Τρίτη 30 Μαρτίου 2010

Τα κουρασμένα χέρια

Και κάθε λίγο λίγο και λιγάκι κι άλλο χαρτομάντιλο, είχε μόνιμα το χαρτί κουζίνας δίπλα στο κρεβάτι του, πότε με τα δύο τα χέρια πότε με το ένα, την πίεζε και την πίεζε για να αδειάσει αυτό το παχύρρευστο υγρό και να νιώσει ανακούφιση, να ανασάνει λίγο κανονικά ρε αδερφέ... κούραση, πολύ κούραση ρε γαμώτο... και αυτές οι σκέψεις....Κάποια στιγμή σηκώθηκε, να πάει να πλύνει τα χέρια του. Και όπως πάτησε κάτω κόλλησε ένα χαρτομάντιλο χρησιμοποιημένο και όπως πήγαινε στην τουαλέτα κουβαλούσε και το χαρτομάντιλο κολλημένο στην φτέρνα σαν άλλος Αχιλλέας που πληγώθηκε στη φτέρνα και έβαλε επιδέσμους. Και συνέχιζε να τρέχει η μύτη του, και άλλα χαρτομάντιλα... κολοσυνάχι!

Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010

Με τα μπρατσάκια της γιαγιάς

Στην πισίνα, γίνεται φωτογράφιση για τον νέο δίσκο της Wild Grany, έτσι ονομάστηκε το καινούριο συγκρότημα που βγήκε απο το διαγωνισμό ταλέντων που διοργάνωσε και παρουσίασε ο Γιώργος Αυτίας το Next Greek Old Idol. Σ αυτή την πισίνα λοιπόν ήταν η γρια με σκουφάκι και μπρατσάκια και την φωτογράφιζαν σε διάφορες πόζες, δεν παραβλέπουμε και ολόσωμο μαγιο, μπλε με κίτρινες βούλες. Μόλις βγήκε η γρια την περίμενα νεαροί καλογυμνασμένοι άντρες και την τύλιξαν σε ένα μπουρνούζι και φόρεσε σαγιονάρα με κορδόνι ανάμεσα στα δάχτυλα, η φίλη μου η Εύα (μη γελάς) παρατήρησε ότι της γριάς της έλειπε το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού και έτσι είχαν κάνει πατέντα και δέσαν τη σαγιονάρα στο πόδι της γριάς. Έτσι όπως περπατούσε η γριά πλάι στην πισίνα με το μπουρνούζι και το μπαστούνι με την ασημένια νεκροκεφαλή στη λαβή, πετάχτηκε μια άλλη γριά μπροστά της και φώναξε
-Ουστ κολόγρια! Εγώ έπρεπε να γίνω η γριά στάρ!
-Να πας να χεστείς, παλιοραμολημέντο κέρδισα με την αξία μου!
-Ναι ας μήν πήγαινες στο κρεβάτι με τον Αυτιά, θα σου λεγα εγώ αν θα κέρδιζες!
-Εγω μαρί; Εγώ δεν έχω περάσει ούτε τα 90, δεν έχω ανάγκη το κρεβάτι να κερδίσω, παλιοχούφταλο!
-Εμένα είπες χούφταλο; που έτσι και περάσω έξω από ΚΑΠΗ, να τα παλικάρια, παλιοχοντρή!
-Ποιαν είπες χοντρή! τώρα θα σου δείξω εγώ!
Και άρχισαν να πλησιάζουν η μια την άλλη απελπιστικά αργα, και πλησίαζαν και πλησίαζαν, ωσπου μετά από πολύ ώρα φτάσαν η μια απέναντι από την άλλη, σηκώνει η γριά σταρ το μπαστούνι να χτυπήσει την αντίζηλο, αλλά η αντίζηλος κάνει μια κίνηση αλα Matrix και αποφεύγει το μπαστούνι που την περνάει ξυστά μπροστά από το πρόσωπο, αλλά δεν μπόρεσε να κρατήσει την ισορροπία και έπεσε προς τα πίσω και πέφτοντας τραβάει και την γριά σταρ. Όλοι εμείς που βλέπαμε το σκηνικό και γελούσαμε καταλάβαμε ότι η κατάσταση ξέφευγε από τον έλεγχο και έτσι αποφάσισα πρώτος να πάω να τις χωρίσω. Όπως έτρεχα πάτησα πάνω στα νερά που είχε αφήσει πίσω της η γρια σταρ και γλίστρησα και έπεσα στην πισίνα. Είναι γνωστό τοις πάσι ότι δεν ξέρω μπάνιο, αλλά εκεινή την μέρα γελοιοποιήθηκα περισσότερο από ποτέ άλλοτε, είχα πεσει μέσα και όπως είχα καταπιει νερό δεν μπορούσα και να φωνάξω βοήθεια μόνο κάθε λιγα δευτερόλεπτα έβγαινα ακολουθώντας τις μπουρμπυλήθρες μου και έπαιρνα ανάσα και πάλι απ την αρχή. Η Εύα μη θέλοντας να βρέξει τα ρούχα της, πήρε τα μπρατσιάκια της γριάς σταρ και μου τα πέταξε στην πισίνα. Πιάστηκα λοιπόν από αυτά και η Εύα κλασικά τραβούσε βιντεάκι με το κινητό και γελούσε.. Μετά απο πολύ προσπάθεια βγήκα από την πισίνα και έμοιαζα σαν βρεγμένη γάτα. Ή μάλλον σαν γελοιωδώς βρεγμένη γάτα. Και το τελευταίο που μου ένοιαζε ήταν ποια ήταν η κατάληξη του καυγά...
Μετά από δυο μήνες στο σπίτι της Εύας βλέπαμε το βίντεοκλίπ της Wild Grany, και με το που τελείωσε το κλιπ άρχισαν οι διαφημίσεις. Πρώτη έπαιξε η καινούρια διαφήμιση του 11880. Ο γνωστός ηθοποιός σε ρόλο Νίκου Ξανθόπουλου φορώντας άσπρο τιραντέ φανελάκι, καθόταν σε μια κίτρινη λεκάνη, χέστρα δηλαδή, (το κίτρινο είναι σήμα κατατεθέν της συγκεκριμένης καμπάνιας)και σφιγγόταν, ωσπου ξαφνικά μπαίνει ο Λέλος στην τουαλέτα και του λέει: <<Σου φεγα ενα γολό χαγτι υγείας πολυτελείας>> και απαντα ο Ξανθόπουλος πάντα καθισμένος στην κίτρινη λεκάνη: <<Έτσι είναι...11880 οι φίλοι στην ανάγκη φαίνονται>> Και κοιτάω την Εύα, κοιτάει και αυτή και αμέσως μου ήρθε στο μυαλό το σκηνικό που μ έσωσε στην πισίνα.... Άσχετα αν έχει ανεβάσει το βιντέακι στο youtube και μ έχει κάνει ρεζίλι σ' όλο τον κόσμο.

