-Φύγε Στέλλα, κρατάω μαχαίρι…
-…..
-Γιατί δεν φεύγεις Στέλλα; Κρατάω μαχαίρι σου λέω…
-Δεν παίρνει μπρος η Βέσπα.
-Τράβα λίγο το τσοκ και θα πάρει
-Που είναι το τσοκ;
-Κάτω από τη σέλα
-Αυτό;
-Ναι αυτό, τράβα το
Το τράβηξε, πάτησε την μανιβέλα και έφυγε αφήνοντας πίσω ένα άσπρο σύννεφο καπνού σαν δακρυγόνο στο Σύνταγμα, μου ήρθε να κλάψω αλλά κρατήθηκα . Έφυγε η Στέλλα και έμεινα εκεί με το μαχαίρι στο χέρι. Βαρεμάρα μέρα μεσημέρι . Πέταξα το μαχαίρι σε ένα κάδο σκουπιδιών και κατέβηκα στο μετρό για πάω οπουδήποτε και να μην κάνω τίποτα.
Μόλις έφτασα στην πλατφόρμα που περιμένουμε τον συρμό ,το βλέμμα μου και την σκέψη μου τράβηξε, τι άλλο; , μια όμορφη κοπέλα που περίμενε και αυτή το μετρό. Απίστευτη ομορφιά, τέλειο σώμα, κατσαρά μαλλιά, κόκκινο τιραντέ μπλουζάκι, τζιν παντελόνι και παπούτσι μπαλαρίνας. Δίπλα της ήταν ένας χοντρός, δεν υπάρχει λόγος να τον περιγράψω. Συνέχισα να περπατάω, όταν βρέθηκα δίπλα της ανταλλάξαμε μια πολύ σύντομη ματιά αποδοχής, ωραία σ αυτό το βαγόνι θα μπω, μ αυτήν. Απ τα πρώτα πράγματα που φροντίζω όταν κατεβαίνω στο μετρό είναι να μπαίνω σε βαγόνι με μια όμορφη κοπέλα, απλά και μόνο επειδή το θεωρώ καλή τύχη, που και που πιάνω και καμιά σύντομη κουβεντούλα. Έπρεπε να συνεχίσω το περπάτημα, δεν κάνει να σταματάω εκεί και να περιμένω το μετρό, πάντα συνεχίζω το περπάτημα κοιτώντας πόση ώρα θέλει να φτάσει ο συρμός, φτάνω μέχρι την άλλη άκρη και γυρνώντας κανονίζω το ρυθμό του βήματός μου ώστε να φτάσω δίπλα στην όμορφη εντελώς τυχαία την ώρα που θα σταματάει το μετρό, και εντελώς τυχαία μπαίνω στο ίδιο βαγόνι. Αυτό θα έκανα και σήμερα αλλά μόλις πέρασα δίπλα από τον χοντρό που δεν υπάρχει λόγος να τον περιγράψω άκουσα κάποιον να με καλεί με το όνομά μου, ήταν ένας γνωστός που είχα καιρό να δω, είχε κρυφτεί δίπλα από τον χοντρό και μόλις έφτασα κοντά με είδε και με φώναξε, φτού γαμώτο, το σχέδιο του χρονικά ελεγχόμενου περιπάτου πήγε περίπατο, έπρεπε να καθίσω και να του πιάσω κουβέντα, και έκατσα. Μπήκαμε στο μετρό, λέγαμε διάφορα, με ρώτησε που πάω, δεν του είπα πουθενά για να μην προτείνει καναν καφέ, του είπα ότι είχα ραντεβού με γκομενάκι, με πίστεψε μιας και ήταν απλά γνωστός και μου είπε να δέσω τα κορδόνια από το παπούτσι μου μην σκοντάψω πουθενά. Συνήθως βαριέμαι να δέσω τα κορδόνια και βγαίνω έτσι χύμα, γιατί να ξοδέψω χρόνο για κάτι τόσο ασήμαντο; Τα βάζω όπως είναι λυμένα μέσα στο παπούτσι, ε εκείνη την μέρα είχαν βγει απ όξω. Του είπα ότι θα τα δέσω μετά, συνεχίσαμε την κουβέντα, σε λίγο θα φτάναμε στο Σύνταγμα και σκέφτηκα ότι μέσα στο χαμό θα έχανα το γκομενάκι της Πανόρμου που είχε τρυπώσει σαν σπουργιτάκι στο διπλανό βαγόνι, στεναχωρήθηκα λίγο αλλά δεν πειράζει θα βρω άλλη.
