Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2011

Ιλιάδα 5 (Μυστικός Ίππος)


Τρεις υποθέσεις εξελίσσονται στην Τροία την ώρα που η πόλη γιορτάζει την  πολιούχο της την Αγία Τριάδα, τυχαίο; Ίσως… Τυχαίο όμως ήταν σίγουρα το γεγονός όπου  συναντήθηκαν όλοι αυτοί μαζί και ανέτρεψαν τα σχέδια των θεών.  Τρείς υποθέσεις, ο Αχιλλέας καταστρώνει σχέδιο μαζί με τον  Μάκη Τροιανταφυλλόπουλο , ο Οδυσσέας φτιάχνει ένα τεράστιο άλογο κατά παραγγελία του Αγαμέμνονα για να τρομάξει τους Τρώες  και  η Ζήνα μετά από το μυστηριώδες γράμμα που έλαβε έχει βγει από την πόλη και έχει περάσει κρυφά στο στρατόπεδο των Ελλήνων.

Ο Αχιλλέας πηγαίνει να βρει τον Μάκη Τροιανταφυλλόπουλο σε μια σκηνή για να πάρουν τις τελικές αποφάσεις  πριν από την εφαρμογή του σχεδίου του Μάκη.  Μόλις μπαίνει ο Αχιλλέας στη σκηνή όλοι  αυτοί που είχε μαζέψει ο Μάκης σηκώνονται όρθιοι και στέκονται  σε στάση  προσοχής, αυτός τους κάνει  νόημα με το χέρι να καθίσουν και τους δείχνει ότι δεν απαιτεί τον σεβασμό τους, κανείς δεν αντιδρά, ο Αχιλλέας κατά βάθος ψωνίζεται με τον σεβασμό που λαμβάνει αλλά νιώθει λίγο άβολα γιατί δεν το έχει συνηθίσει,  αποφασίζει να τους μιλήσει «Εντάξει μπορείτε να καθίσετε, δεν χρειάζεται στέκεστε προσοχή σε μένα, είμαι ένας απλός στρατιώτης όπως και εσείς, αυτό που προέχει είναι να μην ξεχνάμε το σκοπό μας…» ένα χέρι τον ακούμπησε στον ώμο και έκοψε το ειρμό του λόγου του, ο Αχιλλέας γύρισε και είδε τον Μάκη πίσω του, είχε μπει στη σκηνή αμέσως μετά από το Αχιλλέα και για αυτόν είχαν σηκωθεί οι υπόλοιποί. Ο Αχιλλέας ήθελε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί  αλλά δεν μίλησε, πήγε να καθίσει σε μια καρέκλα που υπήρχε στο κέντρο του τραπεζιού όπου και θα γινόταν η συζήτηση,  μόλις έφτασε εκεί ο Αχιλλέας ο Μάκης τον σταμάτησε πάλι και του είπε ότι εκεί κάθεται αυτός , ο Αχιλλέας τσατίστηκε αλλά δεν το έδειξε, πήρε ένα σκαμνί και έκατσε στην άκρη του τραπεζιού.  Αμέσως μόλις έκατσε ο Μάκης έκατσαν και οι υπόλοιποι, περίμεναν όρθιοι σαν ένδειξη σεβασμού προς τον Δάσκαλο, έτσι τον αποκαλούσαν.  Σ αυτό το τραπέζι καθόταν ο Μάκης ο Δάσκαλος και άλλοι δώδεκα δημοσιογράφοι, οι μαθητές του. Ο Μάκης πήρε τον λόγο και μίλησε πρώτος.
-Κύριοι, όλοι ξέρετε για πιο λόγο είσαστε εδώ, καταρχήν να υπενθυμίσω ότι δεν πρέπει ποτέ να μάθει κανείς για αυτήν τη συνάντηση, θα καταγραφεί στα πρακτικά ως  Μυστικός  Δείπνος. Αυτό που θέλω από εσάς είναι να πάτε μέσα στην πόλη της Τροίας και να σπείρετε τον πανικό. Θα περάσετε σαν ζητιάνοι ή σαν ταλαίπωροι, άλλωστε σχεδόν όλοι έτσι μοιάζετε, δεν χρειάζεται να προσπαθήσετε και πολύ. Με το που θα μπείτε στην πόλη θα μιλάτε με τον πιο ζοφερό τρόπο για το κάθε θέμα της καθημερινότητάς τους, θα μιλάτε συνέχεια για διαφθορά, θα τους πείσετε πόσο άχρηστός λαός είναι,  θα τους λέτε ότι δεν είναι ικανοί για τίποτα, προσοχή όμως,  πρέπει να τους δείχνετε ότι είστε ένας από αυτούς και ότι μοιράζεστε τις ίδιες ανησυχίες. Μην φαντάζεστε ένα πρόβλημα, θα βλέπε τι συμβαίνει και ότι συμβαίνει θα το μεγιστοποιείτε και θα το επαναλαμβάνετε συνέχεια, δεν θα τους αφήνετε να ξεχνάνε, δεν τους αφήνετε να σκέφτονται τίποτα θετικό και αισιόδοξο, όλα είναι μαύρα για αυτούς. Το πιθανότερο είναι να χάσουν τον πόλεμο αλλά εσείς πρέπει να τους πείσετε ότι είναι ήδη ηττημένοι,  θα τους καταρρακώσετε το ηθικό και δεν θα θέλει κανείς να πολεμήσει, τότε θα πολύ εύκολα θα δημιουργήσετε μια ομάδα με προδότες και ο Αχιλλέας με μια μικρή ομάδα στρατιωτών θα μπει στην πόλη, οι περισσότεροι θα τους δουν σαν σωτήρες,  λίγοι θα αντισταθούν. Το κόλπο είναι απλό και δοκιμασμένο. Ο καθένας ξέρει την δουλεία του. Υπάρχει καμιά απορία;
-Εγώ τι θα κάνω Δασκαλούλη; Ρώτησε ένας καημενούλης δημοσιογράφος
-Εσύ όπως πάντα θα αναλάβεις τους παππούδες, το ξέρεις
-Αλήθεια δασκαλόυλή, θα αναλάβω τους παπούληδες;
