Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2010

Ο Νεκροθάφτης 5 (νέος φόβος)

Την ημέρα της κηδείας της μαμάς του Μανωλάκη είχε πολύ κρύο, και φυσούσε αέρας.  Ο μικρός όλο το απόγευμα έκλαιγε και ζητούσε να τον αφήσουν να δει την μητέρα του, δεν τον αφήναν όμως γιατί έπρεπε να την ετοιμάσουν για την κηδεία.  Με συντροφιά μια έφηβη ξαδέρφη του , που τον πρόσεχε, το βράδυ ο Μανωλάκης αποκοιμήθηκε, ο πατέρας είπε στην κοπέλα να μην τον ξυπνήσει , να περιμένουν μέχρι το πρωί. Η ώρα πέρασε γρήγορα  και το πρωί ο μικρός ξύπνησε ελπίζοντας όλα να ήταν όνειρο, άκουσε τους θρήνους στο διπλανό δωμάτιο και αμέσως οι ελπίδες του διαψευστήκαν. Είχε κοιμηθεί με τα ρούχα, οπότε δεν χρειαζόταν να ντυθεί, αμέσως έτρεξε στο δωμάτιο όπου ήταν συγκεντρωμένοι πολλοί συγγενείς και φίλοι, λόγω του κρύου ήταν μαζεμένοι μέσα και ήταν στριμωχτά. Ο μικρός έκλαιγε και έσπρωχνε τα οπίσθια των παραβρισκόμενων για να περάσει και να φτάσει στην μάνα του. Του φαινόταν  πολύ σκληρό να χάσει την μάνα του τώρα που βρέθηκε ένα τρόπος επικοινωνίας μεταξύ αυτών των δύο, δεν ήθελε να σκεφτεί ότι δεν θα ξαναέβαζε το χέρι της μάνας του στο κεφάλι του να τον χαϊδέψει. Όταν έφτασε μπροστά  στο φέρετρο της μάνας του άρχισε να φωνάζει «Μαμά ξύπνα! Ξύπνα μην κοιμάσαι!» όλοι συγκινήθηκαν ακούγοντας τον μικρό να κλαίει για την μάνα του, νόμιζαν ότι έτσι αντιλαμβάνονται τα παιδιά τον θάνατο, σαν ύπνο.  Ο μικρός όμως έχοντας δει σε μια εκταφή ένα νεκρό που είχε ξυπνήσει ενώ ήταν θαμμένος και είχε αλλάξει την στάση του σώματός του νόμιζε ότι το  ίδιο συνέβαινε και με την μάνα του, φοβόταν ότι θα ξυπνήσει μέσα στον τάφο και θα βρει φρικτό θάνατο. Δεν φοβόταν μόνο ,αλλά ήλπιζε να την ξυπνήσει τώρα όσο είναι ακόμα καιρός για να μη την χάσει . Έχει πιάσει το φέρετρο  και φωνάζει «Μαμά ξύπνα! Θα σε θάψουν! Μην κοιμάσαι!»  έπιασε τον καρπό του χεριού της για να το τραβήξει αλλά δεν μπόρεσε, τα δυο της χέρια ήταν δεμένα με μια κορδέλα «Γιατί της δέσατε τα χέρια! Ξύπνα μαμά!»  ο πατέρας του πήγε από πίσω του να τον απομακρύνει ήρεμα, αλλά αυτός πιάστηκε ακόμα πιο δυνατά από το φέρετρο και φώναζε «Μην την θάψετε! Θα ξυπνήσει κάτω από το  χώμα! Συμβαίνει συχνά, το έχω δει! Μην δεν θέλω η μαμά να ξυπνήσει στα σκοτάδια! Μη σας παρακαλώ! Πονάνε αυτοί που ξυπνάνε θαμμένοι! Το έχω δει! Μη την μαμά μου!» όλοι οι παραβρισκόμενοι πάγωσαν με το που άκουσαν τα λόγια του Μανωλάκη, όλοι ήξεραν τι έκανε με τον παππού στο νεκροταφείο, άρα ο μικρός ήξερε, είχε δει,  άρα αυτό γίνεται , ξυπνάνε ενώ είναι θαμμένοι, φρίκη! Πολλοί σκεφτήκαν τον εαυτό τους νεκρό μέσα σε ένα κλειστό σκοτεινό τάφο να προσπαθούνε να βγούνε και να μην τους ακούει κανείς, άλλοι σκέφτηκαν τους δικούς τους που είναι θαμμένοι, μήπως έχει συμβεί σ αυτούς; Τέτοια σιωπή δεν είχε ξαναπέσει ανάμεσα σε τόσους πολλούς ανθρώπους ποτέ πριν στο χωριό. Ένας καινούριος φόβος έμπαινε στην ζωή ολονών , από δω και πέρα όλοι θα ξέρουν ότι κάποιοι γνωστοί τους  έχουν ξυπνήσει μέσα στο φέρετρο και κάποιοι απ αυτούς που ζούνε θα ξυπνήσουν. Ένας καινούριος φόβος αλλά δεν μίλησε ποτέ κανείς για αυτόν.

Η κηδεία έγινε μέσα στο κρύο του καιρού και στην παγωμάρα του καινούριου φόβου, ο Μανωλάκης μέχρι το τέλος δεν σταμάτησε να παρακαλάει την μαμά του να ξυπνήσει  κάθε παρακάλι μια μαχαιριά στην καρδιά των άλλων. Τα άλλα παιδιά κοιτούσαν τον Μανωλάκη που έκλαιγε, για πρώτη φορά τον λυπήθηκαν. Ήταν και ο καιρός κάπως επιβλητικός, ήταν και όλοι νωθροί και σκεπτικοί, μα πάνω απ΄όλα τους έκανε εντύπωση ο παππάς. Καθόταν στην άκρη του λάκκου και έλεγε τα λόγια κόντρα στον άνεμο που του ανακάτωνε τα γένια και τα άσπρα του μαλλιά.  Τα πλουμιστά ρούχα του παπά υπάκουαν σε κάθε ριπή του ανέμου  και χόρευαν άγριο χορό ενώ αντίθετα η έκφραση του πρόσωπου  του παρέμενε ανεπηρέαστη.  Μόνο αυτός μιλούσε, η φωνή του δεν έφτανε στα αφτιά τους αλλά έβλεπαν  το στόμα του να εκτοξεύει λόγια βαρυσήμαντα που τα ακούει ο θεός και βοηθάει τους ανθρώπους. Αυτό ήταν για αυτούς ο παππάς, ένας άρχοντας των πνευμάτων. Ο παπάς όμως είχε σπαστεί με τον αέρα και ήθελε να τελειώσει η τελετή γρήγορα, προσπαθούσε να κρύψει την ενόχληση για τον κολόκαιρο,  έλεγε τα λόγια μισά, και από αυτά τα μισά σίγουρα δεν ήξερε ούτε τον έν τρίτο τι σημαίνουν. Καταλάβαινε μόνο τα άρθρα, τα υπόλοιπα τα απήγγειλε σαν κινέζος που έχει μάθει παπαγαλία μερικά αρχαία ελληνικά. Αυτή η επιτηδευμένη επικάλυψη  της άγνοιας του τι έλεγε, προσέδιδε μια επιπλέον απόκοσμη αίσθηση στην χροιά της φωνής του.

Ο αέρας ανακάτευε τα μαλλιά του παπά, ο Μανωλάκης φώναζε την μαμά του να ξυπνήσει, όλοι παρακαλούσαν να τελειώσει αυτή ιστορία για να μην ακούνε άλλο τον μικρό και η γριά Ασημίνα σε μια κρυμμένη σε μια γωνία κατέστρωνε το σχέδιο της πως θα εκμεταλλευτεί από εδώ και μπρός τον μικρό

Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

Ο Νεκροθάφτης 4 (το χάδι του θανάτου)

Ο Μανωλάκης κάθεται μαζί με τον παππού έξω από το νεκροταφείο, σε λίγο θα ξεκινήσουν μια εκταφή. Ο Μανωλάκης πλέον συμμετέχει ενεργά στις εκταφές, κατεβαίνει με τον παππού κάτω στους λάκκους, αγγίζει τα οστά,   μαζεύει τα ρούχα των νεκρών,  κόβει τις ρίζες αν έχουν περάσει μέσα στα σώματα και οτιδήποτε άλλο κάνει και ο πάππους έκτος από το να σκάβει.
-Θείο πότε θα ξεκινήσουμε
-Μη βιάζεσαι, κάτσε να κάνω το τσιγάρο και ξεκινάμε
-Ποιον θα ξεθάψουμε;
-Θα δεις….. Είπε ο παππούς και έφτυσε ένα κομμάτι καπνού από το τσιγάρο του. Για λίγο έπεσε σιωπή.  Ο Μανωλάκης όμως ήθελε να μιλάει συνέχεια, και σκεφτόταν τι να πει. Κάποια στιγμή   είπε του παππού
-Έμαθες για την μαμά μου;
-Τι να μάθω;
-Είναι άρρωστη….
-Α, αυτό…..
-Ναι, έτσι  μου είπε ο μπαμπάς, ότι έχει κάτι κακό στο κεφάλι της. Και ότι σιγά σιγά θα γίνεται όλο και χειρότερα, και ότι πρέπει να είμαι δυνατός
-Ε, να είσαι τότε…
-Ένα βράδυ με τρόμαξε πάρα πολύ, φοβήθηκα, λες να κάνει χειρότερα από εδώ και πέρα;
-Μπα… από δω και πέρα θα μιλάει όλο και λιγότερο
-Μα δεν θέλω, θέλω να γίνει καλά!
- Μικρέ, η ζωή είναι σκληρή, κάποια στιγμή πρέπει να το μάθεις και αυτό
-Τι εννοείς σκληρή; Δεν το καταλαβαίνω, πως είναι σκληρή η ζωή;
-Πώς να στο πω ρε μύγα, να ας πούμε ότι τα πράγματα δεν έρχονται ποτέ όπως τα περιμένεις, γίνονται και άσχημα πράγματα
-Α, ναι ,ξέρω
-Δεν ξέρεις ακόμα τίποτα….
Για λίγο έπεσε σιωπή,  ο Μανωλάκης έψαχνε να βρει θέμα για να μιλήσει. Ήθελε να κρατάει την κουβέντα ζωντανή για να ακούει την φωνή του παππού
-Να σου πω θείο…
-Μίλα…. Απάντησε ο παππούς βαριεστημένα
-Ποια είναι αυτή η γιαγιά που περνάει εκεί απέναντι από τον δρόμο;
-Ποια γριά λες ρε; Δεν βλέπω
-Να αυτήν εκεί
-Ρε σκατό, δεν βλέπω σου λέω! Δεν είμαστε ίσα
-Βγήκε από το σπίτι με τα δύο μεγάλα δέντρα και την κόκκινη πόρτα στην αυλή και πάει προς μια αποθήκη
-Η Ασημίνα;! Την βλέπεις καλά; Περπατάει σκυφτή;
-Ναι, σκυφτή περιπατάει, αλλά δεν ξέρω πως την λένε
-Λοιπόν ,(του ρίχνει μια σφαλιάρα) άκουσε με καλά ! (του ρίχνει και άλλη σφαλιάρα)
-Τι βαράς ρε θείο;
-Σκάσε και άκου, (τον κοιτάει με έντονο βλέμμα στα μάτια και συλλαβίζει αργά και καθαρά την πρόταση για να δώσει έμφαση σ αυτό που θα πει) Δεν θα πάρεις πότε τίποτα από το χέρι αυτής της γριάς! Πότε! Τίποτα!  Ότι και αν σου δώσει! Το κατάλαβες;
-Γιατί;
-(του σκάει σφαλιάρα) Το κατάλαβες λέω;
-Το κατάλαβα, τίποτα, αλλά γιατί;
-Γιατί είναι μια κακιά μάγισσα (είπε   και έφτυσε στο χώμα για ξορκίσει το κακό)
-Τι κάνουν οι κακές μάγισσες;
-Ξόρκια
-Τι είναι τα ξόρκια;
-Αυτά που κάνουν οι κακές μάγισσες, και μη ρωτάς άλλα, φρόντιζε μόνο να  την αποφεύγεις ‘όσο το δυνατόν περισσότερο γίνεται. Αι, μπρός, σκως΄ * πάμε να ξεθάψουμε εκείνον τον κακομοίρη      *(σκως σημαίνει σήκω)


Μετά από πολύ ώρα σκάψιμο ακούγεται το χτύπημα του φτυαριού πάνω σε ξύλο.
-Ζήτω! Τον βρήκαμε λέει ζωηρά ο Μανωλάκης
-Σκάσε μύγα… απαντάει ο παππούς
Καθάρισε το χώμα από το καπάκι ενώ ο μικρός τον κοιτούσε με ένα χαμόγελο ευχαρίστησης. Μόλις τελείωσε με το χώμα άνοιξε το καπάκι,  το έσπασε σε πολλά κομμάτια και το πέταξε δίπλα. Στο πρόσωπο του Μανωλάκη εμφανίστηκε μια ζωηρή απορία μόλις είδε τον νεκρό.
-Τι έπαθε; Γιατί είναι έτσι; Ρώτησε ζωηρά
Ο παππούς δεν απαντούσε
-Τι έπαθε, τι έπαθε; Ξαναρώτησε ο μικρός
-Συμβαίνει που και που, δεν είναι τίποτα
-Πρώτη φορά βλέπω πεθαμένο έτσι
-Σου είπα συμβαίνει που και που
-Τι έπαθε;
-Δεν είχε πεθάνει καλά
-Και;
-Και ξύπνησε ενώ ήταν θαμμένος και μετά πέθανε καλά
-Δηλαδή κοιμόταν και τον έθαψαν;
-Εγώ τον έθαψα και δεν κοιμόταν ακριβώς, ένας γιατρός μου είπε ότι αυτό λέγεται νεκροφάνεια, είναι κάτι που παθαίνουν μερικοί και οι άλλοι νομίζουν ότι έχει πεθάνει, μην το πεις πουθενά, δεν κάνει να τρομάζουμε τον κόσμο
-Και να θέλω δεν έχω κανέναν να το πω
-Πουθενά λέω ούτε στην οικογένεια του θα το πούμε
-Πουθενά θείο, αλήθεια…. Τάφος
-Α μπράβο έμαθες βλέπω…
-Και τι κάνουμε τώρα;
-Συνεχίζουμε κανονικά
Ο μικρός έμεινε να κοιτά αποσβολωμένος το πτώμα λίγο πριν το διαλύσει ο παππούς.  Έβλεπε έναν σκελετό γυρισμένο στα πλάγια προς την αριστερή μεριά, τα γόνατά του ήταν λυγισμένα και ακουμπούσαν στον τοίχο της κάσας και τα χέρια του ήταν κεφάλι. Αυτό που του έκανε περισσότερο εντύπωση ήταν που είχε ανοιχτό το στόμα. Ακόμα και λειωμένος ο νεκρός έπειθε με γλαφυρότητα για την αγωνία και τον πόνο που έζησε τις τελευταίες του στιγμές, τόσο μόνος όσο δεν υπήρξε ποτέ στην ζωή του.

