Σάββατο 16 Απριλίου 2011

Ένας Δεινόσαυρος Στο Σύνταγμα


Καθόμουνα στην πλατεία Συντάγματος σε μια ιερή στιγμή της ημέρας όπου δεν κάνω τίποτα απολύτως, κάθομαι μονό και κοιτάω τον κόσμο που βγαίνει από τις σκάλες του Μετρό. Δεν με νοιάζει ποτέ πόση ώρα είμαι εκεί ή τι έχω να κάνω μετά, απλά το απολαμβάνω.  Είναι αυτό που έχει πει και ο Νικόλας ο Άσιμος : Άν φτάσεις στην ακινησία μπορείς παντού να ταξιδέψεις…… Εγώ δε χρειάζομαι τον κόσμο……  Χρειάζομαι απλά να δημιουργώ κόσμους.



Η αυτοκαταστροφή μου τάση με ωθεί να καπνίσω, βγάζω τα σύνεργα του καπνού και στρίβω με αργή ιεροτελεστία το πρώτο μου τσιγάρο στο σημείο της ακινησίας.  Θα μείνω ακίνητος, μα ο καπνός μου θα πετάξει και θα απλωθεί σ όλη την πόλη,  δεν έχω τίποτα  να πω, ούτε και ο καπνός μου, θα περάσουμε απ όλη την πόλη και θα χαθούμε απαρατήρητοι.  Ένα δωρεάν ταξίδι για εσωτερική κατανάλωση.    



Βλέπω ένα σκύλο να σκυλοβαριέται την σκυλήσια ζωή του.  Τον ζηλεύω εν μέρει, κάθεται εκεί μέχρι να βαρεθεί και μετά θα σηκωθεί να πάει αλλού μέχρι να βαρεθεί ακόμα περισσότερο.   Η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού.  Με την εικόνα αυτού του σκύλου έφυγα και βρέθηκα πίσω  στο χρόνο οπού είχα μια συνάντηση με έναν άλλο σκύλο πιο ζωηρό. Τότε δεν είχαμε πει πολλά με αυτόν τον σκύλο, αλλά τώρα που έχω χρόνο θέλω  να επεκτείνω την συζήτηση γιατί νομίζω ότι την είχα αφήσει στην μέση τότε, είδε μια γάτα ο μαλάκας ο σκύλος και έφυγε και με παράτησε…


Έκτος από να κάθομαι ακίνητος μ αρέσει και να περπατάω, είναι σαν να βγάζω βόλτα τον σκύλο χωρίς σκύλο. Βάζω τα ακουστικά στα αυτιά και ακούω μουσικές  για να καλύψω τον θόρυβο των αυτοκινήτων και των μηχανών που τόσο μισώ. Μια ωραία μέρα περπατούσα μέσα στο Παλαιό Ψυχικό  κάπου ανάμεσα στα δέντρα και στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, είναι  ότι πιο κοντινό  σε χωριό που  υπάρχει  στο κέντρο της Αθήνας.  Αυτήν ωραία μέρα λοιπόν που περπατούσα   κοντά στο Αρσάκειο στο Άλσος Ψυχικού, είδα μια ωραία κυρία που είχε βγάλει βόλτα το ωραίο της σκυλάκι. Οι δυο τους ανταγωνιζόταν ποιος θα περπατήσει με περισσότερο καμάρι.  Το σκυλί κάπου κάπου σταματούσε για κατούρημα, η κυρία το κοιτούσε, ειδυλλιακή εικόνα,  τους πλησίαζα από πίσω  με μια επιφυλακτικότητα μη με κατουρήσει το σκυλί. Την ειδυλλιακή εικόνα του αριστοκρατικού κατουρήματος διέκοψε ένας αλήτης σκύλος. Ξεπήδησε μέσα από το άλσος  και όρμησε στο κοντοπούτανο σκυλάκι. Ο αλήτης σκύλος ήταν ένα μεγαλόσωμο σκυλί ράτσας Αγίου Βερνάρδου .  Η κυρία μόλις είδε το μεγάλο σκυλί τρόμαξε και πήρε το μικρό σκυλί στη αγκαλιά της και προσπαθούσε να γυρίσει πλάτη στον μεγάλο. Ο αλήτης όμως ήθελε να μυρίσει την σκυλίτσα και προσπαθούσε να βρεθεί μπροστά από την κυρία που όλο έστριβε να τον αποφύγει.  Τώρα η κύρια κατουριόταν και το σκυλί την κοιτούσε, αντιστροφή ρόλων. Όντας ερχόμενος από πίσω (τι πρόταση έκανα για να αποφύγω να γράψω το ΄΄εγω΄΄….) είδα την αναστάτωση που είχε προκαλέσει ο σκύλος και έτρεξα να βοηθήσω. Αμέσως έπιασα το γομαρόσκυλο από το λουρί που είχε στο λαιμό και τον τράβηξα προς τα πίσω , δεν αντέδρασε καθόλου, σχεδόν υπάκουσε. Είπα στην κυρία με ήρεμο τόνο:
-Ηρεμήστε, δεν θα σας πειράξει….. να παίξει θέλει
-Δικό σου είναι το τέρας!; Μου είπε απότομα και το χέρι της έτρεμε πάνω στο μικρό σκυλάκι
-Δεν είναι τέρας και δεν είναι δικό μου, απλά έτυχε να περνώ και είδα που τρομάξατε
-Και τίνος είναι!
-Δεν ξέρω
-Σκότωμα θέλουν τα γομάρια, δεν ντρέπονται λίγο που τα αφήνουν έτσι!
-Ηρεμήστε, να παίξει ήθελε…
Ο σκύλος που κρατούσα κοιτούσε επίμονα το μικρό σκυλάκι και έκανε το σώμα του μπροστά, αμέσως μόλις καταλάβαινα κίνηση του κουνούσα λίγο το λουρί και ηρεμούσε.
-Τι να ηρεμήσω! Πως τ αφήνουν έτσι τα τέρατα
-Σε λίγο φεύγω και θα τον αφήσω,  αν θέλετε να απομακρυνθείτε τώρα έχει καλώς αλλιώς
-Πάμε Λίζα… είπε στον σκύλο της και έφυγε  νευριασμένη με γρήγορό βήμα. Απομακρυνόμενη  που και που κοιτούσε πίσω.

Κρατώντας πάντα τον σκύλο από το λουρί έκατσα σε ένα πεζούλι. Δεν ξέρω αν είναι ανάγκη να το πω αλλά κρύωσε ο κώλος μου. Ο σκύλος κοιτούσε πάντα την κυρία που απομακρυνόταν.  «Πως είσαι έτσι ρε μαλάκα;» του είπα ήρεμα « είναι δυνατόν να μην  σε φοβάται ο κόσμος;» ο σκύλος έβγαλε την γλώσσα και έπαιρνε κοφτές ανάσες, τον λυπόμουν που ήταν βλάκας και τρόμαζε τον κόσμο γι αυτό και του μιλούσα ήρεμα, είμαι σίγουρος ότι του άρεσε αυτός ο ήρεμός τόνος. «Να παίξεις ήθελες; Δεν ντρέπεσαι κοτζαμ γομάρι να θες και παιχνίδια; Πόσο χρονών είσαι;  Δεν μιλάς έ; Τι να πεις… και ποίος να σ ακούσει….  Έχει αλλάξει κόσμος… ή μάλλον αποκαλύφθηκε…. Αλλιώς τα φανταζόσουνα και εσύ ε;….. Δεν χωράμε  σε αγκαλιές,  δεν κάνει να μιλάμε,  καλά… εσύ να γαβγίζεις….» άναψα τσιγάρο και σκέφτηκα λίγο, άφησα και τον σκύλο να σκεφτεί «Αν σε κυνηγούσε ένας δεινόσαυρος τι θα έκανες;» ο σκύλος κοίταξε από την άλλη μεριά να δει αν ερχόταν κανένας δεινόσαυρος, αλλά ίσως και να τον μπέρδεψα με την ερώτηση μου, ασυναίσθητα έκανα μια κίνηση με το χέρι μου που έμοιαζε με στοπ και εξήγησα πάλι στον σκύλο  «Το ξέρω δεν υπάρχουν δεινόσαυροι στη Ελλάδα, αλλά λέμε αν υπήρχαν τι θα έκανες;» δεν απάντησε « θα σου δώσω μερικές πιθανές απαντήσεις Α) θα του πετούσες μανταλάκια στο κεφάλι; Β) Θα έπαιρνες τηλέφωνο τον Γιώργο; Γ) Θα μεταμορφωνόσουν σε αόρατο καλαμάρι; ή Δ) Θα μεταμορφωνόσουν σε ακόμα μεγαλύτερο δεινόσαυρο και θα τον κυνηγούσες εσύ;»  την τελευταία ερώτηση την είπα με πολύ  σοβαρότητα και μάλλον θα  αναστάτωσε τον σκύλο,  κούνησε το κεφάλι του νευρικά δεξιά αριστερά και με γέμισε σάλια , ξίνισα τα μούτρα μου και του είπα… «Αυτό θα έκανες μαλάκα; οκ, αυτό θα τον έδιωχνε σίγουρα μακριά τον δεινόσαυρο, αλλά που θα πήγαινε μετά; Λες σε κάνα Σύνταγμα; Θα πήγαινε να μπει στο μετρό ο καημένος και έπιανε ολόκληρο βαγόνι στριμωγμένος και σκυμμένος. Θα του έλεγε καμία γριά να κάνει πιο εκεί και αυτός την κοιτούσε λυπημένος και απογοητευμένος που δεν μπορεί  να κάνει τίποτα εξαιτίας του όγκου του. Κι αν έβγαινε στην πλατεία τι θα έκανε; Θα κοιτούσε λίγο με θαυμασμό το τοπίο, θα έβαζε τα γυαλιά του να μην τον θαμπώνει ο ήλιος και θα ερχόταν και θα καθόταν δίπλα μου, και τότε θα του μιλούσα για σένα, ναι χαζούλη, για σένα.» Ο σκύλος τινάχτηκε απότομα, όπα, είδε κάνα δεινόσαυρο; Αλλά τι λέω… δεν υπάρχουν δεινόσαυροι στην Ελλάδα, κοίταξα εκεί που κοιτούσε ο σκύλος και είδα μια γάτα. Με μια ξαφνική κίνηση έφυγε ο σκύλος και άρχισε να κυνηγάει την γάτα. Θύμωσα,  « Σιγά μην την πιάσεις μαλάκα…» του είπα και ρούφηξα καπνό από το τσιγάρο.  Μου πέρασε αμέσως ο θυμός και έβγαλα τον καπνό κάνοντας δαχτυλίδια,  ήρθε ένας δεινόσαυρος να με δαγκώσει και τραβήχτηκα πίσω, ο δεινόσαυρός έριξε μια δαγκωνιά στον αέρα και  έκλεισε τα δαχτυλίδια στο στόμα του. Από πάνω ακούστηκε μια  φωνή τραγουδάει  Μου φαγες όλα τα δαχτυλίδια…. ο δεινόσαυρος κοίταξε πάνω με απορία και εγώ βρήκα την ευκαιρία να φύγω κρυφά χωρίς να με πάρει χαμπάρι. Περπατούσα σκυφτός αφήνοντας τον καπνό πίσω μου σαν καλαμάρι.


Σηκώθηκα από τις σκάλες του μετρό, πάντα καπνίζοντας, και προχώρησα προς τη Ερμού να χαθώ μέσα στο πλήθος  όπως πάντα μη έχοντας κάτι να πω, ή ακόμα και αν είχα κανείς δεν ενδιαφέρεται για δεινόσαυρους και πιγκουίνους.