Εγω , ο γνωστός, ο χοντρός που δεν υπαρχει λόγος να τον περιγράψω και όλος συρμός φτάσαμε επίτελους στο Σύνταγμα , αποχαιρετιστήκαμε με τον γνωστό περισσότερο εγκάρδια απ ότι θα ήθελα, με αγκάλιασε. Πρέπει να βγει μια οδηγία για το πόσο πρέπει να κρατάνε οι αντρικές αγκαλιές, αν είναι πολύ σύντομη δείχνει μια αμηχανία η οποία παραπέμπει σε ομοφοβία, αν κρατήσει λίγο παραπάνω σε κάνει να νιώθεις άβολα και να σκέφτεσαι πότε θα μ αφήσει ο άλλος; και τον ξεκολλάς από πάνω σου λίγο αμήχανα αναρωτώμενος γιατί σε κράτησε τόση ώρα . Η καλύτερη λύση είναι ότι οι άντρες να μην αγκαλιάζονται , ούτε να φιλιούνται . Και κάτι ακόμα οι σωστοί άντρες δε χορεύουν , τέλος.
Εννοείται ότι την κοπέλα την έχασα μέσα στον χαμό αλλά δεν έχασα και τον δρόμο μου για την πλατεία, σε λίγα λεπτά ήμουν έξω. Οι αγανακτισμένοι είχαν γεμίσει την πλατεία και περπατούσα με δυσκολία ανάμεσά τους. Στην άκρη της πλατείας είδα καπνούς, όχι ρε πούστη μου πάλι δακρυγόνα ρίχνουν; Αλλά όχι δεν γίνεται αυτό, ο κόσμος είναι ήρεμος, μα τι καπνοί είναι αυτοί; Λες να ήρθε η Στέλλα με την βέσπα; Ή ο Χάρης; Ή ο Χάρης με την Στέλλα; Θα τον σκίσω! Άνοιξα το βήμα και προχωρούσα προς την άκρη της πλατείας γρήγορα, κάποιος πάτησε το κορδόνι μου και σκόνταψα, παραλίγο να πέσω σε μια γριά, μαζεύτηκα έκανα μια στροφή και την απέφυγα. Έφτασα κοντά στους καπνούς, τελικά δεν ήταν ούτε ο Χάρης ούτε η Στέλλα ούτε δακρυγόνα, ήταν σαλιογόνα! Δύο καντίνες είχαν στηθεί εκεί και έψηναν σουβλάκια, η μυρουδιά της τσίκνας προκάλεσε την έκκριση σάλου κάτω από την γλώσσα μου. Περπατούσα μέσα στην ομίχλη της τσίκνας σαν το φάντασμα της λίμνης, σαν παπαδοπαίδι που ακλουθεί τον παπά με το θυμιατό. Για λίγο δεν έβλεπα πρόσωπα και αυτό με χάλασε κάπως. Πότε δεν περπατάω χωρίς να βλέπω τα πρόσωπα των περαστικών, είναι σαν να διαβάζω ένα βιβλίο και να πηδάω γραμμές. Δεν καρφώνομαι στα πρόσωπα, οι ματιές είναι πολύ σύντομες, όσο χρειάζεται να διαβάσεις μια λέξη, την καταλαβαίνεις αμέσως. Ακλουθώ μια γραμμή λέξεων-προσώπων, αλλάζω σελίδες-γειτονιές και στο τέλος έχω διαβάσει ένα βιβλίο-πόλη.