Κυριακή 28 Μαρτίου 2010

Μέσα στο Lada

Στην παραλιακή του Βόλου ένας παππούς σπρώχνει αυτοκίνητό του, ένα παλιό Lada κόκκινο, και η γριά μέσα περιμένει να πάρει φόρα για να το βάλει μπρος, -Πιο γρήγορα! φώναζε η γριά, -Δεν μπορώ πιο γρήγορα μαρί! απαντούσε ο παππούς. Εμείς που πίναμε καφέ τους βλέπουμε να περνάνε και λέω στην Μαρία, -Πάμε να βοηθήσουμε; -Μέσα! μου λέει. Αφήνουμε ένα δεκάευρο και σηκωνόμαστε και πάμε τρέχοντας προς το αυτοκίνητο και χωρίς να πούμε τίποτα τον παππού βάζουμε τα χέρια μας πάνω στο πορτμπαγκάζ και σπρώχνουμε. Το αυτοκίνητο κινήθηκε απότομα μπροστά τόσο ωστε ο παππούς που έσπρωχνε σκυμμένος δεν μπόρεσε να ακολουθήσει την καινούρια ξαφνική ταχύτητα που απέκτησε το αμάξι και αφού έκανε τρια βήματα τρεκλίζοντας σωριάστηκε στο έδαφος. -Αλήτες, τσογλάνια! φώναζε -Γιαγιά άσε το συμπλέκτη! φώναξε η Μαρία, και τον άφησε, και μετά από δύο σκασίματα του κινητήρα η εξάτμιση πέταξε σύννεφα μαύρου καπνού και ο τραχύς θόρυβος επιβεβαίωσε ότι το Lada είχε πάρει μπροστά. -Μπράβο γιαγιά! φώναξε η Μαρία. Γυρίσαμε και πήγαμε στον παππού, - Σόρρυ ρε παππού να βοηθήσουμε θέλαμε. -Τι να βοηθήσετε ρε; Σακατεύκα δεν βλέπς; -Έλα ρε παππούλη σόρρυ, έλα να σε πάμε στο νοσοκομείο. Τον σηκώσαμε και τον βάλαμε μέσα στο Lada, εμείς καθίσαμε στο πίσω κάθισμα. Η γιαγιά οδηγούσε, ο παππούς σκούπιζε τα αίματα απο το πρόσωπο του και εμείς περιεργαζόμασταν το αμάξι. Κλασικά ο σταυρός κρεμασμένος στο καθρεφτάκι, κρόσια στο πάνω μέρος του παρμπρίζ, το παλιό το ραδιοκασετόφωνο με τις δύο ροδέλες μιά για σταθμούς και μια για ένταση και η βελόνα στη μέση να δείχνει τη συχνότητα. Την μεγαλύτερη εντύπωση την προκαλούσε το άρωμα, αυτό στυφό άρωμα που έχουν όλα τα παλιοκαιρισμένα πράγματα και δεν είναι καθόλου δυσάρεστο.
-Παντρεμένοι είστε; ρώτάει η γιαγιά για να σπάσει την σιωπή.
-Όχι, της απαντώ ενώ της Μαρίας της ξεφεύγει ένα γελάκι απο την μύτη.
-Τι είστε συγγενείς; ξαναρωτάει η γρια
-Όχι, απαντώ και ρίχνω μια αγκωνιά στην Μαρία δίπλα μου για σταματήσει πριν μας πιάσει και τους δύο το σπαστικό γέλιο
-Γκόμενα την έχει. πετάγεται ο παππούς
-Σκάσε συ! λέει η γριά
-Κοπέλα του είμαι, λέει απότομα η Μαρία για να μην ξεκινήσει ο παππουδοκαυγάς
-Τουλάχιστον έχεις σκοπό να την παντρευτείς, ή θα την πιλατεύεις και θα την απαρατήεις; λέει γριά με το βλοσυρό βλέμμα που ρίχνε από το καθρευτάκι
-Δεν ξέρω θεία, είμαστε μικροί ακόμα, θα δούμε. της απαντώ
-Ναι, όλο θα δούμε, σας ξέρω εσάς τους νεολαίους, απ την μια στην άλλη
Ο παππούς γελούσε χωρίς να ακούγεται, και σήκωσε τον αντίχειρα του για να δείξει ότι συμφωνεί με αυτό για το οποίο μας κατηγορούσε η γριά
-Σκάσε εσύ! φώναξε πάλι η γριά και του χτύπησε το χέρι, αλλά ο παππούς δεν φάνηκε να στεναχωρήθηκε.
Σιωπή μες το αμάξι, αλλά δεν ήταν βαρύ το κλίμα, μόνο η γριά είχε κάποια δυσφορία. Η Μαρία ακούμπησε με το δάχτυλό της κρυφά το δεξί μπράτσο του παππού για να του δείξει ότι τον συμμερίζεται και έβαλε τα γόνατά της πάνω στην πλάτη του καθίσματος και βολεύτηκε στη θέση της και απολάμβανε τον δροσερό αέρα που της ερχόταν στο πρόσωπο και της ανακάτευε τα μαλλιά. Εγώ, παρόλο που την ξέρω πολλά χρόνια, κοιτούσα αρκετά συχνά τα μπούτια της Μαρίας, με προσοχή όμως μη με καταλάβει, αν και νομίζω οτι με είχε καταλάβει, γιατί χαμογελούσε σαν να καταλάβαινε μια συνωμοσία που δεν ήθελε να διακόψει. Και αυτό το χαμόγελο την έκανε ακόμα πιο όμορφη. Είναι μερικές στιγμές που μπορεί κανείς να νιώσει δέος για το πόσο όμορφη μπορεί να είναι μια γυναίκα. Έτσι είναι, όλες οι ωραίες στιγμές είναι τζάμπα, το χαμόγελο της κοπέλας, ο δροσερός αέρας, ο αθώος παππούλης, η πουριτανή στριμμένη γιαγιά ακόμα και το σαράβαλο Lada. Αποτυπώνονται στη μνήμη με ενα τρόπο που ακόμα και την επόμενη μέρα ξέρεις ότι αυτή τη στιγμή θα τη θυμάσαι για πάντα. Και υπήρχε πολύ αγάπη μέσα σ αυτό το παλιολάντα, το επιβεβαίωνε και σιωπή που είχε πέσει, όταν υπάρχει σιωπή χωρίς ενοχές για το ότι δεν μιλάς, αυτό σίγουρα είναι αγάπη. Είναι η σιωπή που σε κάνει να βλέπεις τα πράγματα στην πραγματική τους μορφή, να σκέφτεσαι τι σκέφτεται ο άλλος κι ας πέφτεις εντελώς έξω, να κλείνεις τα μάτια και να τα ανοίγεις και να μην σου λείπει τίποτα, γιαυτό δεν θες να μιλήσεις, γιατι δεν ζητάς τίποτα μόνο αυτό που έχεις τώρα. Και ο παππούς χαίρεται με τους νέους, και η γιαγιά αν και μας μάλωσε χαίρεται και αυτήν, κι εμείς χαρήκαμε με τους παππούδες, που θα μας έδιναν τροφή για γέλιο για πολύ καιρό, η άνεση και τα μπούτια της Μαρίας πάντα εκεί στο παλιό κάθισμα, στο σαράβαλο, επιστέγασμα και κορωνίδα της όμορφης στιγμής. Και κάθε φόρα που βλέπω Lada, αυτή η εικόνα μου ρχετε στο μυαλό, αλλά όλο και λιγότερα τέτοια αυτοκίνητα κυκλοφορούν πλέον στους δρόμους, κι αυτό τους κάνει έρημους και ενοχλητικούς. Κι όταν λέω όλο και λιγότερα, δεν εννοώ μόνο Lada....

Παρασκευή 26 Μαρτίου 2010

Το πουλί του.