Και όχι τίποτα άλλο, πάλι άφησα την κουβέντα με τον σκύλο στη μέση…. Σε ποιον να το πω αυτό;




Τρίτη 12 Απριλίου 2011

Ο κύκλος της ζωής


-Γεια σου!
-Γεια σου και σένα!
-Τι κάνεις;
-Μιλάω στο τηλέφωνο περίμενε λίγο….
-Μιλάς στο τηλέφωνο;! Σιγά μη μιλάς και στο δέντρο….
-Σε κλείνω…. Μιλούσα, για πες τι νέα;
-Για πού με κλείνεις;
-Όχι εσένα,  στο τηλέφωνο το είπα
-Μα καλά είσαι τρελός; Μιλάς στο τηλέφωνο;
-Ναι, που το βλέπεις το παράξενο;
-Αν σου έλεγα εγώ ότι μιλάω στα κλειδιά του αυτοκινήτου, δεν θα σου φαινόταν παράξενο;
-Φυσικά, αφού δεν έχεις αυτοκίνητο!
-Τι να το κάνω; Αφού δεν ξέρω τους δρόμους
-Ούτε και αυτοί σε ξέρουν, μη μασάς
-Πάμε για μασάζ;
-Που;
-Δεν σου λέω!
-Έλα ρε πες…..
-Τσουκ
-Γιατί δεν μου λες;
-Γιατί είσαι αυριανός τύπος
-Θα μου πεις αύριο τότε;
-Αύριο θα είσαι χτεσινός
-Τότε πότε;
-Τι σε νοιάζει;
-Με νοιάζει η αλήθεια
-Η αλήθεια βρίσκεται μπροστά σου
-Και γιατί δεν την βλέπω;
-Γιατί είναι σαν την μύτη σου!
-Μεγάλη;
-Πρέπει αν κλείσεις το ένα σου το μάτι για να δεις
-Ποιο  από δύο;
-Δεν έχει σημασία, ένα μάτι βλέπει έξω το άλλο μάτι μέσα
-Το ένα μάτι βλέπει το άλλο και τα δυο το πρόσωπο
-Ειδές;! Από εκεί βγαίνει η αλήθεια, απ το αλλήθωρος
- Και απ την πολλή αλήθεια τυφλώνεσαι και γίνεσαι δίκαιος
-Ή ερωτευμένος
-Η δικαιοσύνη είναι τυφλή
-Και ο έρωτας γκαβός
-Και ο χρόνος χρήμα
-Και το χρήμα καφέδες
-Και οι καφέδες χρόνος
-Ο κύκλος της ζωής…..
-Βραχυκύκλωσα
-Βράστα…
- Τα αυγά;
-Καλά που μου το είπες, πάω σπίτι να κάνω βραστά αυγά
-………………
-Τι με κοιτάς έτσι περίεργα;
-Θα πάς σπίτι σου να κάνεις αβγά; Και δει βραστά;
-Ναι γιατί; Που είναι το παράξενο;
-Όχι μόνο νομίζεις ότι είσαι κότα, αλλά μας το παίζεις και αναμμένη κότα!
-Καλά δεν παίζεσαι
-Το ξέρω, είμαι χαλασμένος, κολλάει η βελόνα
-Άντε γεια…
-Γεια_γεια_ γεια_ γεια…………






Παρασκευή 8 Απριλίου 2011

Αφρός Μπύρας



Εδώ και δυο μήνες συγκατοικώ με γυναίκα, το τι ρόλο βαράει αυτή η κοπέλα θα το πω στο τέλος έτσι για σασπένς. Το πρώτο πράγμα που της είπα απ την στιγμή που πάτησε το πόδι της στο σπίτι μου ήταν να προσέχει την ημερομηνία λήξης σε οτιδήποτε υπάρχει στο σπίτι. Είναι ένα βασικό πράγμα που πρέπει να προσέχει κάποιος στο σπίτι, υπάρχουν πράγματα λήγμενα πάνω από δύο χρόνια. Το ψυγείο όχι μόνο δεν είχε πράγματα μέσα άλλα είχε να ανοίξει η πόρτα του πάνω από τέσσερις μήνες. Η εισβολέας ήρθε αποφασισμένη να με βάλει σε μια τάξη. Το πρώτο βράδυ δεν μου είπε τίποτα. Την επόμενη μέρα  έκανε ένα γρήγορό έλεγχο στο σπίτι μου και λίγο πριν φύγει για την δουλεία της, στις 12 το μεσημέρι ,μου ανέθεσε κάποιες δουλειές «Πρώτον: θα μαζέψεις όλα τα πράγματα από το πάτωμα, δεύτερον: αυτόν τον σωρό με ρούχα που έχεις στον καναπέ θα τα βάλεις σε τάξη στην ντουλάπα και τρίτον να πετάξεις οτιδήποτε ληγμένο υπάρχει στην κουζίνα!»  Συμφώνησα, τι να έκανα; «Μην τυχόν γυρίσω και δεν έχεις κάνει ότι σου είπα!»

Μόλις έφυγε βγήκα για ένα καφέ, έτσι σαν άνθρωπος να ξεσκάσω λίγο, μετά τον πρώτο καφέ πήγα και για δεύτερο, κάπου στις  7 είπα να μαζευτώ στο σπίτι. Με το που άνοιξα την πόρτα αυτήν πετάχτηκε μπροστά μου με τα χέρια στην μέση και με ύφος δασκάλας που μαλώνει τα παιδιά
-Που ήσουνα; Άσε μη  μου πεις! Πάλι για καφέδες ήσουν!
-Έλα μωρέ λίγο βγήκα να πάρω αέρα…
-Τι λίγο ρε ρεμάλι!  Όλη την ώρα για καφέ  στην Πανόρμου είσαι!
-Πρέπει να βγαίνω για κοινωνικές συμπτύξεις
-Γιατί δεν έκανες αυτά που σου είπα!
-Δεν πρόλαβα ρε, μόλις έφυγες με πήραν τηλέφωνο να βγω, τι να έκανα;
-Να έβγαινες αργότερα! Κάποτε μάζευαν οι γυναίκες τους άντρες από τα καφενεία, εσύ που είσαι η νέα γενιά πρέπει να σε μαζεύουμε απ τις καφετέριες
-Γιατί με καταπιέζεις; Είμαι ερασιτέχνης συγγραφέας, πρέπει να είμαι ήρεμος για να γράφω….
-Σκατά είσαι! Πήγαινε να κάνεις τις δουλειές!
-Μα…
-Πήγαινε είπα!
-Καλά θα πάω
-Τώρα!
Έφυγα, και φεύγοντας της λέω «Πτάνα!» «Μαλάκα!» μου λέει αυτήν.

Μπήκα στο δωμάτιό μου, είδα την δουλειά που με περίμενε και απελπίστηκα, ξάπλωσα στο κρεβάτι και έβγαλα το κινητό να παίξω Tetris. Μετά από δέκα λεπτά μπαίνει αυτήν μέσα
-Καλά, τι κάνεις εκεί; Παίζεις με το κινητό!
-Στέλνω μηνύματα…
-Σιγά μην στέλνεις μηνύματα! Παίζεις! Γιατί δεν κάνεις δουλείες;
-Ξάπλωσα να ηρεμήσω λίγο…
-Αν δεν σηκωθείς τώρα, θα αρχίσω να τσιρίζω!
-Θα τα κάνω, αλήθεια.. πήγαινε στο δωμάτιό σου τώρα….
Με κοίταξε λίγο, μάλλον δεν πείστηκε ότι θα τα κάνω και άρχισε να τσιρίζει. Νομίζω ότι όλο το οικοδομικό τετράγωνο ανατρίχιασε, πόσο μάλλον εγώ, πετάχτηκα από το κρεβάτι και άρχισα να μαζεύω ρούχα
-Σκάσε! Σκάσε, να κάνω δουλείες!
-Μη σε δω να κάθεσαι….
-Φύγε!
Μόλις έφυγε παράτησα τα ρούχα και πήγα στο κινητό να συνεχίσω το Tetris, είχαν κατέβει τα τουβλάκια και είχε λήξει η παρτίδα. Φούντωσα, τώρα σπάστηκα στα αλήθεια, ανοίγω την πόρτα «Μαλάκω!» της φωνάζω και έκλεισα την πόρτα με υπερδύναμη. Για να ηρεμίσω άρχισα να κάνω δουλειές. Έβαλα στον υπολογιστή να παίζει  Loreena  McKennitt και ξεκίνησα τον άθλο. Μάζεψα τα πράγματα από το πάτωμα, δεν μπορεί φανταστεί κανείς τι βρήκα εκεί, μόνο κάτω από το κρεβάτι βρήκα 7 αναπτήρες και 14 ευρώ σε κέρματα!
Μετά πήγα να βάλω τα ρούχα σε μια τάξη, δεν ήταν και τόσο δύσκολο όσο νόμιζα, δίπλωνα με αρρενωπή χάρη τις μπλούζες και τα παντελόνια,  από σωρός που ήταν τα έκανα πύργο μέσα στην ντουλάπα, τον πύργο της Βαβέλ, μια στοίβα με ρούχα από πολλές χώρες, σε λίγο έγινε πύργος της Πίζας, πλάγιασε και κόντεψε να πέσει, τον ξαναέφερα στα ίσια και έβαλα ένα άδειο μπουκάλι νερού απ την μεριά που έγερνε για να κρατήσει κόντρα, έκλεισα την ντουλάπα και έβαλα το τραπεζάκι μπροστά από το φύλο για να μην πέσουν μπροστά και ανοίξει η ντουλάπα. Με το που γύρισα είδα στο μπράτσο του καναπέ μια μπλούζα που είχα ξεχάσει, σπάστηκα με τον εαυτό μου, πήρα την μπλούζα στα χέρια και σκεφτόμουν τι να την κάνω, βαριόμουν να ξανανοίξω την ντουλάπα. Την κρατούσα και σκεφτόμουν.  Βαρέθηκα να σκέφτομαι, φόρεσα την μπλούζα που κρατούσα μια και δεν μπορούσα να αποφασίσω τι να κάνω μ αυτή, δεν είχα και σωρό με ρούχα να την πετάξω…..