Βγήκα από την παράγραφο-πλατεία και μ αυτή την σκέψη αποφάσισα να πάω να αγοράσω ένα βιβλίο, αν και δεν έχω τελειώσει ακόμα το προηγούμενο. Θα πήγαινα στην Πρωτοπορία στα Εξάρχεια. Πέρασα από πλατεία Καρύτση, παλιά Βουλή, πήρα και ένα χυμό ροδάκινο από ένα περίπτερο και βρέθηκα στην Σταδίου να περιμένω τον Γρηγόρη για να περάσω απέναντι. Στεκόμουν δυο μέτρα πριν το φανάρι ακριβώς στην άσπρη γραμμή που βρίσκεται πίσω από τις διακεκομμένες, είναι αυτή η γραμμή της οποίας κανένας Έλληνας οδηγός δεν γνωρίζει την χρησιμότητα. Όλοι μα όλοι οι οδηγοί την πατάνε, εγώ όμως επίτηδες και για σπάσιμο περπατάω πάνω σ αυτή την γραμμή και τους κόβω την φόρα. Κοιτούσα τον Σταμάτη απέναντι που είχε κοκκινίσει τόση ώρα να στέκεται σε στάση προσοχής και ήθελα να μιμηθώ αυτήν του την στάση αλλά δεν μπορούσα γιατί έπρεπε να σηκώνω τον χυμό και ρουφάω με το καλαμάκι. Επιτέλους ο Γρηγόρης, ξεκίνησα να περπατάω με το καλαμάκι του χυμού πάντα στο στόμα, είδα ένα αυτοκίνητο να έρχεται και περπάτησα πιο γρήγορα και του έκοψα την φόρα για να μην πατήσει την άσπρη γραμμή. Το αυτοκίνητο σταμάτησε απότομα λίγα εκατοστά πριν από τα πόδια μου, σταμάτησα και εγώ, λίγα εκατοστά από το αυτοκίνητο και κοιτούσα τον οδηγό. Ο επίδοξος και παραλίγο παραβάτης του οδικού κώδικα σπάστηκε, μέσα από το αμάξι τον είδα να μου λέει «που πας ρε!». Συνέχισα να τον κοιτάω ψυχρά για λίγα δευτερόλεπτα και αποφάσισα να του κάνω κακό. Άφησα το καλαμάκι να βγει από το στόμα οπού και το δάγκωνα και το έστρεψα προς το αυτοκίνητο, πάτησα του κουτί του χυμού και μερικές σταγόνες πετάχτηκαν στο καπό του αυτοκίνητου. «Πάρτα πούστη!» είπα από μέσα μου, απ έξω είχα αυτό το ψυχρό βλέμμα που κάνει τον άλλο να μην ξέρει τι να μου πει. Οι σταγόνες γυάλιζαν πάνω στο καπό και ο τυπάκος που μάλλον δεν γουστάρει να του χύνουνε πάνω στο αμάξι γούσταρε τσαμπουκά και άνοιξε την πόρτα. Αμέσως πήρα αμυντική στάση, έστρεψα το καλαμάκι του χυμού προς το μέρος του. Η συνοδηγός από μέσα του φώναζε «Μη Στέλλιο, μη! Σε παρακαλώ!» Ο Στέλιος με κοίταξε για λίγο «Δεν πας καλά» μου είπε. Μόλις άκουσα το όνομα του μου ήρθε να του πω «Φύγε Στέλιο, κρατάω χυμό» αλλά μου μόλις μου είπε ότι δεν πάω καλά του είπα «Αυτή η γραμμή (έδειξα κάτω με το ελεύθερο χέρι) , Στέλιο, είναι για τους πεζούς, εσύ (έδειξα αυτόν απότομα με το χέρι που κρατούσα το χυμό και άλλη μια σταγόνα πετάχτηκε στο καπό του) εσύ είσαι στο αυτοκίνητο, άρα εσύ δεν πας καλά, Στέλιο.» «Τι να σου τώρα;» μου είπε μάγκικα, «Τίποτα να μην πεις, καλή τύχη και άλλη φορά να προσέχεις τις γραμμές… Στέλιο…» του είπα και έφυγα για να σώσω τον χυμό μου, άκουσα την πόρτα πίσω μου να κλείνει δυνατά.
