Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010

Πρόσεχε τι θα σου σηκωθεί

Στην παραλία Λάρισας ομπρέλες, κουβαδάκια, φραπεδιές, γυαλιά ηλίου, νταπαντούπα μουσική, βλαχοτηνέητζερ, και οτιδήποτε μπορείς να φανταστείς, εκτός από αυτό που μου τύχε.

Αφού έχουμε λειώσει όλη την μέρα στην άμμο, λέμε με τα παιδιά να σηκωθούμε και να πάμε σε κάνα ουζερί να συνεχίσουμε, λέω στους φίλους μου λοιπόν ότι προτιμώ να έρθω με τα πόδια μέχρι το μαγαζί, και έχοντας πλέον βαρεθεί να μου φέρνουν αντιρρήσεις στο θέμα του περπατήματος κανονίσαμε το που θα βρεθούμε και χωρίσαμε.
Στο δρόμο αν και απολάμβανα την παραλία και την ηρεμία που αποπνέει η θάλασσα,αλλά φοβόμουν μη με βρει κάνας παλιός γνωστός και μου πιάσει καμιά άσχετη συζήτηση. Το πρώτο κρούσμα ήταν η τριχωτή κυρία Άννα που με χαιρέτησε απλώς από μακριά. Μια κυρία του χωριού με έντονο το στοιχείο της τριχοφυΐας , και αμέσως μετά ο άντρας της τριχωτής κυρίας Άννας που είχε απομακρυνθεί από την γυναίκα του για να κοζάρει ελεύθερος τα γκομενάκια . Ευθυτενής, αγέρωχος, με βλέμμα έμπειρου ναυτικού διέσχιζε απ άκρη σ άκρη την παραλία έκτος από το μέρος που καθόταν η γυναίκα του. Κλασικός μπανιστιρτζής ο Φιλτριχοάνας, αυτό είναι το παρατσούκλι που του είχα δώσει μέσα μου, φιλτροχοάνη ξέρουμε όλοι τι σημαίνει, αλλά η απόδοση αυτής της προσφώνησης στον συγκριμένο κύριο οφείλετε στην δικής μου ερμηνείας ετοιμολογία της λέξης φιλ-τριχό-αννας. Και μετά από αυτούς τους δυο άτονους χαιρετισμούς συνέβη το γεγονός που καταρχήν δεν φαίνεται δυσάρεστο .

Από μακριά είδα μια κοπέλα σε μια ξαπλώστρα να με κοιτάει, δεν μου φάνηκε γνωστή, αλλά κάτι μου λέγε ότι κάπου την ξέρω. Πανέμορφη, καταπληκτικό σώμα, λεπτή, μελαχρινή, γύρω στα 17 με 18 κυριολεκτικά απαστράπτουσα. Και έχω πλησιάσει αρκετά κοντά και μου χαμογελάει, ναι μου χαμογελάει αυτή η αιθέρια ύπαρξη και όπως χαμογελάει σηκώθηκε κιόλας. Η κοπέλα σηκώθηκε, μην πάει αλλού το μυαλό σου! Έρχεται η κοπέλα μπροστά μου και μου κλείνει το δρόμο <<Γεία σου Ηρακλή, τι κάνεις;>> Γντουπ! Πολλαπλά τα σοκ, πρώτα και πάνω από όλα προφορά, ήταν η επιβεβαίωση ότι είναι κάπου από την περιοχή μας και η φωνή διαπεραστική και έρρινη όσο δεν πάει άλλο. Επίσης ήξερε το όνομα μου, άρα και γω έπρεπε να την ξέρω, και δεδομένου ότι λείπω τρία χρόνια από την Λάρισα έπρεπε να τη σκεφτώ σε φάση 14 με 15 χρονών.<< Καλά είμαι, αλλά θα με βοηθούσε πολύ αν μου λεγες από πού σε ξέρω>> τις απαντώ κάπως διστακτικά<< Έλα ρε αδερφή της Λένας είμαι>> και αμέσως την θυμήθηκα, είναι από τις κλασικές περιπτώσεις που την βλέπεις και λές από μέσα σου πότε μεγάλωσε αυτήν ρε γαμώτο . <<Μαράκι μ’ , ποτέ μεγάλωσες εσύ ρε γαμώτο;>> και ανοίγουν οι αγκαλιές και αγκαλιαζόμαστε, σφιχτά μπορώ να πω, και ένιωσα όλο της το ιδρωμένο κορμί πάνω μου, και την κοιλίτσα της και τα χεράκια της και κάτι λέγαμε του στυλ, τι κάνει η ξαδέρφη σου, τι κάνει ο τάδε, πως τα περνάς και τέτοια. Της χάιδεψα λίγο το μπράτσο φιληθήκαμε ξανά στο μάγουλο και χαιρετηθήκαμε . Ευχάριστη εμπειρία μέχρι εδώ; Ναι. Αλλά έχει και συνέχεια….