-Αφού το ξέρεις ρε Γεώργιε Ώτα, γιατί ρωτάς και ξαναρωτάς  και μου πρήζεις τα αρχίδια!
-Γιατί θέλω να το ακούω….. Είπε ο Γεώργιος Ώτας και έτριψε τα χεράκια του.
-Τι βλάκας θεέ μου……
Εκείνη την ώρα μπήκε ένας μαύρος στο δωμάτιο και πήγαινε στον καθένα και  άπλωνε το χέρι του που κρατούσε μια χούφτα με cd και έλεγε με αστεία προφορά «Πάρε cd, πάρε είναι καλό». Κανένας δεν πήρε τίποτα, έφυγε ο μαύρος.  Ο Μάκης ξαναμίλησε
-Αχιλλέα, έχω κάτι και για σένα,  ξέρω ποιος είναι ο πατέρας σου….
-Τι! Πετάχτηκε ο Αχιλλέας
-Αυτό που άκουσες, ξέρω ποιος είναι ο πατέρας σου
-Πως το ξέρεις εσύ αυτό; Μήπως με δουλεύεις;
-Ξέρω τα πάντα, ξέρω ακόμα και την ηλικία της Ζήνας,  έχω βάλει μπρος και ένα σχέδιο με αυτήν,  ξέρω που βρίσκεται η Ατλαντίδα, ξέρω πόσα απίδια πιάνει ο σάκος και νομίζεις ότι δεν θα ήξερα ποιος είναι ο πατέρας σου;
-Τι κόλπο ετοιμάζεις πάλι, βρωμερό σκουλήκι; Αν ξέρεις πες μου, με αποδείξεις.
-Θα στο πω στο τέλος, είναι η ασφάλειά μου, θέλω να διασφαλίσω ότι δεν θα στραφείς εναντίων μου
Μπαίνει ένας Πακιστανός με μπιχλιμπίδια στο δωμάτιο, περνούσε μπροστά από τον καθένα, κανείς δεν ήθελε τίποτα, ο Πακιστανός κρατούσε ένα κασάκι στο οποίο είχε μέσα τα πράγματά του, το πρότεινε στον καθένα και κουνούσαν αρνητικά το κεφάλι τους, όταν έφτασε στον Αχιλλέα ο φοβερός πολέμιστής ρώτησε τον Πακιστανό
-Το κασάκι το πουλάς;
-Τι;
-Το κασάκι ρε, το πουλάς;
-Δεν ξέρεις
-Πόσα ρε πες
-Δεν ξέρεις
-Καλά φύγε
Έφυγε ο Πακιστανός και πριν προλάβει να ξαναφέρει το θέμα ο Αχιλλέας ο Μάκης μίλησε πάλι
-Είναι και κάτι ακόμα που θέλω να σας πω, ξέρω ότι κάποιος από εσάς θα με προδώσει
-Τι λες δάσκαλε ποιος θα σε προδώσει; Ρώτησε μια χαζοξανθιά κυράτσα
-Μη φοβάσαι Έλλη μου, δεν είσαι εσύ
-Μήπως είμαι εγώ Δασκαλούλη; Ρώτησε ο  Γεώργιος Ώτας
-Εσύ;χαχαχαχα
Πετάχτηκε ο Αχιλλέας και είπε
-Ρε Μάκη τι ψάχνεις ανάμεσα σε αυτούς ποιος θα σε προδώσει; Όλοι είναι δημοσιογράφοι, όλοι θα σε πουλήσουν, και το Μυστικό Δείπνο που λες αύριο θα είναι πρωτοσέλιδο σε εφημερίδα, το θέμα δεν είναι ποιος θα μας προδώσει, αλλά ποιος θα μας προδώσει πρώτος. Το ήξερα από την αρχή ότι αυτό σχέδιο κάπου μπάζει. Αυτό που βλέπω όμως εγώ μπορώ να πω είναι ότι φαίνεται ποιος θα μας προδώσει, αυτή η βλαμμένη εκεί που τρέμει.
-Ποια η Όλγα; Αυτήν πάντα έτσι είναι.  Μη φοβάσαι το σχέδιο δεν κινδυνέψει, το ξέρω, μόνο εγώ κινδυνεύω, κάποιος μου έστειλε ένα σημείωμα που έλεγε ότι ξέρει τι έκανα πέρυσι το καλοκαίρι….
-Και μένα μου έστειλαν τέτοιο σημείωμα, είπε η Όλγα
-Και μένα, είπε ένας άλλος
- Και εμένα
Όλοι έλεγαν και έμενα και τελικά αποδείχτηκε ότι όλοι είχα λάβει ένα τέτοιο σημείωμα όπως είχε λάβει και η Ζήνα,  προφανώς όλοι είχαν κάτι κακό πέρυσι το καλοκαίρι, μάλλον πάντα κάποιος έχει κάνει κάτι κακό και αρκεί μόνο να προσδιορίσει κάποιος άλλος μια χρονική περίοδο και να του πει ότι ξέρει, απλό.
Όλοι ήταν σκεπτικοί, ποιος είναι ο προδότης, ποια είναι η προδοσία, ποιος έστειλε τα σημειώματα και γιατί; Ένας αλαλαγμός ακούστηκε και η Ζήνα μπήκε στην σκηνή, πέταξε τον στρόγγυλο δίσκο της και αυτός έκοψε δύο κεφάλια δημοσιογράφων και καρφώθηκε στον απέναντι τοίχο, οι δημοσιογράφοι σηκώθηκαν ουρλιάζοντας  και έτρεξαν προς την απέναντι πόρτα, η Ζήνα δεν είχε άλλο δίσκο να πετάξει και ετοιμάστηκε να τρέξει καταπάνω τους πριν ξεκινήσει ένας άλλος Πακιστανός μπήκε από την πόρτα και η Ζήνα τον είδε το Πακιστανό, αυτός της είπε «Πάρε ότι θέλει, πέντε ευρώ» η Ζήνα πήρε ένα δίσκο σαν και αυτόν που είχε πετάξει πριν, έριξε μια κλοτσιά στον Πακιστανό και έκανε πίσω το χέρι της για να πετάξει τον καινούριο δίσκο, ο Αχιλλέας όταν είχε δει την Ζήνα να μπαίνει μέσα ήταν στην απέναντι μεριά του τραπεζιού και αμέσως έβγαλε το σπαθί του και έτρεξε κατά πάνω της. Τώρα η Ζήνα έχει το Σόκραμ    (τον στρογγυλό δίσκο) στο χέρι και ετοιμάζεται να το πετάξει και ο Αχιλλέας τρέχει καταπάνω της .