Η μητέρα του Μανώλη είχε μεταφερθεί στο νοσοκομείο, έχει φτάσει στα τελευταία της, λίγες μέρες πριν πεθάνει την έχουν φέρει στο σπίτι για να φύγει αξιοπρεπώς. Τις μέρες που έλειπε μια θεία του Μανώλη κοιμόταν στο σπίτι για να τον προσέχει. Την μέρα που την έφεραν ο μικρός είχε αγωνία για το τι θα δει. Του είπαν ότι η μητέρα του μιλάει λίγο πια, και ότι πολλά από αυτά δεν είχαν νόημα. Την πρώτη φορά που την είδε μετά την επιστροφή της από το νοσοκομείο  ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, αυτό που κάποτε ήταν το νυφικό κρεβάτι έμελε να είναι και  το νεκροκρέβατό της. Ο Μανωλάκης μπήκε μέσα στο δωμάτιο μαζί με τον πατέρα του, του είχε πει να μην τρομάξει. Το πρώτο πράγμα που του έκανε εντύπωση ήταν το χρώμα της μητέρας του, χλωμή, επίσης το ότι την έβλεπε να ανασαίνει βαριά του προκαλούσε μια δυσφορία.  Ο πατέρας του τον έφερε κοντά στην μάνα του, του είπε «Όπως βλέπεις η μαμά δεν είναι και τόσο καλά» δεν απάντησε ο μικρός. Έμεινε να την κοιτάει,  έμοιαζε σαν να έχει ανήσυχο ύπνο,  αναρωτήθηκε αν έβλεπε όνειρα σαν και τα δικά του.  Η μάνα του άνοιξε αργά τα μάτια της και κοίταξε κουρασμένα τον χώρο,  μόλις το βλέμμα της έφτασε στον Μανώλη σταμάτησε εκεί. Τον κοιτούσε κουρασμένα και πονεμένα, άπλωσε αργά το χέρι της να τον αγγίξει,    μόλις το είδε αυτό ο μικρός τραβήχτηκε πίσω.  Ο πατέρας του είπε να μην φοβάται και τον έσπρωξε απαλά μπροστά. Τότε του έπιασε η μάνα το χέρι και στην αρχή το κρατούσε ήρεμα, αλλά μετά άρχισε να το σφίγγει πολύ, τόσο πολύ που ο μικρός άρχισε να πονάει «Άφησέ με! Σε παρακαλώ! Με πονάς…» Ο πατέρας του έσκυψε έπιασε με το ένα του χέρι αυτό του μικρού και με το άλλο της μάνας και τα χώρισε σιγά σιγά.  Ο Μανωλάκης έπιανε τον καρπό του και η μάνα του γύρισε το κεφάλι της αργά από την άλλη μεριά. Η άρρωστη έκανε ένα παρατεταμένο  οοοο και χωρίς να το διακόψει το συνέχισε σαν άρθρο και είπε «οοοοο σκύλος έχει ψείρες, (παύση) μην τον θάψετε στην γλάστρα, (παύση)  έχει θάλασσα,  (παύση)Μανωλάκη βρομάς (παύση) το ταβάνι έχει μουνί (παύση) όχι σήμερα …)  ενώ συνέχιζε να παραληρεί ο πατέρας έπιασε τον μικρό και έβγαλε ήσυχα έξω από το δωμάτιο .
-Τι έλεγε η μαμά
-Τίποτα Μανωλάκη, η μαμά είναι άρρωστη, μην δίνεις σημασία σ αυτά που ακούς
-Πότε θα γίνει καλά;
-Δεν ξέρω Μανωλάκη , μόνο ο θεός ξέρει
-Τι είναι το μουνί;
-Δεν ξέρω Μανωλάκη…
-Ο θεός ξέρει;
-Ξέρει, αλλά μην τον ρωτήσεις, θα στο πει όταν έρθει η κατάλληλη ώρα
-Κατάλληλη ώρα; Για πιο πράγμα;
-Μην ρωτάς τίποτα άλλο Μανωλάκη, πήγαινε να παίξεις


Ο μικρός κάθε λίγο και λιγάκι πήγαινε στην πόρτα και την άνοιγε και κοιτούσε μέσα την μάνα του. Σιγά σιγά ξεθάρρευε, προχωρούσε και μερικά βήματα, μέχρι το βράδυ έχοντας ανοίξει την πόρτα πολλές φορές έχει καταφέρει να φτάσει μέχρι το σημείο που ήταν το ίδιο πρωί που του έπιασε το χέρι. Πλησίαζε αλλά όχι χωρίς να φοβάται, πρόσεχε μην ανοίξει τα μάτια της, ήταν έτοιμος να τρέξει αν θα συνέβαινε αυτό .  Εκείνο το βράδυ δεν συνέβη. Την επομένη το πρωί ξαναμπήκε στο δωμάτιο της μάνας , πλησίασε αρκετά, μέχρι που κατάφερε να καθίσει στο κρεβάτι μπροστά στα πόδια της. Την κοιτούσε που βαριανάσαινε σ αυτόν τον ανήσυχο ύπνο, την είδε να κουνάει τα χείλη της και φοβήθηκε ότι θα ξυπνήσει, σηκώθηκε και έφυγε γρήγορα . Το μεσημέρι που γύρισε από το σχολείο ρώτησε τον πατέρα του πως είναι μάνα του, αυτό του απάντησε ότι όλο το πρωί ήταν ξύπνια, να μην την ενοχλήσει, μάλλον θα κοιμάται όλο το απόγευμα.  Μετά το μεσημεριανό πήγε στο δωμάτιο της μάνας του, ο πατέρας του ήταν στην αυλή με κάποιους άλλους συγγενείς.  Πήγε πάλι και έκατσε δίπλα στα πόδια της,  την κοιτούσε, το ότι θα κοιμόταν όλο το απόγευμα όπως του είχε πει ο πατέρας του έδινε κάποια αίσθηση ασφάλειας. Ακούμπησε λίγο το πόδι της να δει αν θα ξυπνήσει εύκολα, δεν την ξύπνησε. Ανέβηκε όλος πάνω κρεβάτι και άρχισε να μπουσουλάει από την μέσα μεριά του  διπλού κρεβατιού δίπλα από την μάνα του. Σταμάτησε στο ύψος της κοιλίας της, στάθηκε στα γόνατα και την ακούμπησε πάλι λίγο, έτρεμε μην ξυπνήσει. Αυτό το άγγιγμα περιέργειας του έδωσε ακόμη περισσότερη σιγουριά για την ασφάλεια του. Αφού και πάλι δεν αντέδρασε η μάνα του, ο μικρός ξάπλωσε δίπλα της και την κοιτούσε που ανάσαινε βαριά, ένας ρόγχος της ενοχλούσε το λαιμό. Που και που την έβλεπε να ξεροκαταπίνει. Τότε ο Μανωλάκης έκανε κάτι τολμηρό, άπλωσε το χέρι και έπιασε αυτό της μάνας του που ήταν έξω από το σεντόνι, το τράβηξε αργά προς το μέρος και έφερε μπροστά του. Τώρα είχε το χέρι της μάνας του και το χάιδευε , του φάνηκε περίεργο που μπορούσε να κρατάει το χέρι της μάνας του. Αναπλήρωνε με κάποιο τρόπο την μητρική τρυφερότητα που δεν είχε λάβει ποτέ ή τουλάχιστον δεν θυμάται να είχε λάβει. Το άγγιγμα του χεριού όμως δεν του ήταν αρκετό, ήθελε να προχωρήσει κι άλλο. Σήκωσε το χέρι της μάνας του ψηλά και έβαλε το πρόσωπό του από κάτω, το κατέβασε πάλι μέχρι που άγγιξε το μάγουλό του . Ένα κύμα αγαλλίασης πλημύρισε τον μικρό, η μητέρα του του ακουμπούσε το μαγουλάκι του. Χαμογελούσε και κοιτούσε την μάνα του που βαριανάσαινε σ αυτόν τον βαθύ ύπνο. Έπιασε πάλι το χέρι της μάνας του και όπως ήταν ξαπλωμένος το κουνούσε πάνω κάτω στο μάγουλό του «έτσι μπράβο μανούλα, χάιδεψε με» είπε με την παιδική φωνούλα του και έκλεισε τα μάτια του σε ένδειξη αγαλλίασης. Μετέφερε το χέρι της μάνας του στα μαλλιά του και τα χάιδευε «Ευχαριστώ μανούλα που μου χαϊδεύεις τα μαλλιά, είδες τι καλό παιδί που είναι ο Μανωλάκης σου ;»  Απολάμβανε αυτές τις πρωτόγνωρες στιγμές χαδιού σαν νυσταγμένο γατάκι. Χάρηκε τελικά που μπορεί να πάρει αγάπη από την μάνα του, τι κακός που ήταν που δεν το πίστευε τόσο καιρό. Άκουσε την εξώπορτα του σπιτιού να ανοίγει, κάποιος ερχόταν, βγήκε από το λήθαργο και πετάχτηκε στη γωνία του κρεβατιού και έκατσε και περίμενε ήσυχος . Μπήκε ο πατέρας του μέσα, μόλις τον είδε ξαφνιάστηκε.
-Εδώ είσαι μικρέ;
-Ναι, κοιτάω την μαμά
-Ξύπνησε καθόλου;
-Όχι
-Καλά, βγες τώρα, θα την ξαναδείς άλλη φορά
-Εντάξει μπαμπά

Μετά από αυτό ο Μανωλάκης πήγαινε όσο πιο συχνά μπορούσε κάθε μέρα και λάμβανε αγάπη από την μάνα του, η οποία ξυπνούσε όλο και λιγότερο συχνά. Ήταν ένα βήμα πριν το θάνατο, αλλά ο Μανωλάκης ήταν όσο ποτέ άλλοτε ευτυχισμένος, πλέον την αγαπούσε πολύ την μάνα του και την είχε ανάγκη κάθε μέρα. Ο ενθουσιασμός του ήταν σχεδόν ο ίδιος μ αυτόν που ένιωσε όταν άνοιξε τον πρώτο τάφο, και όπως δεν θα μπορούσε να μην ξαναπάει σε άνοιγμα τάφου έτσι και τώρα δεν  μπορούσε με τίποτα να σταματήσει αν πηγαίνει στην μητέρα του. Είναι σαν να έχει τάση να αγαπάει οτιδήποτε ακίνητο ή άψυχο, με τα έμψυχα δεν τα  πάει και τόσο καλά. Λίγες φορές βγαίνει πλέον από το σπίτι, ακόμα και στο σχολείο πηγαίνει όλο και πιο σπάνια , σε μια από αυτές τις εξόδους είχε μια ατυχή συνάντηση . Η κακιά μάγισσα που του είχε πει ο παππούς να την αποφεύγει,  τον βρήκε στο δρόμο, και σίγουρα όχι τυχαία, ότι και αν κάνει αυτή η γυναίκα είναι προμελετημένο και προσχεδιασμένο.   Και αυτή την φορά είχε ένα σχέδιο, ένα πονηρό σχέδιο.  Έτσι όπως περπατούσε στο δρόμο μικρός διασταυρώθηκε με την γριά, δεν την είχε προσέξει από μακριά γιατί περπατούσε σκυφτός από συνήθεια . Όταν βρέθηκαν σε απόσταση λιγότερη από δυο μέτρα πρώτη μίλησε η γριά
-Γεια σου μικρέ (και μπήκε μπροστά η γριά και του έκλεισε τον δρόμο)
-Γεια (απάντησε ο μικρός και μόλις την αναγνώρισε πάγωσε από τον φόβο του)
-Ο Μανωλάκης δεν είσαι;
-Ναι,  αλλά πρέπει να φύγω
-Μη φεύγεις , θέλω να σε ρωτήσω για την μαμά σου
-Καλά είναι, θέλω να φύγω, άσε με να περάσω
-Καλά είναι ε; Εγώ άλλα άκουσα, ότι δεν είναι… και σκέφτηκα να την βοηθήσω
-Δεν κάνει να σου μιλάω, φεύγω
-Περίμενε, έχω να σου δώσω κάτι που θα κάνει την μαμά σου καλά
-Φεύγω! Δεν παίρνω τίποτα από σένα είναι κακιά!
-Μανωλάκη! Περίμενε χρυσό μου πάρε αυτό για την μάνα σου θα την σώσει! (του πρότεινε ένα καφέ σακουλάκι)
-Είσαι κακιά (φεύγοντας νευριασμένος)
-Μπορείς να σώσεις την μαμά σου καρδούλα μου πάρτο, σήμερα! Αύριο θα είναι αργά!
-Κακιά! Κακιά! (απομακρύνεται…)
Η γριά χαμογελούσε, πέτυχε αυτό που ήθελε  «μα είναι τόσο εύκολοι; ήμουν τόσο σίγουρη ότι θα είχαν δασκαλέψει τον μικρό να μην πάρει τίποτα από μένα, μα τόσο προβλέψιμοι….» Ο μικρός γέμισε με αμφιβολίες, είχε εμπιστοσύνη στον παππού αλλά αν είχε δίκιο η γριά; Μήπως έκανε λάθος που δεν το πήρε το σακουλάκι με το φάρμακο; «όχι δεν είναι λάθος (σκέφτηκε) ο μπάρμπας τα ξέρει όλα και δεν κάνει λάθος! Είπε τίποτα!...... αλλά μήπως αν….. όχι! Τίποτα!»