Περπατούσα λοιπόν στην παραλία και πέρασα μπροστά από πολλά μπιτσόμπαρα και γενικά μπροστά από πολύ κόσμο. Και το ένιωθα, με κοιτούσαν πολλοί περισσότεροι απ ότι πριν, είναι αυτό που λένε ότι όταν έχεις ευχάριστη διάθεση λάμπεις και σε κοιτάνε όλοι αλλιώς, αυτό ένα πράγμα…. Έλαμπα και το ξερα και ήμουν περήφανος γι αυτό !(κράτα την μούντζα για μετά, θα δεις γιατί). Φτάνω στο μαγαζί που είχαμε ραντεβού με τα παιδιά και κάθομαι στην καρέκλα, και διακρίνω και αυτούς να με κοιτάνε περίεργα. Αρχίζω να ανησυχώ, και αρχίζουν τα γέλια, <<Τι έκανες ρε μαλάκα;>> λέει ένας φίλος μου γελώντας. Αγχώνομαι δεν ξέρω τι παίζει, και πάω να ανάψω τσιγάρο, και με το που βλέπω το χέρι μου παθαίνω σοκ, είχε αστερόσκονη ή γκλίτερ, απ’ το μπράτσο της Μαρίας!!!!!!!!!! Κοιτάω το σώμα μου, και σ ΟΛΟ το στήθος και την κοιλιά μου είχα γκλίτερ και γυάλιζα!!! Απαστράπτουσα δεν την είπα; Το Μαράκι είχε πασαλειφτεί με γκλίτερ και με σφιχτό αγκάλιασμα το πέρασε και σε μένα , και εγώ πέρασα μπροστά από τόσο κόσμο και όπως είπα και πιο πάνω " Έλαμπα και το ξερα και ήμουν περήφανος γι αυτό". So gay!

Μα γιατί καρδιά μου να βάλεις γκλίτερ;