Πήγα στην κουζίνα, πήρα με μεγάλη σακούλα και άρχισα να πετάω ληγμένα πράγματα. Το ρεκόρ το έπιασε ένα μπουκάλι ξύδι το οποίο ήταν ληγμένο εδώ και τρία χρόνια! Αφού γέμισα μισή σακούλα με ληγμένα, πήγα στο ψυγείο, εκεί ήθελαν όλα τα πράγματα πέταγμα, όλα όμως. Μέσα σ όλα τα ληγμένα του ψυγείου υπήρχαν και 7 κουτάκια μπύρα Μύθος τα οποία μου τα είχε φέρει αυτήν πριν από ενάμισι χρόνο και τρία μπουκάλια Erdinger  τα όποια τα είχα  αγοράσει εγώ πριν από ένα χρόνο, αντιλαμβάνεστε όλοι την διαφορετικότητα στις ποιοτικές επιλογές. Πήγα να τα πετάξω αλλά θυμήθηκα μια φίλη που μου μίλησε για την ανακύκλωση, βασικά μπορούσα να αντικρούσω όλα της τα επιχειρήματα περί ανακύκλωσης, αλλά μιλάει όμορφα και έτσι την άφησα να μου μιλάει για το παγκόσμιο χωρίο που λέγεται γη και κινδυνεύει και εμείς πρέπει να κάνουμε κάτι, το μόνο που της είπα τότε ήταν  «παράτα πρώτα το αμάξι και μετά σκέψου τα χαρτάκια που πάνε χαμένα»  τέλος πάντων να επιστρέψω στο θέμα, πήρα τα κουτάκια και τα μπουκάλια και τα πήγα στον νεροχύτη να τα αδειάσω με απώτερο σκοπό να τα ανακυκλώσω , με ακόμα πιο απώτερο να συμμετάσχω στον αγώνα της φίλης για την ανακύκλωση και να κερδίσω λίγη ακόμα συμπάθεια. 
Εδώ αρχίζει το πανηγύρι.  Άνοιξα πρώτα το  τσίγκινο κουτάκι της μπύρας, αυτό το πσσσς που κάνουν αυτά τα κουτάκια μου προκαλεί πάντα μια μικρή ηδονή. Άδειαζα την μπύρα στον νεροχύτη, το σήκωνα ψηλά και έβλεπα τον αφρό της μπύρας να απλώνεται σε όλη την επιφάνεια του νεροχύτη.  Το δεύτερο κουτάκι το άδειαζα από ακόμα πιο ψηλά, έκανε υπερβολικά πολύ αφρό, το κακό είναι ότι πεταγόταν πιτσιλιές στα πιάτα που ήταν πλυμένα στον δίπλα κομμάτι του νεροχύτη.  Απολάμβανα τον αφρό που έπεφτε στον νεροχύτη και που και που κοιτούσα πίσω μου μην μπει αυτήν μέσα. Ένιωθα μερικές τύψεις, όχι βέβαια για τα πιάτα που δέχονταν τα υπολείμματα του παιχνιδιού μου, αλλά για τον αφρό που πήγαινε χαμένος. Πήρα μια κούπα και την έβαλα εκεί ακριβώς που είναι το σιφόνι. Τα επόμενα κουτάκια τα άδειασα απ όσο πιο ψηλά μπορούσα για να κάνω όσο το δυνατόν περισσότερο αφρό. Είχε γεμίσει ο μισός νεροχύτης με αφρό μπύρας, έβαλα το χέρι πάνω στον αφρό και τον άγγιξα με τις άκρες των δακτύλων μου, υπέροχη αίσθηση, έκανα δεξιά αριστερά τα δάχτυλά μου πάνω στον αφρό, έβγαλα τα δάχτυλα και το κοιτούσα από πάνω. Έφερα το ένα δάχτυλο στο στόμα μου και δοκίμασα λίγο από τον αφρό ληγμένης μπύρας.  Μετά σήκωσα το μανίκι μου και έβαλα το χέρι μέχρι τον πάτο, ήταν υπέροχο, δροσιστικό,   προτείνω σε όλους να το κάνετε. Μετά τα κουτάκια μου είχαν μείνει τα μπουκάλια Erdinger, αυτά ήταν όντως κρίμα να τα πετάξω, αλλά έπρεπε.  Άνοιξα το πρώτο μπουκάλι και άρχισα να το κουνάω με δύναμη έχοντας τον αντίχειρα μου στο στόμιο του μπουκαλιού, όταν ήταν έτοιμο χαλάρωσα τον αντίχειρα και το μπουκάλι πετούσε αφρό με πίεση, το κατεύθεινα προς τα τοιχώματα του νεροχύτη και έκανε ένα θόρυβο όπως πέφτει η βροχή στον τσίγκο. Ακόμα περισσότερος αφρός. Το ίδιο έκανα και με το δεύτερο μπουκάλι, είχα πωρωθεί, δεν με ένοιαζε τίποτα άλλο, άσε που σκεφτόμουν να πάω να αγοράσω μπουκάλια και να το ξανακάνω. Στο τρίτο μπουκάλι με έπιασε αυτήν…

Μπήκε στην κουζίνα και είδε την πλάτη μου,  εκτός από την πλάτη μου είδε να κουνάω και το χέρι  πάνω κάτω κάπου κοντά στην κοιλιά μου χωρίς να ξέρει τι κρατάω….
-Τι κάνεις εκεί; Μου είπε
Γύρισα απότομα βάζοντας ταυτοχρόνως το μπουκάλι της μπύρας πίσω μου για να μην το δει,  το είχα κουνήσει και πατούσα με δύναμη τον αντίχειρα πάνω στο στόμιο για να μην πεταχτεί η μπύρα.
-Τίποτα…. Της λέω
-Θεέ μου,  δεν μπορώ να φανταστώ τι μπορεί να έκανες πάλι… δεν μπορώ ΚΑΝ να φανταστώ…. Είσαι πέρα από τα όρια…. Λέγε τι έκανες!
-Τίποτα σου λέω! Πήγαινε στο δωμάτιο να δεις  τις δουλειές που τελείωσα
Εκείνη ακριβώς την ώρα πετάχτηκε από πίσω μου αυτό το άσπρο που βγαίνει όταν κουνάς κάτι πολύ ώρα;  γλίστρησε λίγο ο αντίχειρας μου  και  πετάχτηκε αυτό το άσπρο πράγμα πάνω στα πλυμένα πιάτα.
-Πρόσεχε γαμώτο! Είπε και ήρθε κατά πάνω μου.
Αμέσως γύρισα και με το ένα χέρι έχωσα το μπουκάλι  με την μπύρα στον αφρό και με το άλλο κράτησα αυτήν σε απόσταση. Στην αρχή λυπήθηκα την μπύρα που πήγε χαμένη χωρίς παιχνίδι αλλά κοιτώντας την μέσα στον αφρό χάρηκα γιατί έμοιαζε με τζακούζι από αφρό μπύρας. Αυτήν κοίταξε από πάνω τον αφρό και έκανε ένα βήμα πίσω. Με κοιτούσε με απορία.
-Τι είναι αυτό!
-Ποιο; Της λέω μαζεμένος
Με κάνει με το χέρι της στην άκρη και στάθηκε ακριβώς  πάνω από τον νεροχύτη, σήκωσε τα δύο της χέρια ψηλά και με έντασή τα κατέβασε πάνω από τον νεροχύτη δείχνοντας τον αφρό της μπύρας ,επαναλαμβάνω, με τα δύο τα χέρια
-ΑΥΤΌ! Με ένα ύφος απορίας και θυμού
-Αφρός μπύρας…. Της λέω απλά
-Το βλέπω! Πάλι έπαιζες; Πόσο χρονών είσαι; Το ξέρεις;
-Δυο χρόνια μικρότερος από εσένα…
-Πότε θα ωριμάσεις επιτέλους;
-Δυο χρόνια μετά από εσένα..
-Δεν σε πιστεύω… γιατί το έκανες αυτό… πες μου…. Μην ντρέπεσαι…
-Να ξέρεις … ε…. Προσπαθούσα να σκεφτώ κάτι
-ΕΠΑΙΖΕΣ! Μου είπε απότομα
-Δεν έπαιζα! Της απαντάω και εγώ με μια ένταση, αμάν πια αυτές οι γυναίκες… μην δουν αφρό μπύρας στον νεροχύτη αμέσως να πουν ότι έπαιζες.
-Τότε τι; !!!!!!!!!!
-Να, ήταν μια κατσαρίδα που βγήκε από το σιφόνι και εγώ έτυχε να έχω το μπουκάλι στο χέρι, και επειδή σιχαινόμουν να την σκοτώσω, αυτό το σπλατς  ξέρεις,  την κυνηγούσα με τον αφρό, αυτό έγινε!
Αυτήν με κοιτούσε έχοντας τα χέρια της στη μέση και κουνώντας νευρικά το πόδι της
-Και τοοοοόσος αφρός πως μαζεύτηκε εδώ;
-Βούλωσε το σιφόνι από την κατσαρίδα….
-Σώπα μωρέ, τι μας λες, τόσο μεγάλη ήταν κατσαρίδα;
-Φούσκωσε από την πολύ μπύρα…..
-Δεν σε πιστεύω…. Είσαι απίστευτός! Φύγε! Θα τα συμμαζέψω εγώ.
-Πάω έξω για κάνα ποτάκι..
-Όπου θες πήγαινε! Χέστικα, μόνο φύγε

Και έφυγα, τι να έκανα; Να έμενα;




 Α, και όπως σας  είπα για το τέλος,  «αυτήν»  είναι μια κοπέλα με την οποία  είμαστε φίλοι εδώ και δύο δεκαετίες και ήρθε για δουλειά στην Αθήνα. Θα  μείνει για λίγο καιρό στο σπίτι μου  (αν την παλέψει βέβαια...)

Πέμπτη 7 Απριλίου 2011

Ιλιάδα 11 (το τέλος)


Όλα κάποια στιγμή φτάνουν στο τέλος τους, οδηγούμενα πάντα από την επιθυμία της κατάκτησης, η επιτυχία ή η αποτυχία σημαίνει το τέλος. Το πρόβλημά είναι πάντα αυτή η λεπτή ακαθόριστη  γραμμή που πρέπει να ορίζει το τέλος, πάντα υπάρχει και κάτι παρακάτω, γι αυτό και το τέλος  μπορεί να οριστεί κοντά στο τέλος της έντασης σε κάθε υπόθεση, κάπου εκεί κοντά  που στέκεσαι άφωνος και βλέπεις την σκόνη καταλαγιάζει και να σκεπάζει τα σημάδια που άφησες απ όπου πέρασες τρέχοντας, κάπου εκεί κοντά που βλέπεις  την σκόνη της έκρηξης να καταλαγιάζει και να χάσκει μπροστά σου η πόλη με γκρεμισμένα τείχη.

Ο Οδυσσέας είναι στην ταράτσα της τριώροφης οικοδομής όπου εκσφενδονίστηκε το κεφάλι του αλόγου. Βγαίνει μέσα από το κεφάλι μπουσουλώντας. Προσπαθεί να συνέλθει από την ταραχή της έκρηξης, δεν ακούει τίποτα, μόνο ένα βουητό βασανίζει το κεφάλι του. Πλησιάζει στην άκρη της ταράτσας και κοιτάει στον κεντρικό δρόμο που οδηγεί στην πύλη. Πύλη δεν υπάρχει πια, ούτε και Δούρειος Ίππος, εκεί που ήταν η πύλη υπάρχει ένα κενό και έξω από αυτό βλέπει τις ορδές τον Ελλήνων να έρχονται τρέχοντας κρατώντας φωτιές και σπαθιά, όλοι ακολουθούνε μια μορφή που εκπέμπει ένα χρυσαφί φως. Ο ¨Οδυσσέας πηγαίνει προς την εξωτερική σκάλα και κατεβαίνει κάτω, ακουμπάει στον τοίχο και περιμένει όλους αυτούς τους άντρες να περάσουν από μπροστά του.  Θέλει να δει και τι είναι αυτή η χρυσαφί μορφή. Σε λίγα λεπτά βλέπει αυτόν τον όχλο να μπαίνει μέσα στην πόλη. Οι άντρες έτρεξαν πάνω στα πολτοποιημένα πτώματα των Τρώων που ήταν κάτω από τον Δούρειο Ίππο, πολλοί γλίστρησαν πάνω σ αυτόν τον κόκκινο πολτό,  τους πάτησαν αυτοί που ακλουθούσαν, άλλοι σκοτώθηκαν ακαριαία γιατί  έπεσαν πάνω στα σπασμένα κόκαλα των στρατιωτών  που εξείχαν , ο δρόμος δεν ήταν στρωμένος μόνο με ροδοπέταλα αλλά και με αγκάθια. Οι άντρες που κυνηγούσαν  την Ζήνα είχαν τρελαθεί από την φωνή της, είχαν χάσει τα λογικά τους, αυτός όμως την είδε να περνάει από μπροστά του με αυτό το χρυσαφί φως χωρίς να μπορεί να την ακούει. Κόπηκαν τα γόνατά του από την τόση ομορφιά της, την είδε και άλλαξε για πάντα η ζωή του. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι μπορεί να υπάρξει τόση ομορφιά στον κόσμο. Δεν άκουσε την φωνή της γι αυτό και δεν τρελάθηκε, την ερωτεύτηκε όμως από την εμφάνιση της και για την αύρα που απέπνεε το πρόσωπο της.  Ήταν ο μόνος που βρέθηκε τόσο κοντά στην Ζήνα εκείνη την μέρα και δεν τρελάθηκε, κι όλο αυτό γιατί είχε κουφαθεί.  Για να μην τρελαθείς από μια γυναίκα πρέπει να είναι ή αυτή μουγκή ή εσύ κουφός.