Κοιτούσε το πουλί μέσα στο κλουβί, πανέμορφο, αλλά του έφερνε λύπη το ότι δεν ήταν ελεύθερο. Θυμήθηκε το προηγούμενο καναρίνι που είχε και μια μέρα που καθάριζε το κλουβί με την ηλεκτρική σκούπα, εκεί που πετούσε τρομαγμένο το πουλί δεξιά αριστερά ξαφνικά χλούπ! εξαφανίστηκε το πουλί, το ρούφηξε η ηλεκτρική σκούπα. Και καθώς κοιτούσε το πουλί μες το κλουβί άκουσε για πολλοστή φορά το γείτονά του να φωνάζει στο γιο του "Ρε Μιχάλη, μην χτυπάς την αδερφή σου στο κεφάλι με το κλουβί του πουλιού! Τρομάζεις το πουλί!Κρίμα το καημένο." Σκέφτηκε να ελευθερώσει το πουλί. Πήγε λοιπόν να το αφήσει μέσα στην εκκλησία για να μάθει πρώτα να πετάει καλύτερα και μετά να βγει στη φύση (φύση..λέμε τώρα... σε πόλη ζούσαν) και να είναι πιο έτοιμο στους ενδεχόμενους κινδύνους. Έτσι και έγινε, πήγε στην εκκλησία και το άφησε, αλλά διαπίστωσε ότι το πουλί ήξερε να πετάει και πολύ καλά μάλιστα. Με το που το άφησε πέταξε αμέσως ψηλά, χαρούμενο προσπαθώντας να βρει έξοδο, όπως έκανε σ όλη του τη ζωή άλλωστε, και όσο πιο ψηλά πήγαινε τόσο στένευε ο ναός που κατέληγε σε τρούλο. Έκανε το γύρω του τρούλου και έμοιαζε σαν να κοιτάς το ψαράκι στη γυάλα ανάποδα. Ο τύπος όμως (ο κομπάρσος της ιστορίας μας) έπρεπε να φύγει και έπρεπε να κλείσει και την πόρτα, που μέχρι στιγμής ήταν η μόνη έξοδος για το πούλι, το οποίο απολάμβανε την νεοαποκτηθείσα ελευθερία του πετώντας ψηλά και ούτε που κοιτούσε κάτω. Και έφυγε, η πόρτα όμως δεν ήταν η μόνη έξοδος, στο ιερό μέσα υπήρχε και μια ανοιχτή πόρτα που οδηγούσε στο υπόγειο στο οποίο υπήρχαν παράθυρα στο ύψος του εδάφους μονίμως ανοιχτά. Τώρα το πουλί σε ένα χώρο φαινομενικά χωρίς πόρτες και παράθυρα έπρεπε να πέσει στο έδαφος και πιο κάτω απ αυτό, να πέσει χαμηλά να ηρεμήσει να ψάξει από που μπαίνει φρέσκος αέρας και να μη φοβηθεί το σκοτάδι για να απελευθερωθεί, αλλιώς θα έπρεπε να αποδεχτεί τη ζωή του απλώς σ'ένα μεγαλύτερο κλουβί.

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010

Κομμάτια το χτες

Κομμάτια το όνειρο, σκορπισμένα γυαλιά στο πάτωμα, σπασμένη ομορφιά που είναι τα αστέρια, και ξαναζούσε τη ζωή του μέσα από την εξέλιξη του αρουραίου, του πιθήκου και μιας καρπονυχτεριδας στο δάσος των πύργων της απώλειας και της ρωμαϊκής τελειότητας στο στραβοχυμένο μελάνι που περίσσεψε από το γράμμα στο χαρτομάντιλο που σαν πούπουλο πετούσε πάνω απο την Ακρόπολη, πάνω από την Κρήτη και κάτω από το κρεβάτι που ζούσε ένα μικρο μικρο τρελό μολύβι που τόσες και τόσες λέξεις ήταν έτοιμο να γράψει αλλά έμενε πάντα ακίνητο στο χέρι, ναι ρε μαλάκα αυτό που είναι απέναντι από την σελίδα είναι άνθρωπος που σέρνει σκύλο, που κλέβει αβγά στο χωριό, που πάει κρυφά το βράδυ στο ψυγείο και τρώει την καρδία από το καρπούζι που φύτρωσε την σελήνη δίπλα από την Αφροδίτη την εποχή του χαλκού στα στενά του Ελλησπόντου και στο πάτο του Βοσπόρου του χαλασμένου σπόρου και του νεκρού ονείρου του νεκρού που πιο ζωντανό δεν γίνεται να σ ακούσω να το λες και τι στον κόσμο που ζούμε δεν γίνονται θαύματα παρά μόνο παρακάλια και ένα μάτσο χάλια σπάνια το σπάνιο δεν είναι τυχαίο και απροσδόκητο και ομορφότερο από το πρόγραμμα και χαμένο γραμμα με τρεις χιλιάδες διακόσιες τριάντα πέντε λέξεις ναι τις μέτρησα και ξανά για επιβεβαίωση στην επιβίωση στάθηκες την πήρες και την έχεις στο συρτάρι κλεισμένη μαζί με τις τρύπιες κάλτσες που δεν φοράω παρα μόνο στον πόλεμο βατράχια με πάπιες και σαματάς σαρδόνιο το γέλιο που πούστη μου δεν καταλαβαίνεις στο ρέμα της πίτας του παππού που μοιάζει με τον Αι Βασίλη και όλο εξαιρέσεις παρενθέσεις υποθέσεις διαθέσεις μην πονέσεις, κι αν χωρέσεις, κι αν σ αρέσω, κι αν το το ρολόι που χτυπάει στον τοίχο την πόρτα και γίνεται λάσπη από λιωμένο γλυπτό ένοχο για την ομορφιά του και άστεγο σαν το αίσθημα του στο μέτρο που έφταιγε που έφυγε και που λες, το ξερες , το ξερες και δεν ενσαρκώθηκες σε Κρόνο γαμώ τον χρόνο μου που πέρασε και πέταξε και από ψηλά το Άγιο πνεύμα κι η χημική ένωση ένιωσαν το κρύο του χειμώνα καταμεσής στο στήθος δεν πληγώνεται η καρδιά μόν' τα πνευμόνια πλημμυρίζουν με αίμα και ο αέρας μυρίζει χτες, καμένο χτες, χαμένο χτες

Η μετά θάνατο βροχή

Κάθε που έβρεχε, θύμωνε, ήταν κλεισμένος έξω απο τον κόσμο. Έβλεπε τον κόσμο που τόσο του άρεσε να γίνεται παραμυθένιος και μελαγχολικά όμορφος. Η βροχή ήταν αυτό που του άρεσε περισσότερο, αλλά τώρα σήμερα είναι κλεισμένος απ έξω, όπως τόσα και τόσα χρόνια. Ακόμα δεν μπορεί να πιστέψει ότι δεν μπορεί να κινηθεί ελεύθερα πάνω στη στη γη. Στη γη που γεννήθηκε, έζησε και πέθανε. Για πολλοστή φορά προσπαθεί να περάσει, να περάσει στην άλλη διάσταση. Προσπαθεί να περάσει, αλλά ένα μαγνητικό πεδίο, τον εμποδίζει, τον σταματάει, κάνει πίσω, και ξαναπέφτει πάνω του με περισσότερη φόρα, και πάλι είναι σαν να πέφτει σε τοίχο, αλλά δεν πτοείται, πιο δυνατά αυτή τη φορά, και πάλι και πιο δυνατά, και πιο δυνατά, σαν ένας τρελός μέσα σε κλουβί, στα όρια της παράνοιας, και ξανά πάνω στον αόρατο τοίχο, "όσο κρατάει η βροχή πρέπει να περάσω απέναντι!" σκεφτόταν, και ξανά φόρα και ξανά στον τοίχο, αν ήταν σώμα θα είχε διαλυθεί, αλλά είναι πνεύμα, πανύψηλο, από τη γη ώς τα σύννεφα είναι το ύψος του και περιφέρεται γύρω από κει που πέφτει βροχή, αλλά δεν μπορεί να μπει μέσα. Και ξανά φόρα και ξανά στον τοίχο, και ξανά, και ξανά, και ξανά....