Σε λίγα λεπτά βρέθηκα μέσα στο βιβλιοπωλείο, κατέβηκα τις σκάλες και πήγα στη λογοτεχνία. Σε λίγο θα έφευγα ντροπιασμένος από εκεί μέσα , αλλά προς το παρόν χάζευα στα βιβλία που τόσες και τόσες φορές τα έχω δει. Περιτριγυρισμένος από βιβλία που κάποια στιγμή θέλω να διαβάσω, εκεί μέσα είναι το μόνο μέρος που δεν κοιτάω για γκομένακια, όχι από τη μεγάλη αγάπη για τα βιβλία αλλά επειδή απλά και μόνο πολύ σπάνια έως ποτέ δεν βλέπω κάτι καλό εκεί μέσα . Έψαχνα να δω τι θα πάρω, είχα ανάγκη από λίγο Κούντερα, ή ίσως και Στάινμπερκ, τελικά κέρδισε ο Βόνεγκατ. Έφτιαξα λίγο τα βιβλία στα ράφια και μ αυτό που θα έπαιρνα ανέβηκα τα σκαλιά. Στο δρόμο προς το ταμείο με βρήκε ένας υπάλληλος και με σταμάτησε
-Τελικά ήρθε αυτό μας ζήτησες
-Αλήθεια; Ωραία, σ ευχαριστώ
-Τι ευχαριστείς; Πάντα χαιρόμαστε να εξυπηρετούμε τους καλούς πελάτες
-Δεν είναι για μένα, αλήθεια…
-Εντάξει σε πιστεύω, μην ανησυχείς
Πριν από μερικές μέρες είχα πάει εκεί και είχα ζητήσει ένα βιβλίο για μια φίλη, έπιασα αυτόν συγκεκριμένο υπάλληλο και του είπα
-Άκου να δεις, θα σου ζητήσω κάτι περίεργο και θα σε παρακαλέσω να μην με παρεξηγήσεις
-Τι εννοείς;
-Να… θέλω ένα βιβλίο, μπορείς να κοιτάξεις σε παρακαλώ αν το έχετε;
-Φυσικά, σιγά το περίεργο… για πιο βιβλίο μιλάμε;
-Εεεε, δεν είναι για μένα, αλήθεια, για μια φίλη το θέλω
-Ναι, πες μου τίτλο ή συγγραφέα
-Δεν είναι για μένα αλήθεια, και θέλω να με πιστέψεις, για μια φίλη το θέλω
-Βρε δεν πειράζει πες το, τι θες τσόντα; κάμα σούτρα;
-Όχι, κάτι χειρότερο…. Το βιβλίο της Ανίτας Πάνια…
-Οκ, θα κοιτάξω
Έσκυψε στον υπολογιστή και προσπαθώντας να κρύψει το γέλιο του πληκτρολογούσε το όνομα, το κατάλαβα και του είπα «Δεν είναι για μένα» αυτός έκανε μια κίνηση με το κεφάλι του που μάλλον σήμαινε εντάξει.
-Δεν το έχουμε φίλε
-Καλώς, δεν πειράζει..
-Αμ θες όμως, για σένα, μπορούμε να το παραγγείλλουμε, θα είναι δύσκολο όμως να στο βρούμε
-Όχι για μένα, για την φίλη μου…
-Οκ, για την φίλη σου, θες να προσπαθήσω να στο βρω;
-Εντάξει, κάνε ότι μπορείς
-Θα σε ενημερώσω την επόμενη φορά
-Σ ευχαριστώ
Και να που τελικά ήρθε το βιβλίο, μου είπε να πάω δίπλα απ την είσοδο να το ζητήσω. Πήγα εκεί ήδη ντροπιασμένος γι αυτό που θα ζητούσα
-Γεια σας, έχει έρθει το βιβλίο της Ανίτας Πάνια;
-Εσύ το έχεις παραγγείλει; Με ρώτησε ο υπάλληλος
-Για μια φίλη…
-Απ ότι βλέπω στον υπολογιστή έχει έρθει αλλά δεν το έχω εγώ εδώ. Μαρία! (φώναξε στην κοπέλα στο ταμείο) Έχεις εκεί το βιβλίο της Ανίτας Πάνια; Είναι για τον κύριο από εδώ.