Ο Οδυσσέας εδώ και μερικές μέρες φτιάχνει το τεράστιο άλογο που του έχει παραγγείλλει ο Αγαμέμνων , το έχει σχεδόν τελειώσει.  Το εγχείρημα αυτό γινόταν σε ένα απόμακρό μέρος  για να μην βλέπει κανείς τι γίνεται. Δυο βδομάδες μετά τον Μυστικό Δείπνο όπου άλλαξε η ροη των πραγμάτων ο Οδυσσέας είναι έτοιμος να παρουσιάσει το τεράστιο άλογο που υποτίθεται ότι θα τρόμαζε τους Τρώες.  Πρώτος πηγαίνει ο Μενέλαος για να δει τις προόδους και να ενημερώσει τον Οδυσσέα ότι σε λίγο θα έφτανε και ο Βασιλιάς. Ο Οδυσσέας τον υποδέχτηκε θερμά και μόλις ξεπέζεψε ο Μενέλαος ο Οδυσσέας έσκυψε και τον αγκάλιασε. Ο Μενέλαος κοίταξε για πρώτη φορά το τεράστιο άλογο και είπε του Οδυσσέα
-Αυτό είναι;
-Προφανώς ναι, πως σου φαίνεται;
-Δεν με ξετρελαίνει και ιδιαίτερα, δεν το βρίσκω και πολύ πειστικό
-Δηλαδή τι; Δεν σου αρέσει;
-Είπαμε να μοιάζει αληθινό, αυτό δεν νομίζω ότι μοιάζει…..
-Έκανα ότι καλύτερο μπορούσα
-Επίσης βλέπω και κάτι άλλο που δεν μου αρέσει πολύ
-Τι;
-Νομίζω ότι το παράκανες λίγο με την πούτσα του αλόγου..
-Καλά αυτό διορθώνεται…
-Δεν είναι μόνο αυτό, είναι και άλλα πολλά, νομίζω ότι ο βασιλιάς θα απογοητευτεί,  ήταν η τελευταία του ελπίδα μετά από αυτό που έγινε, ή αυτό ή φεύγουμε….
-Μα αυτό είναι άδικό! Απ την αρχή δεν συμφωνούσα με αυτό το σχέδιο! Και απορώ πως αποφάσισε ο βασιλιάς να προχωρήσει σε ένα τέτοιο σχέδιο
-Δεν το σκέφτηκε μόνος του, ένας μάντης του το είπε
-Ποιος μάντης; Τι του είπε;
-Ένας άγνωστος, στην αρχή περιφερόταν παραπατώντας ανάμεσα στα στρατεύματα, τον πιάσαμε και τον πήγαμε στον βασιλιά να αποφασίσει τι θα τον κάνουμε, μόλις τον πήγαμε μέσα στη σκηνή ο βασιλιάς χωρίς να το σκεφτεί πολύ είπε να τον σκοτώσουμε, τότε ο άγνωστος είπε του βασιλιά «όπα μεγάλε, πριν με σκοτώσεις θέλω να σου πώ ότι έχω την λύση για κάθε σου πρόβλημα» ο βασιλιάς τον ρώτησε «και τι λύσεις μπορεί να έχει για μένα ένα άτομο σαν και σένα;» ο τύπος που λες έβγαλε από το μπουφάν του
-Μπουφάν μέσα στο κατακαλόκαιρο;
-Ναι, έβγαλε από το μπουφάν του κάτι στριφτά τσιγάρα, μετά σύριγγες και ένα σακουλάκι με ηρωίνη νομίζω ότι το είπε και ένα άλλο σακουλάκι με κόκα και είπε του βασιλιά «Διάλεξε, ότι και αν πάρεις θα σε κάνει να νιώσεις καλύτερα και να δεις τον κόσμο αλλιώς» ο βασιλιάς τον ρώτησε  τι είναι αυτά και αυτός είπε φάρμακα, τότε ο βασιλιάς του είπε «και τι να τα κάνω τα φάρμακα, εγώ θέλω να μπω στην Τροία, πάρτε τον, σκοτώστε τον!» ο τύπος που λες λέει του βασιλιά «όπα μεγάλε, μισό λεπτό άσε με να σκεφτώ και θα σου πω εγώ πως θα μπεις» ο βασιλιάς έκανε νόημα να τον αφήσουν και ο τύπος έβρασε σε ένα κουταλάκι λίγο από την σκόνη και βάρεσε ένεση στην φλέβα του,  κάπνισε και ένα τσιγάρο και άρχισε να γελάει, ανάμεσα στα γέλια έλεγε «τεράστια άλογα ουου, τρομερά άλογα ουου, οι Τρώες κλάνουν μέντες ουου» και κάτι τέτοια άλλα παράξενα μέχρι που έπεσε κάτω και πέθανε
-Τι; Έτσι απλά έπεσε κάτω και πέθανε;  Και πίστεψε αυτό το άτομο ο βασιλιάς;
-Στην αρχή όχι, νόμιζε ότι πέθανε, τον χτυπούσαμε να συνέλθει, τίποτα, του στρίβαμε τα αυτιά, τίποτα, τον αφήσαμε σε μια γωνιά και συνεχίσαμε την συζήτηση μέχρι που έγινε ένα θαύμα
-Τι;
-Ο τύπος αναστήθηκε!
-Αναστήθηκε; Και μετά
-Πρώτος πήγα εγώ και του μίλησα, ήταν ακόμα ζαλισμένος, μιλούσε περίεργα, τον ταρακουνούσα να συνέλθει « φιλαράκι είσαι καλά» του λέω «μπάτσος είσαι;» μου λέει αυτός, δεν ήξερα τι είναι αυτό και έτσι του είπα όχι, σαν να ηρέμησε λίγο, ο βασιλιάς κοιτούσε αποσβολωμένος, πείστηκε ότι είναι μάντης και μου είπε να του δώσω ότι θέλει και να τον αφήσω να φύγει.
-Και τι του έδωσες;
-Του είπα « πες μου τι θες και θα στο δώσω» και μου λέει «μήπως έχεις ένα κατοστάρικο;»
-Τι κατοστάρικο; Από αυτά τα παλιά τα χαρτονομίσματα που είχαμε; Συλλέκτης ήταν;
-Δεν ξέρω, βρήκαμε πάντως ένα και του το δώσαμε και έφυγε παραπατώντας
-Σώπα ρε φίλε…..
-Εσύ σώπα έρχεται ο βασιλιάς
Από μακριά φάνηκε ο βασιλιάς και η συνοδεία του, ήταν πολύ επιβλητικοί, ένα σύννεφο σκόνης προηγήθηκε πριν τον βασιλιά καθότι ο αέρας φυσούσε προς το μέρος τους. Μόλις κατέβηκε ο βασιλιάς αμέσως πήγε στον Οδυσσέα και όπως και ο αδερφός του κοιτώντας το άλογο του είπε:
-Αυτό είναι;
-Ναι βασιλιά μου, αυτό είναι πως σου φαίνεται; Είπε ο Οδυσσέας
Ο βασιλιάς έσκυψε κι έσφιξε τα χείλη του, κουνούσε το κεφάλι του με απελπισία, ο Οδυσσέας ακούμπησε απαλά με το χέρι του τον ώμο του βασιλιά, τότε ο βασιλιάς με μια απότομη κίνηση έριξε ένα χαστούκι τον Οδυσσέα και τον έσπρωξε προς τα πίσω και τον πέταξε κάτω, ο βασιλιάς βράζει από θυμό και κοιτώντας από πάνω Οδυσσέα του φωνάζει φτύνοντας
-Τι μαλακία είναι αυτή! Είναι δυνατόν τόσο καιρό να έφτιαχνες αυτή την μαλακία! Δεν είπαμε να είναι σαν αληθινό; Άχρηστε!
-Μα βασιλιά…
-Μαμούνια! Πάρτε τους και κλείστε τους μέσα στη μαλακία που έφτιαξαν και αφήστε τους να ψοφήσουν εκεί μέσα οι άχρηστοι
Οι στρατιώτες που ήταν στην συνοδεία του βασιλιά είχαν κοκαλώσει, δεν ήθελαν να επιτεθούν στους δικούς τους, οι στρατιώτες που ήταν στην δούλεψη του Οδυσσέα κατάλαβαν ότι έφτασε το τέλος τους δεν θα μπορούσαν να τα βάλουν με την συνοδεία του βασιλιά. Ο βασιλιάς ξανακοίταξε τους δικούς του  αγριεμένα και φώναξε «άντε, μπρος! τι περιμένετε;» Οι στρατιώτες   σαν να ξύπνησαν απότομα έπεσαν πάνω σ αυτούς που είχαν φτιάξει το άλογο και τους συνέλαβαν. ¨Έναν έναν τους έβαλαν με την βία μέσα στο άλογο. Ο Μενέλαος κοιτούσε τον αδερφό του με απορία, όταν συναντήθηκαν τα βλέμματά τους ο βασιλιάς φώναξε απότομα στο Μενέλαο
-Τι;!
-Είναι ανάγκη να το κάνεις αυτό;
-Ναι είναι! Δεν αφήνω κανέναν άχρηστο ατιμώρητο, τα μαζεύουμε, φεύγουμε για Ελλάδα
-Μα…
-Σκάσε!