-Καταστροφή! Φώναξε ο Πρίαμος
-Πατέρα, τι θα κάνουμε τώρα;  Είπε τρομαγμένος ο Πάρις
-Τι μπορούμε να κάνουμε…. Χάθηκαν όλα….
-Πρέπει να κάνουμε κάτι να σώσουμε τουλάχιστον τους εαυτούς μας!
-Σαν τι να κάνουμε; Λες και έχει σημασία… είπε απογοητευμένος ο Πρίαμος
-Να πάρουμε τηλέφωνο την αστυνομία! Είπε η  γυναίκα του Πρίαμου, αυτός δεν της απάντησε, κούνησε το κεφάλι του απογοητευμένος
-Να φορέσουμε γυαλιά! Κανείς δεν χτυπάει κάποιον που φοράει γυαλιά!  Αντιπρότεινε ο Πάρις
-Έχεις γυαλιά;
-Ναι πατερά, έχω!
-Φόρα τα..
-Εγώ έχω φακούς επαφής! Πετάχτηκε σαν πορδή η Ελένη.
Ο Πρίαμος δεν της έδωσε σημασία, σηκώθηκε από τον θρόνο του και πήγε προς τον Πάρη που είχε φορέσει τα γυαλιά
-Σου πάνε….
-Ευχαριστώ πατ… δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την φράση του, ο Πρίαμος του έριξε μια μπουνιά στο πρόσωπο και του έσπασε τα γυαλιά
-Ακόμα όμως μπορώ να  σε χτυπήσω.
-Μα πατέρα…
-Σκάσε! Πάρε την οικογένεια και προσπάθησε να την φυγαδέψεις, εγώ θα μείνω εδώ, θα τιμήσω την πόλη  μου μέχρι τέλους
-Έλα μαζί μας πατέρα…
-Φύγε σου λέω!


Οι Έλληνες ξεχύνονταν μέσα στην Τροία  σαν λάβα ηφαιστείου, απλωνόταν σε κάθε δρόμο και σε κάθε παρακλάδι με μανία. Δεν άφηναν τίποτα στο πέρασμα τους,  κατέστρεφαν με μανία τα πάντα, σκότωναν κάθε  άντρα Τρώα  και βιάζανε κάθε γυναίκα, μερικές απ αυτές έτρεχαν γυμνές αλειμμένες με λάδι για να ξεγλιστράνε από τα χέρια των ανδρών, για λίγο το καταφέρνανε, κάπου παρακάτω όμως κάθε μια από αυτές τις κοπέλες έπεφτε σε ομάδα αντρών  και γινόταν παιχνίδι για πολλή ώρα. Η Ζήνα έτρεχε προς το παλάτι, την ακολουθούσαν αυτοί που την είχαν ακούσει και είχαν τρελαθεί. Πέρασε μέσα από την πόρτα, οι άλλοι πίσω  της στριμώχτηκαν και έπρεπε να περάσουν ένας ένας. Η Ζήνα έτριψε δεξιά και ανέβαινε τις σκάλες που οδηγούσαν στην βασιλική αίθουσα.  Ο Πάρις με την μάνα του και την Ελένη κατέβαιναν τις σκάλες  σε ένα στενό διάδρομο, ο Πάρις φορούσε ακόμα τα σπασμένα γυαλιά,  όπως  κατέβαινε την σπειροειδή σκάλα είδε τον τοίχο μπροστά να φωτίζεται, ένα φως που όλο πλησίαζε, υπέθεσε ότι ήταν οι Έλληνες που πλησίαζαν, σταμάτησε απότομα και  η μάνα του έπεσε από πίσω του, και οι δυο μαζί κατέβηκαν κουβαριασμένοι στις σκάλες.  Σταμάτησαν σε ένα πλατύσκαλο και έχασκαν και οι δύο νεκροί. Η Ελένη τους κοιτούσε από ψηλά και ούρλιαζε, το φως πλησίαζε και  έφτασε μπροστά της, ήταν η  Ζήνα που έλαμπε, πέρασε πάνω από το πτώμα του Πάρι και της βασίλισσας και έφτασε στην Ελένη που ούρλιαζε. Την άρπαξε από το μπράτσο και την τράβηξε προς τα πάνω «Τρέξε! Έρχονται αγριεμένοι άντρες! Τρέξε να σωθείς!» της είπε η Ζήνα και συνέχισε να ανεβαίνει τραβώντας την Ελένη. Η Ελένη ακολούθησε την Ζήνα κοιτώντας προς τα πίσω μέχρι που χάθηκε το σώμα του Πάρι  πίσω από τον τοίχο που έστριβε.  Η Ζήνα ανέβαινε τραβώντας την Ελένη, λίγο πριν φτάσουν στην βασιλική αίθουσα απ την οποία έβγαινε ένα φως, η Ζήνα είδε ένα κενό στον τοίχο στην εσωτερική μεριά της σπειροειδούς σκάλας. Ισα ισα χωρούσαν δύο άτομα, μπήκε μέσα και τράβηξε και την Ελένη πάνω της. «Κρύψε με» της είπε η Ζήνα  «κρύψε αυτό το φως και θα σωθούμε και οι δύο» . Οι δυο γυναίκες τώρα είναι η μια αντίκρυ στην άλλη, στριμωγμένες, τα κορμιά τους είναι κολλητά το ένα πάνω στο άλλο. Η αγωνία χτυπάει κόκκινο, η άντρες πλησιάζουν. Δυο αντίθετες γυναίκες  η μελαχρινή Ζήνα και η ξανθιά Ελένη. Η Ελένη πίεζε τον κορμί της πάνω σε αυτό της Ζήνας και κόλλησε το μάγουλο της διπλά στο μάγουλο της άλλης, σκέπασε το πρόσωπο που έλαμπε  με την πλούσια κόμη της. Χωρίς να το θέλει μύριζε την Ζήνα πίσω από το αυτί, το αριστερό της στήθος ήταν ανάμεσα στα δύο της Ζήνας, με το στήθος της ένιωθε την καρδιά της άλλης γυναίκας  να χτυπάει δυνατά, οι παλμοί των δύο γυναικών κατά κάποιο τρόπο συγχρονίστηκαν . Οι άντρες περνούσαν πίσω τους και δεν τις έβλεπαν, τους τραβούσε το φώς που έβγαινε μέσα από την βασιλική αίθουσα. Οι δυο γυναίκες εκεί ένιωθαν η μια την ταχυκαρδία της άλλης, η Ελένη έσκυψε λίγο και ακούμπησε τα υγρά της  χείλη  στην βάση του λαιμού της Ζήνας που έκαιγε, η Ζήνα πήρε μια κοφτή ανάσα και σήκωσε λίγο το πόδι της ανάμεσα από τα μπούτια της Ελένης. Οι άντρες συνέχιζαν να περνάνε κάνοντας τρομακτική  φασαρία. Τα χείλη της Ελένης  πάνω στον λαιμό της Ζήνας  ήταν τόσο εύθραυστα όσο και η θαλπωρή που αποζητούσε, ένιωθε φόβο,  τρόμο και λαγνεία, έσυρε τα χείλη της πάνω στο λαιμό της Ζήνας χωρίς να την φιλάει και σταμάτησε στο αυτί της, εκεί έβγαζε την ζεστή της ανάσα. Η Ζήνα έβαλε το χέρι της στην κοιλίτσα της Ελένης και την χάιδεψε, ή άλλη αντέδρασε πιέζοντας το κορμί της περισσότερο πάνω σ αυτό της Ζήνας. Οι άντρες έχουν πια περάσει όλοι  από πίσω τους, αυτές έχουν ξεχαστεί για λίγα δευτερόλεπτα, μέχρι που ακούστηκαν βογκητά από την βασιλική αίθουσα. 
-Έχουν περάσει όλοι…. Είπε σιγανά η Ζήνα
-Τι;…. ρώτησε ήρεμα η Ελένη χωρίς να έχει πάρει το στόμα της από το αυτί της Ζήνας
-Έχουν περάσει… πρέπει να φύγουμε….. της είπε και την έσπρωξε απαλά
-Αχ ναι. Πετάχτηκε προς τα πίσω η Ελένη και έστρωσε  με τα  χέρια το φόρεμα της από αμηχανία
Η Ζήνα την άρπαξε  από το χέρι και την τράβηξε λίγο παραπάνω, έναν όροφο πριν την βασιλική αίθουσα και έστριψαν αριστερά. Υπήρχε και ένας άλλος δρόμος που οδηγούσε στην ταράτσα


Ο Πρίαμος είχε μείνει μόνος μέσα στην αίθουσα του θρόνου, είχε βάλει τα καλά του και περίμενε το τέλος με αξιοπρέπεια. Είχε φορέσει την χρυσαφί στολή του, την χρυσή κορόνα και τα χρυσά παπούτσια. Γύρω του μεγάλες φλόγες φώτιζαν την αίθουσα μεγαλοπρεπώς, και ο βασιλιάς στο κέντρο έλαμπε. Όταν μπήκαν οι άντρες εκεί μέσα και τον είδαν να λάμπει νόμιζαν ότι αυτό είναι το πλάσμα που τους τρέλανε και διοχέτευσαν εκεί όλη τους την σεξουαλική ορμή.

Η Ζήνα έχει φτάσει στην ταράτσα μαζί με την Ελένη. Από εκεί ψηλά βλέπουν τον κόσμο των αντρών, ένας κόσμος γεμάτος βία και σεξ. Τα πάντα εξελίσσονταν υποκινούμενα μονο από ένστικτο. Το ένστικτό προκαλεί τρόμο.  Η Ελένη ρωτάει την Ζήνα
-Τι θα κάνουμε;
-Δεν ξέρω… αλήθεια… δεν ξέρω….
-Δεν θέλω να ζήσω την ζωή που με περιμένει, δεν θέλω να γίνω σκλάβα
-Ούτε και εγώ, τα είχα όλα, και τώρα δεν έχω τίποτα
-Βοήθησέ με να φύγω από αυτόν τον κόσμο, σπρώξε με να πέσω
-Θα πέσουμε μαζί, δεν έχω τίποτα άλλο να σκεφτώ, νόμιζα ότι θα γλιτώναμε, αλλά τώρα βλέπω αυτό πράγμα μπροστά μου και είμαι σίγουρη ότι δεν υπάρχει διέξοδός, και αν υπάρχει δεν θέλω να ζήσω σε ένα τέτοιο κόσμο….
Πιαστήκανε χέρι χέρι και πλησιάσανε στην άκρη της ταράτσας. Ήταν έτοιμες να πέσουν όταν ξαφνικά μια αστραπή έλαμψε πίσω τους.  Οι δύο γυναίκες γύρισαν, η Ελένη λιποθύμησε και έπεσε μπροστά, η Ζήνα έσκυψε να την συνεφέρει αλλά η μορφή που εμφανίστηκε την άγγιξε στον ώμο και της έκανε νεύμα να σηκωθεί, δεν μπόρεσε να αντισταθεί, σηκώθηκε. Ο ίδιος ο Δίας κατέβηκε στην γη για να την σταματήσει. Είχε κανονική του μορφή και ήταν περιλουσμένος με φως. Η Ζήνα και ο Δίας είναι απέναντι και λάμπουν και οι δύο. Οι μάχες κάτω έχουν σταματήσει και κοιτάνε όλοι ψηλά τις δύο φωτεινές μορφές. Έχουν μείνει όλοι με ανοιχτό το στόμα. Ο Δίας αφού σήκωσε την Ζήνα  της είπε.
-Δεν υπάρχουν πολλά τέλεια κορμιά στον κόσμο, γιατί να καταστρέψεις ένα από αυτά;
-Μα… ποιος….. ποιος είσαι;
-Ο Δίας, δεν θα σ άφηνα ποτέ να πέσεις, αυτά που έκανες στον πόλεμο ήταν άξια θαυμασμού και σου αξίζει η αναγνώριση.
-Μα δεν έκανα τίποτα…
-Τα πάντα έγιναν γύρω από εσένα, εσύ κινούσες τα νήματα, αν δεν ήσουν εσύ θα ήταν όλα αλλιώς…
-Αφού όλα για την Ελένη έγιναν,  σ αυτήν αξίζει η αναγνώριση
-Εγώ λέω ότι αξίζει σε σένα, και είμαι εδώ να πραγματοποιήσω οποιαδήποτε ευχή σου
-Με την Ελένη τι θα γίνει;
-Μην ανησυχείς για αυτήν,  θα την στείλω σε ένα άλλο μέρος να οργανώσει μια κοινωνία μόνο με γυναίκες, ζήτα μου ότι θες… μόνο νεκρούς δεν μπορώ να φέρω πίσω.
-Δεν ξέρω τι να ζητήσω τώρα…..
-Άκου να σου πω κορίτσι μου, έχουμε βρεθεί κι άλλες φορές εδώ πάνω, πολλές φορές
-Τι; Δεν καταλαβαίνω..
-Θα καταλάβεις, τι είναι αυτό που θα ήθελες περισσότερο, κοίτα τα αστέρια, κάποτε ήταν πολύ λιγότερα, δεν είσαι τυχαία κορίτσι μου, είσαι μοναδική, κι όλα αυτά που έζησες δεν τα ζουν πολλοί. Πες μου, τι θες;
-Ε…. μάλλον αυτό θα ήθελα τώρα είναι μόνο ένα πράγμα…..
-Ποιο;
-Να τα ξαναζούσα όλα από την αρχή………
-Χμ, είδες που στα λεγα, έχουμε βρεθεί πολλές φορές εδώ… Της είπε και της έκλεισε μάγκικα το μάτι.
Η Ζήνα πήρε μια κοφτή ανάσα και κοίταξε τον Δία με δέος,  αυτός έβαλε τα χέρια του στους ώμους της και η κοπέλα περίμενε, κατέβασε το κεφάλι της. Περίμενε τα μαγικά του Δία σκυμμένη. Αυτός όμως δεν έκανε τίποτα, την κοιτούσε χαμογελώντας με υπεροπτικό ύφος. Η Ζήνα σήκωσε δύο φορές βιαστικά το βλέμμα της  και κοίταξε τον Δία με αγωνία. Αυτός όμως περίμενε, δεν έκανε τίποτα. Ξαφνικά κατεβάζει τα χέρια του από τους ώμους της Ζήνας και γύρνα την πλάτη του, «Ψάρι» της λέει κοροϊδευτικά και άρχισε να απομακρύνεται. Η  Ζήνα έμεινε παγωτό και κοιτούσε τον Δία που έφευγε, τον κοιτούσε σαν παιδάκι που του πήρανε το γλυκό μέσα από τα χέρια. Έτσι όπως έφευγε ο Δίας, χωρίς να την κοιτάξει φώναξε «Δεν θα θυμάσαι τίποτα όμως…» χτύπησε τα δάχτυλα του και αμέσως το σώμα της Ζήνας έγινε μόνο φως. Το πνεύμα της πήγε στην αρχή της ιστορίας. Το σώμα της που έγινε φως ανέβηκε με απίστευτη ταχύτητα στον ουρανό και έγινε ένα ακόμα αστέρι.   Όλοι έμειναν με ανοιχτό το στόμα.