Όσοι ήταν στο ταμείο γύρισαν και με κοίταξαν, κοκκίνισα «Είναι για μια φίλη μου» είπα σε ένα ηλικιωμένο που συναντήθηκαν τα βλέμματά μας. Η Μαρία στο ταμείο δεν το βρήκε και είπε στον δικό μου «Δεν το έχω, μισό λεπτό να ρωτήσω τον Γιώργο»
-Γιώργο, Γιώργο; Φώναζε η Μαρία
Βγήκε ο Γιώργος στην άκρη από το πατάρι και κοίταξε την Μαρία
-Μήπως έχεις εσύ εκεί το βιβλίο της Ανίτας Πάνια; Το έχει παραγγείλει ο κύριος από εκεί.
Η Μαρία το είπε πολύ δυνατά αυτό γιατί ο Γιώργος ήταν στο πατάρι. Ακόμα και όσοι δεν το είχαν ακούσει πριν το άκουσαν τώρα, μερικοί έβγαιναν από τους διαδρόμους οπού κοιτούσαν βιβλία για να δουν αυτόν που παρήγγειλε το βιβλίο της Ανίτας. Ο Γιώργος πάτησε κάτι σε ένα υπολογιστή και είπε στην Μαρία
-Το έχει ο Νίκος κάτω στην αποθήκη, θα στο φέρει σε λίγο.
Μετά κοίταξε εμένα και μου είπε
-Σας το φέρνουμε σε λίγο
-Ευχαριστώ, είπα σχεδόν από μέσα μου
Σε λίγο να σου και ο Νίκος με το βιβλίο, βγήκε από της σκάλες, «Για ποιόν είναι το βιβλίο;» Μου φάνηκε ότι όλοι μα όλοι, πελάτες και προσωπικό έδειξαν εμένα με το δάχτυλό τους «ΓΙΑ ΑΥΤΟΝ!» είπαν όλοι. Εντάξει, δεν έγινε έτσι αλλά σχεδόν αυτό έγινε, η κοπέλα στο ταμείο έδειξε εμένα με το κεφάλι της και καθώς περπατούσε ο Νίκος με το βιβλίο στο χέρι όλοι προσπαθούσαν να δούνε το εξώφυλλο του.
Πήρα τον δρόμο της επιστροφής, με μια κόκκινη σακούλα με δυο βιβλία, κατακόκκινος από ντροπή έφτασα στο σταθμό του Μετρό στο Πανεπιστήμιο, στην κόκκινη γραμμή. Κατέβηκα τις κυλιόμενες και βρέθηκα στην πλατφόρμα, όπως περπατούσα παράλληλα με τις γραμμές είδα μπροστά μου έναν Γιαπωνέζο που έμοιαζε με Κορεάτη. Τον είδα που κοιτούσε ψηλά στο ταβάνι με πολύ ένταση και πολύ αφοσίωση, το βλέμμα του έμοιαζε να απορροφούσε δισεκατομμύρια πληροφορίες το δευτερόλεπτο, τον ζήλεψα κατά κάποιο τρόπο, «Τι κοιτάει ο πούστης με τόσο ενδιαφέρον; Τι το τόσο σημαντικό μπορεί να εντόπισε το έμπειρο μάτι του;» σκέφτηκα, περπάτησα λίγο ακόμα και μόλις βρέθηκα πίσω του γύρισα να κοιτάξω αυτό που κοιτούσε και αυτός. Το είδα, κοιτούσε το ρολόι που λέει σε πόση ώρα θα έρθει ο επόμενος συρμός. Αυτό ήταν το τόσο ενδιαφέρον; Πούστη Κινέζε με απογοήτευσες… Το ρολόι έλεγε τρία λεπτά, ήταν γραμμένο με κόκκινα γράμματα, σαν το μπλουζάκι της κοπέλας στην Πανόρμου, σαν τη σακούλα που κρατούσα. Περπάτησα λίγο ακόμα παράλληλα με τις γραμμές και σκεφτόμουν τα πεύκα στο σταθμό του ΟΣΕ στο χωρίο μου. Ήταν χρόνια παρατημένος και πηγαίναμε εκεί με τα ποδήλατα όταν ήμασταν παιδιά για να καπνίσουμε στα κρυφά. Πολλές φορές όταν βλέπαμε