Βάλε γκλίτσερ, να σαι και στο στοιχείο σου

Πέμπτη 15 Ιουλίου 2010

Fuck Φατσούλες

Μιλούσα στο chat του facebook και η οθόνη ήταν κάπως βρώμικη, και μου στέλνει η κοπέλα μια φατσούλα με χαμογελάκι που φαίνονται και τα δόντια (:-D , αυτή η μαλακία νομίζω ότι είναι) και λοιπόν όπως μου ρχετε η κίτρινη χλαπάτσα και εμφανίζετε στην οθόνη, τα δόντια της φατσούλας εμφανίστηκαν ακριβώς πάνω σε μια κουκίδα σκόνης, και η φατσούλα ήταν σαν να είχε ένα χαλασμένο δόντι. Περίμενα λίγο μπας και μου στείλει την άλλη την παπαριά, αυτό με την γλώσσα έξω ( :-P, ναι αυτό, λες και δεν ξέρουμε ότι κάνεις πλάκα, πρέπει να στείλεις και φατσούλα), περίμενα λέω την παπαριά με την γλώσσα έξω να γλύψει την σκόνη από την οθόνη. Τίποτα εκεί η πουτάνα η σκόνη, θα μου πεις γιατί δεν την καθάριζα με το χέρι ή με κανα πανάκι…:-( προσπάθησα αλλά είχε κολλήσει, δεν ήταν απλώς σκόνη, ήταν σταγόνα που είχε μαζέψει σκόνη και είχε στεγνώσει. Και με τις φατσούλες να διευκρινίζουν τα αισθήματα του συνομιλητή περνάει η ώρα, και η μουσική δεν ταιριάζει , και τα φώτα δεν ταιριάζουν, και λέξεις είναι λίγες και άχρωμες και περιμένεις απάντηση και μιλάει και με άλλους και μαζεύει η σταγόνα σκόνη και ξεραίνεται πάνω στον υπολογιστή και σου χαλάει το χαμόγελο.

Τρίτη 6 Ιουλίου 2010

Το Βατικανό Είναι Ελληνικό!

Με αφορμή ένα post που διάβασα στο blog Τα Μυστικά Του Καναπέ (http://doorofsecrets.blogspot.com/search?updated-max=2010-07-04T06:53:00%2B02:00&max-results=1) θέλω να διηγηθώ με την σειρά μου και με τον τρόπο μου ένα σκηνικό μου τύχε στη Ρώμη την τελευταία φορά που πήγα, οκ, καλά, μην βρίζεις! την μοναδική φορά που πήγα..

Μεσαιωνική ατμόσφαιρα, αρχαία κτήρια, απίστευτα δρομάκια, μαγικές πλατείες, ατελείωτες εκπλήξεις, φθινοπωρινός καιρός, ωραία παρέα,τέλειο ταξίδι στην Ρώμη.
Ημέρα 3η: Φτάνουμε στο μουσείο του Βατικανού, έχουμε ήδη περπατήσει αρκετά και είμαστε ήδη κουρασμένοι, αλλά ξέρουμε ότι για ακόμα μια φορά θα αξίζει τον κόπο. Η ΡΑΝ ΤΑΝ ΠΛΑΝ παραπονιέται ότι της πονάνε τα πόδια, ο Τάκης όπως πάντα στα χαμένα δεν μιλάει, η Ντόλυ και η Κλω-Κλω σχολιάζουν τους πάντες και τα πάντα. Μπαίνουμε στο μουσείο και ξεκινάει η οδύσσεια, ατελείωτα δωμάτια, σκάλες ανεβαίνουν σκάλες κατεβαίνουν, και προχωρούσαμε και προχωρούσαμε και γενικά περπατούσαμε σε ένα αδιάφορο μουσείο που το μόνο που άξιζε να δουμε και περιμέναμε να βρούμε ήταν η capella sistina. Ατελείωτες διακλαδώσεις, που σε κάνουν να απορείς για την χρησιμότητά τους, κάπου εδώ πρέπει να μιλήσω για την φίλη μου την Κλω-κλω, η Κλω-κλω κατα κόσμον Λίτσα πιστεύω ότι είναι εξωγήινη, δεν το παραδέχεται, αλλά πιστεύω ότι πριν από μερικά χρόνια έπεσε καταλάθος στο πλανήτη μας και ακόμα δεν έχει προσαρμοστεί, ψάχνει να βρει το διαστημόπλοιο της να φύγει. << Τι διάδρομοι και κακό είναι αυτό, πότε θα φτάσουμε επιτέλους;>> παραπονιέται κλασικά η ΡΑΝ ΤΑΝ ΠΛΑΝ. <<Γιατί ρε; ωραία είναι>> λέει η Κλω-κλω, <<Γιατί είναι ωραία; σου θυμίζει το διαστημόπλοιο σου;>> της λέω <<Αί χέσου ρε βλάκα>> μου απαντάει. Κάποια στιγμή η παρέα χωρίστηκε και πηγαίναμε Λεονάρντο(moi) Τάκης,ΡΑΝ ΤΑΝ ΠΛΑΝ και κάπου αλλού στα χαμένα η Ντόλυ και η Κλω-κλω. Και για να μην τα πολυλογώ φτάνουμε (επιτέλους)στην capella sistina, μια λέξη:μαγεία!. Η τελειότητα με συνεπήρε η κούραση εξαφανίστηκε και ατένιζα την τελειότητα. Θα μπορούσα να μιλάω ώρες γι αυτό, αλλά πάμε στο γεγονός.