Τρομακτικοί εφιάλτες πάλι το βράδυ, το πρωί δεν ξύπνησε μόνος του, ήρθε ο πατέρας και τον σήκωσε
-Ξύπνα Μανωλάκη
-Τι έγινε μπαμπά; (αφού έχει ξυπνήσει )
-Η μαμά……
-Τι η μαμά;
-Πέθανε Μανωλάκη.







Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010

Ο Νεκροθάφτης 3 (Τα αυτιά του λαγού)

Μετά το δυσάρεστο γεγονός με την ‘’σταύρωση’’ ο Μανώλης αποξενώθηκε ακόμα περισσότερο, για μερικές μέρες δεν βγήκε καν από το σπίτι. Το χτύπημα στο κεφάλι δίπλα από το αυτί του προκάλεσε ένα πρόβλημα βαρηκοΐας, κατά τα άλλα ήταν καλά. Το μεγαλύτερο τραύμα ήταν το ψυχικό, Αυτές τις μέρες που έμεινε κλεισμένος αισθάνθηκε λίγο πιο κοντά με την μητέρα του. Μερικές  φορές τον κοίταξε κιόλας. Τα παιδιά που τον βασάνισαν παραλίγο να τα κλείσουν σε αναμορφωτήριο, αλλά λόγω του ότι ήταν από το ίδιο χωριό και οι γονείς ήταν γνωστοί μεταξύ τους το άφησαν να περάσει σαν να μην είχε γίνει τίποτα. Πολλές διαβεβαιώσεις έγιναν ότι δεν θα ξαναπειράξουν τον μικρό. Μια βδομάδα σχεδόν μετά ο Μανώλης βγήκε για μια βόλτα στο χωριό. Στο δρόμο βρήκε τον μπάρμπα Γρηγόρη, τον νεκροθάφτη του χωριού.
-Καλημέρα! Είπε ο μικρός
-Τον κώλο σα πέρα…
-Που πάς θείο;
-Στου Νακούλι να σφάξω κουνέλια
-Να ρθω και εγώ;
-Και δεν έρχεσαι… σαμα τι; Στην πλάτη μου θα σε πάρω;
Μπροστά ο γέρος και πίσω ο μικρός. Ένιωθε μια ασφάλεια με τον παππού, αν κάποιος τον πείραζε πάλι, θα του έδει χνε ο παππούς.  Έτσι έφτασαν στο σπίτι του Νικούλη.  Η παραγγελία ήταν να σφάξει και να γδάρει 5 κουνέλια. Είπε ον μικρό να καθίσει σε ένα σημείο που δεν θα ενοχλούσε. Μπήκε μέσα σε μια αποθήκη και βγαίνοντας  κρατούσε ένα κουνέλι από τα αφτιά, στα άλλο χέρι κρατούσε ένα κόπανο σιδερένιο (…… η σκληρότητα δεν είναι αυτοσκοπός, το έγραψα αλλά δεν το δημοσιεύω…….)  και άφησε το κουνέλι πάνω στον πάγκο. Ο Μανώλης σοκαρίστηκε από τις τόσο σκληρές εικόνες, αυτές τις εικόνες θα έφερνε πλέον στο μυαλό του όταν θα σκεφτόταν το κουνέλι ή τον λαγό. Πιο πριν σκεπτόταν άλλα με το που άκουγε κουνέλι  , μια βλακεία που είχε κάνει όταν ήταν πιο μικρός, πριν από τρία χρόνια. Ιδού η βλακεία:  άκουσε ότι πέθανε η γιαγιά ενός φίλου του, που στην ουσία ήταν προγιαγιά, η γιαγιά ήταν πάνω από 90 οπότε δεν υπήρχε και πολύ θρήνος σ αυτήν την κηδεία. Ο Μανωλάκης ρώτησε την μάνα του αν θα τον άφηνε να πάει να δει, αυτή που τότε ήταν ακόμα καλά δεν είχε αντίρρηση αρκεί να καθόταν φρόνιμος. Φτάνει λοιπόν ο Μανωλάκης στο σπίτι του φίλου του και εντυπωσιάστηκε που είδε τόσο πολύ κόσμο, συνήθως μόνο τις Κυριακές στην εκκλησία βλέπει τόσους πολλούς. Ήταν πάνω από τριάντα άτομα έξω από το σπίτι. Όποιος πήγαινε στο σπίτι έμπαινε από μια πόρτα και μετά έβγαινε. Δεν έβλεπε πουθενά τον φίλο του, έτσι αποφάσισε να μπει στο σπίτι να τον ψάξει. Μπήκε από την πόρτα που μπαίνουν οι μεγάλοι, μόλις μπήκε μέσα είδε πολλούς ανθρώπους σιωπηλούς γύρω από ένα καφέ  πράγμα. Απ την μεριά που το έβλεπε αυτός ήταν μόνο ένα τετράγωνο και δυο μύτες παπουτσιών μαύρες. Δηλαδή ό Μανωλάκης έβλεπε την πίσω μεριά του φέρετρου και την κοιτούσε από χαμηλά. Έτσι όπως είδε τις μύτες των παπουτσιών του θύμισε μια εικόνα που είχε δει σε ένα παιδικό παραμύθι, ένας μάγος με ένα καπέλο που εξείχαν μόνο δυο αφτιά,  τραβούσε τα αφτιά και έβγαινε ένα κουνέλι. Αυτό νόμιζε ότι γινόταν και εκεί, ένα κουνέλι με μαύρα αυτιά ήταν κρυμμένο μέσα στο μεγάλο κουτί! Τα παπούτσια της γιαγιάς εξείχαν σαν αυτιά κουνελιού και αυτός θα το έπιανε! Πλησίασε την κάσα, σήκωσε το χέρι του και άρπαξε απότομα  το ένα αυτί.  Αυτομάτως βρέθηκε με ένα μαύρο κενό παπούτσι στο χέρι και όλοι να του φωνάζουν φερτο πίσω, άστο κάτω , τι έκανες εκεί και τέτοια. Αυτός σάστισε και άφησε κάτω το παπούτσι και βγήκε στην αυλή και περίμενε τον φίλο του. Ο Μανωλάκης απορούσε πως το αυτί του κουνελιού έγινε παπούτσι και εσύ απορείς πως έβγαλε τόσο εύκολα το παπούτσι. Πολύ απλά, δεν το έβγαλε, η γριά είχε μόνο ένα πόδι ή της έλειπε ένα πόδι και το παπούτσι απλώς το είχαν στηρίξει όρθιο με λουλούδια, αυτό το παπούτσι τράβηξε ο Μανωλάκης. Εκεί που στεκόταν έξω στην αυλή και περίμενε τον φίλο του είδε μερικούς να τον κοιτάνε περίεργα, άλλοι χαμογελούσαν. Ένα κορίτσι βγήκε μέσα από το σπίτι και πήγε σε κάτι άλλα παιδιά, λυκείου, και τους έλεγε μια ιστορία με έντονες χειρονομίες και έδειχνε προς τον Μανώλη, όταν τελείωσε την ιστορία της τα παιδιά διασκορπιστήκαν προσπαθώντας να κρατήσουν τα γέλια τους. Αυτήν την ιστορία είχε στο μυαλό του ο Μανώλης κάθε φορά που έβλεπε κουνέλι μέχρι τώρα. Από και πέρα θα του έρχεται στο μυαλό η εικόνα του μπαρμπα Γρηγόρη να ……. με τον κόπανο ….. τσιρίδα…….. σπασμωδικά τα ποδαράκια του….. αίμα .

Το ίδιο βράδυ έβλεπε εφιάλτες με το κουνέλι, έβλεπε τον εαυτό του ότι ήταν ντυμένος με στολή κούνελου  και τον κρατούσε μάνα  του από τα αυτιά και τον χτυπούσε στην πλάτη με τον κόπανο για να του την σπάσει. Αυτός φώναζε «Μη μαμά, δεν είμαι κουνέλι! Ο Μανωλάκης είμαι»  αλλά αυτήν δεν σταματούσε, τον χτυπούσε στην πλάτη δυνατά με τον κόπανο. Ξύπνησε απότομα τρομαγμένος, αλλά πριν καλά καλά συνειδητοποιήσει ότι έβλεπε εφιάλτη, είδε την μάνα του να κάθεται στην άκρη του κρεβατιού με την πλάτη γυρισμένη στον Μανώλη. Την αναγνώρισε από τα μαλλιά μέσα στο λιγοστό φως που έμπαινε στο δωμάτιο από το καντηλάκι. Ο Μανώλης τρόμαξε και τράβηξε την κουβέρτα και κάλυψε το μισό του πρόσωπο. Είπε διστακτικά σχεδόν ρωτώντας «Μαμά;….» αυτήν δεν απάντησε, συνέχισε να του έχει γυρισμένη πλάτη. Ο Μανωλάκης κατουρήθηκε.  Ξαναμίλησε «Μαμά, μην το κάνεις αυτό σε παρακαλώ…. Φοβάμαι….» Η μάνα του κούνησε (όχι έστριψε)  το κεφάλι της δεξιά και αριστερά και άρχισε να κάνει ένα παρατεταμένο ανατριχιαστικό «ααααααα»  ένας ήχος που έμοιαζε με πόνο.  Σηκώθηκε η μάνα του από το κρεβάτι και περπάτησε ευθεία, σαν να κρύφτηκε στο σκοτάδι, πήγε σε μια γωνία που δεν έφτανε το φως από το καντηλάκι. Το παρατεταμένο ααα συνεχιζόταν αν και χαμήλωνε σε ένταση μέχρι που σταμάτησε τελείως. Τώρα ο μικρός δεν άκουγε τίποτα ούτε έβλεπε τίποτα, σκέφτηκε μήπως το είχε δει και αυτό σε όνειρο; Αλλά δεν ήταν όνειρο. Η μάνα ξαναβγήκε στο λιγοστό φως και τον πλησίαζε πολύ αργά,  ο Μανωλάκης είπε «Σε παρακαλώ μαμά…. τι κάνεις;» Αυτή δεν του απάντησε, πλησίασε κι άλλο και έφτασε στο προσκέφαλο του μικρού, έκατσε δίπλα του στο κρεβάτι . Η καρδιά του μικρού κόντευε να σπάσει.  Έβλεπε την μάνα του μπροστά του,  είχε μισάνοιχτο το στόμα και της τρέχαν τα σάλια, τα μαλλιά της ήταν ανακατωμένα και στα μάτια είχε ένα χαμένο βλέμμα. Τον κοιτούσε. Πλησίασε το πρόσωπό της στον Μανώλη και τον κοιτούσε πλέον από πολύ κοντά «Μανωλάκη…..» είπε πολύ σιγά με τρεμάμενη φωνή και απομάκρυνε πάλι το πρόσωπό της από το δικό του. Σηκώθηκε, του γύρισε την πλάτη και βγήκε σχεδόν παραπατώντας από το δωμάτιο, ο Μανωλάκης την κοιτούσε να απομακρύνεται, μόλις βγήκε από το δωμάτιο την είδε να ξερνάει, έπεσε στα γόνατα, και συνέχισε να βήχει και να ξερνάει. Ένα φως άναψε, ο πατέρας του ξύπνησε,  πήγε κατευθείαν στην μάνα του, την αγαλλίασε από τους ώμους, γύρισε είδε τον μικρό που κοιτούσε με απορία, σηκώθηκε και ήρθε στην πόρτα «Κοιμήσου Μανωλάκη, θα τα πούμε άυριο» «Τι έχει η μαμά» «Κοιμήσου Μανωλάκη ,είπα θα τα πούμε αύριο, καληνύχτα..» και του έκλεισε την πόρτα . Από την κλειστή πόρτα, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι άκουγε τον πατέρα του να λέει «Είναι το κακό… άστο να βγει…. Αυτό φταίει..» η μάνα του απαντούσε  με πόνο «δεν μπορώ , δεν μπορώ»  «Θα περάσει και αυτή η κρίση… θα περάσει» «Δεν μπορώ! Δεν μπορώ»  μιλούσε η μάνα σαν να μην αντιλαμβάνεται τι της έλεγε ο σύζυγος.  Σε κάθε προτροπή του, αυτή απαντούσε ‘’δεν μπορώ’’ . Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε ο μικρός, είχε παγώσει όλο του το σώμα και είχε στεγνώσει το στόμα του. Του είχε καρφωθεί η εικόνα της μάνας του να ξεπροβάλει από το σκοτάδι. Και ήταν περιτριγυρισμένος από σκοτάδι.
Το σκοτάδι , οι εφιάλτες, το κρύο και ο φόβος.

Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2010

Ο Νεκροθάφτης 2 (Η Αρρώστια)

Το ίδιο βράδυ ο μικρός Μανώλης είδε τον πρώτο του εφιάλτη σχετικά με το νεκροταφείο,  αν και όταν γύρισε στο σπίτι του ήταν ενθουσιασμένος, όταν άρχισε να σκοτεινιάζει άρχισε να φοβάται υπερβολικά πολύ. Με δυσκολία κοιμήθηκε. Μέσα στον ύπνο του είδε ότι ήταν αυτός πεθαμένος στην κάσα και ότι το σώμα του είχε λειώσει. Ξύπνησε απότομα, μέσα στο σκοτάδι άγγιξε το σώμα του στην κοιλία και ένιωσε το χέρι του να γλιστράει σε κάτι υγρό, στην αρχή νόμιζε ότι είχε αποκτήσει αυτή την γλίτσα που είχε ο νεκρός, αργότερα κατάλαβε ότι ήταν ιδρώτας. Φοβόταν όμως να κοιμηθεί, ήθελε να ρθει η μαμά του να του πει ότι είναι όλα εντάξει, αλλά δεν μπορούσε να την φωνάξει, όποτε την ξυπνούσε καταλάθος, ειδικά το μεσημέρι , αυτήν του φώναζε και μερικές φορές τον χτυπούσε δυνατά. Τώρα είχε την ανάγκη της, αλλά την φοβόταν κιόλας.  Πήγε στο δωμάτιό της και έλπιζε ότι αν την ξυπνούσε ήσυχα δεν θα τον χτυπούσε, παρακαλούσε να τον λυπηθεί, ούτε να του φωνάξει ήθελε. Το μόνο που ήθελε ήταν μια αγκαλιά. Ανοίγει την πόρτα του δωματίου των γονιών του, μπαίνει πολύ διστακτικά μέσα και στέκεται απέναντι από την μαμά του. Έχει τα χέρια του σταυρωμένα μπροστά και η καρδιά του τρέμει.  Λέει με πολύ σιγανή διστακτική φωνή «Μαμά;….», καμιά απάντηση,  βλέπει την μαμά του να κοιμάται και έτσι όπως πέφτει το λιγοστό φως από το καντηλάκι πάνω της την κάνει να μοιάζει ακόμα πιο μεγάλη απ΄ότι είναι.  Δεύτερη φορά, αυτήν την φορά ακουμπάει και το χέρι του πάνω στο μπράτσο της μαμάς «Μαμά;…» λέει παρακλητικά.  Πάλι τίποτα.  «Τι θες;» ακούει τον πατέρα του από την άλλη μεριά να του λέει
-Φοβάμαι….
-Τι φοβάσαι; Εσύ είσαι άντρας πιά
-Είδα όνειρο ότι πέθανα και έλειωσα
-Δεν πέθανες, μην φοβάσαι.. άιντε για ύπνο τώρα
-Μα φοβάμαι….
-Τι είναι; Είπε η μάνα του και άρχισε να ξυπνάει
-Τίποτα. Πήγε να την καθησυχάσει ό άντρας της, αλλά αυτή απέκτησε ξαφνικά ζωηράδα και ξύπνησε απότομα και έκατσε στο κρεβάτι, είδε τον Μανωλάκη στο μισοσκόταδο και άναψε το πορτατίφ
-Τι θες εδώ τέτοια ώρα! Του είπε απότομα
-Φοβάμαι μαμά…..
Τον κοίταξε άγρια και αυτός μαζεύτηκε προς τα πίσω. Ο άντρας της έβαλε το χέρι της στον ώμο και της είπε ήσυχα «Μην τον μαλώνεις… ας τον… πήγαινε βάλ τον για ύπνο και τα λέμε αύριο…»
-Μπρος πάμε… είπε η μαμά του που σηκώθηκε και χωρίς να τον κοιτάξει πήγε στο δωμάτιο του μικρού, έπιασε την κουβέρτα και την σήκωσε για να μπει ο μικρός μέσα.  Ο Μανωλάκης την ακολούθησε σκυμμένος  και με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά
-Ευχαριστώ μαμά. Είπε ο μικρός
-Έλα μπες, και μην φοβάσαι κάνε μια προσευχούλα και θα φύγουν όλα
Μπήκε ο Μανώλης κάτω από την κουβέρτα και η μάνα του τον σκέπασε στα γρήγορα σχεδόν μηχανικά. Γύρισε την πλάτη της και έφυγε χωρίς να τον κοιτάξει. Ο μικρός έβλεπε μια σκοτεινή πλάτη να απομακρύνεται άψυχα σέρνοντάς τα βήματά της, αυτή η πλάτη ήταν η μάνα του
-Καληνύχτα μαμά. Είπε και μαζεύτηκε φοβούμενος μια ακραία αντίδραση από μεριά της
-Καληνύχτα . Του είπε άτονα η μάνα του χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει
Προσπαθούσε να μην κοιμηθεί, κρατούσε τα μάτια του ανοιχτά , και κοιτούσε από την μισάνοιχτη πόρτα το φως του καντηλιού στο δίπλα δωμάτιο που τρεμοέπαιζε  έτοιμο να σβήσει. Χωρίς να το καταλάβει μετά από ώρα τον πήρε ό ύπνος. Δεν είδε άλλο εφιάλτη εκείνο το βράδυ

Οι μέρες του στο σχολείο έχουν πλέουν αλλάξει, είναι απόμακρος και δεν μιλάει πολύ. Στην αρχή οι συμμαθητές του δεν του δίναν σημασία, αλλά σιγά σιγά άρχισαν να τον πειράζουν. Κανείς δεν ήξερε ότι κάθε βράδυ πλέον έβλεπε εφιάλτες. Κανείς δεν  καταλάβαινε ότι το μόνο που σκεφτόταν πλέον ήταν το νεκροταφείο. Οι νεκρικές εικόνες τον τραβούσαν όπως το φως την μύγα στο σκοτάδι. Όλες οι απαντήσεις στους εφιάλτες του βρισκόταν στο νεκροταφείο.  Περνούσε κάθε μέρα και έβλεπε τις φωτογραφίες στα μνήματα. Όλες ασπρόμαυρες, όλες αυστηρές, όλες έδιναν  την εντύπωση ότι απ όποια μεριά και αν τις κοιτάς σε κοιτάνε.  Ήταν τρομακτικό, αλλά του άρεσε. Πολλές φορές περπατούσε κατά πλάτος   ένα μνήμα και κοιτούσε την φωτογραφία που τον παρακολουθούσε.  Αυτό του σκίρτημα που του προκαλούσε ο φόβος τον ευχαριστούσε. Την μέρα όμως μόνο, το βράδυ τον τρόμαζε. Δεν είχε λόγο πλέον να παίζει με τα άλλα παιδιά, συναισθηματικά γέμιζε το μυαλό του με τρόμο. Θα μπορούσαν να είχαν εξελιχτεί όλα αλλιώς αν μια μέρα στο σχολείο δεν έδινε την λάθος απάντηση σε ερώτηση του δασκάλου. Έχουν περάσει τρεις μήνες από την πρώτη του εκταφή και  έχει παραστεί σε άλλες τρεις μέχρι τώρα.

Μια ωραία ανοιξιάτικη Δευτέρα  ο δάσκαλος ρώτησε τα παιδάκια τι θα ήθελα να γίνουν όταν μεγαλώσουν, τα περισσότερα παιδάκια είπαν το επάγγελμα του πατέρα τους, άλλα είπαν πιλότος, ένας είπε γιατρός, μια κοπέλα είπε νοσοκόμα,  ο Μανωλάκης όμως δεν σήκωσε το χέρι του να πει
-Εσύ Μανώλη δεν θα μας πεις τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις; Ρώτησε ο δάσκαλος
Ο Μανωλάκης δεν απάντησε , έπαιζε αμήχανα με ένα χαρτάκι που είχε στα χέρια και το κοιτούσε.
-Πες Μανώλη μην ντρέπεσαι…
-Νεκροθάφτης… είπε πολύ σιγά και ντροπαλά ο Μανώλης και κοίταξε λοξως δεξιά και κάτω
-Πως; Πες το λίγο πιο δυνατά. Είπε ο δάσκαλος , αλλά όχι με κακία ούτε με ένταση
Ένα παιδί πετάχτηκε και είπε
-Νεκροθάφτης είπε κύριε! Είναι τρελός!
-Πάψε Γιαννάκη, μη μιλάς! Και δεν θα μιλήσει κανείς αν δε σηκώσει πρώτα το χέρι. Τι είπες Μανώλη; Νεκροθάφτης;
-(Δεν μίλησε, μόνο κούνησε το κεφάλι καταφατικά κοιτώντας πάντα κάτω)
-Μα πιο παιδάκι θέλει να γίνει νεκροθάφτης; Σ αρέσει να θάβεις τους πεθαμένους; Ρώτησε ο δάσκαλος διατηρώντας πάντα τον ήρεμο τόνο του
-Να τους ξεθάβω…… απάντησε πολύ σιγανά ο μικρός
-Μανωλάκη, δεν είναι καλό για ένα παιδάκι να σκέφτεται έτσι, το απόγευμα να ρθεις από το σπίτι μου να μιλήσουμε, εντάξει;
-Ναι κύριε
-Στις έξι
-Ναι κύριε

Τα άλλα παιδιά μετά από αυτό όλη μέρα κορόιδευαν τον μικρό, κάποιος του είπε «Την μάνα σου που δεν σ αγαπάει πόσα λεφτά θα την πάρεις για να την θάψεις;» ένας άλλος μικρός είπε «Είναι τρελή η μάνα του! Σαν αυτόν» Ο Μανώλης έσκυψε πήρε μια πέτρα και του τη πέταξε. Τον πέτυχε λίγο κάτω από το μάτι, ο αδερφός αυτού που χτυπήθηκε στο μάτι έτρεξε κατά πάνω του ουρλιάζοντας και τον έριξε κάτω. Του έριχνε μπουνιές στο πρόσωπο και τον έβριζε «Θα σε γαμήσω μαλακισμένο! Μπάσταρδε! Τρελέ! Παραλίγο να του βγάλεις το μάτι! Θα σε γαμήσω!» ο Μανώλης είχε βάλει τα χέρια του και προσπαθούσε να καλύψει το πρόσωπο του, τα άλλα παιδιά είχαν μαζευτεί γύρω γύρω και φωνάζανε «Ξύλο! Ξύλο!» , αυτές οι φωνές ήταν που έκαναν τον δάσκαλο να βγει τρέχοντας έξω, έσπασε τον κλοιό και είδε τον Μανώλη στο έδαφος να τον χτυπάει ένα μεγαλύτερο παιδί. Αμέσως έπιασε τον μεγάλο από το αυτί και τον σήκωσε, ο υπέρμετρος τσαμπουκάς του μεγάλου εξαφανίστηκε αμέσως.  Η παρουσία του δασκάλου έβαλε τέρμα στον καυγά. Το χειρότερο όμως δεν είχε συμβεί ακόμα στον Μανώλη.

Το απόγευμα, λίγο πριν τις έξι πήγαινε προς το σπίτι του δασκάλου. Δεν είχε πάει νεκροταφείο εκείνη την μέρα. Είχε κλειστεί στο δωμάτιό του.  Βγήκε μόνο για να πάει στον δάσκαλο, περπατούσε σκυφτός και τον πονούσαν ακόμα τα χτυπήματα.  Στο δρόμο είδε το παιδί που τον είχε βάλει κάτω μαζί με άλλα τρία παιδιά. Ήταν όλοι τους μεγαλύτεροι. Πάγωσε, γύρισε πίσω και άρχισε να απομακρύνεται «Που πας κότα; Γυναικούλα; Πουστράκι; Δεν σου είπα ότι θα σε γαμήσω;»  Περπατούσε γρήγορα ο Μανώλης και κοιτούσε πίσω, τα μεγάλα παιδιά άρχισαν να τρέχουν και να τον κυνηγάνε.   Αν και θα μπορούσαν να τον πιάσουν γρήγορα δε το κάναν, τρέχαν πίσω του και μόνο κάνα δυο φορές κάποιος βγήκε μπροστά του και τον ανάγκασε να αλλάξει δρόμο. Στην αρχή δεν καταλάβαινε γιατί γίνεται αυτό, το κατάλαβε όταν είχε πάρει τον δρόμο που οδηγούσε έξω από το χωριό , το οδηγούσαν σε παγίδα! Το καλύτερο που μπορούσε να κάνει ήταν να γυρίσει πίσω προς τα πάνω τους και να προσπαθήσει να τους ξεφύγει. Μάταια, με το που σταμάτησε να γυρίσει πίσω ένα άλλο παιδί όρμησε πάνω και τον σώριασε στο χώμα. Αμέσως του έκλεισαν το στόμα και τον πιασαν δύο άτομα και τον έσυραν μέχρι ένα χωράφι με καλαμπόκι διακόσια μέτρα από εκεί που τον έριξαν. Οι φωνές των αγοριών που μαλώνουν είναι κάτι συνηθισμένο στα χωριά. Κάθε μέρα όλο και κάποιος καυγάς γινόταν, το ανοιγμένο κεφάλι από πέτρα ήταν κάτι συνηθισμένο,  ο καυγάς δεν είχε ηλικία , όπως ούτε και οι αρχηγικές τάσεις και οι τσαμπουκάδες.  Ακούγεται γελοίο, αλλά όσο δέος προκαλεί ένας εικοσιπεντάχρονος σε ένα δεκαεφτάρη ή ένας  σαραντάχρονος σε έναν εικοσπεντάρη , τέτοιο δέος αισθάνεται και ένας οχτάχρονος για έναν εντεκάχρονο.  Ο εντεκάχρονος είναι μεγάλος και μάγκας και πολλές φορές έξυπνος. Έχουν οδηγήσει τον Μανώλη στο κέντρο του χωραφιού που είναι προστατευμένο από τα βλέμματα πολλών. Εκεί τους περιμένουν άλλα τρία άτομα.  Πετάνε τον μικρό κάτω,  του έχουν δέσει το στόμα. Μιλάει ο αδερφός του χτυπημένου, αυτός που ήθελε να το παίξει πιο μάγκας και που υποτίθεται ότι είχε και λόγο.
-Στο είπα μαλακισμένο ότι θα σε γαμήσω! Φρικιό! Νεκροθάφτη! (του ρίχνει μια κλοτσιά στην κοιλιά) γιατί πέταξες πέτρα στον μικρό; Παραλίγο να του βγάλεις το μάτι! Μαλάκα! Ξέρεις τι θα σε κάνουμε τώρα; Θα σ αρέσει… τέτοιο φρικιό που είσαι. Παιδιά, φέρτε το σταυρό!
Ο Μανωλάκης γούρλωσε τα μάτια και προσπάθησε να φύγει, αλλά ένας από τους μεγάλους του έριξε μια μπουνιά στο στομάχι και σωριάζεται πάλι κάτω. Μάζεψε τα γόνατα στην κοιλιά και έκλεγε από τον πόνο.
-Θα σε σταυρώσουμε μαλακισμένο! Για να μάθεις να μην πετάς πέτρες στον αδερφό μου. Βγάλτε του τα ρούχα . Διέταξε τους άλλους
-Ε, μαλάκα… του είπε παραπονετικά ένας απ αυτούς που έλαβε την διαταγή
-Είπα! Τι θες να σου κάνουμε τα ίδια;
-Όχι , όχι… απλά είχαμε πει μόνο να τον τρομάξουμε
-Παραλίγο να βγάλει το μάτι του αδερφού μου! Δεν θα τον τρομάξω μόνο, θα τον τιμωρήσω!
Έτσι τα άλλα παιδιά βγάλαν τα ρούχα του Μανωλάκη, παρόλη την αντίστασή του, βάλαν το σώμα του πάνω στον αυτοσχέδιο από καλάμια σταυρό και του έδεσαν τα χέρια με τα έτοιμα σχοινιά που είχαν. Ο αρχηγός διέταξε τους άλλους να σηκώσουν τον σταυρό, οι άλλοι εκτέλεσαν την διαταγή απρόθυμα . Ένα από τα παιδιά έβαλε τα κλάματα, ο αρχηγός πήρε μια πέτρα και του την πέταξε στα πόδια «Αν δεν σταματήσεις να μυξοκλαίς, θα σε γαμήσω και σένα μαλακισμένο!» «Δεν είναι καλό αυτό που κάνουμε, θέλω να πάω στο σπίτι» «Είπαμε να τιμωρήσουμε τον Νεκροθάφτη,  εγώ είμαι ο αρχηγός εγώ διατάζω! Κρατήστε τώρα» Πήρε μια πέτρα και την πέταξε στον εσταυρωμένο , τον πέτυχε στην κοιλιά, πληγή, αίμα, πήρε και δεύτερη πέτρα , τον πέτυχε στο κεφάλι, δίπλα από το αυτί, αίμα, αναίσθητος  . Οι άλλοι φώναξαν «σταμάτα» και άφησαν τον σταυρό κάτω. Πίσω τους ακούστηκαν φωνές, κάποιος ή κάποιοι ερχόταν. Τον παράτησαν και χάθηκαν ανάμεσα στα ψηλά καλαμπόκια .