Δύο βδομάδες πριν στον Μυστικό Δείπνο

Ο Αχιλλέας ορμάει στην Ζήνα, αυτή έχει σκοτώσει ήδη δύο δημοσιογράφους και τώρα έχει το χέρι της τραβηγμένο πίσω και πετάει πάλι τον δίσκο, ο Αχιλλέας σκύβει και τον αποφεύγει και με δύο μεγάλους διασκελισμούς φτάνει στη Ζήνα και με την αναστροφή του ξίφους του την χτυπάει στην κοιλιά. Ο δίσκος της Ζήνας σκοτώνει άλλους δύο δημοσιογράφους. Από 12 τώρα έγινα οχτώ οι δημοσιογράφοι και ένας ο δάσκαλος εννέα, από τότε τιμής ένεκεν στους σκοτωμένους συναδέλφους τα κεντρικά δελτία αρχίζουν πάντα στις οχτώ και τελειώνουν στις εννιά.  Αυτοί που έζησαν βγήκαν από την πόρτα και έτσι απλά άλλαξαν στρατόπεδο,  ήθελαν να εκδικηθούν την Ζήνα που ήταν  Ελληνίδα και σκότωσε τους συναδέλφους τους και ότι  ήταν να κάνουν στην Τροία το έκαναν στο στρατόπεδο των Ελλήνων.

 Ο Αχιλλέας έχει χτυπήσει την Ζήνα στην κοιλία και αυτή έχει γονατίσει,  την πιάνει από τα μαλλιά και την σηκώνει,  την ταρακουνάει δυνατά  «Ποια είσαι; Λέγε! Μίλα ποια είσαι!»  η Ζήνα λέει αδύναμα το όνομα της και βήχει εξαιτίας του πόνου στην κοιλιά της , ο Αχιλλέας την ταρακουνάει ακόμα πιο δυνατά και τη ρωτάει «Γιατί;! Μίλα γιατί το έκανες αυτό;!»  η Ζήνα δεν απαντούσε, κοιτούσε τον Αχιλλέα στα μάτια και είχε ένα πονεμένο βλέμμα, ο Αχιλλέας σταμάτησε να την ταρακουνάει και σιγά σιγά ηρεμούσε κοιτώντας το πονεμένο βλέμμα της Ζήνας. Έμειναν αρκετή ώρα εκεί με τον Αχιλλέα να την κρατάει από τα μαλλιά και να κοιτιούνται στα μάτια. Αυτά τα μάτια σκλάβωσαν την καρδιά του Αχιλλέα και τίποτα πια δεν θα είναι το ίδιο για αυτόν.




Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011

Late




Περίμενα καιρό αυτό το τηλέφωνο, και τελικά ήρθε, απρόσμενα.  Σε τέτοιες περιπτώσεις πάντα ότι έχεις σκοπό να πεις τελικά δεν λέγεται, η κουβέντα γυρίζει γύρω από τυπικές και ευχάριστες κουβέντες. Μέσα στα όλα τυπικά που μου ανέφερε ήταν και ότι πεινούσε και ότι ήθελε να φάει κάτι. Της είπα ότι θα μαγειρέψω εγώ κάτι για αυτήν και θα της το πάω, γέλασε, «εσύ; Είναι δυνατόν;» μου είπε, και όμως είναι, θα κάνω ότι καλύτερο μπορώ της είπα. Και όντως έκανα ότι καλύτερο μπορούσα. Ήταν απόγευμα και δεν είχε και τόσο καλό καιρό. Πήγα αγόρασα ένα βιβλίο συνταγών, διάλεξα την καλύτερη από αυτό το βιβλίο, κάτι που ήξερα ότι θα της άρεσε. Πήρα ότι υλικά χρειαζόταν, ξεκίνησα να μαγειρεύω, δυστυχώς ήταν περιπλοκή συνταγή και εγώ είμαι λίγο άσχετος, πράγμα που σήμαινε ότι θα αργούσα λίγο, άλλα έπρεπε να το κάνω σωστά. Της έστειλα ένα μήνυμα που έλεγε ότι θα αργούσα, «πεινάω λέμε» μου απάντησε,  «δεν θα αργήσω πολύ, θα κάνω ότι καλύτερο μπορώ».  Ήμουν στην κουζίνα και μαγείρευα χαρούμενος που έκανα κάτι για αυτήν.