Μέτρησα τα αστέρια
Το ξέρω είναι αδύνατο, αλλά εγώ τα μέτρησα
Και έδωσα σε κάθε αστέρι  από ένα όνομα
Ένα όνομα απ΄ το κάθε σημείο του κορμιού σου
Και έτσι κάθε φορά που θα κοιτώ τον ουρανό
Θα βλέπω εσένα
Έτσι της είχε πει ο Όμηρος και να που τώρα βγήκε αλήθεια….





Ο Οδυσσέας την επόμενη μέρα περπατάει  μόνος έξω από την Τροία αμέριμνος, αν και έχει κουφαθεί έχει ένα χαμόγελο ευτυχίας. Φέρνει την εικόνα της λαμπερής Ζήνας στο μυαλό του και χαμογελάει. Εκεί που περπατάει βλέπει κάπου μακριά ένα τύπο μόνο και σκυμμένο να κάθεται σε μια πετρά. Πηγαίνει κοντά του, ο  τύπος είναι ο Όμηρος, ο Οδυσσέας δεν ξέρει τι έχει γίνει μ αυτόν και την Ζήνα. Σταματάει δίπλα του, είναι χαζοχαρούμενος, τον κοιτάει που έχει δεμένα τα μάτια και υποθέτει ότι το έπαθε στην μάχη.



-Γεια σου Όμηρε, ο Οδυσσέας είμαι. Του λέει και κάθεται λίγο πιο μπροστά
-Άσε με, θέλω να μείνω μόνος… του είπε ο Όμηρος, αλλά ο Οδυσσέας δεν τον άκουσε
-Τι νύχτα και αυτή χτες…..
-Άσε με σου λέω!!
-Την είδα Όμηρε, χτες το βράδυ, σαν οπτασία, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο όμορφη ήταν,  έλαμπε με ένα χρυσαφί χρώμα, μπήκε μέσα μου και κόλλησε στο μυαλό μου, είμαι ερωτευμένος….
-Δεν με νοιάζει γαμώτο! Φύγε!
-Τη ξέρεις την Ζήνα; Ποιος δεν την ξέρει θα μου πεις….. Αυτή είναι ο σκοπός της ζωής μου πλέον
-Μη μου μιλάς για αυτήν, πονάει! Δεν καταλαβαίνεις; Του είπε με παράπονο ο Όμηρος αλλά ο Οδυσσέας δεν άκουγε Χριστό
-Πέρασε σαν οπτασία από μπροστά μου,  δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτήν, εξαφανίστηκε το βράδυ, αλλά εγω θα γυρίσω όλο τον κόσμο να την βρω.
-Αν δεν φύγεις θα σε χτυπήσω με το ξύλο! Φύγε μαλάκα!
-Στο λέω Όμηρε , ήταν ότι πιο όμορφο μπορούσε να δει ανθρώπου μάτι… τι τυχερός που ήταν αυτός ο Αχιλλέας…. Είπε ο Οδυσσέας και έκανε λίγο πιο μπροστά
Ο Όμηρος πήγε να τον χτυπήσει με την μαγκούρα αλλά έπιασε αέρα και παραπάτησε. Ο Οδυσσέας προχωρούσε μπροστά και ο Όμηρος  του φώναζε «Που είσαι αλήτη! Έλα να σου σπάσω τα μούτρα!»  Εκείνη την ώρα ο Οδυσσέας είδε ένα σκυλάκι, ένα κρεμ κοντό γκριφόν, του φάνηκε πολύ χαριτωμένο, χαμογέλασε, έσκυψε και άπλωσε το χέρι του προς το σκυλάκι «Κούτι  κούτι, έλα εδώ μωρέ…» του είπε περιπαιχτικά.
-Δεν ντρέπεσαι να κοροϊδεύεις έναν τυφλό! Φώναξε ο Όμηρος και πέρασε τη μαγκούρα πάνω από το κεφάλι του Οδυσσέα που είχε σκύψει
-Έλα εδώ  μη φοβάσαι….. είπε και έκανε ένα βήμα προς το σκυλί
-Θα σε σκίσω μπάσταρδε!  Και χτύπησε με την μαγκούρα στο σημείο που πριν  ήταν ο κουφός.
-Πως  σε λένε;
-Όμηρο με λένε ρε μαλάκα! Και θα σε γαμήσω! Πάλι μια μαγκουριά στον αέρα πάνω από το κεφάλι του Οδυσσέα. Το σκυλάκι τρόμαξε και άρχισε να τρέχει μακριά.
-Γεια σου Όμηρε! Τα λέμε! Είπε χαρούμενος ο Οδυσσέας και ακολούθησε το σκυλάκι.
-Θα σε σκίσω αλήτη! Θα σε κάνω ρεζίλι σ όλο τον κόσμο! Σιγά μην γράψω ότι πήγες να βρεις την Ζήνα! Θα γράψω ότι ήθελες να γυρίσεις στην γυναίκα σου! Θα γράψω ότι ήσουν άχρηστος ναυτικός και χάθηκες! Θα γράψω ότι την γυναίκα σου  την πηδούσαν 200 άντρες! Μαλάκα!

Ένας τυπάς έψαχνε τον σκύλο του και είδε τον Όμηρο να μιλάει στο κενό, στην αρχή τρόμαξε, αλλά έπρεπε να ρωτήσει για τον σκύλο του
-Συγνώμη κύριε, μήπως είδατε τον μπούμπι μου;
Ο Όμηρος γύρισε απότομα και με οργή  μέσα από τα δεμένα του μάτια φώναξε
-Είμαι τυφλός! Δεν βλέπεις; Γκαβός είσαι; Είμαι τυφλός ρε!!!!!!!!!!
-Συγνώμη κύριε δεν το ήξερα…… μήπως τον ακούσατε;
-ΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!



ΤΕΛΟΣ



 Ιδιαίτερες ευχαριστίες  
στην Ζουζού
στην Τζίνα
και στον Χριστόφορο

 χωρίς την ένθερμη υποστήριξη τους δεν θα είχα γράψει τίποτα


Κυριακή 3 Απριλίου 2011

Ιλιάδα 10 (έκρηξη ανατροπών)



 Μετά την νικηφόρα μάχη τα συναισθήματα μέσα την πόλη της Τροίας είναι ανάμεικτα, απ την μια θλίβονται για τον θάνατο του Έκτορα και από την άλλη θέλουν να γιορτάσουν την νίκη εναντίων των ιμπεριαλιστών Ελλήνων. Μπερδεμένα συναισθήματα, σαν να  έρθει η γυναίκα σου και να σου πει : «Αγάπη μου, την έχεις μεγαλύτερη από τον υδραυλικό» τι κάνεις; Χαίρεσαι η θυμώνεις; Μάλλον θυμώνεις! Είναι δυνατόν να μην σε θεωρεί άξιο να φτιάξεις μια βρύση και καλεί υδραυλικό;  Έλεος… Αλλά απ την άλλη μπορεί να μην ήθελε και να σε κουράσει και κάλεσε υδραυλικό, για  σένα το έκανε… για το καλό σου,… τέλος πάντων… το θέμα είναι ότι όλοι στην Τροία την είχαν μεγαλύτερη από τον υδραυλικό (δεν θα ήθελα να είμαι στη θέση του υδραυλικού με τίποτα!). Τα ανάμεικτα συναισθήματα είχαν ένα κοινό πεδίο έκφρασης, την μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ, όλοι πίνανε, άλλος από χαρά και άλλος από λύπη. Η κλισέ πρόταση «το κρασί έρεε άφθονο» είναι απόλυτα αντιπροσωπευτική για το τι συνέβαινε στην Τροία εκείνη την μέρα.



Η Ζήνα την επόμενη μέρα της μάχης και αφού είχε αποχαιρετήσει για πάντα τον εραστή της, τον Αχιλλέα, έμεινε στην σκηνή της και έκλαιγε. Ο Όμηρος είχε ετοιμαστεί να κάνει την μαγική του κίνηση με το μαγικό φίλτρο, αυτό που αν έπινες μια γουλιά ,όποιος από το αντίθετο φύλλο σε άκουγε θα σε ερωτευόταν αυτοστιγμεί . Μύρισε το μαγικό  φίλτρο πριν το πιει, ήταν πολύ πικρό και έτσι το έριξε μέσα την κανάτα με το κρασί που είχε στην σκηνή του, ήπιε μια γουλιά από το κρασί του και ξεκίνησε για την σκηνή της Ζήνας. Είχε περάσει το μεσημέρι και η Ζήνα δεν άντεχε άλλο μόνη στην σκηνή της, ένιωσε την ανάγκη να βγει έξω να πάρει λίγο αέρα και να μιλήσει με κάποιον. Το μόνο άτομο που πιστεύει ότι θα μπορούσε να μιλήσει εκείνη την ώρα ήταν ο Όμηρος, γιατί εκτός από φίλος της και καλό παιδί ήταν και αργόσχολος συγγραφέας και ήταν ο μοναδικός σε όλο το στρατόπεδο των Ελλήνων που δεν θα έκανε καμιά δουλειά.  Η Ζήνα έφτασε στην σκηνή του Ομήρου και ο Όμηρος στην σκηνή της Ζήνας, δεν συναντήθηκαν στον δρόμο γιατί ο καθένας είχε πάει από άλλο δρόμο, περιμετρικά του στρατοπέδου ,η Ζήνα για να μην την δουν άβαφη και αμακιγιάριστη με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια και ο Όμηρος για να μην τον τσιμπήσει κανείς για δουλεία. Η Ζήνα είδε ότι ο Όμηρος έλειπε και  δεν είχε όρεξη να το περιμένει, λίγο πριν φύγει όμως είδε πάνω στο γραφείο του το μπουκάλι με το κρασί, αυτό που είχε δοκιμάσει την προηγούμενη και της άρεσε πολύ (και που σήμερα είχε το μαγικό ερωτικό φίλτρο χωρίς αυτή να το ξέρει). Ένιωσε την ανάγκη να πιει αλκοόλ, αυτό την  έβγαζε από την δύσκολη θέση να ζητήσει από κάποιον άντρα κρασί, και άλλωστε ο Όμηρος φιλαράκι ήταν, δεν θα τον πείραζε να του πάρει το κρασί σκέφτηκε, και έτσι την πήρε την κανάτα η καλή μας η Ζήνα.