Ένα παιδί που είχε δει να σέρνουν τον Μανώλη στο χωράφι πήγε και ειδοποίησε τον δάσκαλο, αυτός δεν έχασε καθόλου χρόνο, ξεκίνησε να προλάβει το κακό. Δεν το πρόλαβε όμως. Το κακό είναι αρρώστια, κολλάει και μεταδίδεται, δεν  γιατρεύεται , αφήνει πληγές και ενοχές, αφήνει και ανοιχτούς λογαριασμούς.



Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2010

Ο Νεκροθάφτης 1 (η αρχή)

Πριν ξεκινήσει κάποιος να διαβάσει αυτό το κείμενο προϊδεάζω ότι έχει σκληρές εικόνες μέσα. Δεν είναι για όλους, και δεν είναι διασκεδαστικό
Μέτα απ αυτό συνεχίζεις υπ ευθύνη σου
Καλό κατευόδιο......   



Ένα παιδάκι ξεκινάει μόνο του από το σπίτι του για να πάει στην πλατεία του χωριού να παίξει με τα άλλα παιδάκια. Είναι τέλη της δεκαετίας του 70 και όλοι οι δρόμοι του χωριού είναι χωματόδρομοι . Το παιδί δεν έχει κλείσει ακόμα τα εφτά του χρόνια, ένας μπόμπιράς με ποδήλατο που γυρνάει όλη μέρα στους δρόμους. Εκείνη την μέρα δεν είχε ποδήλατο, είχε τρυπήσει το λάστιχο του πριν από λίγες μέρες  και δεν έχει κανέναν να του το φτιάξει, ελπίζει να έρθει σύντομα ο θείος του από ένα άλλο διπλανό χωριό να τον βοηθήσει. Είναι μοναχοπαίδι και οι γονείς του είναι μεγάλοι σε ηλικία.  Η μητέρα του είναι πάνω από 50 χρονών και τα τελευταία χρόνια είναι άρρωστη και δεν ασχολείται καθόλου μαζί του, κάθεται όλη μέρα στο σπίτι σαν μια άτονη φιγούρα που περιμένει το θάνατο. Ο πατέρας του είναι πάνω από 70 και από τότε που αρρώστησε η γυναίκα του έχει μια μορφή κατάθλιψης,  το μόνο που κάνει είναι να κάθεται στο σπίτι όλη μέρα και να κάνει τις δουλειές του σπιτιού όσο μπορεί βέβαια και στον ελεύθερο χρόνο μιλάει με την γυναίκα του χωρίς να παίρνει ποτέ απάντηση από αυτήν. Ούτε αυτός ασχολείται με τον μικρό, η ζωή το παιδιού ξεκινάει και υπάρχει μόνο όταν βγαίνει από το σπίτι. Εκείνη την μέρα που θα είναι σημαδιακή για το υπόλοιπο της ζωής του στην αρχή την πέρασε όπως και κάθε προηγούμενη μέρα του. Είναι στην πλατεία μαζί με τα άλλα παιδιά και παίζουν, τα άλλα παιδιά όμως έχουν και τις μαμάδες τους μαζί, αυτός είναι μόνος του. Οι μαμάδες κάθονται σε ένα παγκάκι και λένε  τα δικά τους, πολύ συχνά γελάνε πολύ δυνατά, κάποια στιγμή κάνουν διάλυμα και φωνάζουν τα παιδάκια τους και τους δίνουν κάτι να φάνε. Αυτός μένει μόνος και βλέπει τα άλλα παιδάκια να είναι με τις μαμάδες τους που τα ταΐζουν, τινάζουν τις σκόνες από τα ρούχα τους , τα χαϊδεύουν τα μαλλιά και τα φιλάνε. Κοιτάει αυτές τις εικόνες σαν δεμένο θλιμμένο σκυλί και νιώθει ένα σφίξιμο στο στομάχι. Πόσο θα ήθελε να είχε και αυτός μια μαμά όπως όλα τα άλλα παιδιά, μια νέα μανούλα με όμορφη φωνή , όμορφο δέρμα   και λαμπερά μαλλιά, μια όμορφη και νέα μαμά που να τον αγαπάει όπως έχουν και άλλα παιδάκια, να τον αγάπα και να το αγαλλιάζει και να αισθάνεται αγαλλίαση μέσα στα τροφαντά της στήθη. Δεν είχε όμως ,και έμενε να κοιτάει τα αλλά παιδιά και περίμενε να τελειώσουν το διάλυμα και να συνεχίσουν το παιχνίδι αν και ποτέ δεν συνέχιζε με την ίδια όρεξη που είχε πριν.  Μια μαμά ενός παιδιού που τον είδε να κάθεται μόνος και να τους κοιτάει θλιμμένος ,τον λυπήθηκε και τον φώναξε «Μανωλάκη, έλα να φας και εσύ κάτι» μια ξαφνική χαρά σκίρτησε μέσα, επιτέλους κάποιος του έδωσε σημασία και πήγε τρέχοντας στην κυρία, είναι περίεργο πόσο γρήγορα αλλάζουν τα παιδιά διάθεση. Έφτασε μπροστά στην μαμά του άλλου παιδιού και περίμενε να του δώσει αυτό που ήταν να φάει, αυτή του χάιδεψε τα μαλλιά και του είπε «Τι όμορφο παιδάκι που είσαι εσύ!»  η καρδιά του μικρού χτυπούσε γρήγορα και δεν μιλούσε, κοιτούσε την μαμά του άλλου παιδιού στα μάτια με πρωτοφανή λατρεία, αυτή έσκυψε και τον φίλησε τρυφερά στο μάγουλο και αυτός κοκκίνισε όπως ποτέ άλλοτε, την αγαπούσε ήδη αυτήν την κυρία, ίσως μια μέρα να τη παντρευόταν. Μετά το φιλί του έδωσε και μια φέτα ψωμί με  Μερέντα ,  αυτός την έτρωγε αργά και κοιτούσε την κυρία με έκδηλη ευχαρίστηση. Ένιωσε μια τσιμπιά στα οπίσθια, και γύρισε  και είδε μια άλλη κυρία να του χαμογελάει «Τι ματάκια είναι αυτά που έχεις αγοράκι μου; Φτου να μη σε ματιάσω»  το παιδάκι χαμογέλασε με την φέτα ακόμα στο στόμα,  και οι άλλες μαμάδες  τον πειράζανε και του μιλούσαν γλυκά. Η καρδιά του Μανωλάκη πήγαινε να σπάσει, ένιωθε κάτι που δεν μπορουσε να το προσδιορίσει, συγκίνηση, ήθελε εκείνη η μέρα να  μην τελειώσει ποτέ, να μείνει πάντα εκεί με τις άλλες μαμάδες και να τον προσέχουν. Τα παιδιά ξεκίνησαν το παιχνίδι και φώναζαν τον Μανώλη να ρθει ,  αυτός δεν ήθελε να φύγει αλλά του είπε μια μαμά να πάει και ότι θα τον φιλούσε μετά αν  ήταν καλό παιδί. Αυτό ήταν αρκετό για να τον κάνει να πάει.
Ένα παιδί  μόλις πήγε εκεί ο Μανωλάκης τον ρώτησε «Δεν μου λες Μανώλη… ποιος ΄χει την όποιο όμορφη μαμά;»  ένα άλλο παιδί πετάχτηκε και είπε «η δικιά μου!» «¨όχι η δικιά μου είναι πιο όμορφη!» είπε ένα άλλο παιδί , ο Μανώλης ήθελε και αυτός να μαλώσει και να πει η δικιά μου αλλά ήξερε ότι θα ον κορόιδευαν, ένα παιδί είπε «Ο μπαμπάς μου είναι πιο δυνατός από όλους» «Τι λες ρε, ο δικός μου είναι πιο δυνατός,  σηκώνει με τα χέρια του τρία αυτοκίνητα!» «Ο δικός μου σηκώνει τρία τρακτερ!» «Ο δικός μου είναι ψηλός μέχρι τον ουρανό!» μάλωναν τα παιδάκια για το ποιανού ο πατέρας είναι πιο δυνατός, αλλά ο Μανώλης δεν μιλούσε, ένα παιδί είπε «Εσύ Μανώλη γιατί δεν μιλάς;» «Γιατί έχει άσχημη μαμά!» είπε ένα άλλο παιδάκι και όλοι μαζί γελάσανε
-Δεν είναι άσχημη! παραπονέθηκε ο Μανώλης 
-Είναι άσχημη και γριά!  είπε ένα παιδί
-Δεν είναι γριά! φώναξε ο Μανώλης
-Είναι γριά και δεν σ αγαπάει! του είπε κάποιο παιδί
-Μ αγαπάει! Απλά είναι άρρωστη !
-Δεν μπορεί να κλάσει; Του είπε κάποιος και όλοι γελάσανε δυνατά, και κολλούσαν τον Μανώλη κάνοντας τον ήχο της πορδής με το στόμα τους.
Ένιωσε πολύ ντρόπη και οργή ο Μανώλης και έσπρωξε ένα παιδί και το έριξε κάτω, η μαμά του παιδιού που είδε το μικρό της να πέφτει και να κλαίει σηκώθηκε απότομα και έτρεξε προς το μέρος τους, ο Μανώλης με το που την είδε να έρχεται έτσι , νόμιζε ότι έρχεται να τον χτυπήσει και άρχισε να τρέχει, ήθελε να φύγει να γλιτώσει το ξύλο.  Η κυρία του φώναζε να γυρίσει πίσω, του έλεγε δεν πειράζει, δεν έγινε τίποτα,  του φώναζε γλυκά Μανωλάκη μην φεύγεις, αλλά αυτός ήξερε ότι έκανε κάτι κακό και όπως και άλλες φορές θα την πλήρωνε άσχημα, γιατί έτσι πρέπει. Έτρεχε να ξεφύγει και κοιτούσε πίσω αν τον κυνηγάει κανείς , ευτυχώς δεν τον ακλουθήσανε, σταμάτησε το τρέξιμο και συνέχισε περπατώντας, ήταν νωρίς να πάει στο σπίτι αλλά δεν είχε και που αλλού να πάει. Έτσι αποφάσισε να κάνει βόλτες στο χωριό κλωτσώντας μια μικρή πέτρα, ήθελε να δει πόση ώρα θα την κλοτσάει χωρίς να την χάσει. Φαινομενικά έπαιζε, αν και θλιμμένα, μέσα του όμως τον βασάνιζαν αυτά που είχαν γίνει πριν από λίγο, δεν είχε ποτέ μαμά, δεν θα τον αγαπούσε ποτέ καμιά από αυτές, δεν τον υποστήριξαν, και οι δικοί του γονείς δεν τον θέλουν, παντού παρείσακτος είναι, και προχωρούσε όπου τον πήγαινε η πέτρα.


