καρέκλα δεξιά μου και της έδωσα τον υπολογιστή.  Μόλις πήρε τον υπολογιστή μπροστά της ξαναέφτιαξε την καρέκλα της με τέτοια σχολαστικότητα λες και είχε σκοπό να περάσει την υπόλοιπή ζωή της καθισμένη εκεί, ανεξαρτήτως αν εγώ θα ήμουν δίπλα της. «Να δεις που την λένε Μαριάννα» σκέφτηκα.

Η κοπελίτσα έβγαλε ένα στικάκι από την τσέπη της (και όχι από την τσάντα της που δεν είχε) και το τοποθέτησε με κινήσεις ακριβείας στη θύρα . Γράφοντας στον υπολογιστή άρχισε να μου μιλάει.
-Τώρα μετακόμισα στην γειτονιά και δεν μπόρεσα να βρω ίντερνετ καφέ.
Της είπα που υπάρχει  ένα, με ρώτησε αν μένω καιρό στη γειτονία, τη ρώτησα τι σπουδάζει, με ρώτησε από που είμαι και χτύπησε το τηλέφωνό μου. Ήταν ο Χάρης, ήταν περαστικός από τα μέρη μου και με ρώτησε  αν είμαι στο στέκι.  Όταν έκλεισα το τηλέφωνο αυτή είχε αφοσιωθεί σ αυτό που έκανε και το θεώρησα φρόνιμο να μην την διακόψω, έβγαλα ένα βιβλίο από την  τσάντα του υπολογιστή και άρχισα να διαβάζω. Πρώτου καλά καλά  βγάλω την πρώτη σελίδα μπήκε μέσα ο Χάρης. Με είδε να κάθομαι με ένα γκομενάκι, αυτή να είναι χαλαρή στον υπολογιστή και εγώ να κάθομαι άνετος και να διαβάζω βιβλίο. Σαν εξοικειωμένο ζευγάρι μοιάζαμε.  Έπαθε πλάκα ο Χάρης, είπαμε το γκομενάκι είναι από τα σπάνια. Συνήθως οι φίλοι μου δεν ξέρουν τι κάνω σ αυτό το θέμα και πάντα πέφτουν πάνω σε εκπλήξεις, του τύπου εκεί που καθόμαστε για καφέ έρχεται η άλλη και μου ρίχνει ένα ποτήρι νερό στα μούτρα και φεύγει χωρίς να πει τίποτα ή να μου κρυφογελάει μια αστυνομικίνα στην Ερμού ή να με κατηγορεί κάποια ότι είμαι ψώνιο ενώ δεν  είμαι.  Πάντως καμιά απ΄ όλες τις εκπλήξεις δεν ήταν τόσο όμορφη και τόσο νέα όσο αυτή.  Ο Χάρης έκατσε απέναντι μου.  Με κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια.
-Έλα ρε, εδώ δίπλα ήσουν όταν με πήρες τηλέφωνό;
-Ναι μόλις πάρκαρα το μηχανάκι, αλλά θα φύγω σε λίγο
Έβαλα το χέρι μου δίπλα στον υπολογιστή και είπα στην κοπέλα
- Μην τρομάζεις, σε λίγο θα φύγει…. 
Η ομορφούλα γέλασε χωρίς να πάρει το βλέμμα της από την υπολογιστή.  Ελάχιστες στιγμές μετά και αφού μάλλον τελείωσε την πρόταση που έγραφε σήκωσε το βλέμμα της από τον υπολογιστή και είπε «Γεια σου Χάρη» και ξεκίνησε να γράφει άλλη πρόταση. Ο Χάρης έμεινε, η κοπέλα είχε ακούσει το όνομα του όταν είχα σηκώσει το τηλέφωνο. Κοίταξε μια την κοπέλα, μια εμένα. Με τα μάτια με ρωτούσε τι είναι αυτή. Δεν μπορούσα να του απαντήσω. Μιλούσαμε για άσχετα θέματα. Ο Χάρης είχε φάει κόλλημα, ήθελε να μάθει πια ήταν αυτή  η όμορφη που τόσο οικεία καθότανε δίπλα μου.  Η κοπέλα με σκούντησε μαλακά με τον αγκώνα της.  Την κοίταξα που κοιτούσε με απορία τον υπολογιστή.
-Τι είναι καρδιά μου; Της είπα και χαμογέλασε για το καρδιά μου
-Εεε… σήκωσε το χέρι της και έδειξε την οθόνη, πριν προλάβει να μου πει τι συμβαίνει είχα καταλάβει το πρόβλημα και της είπα
-Κολλάει και δεν το στέλνει;
-Ναι.  Μου  λέει
-Κλείσε το torrent  και ξαναπροσπάθησε, είναι το πράσινο εικονίδιο κάτω δεξιά
-Ξέρω, ξέρω