Ο Όμηρος επέστρεψε στην σκηνή του απογοητευμένος που δεν βρήκε την Ζήνα, τζάμπα και η γουλιά με το μαγικό φίλτρο που ήπιε. Έξω από την σκηνή τον περίμεναν δύο δημοσιογράφοι μεταμφιεσμένοι σε στρατιώτες. Οι δημοσιογράφοι έσπερναν διχόνοιες στο στρατόπεδο των Ελλήνων και μισούσαν την Ζήνα επειδή σκότωσε τους συναδέλφους τους.  Ο  Όμηρος παραξενεύτηκε που είδε αυτούς τους δύο άντρες και εκεί και τους ρώτησε
-Ποιοι είστε; Τι θέλετε;
-Ήρθαμε να σε βοηθήσουμε να ξεστήσεις την σκηνή σου
-Και ποιος σας είπε ότι θέλω βοήθεια
-Κανείς… απλά υποθέσαμε ότι μετά από αυτό που έγινε με την Ζήνα θα θες βοήθεια…
-Τι έγινε με την Ζήνα; Τι λέτε ρε; Ποιοι είστε; Είπε ο Όμηρος θυμωμένα
-Δεν ξέρει…. Είπε ο ένας δημοσιογράφος στον άλλο
-Δεν ξέρει …συμφώνησε  κουνώντας το κεφάλι του
-Τι δεν ξέρω; Ρώτησε έντονα ο Όμηρος
-Αστο… είπε  ένας δημοσιογράφος και έπιασε τον συνάδελφό του να φύγουν
Ο  Όμηρος  έτρεξε και βγήκε μπροστά τους και τους σταμάτησε βάζοντας τα χέρια του στο στήθος του καθενός
-Τι δεν ξέρω μιλήστε!
-Να του πούμε; λέει ο ένας
-Ας του πούμε …. Λέει ο άλλος
-Άντε μιλήστε επιτέλους! Λέει θυμωμένα ο Όμηρος
-Η  Ζήνα ήταν πριν από λίγο εδώ, και δεν ήταν μόνη…
-Με ποιον ήταν;
-Με τον Μεγάλο…
-Ποιον μεγάλο; Τον βασιλιά; Ρώτησε γεμάτος αγωνία ο Όμηρος
-Όχι ρε, τον Μεγάλο από το Sex and the City….
-Ποιον;;;;!!!!!!!!!!!!!!!
-Ναι την είδαμε που μπήκε στη σκηνή σου και βγήκε με μια κανάτα κρασί, ήταν πολύ χαρούμενη,  έφυγε αγκαλιά με τον Μεγάλο
-Πλάκα μου κάνετε;!
-Όχι δες και μόνος σου αν σου λείπει τίποτα από την σκηνή
Ο Όμηρος μπήκε μέσα και βγήκε αμέσως νευριασμένος
-Και που ξέρω ότι δεν το πήρατε εσείς ρε αλήτες;!
-Δεν το ξέρεις, και επίσης αυτό που δεν ξέρεις είναι ότι τους παρακολουθήσαμε και ακούσαμε πολλά και ενδιαφέροντα για σένα…
-Τι εννοείς; Μίλα!
-Θα ακούσεις σκληρά λόγια, είσαι σίγουρος ότι θες να ακούσεις;
-ΜΙΛΑ!!!!!!!!
-Αφού το θες…. Λοιπόν ακολουθήσαμε την Ζήνα και τον Μεγάλο και τους είδαμε να μπαίνουν μέσα στο δάσος, μακριά από τα βλέμματα όλων. Καθίσανε κάτω από ένα δέντρο και άρχισαν να πίνουν από το κρασί σου, κάποια στιγμή η Ζήνα είπε στον Μεγάλο «Ευτυχώς που έλειπε ο μαλάκας και πήρα το κρασί εύκολα, αν ήταν εκεί θα έπρεπε να του κάνω τα γλυκά μάτια και δεν έχω καμιά όρεξη…»  «Μα είναι τόσο μαλάκας αυτός ο Όμηρος;» της ρώτησε ο Μεγάλος, η Ζήνα γέλασε λίγο και του είπε «Όχι μόνο μαλάκας, αλλά και ψώνιο, και βλάκας, νομίζει ότι είναι και ποιητής ο βλάκας, άκου να δεις τι έγραφε το ψώνιο την άλλη φορά, Μέτρησα τα αστέρια, το ξέρω είναι αμέτρητα……» ο Μεγάλος  γέλασε και η Ζήνα του είπε άκου και αυτό, του έλεγε και άλλο ποίημα σου και γελούσαν. «Στην υγεία του μαλάκα» έλεγε ο Μεγάλος «Στην υγειά του ψώνιου» έλεγε η Ζήνα και έπιναν το κρασί σου.  Θες κι άλλα;
Ο Όμηρος είχε μείνει κόκκαλο, τα ποιήματα τα ήξερε μόνο αυτήν, κανένας άλλος, ακόμα και αν είχαν μπει στην σκηνή του θα ήταν εξαιρετικά απίθανο να διαλέξουν τα δυο ποιήματα που είπε η Ζήνα στον Μεγάλο, τα δυο ποιήματα που είχε πει και στον ίδιον ότι της άρεσαν πολύ. Του έλεγαν την αλήθεια, το αίμα του ανέβαινε στο κεφάλι, ένιωθε μαλάκας, τιποτένιος, γελοίος, προδομένος και οργισμένος.
-Την πουτάνα! Την καριόλα! Την σκύλα! Άρχισε να βρίζει ο Όμηρος.
Έσπρωξε τους δημοσιογράφους, πέρασε ανάμεσά τους  και πήγε τρέχοντας στην σκηνή του.
-Τα έκανε όλα για να την δώσεις καλύτερη θέση στην ιστορία! Φώναξε ένας δημοσιογράφος απ έξω
Ο Όμηρος χτύπησε τα χέρια του στο γραφείο του, άκουσε αυτό που του είπε ο δημοσιογράφος και του φάνηκε πολύ φυσιολογικό. Έπιασε την στοίβα με τα ποιήματα και την πέταξε μακριά, τα χαρτιά άνοιξαν και απλώθηκαν στον χώρο με έναν ήχο σαν φτερούγισμα πουλιών.  Σαν βρώμικα πουλιά έφυγαν και όλα του τα όνειρα από το μυαλό, έπιασε και την άλλη στοίβα που έγραφε την ιστορία και την πέταξε με δύναμή κάτω, κλότσησε τα χαρτιά και συνέχισε να βρίζει «Την πουτάνα! Την καριόλα! Ήθελε καλύτερη θέση στην ιστορία! Ούτε μια γραμμή δεν της αφιερώσω! Θα την ξαναγράψω την ιστορία και δεν θα την αναφέρω πουθενά! Την πουτάνα!»
Οι δημοσιογράφοι άκουσαν απ έξω αυτά που έλεγε ο Όμηρος και έτριβαν τα χέρια τους, έγινε ακριβώς αυτό που ήθελαν, μέρες παρακολουθούσαν τον Όμηρο και την Ζήνα και τώρα τα κατάφεραν, έπεισαν τον Όμηρο ότι η  Ζήνα είναι ένα ύπουλο πλάσμα και τον έκαναν να την εξαφανίσει από την ιστορία. Αυτή θα ήταν η σκληρότερη τιμωρία για την Ζήνα και θα ήταν η εκδίκηση για τους συναδέλφους τους που σκότωσε αυτό το γύναιο. Αυτή θα ήταν και η εκδίκηση του Ομήρου που έπαιξε μαζί του.
Την χαρά τους διέκοψε ο Όμηρος που βγήκε απότομα και αγριεμένος από την σκηνή του, μια λεπτομέρεια είχε ξεφύγει από τους δημοσιογράφους
-Είπατε ότι την ακούσατε να μιλάει; Τους ρώτησε ο Όμηρος
-Ναι, τι απ΄ όλα όσα σου είπαμε δεν έστεκε;
-Και δεν την ερωτευτήκατε;
-Από πού και ως που να την ερωτευτούμε; Τι μας πέρασες;
-Αλήτες! Ψελλίσματα ζητιάνου, ύπουλα υποκείμενα! Ψεύτες!
-Τι λες ρε; Άλλη σε πούλησε εμάς λες ψεύτες;
-Το κρασί είχε μέσα ένα μαγικό φίλτρο που αν άκουγες την φωνή αυτού που το έχει πιει τον ερωτεύεσαι αμέσως!
Οι δημοσιογράφοι σκάλωσαν για λίγο, δεν την ήξεραν αυτή την λεπτομέρεια,  είχαν δει τον Όμηρο να μιλάει με τον γέρο μάγο αλλά δεν είχαν μάθει ποτέ τι είπαν, τώρα κατάλαβαν….
-Μαγικό φίλτρο; Πήγε στον μάγο…. Είπε ο ένας δημοσιογράφος στον άλλο
-Πήγε στον μάγο…. Επανέλαβε και ο άλλος σχεδόν θλιμμένα
-Ναι ρε, πήγα και μου έδωσε το φίλτρο που το έριξα μέσα στο κρασί
-Ρε Όμηρε, δεν σε κόβει λίγο; Όταν καταλάβει ο άλλος ότι είσαι ερωτευμένος σε πουλάει και σε αγοράζει όποτε θέλει
-Και γιατί να το κάνει αυτό ο μάγος;
-Για τα λεφτά; Μη μου πεις ότι πιστεύεις περισσότερο σε ένα μαγικό φίλτρο παρά στα λόγια μας που στέκουν πέρα για πέρα.
Ο καημένος ο Όμηρος σκέφτηκε λίγο και κατάλαβε ότι αυτοί οι δύο είχαν δίκιο, μούγκρισε και γύρισε στην σκηνή του και συνέχισε να τα σπάει.
Και όντως είχαν δίκιο, σε ένα πράγμα μόνο, όταν καταλάβει ό άλλος ότι είσαι ερωτευμένος σε αγοράζει και σε πουλάει όποτε θέλει, έτσι ακριβώς όπως έκαναν και αυτοί με τον Όμηρο, έτσι ακριβώς όπως κάνουν πάντα με τους φόβους μας.

Το ίδιο απόγευμα από ψηλά στο παλάτι ο Πρίαμος και η υπόλοιπη βασιλική οικογένεια βλέπουν τους Τρώες κάτω να διασκεδάζουν.  Κάτι στο βάθος του ορίζοντα τραβάει την προσοχή του βασιλιά, ένα τεράστιο άλογο ξεπροβάλει ανάμεσα από τα βράχια. Μόλις κατάλαβε περί τίνος πρόκειται ο βασιλιάς χέστηκε από τον φόβο του. Σηκώθηκε όρθιος και δείχνοντας το άλογο είπε
-Ένα τεράστιο άλογο έρχεται καταπάνω μας! Σημάνετε συναγερμό! Πάρι, πάρε τους καλύτερους στρατιώτες και πήγαινε να το σταματήσεις! Γρήγορα πριν γκρεμίσει τα τείχη της πόλης!