Και από την άλλη διάσταση, οι ζωντανοί χαίρονται την βροχή. Αλλά στην αρχή σιγά σιγά και μετά όλο και πιο έντονα ακούγονται βροντές, σαν να πέφτει κάποιος σε τοίχο, και πριν απο κάθε βροντή κάπου μακριά απο κει που βρίσκονται φαίνονται στον ουρανό αστραπές, σαν κάποιος να προσπαθεί να περάσει στον κόσμο τους και ραγίζει το φράγμα το διαστάσεων για λίγο και μέσα από τις ρωγμές φαίνεται η φωτεινότητα της άλλης διάστασης

Τετάρτη 24 Μαρτίου 2010

Ποιος τίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά

-Ρέστα
-Πάσο
-Πάσο
-Πάσο
-Περικλή μιλάς!
-Μάλλον θέλει αρετή και τόλμη η χαρτοπαιξία!
Ο Αλέκος που τα ξέρει όλα κουνώντας με σοβαρότητα το κεφάλι επιδοκίμασε το σχόλιο μου λέγοντας:
-Τι σπουδαίος ο Σολωμός
-Κάλβος, του απαντώ
-Έλα ρε που ξέρεις εσύ! Σολωμός!Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία!Ύμνος εις την Ελευθερία.
-Τέλος πάντων, τι φύλλο έχεις;
-Κέντα χρώμα, εσύ;
-Ζευγάρια... λυπάμαι έχασα, δεν παίζω άλλο.
Σηκώθηκα ανέκφραστος και πάω στο απέναντι τραπέζι που καθόταν ένας μπάρμπας μονίμως μεθυσμένος.
-Μπάρμπα, να κάτσω;
-Α;
-Λέω να κάτσω να σε κεράσω κανα κρασάκι;
-Α, κάτσε..
-Δεν μου λες ρε μπάρμπα; γιατι κάθεσαι συνέχεια στο ίδιο τραπέζι;
-Α, γιατί είναι κοντά στη σόμπα
-Και το καλοκαίρι γιατί;
-Ε, γιατι το χω συνήθειο από το χειμώνα
-Κάτι σαν ψυχαναγκαστικό δηλαδή'
-Α;
-Άστο...
-Να σου πω, μου λέει με μάτια μεθυσμένου, είχα διαβάσει κάποτε κάπου ότι ρώτησαν την μυγδαλιά αν υπάρχει θεός και αυτή άνθησε, εγώ λέω ρώτησαν τον ερωτευμένο αν υπάρχει έρωτας και αυτός χαμογέλασε.
-Μην είσαι τόσο σίγουρος μπάρμπα...
-....
-Μπάρμπα;
-......
-Ε, μπάρμπα, ξύπνα....
-Ε, τι; ποίος;
-Τίποτα, εσύ κοιμάσαι και γω πρέπει να φύγω
-Καλά, κέρνα ακόμα ένα κρασάκι και φύγε.
Περπατώντας στο δρόμο για το σπίτι, αφήνοντας τα αποτυπώματα στο χιόνι, τόσο μοναχικά και τόσο μοναδικά, νιώθοντας κάποιες ενοχές που χαλούσα το αλάθητο λευκοστρωμένο τοπίο, είχε κολλήσει ένα τραγούδι στο μυαλό μου που επαναλαμβανόταν σχεδόν ειρωνικά χτυπώντας τα μυαλό σαν χαλάζι. Ποιος τίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά...Ποιος τίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά...Ποιος τίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά....
Και δεν ξέρω αν μπερδεύτηκαν οι ιστορίες του γέρου στο μυαλό, ο ερωτευμένος, αμυγδαλιά που άνθησε, αλλά τα λευκά άνθη της αμυγδαλιάς ταίριαζαν απόλυτα με το χιόνι που έπεφτε και έσβησε τα σημάδια που άφηνα πίσω μου.

Η λογική της γιαγιάς

Καθόμουν και έβλεπα ταινία με την γιαγιά μου. Μια αμερικάνικη υπερπαραγωγή με πολλούς σκοτωμούς,και λέω της γιαγιάς:
-Είδες γιαγιά πόσοι σκοτώθηκαν να γυριστεί αυτή η ταινία!
-Μην είσαι χαζό ρε, στα ψέματα σκοτώνονται. τρυκ είναι.
Μετά από λίγο μια πολύ ρεαλιστική σκηνή αποκεφαλισμού..
-Τι λες ρε γιαγιά; και αυτό ψέμα ήταν;
-Ε... ένας δυό, όχι όλοι!

Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

Όνειρα του Δημοσθένη

-Αααααααα
-Τι έπαθες Δημοσθένη; λέει γυναίκα που ξύπνησε τρομαγμένη απο την καυγή του άντρα της.
-Είδα έναν εφιάλτη... λέει ο Δημοσθένης καθως τραβάει το σώμα του προς τα πίσω και ακουμπάει την πλάτη του στην πλάτη του διπλού κρεβατιού.
-Τι είδες πάλι;
-Δεν μπορώ να σου πω, θα με κοροϊδέψεις
-Δεν θα σε κοροϊδέψω, έλα πες μου........
-Καλά... Να είδα τα στρουμφάκια να μιλάνε τούρκικα.
-Α, μην είσαι παιδί, δεν υπάρχουν στρουμφάκια
Δεν μιλάει ο Δημοσθένης, κρατάει τα μούτρα του με τα χέρια του απελπισμένος από την βλακεία της γυναίκας του.
-Έλα πες μου, τι ακριβώς είδες; του λέει η γυναίκα του
Μη έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνει απαντάει τη γυναίκα του, με σχετικά βαριεστημένο ύφος.
-Να είδα τα στρουμφάκια να περπατάνε στο δάσος ακολουθώντας τον μπαρμπαστρούμφ, αλλά μιλούσαν τούρκικα, και όπως μιλούσαν και διαφωνούσαν, καθυστερούσαν και δημιουργήθηκε απόσταση από τον μπαρμπαστρουμφ, και ξαφνικά γυρνάει ο μπαρπαστρουμφ με πολύ άγρια φάτσα και λέει με τ χοντροφωνάρα του: Γκελ! Γκελ! τσογλαν στρουμfuck!
-Ω, καημένε μου... τι να σημαίνει άραγε αυτό το όνειρο;
-Δεν ξέρω γυναίκα, μπορεί ο Πατήρ Σάββας Αχιλλέως να μου στέλνει μηνύματα.
-Σαν τι δηλαδή;
-Να... τα χρώματα.. τα στρουμφάκια μπλε, σαν την ελληνική σημαία, ο μπαρμπαστρούμφ κόκκινος σαν την τούρκικη, ο μπαρμπαστρουμφ αρχηγός, τα στρουμφάκια ακολουθούν, δεν ξέρω.. είναι τρομακτικό...
-Ναι! το ξέρω, είναι τρομακτικός ο τρόπος που ντύνονται τα στρουμφάκια! απορώ δεν υπήρχε κανένας στυλίστας όταν γυριζόταν; Τι γούστο θα αποκτήσουν τα παιδιά μας βλέποντας αυτά!
-.......
-Για πες, τι άλλο θα μπορούσε να σημαίνει αυτό το όνειρο;
-Δεν ξέρω, ίσως... έχεις προσέξει τώρα τελευταία πως συμπεριφέρεται ο Υπουργός προστασίας του πολίτη; σαν Υπουργός προστασίας του αριστερού πολίτη, μπαρμπαστρουμφ κόκκινος, αριστερός, στρουμφάκια μπλε, αστυνομικοί.
-Αλήθεια; Απο τη σειρά διαλέξαν τα χρώματα;Γιαυτό άκουσα κάτι φοιτητές να αποκαλούν τους αστυνομικούς στρουμφάκια; και ένας απο αυτούς (τους φοιτητές) κρατούσε ένα βιβλίο με ένα κύριο μουσάτο στο εξώφυλλο που έμοιαζε πολύ με τον μπαρμπασρούμφ! Έχεις δίκιο Δημοσθένη! Αυτό είναι!
-...... (κουνάει το κεφάλι του και σφίγγει τα χείλη του)
-Καλά ντε, δεν είμαι και τόσο μορφωμένη, μπορεί να λέω και καμιά χαζομάρα που και που.
-Που και που;
-Έλα ηρέμησε τώρα... πέσε για ύπνο...
-Καληνύχτα..

Δυο ώρες μετά.
-ααααααααα!!!!!!!!!!
-Τι είδες πάλι;
-Τον Σούπερμάν με κεφάλι σκύλου να κάθεται στα σκαλιά μπροστά απο το Σύνταγμα και να γλύφει παγωτό ξυλάκι!
-Ελοχίμ;
-Όχι! Σούπερνεφελίμ! Πρέπει να ειδοποιήσω τον κόσμο γι την καταστροφή που έρχεται! πάω να γράψω βιβλίο!