ένα τρένο να πλησιάζει αφήναμε ένα κέρμα πάνω στις γραμμές και περιμέναμε να περάσει από πάνω του . Μετά πηγαίναμε εκεί που είχαμε αφήσει το κέρμα, το βρίσκαμε λειωμένο και απλωμένο σαν χαρτί. Βεβαία τότε δεν θα σκεφτόμουν με τίποτα ότι μετά από πολλά χρόνια θα ήμουν σε ένα υπόγειο χωρίς δέντρα και χωρίς ήλιο και θα περίμενα ένα άλλο τρένο χωρίς να μπορώ να καπνίσω. Ούτε και την ώρα που περπατούσα παράλληλα με τις γραμμές σκεφτόμουν ότι θα συναντούσα την κοπέλα που είχα δει στο σταθμό της Πανόρμου και την έχασα εξαιτίας του χοντρού που δεν υπάρχει λόγος να τον περιγράψω. Κι όμως την συνάντησα, στα αλήθεια ήταν εκεί και περίμενε, όχι εμένα, το μετρό. Κρατούσε μια σακούλα στα χέρια της από τον Παπασωτηρίου, είχε κατέβει και αυτή στο κέντρο για βιβλίο, απίστευτο και όμως αληθινό . Λες και έγιναν τα πάντα για ξαναβρεθούμε την σε παρόμοιο σημείο απ οπού είχαμε βρεθεί την προηγούμενη φορά και αρχίσουμε αυτό που δεν αρχίσαμε τότε. Να λοιπόν που μου δόθηκε η ευκαιρία και να τι έγινε: Πήγαινα προς το μέρος της χωρίς να ξέρω ότι ήταν εκεί, όταν έφτασα αρκετά κοντά συναντηθήκαν τα βλέμματά μας για λίγο, με αναγνώρισε, κοκάλωσα , τι να έλεγα; δεν είπα τίποτα, συνέχισα να περπατάω, κοίταξα το ρολόι πάνω, δύο λεπτά, ρύθμισα το βήμα και περπατώντας σκεφτόμουν πώς να ξεκινούσα την κουβέντα όταν θα μπαίναμε εντελώς τυχαία στο ίδιο βαγόνι. Είχα το ατού ότι είχαμε πάρει και οι δύο βιβλίο, αλλά αν ήθελε να τις δείξω τι πήρα πώς να της έδειχνα το βιβλίο της Ανίτας; Να μιλούσα για καρμικό και συναφή; Θα με περνούσε για τρελό. Μάλλον ένα γεια θα έλεγα και όλα θα ερχόταν μόνα τους, έτσι γίνεται πάντα, δεν θέλει πολύ σκέψη, ναι αυτό θα κάνω, θα πω ένα γεια, θα πιάσουμε την κουβέντα, θα κανονίσουμε για καφέ, αφού θα τις έχω ζητήσει το τηλέφωνο, τώρα που σκέφτομαι όμως δεν έχω τηλέφωνο μαζί μου, πως θα θυμάμαι το τηλέφωνό της για να την πάρω, η μνήμη μου είναι γάματα, διαλύθηκαν όλα στο μυαλό μου, τελείωσαν πριν καν αρχίσουν. Μια θλίψη με κυρίευσε και συνέχισα να περπατάω, ώσπου ξαφνικά μου ήρθε ή φώτιση, βρήκα πως θα κρατήσω το τηλέφωνο της, θα τσακίζω στο βιβλίο (όχι της Ανίτας) μια σελίδα ανά δεκάδα στον αντίστοιχο αριθμό, δηλαδή θα ξεκινούσα με τσάκιση στο 06 μετά τσάκιση στο 19 μετά στο 28 μετά στο 32 και πάει λέγοντας, δηλαδή 6982…. ωραία, την βρήκα την λύση πάλι, η θλίψη μου κράτησε μόνο λίγα δευτερόλεπτα. Τίποτα δεν με εμπόδιζε πια, θα βγαίναμε για καφέ, πάνω από τέσσερις ώρες ο πρώτος καφές, την επόμενη για ποτό, θα τα φτιάχναμε, θα ήμουν ένας τρελά