Τελικά δεν άργησα και πάρα πολύ, τέλειωσα λίγο αργότερα από τον χρόνο που έλεγε το βιβλίο μαγειρικής,  το παράξενο είναι ότι το έκανα σωστά, βγήκε αυτό ακριβώς που έπρεπε. Το σπίτι για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό μύριζε όμορφα και εγώ είχα μια αυτοπεποίθηση  άνευ προηγουμένου. Έχει πλέον βραδιάσει και όλα μοιάζουν πολύ όμορφα εκεί έξω.  Την πήρα τηλέφωνο και της είπα ότι το φαγητό είναι έτοιμο.  Με ευχαρίστησε, αλλά μου είπε ότι έχει φάει, πεινούσε και δεν μπορούσε να περιμένει,  επίσης μου είπε ότι ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους μου  που έκανα κάτι τέτοιο. Ευγενικό; Τι χειρότερο μπορούσα να ακούσω; Της είπα να έρθει να δοκιμάσει ή να τα πιούμε ένα ποτό, να τα πούμε λίγο. Δεν μπορούσε,  είχε φάει πολύ και ήθελε να χαλαρώσει. «Κάποια άλλη στιγμή» μου είπε,  μου έστειλε και φιλάκια και κλείσαμε το τηλέφωνο. Έμεινα μόνος εκεί με το κωλοφαγητό που είχα μαγειρεύει για εκείνη,  το φαγητό που θα της άρεσε, τώρα ούτε που θα το δοκίμαζε. ¨Ένιωθα μαλάκας, μάζεψα το φαγητό και όπως ήταν το έριξα σε μια σακούλα. Βγήκα στο δρόμο, έκανε πολύ κρύο,  φυσούσε και αέρας,  τελικά το κρύο είναι ο καλύτερος μου φίλος, είναι πάντα εκεί,  ότι και αν έχω κάνει, όσο καλά ή άσχημα αισθάνομαι, είναι πάντα εκεί,  πάντα με βρίσκει. Περπατάω με τον καλύτερο μου φίλο συντρόφια και με σκυμμένο το κεφάλι, η σακούλα στα χέρια μου έχει το καλύτερο φαγητό που έκανα ποτέ μου, έχει τσαλακωμένα χαρτιά με ποιήματα,  έχει φωτογραφίες μιας πιθανής ζωής, έχει τα σωθικά μου,  είναι το κουτί της Πανδώρας που μόνο η ελπίδα είχε μείνει μέσα, και  τώρα πάω να το πετάξω. Ο φίλος μου σφυρίζει και μου χαϊδεύει τα μαλλιά, το ανατριχιαστικό του κρύο άγγιγμα με κάνει να σκύβω ακόμα περισσότερο. Κρύα υγρά σκουλήκια έχουν απλωθεί σε όλο μου το σώμα και  προσπαθούν να  μου τρυπήσουν την σάρκα και να μπούνε μέσα μου. Πονάει, στα αλήθεια πονάει, τι το ήθελα να το παίξω καλός; Τι το ήθελα να κάνω κάτι που δεν το είχα; Τώρα δεν ξέρω τίποτα, έμεινα με μια σακούλα στο χέρι  που θα τη πετάξω και με ένα βάρος στο κεφάλι που θα με βασανίζει για πολύ καιρό ακόμα.  Ο φίλος μου όμως είναι ανέμελος γυρνάει γύρω μου, ανεβαίνει πάνω κάτω, πειράζει τα φύλλα των δέντρων, τα μαλλιά των άλλων περαστικών και γυρνάει πάλι σε μένα και με πειράζει,  μα δεν καταλαβαίνει τι περνάω; Γιατί με ενοχλεί; Κρύος… τι να πεις

Το φαγητό που είχα ετοιμάσει για αυτήν τώρα είναι σαν διαμελισμένο πτώμα μέσα στην σακούλα του, βρίσκω δύο αδέσποτα σκυλιά στο δρόμο, ανοίγω την σακούλα και τους δίνω το πτώμα, το τρώνε με βουλιμιά, ούτε που με κοίταξαν να με ευχαριστήσουν,  ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου. Γυρνάω προς το σπίτι, πάντα με τον καλύτερο μου φίλο παρέα, θα ήθελα να του πω γιατί έχω ενοχληθεί τόσο με ότι έγινε αλλά δεν θα καταλάβαινε, είναι κρύος.  Σκέφτομαι να σκοτώσω ότι καλύτερο έχω για να μην με βασανίζει πια, ναι σκοτώσω την καλή μου πλευρά είναι ή αιτία των όσων περνάω,  είναι η μαλακισμένη τάση να κάνεις το σωστό, αλλά κανένας ποτέ δεν μου είπε ότι ο κόσμος δεν είναι σωστός. Θα μου πεις εγώ είμαι;  Αν ήμουν δεν θα ήμουν εδώ τώρα με σκυμμένο το κεφάλι και τα χέρια βαθιά χωμένα στις τσέπες να γυρνάω μόνος μου στο σπίτι, το μόνο εύκολο είναι να κατηγορείς πάντα τους άλλους, δεν μου άρεσαν ποτέ οι αναρχικές θεωρίες, ο καθένας μόνος του φταίει για αυτό που συμβαίνει και αν δεν  μπορεί να το αλλάξει φταίει αυτός και κανένας άλλος. Τι έπρεπε να κάνω σ αυτήν περίπτωση; Δεν ξέρω, ίσως και να μην έπρεπε  να κάνω τίποτα, ίσως να έπρεπε να το αφήσω να κυλήσει σαν ποτάμι και ότι βγει, και αυτό εύκολο είναι να το λές  αλλά έλα που δεν γίνεται....το συμπέρασμα  είναι .....
 Αλλά άστο άλλη φορά… αρκετά κάηκα….



Έτσι απλά καθόμουν στη δουλειά και πήρα τηλέφωνο για ένα καφέ και μια μπουγάτσα κρέμα, η κοπέλα μου είπε ότι θα αργήσει λίγο γιατί τώρα έβαλαν τις μπουγάτσες στο φούρνο. Τελικά δεν άργησε, έβαλαν τον φούρνο πιο δυνατά για να βγουν οι μπουγάτσες νωρίτερα, δεν ψήθηκαν καλά και έτσι έφαγα την πιο μαλακία μπουγάτσα ever, τουλάχιστον μου έδωσε την αφορμή να σκεφτώ την ιστορία που έγραψα παραπάνω….




 Από τα πρόχειρα τραβηγμένο, την δευτέρα η συνέχεια της Ιλιάδας


ΥΓ. Δεν έχω ιντερνετ ,γι αυτό αργώ να απαντήσω…. θέλω να πιστεύω ότι αυτό θα διορθωθεί σύντομα

Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2011

Ιλιάδα 4 (μεγάλος μαλάκας)