Σάββατο 20 Μαρτίου 2010

Όνειρο ανεπιθύμητο

Στον Άρειο Πάγο, δίπλα στον βράχο της Ακρόπολης, δύο νέοι, ερωτευμένοι κάθονται ο ένας απέναντι στον άλλο. Μπροστά τους η Αθήνα που το απόγευμα έμοιαζε σαν κουτάκι με σπασμένες κιμωλίες, τώρα που νύχτωσε, μοιάζει σαν ένας σωρός απο κινητά μέσα στο σκοτάδι που δέχονται κλήσεις αλλά δεν υπάρχει κάνεις να απαντήσει. Η ρομαντική διάθεση έχει φτάσει στο απόγειό της, και λέει ο νέος στην κοπέλα:
-Όταν κάτι το θες πάρα πολύ, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το κατακτήσεις.
-Τι εννοείς;
-Κοίτα πίσω μου και πάνω,είπε ο νέος ενώ ήθελε να της πει κάτι για τα αστέρια.
-Δεν το πιστεύω! είπε η κοπέλα και έφερε τα χέρια της στο στόμα της, δεν το πίστεύω! πως έγινε αυτό; Πως το ξέρες;
-Δεν ήξερα τίποτα, τι εννοείς;
-Μόλις έπεσε ένα αστέρι!
-Δεν σε πιστεύω, δεν γίνονται αυτά, μήπως νόμιζες ότι αυτό ήθελα να σου πω και μου λες ψέματα ότι το είδες για να μου πεις αυτό που ήθελα να ακούσω;
-Όχι! Αλήθεια έπεσε ένα!
-Δεν σε πιστεύω,λες ψέματα, το λες γιατί νόμιζες ότι αυτο ήθελα να ακούσω!
-Μα...
-Τι μα; κι όταν μου μιλάς για αγάπη, το κάνεις για τον ίδιο λόγο;
-Έπεσε σου λέω! Έπεσε!
-Δεν το πιστεύω ότι επιμένεις κιόλας, είπε ο νέος και σηκώθηκε και έφυγε.
-Αν φύγεις τώρα έτσι χωρίζουμε! φώναξε η κοπέλα.
Ο νέος σκέφτηκε ότι δεν θα θελε να συμβεί αυτό, και γυρνώντας να της απαντήσει, σκάλωσε και έφερε τα χέρια του στο στόμα με τον ίδιο τρόπο που το χε κάνει και η κοπέλα. -Δεν το πιστεύω! είπε.
-Τι; απάντησε η κοπέλα θυμωμένη.
-Ένα αστέρι έπεσε μόλις τωρα πίσω σου, είπε ο νέος με το πρόσωπό του γεμάτο απορία'
- Δεν ντρέπεσαι να με δουλεύεις κιόλας!
-Μα...
-Τι μα; με το δούλεμα τα κάνεις χειρότερα
...........
.............
................
Είτε έπεσαν δύο αστέρια, είτε ένα. είτε κανένα, το πρόβλημα δεν ήταν το σύμπαν, αλλά η δικιά τους απροθυμία να πιστέψουν στο αδύνατο, στο μαγικό, στο ονειρικό.

Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

Όνειρο LSD

Μέσα σε ένα δωμάτιο, γεμάτο καπνούς, ο Γιώργος άρχισε να βλέπει οράματα. Σίγα σιγά γέμισε το δωμάτιο ήρωες βιβλίων. Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουένδια δεμένος στο καλοριφέρ παραμιλούσε και έλεγε λόγια ακατάληπτα. Η ωραία Ρεμέδιος πετουσε στο νταβάνι. Ο Γκρενουίγ καθόταν μαζεμένος στη γωνία απέναντι του. Και ο ίδιος ο Γιώργος έβλεπε τον εαυτό του περίεργα. Αισθανόταν ότι ο ένα του πόδι μεγάλωνε και ότι το άλλο του μίκραινε, κάποια στιγμή το ποδι του έβγαινε έξω απο το δωμάτιο και χανόταν στο άπειρο. Κοίταξε δίπλα του και είδε τη Βερόνικα του Κοέλο να αυνανίζεται, έτεινε να τις δώσει το τσιγάρο αλλά αυτή εξαφανίστηκε σαν σκόνη, και μπροστά από αυτή την σκόνη είδε ένα άρμα ιπποδρομιών σαν σε ρωμαϊκό αγώνα να κάνει το γύρω του δωματίου. Καλή η σοκολάτα στο τσιγάρο σκέφτηκε, αν έριχνα και λίγο μαύρο θα γινόταν σοκοφρέτα! Και οι ήρωες συνέχισαν να βγαίνουν από τα βιβλία, σε λίγο γέμισε το δωμάτιο εντελώς, και έτσι άρχισαν να μπερδεύονται μεταξύ τους. Δεν έπρεπε να είχα πάρει και τα χάπια σκέφτηκε... Εκεί που έλιωνε και έβλεπε χέρια του σαν φίδια, είδε να περνάει μπροστά του ένας ιπτάμενος ρινόκερος, -Ε αυτό πάει πολύ! μονολόγησε και φαντάστηκε τον εαυτό του να υπερτριπλασιάζεται και πήρε μια τεράστια μυγοσκοτώστρα και χτύπησε το ρινόκερο. Και με έναν μαλακό τρόπο επανήλθε στο φυσιολογικό του μέγεθος. Αλλά μέσα απο τα τετραγωνάκια τις μυγοσκοτώστρας ξεχώριζε το κέρατο του ρινόκερου που μεγάλωνε. Και χάθηκε ο τοίχος απο μπροστά του και έβλεπε έναν αγριεμένο γέρο να έρχεται καταπάνω του μέσα απο το σκοτάδι που πριν ήταν τοίχος.
-Αλήτη! Αλήτη! ΄ φώναζε ο μυστακοφόρος γέρος
-Τι θες ρε κολογέρε;Ποιος είσαι; του λέει ο Γιώργος
-Ο Τζεπέτο είμαι παλιοαλήτη!
-Ε, και τι θες;
-Αλήτη μου σκότωσες τον ρινόκιο!

Τρίτη 16 Μαρτίου 2010

Όνειρο ανέμελο

Ο Γιώργος είναι ένας άθλιος άστεγος στην Αθήνα. Μια κρύα νύχτα έκει που περπατούσε χωρίς να πηγαίνει πουθενά, βρήκε ένα μικρό γατάκι λίγων ημερών, η μοίρα του ζωντανού ήταν προδιαγεγραμμένη:θα πέθαινε από το κρύο. Ο Γιώργος λοιπόν το λυπήθηκε και το πήρε στις χούφτες του, το έφερε κοντα στο στόμα του ανάμεσα στα γένια του και το ζέσταινε με την ανάσα του, το φυσούσε και το κρύβε στα γένια του. Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκε, προσπαθούσε να ζεστάνει το γατάκι. Το πρωί ήταν ο μόνος που είδε πόσο όμορφα μάτια είχε το γατάκι, όταν τα άνοιξε και τον κοίταξε, σίγουρα πιο όμορφα απο αυτά των ξενύχτηδων μεθυσμένων που εκείνη την ώρα προσπαθούσαν να γυρίσουν στο σπίτι τους. Και αυτός χαμογέλασε και φανέρωσε μια σάπια οδοντοστοιχία σε πλήρη αντίθεση με τα όμορφα μάτια του μικρού γατιού, το οποίο και δεν ενοχλήθηκε καθόλου από αυτή την ασχήμια. Ο Γιώργος έπρεπε τώρα να βρει φαγητό για το γατάκι, πλησίασε μια κυριά που έβγαζε τον σκύλο (ένα μαλακισμένο, σπαστικό, χαζοπερήφανο κοκκόν')
-Μηπως μπορείτε να με βοηθήσε....
-Αι στο διάλο ρε αλήτη!
-Μα δεν είναι για μένα ειν....
-Φύγε ρε! αναστατώνεις τον Ντίντι μου! γάβγιζε και το μαλακόσκυλο.
Και έφυγε, και έφυγε και η κυρία με τον Ντίντι, και κοιτούσε πίσω να δει μην την ακολουθεί ο άθλιος άστεγος. Και έφυγε ο Γιάννης και κοιτούσε το γατάκι στα μάτια και ούτε κοίταξε πίσω, και ούτε και τον ένοιαξε για τον τρόπο που του μίλησε η κυρία.