ερωτευμένος, επιτελούς θα εύρισκα έμπνευση και ηρεμία και θα έγραφα ένα βιβλίο για αυτήν, θα γινόταν τρελή επιτυχία και σε ένα χρόνο θα βγαίναμε αγκαλιασμένοι φωτογραφίες στο Rockefeller Plaza με φόντο τους ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης. Με αυτήν την σκέψη έφτασα εντελώς τυχαία δίπλα της ακριβώς την ώρα που έφτανε και το μετρό, και τι να έκανα; Μπήκα στο ίδιο βαγόνι. Αν και ήταν σχεδόν άδειο το βαγόνι η κοπέλα δεν έκατσε, στάθηκε όρθια πίσω από την πόρτα και εγώ ακούμπησα την πλάτη μου στο τζάμι που βρίσκεται μπροστά από τα καθίσματα. Ωραία, το χω τώρα, το ήξερα ήμουν σίγουρος, έκανα κίνηση να της μιλήσω. Μόλις έκλεισε η πόρτα και πριν πώ το γεια ένα πρεζάκι σταμάτησε στην κολόνα ακριβώς δίπλα μου και άρχισε το ποίημα. «Καλησπέρα και συγγνώμη για την ενόχληση, με λένε Γιώργο, είμαι ναρκομανής και έχω προβλήματα υγείας, με έχει δείξει και ο Αυτιάς στην τηλεόραση, δεν είμαι ζητιάνος, μπλα μπλά μπλα, πουλάω αυτά τα χαρτομάντιλα, μπλά μπλα μπλα, ευχαριστώ και συγνώμη για την ενόχληση» .Είμαι ο Γιώργος και μόλις τελείωσα. Πώς να της μιλούσα όση ώρα έλεγε το πρεζάκι το ποίημα; Περίμενα, μόλις τελείωσε ο Γιώργος σκέφτηκα πως αυτός θα ήταν μια καλή αφορμή να πιάσω την κουβέντα, δεν ξέρω πως θα μου έβγαινε στην πορεία. Κλάσματα του δευτερολέπτου πριν της μιλήσω μια γριά που είχε σηκωθεί για να κατεβεί στο Σύνταγμα μου μίλησε. Φτου! Γαμω την πουτάνα μου! Αν είχα και εγώ τόσο θράσος όσο οι γριές στο να πιάνω κουβέντα τώρα μάλλον δεν είχα κανένα πρόβλημα, θα είχαν συμβεί όλα προ πολλού
-Νεαρε, το κορδόνι σου είναι λυμένο. Μου είπε η γρια
-Το ξέρω.. της είπα
-Δεστο, θα το πατήσεις και θα πέσεις
-Θα το δέσω μετά
-Τώρα δεστο, θα το πατήσεις και θα φας τα μούτρα σου
Χυλόπιτα θα φάω αν το πατήσω, όχι τα μούτρα μου, σκέφτηκα
-Δεν πέφτω μην φοβάστε
-Θα πέσεις θα δεις… θα δεις…
Εκείνη την ώρα έφτανε το μετρό στο Σύνταγμα , γύρισα την πλάτη στην γριά και στάθηκα δίπλα στην κοπέλα «Μαυρόγατα» είπα σιγανά και μ άκουσε η κοπέλα. Προσπάθησε να μην γελάσει. Η γριά από πίσω συνέχιζε να μιλάει, έλεγε για τα κορδόνια. Τι στο διάολο ήθελε η βλαμμένη; Γιατί δεν κάθεται ήσυχη στο σπίτι της να πλέκει και να βλέπει Αυτιά ή ακόμα καλύτερα να πάει στο δάσος να περιμένει την κοκκινοσκουφίτσα και να την φάει ο κακός ο λύκος.
-Δεν ξέρω να δένω. Της είπα και άνοιξε η πόρτα του συρμού.
Έφυγα γρήγορα για να αποφύγω την γριά, ήξερα που να πάω και ήξερα που πάει και η κοπέλα. Μέσα στο χαμό την έχασα για λίγο, πήγαινα στις σκάλες προς αεροδρόμιο.