Ο  Χάρης  με κλότσησε κάτω από το τραπέζι.  Αν έμενε κι άλλο θα έβλεπε την όμορφη να σηκώνεται και να πηγαίνει στην παρέα της, αλλά έπρεπε να φύγει.  Δουλεύει κλόουν σε παιδικά πάρτι. Είχε την στολή του και τα βαφτικά μέσα στην τσάντα του. Το παιδάκι που είχε γενέθλια έμενε στην γειτονιά μου. Σηκώθηκε να φύγει, για τελευταία φορά με ρώτησε με τα μάτια «Τι είναι αυτό ρε μαλάκα;» εγώ απλώς σήκωσα τους ώμους σε ένδειξη αδιαφορίας.  Με κοίταξε έντονα για λίγο και μετά χαιρέτησε την κοπέλα, αυτή κούνησε ζωηρά το χεράκι της.   Έφυγε ο κλόουν και έμεινε ο Καραγκιόζης με την κοπέλα. Σε λίγο τελείωσε και αυτή τη δουλειά της χωρίς να  έχουμε πει και κάτι άλλο.
-Σε ευχαριστώ πολύ
-Να σαι καλά, της είπα
-Έχεις πολύ ωραία μάτια, μου είπε και γύρισε την πλάτη της αμέσως χωρίς να προλάβω να πω τίποτα.
Πήγε στην παρέα της, έμεινα μόνος μου με τον χαζο¨υπολογιστή, άλλη μια παράσταση τελείωσε.
Η παράσταση όμως στο Μετρό με τον Μάριο δεν είχε τελειώσει.
-Πλάκα κάνεις; Μου είχε πει
-Όχι, δεν σου κάνω καθόλου πλάκα, του είπα
-Και γιατί δεν την ακολούθησες; Είσαι χαζός
-Παίζει να ήταν Συριζαία
-Α, καλά, αν είναι έτσι πάω πάσο…
Η γριά που μου είχε φανεί καλή με κοίταξε περίεργα, με το δίκιο της, δε λέω…
-Περιμένω πως και πώς να δω τι θα πει η Ευαγγελία, μου είπε ο Μάριος
-Και αυτή δεν συμπαθεί τους Συριζαίους, είπα και του έκλεισα το μάτι
-Αυτό λέω και εγώ, τι θα πει που δεν την έπιασες από το μαλλί και δεν την χτύπησες κάτω στο πάτωμα, αν ήταν αυτή εδώ έτσι θα είχε κάνει
-Ναι, σαν την άλλη φορά που είχε πιάσει μια γριά Συριζαία και της πήρε την μασέλα
-Ή τότε με τον παππού που τον πλάκωσε στο ξύλο επειδή δεν της έδινε ένα ευρώ
Η Ευαγγελία μας περίμενε στο Μετρό στο Σύνταγμα, εμείς στο βαγόνι σταματήσαμε να μιλάμε και προσπαθούσαμε να κρατήσουμε τον γέλιο μας.
  Φτάσαμε επιτέλους, η γριά έφυγε πρώτη μπροστά, εμείς την πήραμε από πίσω. Στο βάθος μπροστά φαινόταν η Ευαγγελία, μια ήσυχη , γλυκιά και αθώα κοπελίτσα.  «Να η Ευαγγελία!» είπε ο Μάριος δυνατά να το ακούσει και η γρια μπροστά μας «Που’ ν ‘την ;» «Να αυτή με το κίτρινο μπλουζάκι που θα μας χαιρετήσει τώρα» είπε ο Μάριος και μετά άρχισε να φωνάζει  « Βαγγελία! Βαγγελία!» , μας είδε η Ευαγγελία και μας χαιρέτησε, την είδε και η γρια…. Μόλις έφτασε κοντά της η γριά την κοίταξε με ένα θανατηφόρο βλέμμα και της είπε «Φτου να χαθείς!» «Παρακαλώ;» ρώτησε αθώα  η αθώα Ευαγγελία,  η γριά δεν της είπε τίποτα άλλο, η Ευαγγελία έριξε το άγριο βλέμμα της σε μας, σαν να το δανείστηκε από την γριά ένα πράγμα.
-Τι της είπατε της γριάς
-Τίποτα κακό,  λέγαμε ότι θα πάμε σε μια συγκέντρωση του Σύριζα και θα βρίσκαμε και μια κοπέλα που την λένε Ευαγγελία, δεν είπαμε τίποτα κακό, Χρυσαυγήτισα ήταν, δεν την είδες;
-Ναι, έτσι μου φάνηκε και μένα, μα καλά τόσο μίσος πια; Αλλά  και  εσείς έλεος πια, με είπατε δολοφόνο, με είπατε πουτάνα, ε όχι και Συριζαία…
-Για πες για την άλλη, της είπε ο Μάριος ίσως και για να μην αρχίσουμε πολιτική συζήτηση
-Α, η κοπελίτσα, ναι, καλά μιλάμε αυτή μάλλον θα με θυμάται για το υπόλοιπο της ζωής της
-Γιαυτό να είσαι σίγουρη,  της είπα
-Καλά ρε βλαμμένα, γιατί της είπατε της κοπέλας για δολοφόνους και δεν είπατε κάτι άλλο πιο ρομαντικό;
-Ρομαντικό; Τι ρομαντικό να της πούμε; Για το φεγγάρι; Την πιο ρομαντική  φράση για το φεγγάρι την είπε ο Κούντερα
-Αχ , μ αρέσει ο Κούντερα, για πες τι είπε
-Το φεγγάρι είναι η κολοτρυπίδα του ουρανού!
-Ου να μου χαθείς κάφρε!