Onion

Γιατί η ζωή μοιάζει με κρεμμύδι.
Ένα κρεμμύδι εξωτερικά είναι σκούρο, γκριζοκόκκινο, και σκληρό. Αποτελείται από επιστρώσεις, χρόνο με το χρόνο όλο και περισσότερες. Κι αν το ξεφλουδίσεις σου φέρνει δάκρυα, και όσο πιο βαθιά τόσο πιο πολλά δάκρυα. Και το χρώμα αλλάζει, το γκριζοκόκκινο ανοίγει όσο πιο πίσω πας, λες και σε κάθε χρονική περίοδο προστίθεται και λίγο σκούρο που πάντα μένει εκεί περιμένοντας και το επόμενο σκούρο. Και όσο πιο πίσω τόσο πιο μαλάκο,σκληραίνει αναλόγως του χρόνου , αλλά επίσης σκληραίνει αναλόγως και του χρώματος λες και σκληραίνει μόνο και μόνο για να αντέξει και να αντεπεξέλθει σ' αυτή την γκρίζα χρωμάτωση. Και πηγαίνοντας πιο βαθιά και πιο πίσω στο χρόνο το κρεμμύδι γίνεται όλο και πιο λευκό, όλο και πιο άσπρο, όλο και πιο μαλακό, άσπιλο, αμόλυντο στην καρδία του το κρεμμύδι... σαν το δέρμα ενός μωρού.

Σάββατο 13 Μαρτίου 2010

Όνειρο του πράσινου δρόμου

Σ'ενα σπίτι στην άκρη της πόλης ζει η Δανάη. Στην ακριβώς αντίθετη μεριά της πόλης ζει ο Οδυσσέας. Η Δανάη μένει με την μάνα της σε μια μικρή γκαρσονιέρα στο δεύτερο όροφο μιας παλιάς οικοδομής. Η μέρα της περνάει κάνοντας δουλείες του σπιτιού που της επιβάλει μάνα της, θα έλεγε κανείς ότι είναι φυλακισμένη, δεν ζει όπως οι άλλες δεκαεφτάχρονες συνομήλικες της, η μόνη ευχάριστη στιγμή της μέρας είναι όταν βρίσκει τα κρυφά γράμματα που της αφήνει ο Οδυσσέας καθε μέρα. Αυτός ο έρωτας ξεκίνησε και εξελίχτηκε όπως ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας, και γιαυτό την αποκαλεί ο Οδυσσέας Φερμίνα Δάσα στα γράμματά του. Ο Οδυσσέας ήταν φτωχός και γιαυτό δεν τον δέχτηκε η μάνα της, όμως η μοίρα είχε άλλα σχέδια. Μια μέρα λοιπόν ο Οδυσσέας έμαθε ότι μια μεγάλη κληρονομία πήγε σε κάποιον κοντινό συγγενή του, σε λίγο καιρό όμως εντελώς τυχαία και για διαφορετικό λόγο ο κάθε κληρονόμος πέθαινε ή αυτοκτονούσε, και έτσι έφτασε σ αυτόν η κληρονομία, που ήταν και ο μεγαλύτερος αδερφός της οικογένειας του, θα μπορούσε κανείς να τον κατηγορήσει για τους προηγούμενους θανάτους, αλλά δεν βρέθηκαν ποτέ στοιχεία. Αντι να τρέξει όμως να πάρει την Δανάη, κατέστρωσε ένα σχέδιο, θα του έπαιρνε λίγο χρόνο, άλλα κάτα το δικό του ρομαντικό μυαλό θα άξιζε τον κόπο. Έτσι λοιπόν αποκατέστησε όλα του τα αδέρφια, έφτιαξε ένα σπίτι για να στεγάσει τον μελλοντικό του έρωτα και έστησε μια δουλειά που θα τον εξασφάλιζε βιοποριστικά. Πήρε ένα χάρτη της πόλης και μπροστά στους εργολάβους τράβηξε μια γραμμή και απαίτησε να δημιουργηθεί ένας φαρδύς δρόμος σε απόλυτη ευθεία που θα ξεκινούσε απο το σπίτι του και θα κατέληγε στο σπίτι της Δανάης. Απαιτούσε να είναι πολύ φαρδύς γεμάτος πράσινο, με πολλά δέντρα και τεχνητές λιμνούλες. θα πλήρωνε όλες τις κατεδαφίσεις, θα αποζημίωνε όλους αυτους που θα αναγκαζόταν να αλλάξουν σπίτι. Ζήτησε επίσης δεξιά και αριστερά του δρόμου να υπάρχουν μόνο ωραία κτήρια, εν ανάγκη δηλαδή να χτιστούν καινούρια. Και όλα αυτά να γίνουν το συντομότερο. Τα χρήματα αρκούσαν και περίσσευαν. Έτσι και έγινε, τα έργα προχωρούσαν γρήγορα, η Δανάη άκουγε της εκρήξεις και την φασαρία και ρωτούσε την μάνα της τι συμβαίνει και σαν απάντηση έπαιρνε ότι γίνονται έργα στην πόλη. Στα γράμματα ο Οδυσσέας της έλεγε ότι ανοίγει δρόμο να ρθεί κοντά της. Και ο καιρος πέρασε και ο δρόμος ήταν έτοιμος, άλλα το μόνο που έμενε ήταν να γκρεμιστεί και η τελευταία οικοδομή μπροστά από το σπίτι της, η Δανάη δεν είχε καταλάβει τι γίνεται γιατι ποτέ δεν έβγαινε απο την αυλή του σπιτιού της. Στο τελευταίο του γράμμα της έγραψε: Αύριο όλα μας τα όνειρα πραγματοποιούνται, μόλις πέσει και ο τελευταίος τοίχος, θα δεις το δρόμο που χω φτιάξει για να ρθεις να με βρεις.... Δεν το κατάλαβε αυτό το γράμμα αλλά της άρεσε. Το επόμενο πρωί λοιπόν, ενώ η μάνα της έλειπε για πρώτη φορά από το σπίτι τους, άκουσε τον τρομακτικό θόρυβο και είδε την πολυκατοικία απέναντι από το μπαλκόνι της να καταρρέει και έμοιαζε σαν να κατέρρεε το πλαίσιο της λογικής που περιβάλει τον κόσμο. Όπως αραίωνε η σκόνη άρχιζε να αχνοφαίνεται ο δρόμος, σαν όνειρο, τόσο διαφορετικό από ότι μέχρι τώρα είχε δει. Άρχισε να περπατά στο δρόμο, τόσο ήσυχα, τόσο ειδυλλιακά, λές και ζούσε σε όνειρο, αλλά ούτε και σε όνειρο θα μπορούσε να είχε φανταστεί τόση τελειότητα. Ο Οδυσσέας την περίμενε στην άκρη του δρόμου, και όταν έφτασε αυτή.....

Δεν ξέρουμε αν ζήσανε για πάντα μαζί, ούτε καν αν μείναν για λίγο, αλλά ο δρόμος είχε γίνει από έρωτα.

Και περάσαν τα χρόνια και οι ανάγκες της πόλης αλλάξανε, και η πόλη μεγάλωσε,και ο δρόμος από εκεί που ήταν από άκρη σ άκρη της πόλης τώρα διέσχιζε ένα μόνο μικρό κομμάτι της. Και το πράσινο χάθηκε, και αυτοκίνητα περνάνε, και φανάρια, και κόρνες και διαχωριστική λωρίδα, και λεωφορεία και καλώδια για τα τρόλεϊ, και μηχανές, και φασαρία και ραδιόφωνα αυτοκινήτων, και σκυλάδικα, και μελαγχολία και άγχος και κόρνες, και βρισίδια, και BMW και Mercedes καιAoudi και βολικά ευτυχισμένοι επιβάτες, που ζήσαν την ζωή τους και απλά βρήκαν κάπου να αράξουν.