Η capella sistina ήταν εκκλησία και επιβάλλεται ησυχία, υπάρχουν και δύο τύποι που ανά δύο λεπτά χτυπάνε παλαμάκια και φωνάζουν Be quiet, No photos. Και ξανά, και ξανά μου ρθε να του <<σκάσε ρε μαλάκα, μόνο εσύ ακούγεσαι>>. Έχω παρατηρήσει ότι είναι πολλοί Έλληνες γύρω μου και μάλλον από κάποιο ΚΑΠΗ, και σίγουρα Πόντιοι, από τις φάτσες το κατάλαβα. Επίσης κατάλαβα ότι ο Τάκης και η ΡΑΝ ΤΑΝ ΠΛΑΝ έχουν φύγει και είμαι μόνος, και δεν έχω κινητό μαζί μου, ποτέ δεν το παίρνω σε διακοπές. Εκεί που έχω μείνει δεν ξέρω πόση ώρα και κοιτάω μια τοιχογραφία ακούω τον πριξαρχίδη να ωρύεται << Hey sir,what are you doing there;Go!Out! >> γυρνάνε και βλέπω τον πριξαρχίδη χαρτογιακά να φωνάζει σε έναν Ελληνάρα ο οποίος δεν καταλαβαίνει προφανώς τι του λέει και φωνάζει <<Τασούλλλλα, Τασούλλλα, έλα παμ΄να φύγουμε,>> έρχεται και Τασούλα και κάτι λέγανε και περνάνε από μπροστά μου, περιγραφή Τασούλας: Γύρω στα 55, χοντρούλα, μαλλί κοντό κατσαρό προς τα πάνω, άσπρη μπλούζα, παντελόνι γάματα, περπάτημα γάματα με κεφαλαία γράμματα. Περιγραφή άντρα Τασούλλλας: Γύρω στα 60, χοντρός, φαλακρός, παντελόνι τζιν, άσπρο πουκάμισο με μπλε ρίγες, και στο χέρι κρατούσε ένα σακουλάκι πασατέμπο! Ο τύπος ΕΤΡΩΓΕ ΠΑΣΑΤΕΜΠΟ μέσα στην capella sistina. Μια φασαρία απομακρυνόταν ανάμεσα στο πλήθος, ο πασατεμποφάγος και οι Τασούλλλα φεύγανε ακόμα φωνάζοντας, συνάντησα μερικά βλέμματα και ανταλλάξαμε ματιές συμπάθειας και κατανόησης, Ναι είμαστε Έλληνες.

Συνέχισα να κοιτάω τις τοιχογραφίες απορώντας αν θα με βρουν οι άλλοι ή αν θα περάσω το υπόλοιπο της ημέρας μόνος.
Μέχρι που βλέπω την Κλω-κλω με την Ντόλυ μες την τρελή χαρά (κλασικά) να έρχονται προς το μέρος μου. <<Τι κάνεις εδώ; που είναι οι άλλοι;>> λέει η Κλω-κλω, <<Μάλλον φύγανε, εμείς τι κάνουμε; φεύγουμε;>> της απαντώ,<<Έλα ρε μόλις ήρθαμε, κάτσε να απολαύσουμε λίγο το μέρος, τι τέλειες τοιχογραφίες, τι τέλεια ησυχία, όμορφη κατάνυξη....>> λέει η Λίτσα και αφήνεται στην μαγεία του μέρους. Και ξαφνικά παλαμάκια,Be quiet, No photos, ο πριξαρχίδης

Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010

Look in to my eyeball

Στην αρχαία εποχή υπήρχε ένας ήρωας ο Οδυσσέας, γι αυτόν γράφτηκε το μεγαλύτερο έπος όλων των εποχών, η Οδύσσεια, αλλά δεν παρουσιάστηκε η αλήθεια όπως έγινε υπήρξαν μερικές… προσαρμογές.