Η πέτρα του τον οδήγησε έξω από το νεκροταφείο του χωριού, εκεί άκουσε έναν ήχο. Έβαλε τα χέρια του πάνω στον πετροχτίστο φράχτη, πάτησε τα χέρια και σηκώθηκαν τα πόδια του από το έδαφος. Μόλις πέρασε το κεφάλι του πάνω από το ύψος του φράχτη είδε τον παππού του Γρηγόρη μέσα σε ένα λάκκο να σκάβει και να πετάει το χώμα έξω. Του φάνηκε παράξενο αυτό, τι έσκαβε να βρει; Γύρισε πίσω και μπήκε από την πύλη του νεκροταφείου. Προχώρησε και πήγε και στάθηκε πίσω από τον παππού του Γρηγόρη.  Μετά από λίγο τον αντιλήφτηκε ο παππούς  και του είπε
-Τι κάνεις εκεί μικρε;
-Τίποτα θείο, ήρθα να δω
-Δεν έχει τίποτα να δεις, φύγε
-Έλα ρε θείο, άσε με να δω… τι κάνεις;
-Σκάβω, φύγε, δεν είναι για παιδιά εδώ
-Θέλω να δω,  γιατί σκάβεις;
-Φύγε ρε σου λένε! Πήγαινε με τα άλλα παιδάκια να παίξεις
-Δεν με θέλουν, δεν με παίζουν, λένε ότι η μαμά μου είναι άσχημη, και μια κυρία με κυνήγησε για να με χτυπήσει, κανείς δεν με θέλει, εσύ γιατί δεν με θες; Τι σου έκανα;
-Ρε, δεν είναι ότι δεν σε θέλω, δεν κάνει για παιδιά εδώ
-Σε παρακαλώ, δεν έχω που να πάω
Το σκέφτηκε λίγο ο παππούς,  δεν τον ένοιαζε και πολύ, δεν θα έχανε και τίποτα αν έμενε εκεί ο μικρός, θα του έκανε και παρέα, άσε που καμιά φορά είναι καλό να μαθαίνουν τα παιδιά για τον θάνατο, θα τον άφηνε να μείνει, ούτως ή άλλως πότε δεν θα μπορούσε να του πει κανείς κουβέντα, ήταν από τα πιο αναγκαία άτομα στο χωριό, πλάκα θα είχε κιόλας να δει τις αντιδράσεις του μικρού
-Καλά μείνε, αλλά δεν θα μιλάς, δεν θα ρωτάς, και δεν θα πεις σε κανέναν τίποτα από αυτά που θα δεις, το κατάλαβες;
-Ναι θείο, πες μου μόνο τι ψάχνουμε.
-Πω ρε μύγα, άρχισες κιόλας τις ερωτήσεις; Λοιπόν, θα σου πω και μετά σκασμός
-Το ορκίζομαι!
Ξεκίνησε ο παππούς το σκάψιμο και εξηγούσε τον Μανώλη χωρίς να τον κοιτάει και χωρίς να διακόπτει την δουλεία του .
-Λοιπόν, έχεις ακούσει ότι οι άνθρωποι πεθαίνουν;
-Ναι, οι παππούδες
-Και όχι μόνο, όταν πεθαίνει ο κόσμος, τους θάβουμε
-Γιατί;
-Σκάσε μύγα… Τους θάβουμε για να λιώσουν
-Όπως τα παγάκια;
-Σκάσε βλήμα… όταν τους βάζουμε είναι όπως όταν κοιμούνται και όταν τους βγάζουμε είναι μόνο κόκαλα. Έχεις δει κόκαλα ποτέ;
-Αυτά που περισσεύουν από το κοτόπουλο
-Ε, κάπως  έτσι, αλλά εμείς  έχουν πιο μεγάλα
-Και εσύ τώρα ψάχνεις για κόκαλα;
-Ψάχνω για την κάσα που μέσα θα έχει κόκαλα, λοιπόν, σκασμός τώρα γιατί κουράζομαι να μιλάω και να σκάβω
-Γιατί κουράζεσαι;
-Σκάσε γίδ
Του μικρού του άρεσε που τον κορόιδευε ο παππούς έτσι, ένιωθε μια τρυφερότητα κάθε που τον κορόιδευε, κοιτούσε τον παππού και χωρίς να το ξέρει είχε ένα χαμόγελο ενθουσιασμού στο πρόσωπό του ο μικρός. Σε λίγο ακούστηκε ένα γκούπ
-Τι έγινε; Τι έγινε, τα βρήκες; Ρώτησε ζωηρά ο μικρός
-Ναι, σκάσε
-Να δω! Να δω!
-Σκάσε και περίμενε
Ο παππούς καθάρισε το χώμα γύρω από την κάσα , κούνησε λίγο το καπάκι του φέρετρου να ξεκολλήσει.  Ο μικρός από πάνω έβλεπε ένα  ξύλινο καπάκι , δεν καταλάβαινε πολλά αλλά ήξερε ότι αυτή είναι η κάσα με τα κόκαλα . Ο παππούς άναψε τσιγάρο και κοίταξε τον μικρό,  ο μικρός είχε συνηθίσει και ήξερε ότι για να κοιτάξει ένα μεγάλο στα μάτια έπρεπε να κοιτάει προς τα πάνω, τώρα για πρώτη φορά κοιτούσε προς τα κάτω. Ο παππούς του είπε
-Λοιπόν μύγα, τώρα που θα ανοίξω το καπάκι θα δεις κόκαλα, αν φοβάσαι  φύγε τώρα
-Δεν φοβάμαι! Φώναξε ο μικρός
-Αι, να σε δω….
Ο παππούς έβαλε το τσιγάρο στο στόμα και έσκυψε και άνοιξε το φέρετρο, το καπάκι με το που το σήκωσε έσπασε στα δυο και μετά ο παππόυς το έσπασε σε πολλά κομμάτια και τα άφησε κάπου δίπλα μέσα στο λάκκο,  «Γεια σου Κώτσο…» είπε ο παππούς. Ο μικρός από πάνω εκστασιασμένος είδε ένα πράγμα σαν άνθρωπο ξαπλωμένο με βρώμικα ρούχα και  αντί για δέρμα είχε κάτι σαν μαρμελάδα πασαλειμμένο πάνω στα κόκαλα, ρίζες από τα δέντρα περνούσαν μέσα από το σώμα του νεκρού.  Όταν ανοίγει ένας τάφος, τα κόκαλα δεν είναι ολόασπρα όπως τα βλέπουμε μετά, το δέρμα που έχει λιώσει δεν έχει εξαφανιστεί, είναι κολλημένο πάνω στα  οστά σαν μια καφετί βλέννα , τα μαλλιά είναι ακόμα πάνω στο κεφάλι.  Ο παππούς έσκυψε και έπιασε το κεφάλι από εκεί που κάποτε ήταν αυτιά, το ταρακούνησε λίγο, κρακ, και το ξεκόλλησε από το υπόλοιπο σώμα .  Τα χέρια του τώρα είχαν αυτήν την κολλώδη   ουσία. Κράτησε το κεφάλι με το ένα χέρι και με το άλλο τράβηξε τα μαλλιά που ξεκόλλησαν πολύ εύκολα από το κρανίο. Τα πέταξε μέσα στην κάσα. Ακούμπησε το κρανίο έξω από τον λάκκο δίπλα στον Μανώλη.  Ο μικρός κοιτούσε με δέος την τελετουργία, για πρώτη φορά δεν ήθελε να μιλήσει καθόλου, ήθελε να αποτυπώσει για πάντα την κάθε λεπτομέρεια, έβλεπε το κρανίο δίπλα στα πόδια του και έμοιαζε με πήλινη κανάτα που την είχαν βουτήξει σε σκατά γουρουνιών . Ο παππούς  μετά το κρανίο έσκυψε και έβαλε το ένα χέρι εκεί που ήταν ο λαιμός και το άλλο στα πόδια, με μια δυνατή κίνηση έκλεισε τα χέρια του στο κέντρο και όλο αυτό το πράγμα που ήταν απλωμένο έγινε ένας σωρός με ρούχα και κόκαλα στο κέντρο της κάσας. Έπιανε τα κόκαλα που εξείχαν από τον σωρό και τα πετούσε έξω από τον λάκκο, κοντά στο κρανίο.  Όλα τα κόκαλα ήταν καφέ. Μετά έπιασε το παντελόνι και το τίναξε,  μεγάλα μακριά κόκαλα έπεσαν. Τα πέταξε και αυτά έξω. Μετά πήρε το παπούτσι και έβγαλε το πόδι που είχε μέσα, αφού το έβγαλε, έβαλε το χέρι του και ψαχούλευε μέσα στο παπούτσι, «Κάτσε μην ξεχάσουμε κανα δάχτυλο μέσα» είπε και χαμογέλασε μόνος του . Έχει τελειώσει το κάτω μέρος, σειρά έχει το πάνω, έπιασε το σακάκι και το τίναξε, όσα έπεσαν τα πέταξε έξω, μερικά όμως είχαν κολλήσει πάνω στο ρούχο και έβαλε το χέρι και τα τράβηξε να ξεκολλήσουν. Τα πέταξε και αυτά έξω. Μετά όπως κρατούσε το ρούχο το έκανε σωρό και το πασπάτευε όπως πασπατεύεις  ένα τσουβάλι με πατάτες για δεις αν έχει μείνει καμία μέσα. «Ωπ, τι  είναι αυτό;» κάτι βρήκε ο παππούς, το απομόνωσε με το χέρι του και έσκισε το ρούχο που το κάλυπτε, όταν το καθάρισε είχε το κομμάτι της σπονδυλικής στήλης που ενώνει την λεκάνη μέχρι το σημείο που ξεκινάνε τα πλευρά. Απ την μια μεριά ήταν κόκαλο και απ την από πίσω είχε κολλήσει το ρούχο και δεν ξεκολλούσε, προσπάθησε ο παππούς να το ξεκολλήσει τραβώντας το , στην αρχή έκανε έναν ήχο σαν σκρατς και μετά κόπηκε το ρούχο, δεν γινόταν να ξεκολλήσει. «Μπάρμπα Κώτσο αυτό δεν το έλιωσες καλά…» είπε μόνος και πέταξε έξω το κομμάτι. Μετά βγήκε και αυτός από τον λάκκο .
-Τέλος θείο;
-Σχεδόν…
Έβγαλε ένα άσπρο σεντόνι και έμασε όλα τα διάσπαρτα κόκαλα και το έκλεισε σχηματίζοντας έναν μπόγο. Μετά έβγαλε και ένα  άλλο μικρότερο πανί και τύλιξε το κρανίο και το άφησε δίπλα από τον μπόγο.
-Τι θα κάνεις αυτά τώρα θείο;
-Θα ρθούνε οι γυναίκες να πλύνουν με κρασί
-Και τα ρούχα και τα παπούτσια;
-Θα τα αφήσω μέσα και θα σκεπάσω με χώμα
-Γιατί;
-Γιατί κλάνει το γατί….
-Τώρα τι κάνουμε;
-Τώρα κάνουμε ένα τσιγάρο και κλείνουμε τον λάκκο
-Για να μην πέσει κανένας μέσα;
Δεν απάντησε ο παππούς, μόνο κάπνιζε, και είχε ένα βλέμμα που του μικρού του φάνηκε βαθυστόχαστο, προσπάθησε να τον μιμηθεί σουφρώνοντας τα χείλη και σμίγοντας τα φρύδια, παταγώδης αποτυχία. Πίσω τους ακούστηκε η πόρτα του νεκροταφείου να ανοίγει.  «Κρύψου γρήγορα, μπορεί να  ήρθε η Κώσταινα, μην σε δουν εδώ.» Ο μικρός τινάχτηκε χαρούμενος που εκτελούσε την διαταγή του παππού και κρύφτηκε πίσω από την οστεοθήκη ενός διπλανού τάφου, ήταν διπλή οστεοθήκη και αρκετά μεγάλη για να τον καλύψει. Το άτομο που ήρθε δεν ήταν η Κωσταινα αλλά ο γιός του Κώτσου και ήταν αυτός που μίλησε πρώτος
-Τι έγινε Μπάρμπα-Γληγόρ’, όλα καλά ; τέλειωσες ;
-Τέλειωσα γιε μ’, σε λίγο θα τον κλείσω πάλι και θα φύγω
-Πόσα θες;
-Όσα είχαμε πει
-15;
-15
-Ορίστε (του τα δίνει)
-Να σαι καλά… α, ναι σε πω (άνοιξε τον μπόγο νε τα κόκαλα και έβγαλε το κομμάτι που δεν έχε λιώσει) αυτό δεν έλιωσε, δεν θα μπορέσουν να το πλύνουν οι γυναίκες, βάλτο σε μια σακούλα και πέτα το 
-Τι λες ρε Γληγόρ΄ θα πετάξω την πλάτη του πατέρα μου; Να την βρουν τίποτα σκυλιά και να την φάνε;
-Τι να σε κάνω, δεν βλέπεις εδώ; Δεν έλιωσε, τι του βάλατε μάλλινη ζακέτα; Κόλτσε απάνω τ΄
-Ήταν χειμώνας…
-Και τι φοβηθήκατε μην κρυώσει; (γέλασε μόνος του με το αστείο του)
-Κόψ την πλάκα ρε μπάρμπα… τι θα κάνουμε τώρα;
-Αμα θες το ρίχνω εδώ μέσα και το ξαναθάβω… Εδώ δεν θα θάψεις και τη μάνα σ΄;
-Τι λες ρε μπάρμπα, δεν το χω σκεφτεί έτσι
-Πόσο χρονών είναι η μάνα σ΄
-79
-Κοντός ψαλμός αλληλούια
-Τι θα κάνουμε;
-Θα το θάψω εδώ, αν πεθάνω εγώ πριν την μανα σ΄ να πεις τον επόμενο ότι έχει μια πλάτη από τον πατέρα σ εδώ 
-Καλά ρε μπάρμπα, ας γίνει όπως λές…. Α και να σου πω…. Αυτό με το κομμάτι που δεν έλιωσε…. Ας μείνει μεταξύ μας…. έτσι;  (και έβγαλε άλλα δέκα χιλιάρικα για να επικυρώσει την συμφωνία)
-Μη  ανησυχείς… τάφος (είπε ο μπάρμπας και έβαλε τα επιπλέον χρήματα στην τσέπη του)

Αφού έφυγε ο γιος του Κώτσου, ο παππούς έπιασε το μικρό που τα είδε όλα και του είπε ότι αν πει τίποτα σε κανέναν θα τον τουλουμιάσει στο ξύλο. Ο μικρός ορκίστηκε ότι δεν θα πει τίποτα, και τον παρακάλεσε να του πει πότε θα ξαναξεθάψουν άτομο για να ρθει, ο παππούς του είπε την άλλη Πέμπτη. Ο μικρός επέστρεφε στο σπίτι με πρωτόγνωρη χαρά και ενθουσιασμό, αλλά δε είχε συνειδητοποιήσει ότι είχε πάρει ένα δρόμο χωρίς επιστροφή.  Μια κατρακύλα προς την αδιαφορία της ανθρώπινης ύπαρξης.  Αυτό ήταν μόνο η αρχή…..



Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

Grotesque

Κόψανε τα  δέντρα, λίγα σημεία στη πόλη μας έχουν μείνει με μεγάλα πράσινα ζωηρά δέντρα, τα δέντρα αυτά συναντούσαν το ένα το άλλο ψηλά και τα κλαδιά τους  μπερδευόταν και ενωνόταν . Σαν αιώνιοι εραστές που έχουν μπλέξει τα χέρια τους και χορεύουν σε κάθε φύσημα του ανέμου. Σήμερα όμως είναι κομμένα, όλη πρασινάδα των δέντρων έχει εξαφανιστεί, αυτό που κάποτε ήταν ένα πράσινο τούνελ τώρα είναι ένα θλιβερό τοπίο. Από τα δέντρα έχουν μείνει μόνο οι κορμοί και τα πολύ μεγάλα κλαδιά.  Οι κορμοί είναι θλιβερά άσπροι και γυμνοί. Σαν σπασμένοι σταυροί σε παρατημένο νεκροταφείο, σαν κουρασμένοι γέροι στρατιώτες στημένοι στη σειρά χρόνια τώρα ακίνητοι έχουν ασπρίσει από την τεφρά που κολλάει πάνω τους. Η τέφρα της χαμένης νιότης τους. Θλιβεροί γυμνοί κορμοί,  λες και τους καθάρισαν με ξυράφι, στέκουν κοκκαλιάρηδες ζητιάνοι και εμείς περνάμε ανάμεσά τους χωρίς ελεημοσύνη. Ένα γκροτέσκο τοπίο.


  Ένα αυτοκίνητο περνάει ανάμεσα από αυτά τα δέντρα, ο οδηγός του ένας νεαρός εικοσιδύο χρονών αν και έχει πολλά στο κεφάλι του θλίβεται από την εικόνα του τοπίου. Πρέπει να πάει στο σπίτι μιας κοπέλας να την παρακαλέσει να άρει την δέσμευση που του έχει επιβάλει. Μια δέσμευση προκειμένου να εξιλεωθεί για το κακό που της έκανε πριν από τρία χρόνια. Στο μυαλό του γυρνούσαν τα σκηνικά εκείνης της περιόδου.  Την κοπέλα αυτή την ήξερε από μικρός,  κάποτε έμενε σε εκείνη την γειτονιά. Μια μέρα χωρίς να το θέλει την χτύπησε με το αυτοκίνητο και την άφησε ανάπηρη.   Ήταν ότι χειρότερο του συνέβη ποτέ, την συμπαθούσε αυτήν την κοπέλα, δεν ήταν όμορφη ούτε έξυπνη αλλά του μιλούσε πάντα όμορφα και γλυκά. Είχε την υποψία ότι τον γούσταρε κιόλας αν και τέσσερα χρόνια μεγαλύτερή του. Δεν του την είχε πέσει ποτέ, είχε ανασφάλειες για την εμφάνιση της και όχι άδικα. Όταν έγινε το ατύχημα αυτός ήταν δεκαοχτώ και αυτήν είκοσι δύο, όσο είναι αυτός τώρα.  Πήγαινε στο νοσοκομείο και της ζητούσε κάθε μέρα συγνώμη, αυτή όμως έπαψε να είναι γλυκιά μαζί του και τον έδιωχνε. Κάθε μέρα αισθανόταν όλο και πιο άσχημα , ήξερε ότι δεν το ήθελε αλλά δεν μπορούσε με τίποτα να δεχτεί ότι έχει κάνει τόσο μεγάλο κακό σε κάποιον άλλο άνθρωπο. Όσο και αν τον έδιωχνε αυτός  πήγαινε κάθε μέρα, μια μέρα την ρώτησε πως μπορεί να είναι το τόσο σκληρή μαζί του, δεν το περίμενε απ αυτήν,  παραδέχτηκε ότι νόμιζε ή ότι θεωρούσε ότι αυτήν ήταν τσιμπημένη μαζί του. Η κοπέλα μόλις άκουσε αυτό,  σκέφτηκε λίγο, κοιτούσε το ταβάνι, και χωρίς να τον κοιτάξει, είπε : ναι ήμουν. Ο νεαρός περίμενε μια οποιαδήποτε άλλη φράση της αλλά η κοπέλα δεν μίλησε καθόλου. «Ζήτα μου οτιδήποτε…. Οτιδήποτε…..» την ικέτευσε,  μετά από λίγο η κοπέλα μίλησε
-Οτιδήποτε;
-Ότι θες, ζήτα μου κάτι, κάτι να κάνω για σένα να εξιλεωθώ
-Μπορεί να σου ζητήσω και να πεθάνεις
-Δεν θα μου ζητήσεις αυτό, το  ξέρω, δεν είσαι τόσο κακός άνθρωπος
-Κι αν στο ζητήσω
-Δεν θα το ζητήσεις ούτε να σκοτώσω θα μου ζητήσεις… πες μου, τι θες να κάνω για σένα
-Και που ξέρω ότι θα το κάνεις ότι σου πω;
-Θα το κάνω, στο ορκίζομαι, θα το κάνω , δεν μπορώ να ζω άλλο έτσι
-Ωραία λοιπόν,  θα σου πω τι θέλω, αλλά δεν είναι μόνο ένα πράγμα, καταρχήν το ότι δεν θέλω να σε ξαναδώ το καταλαβαίνεις δεν χρειάζεται να σου το ζητήσω
-Το καταλαβαίνω
-Δεν ψάξεις  και δε θα ρωτήσεις ποτέ τίποτα για μένα από δω και πέρα
-Μα… δεν είναι σωστό , θέλω να μαθαίνω νέα σου
-Είπα! Τίποτα! Ορκίσου ή αλλιώς φύγε!
-Εντάξει, τίποτα… θα αλλάξω και γειτονιά…. Αυτό ήταν; Να φύγω;
-Δεν κατάλαβες καλά… τώρα θα σου ζητήσω τι θέλω από σένα
-Είμαι ακόμα εδώ σ ακούω
-Έχεις κοπέλα έτσι δεν είναι
-Ναι, έτσι είναι… τι ;θες να την χωρίσω;
-Όχι αυτό θα ήταν σκληρό
-Τι θες; Πες μου;
-Κάνετε έρωτα;
-Ε, ναι… σαν νέοι που είμαστε…. αν και μετά…. το ατύχημα δεν είμαι και τόσο καλά… καταλαβαίνεις ….
-Καλύτερα από σένα πίστεψε με…. Λοιπόν αν θες να σε συγχωρήσω και νιώσω λιγότερο αδικημένη από την μοίρα θα μου κάνεις μια μικρή χάρη
-Στο ορκίζομαι ότι πεις ….
-Έχει σχέση με έρωτα
-Το περίμενα ότι θα μου πεις αυτό, αλλά καμιά φόρα δεν εξαρτάται μόνο από τον παραμερισμό των …. ενδοιασμών……  ξέρεις….. πώς να στο πω……. σε συμπαθώ….. πάρα πολύ….. αλλά……….. μαζί σου δεν νομίζω ότι μπορώ να λειτουργήσω σαν άντρας…. καταλαβαίνεις….. ότι άλλο θες πες μου, να έρχομαι κάθε μέρα, χρήματα, ερωτισμό, γυμνό, χάδια, φιλιά…. ότι θες, ακόμα και να προσπαθήσω για έρωτα καλή μου θα σε πληγώσω και θα σε στεναχωρήσω περισσότερο
-Δεν σου ζήτησε κανείς να κάνεις έρωτα μαζί μου
-Τότε τι;
-Να μην ξανακάνεις ποτέ έρωτα
-Τι;!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
-Αυτό που άκουσες! Ορκίστηκες μην το ξεχνάς
-Μα αυτό…
-Φύγε! Και μην ξεχνάς για ότι έχεις ορκιστεί
-Μα
-Φύγε σου λέω!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!


Και έφυγε, και χώρισε με την κοπέλα του, χάθηκε με τους φίλους, σιχάθηκε τον εαυτό του. Ναι μετά από αυτό μίσησε τον εαυτό του περισσότερο από κάθε τι άλλο, ευχόταν να ήταν κακός, κωλοχαρακτήρας και σταρχιδιστής, να μπορούσε να τους πατάει όλους στο κεφάλι ακόμα και την ώρα που πονάνε. Αυτοί πάνε μπροστά, ζήλευε τους κακούς, ήθελε να γίνει ανήθικος, εγκληματίας , ήθελε να μπορούσε να μην κρατάει τις υποσχέσεις του  και  να μην νοιάζεται για τον πόνο των άλλων. Έχουν περάσει πόσα χρόνια από τότε και όλα μοιάζουν μάταια,  όλα μέχρι την μέρα που γνώρισε μια κοπέλα. Ο έρωτάς ήταν κεραυνοβόλος. Ο  έρωτας τα νικάει όλα, πλέον στα αρχίδια του και οι όρκοι στα αρχίδια του και οι τύψεις, αρκετά είχε βασανιστεί, στο κάτω κάτω δεν το ήθελε.  Στην καινούρια κοπέλα δεν είχε πει ακόμα τίποτα για τον όρκο του, ούτε και θα της έλεγε ποτέ. Δεν ήθελε όμως  έτσι απλά να  πατήσει τον όρκο του, προτιμούσε πρώτα να  ζητήσει από εκείνη που του επέβαλε τον αποδεσμεύσει . Θα προχωρούσε έτσι κι αλλιώς, τώρα είχε έναν καλό λόγο να το κάνει. Όσο αποφασισμένος και αν ήταν , όταν μπήκε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε για την παλιά του γειτονιά, μια θλίψη άρχισε να τον βαραίνει, θυμήθηκε πόσο δύσκολα χρόνια πέρασε αφότου έφυγε από εκεί, σκέφτηκε πόσο δύσκολα χρόνια θα πέρασε και η κοπέλα που χτύπησε, ωραία είναι να λες ότι είσαι αποφασισμένος για κάτι αλλά όταν έρχεται η ώρα να το αντιμετωπίσεις κατάφατσα το αρχίζεις και κολλάς λίγο, ένα μυρμήγκιασμα κάτω από την γλώσσα και ένα σφίξιμο στο λαιμό. Σκεφτόταν διάφορα σενάρια, πως θα της μιλούσε , τι θα έλεγε, θα την λυπόταν; Θα ήταν επιθετικός ; θα ήταν αυτή επιθετική μαζί του; Όλα παίζαν και όλα τα επεξεργαζόταν.  