Αλλά κάπου σ ένα χρυσό κλουβί ή σπίτι ζει φυλακισμένη ή σπιτωμένη μια όμορφη κοπέλα, και κάπου αλλού ζει κάποιος που ονειρεύεται να φτιάξει έναν τέτοιο δρόμο για το σπίτι της.. αλλά έχουν αλλάξει οι καιροί.. τα κτήρια ψηλότερα και πιο καλά χτισμένα, οι νόμοι πιο αυστηροί, δεν γίνεται να κλείσουν οι δρόμοι, η κοπέλα δεν θα περίμενε με τίποτα τόσο καιρό, και δεν υπήρχε η έκπληξη, και τα κανάλια, και... τι; που θα έβρισκε τα χρήματα; ε, στην εποχή μας αυτό είναι το λιγότερο δύσκολο απ όλα τα άλλα.

Όνειρο παραμυθένιο

Ο παραμυθάς που έλεγε ψέματα στα παιδιά, ζούσε μόνος του σ ένα σπίτι στις φτωχογειτονιές της πόλης. Κάθε βράδυ έβλέπε περίεργα όνειρα, με θησαυρούς, με παλάτια, με πριγκίπισσες, γοργόνες, φτωχά κορίτσια με όμορφα χαμόγελα. Κάθε πρωί έβγαινε και έλεγε τα όνειρα του στα παιδιά. Τα μάτια των παιδιών φωτιζόταν απο τις ζοφερές και γλαφυρές περιγραφές των ηρώων, που άλλοτε πονούσαν, άλλοτε νικούσαν, ερωτευόταν και πέθαιναν. Αυτό το φως των ματιών ο παραμυθάς το κρατούσε στο τέλος της κάθε αφήγησης του, και ευχόταν να μπορούσε να το μετατρέψει σε αντικείμενο και να το βάζει κάτω απο το το μαξιλάρι του με τον ίδιο φετιχισμό που βάζουν τα παιδιά το αγαπημένο τους παιχνίδι πριν πέσουν για ύπνο. Τα όνειρά του όμως δεν ήταν πάντα ευχάριστα... πολλές φορές έβλεπε εφιάλτες, πολλά όνειρα ενώ ξεκινούσαν όμορφα κατέληγαν άσχημα, δηλαδή όχι πολλές φορές, πάντα τα όνειρα κατέληγαν άσχημα.Ο παραμυθάς όμως ήθελε να βλέπει τα παιδιά να χαίρονται, και γιαυτό είχε βρει τρόπο να αλλάζει τα όνειρα και να παρουσιάζει μόνο τα ευχάριστα κομμάτια των. Και για την ζωή του όταν τον ρωτούσαν, απαντούσε σ όλους οτι είναι καλά, και ότι δεν θέλει τίποτα περισσότερο απο αυτά που έχει. Έτσι κυλούσε η ζωή του, μοναχικά, και πότε δεν είπε την αλήθεια σε κανέναν πως περνάει. Ζούσε τις ζώες των ηρώων του, που όπως και την δική του, δεν μπορούσε να τις ελέγξει, τις ωραιοποιούσε όμως.Και θα μπορούσε κανείς να πει ότι και στα όνειρα του όλοι οι χαρακτήρες ήταν ο ίδιος και ζούσε πολλές ζωές στα όνειρα που το πρωί έπρεπε να τις διηγηθεί παραποιημένες. Περάσαν χρόνια πολλά έτσι, ώσπου μια μέρα κατάλαβε (δεν ξέρουμε πως) πως θα πέθαινε. Τελειώνοντας λοιπόν το καθημερινό του παραμύθι, είπε στα παιδιά ότι κέρδισε μια μεγάλη κληρονομιά κι ότι θα έφευγε για πάντα. Τα παιδιά κλαίγαν, και τον παρακαλούσαν μείνει, αλλά αυτός κρύβοντας τη συγκίνησή του και τυλίγοντας το κασκόλ του στο λαιμό του να προστατευτεί από το κρύο, έφυγε, κόντρα στον άνεμό, ούτε που σκέφτηκε να περάσει από το σπίτι του, ήθελε να πάει στο κέντρο της πόλης, να δει τα παλάτια, τις πριγκιπισσες να δει τους άλλους μεγάλους, τους ευτυχισμένους που ζουν ανάμεσα σε περισσότερα παιδιά, να μάθει την τελευταία μέρα της ζωής του τι είδους ιστορίες λέγαν αυτοί οι ευτυχισμένοι πλούσιοι των παλατιών στα παιδιά τους. Ήθελε να μάθει, ήθελε να μην στεναχωρίσει τους άλλους με τον θάνατό του, και έφευγε... κόντρα στον άνεμο, με τον αέρα να του ανακατώνει το κασκόλ... και έτσι χάθηκε... ο παραμυθάς που έλεγε ψέματα στα παιδια...

Τετάρτη 10 Μαρτίου 2010

Όνειρο στον πάγο

Ο πιο γελοίος θάνατος στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Ήταν μια νύχτα παγερή.... Ο Πετροκλεάνθης Κουρδουβουρουμπάτσικας καθόταν μόνος του στο σπίτι, σ ένα άγνωστο χωριό της Λάρισας λεγόμενο Τσαπουρνιά Ελασσόνας. Είχε χιονίσει εκείνη την μέρα και ο Πετροκλεάνθης μη έχοντας τι να κάνει όλο το απόγευμα έφτιαξε έναν χιονάνθρωπο. Αφού ολοκλήρωσε την κατασκευή έστεκε περήφανος απέναντι από το κατασκεύασμα του αλλά και λυπημένος που δεν είχε και κανέναν να του πει μπράβο. Αυτή η λύπη τον ακολουθούσε παντού αλλά ειδικά εκείνο το βράδυ είχε γίνει πολύ έντονη. Έτσι όπως ήταν μόνος στο σπίτι και κοιτούσε έξω από το παράθυρο, το βλέμμα του κόλλησε στον χιονάνθρωπο. Σκεφτόταν την μοναξιά του χιονάνθρωπου, και τον λυπόταν, σκεφτόταν το κρύο και τον λυπόταν, σκεφτόταν ότι θα ζήσει πολύ λίγο και τον λυπόταν. Και μέσα σ όλη αυτή την λύπη θυμήθηκε κάποτε μια κοπέλα τον είχε λυπηθεί κι αυτόν για την ζωή του και παραλίγο να είχαν κάνει σεξ. Παραλίγο όμως... Σκέφτηκε τώρα που η ζώη του είναι πολύ χειρότερα ίσως να τον λυπόταν περισσότερο.... Πονηρές σκέψεις πλημμύρισαν το μυαλό του.
Κάποια στιγμή διαπίστωσε ότι είχε στύση. Έπρεπε κάτι να κάνει, αλλά δεν ήθελε να βολευτεί μόνος του. Ήθελε κάτι ανθρώπινο, αλλά δεν μπορούσε να πάει πουθενά, όλοι οι δρόμοι ήταν κλειστοί. Συνειδητοποίησε ότι ό,τι πιο κοντινό σε άνθρωπο υπήρχε σε προσβάσιμη περιοχή ήταν ο χιονάνθρωπος στην αυλή του. Σκέφτηκε την λύπηση που είχε νιώσει πριν για αυτον, κρατούσε και την εικόνα της κοπέλας στο μυαλό του, και άρχισε να του φαίνεται πολύ καλή η ιδέα του να κάνει κάτι με τον χιονάνθρωπο, η τουλάχιστον η καλύτερη δυνατή λύση την δεδομένη στιγμή. Ντύθηκε καλά και βγήκε έξω, πλησίασε τον χιονάνθρωπο που το ύψος ήταν μέχρι τη μέση του. Έκανε μια στροφή γύρω του και αφού ήδη είχε απενοχοποιήσει το τι θα κάνει, ένιωσε μια θέρμη για τον χιονάνθρωπο. Επεξεργαζόταν τις πρακτικές δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει, μέχρι που κινούμενος ακούμπησε την μύτη του χιονάνθρωπου, και του ήρθε η ιδέα. Έβγαλε το καρότο που είχε για μύτη και αποκαλύφθηκε μια τρύπα γεμάτη υποσχέσεις, ήταν και στο σωστό ύψος. Αυτή λοιπόν η τρύπα θα ήταν το καταφύγιο των πόθων του. Και έτσι άρχισε την ιδιόμορφη ερωτική του πράξη. Έκανε λάθος, δεν μπορούσε να απολαύσει την στιγμή γιατί με το που έβγαλε το αντικείμενο το οποίο θα τον εξυπηρετούσε ένιωσε το κρύο τον κόβει, και με το που έβαλε το ήδη παγωμένο του θέμα στην τρύπα της μύτης του χιονάνθρωπου, ένιωσε αφόρητο πόνο. Προσπάθησε να το τραβήξει αλλά είχε κολλήσει στον πάγο,όπως συμβαίνει με οποιοδήποτε σημείο του σώματος μας. Όλο το βράδυ έκανε την αντίθετη κίνηση του σεξ, τραβώντας προς τα πίσω αντί να σπρώχνει, προσπαθώντας να ξεκολλήσει το μόριό του. Δεν τα κατάφερε... τον βρήκαν παγωμένο και νεκρό την επόμενη μέρα, σκυμμένο πάνω στο αντικείμενο του πόθου του.