Κάποια στιγμή ο Οδυσσέας με τους συντρόφους του βρέθηκε στην σπηλιά ενός κύκλωπα, του Πολύφημου. Ο Πολύφημος ήταν μια ρομαντική ψυχή, αλλά είχε ένα ελάττωμα, δεν έβλεπε πολύ καλά. Αυτό το κατάλαβε ο Οδυσσέας όταν είδε τον κύκλωπα να παραπατάει και να σκοντάφτει μέσα στην σπηλιά του και κάπως έτσι ξεκίνησε το σχέδιο δράσης του. Ο Οδυσσέας ντύθηκε γυναίκα και παρουσιάστηκε μπροστά στον κύκλωπα την ώρα που διάβαζε. Του είπε την ιστορία που είχε δημιουργήσει, ότι ήταν ναυαγοί, και ότι βρέθηκαν τυχαία στην σπηλιά του και τον παρακάλεσε να βγάλει τον βράχο από την είσοδο για να φύγουν. Ο Πολύφημος όμως είχε περάσει πολύ καιρό μόνος και δεν ήθελε να τον αφήσει να φύγει αμέσως και τον παρακάλεσε να μείνει τουλάχιστον μέχρι το πρωί μαζί του. Του φάνηκε αρκετά όμορφη η γυναίκα- Οδυσσέας. Ο Οδυσσέας μη έχοντας επιλογή αναγκάστηκε να δεχτεί, μέχρι το πρωί όμως. Και πιασαν την κουβέντα , όλο το βράδυ μιλούσαν για λογοτεχνία και ποίηση, για τα δύσκολα παιδικά τους χρόνια, για την μοναξιά και την μελαγχολία. Οι σύντροφοι το Οδυσσέα είχα αποκοιμηθεί, αλλά ο Οδυσσέας έμενε με τον Πολύφημο, χάρηκε που γνώρισε ένα άτομο με ενδιαφέροντα, είχε βαρεθεί τις ιστορίες πολεμικών ανδραγαθημάτων, κρασοκατάνυξης και σεξοπορνοδιαστροφηκές συζητήσεις . Έφτασε όμως το πρωί και όταν ο Οδυσσέας ζήτησε από τον Πολύφημο να τους αφήσει να φύγουν ο Πολύφημος αρνήθηκε, του είπε ότι πέρασε υπέροχα το προηγούμενο βράδυ και ότι θέλει να επαναληφθεί. Ο Οδυσσέας επέμενε ότι έπρεπε να φύγουν, και τότε ο Πολύφημος τον απείλησε ότι θα σκοτώσει όλους τους συντρόφους της. Το σχέδιο απέτυχε, τώρα έπρεπε να το επαναπροσδιορίσει ο Οδυσσέας.