Οι Έλληνες είχαν επιβιβαστεί όλοι στα πλοία, μόνο μια ομάδα έμεινε στη στεριά, μια ομάδα που έσερνε το τεράστιο άλογο που είχε φτιάξει ο ¨Οδυσσέας για να τρομάξει τους Τρώες. Μέσα στο άλογο ήταν μόνο η ομάδα του Οδυσσέα, τους έκλεισε εκεί μέσα ο Αγαμέμνονας για να τους τιμωρήσει επειδή απέτυχαν  να φτιάξουν ένα ρεαλιστικό τεράστιο άλογο.  Όταν οι Έλληνες είδαν την σκόνη από μακριά κατάλαβαν ότι έρχονται Τρώες με άλογα. Παράτησαν το άλογο και μπήκαν και αυτοί στο τελευταίο πλοίο και έφυγαν. 



Οι Τρώες έφτασαν μπροστά στο άλογο και άρχισαν να γελάνε «Μα είναι δυνατόν να πίστεψαν ότι θα μας τρομάξουν μ  αυτή την μαλακία!;; Είναι τόσο γελοίοι αυτοί οι Έλληνες;» είπε ο Πάρις και συνέχισε με πιο επίσημο τόνο «Πάρτε το μέσα στην πόλη να το δουν και οι άλλοι για να καταλάβουν με τι βλάκες είχαμε να κάνουμε!»  



Μετά από αρκετή ώρα το άλογο έφτασε στην πόλη, ο Πρίαμος είχε παγώσει από τον φόβο του, έβλεπε το άλογο να πλησιάζει και δεν ήξερε τι είχε γίνει, μόνο όταν έφτασε κοντά αυτό το ξύλινο άλογο κατάλαβε ότι πρόκειται για μια γελοία κατασκευή. «Το ήξερα!» είπε δυνατά και αποφασιστικά «σίγα να μην μας τρόμαζαν με αυτήν την μαλακία….» Όλοι ήθελαν να του πούνε «σκάσε μαλάκα χέστηκες από τον φόβο σου» αλλά κανείς δεν μίλησε.


 Έχει πέσει πια η νύχτα και στα πλοία των Ελλήνων επικρατεί μια ανακατωσούρα, έχουν απομακρυνθεί από την ακτή αλλά όχι πολύ, έχουν απομακρυνθεί τόσο  έτσι ώστε να τους επιτρέπεται  να μπαίνουν τα πλοία σε σχηματισμό πλεύσης. Τα γιορτινά φώτα της Τροίας μοιάζουν να λάμπουν ειρωνικά μπροστά στην κατήφεια των ηττημένων Ελλήνων. Η Ζήνα είναι μέσα μια καμπίνα στο πλοίο, στο οποίο  είναι και ο βασιλιάς,  η Ζήνα πίνει από το κρασί του Ομήρου, είναι θλιμμένη για το θάνατο του Αχιλλέα, απορεί και για την απουσία του Ομήρου, που να είναι τώρα που τον χρειάζεται περισσότερο; Πριν επιβιβαστεί τον αναζήτησε αλλά κανείς δεν ήξερε να της πει τίποτα και όλοι είχαν κάτι να κάνουν και έφευγαν τρέχοντας.  Αφού ήπιε όλο το κρασί  ένιωσε να πνίγεται  μέσα στην μικρή καμπίνα. Τύλιξε το κεφάλι της με μια μεγάλη μαντίλα και βγήκε έξω, περπάτησε παράλληλα με την κουπαστή  χαδεύοντας απαλά το ξύλο και πήγε προς το πίσω μέρος του πλοίου. Έμεινε εκεί, ακούμπησε τα χέρια της στην κουπαστή και έσκυψε προς τα έξω. Κοιτούσε την Τροία από μακριά και αναπολούσε τις τόσες και τόσες έντονες στιγμές που έζησε εκεί, εντός και εκτός πόλης. Δεν ζει εύκολα κανείς τόσα πολλά μέσα σε τόση λίγο χρονικό διάστημα. Η ζωή της ήταν μια περιπέτεια. Τώρα, από εδώ και πέρα τι; Θυμήθηκε τον Αχιλλέα που της είχε πει «Αν δεν είσαι εσύ μετά την στροφή, τότε τι;» δεν το είχε καταλάβει τότε τι ακριβώς σήμαινε, ίσως ούτε και τώρα, αλλά θυμόταν το κάθε τι από τον Αχιλλέα με νοσταλγία. Με την σκέψη του Αχιλλέα που θυσιάστηκε για να την σώσει ψέλλισε  πάλι θλιμμένα μια λέξη «Μαλάκα… Μαλάκα…» Έμεινε να κοιτάει εκεί μόνη, μέχρι που άκουσε μια συζήτηση λίγο πιο δίπλα, πίσω από ένα μπαούλο με σκηνές , δύο άγνωστες φωνές έλεγαν κάτι που μάλλον την ενδιέφερε

-Τελικά ρε συ πολύ μεγάλη πουτάνα αυτή η Ζήνα..
-Γιατί ρε τι έκανε;
-Τι έκανε;!!!! Δεν τα έμαθες; Εκμεταλλεύεται τους πάντες, τον ¨Όμηρο τον γάμησε, του πουλούσε έρωτα για να της δώσει καλύτερη θέση στο σύγγραμμά του και μόλις κατάλαβε ότι χάσαμε τον πόλεμο τον άφησε στα κρύα του λουτρού…
-Έλα ρε… την πουτάνα…
-Και όχι μόνο αυτό, τον κορόιδευε κιόλας, βλάκα τον ανέβαζε ψώνιο τον κατέβαζε.
-Και που τα έμαθες εσύ όλα αυτά;
-Ήμουν εκεί όταν τραβούσαμε τον ¨Όμηρο από την φωτιά
-Ποια φωτιά;
-Ο ¨Όμηρος στεναχωρήθηκε πάρα πολύ όταν έμαθε τι ρόλο βαράει η ¨Ζήνα, φρίκαρε, μάζεψε όλα τα χαρτιά που είχε γράψει και τα έβαλε φωτιά, τον έβλεπα από μακριά να στέκεται πολύ κοντά στην φωτιά, κάποια στιγμή τον είδα να βάζει το κεφάλι του μέσα στην φωτιά!
-Πόπω… τι φρίκη πρέπει να έφαγε ο ανθρωπάκος….
-Είναι δυνατόν να μην φας φρίκη όταν σε δουλεύει έτσι μια γυναίκα;
-Και τι έγινε τελικά με τον ¨Όμηρο.;
-Τον σώσαμε την  τελευταία στιγμή αλλά….
-Αλλά τι;
-Αλλά θα μείνει τυφλός για πάντα, έβαλε τα μάτια του μέσα στην φωτιά και …
-Σώπα ρε, τον άνθρωπο τι έπαθε…. Και που είναι τώρα;
-Τον παρακαλούσαμε να ρθει, αλλά δεν ήθελε με τίποτα, ήθελε να μείνει εκεί, να ζήσει σαν ζητιάνος, λιγότερο ντροπιαστικό είναι αυτό παρά εκείνο που του έκανε η Ζήνα…
-Δεν είναι να τον αδικείς…..
Η Ζήνα στην αρχή της συζήτησης ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι, όσο άκουγε κι άλλα άρχισε να κλαίει, έπεσε κάτω και ακουμπώντας την πλάτης της στα τοιχώματα της κουπαστής έκλεγε αθόρυβα.  Μετά από πολύ κλάμα αποφάσισε να πάει να βρει τον Όμηρο, να του εξηγήσει ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα, να τον βρει και να τον βοηθήσει τώρα που είναι τυφλός. Σηκώθηκε, σκούπισε τα δάκρυα της και πήγε να κατεβάσει μια βοηθητική  μικρή βάρκα από τα πλαϊνά του πλοίου.  Η βάρκα αυτή ήταν δεμένη με σκοινιά, η Ζήνα την έσπρωξε προς τα έξω και την είχε να αιωρείται πάνω από την θάλασσα. Κατέβαζε το σκοινί σιγά σιγά, κοιτούσε και πίσω για να μην την δει κανείς και την σταματήσει. Αλλά η Ζήνα δεν είχε πολλές δυνάμεις, ήταν εξαντλημένη, της γλίστρησε το σκοινί και έτρεξε μέσα στην χούφτα της.  Η βάρκα έσκασε στο νερό και ή Ζήνα έβγαλε μια κραυγή πόνου από το κάψιμο που της προκάλεσε  η τριβή με το σκοινί στο χέρι της. Αμέσως όλοι όσοι την άκουσαν κοκάλωσαν, το φίλτρο έκανε την δουλεία του, η Ζήνα έβγαζε ένα χρυσαφί φως από το σώμα της. Αυτός που βρισκόταν πιο κοντά έπεσε αμέσως πάνω της  και προσπάθησε να την φιλήσει, η ¨Ζήνα αντιστάθηκε έντονα και τον έσπρωξε πίσω «Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα  ρε αχρείε;!» του φώναξε  η φωνή της ακούστηκε πάλι πολύ δυνατά και το χρυσαφί φως από το κορμί της Ζήνας έγινε ακόμα πιο έντονο. Ο τύπος που είχε πάει να την φιλήσει στέκονταν στα γόνατα και είχε βγάλει το μαχαίρι του από την ζώνη του, κοιτώντας την Ζήνα της  είπε «Αγαπώ την πιο μικρή τρίχα από τα μαλλιά σου περισσότερο από ότι θα αγαπήσει ποτέ κάποιος ολόκληρη εσένα, και αυτό είναι η μικρότερη απόδειξη της αγάπης μου»  ολοκληρώνοντας την φράση του ο τύπος έκοψε τον λαιμό του πέρα για πέρα και σωριάστηκε νεκρός.  Η Ζήνα γούρλωσε τα μάτια και είδε όλους τους άντρες του πλοίου να έρχονται κατά πάνω της με ένα βλέμμα τρέλας και απελπισίας. Τρόμαξε, τρελάθηκαν όλοι σκέφτηκε και πήδηξε από το πλοίο μέσα στο νερό. Αμέσως μόλις έβγαλε το κεφάλι της από την θάλασσα ανέβηκε στην βάρκα που είχε κατεβάσει. Οι άντρες είχαν φτάσει στην άκρη του πλοίου και την παρακαλούσαν, άλλοι  να τους αγαπήσει, άλλοι έστω να τους κοιτάξει, άλλοι να την πηδήξουν. Ένας ένας άρχισαν να πέφτουν στη θάλασσα. Η Ζήνα ξεκίνησε να κάνει κουπί  για να απομακρυνθεί.  Την είχε ακούσει και ο βασιλιάς, εννοείται ότι την ερωτεύτηκε και αυτός παράφορα, έδωσε αμέσως διαταγή να γυρίσει το πλοίο για να πιάσουν την Ζήνα.   Έτσι και έγινε, γύρισε το πλοίο, αργά, και ακλουθούσε την Ζήνα. Τα άλλα πλοία, αφού οι καπετάνιοι τους είδαν το πλοίο του βασιλιά να στρίβει νόμιζαν ότι θα γυρίσουν στην Τροία και θα κάνουν αντεπίθεση.  Όλοι έστριψαν τα πλοία και ακολουθούσαν αυτό του βασιλιά που κυνηγούσε την βάρκα της Ζήνας. Το ηθικό των αντρών αμέσως ανέβηκε, άρχισαν  τα πολεμικά τραγούδια και τις πολεμικές ιαχές, δεν θα γυρνούσαν με σκυμμένο κεφάλι πίσω, θα πολεμούσαν μέχρις εσχάτων.  Η Ζήνα δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, έβλεπε το σώμα της να λάμπει και όλο τον ελληνικό στόλο να την κυνηγάει, τι τρέλα είναι πάλι αυτή; Το μόνο που ήθελε πλέον ήταν να ξεφύγει, δεν σκεφτόταν τον Όμηρο, ήθελε να βγει στην ακτή και να πάει τρέχοντας στην Τροία και να μπει από μια κρυφή πύλη που λίγοι μόνο ήξεραν. Πάνω στην βάρκα η Ζήνα έμοιαζε με τεράστια πιρόγα, έμοιαζε σαν λαμπερό φεγγάρι που κατέβηκε στην γη, ήταν το χρυσαφί της φως και ήταν αυτό που τρέλαινε  όλα τα α ψάρια και βγήκαν στην επιφάνεια, η Ζήνα έκανε κουπί και δίπλα της κολυμπούσαν ψάρια και δελφίνια. Τα δελφίνια χόρευαν μόνο για εκείνη, μπαινοέβγαιναν  στο νερό και τσίριζαν χαρούμενα.