Ο ήρωας Αχιλλέας είχε την φήμη του αθάνατου και πολύ δυνατού άντρα, το μόνο τρωτό του σημείο ήταν ή φτέρνα του. Από την φτέρνα τον έπιανε η μάνα του και τον βουτούσε στα κρύα νερά του ποταμιού που ήταν δίπλα στο σπίτι τους. Να  λοιπόν πως έγινε δυνατός αυτός ο άντρας και πως δημιουργήθηκε ο μύθος γύρω από το όνομα του.
Ο Αχιλλέας από πολύ μικρός ανακάλυψε τις χάρες που μπορεί να του προσφέρει το σώμα του. Είναι δέκα χρόνων και εδώ και μερικές μέρες έχει ανακαλύψει την μαλάκια. Μια ωραία μέρα που έξω είχε ήλιο ο Αχιλάκος είναι στο κρεβάτι του και  βαράει μαλακία, ξαφνικά μπαίνει η μάνα του μέσα και τον πιάνει στα πράσα, ατάραχη η μάνα του  λέει ειρωνικά
-Παίξτην, παιξτην Αχιλάκο, α την  κάνς σαν κλαρίνο
Ο μικρός Αχιλλέας  ταράχτηκε και μάζεψε το παντελόνι του και βγήκε έξω.  Το μεσημέρι ο Αχιλάκος ξαναμπήκε στο δωμάτιό του με μοναδικό σκοπό να την παίξει,  μεγάλος μαλάκας, η μάνα του τον ξανάπιασε και του έριξε μια σφαλιάρα, του είπε να κόψει αυτή την βλαβερή συνήθεια γιατί θα τυφλωθεί. Δεν καταλάβαινε τίποτα ο μικρός, μετά από μερικές  ώρες πάλι τα ίδια, αυτή την φορά η μάνα του έριξε τρελό ξύλο, και του είπε τη επόμενη φορά θα πάρει πιο δραστικά μέτρα.
Η μανά του Αχιλλέα ήταν  μια γυναίκα δυνατή και πάνχοντρη, ήταν μια σκληρή γυναίκα με  σκληρό μουστάκι , ήταν η μοναδική γυναίκα λοχίας σε ένα στρατόπεδο στην Λάρισα, την λέγαν Νικολίτσα.  Ο Αχιλλέας δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα του και μεγάλωσε μόνο με την μάνα του που ήταν εκπαιδευτής σε στρατόπεδο.  Απ την μέρα που τον έπιασε να βαράει μαλακια κάθε πρωί και ανά τρείς ώρες η Νικολίτσα έπιανε τον Αχιλλέα από την  φτέρνα και τον κουβαλούσε σαν σακί μέχρι το ποτάμι και τον βουτούσε μέσα στα παγωμένα νερά για να του γίνει το πουλί γαριδάκι   και να μην μπορεί να αυνανιστεί. Αλλά ο Αχιλλέας δεν σταματούσε, με την πρώτη ευκαιρία τραβούσε μαλακιά. Έτσι έφτιαξε πολύ δυνατά μπράτσα, επίσης τα βουτήματα που του έκανε η μάνα του στο ποτάμι τον βοήθησαν να έχει πολύ αντοχή στο κρύο. Όλοι οι στρατιώτες, οι εκπαιδευόμενοι της Νικολιτσας έβλεπαν αυτήν τρομερή γυναίκα να ταλαιπωρεί έτσι το παιδί και πίστεψαν ότι η εκπαιδεύτρια τους ασχολούταν τόσο πολύ με τον γιο της για να τον κάνει αθάνατο, και τα κατάφερε, μετά από χρόνια ο Αχιλλέας με τα δυνατά του μπράτσα και το σκληρό από το κρύο κορμί του ήταν ανίκητος σε κάθε μάχη. Το μόνο του πρόβλημα ήταν ότι είχε μόνιμα δεμένη την φτέρνα του και στις γάζες φαινόταν αίματα. Πόλοι υπέθεσαν ότι αυτό είναι το αδύνατο του σημείο γιατί από εκεί τον έπιανε η μάνα του και τον βουτούσε στο ποτάμι, πίστευαν ότι ήταν το μόνο σημείο που είχε μείνει απ έξω από την ειδική εκπαίδευση της Νικολίτσας. Η αλήθεια είναι όμως ότι το αδύνατό σημείο του Αχιλλέα ήταν η μαλακία του, ακόμα και τώρα κοτζαμ μαντράχαλος δεν την έχει κόψει, και κάθε φορά που τελειώνει έχει ένα τικ να χτυπάει επαναλαμβανόμενα την αριστερή του φτέρνα κάτω, έτσι η φτέρνα του είναι μονίμως τραυματισμένη.  Αυτό του το παθός θα είναι και η καταστροφή του στο πόλεμο τις Τροίας.

Τώρα ο Αχιλλέας βρίσκεται στην Τροία, περπατάει κατά μήκος ης ακτής και προκαλεί δέος σ όλους τους στρατιώτες. Πηγαίνει στην σκηνή του, εκεί τον περιμένει μια έκπληξη. Μόλις μπαίνει στην σκηνή μια κοπέλα με σκισμένα ρούχα, χτυπημένο πρόσωπο, μια  δεκαεφτάχρονη , αληθινή καλλονή τον περιμένει στην σκηνή του. Μόλις την βλέπει σαστίζει, βγαίνει πάλι έξω, φωνάζει τον ξάδερφό του τον Πάτροκλο
-Ποια είναι αυτή μες την σκηνή μου ρε; Του λέει
-Αυτή είναι η Χρυσηίδα, είναι ξαδέρφη του Πάρη , την πιάσαμε σε ένα ναό και την φέραμε λάφυρο για σένα να την κάνεις ότι θέλεις.
-Α, καλά κάνατε, άντε δίνε του τώρα….
Ο Αχιλλέας επέστρεφε στην σκηνή του, είχε σκοπό να κάνει αυτό που ήξερε καλύτερα, αυτό που τον έκανε τόσο δυνατό αλλά με την παρουσία της κοπέλας άλλαξαν τα πλάνα του, θα έκανε κάτι ακόμα καλύτερο.  Δεν θα το έπαιζε καλός, θα έπαιρνε αυτό που ήθελε από το μικρό πουτανάκι που είχε στην σκηνή του. Κατευθείαν μίλησε στην κοπέλα
-Λέγε, με το καλό ή με το άγριο;
Η κοπέλα μαζεύτηκε πίσω, προς την γωνιά μάζεψε τα γόνατα στο στήθος της και δεν απάντησε, ο Αχιλλέας ξαναμίλησε
-Δεν μ αρέσουν τα μυξιάρικα,  θα κάνεις αυτό που θα σου πω αλλιώς θα σε ρίξω στους στρατιώτες να σε κάνουν ότι θέλουν!
Η κοπέλα τρόμαξε ακόμα περισσότερο και κούνησε καταφατικά το κεφάλι της, ο Αχιλλέας την  πλησίαζε και έβγαζε τα ρούχα του μέχρι που έμεινε τελείως γυμνός, έφτασε στην κοπέλα και την έπιασε από τα μαλλιά,  η κοπέλα με το χεράκι της χάιδεψε τα αρχίδια του Αχιλλέα και πήγε να του πάρει πίπα, αυτός την έσπρωξε και έκατσε δίπλα της, η κοπέλα σάστισε, και ρώτησε τον Αχιλλέα
-Μα, τι θες να σου κάνω;
-Να μου τραβήξεις μια μαλάκια! Είπε ο Αχιλλέας και ξάπλωσε τελείως δίπλα στην κοπέλα
Η κοπέλα άρχισε την χειρονακτική της εργασία και ο Αχιλλέας έβγαζε λυγμούς πόθου. Ξαφνικά λίγο πριν τελειώσει μπαίνει μέσα στην σκηνή ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος, ο Αχιλλέας πετάγεται όρθιος αλλά μαζί με τον Μάκη μπήκαν και μερικοί ζωγράφοι, κατευθείαν οι ζωγράφοι έκαναν τα προσχέδια στο οποία ο Αχιλλέας ερωτοτροπούσε με την ανήλικη, ο Μάκης έκανε προς τα πίσω και τρείς μπράβοι βγήκαν μπροστά του και έπεσαν πάνω στον Αχιλλέα,  ο Αχιλλέας σταμάτησε μπροστά στους μπράβους, ο Μάκης από πίσω του μίλησε
-Ντροπή σου αλήτη. Δεν ντρέπεσαι να εκμεταλλεύεσαι σεξουαλικά το κοριτσάκι;
-Τι σε νοιάζει εσένα και ποιος είσαι;
-Είμαι ο τιμωρός των έκφυλων ,  ο δίκαιος των δικαίων, ο υπερασπιστής των αδυνάτων, ο παντογνώστης, ο αλάθητος, ο
-Ρε; Ο Λαζόπουλος είσαι;
-Ο Τριανταφυλλόπουλος, και αυτό που έκανες θα το μάθει όλη η Ελλάδα
-Στα αρχίδια μου και αν το μάθει όλο το σύμπαν!
-Θα έπρεπε να ντρέπεσαι αλήτη.
Ο Αχιλλέας έμεινε να κοιτάει αυτό το ταπεινό ανθρωπάκι που μιλούσε χωρίς καμία έντασή στη φωνή του και τον κοιτούσε εντελώς ατάραχος, σκεφτόταν τι να πει αλλά δεν το έβρισκε καν άξιο λόγου να απαντήσει, το έβρισκε όμως πολύ δίκαιο να τον τιμωρήσει που εισέβαλε έτσι στη σκηνή του. Με μια γρήγορη κίνηση έσφαξε του τρεις σωματοφύλακες και πέταξε το Μάκη κάτω, ο Αχιλλέας είναι από πάνω του και έχει κολλήσει το σπαθί του στο λαιμό του Μάκη.
-Πριν σε σφάξω, πες μου πως μπήκες!
-Έχω άκρες παντού, μη με σφάξεις, μπορώ σου δώσω ό,τι θες
-Τι να θέλω από σένα ρε γλίτσα;
-Μπορώ ας πούμε σε βάλω μέσα στην Τροία και να τελειώσει εδώ ο πόλεμος με εσάς νικητές
-Και πως θα γίνει αυτό;
-Λοιπόν άκου τι έχω να σου προτείνω….