Πήρα την θέση μου στις κυλιόμενες και κατέβαινα προς να κάτω χωρίς να κάνω τίποτα, ένας τρελός κατέβαινε από την αριστερή μεριά στις κυλιόμενες και φώναζε «Βγήκε νέο παγωτό ΕΒΓΑ, ελάτε να το γλύψουμε όλοι» Τον άκουσα που φώναζε και γύρισα να κοιτάξω την φάτσα του. Τον είδα μες την τρελή χαρά να κατεβαίνει και να φωνάζει με σηκωμένα τα χέρια, λίγες θέσεις πιο πίσω από μένα είδα και την κοπέλα, κοιταχτήκαμε πάλι για λίγο. Ωραία, δεν την έχασα. Έφτασε ο συρμός πριν φτάσουμε εμείς κάτω. Ο κόσμος άρχισε να τρέχει για να προλάβει, όλοι περνούσανε δίπλα μου και με σκουντούσανε, η κοπέλα δεν πέρασε, μάλλον περίμενε για να μπούμε μαζί. Είχε αδειάσει η σκάλα λίγο πριν φτάσουμε κάτω, κοίταξα πίσω και την είδα εκεί. Ήξερα ότι προλάβαινα να μπω και έτσι δεν έτρεξα. Ο συρμός κάτω είχε στουπώσει. Η κοπέλα κάποια στιγμή αποφάσισε να τρέξει και με προσπέρασε, μπήκε μέσα στριμώχτηκε με τον κόσμο και γύρισε προς το μέρος μου σαν να με περίμενε. Ωραία, θα στριμωχτούμε σκέφτηκα. Η σκάλα έφτασε στο τέλος της και για πολύ λίγο πήγαινα ευθεία και όχι προς τα κάτω, έμοιαζε σαν να άλλαξε η βαρύτητα του κόσμου για μια στιγμή, μ αυτή την έλλειψη βαρύτητας θα πετούσα προς τον συρμό και κλεινόμουν για πάντα εκεί μέσα μ αυτή την κοπέλα που όλο το σύμπαν και ο Στέλιος συνωμότησαν να την ξαναφέρουν στο δρόμο μου. Διάλεξα να μην πετάξω αλλά να περπατήσω. Πήγα να κάνω το πρώτο βήμα αλλά το λυμένο κορδόνι μου πιάστηκε στην κυλιόμενη σκάλα και έμεινα εκεί κολλημένος να μην μπορώ να κάνω τίποτα, προσπαθούσα να ξεκολλήσω το πόδι μου από τις σκάλες αλλά το μπάσταρδο είχε πιαστεί και εκεί και με καθήλωσε , κοίταξα για μια στιγμή το συρμό η πόρτα έκλεισε, θα ήθελα να έβλεπα την κοπέλα να ακουμπάει το χέρι της μελαγχολικά στο τζάμι και να φεύγει το τρένο και να κοιτάει πίσω αλλά δεν έγινε καθόλου έτσι, η πόρτα έκλεισε και η κοπέλα χάθηκε ανάμεσα στον κόσμο. Το μόνο που έβλεπα ήταν μια μάζα ανθρώπων να φεύγουν μέσα σε ένα κονσερβοκούτι. Η κυλιόμενες έφεραν και την γριά που μου είχε πει να δέσω τα κορδόνια , δεν μπορούσα να φύγω και να την αποφύγω είχα κολλήσει εκεί, η γριά κατέβηκε και γύρισε προς το μέρος μου. Τώρα με είχε δεμένο εκεί, και έβγαλε το μαστίγιό της για να με βασανίσει.
-Και στο λεγα να δέσεις τα κορδόνια σου, δεν μ άκουσες, να τώρα..,
Δεν της απάντησα, θύμωσα και τραβούσα με δύναμη το πόδι μου να ξεκολλήσει από την γαμοσκάλα
-Πως θα βγεις τώρα από εκεί;
Τράβηξα απότομα το πόδι και κόπηκε το κορδόνι, απελευθερώθηκα από την σκάλα άλλα όχι από την γκαντεμιά μου. Έφευγα, η γριά με ακλούθησε, «Δέσε τα κορδόνια σου» γύρισα και της απάντησα «Δεν έχω κορδόνι πια δεν βλέπεις; Άσε με στη ησυχία μου» .
Μ άφησε και περπατούσα μόνος στην πλατφόρμα. Κοίταξα πάνω το ρολόι που έλεγε έξι λεπτά. Έμεινα εκεί να το κοιτάω με ένταση και αφοσίωση σαν τον Γιαπωνέζο που έμοιαζε με Κορεάτη.
-