Μετά από ώρα η Ζήνα έφτασε στην στεριά, αμέσως μόλις κατέβηκε ξεκίνησε να τρέχει προς την Τροία. Τα πλοία δεν είχαν μείνει πολύ πίσω. Σε πολύ λίγο χρόνο γέμισε η ακτή με πλοία που ξερνούσαν Έλληνες μαχητές. Δεν ανασυντασσόταν, κατευθείαν όποιος κατέβαινε από το πλοίο έτρεχε προς την πόλη. Μπροστά η λαμπερή Ζήνα να τρέχει, πίσω της αυτοί που την είχαν ακούσει και την ερωτεύτηκαν, και πιο πίσω ολόκληρος ο στρατός των Ελλήνων, όλοι αυτοί πηγαίνουν τρέχοντας και ουρλιάζοντας προς την Τροία.  Μια λαοθάλασσα ακολουθούσε μια γυναίκα, μόνο καταστροφικό θα μπορούσε να είναι αυτό.


Στην Τροία οι χοροί έφταναν στο τέλος τους, οι άνθρωποι είχαν μεθύσει για τα καλά πλέον, αλλά όχι όλοι. Οι στρατιώτες δεν είχαν πιει καθόλου,  ήταν ακέραιοι και ακούραστοι.  Από ψηλά ο βασιλιάς έβλεπε την λαοθάλασσα να πλησιάζει «Μα είναι τρελοί αυτοί οι Έλληνες! Τι νομίζουν ότι θα κάνουν; Στρατηγέ!  Στείλε τους τοξότες στα τείχη και όλο το πεζικό στην πύλη έτοιμο για αντεπίθεση!» . Οι διαταγές του εκτελέστηκαν αμέσως, ο Πρίαμος όμως είχε την απορία γιατί το κάνουν αυτό; Αυτό είναι καθαρή αυτοκτονία, κανείς δεν ορμάει έτσι σε μια αρματωμένη πόλη! Το πιθανότερο είναι να μην φτάσουν καν στην πύλη, θα τους εκτελέσουν οι τοξότες, μα γιατί το κάνουν; Ποια τρέλα τους χτύπησε πάλι;


Οι τοξότες έχουν πάρει ο καθένας  την θέση του στις πολεμίστρες. Βλέπουν την μάζα των Ελλήνων να έρχονται. Είναι σε ετοιμότητα. Αφού έχουν πλησιάσει αρκετά οι Έλληνες μερικοί τοξότες ρίχνουν φλεγόμενα βέλη. Μια βολή με γωνιά 45 μοίρες. Τα βέλη αυτά μετά από λίγα δευτερόλεπτα καρφώνονται στο έδαφος.  Αυτά τα βέλη ορίζουν το μέγιστο βεληνεκές των τόξων τους, αυτό είναι το όριο βολής και αυτή είναι γραμμή πυρρός τους. Μετά από αυτή την γραμμή αρχίζει η σφαγή των Ελλήνων. Προς το παρόν αυτή η γραμμή είναι σχεδόν στην μέση της απόστασης των Ελλήνων από την πόλη. Οι Έλληνες συνεχίζουν να πλησιάζουν μ αυτήν την άτακτη προέλαση και οι Τρώες τεντώνουν τα βέλη και τους περιμένουν να φτάσουν στο όριο βολής….


Μπροστά ακριβώς από την πύλη , μέσα στην πόλη, είναι ο Δούρειος Ίππος , το έκτρωμα των Ελλήνων. Μέσα στον Δούρειο Ίππο είναι είκοσι Έλληνες. Κάτω από τον Δούρειο ίππο έχει μαζευτεί το πεζικό των Τρώων, δεξιά και αριστερά στις επάλξεις έχει γεμίσει με τοξότες. Οι Έλληνες μέσα στον Δούρειο ίππο δεν είχαν ακούσει τίποτα μέχρι στιγμής γιατί έκλαναν συνέχεια. Ναι έκλαναν! Πριν τους κλείσουν μέσα τους είχαν δώσει από μια κονσέρβα με φασόλια γιαχνί.  Πριν από λίγες ώρες όλοι μαζί έφαγαν τα φασόλια τους. Είναι γνωστές οι επιδράσεις της φασολάδας. Όλοι είχαν σφιγμένα τα πρόσωπα, ο καθένας ντρεπόταν να την ρίξει πρώτος. Ο Οδυσσέας παρατήρησε τα σφιγμένα πρόσωπα και πήρε το θάρρος να μιλήσει. «Σύντροφοι, σας νιώθω. Όλοι θέλετε να κλάσετε και πρώτος απ όλους εγώ. Εμπρός λοιπόν, ας μην ντρεπόμαστε άλλο, ας αφεθούμε σ αυτό που μας επιτάσσει η φύση…»  Με την ολοκλήρωση του σύντομου λόγου του την αμόλησε πρώτος.  Ήταν μια ηχηρή κλανιά αλλά δεν συγκρίνεται με τίποτα με τον επόμενο ήχο που ακούστηκε. Έκλασαν όλοι μαζί και σείστηκε το κουφάρι του Δούρειου Ίππου, κόντεψε να διαλυθεί. Μετά από την απενοχοποίηση της κλανιάς όλοι έκλαναν ακατάπαυστα. Ο χοντρός ο Πάγκαλος σηκώθηκε και έριχνε τις κλανιές του όρθιος, τα κολομέρια του βαρούσαν παλαμάκια. Ο Οδυσσέας τις έβγαζε υγρές. Για πολλή ώρα γινόταν αυτό, κλανοσυμφορά,   σε ένα κενό ήχου ο Οδυσσέας άκουσε τις κραυγές του όχλου και την αναστάτωση. «Πάω να δω τι γίνεται!» είπε και άρχισε να σκαρφαλώνει στο λαιμό του αλόγου για φτάσει στο κεφάλι του. Από εκεί μπορούσε να δει έξω από την πόλη, ήταν πιο ψηλό από τα τείχη. (μη με ρωτήσεις πως έβαλαν μέσα, είναι μεγάλη ιστορία..)  Όταν έφτασε εκεί κοίταξε από μια χαραμάδα προς τα πίσω έξω από τα τείχη και είδε τον όχλο τον Ελλήνων να ορμάει κατά την πόλη. Ακλουθούσαν μια φωτεινή μορφή. Μα τι κάνουν, μονολόγησε, αυτό είναι καθαρή αυτοκτονία! Είδε και τους τοξότες που είχαν καλύψει τις επάλξεις και σφίχτηκε η καρδιά του. Η μπόχα από τις κλανιές δεν έφτανε στο κεφάλι του αλόγου, έχει την τάση να πηγαίνει προς τα κάτω. Επί της ευκαιρίας πήρε και μια ανάσα καθαρό αέρα. Στο κουφάρι του αλόγου οι υπόλοιποι Έλληνες δεν μπορούσαν να  σταματήσουν να κλάνουν, ο Αλέξης Τσίπρας  που ήταν από τους πιο νέους και φιλελεύθερους στρατιώτες που είχαν κλειστεί μέσα στον Δούρειο Ίππο έβγαλε ένα στριφτό τσιγάρο με χασίσι  και το έβαλε στο στόμα του. Έψαχνε τα ρούχα του για αναπτήρα, ήταν σίγουρος ότι κάπου πάνω του τον είχε.  Ο Άδωνις τον είδε από απέναντι  και μια ανησυχία γεννήθηκε στο μυαλό του, κάτι δεν του καθόταν καλά, εκτός απ το ότι μισούσε την γλίτσα τον Τσίπρα, κάτι δεν του  καθόταν καλά αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει ακόμα τι…. Ο Τσίπρας βρήκε επιτέλους τον αναπτήρα και τον πλησίαζε προς τον μπάφο, το μυαλό του Άδωνη αμέσως πλημμύρησε με εικόνες όπου αυτός και η αγαπημένη  του Ευγενία είχαν περάσει ένα υπέροχο  ρομαντικό βράδυ κάνοντας πυροκλάνια,  τρομαγμένος πετάχτηκε από την θέση του φωνάζοντας «Μηηη!». Ο Τρίπρας τον είδε ορμάει κατά πάνω του την ώρα ακριβώς που άναβε τον αναπτήρα.  Με  το που άναψε τον αναπτήρα το μεθάνιο από τις κλανιές πήρε φωτιά και εξερράγη όλο το κουφάρι του Δούρειου Ίππου. Αυτοί που ήταν κλεισμένοι μέσα για ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου κόλλησαν στα τοιχώματα του αλόγου σαν βατραχάκια στο μπλέντερ που παίρνει μπρος και μετά εκσφενδονιστήκαν σαν πολτός ντομάτας μαζί με κομμάτια από το φλεγόμενο ξύλο. Οι κλανιές ήταν πολλές  άρα και η έκρηξη ισχυρή. Συντάραξε την γη. Το άλογο αυτό ήταν το πρώτο όπλο μαζικής καταστροφής, η πρώτη πυρηνική βόμβα.  Η έκρηξη ήταν τόσο ισχυρή που διέλυσε  την τεράστια ξύλινη πύλη της Τροίας, την εξαΰλωσε σχεδόν.  Ένα μεγάλο μέρος των τειχών γκρεμίστηκε, οι τοξότες σκοτώθηκαν από την έκρηξη ή από τα θραύσματα του αλόγου  ή τους πέταξε μακριά το ωστικό κύμα της έκρηξης! Το πεζικό που ήταν ακριβώς κάτω από το άλογο μετατράπηκε αμέσως σε μια άμορφη καμένη μάζα. Η Τροία είναι πλέον μια γυμνή γυναίκα με ανοιχτά τα πόδια. Το μόνο που διασώθηκε από την έκρηξη ήταν το κεφάλι του αλόγου στο οποίο ήταν και ο Οδυσσέας, ή έκρηξη το έστειλε στην ταράτσα μια τριώροφης οικοδομής.  Ο Οδυσσέας σώθηκε, μόνο που η έκρηξη του προκάλεσε μια προσωρινή κώφωση.

Η Ζήνα έτρεχε προς την Τροία, σαν φωτιά πάνω στο φυτίλι, ήταν  το πιο φωτεινό πλάσμα στο κόσμο εκείνη στη στιγμή και ποτέ  ξανά δεν εμφανίστηκε  πιο φωτεινό πλάσμα απ αυτήν στον πλανήτη.  Ήταν σαν να έτρεχε από την ζωή που την περίμενε αν γυρνούσε πίσω στην Ελλάδα, γάμος, παιδιά, σκυλιά, στεγαστικό δάνειο ,πεθερικά, καλοί τρόποι, μαμ κακα και νάνι. Έτρεχε προς την περιπέτεια , όταν ζούσε περιπέτειες ονειρευόταν μια ήρεμή ζωή και όταν η ζωή της ηρεμούσε ονειρευόταν περιπέτειες. Τώρα έτρεχε, μόνο αυτό.  Μια έκρηξη μέσα από την Τροία την  ταρακούνησε, για λίγο εμφανίστηκε στον ορίζοντα κάτι πιο φωτεινό απ αυτήν, μια  τεράστια μάζα φωτός και καπνού, σε λίγα δευτερόλεπτα το ωστικό κύμα την έριξε κάτω. Τραντάχτηκε το κεφάλι της, όταν σηκώθηκε είδε της σκόνες της έκρηξης να καταλαγιάζουν και να διακρίνεται ένα μεγάλο κενό στα τείχη της Τροίας, για λίγο αναρωτήθηκε αν αυτό που βλέπει είναι όνειρο ή αλήθεια…….













Στα τέσσερα

Η μέρα ήταν Σάββατο , τα στήθη της μικρά και αυτή επίσης.  Τη λέγανε Αθηνά, τίποτα άλλο μη ρωτήσεις.  Δυο βδομάδες  μετά από αυτό το Σάββα...