Μέσα στην Τροία ο Πάρις είναι ξαπλωμένος με την Ελένη στο κρεβάτι.
-Μήπως να φύγω, να γλιτώσει την σφαγή  η πόλη; Ρώτησε η Ελένη
-Αυτό μην το ξαναπείς, θα μείνουμε εδώ, δεν θα μπούνε ποτέ μέσα μην  φοβάσαι, έχουμε τα πιο ισχυρά τείχη σε όλο τον κόσμο, εκτός και αν δεν μ αγαπάς πια….
-Απαπα Παρι, μην το ξαναπείς αυτό! Σε λατρεύω, ουπς
-Τι ουπς;
-Ακούστηκε σαν να είπα παπάρι, είπε η Ελένη και γέλασε μόνη της, ο Πάρις είχε σκυμμένο το κεφάλι
-Τι έγινε; Τι έπαθες; Τον ρώτησε η Ελένη
-Αυτό το όνομα μου… πάντα θα με καταδιώκει
-Τι εννοείς; Πολύ ωραίο όνομα είναι το Πάρις
-Να αλλά όλοι κάνουν το αστείο με το παπάρι, που είναι χειρότερο από το προηγούμενο
-Ποιο προηγούμενο;
-Το βαφτιστικό μου
-Τι εννοείς; Δεν σε βάφτισαν Πάρι;
-Το Πάρις είναι υποκοριστικό
-Ποιο είναι το κανονικό;
-Δεν μπορώ να σου πω θα γελάσεις
-Έλα δεν θα γελάσω… πες μου από πού βγήκε το Πάρις;
-Εντάξει θα σου πω, αλλά μην γελάσεις
-Δεν θα γελάσω, αλήθεια…
-Το κανονικό μου όνομα είναι Παριζάκι
-Τι!!!!!!!!!
-Παριζάκι
Η Ελένη προσπάθησε να κρατήσει τα γέλια της αλλά δεν μπόρεσε, ο Πάρις στράβωνε τα χείλη του και περίμενε την Ελένη να σταματήσει. Μόλις σταμάτησε η Ελένη του χάιδεψε τα μαλλιά  και του είπε
-Παριζάκι σε λένε καλέ μου; Μα γιατί;
-Δεν ξέρω και δεν με νοιάζει, αρκετά είχα ασχοληθεί με αυτό το θέμα.
-Έλα εδώ να σε κάνω να το ξεχάσεις τελείως !είπε η Ελένη και καβάλησε τον Παριζάκι

Η Ζήνα, αυτή που είχε κατατροπώσει τον Απόστολο Γκλέτσο ήταν η νέα ηρωίδα της πόλης, περιφέρεται με υπεροψία στους δρόμους  και οι κάτοικοι την χαιρετάνε χαρούμενοι, μόλις περνάει όλοι θαυμάζουν τον κώλο της. Η Ζήνα απολαμβάνει αυτήν της τη αναγνωσιμότητα και δεν την νοιάζει τίποτα πια.   Όπως περπατάει στους δρόμους η Ζήνα ένας άγνωστος  χοντρός άντρας ε μουστάκι  την πλησιάζει, της μιλάει αλλά αυτήν δεν του δίνει σημασία. Ο άγνωστος άντρας την ακολουθεί και όταν φτάνουν σε ένα στενό την τραβάει από το μπράτσο σε ένα από το μπράτσο και την κολλάει στο τοίχο σε ένα απόμερο σημείο. Η Ζήνα προσπαθεί να ξεφύγει αλλά ο χοντρός της πιάνει τα χέρια και τα κολλάει στο στήθος της. Την έχει ακινητοποιήσει. «Ποιος είσαι; Τι θες;» ρωτάει με ένταση η Ζήνα.  Ο χοντρός δεν απαντάει, βγάζει ένα χαρτί από το χιτώνιό του και της το δίνει.  Την ρίχνει κάτω και φεύγει.  Η Ζήνα σηκώνεται φτιάχνει τα βυζιά της και ξεδιπλώνει το χαρτί. Βλέπει ότι το χαρτί είχε ζωγραφισμένο ένα κρίνο και από κάτω έγραφε «ξέρω τι έκανες πέρυσι το καλοκαίρι». Η Ζήνα  ταράχτηκε. Δίπλωσε το χαρτί και το έβαλε μέσα στο ντεκολτέ της.  Ξαναβγήκε στο δρόμο, τώρα δεν περπατούσε τόσο ανέμελη όπως και πριν.