Μα γιατί να με λένε κάφρο, ποτέ δεν το έχω καταλάβει.  Ας πούμε η Ευαγγελία, νταξ, μια φορά της έκανα μαλακία, αλλά γιατί να με λέει κάφρο; Μα δεν έχουν καθόλου χιούμορ οι άνθρωποι πια; Τι μαλακία της έκανα; Τίποτα το σοβαρό, μια φόρα είμασταν στο αστικό και επιστρέφαμε από κέντρο, εγώ θα κατέβαινα Ευαγγελισμό και αυτή θα συνέχιζε για  Ζωγράφου. Εκεί που ήμασταν όρθιοι δίπλα μας ήταν ένας κύριος, σοβαρός φαινόταν, με χαρτοφύλακα και κουστούμι, γύρω στα 60.  Λίγο πριν φτάσουμε στη στάση που θα κατέβαινα της είπα κάτι στο αυτί για μια γριά που καθόταν δίπλα μας, μου είπε και αυτή κάτι για τα παπούτσια της γριάς, το λεωφορείο σταμάτησε, άνοιξε η πόρτα, έκανα ένα βήμα πίσω και την κοίταξα απορημένος, «Τι είναι αυτά που μου λες; Είσαι τριάντα χρονών, πότε θα ωριμάσεις επιτέλους;» έκανα να φύγω αλλά γύρισα και της είπα αγριεμένος πια «Και να μιλάς καλύτερα για τον κύριο!» και έδειξα τον κύριο δίπλα της. Ο κύριος με κοίταξε απορημένος και εγώ κατέβηκα. Τους άφησα μόνους να τα βρούνε, δεν ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις εγώ. Μα είναι δυνατόν  να με λέει κάφρο;

Έχουμε βγει από το Μετρό και πηγαίνουμε για καφέ. Ο Μάριος έχει  ξεκόψει από εμάς και περπατάει πίσω από τις γριές κάνοντας «Ψιτ…. Ψιτ…..» όταν αυτές γυρνάνε αυτός βάζει το χέρι στη μύτη του και κάνει ότι φτερνίζεται  «Ψιουτ…. Ψιουτ….» Εμείς γελάμε, γελάμε τόσο πολύ που είναι αρκετό για την Ευαγγελία να συγχωρέσει τις όποιες καφρίλες της έχουμε κάνει.

Στα τέσσερα

Η μέρα ήταν Σάββατο , τα στήθη της μικρά και αυτή επίσης.  Τη λέγανε Αθηνά, τίποτα άλλο μη ρωτήσεις.  Δυο βδομάδες  μετά από αυτό το Σάββα...