Έφτασε έξω από το σπίτι της, πάρκαρε λίγο παρακάτω,  δεν ήταν σίγουρος ότι έμενε ακόμα εκεί η κοπέλα , όσο πλησίαζε προς την πόρτα της η καρδιά του χτυπούσε όλο και πιο δυνατά. Όταν έφτασε επιτέλους έξω από την πολυκατοικία κοίταξε τα κουδούνια και ειδε το όνομα της εκεί.  Έβαλε το χέρι του πάνω στο κουδούνι που έγραφε το όνομά της πήρε δυο ανάσες να ηρεμήσει και το πάτησε. Μετά από λίγο μια νυσταγμένη φωνή απάντησε «Ναι , ποιος είναι» «Κάποιος που σου έκανε κακό πριν από καιρό»  δεν το είχε σχεδιάσει να μιλήσει έτσι αλλά η νυσταγμένη φωνή τον ανάγκασε να βγάλει μια παθητικότητα, προς έκπληξή του η κουβέντα δεν συνεχίστηκε στο θυροτηλέφωνο, ένας ηλεκτρικός ήχος ακούστηκε που σχεδόν τον τρόμαξε και άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα . Το ασανσέρ φτάνει στο τρίτο, βγαίνει, στο βάθος του διαδρόμου μια πόρτα μισάνοιχτή , πλησιάζει και όλη του η αποφασιστικότητα έχει πάει περίπατο, φτάνει στην πόρτα και την σπρώχνει διστακτικά. Οι πρώτες εικόνες που πήρε ήταν από ένα φυσιολογικό διαμέρισμα . Όταν άνοιξε τελείως την πόρτα είδε την κοπέλα να κάθεται σε ένα αναπηρικό καροτσάκι και να καπνίζει, δεν τον κοίταξε αμέσως, άφησε το τσιγάρο της στο τασάκι , έβαλε τα χέρια της στις ρόδες έκανε λίγο πίσω, μετά έστριψε την μια ρόδα και γύρισε προς το μέρος του. Για λίγο κοιταχτήκανε,  ήταν πιο όμορφη απ ότι περίμενε και η όψη της φυσιολογική, όχι πολύ όμορφη αλλά δεν ήταν άσχημη. Η ηρεμία με την οποία τον κοιτούσε τον αποσυντόνισε. Πρώτη την σιωπή έσπασε η κοπέλα
-Καλώς τον…. Πέρνα μέσα
-Ευχαριστώ, πως είσαι;
-Εσύ πως με βλέπεις;
-Αν σου πω μια χαρά θα σου φανεί περίεργο;
-Περίεργο μου φαίνεται που συζητάμε…. Δεν περίμενα μετά από τόσο καιρό ότι θα μιλάμε …. πως να το πω…. άνετα;
-Καλά το είπες, και εγώ είχα μια αγωνιά για το πώς θα σε αντικρίσω και για το πώς θα μου μιλήσεις , νομίζω ότι τα πράγματα έτσι γίνονται πιο εύκολα
-Ποιο εύκολα για πιο πράγμα;
-Γι αυτό που θα σου ζητήσω
-Να φανταστώ ότι θες να σε αποδεσμεύσω από τον όρκο που έδωσες
-Ακριβώς, δεν είναι και δύσκολο να το μαντέψει κανείς…
-Δεν περίμενα κάτι άλλο από σένα…. ήδη με το που είσαι εδώ παραβίασες το ένα κομμάτι του όρκου
-Δεν γίνεται αλλιώς, κατάλαβε το, δεν είναι δίκαιο αυτό που συμβαίνει, όλοι έχουν δικαίωμα για μια δεύτερη ευκαιρία
-Και η δικιά μου δεύτερη ευκαιρία ποια είναι;
-Το ξέρω είναι άδικο αυτό που σου συνέβη, αλλά με το να καταστραφεί και μια δεύτερη ζωή αυτό δεν βελτιώνει τα πράγματα
-Ποια είναι η δικιά μου δεύτερη ευκαιρία;!!!!!!!!!
-Δεν ξέρω, εγώ κράτησα τον όρκο μου όλα αυτά τα χρόνια και βασανίστηκα,  εσύ δεν ξέρω, ίσως να έζησες και κάποιον έρωτα που εγώ δεν έζησα, ίσως ζήσεις αύριο, κάποια στιγμή θα σου συμβεί!
-Ποιος νομίζεις ότι θα ερωτευόταν μια κοπέλα στην κατάσταση μου, αν
-Κάνεις λάθος, ξέρω
-Σκάσε! Σκάσε! Δεν μ έχει αγγίξει άντρας ακόμα….  πως σου φαίνεται αυτό;
-Δεν ξέρω, δεν ξέρω, αλλά δεν υπάρχει λόγος να χάνεις τις ελπίδες σου, όλοι μας στη ζωή ζούμε πράγματα ετεροχρονισμένα
-Μαλακίες!  Λοιπόν…. Τώρα που το σκέφτομαι, βρήκες τα μούτρα και ήρθες να ζητήσεις κάτι από μένα, ε λοιπόν, μπορώ να στο δώσω, αρκεί να μου δώσεις και σύ κάτι που θέλω
-Αυτή τη φορά είμαι σίγουρος ότι είναι σεξ
-Δεν ήταν και δύσκολο να το μαντέψει κανείς…. αλλά όχι μόνο σεξ , θέλω να με κάνει να πιστέψω ότι πραγματικά με γουστάρεις, θέλω να νιώσω πως είναι να σε θέλει κάποιος πολύ
-Δεν γίνεται αυτό που ζητάς, είμαι ερωτευμένος με μια κοπέλα και δεν έχω σκοπό να την κερατώσω πριν καν αρχίσει η ερωτική μας  ζωή
-Και πως θα γίνει αυτό αν δεν σου δώσω εγώ την άδεια
-Δεν κατάλαβες καλά είμαι αποφασισμένος να προχωρήσω και χωρίς την άδεια σου, απλά θα αισθάνομαι καλύτερα αν μου την δώσεις, και θα σε συγχωρήσω για το κακό που μου έκανες
-Εσύ να συγχωρήσεις  εμένα; Πως τολμάς
-Φεύγω
-Που θα πας! Έτσι κάνεις μια ζωη φεύγεις! Για  μια και μοναδική γαμημένη φορά στη ζωή σου κάτσε να λύσεις ένα πρόβλημα χωρίς να γυρίσεις την πλάτη, χωρίς να παρακαλέσεις !
-Τι πρόβλημα να λύσω; Μου ζητάς να διαλέξω αν θα πατήσω τον όρκο μου ή να κερατώσω την κοπέλα μου, προτιμώ  να πατήσω τον όρκο μου!
-Οι τύψεις όμως δεν θα φύγουν ποτέ, μια ζωή θα σε βασανίζουν, τελικά μόνο για κακό έχεις γεννηθεί, κάνεις κακό στους άλλους, κακό στον εαυτό σου, και τώρα που εχεις ευκαιρία να τα διορθώσεις όλα ξεκινάς τις ηθικολογίες; Να πας να γαμηθείς παλιομαλάκα!
-Εγώ θα πάω να γαμηθώ, εσύ θα μείνεις μόνη κολλημένη στη θλιβερή ζωή σου , και είναι θλιβερή γιατί δεν αγαπάς κανέναν, και γι αυτό δεν μπορείς να συγχωρήσεις  κανέναν
-Δηλαδή εσύ αγαπάς; θα μπορούσες να συγχωρήσεις ακόμα και το μεγαλύτερο κακό;
-Φυσικά μετά από αυτά που πέρασα και αυτό που ζω τώρα, το μόνο που μπορώ να καταλάβω είναι ότι πρέπει να κοιτάς μπροστά, πάντα υπάρχει κάτι στην επόμενη στροφή του δρόμου
-Λόγια…
-Δεν είναι λόγια,  δεν μπορείς να καταλάβεις πως νιώθω, δεν ξέρεις πόσο όμορφη είναι η κοπέλα μου
-Ξέρω…
-Τι ξέρεις;
-Πόσο όμορφη είναι η κοπέλα σου, εγώ την έστειλα
-Τι!;
-Τι νόμιζες ρε μαλακά; Μες στο χάλι που ήσουν ποια θα μπορουσε να σε ερωτευτεί; Και εγώ βαρέθηκα να περιμένω. Τι καλύτερο λοιπόν απ το να σε κάνω να θελήσεις να κάνεις έρωτα, μόνο έτσι θα ερχόσουν σε μένα
-Λες ψέματα, δεν σε πιστεύω! Μαλακισμένο! Θα μπορούσα να σε λυπηθώ, αλλά δεν σου αξίζει ούτε αυτό, μαλακισμένο, ψεύτρα
-Για γύρνα την φωτογραφία που έχω πάνω στο τραπέζι, μην ντρέπεσαι, γύρνα να δεις εμένα με την κοπέλα σου όπως την λες αγκαλιά, και μετά μου λες ότι είναι ψέμα
-(γυρνάει την φωτογραφία, κατεβάζει το βλέμμα και με πολύ σιγανή φωνή) Γιατί;
-Τι γιατί; Βαρέθηκα να σε περιμένω, ήσουν η μόνη μου ελπίδα, και μην ξεχνάς ότι στο νοσοκομείο κάποτε με πρόσβαλες
-Δεν σε πρόσβαλα…
-Θα μπορούσαν να είχαν τελειώσει όλα εκεί , αν δεν έλεγες την μαλακιά δεν μπορώ να λειτουργήσω σαν άντρας μαζί σου
- Και πάλι γιατί;  Γιατί έτσι;
-Τι γιατί; Όλο γιατί και γιατί ρωτάς; Που πήγαν οι θεωρίες σου κοίτα μπροστά και στην επόμενη στροφή του δρόμου, εσύ μπορείς να συγχωρήσεις τώρα και να πάς μπροστά; Μαλάκα;
-Να πας να γαμηθείς μαλακισμένο! Μου γάμησες μια φορά την ζωή!  Νομίζεις ότι θα την γλιτώσεις και δεύτερη φόρα;
Το μάτι του γυάλισε και πήγε προς τα πάνω της απειλητικά,  αυτή ανάμεσα από τα πόδια της έβγαλε ένα όπλο με σιγαστήρα  και τον σημάδεψε αμέσως
-Σε περίμενα μην το ξεχνάς, τι νόμιζες ότι δεν είχα προετοιμαστεί για όλα;
-Νομίζεις ότι θα σε φοβηθώ; Νομίζεις ότι με νοιάζει αν θα πεθάνω
-Ψόφα τότε πούστη!
Δύο υπόκωφοι πυροβολισμοί, ένας στο πόδι και ό άλλος λίγο πιο πάνω από το στήθος, ο νέος έπεσε στο έδαφος και σφάδαζε από τον πόνο , αυτή που τον πυροβόλησε σηκώθηκε από  το καρότσι περπάτησε αργά προς το μέρος του τον σημάδεψε στο κεφάλι  «μα πως;…..» είπε με πολύ σιγανή τρεμάμενη φωνή , «λοιπόν μια που δεν έχεις να πας πουθενά… κάτσε να σου πω μια ιστορία» είπε η κοπέλα και του έβαλε μια κάλτσα στο στόμα μα μην μουγκρίζει. Η κοπέλα άναψε ένα τσιγάρο, τράβηξε μια καρέκλα και έκατσε απέναντι από τον νέο που ήταν πεσμένος και ψυχορραγούσε στο πάτωμα. Στο ένα χέρι κρατούσε το όπλο και το είχε χαλαρό ανάμεσα στο πόδια της και στο άλλο το τσιγάρο. Οι κινήσεις της ήταν πολύ φυσιολογικές , τράβηξε μια τζούρα και άρχισε την ιστορία της


-Πριν από τέσσερα χρόνια σε γούσταρα πολύ, σε είχα ερωτευτεί, δεν περίμενα να γίνει κάτι μεταξύ μας  αλλά μου άρεσε που ήσουν ευγενικός και καλός, το είχα πιστέψει ότι ήσουν έτσι, ήσουν η μοναδική διέξοδος στην καθημερινότητα μου, μου αρκούσε να σε σκέφτομαι, αλλά μετά εσύ μαλάκα πήγες και έκανες πλάκα με τους φίλους σου για μένα, το μπάζο με γουστάρει και ούτε για ένα πούτσο δεν είναι και τέτοια, δεν μπορείς να καταλάβεις πόσο άσχημα ένιωσα όταν το έμαθα, όλα τότε στην ζωή μου πήγαιναν σκατά και εσύ μαλάκα ήσουν η μόνη διέξοδος του μυαλού μου, δεν μπορούσα να δεχτώ και αυτό, τότε ήταν που πήρα την απόφαση να αυτοκτονήσω και ήθελα να είσαι εσύ αυτός που θα με σκοτώσει, σκέφτηκα δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμή από το να σε σκοτώσει αυτός που αγαπάς,  γι αυτό έπεσα στο αυτοκίνητο σου, και εσύ μαλάκα δεν μπορούσες να τρέχεις λίγο παραπάνω; Θα είχες γλιτώσει πολλά τώρα. Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν με σκότωσες, ούτε ανάπηρη μ άφησες, ψέματα σου είπα στο νοσοκομείο ότι θα έμενα ανάπηρη για πάντα, ήθελα να τραβήξω την προσοχή σου, και είδες τα κατάφερα, κάθε μέρα ερχόσουν και με παρακαλούσες, και εγώ κάθε μέρα κατάστρωνα σχέδια να σε εκδικηθώ, ένιωθα την κυριαρχία μου πάνω σου κάθε φορά που με παρακαλούσες , ξαφνικά απόκτησα μια δύναμη που πριν δεν είχα, όπως καταλαβαίνεις δεν ήθελα να την χάσω, ο λόγος που σου ζήτησα να μην μάθεις ποτέ τίποτα για μένα ήταν για να μην μάθεις ποτέ ότι είμαι καλά, ήθελα να σε τρώνε οι τύψεις, σε παρακολουθούσα και έβλεπα πόσο πιστός ήσουν στο όρκο σου, και τότε έγινε αυτό που μας οδήγησε μέχρι εδώ, σε μίσησα που ήσουν καλός! Ναι μαλάκα, γι αυτό σε μίσησα που ήσουν τόσο μα τόσο καλός και πιστός! Στην αρχή σε μίσησα μου ήσουν κακός μαζί μου και με κορόιδεψες και μετά σε μίσησα επειδή ήσουν καλός, μίσησα και τον εαυτό μου που κατέστρεφα κάτι καλό,  αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για αυτό, και παρακαλούσα να κάνεις κάτι κακό για να σε κατηγορήσω και να δικαιολογήσω τον εαυτό μου που σε μισεί και που σε καταστρέφει, κάθε φορά σκαφτόμουν και καινούριο κόλπο, αν είχες κάνει αυτό εγώ θα είχα κάνει κάτι άλλο , αν είχες πει αυτό εγω θα σου ζητούσα κάτι άλλο, όλη την μέρα και όλες τις μέρες αυτό σκεφτόμουν, αλλά εσύ εκεί…. Το έπαιζες καλός και πιστός στον όρκο σου, σε βαρέθηκα, ναι γι αυτό σε σκοτώνω επειδή σε βαρέθηκα να είσαι τόσο καλός, και τόσο εύκολος, πόσο εύκολα σε έριξε η φίλη μου; Που δεν είναι φίλη μόνο είναι και ό άνθρωπος της ζωής μου, καταλαβαίνεις….  και ποιος είσαι εσύ που θα μου πεις δεν αγαπάω κανέναν; Εσύ αγαπάς κανέναν μαλάκα που κάνεις πάντα το σωστό και σε νοιάζει για τους άλλους; Τίποτα δεν αγαπάς, το μόνο που σε νοιάζει είναι το σωστό, και κοίτα να δείς σε λίγο θα πεθάνεις και αυτό δεν είναι καθόλου σωστό, πλάκα δεν έχει;  Αν πατήσω πάνω στην πληγή σου θα πονέσεις; (πατάει πάνω στον πυροβολημένο ώμο του) . Πονάς περισσότερο ε; Δεν σε χάλασε; Κοίτα με στα μάτια την ώρα που θα πεθαίνεις
Ο νέος δεν την κοίταξε, κοίταξε έξω στο τζάμι την βροχή που έπεφτε, έπαιρνε γρήγορες αγχωμένες  ανάσες , η κοπέλα σηκώθηκε από την καρέκλα έκανε τον γύρω του τραυματισμένου και στάθηκε μπροστά στο παράθυρο που κοιτούσε ο νέος, σήκωσε ψυχρά το όπλο της και τον πυροβόλησε στο κεφάλι ανάμεσα στο μάτια.



Το αίμα που έτρεξε από το κεφάλι ανακατεύτηκε με τα δάκρυα που είχαν τρέξει όση ώρα άκουγε τον μονόλογο της άλλης, ησυχία μέσα στο δωμάτιο πλέον, έξω η ήχος της βροχής έμοιαζε μονότονος και επαναλαμβανόμενος, ένας καλός ήχος .





Στα τέσσερα

Η μέρα ήταν Σάββατο , τα στήθη της μικρά και αυτή επίσης.  Τη λέγανε Αθηνά, τίποτα άλλο μη ρωτήσεις.  Δυο βδομάδες  μετά από αυτό το Σάββα...