Ο Αγαμέμνων  έχει βαρεθεί την αναμονή και την απραξία, του ήρθε μια απίστευτη ιδέα, έστειλε ένα βοηθό του να φωνάξει τον Οδυσσέα.  Την ίδια στιγμή πήγαινε στη σκηνή του ο Αχιλλέας, είχε και αυτός ένα σχέδιο να μπούνε στην Τροία. Ο Αχιλλέας μπαίνει στην σκηνή και πάει κατευθείαν στον βασιλιά
-Μάστορα, έχω ένα σχέδιο να μπούμε στην πόλη
-Άργησες Αχιλλάκο, έχω και εγώ ένα δικό μου, το έχω βάλει ήδη μπροστά. Του λέει ο Βασιλιάς
-Δεν θες να ακούσεις τι έχω να σου προτείνω;
-Όχι δεν με νοιάζει,  έχω καλέσει ήδη τον Οδυσσέα να εκτελέσει την αποστολή
-Τι σχέδιο έχεις;
-Σκέφτηκα να φτιάξουμε τεράστια άλογα από ξύλο και να τα δούνε οι Τρώες να τρομάξουνε και να αφήσουν την πόλη!
-Μα αυτό είναι πολύ ηλίθιο!
-Πρόσεχε πως μιλάς σκουλήκι! Είμαι ο βασιλιάς σου μην το ξεχνάς!
-Μα βασιλιά μου, αυτό που λες δεν γίνεται. Δεν είναι η πρώτη φόρα που ο άνθρωπος πάει να κάνει κάτι μεγάλο και τα θαλασσώνει, δεν θυμάσε τι έγινε με τον Νώε;
-Τι εννοείς μίλα ξεκάθαρα
-Μα καλά δεν ξέρεις ιστορία καθόλου; Πριν από πολλά χρόνια ο Θεός ζήτησε από τον Νώε να του φτιάξει ένα μεγάλο πλοίο για να κάνει βόλτες στους ωκεανούς, ο Νώε δέχτηκε πήρε τα λεφτά και έφτιαξε το πλοίο, μόλις το είδε ο Θεός απογοητεύτηκε και τα πήρε στο κρανίο και τιμώρησε τους ανθρώπους με ένα κατακλυσμό που όμοιο του δεν ξαναείδε ποτέ ο κόσμος.  Το ίδιο θα γίνει και τώρα, θα χαλάσεις τόση ξυλεία και τα άλογα σου θα βγούνε μια μαλακία και μίση, θα μας κοροϊδεύουν!
-Τι σχέση έχει το πλοίο με τα άλογα που θέλω να φτιάξω εγώ; Εντελώς ασύνδετα μεταξύ τους
-Η ματαιοδοξία όμως υπάρχει και στα δύο, όταν πας να κάνεις κάτι που δεν σε παίρνει θα τιμωρηθείς σίγουρα.
-Λοιπόν για να μην τα πολυλογούμε θα γίνει ότι λέω, φύγε τώρα σε βαρέθηκα.
-Και θα κόψεις τόσα δέντρα; Δεν έχεις καθόλου οικολογική συνείδηση;
-Δεν θα κόψω δέντρα, θα πάρω ξυλεία από τα πλοία,  ρώτησα για τα δέντρα αλλά δεν με άφησε η δασονομεία
-Τι! Θα χαλάσεις τα πλοία για την μαλακία που σου ήρθε στο μυαλό; Μα είναι δυνατόν να είσαι τόσο χαζός;
-Φύγε και να μην σε ξαναδώ στα μάτια μου! Είπε θυμωμένος ο βασιλιάς

Ο Αχιλλέας έφυγε από την σκηνή αποφασισμένος να βάλει μπροστά το δικό σχέδιο να μπουν στην πόλη.

Η Ζήνα έχει μεταμφιεστεί σε ζητιάνα και ετοιμάζεται να βγει από την Τροία και να πάει στο στρατόπεδο των Ελλήνων

Ο Βασιλιάς εξηγεί τον Οδυσσέα  τι θέλει να κάνει

Οι Τρώες ετοιμάζονται για το μεγάλο πανηγύρι  την ημέρα της Αγίας Τριάδας, πολιούχου της Τροίας.
Η Νικολίτσα τρώει γύρο


Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2011

Λευκός Πλανήτης

Βλέπω ένα σύννεφο
Μόνο του στο ουρανό
Σαν  γονατισμένο μοιάζει
Κινείται αργά
Απ  το σύννεφο πέφτουν άνθρωποι
Βρέχει ανθρώπους
Κατεβαίνουν αργά προς την γη
Στροβιλίζονται όμορφα στον αέρα
Προσγειώνονται ομαλά στο έδαφός
Περπατάνε
Φοράνε άσπρα ρούχα
Είναι όλοι τους όμορφοι
Άντρες και γυναίκες
Και άλλοι άνθρωποι πέφτουν από το σύννεφο
Και περπατάνε
Σε λίγο όλη γη από ψηλά φαίνεται ‘άσπρη
Οι άνθρωποι κάνουν ομάδες
Από ψηλά μοιάζουν με σύννεφα
Σύννεφα κάτω στην γη
Μπαίνω σε μια ομάδα τυχαία
Φοράμε όλοι άσπρα
Είμαστε ωραίοι
Οι ομάδες αρχίζουν να ανταλλάσουν λόγια μεταξύ τους
Άσχημα λόγια
Μερικοί αρχίζουν να μαλώνουν
Γεμίζουν τα ρούχα σκόνη
Από ψηλά τα σύννεφα φαίνονται γκρίζα
Λες και θα βρέξει σε λίγο



Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2011

Τυχαίο....


Δεν θυμάμαι τίποτα πια
Κλείνω τα μάτια
Βλέπω πλάτες γυρισμένες
Σαν τοίχοι είναι σκληρές
Μήτε παράθυρα μήτε πόρτες
Μόνο τοίχοι
Φωνάζεις και δεν σε ακούνε
Πέφτεις και δεν σε βλέπουν
Μόνο τοίχοι
Και τι να πω
Ότι είχα να πω το είπα
Τελείωσαν τα ψέματα
Άλλαξαν και οι καιροί
Δεν κάνει να μιλάς πλέον
Δεν κάνει να ακούς
Μόνο να παρατηρείς
Μόνο αυτό
Μόνο τοίχοι μπροστά
Και το παρελθόν σου σε ακολουθεί
Το εκτελεστικό σου απόσπασμα
Τα όπλα γυαλίζουν
Δεν τους χρειάζεσαι
Πάρε ένα όπλο μόνος σου
Και μην πεις ούτε κουβέντα
Ούτε πως ούτε γιατί
Θέλει πολύ δύναμη να μην πεις τίποτα
Θέλει ελαχίστη δύναμή να τραβήξεις την σκανδάλη
Ένα γραμμάριο πίεσης
Και δυο χιλιοστά διαδρομής
Αρκούν
Μπορείς;
Δεν μπορείς.....
Σκέψου μια μικρή φωτιά
πόσο μεγάλο δάσος μπορεί να κάψει
Το ίδιο και μια σφαίρα
Το ίδιο και μια λέξη
Μόνο που οι λέξεις   μπορούν  να  κάνουν είτε καλό είτε κακό
Διάλεξε τις λέξεις και πες  τες
Τουλάχιστον αυτό μπορείς να το κάνεις









Στα τέσσερα

Η μέρα ήταν Σάββατο , τα στήθη της μικρά και αυτή επίσης.  Τη λέγανε Αθηνά, τίποτα άλλο μη ρωτήσεις.  Δυο βδομάδες  μετά από αυτό το Σάββα...