οκ ήταν πολύ καμένο το ξέρω....

Τρίτη 9 Μαρτίου 2010

Όνειρο εαρινής νυχτός

Σαν όνειρο εαρινής νυχτός, νύχτωσε, νύχια, ηχεία, ήχος, ρηχός, ράκος, δράκος, κάδρο, δρόμος μακρινός για το σπίτι σου.
Σαν να σ' ονειρεύτηκα χτες, χτένισμα, άσμα, άσε με, μέσα μου δεν ξέρεις τι νιώθω.
Σαν να μην ήσουνα εκεί, δίκη, καταδίκη, κατάδυση στα όνειρα μου.
Σαν στον ουρανό ακίνητο πουλί, πάλι, πύλη, πήλινο αγγείο, πύρινο άγγιγμα, αγκιστρώθηκα στο δόλωμα της μουσικής σου.
Σαν, σαν, σαν, και όλο αν, αν, αν, και χωρίς ανάσα, και χωρίς φωτιά στο βλέμμα, και χωρίσαμε με μια χειραψία.

Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010

Όνειρο στους καπνούς

Τα καλά μου τσιγάρα
καίγονται μόνο για να προσφέρουν απόλαυση
Καπνοί ακαθόριστοι και εύσχημοι
αναδύονται για να ομορφαίνουν τον χώρο.
Στο βάθος μια δυσδιάκριτη φιγούρα
και αυτή καπνίζει
Απολαμβάνουμε την ίδια χαρα της αυτοκαταστροφής
Κι όσο καπνός πυκνώνει μέσα στο μικρό δωμάτιο,
τόσο η φιγούρα χάνεται.
Δεν θέλω να σηκωθώ -ή δεν μπορώ-
ποια να ήταν άραγε;
μήπως παιχνίδι του μυαλού;
Δεν έχει σημασία...
Ο καπνός πυκνώνει επικίνδυνα
Δάκρυα στα μάτια
να'ναι άραγε από τον καπνό;
Η ζέστη γίνεται αφόρητη
Τρελές σκιές χορεύουν στους τοίχους
Το δωμάτιο καίγεται
Δεν θέλω να σηκωθώ
Θα μείνω εδώ!
Θα μείνω να καεί η φιγούρα
Είτε είναι αληθινή, είτε είναι στο μυαλό

Παρασκευή 5 Μαρτίου 2010

Όνειρο καμένο, καμένο Όνειρο

Μέρες τώρα ο Δ. γουστάρει μια γειτόνισσα, τις τελευταίες μέρες την έστηνε έξω από το σπίτι της, είχε πάρει την απόφαση να της μιλήσει.Μια μέρα λοιπόν όντας αποφασισμένος, εκεί που περίμενε, την είδε να έρχεται από μακρυά, αλλά δεν ήταν μόνη, είχε και ένα τριχωτό τέρας δίπλα της που με δυσκολία μπορούσες να κατατάξεις στο ανθρώπινο είδος. Ξαφνικά θόλωσε, μέσα σε μια σκοτοδίνη αρνητικών συναισθημάτων ένιωθε ότι συρρικνώνεται, έβλεπε τα άκρα του σιγά σίγα να εξαφανίζονται, μια απέλπιδα ασυνείδητη προσπάθεια του εαυτού του να κρυφτεί από την ταπείνωση οδηγούσε αυτή την εξαΰλωση. Πρώτα ξεθώριασαν τα χέρια του και τα πόδια του, μετά το κεφάλι του, μετά ο κορμός του, στο τέλος το μόνο που έμεινε απ' αυτόν ήταν ο αφαλός του. Μόλις έφτασε πάνω του το κωμικό ζευγάρι, λέει η κοπέλα που δυσκολία τον είχε προσέξει -τι είναι αυτό καλέ; και απαντά ο άντρας (με ανθρώπινη φωνή και όχι με κραυγές πιθήκου όπως θα περιμέναμε) -Α! Μια καπότα, αχρησιμοποίητη είναι, ωραία! τον πήρε και τον έβαλε στην τσέπη του. Μετά από 5 λεπτά (είδες; γρήγορος ο ουρακοτάγκος), τον έβγαλε από την τσέπη του και τον χρησιμοποίησε. Και έτσι μπήκε ο Δ. για πρώτη φορά στο σώμα της.
:-(

Πέμπτη 4 Μαρτίου 2010

Όνειρο στα κάτεργα

στην Σ.

...και έμεινα μόνος να αγναντεύω τα κάτεργα που είχα γνωρίσει την κατσίκα σου.
...και έμεινα μόνος να εύχομαι να ψοφήσει ο σκύλος σου για να μπορέσω να σ'αγκαλιάσω και να σε παρηγορήσω.
...και έμεινα μόνος να εύχομαι να με δαγκώσει η κατσίκα σου, για να έρθεις να μου ζητήσεις συγνώμη και να αγγίξεις έστω και λίγο το πόδι μου.
...και έμεινα μόνος να εύχομαι να ήσουν εδώ, ή....... έστω να είχες περάσει κάποτε από δω και το μόνο που φταίει που δεν συναντηθήκαμε να είναι η ατυχής χρονική συγκυρία.

Τρίτη 2 Μαρτίου 2010

Όνειρα ή Πραγματικότητα;

Έτρεχα στο σπίτι μου κρατώντας ένα βιβλίο. Σκόνταψα, έφυγε το βιβλίο από το χέρι μου, και φάνηκε πως σκόρπισαν τα γράμματα στο πάτωμα. Τα γράμματα έγιναν μυρμήγκια και ανέβηκαν στον τοίχο, έσβησα το φως, και μυρμήγκια φωσφόριζαν και έμοιαζε σαν να έβλεπα τα αστέρια στον τοίχο... και όμως έλειπε το φεγγάρι. Άναψα το φως να μοιάζει με φεγγάρι, αλλά έχασα τα αστέρια. Πήρα το βιβλίο από το πάτωμα και βγήκα μόνος στην κρύα νύχτα να δω τον ουρανό, αλλά είχε συννεφιά. Έσκυψα και είδα στην τελευταία σελίδα του βιβλίου μου είχαν μείνει λίγα γράμματα που φωσφόριζαν και έμοιαζαν με τα αστέρια, αλλά έφυγαν τα σύννεφα, βγήκε το φεγγάρι, και ξανάχασα τα αστέρια.

Στα τέσσερα

Η μέρα ήταν Σάββατο , τα στήθη της μικρά και αυτή επίσης.  Τη λέγανε Αθηνά, τίποτα άλλο μη ρωτήσεις.  Δυο βδομάδες  μετά από αυτό το Σάββα...