Αποφασίστηκε να μεθύσουν τον Πολύφημο, αλλά ο Οδυσσέας έφερε κάποιες αντιρρήσεις γιατί δεν άντεχε το ποτό. Δεν πειράζει, είπαν οι σύντροφοι, αρκεί μόνο να τον μεθύσεις, τα υπόλοιπα θα τα κάνουμε εμείς. Έτσι και έγινε, και πάνω στο πότο ο Πολύφημος άρχισε την ερωτική εξομολόγηση στον Οδυσσέα.
-Από την πρώτη μέρα που μιλήσαμε κατάλαβα ότι είμαστε πλασμένοι ο ένας για τον άλλο, τέλος.
-Δεν νομίζεις ότι αυτό είναι λίγο παράλογο, αμύνθηκε ο Οδυσσέας.
-Το ξέρω ακούγεται τρελό, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να έχουμε κανονική σωματική επαφή, αλλά αυτό δεν με πειράζει, μπορούμε να ζήσουμε έναν πλατωνικό έρωτα, είπε ο Κύκλωπας.
-Δεν γίνεται αυτό, σε παρακαλώ, μην με κάνεις και αισθάνομαι άσχημα…
-Αν θες όλα γίνονται, δεν υπάρχουν εμπόδια στον έρωτα, έλα πιες λίγο κρασί ακόμα, είπε Πολύφημος και γέμισε το ποτήρι του Οδυσσέα.
-Δεν ξέρω δεν μου φαίνεται σωστό… και μη μου βάζεις άλλο να πιω… έχω αρχίσει να μεθάω…
-Σε παρακαλώ, κοίταξε με στο μάτι και πες μου, δεν έχεις αισθανθεί τίποτα για μένα;
-Δεν ξέρω ίσως, άσε με δεν είμαι καλά… είπε μισοζαλισμένος ο Οδυσσέας
-Όχι έτσι! Στο μάτι κοίτα με και πες μου!
-Ναι, κάτι αισθάνθηκα είπε ο Οδυσσέας και λιποθύμησε
Ο Πολύφημος τον άρπαξε και τον ταρακούνησε, και μόλις άνοιξε τα μάτια του τον ρώτησε
-Σε παρακαλώ μόνο πες μου το όνομα σου, τόσες μέρες το αποφεύγεις, σε παρακαλώ, πες μου…
-Ουδειςςςςς, προσπάθησε να μιλήσει ο Οδυσσέας αλλά η γλώσσα του είχε κολήσει από την μέθη, ουδείςςςς…… προσπάθησε να πει Οδυσσέας, αλλά δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει, και έμεινε ο Πολύφημος με την εντύπωση ότι την λένε Ουδείς.

Τον- την έβαλε να ξαπλώσει, και ο Πολύφημος ξάπλωσε δίπλα του-της. Οι σύντροφοι μόλις είδαν ότι είχε κοιμηθεί ο Κύκλωπας, ξυπνήσαν τον Οδυσσέα,τον συνεχάρησαν για την επιλογή το να πει το όνομα ουδείς, ήταν όντως πολύ έξυπνο, και του είπαν ότι είναι η ώρα να φύγουν, είχαν καθαρίσει και ένα κορμό δέντρου για να το χρησιμοποιήσουν σαν μοχλό να σπρώξουν την πέτρα στην είσοδο. Ο Οδυσσέας είπε στους συντρόφους να μην πειράξουν τον κύκλωπα, γιατί τον συμπάθησε, και απαίτησε να είναι αυτός που θα οδηγεί τον κορμό μην τυχόν και κάνει κανείς ζημιά στον Πολύφημο, έτσι και έγινε. Όπως περπατούσε ο Οδυσσέας κρατώντας το μπροστινό μέρος του ξύλου, την ώρα που περνούσαν πάνω από ένα βράχο δίπλα από τον κύκλωπα, παραπάτησε ο Οδυσσέας από την μέθη και του γλίστρησε το ξύλο και καρφώθηκε στο μάτι του Πολύφημου. Ξύπνησε ο κύκλωπας και άρχισε να ουρλιάζει από τον πόνο, οι σύντροφοι αμέσως πιάσαν τον Οδυσσέα και του κλεισαν το στόμα για να μην μιλήσει . Ο Πολύφημος ουρλιάζοντας πήγε και άνοιξε την πόρτα και καλούσε σε βοήθεια, οι σύντροφοι βγήκαν έξω κρατώντας κλειστό το στόμα το Οδυσσέα, και πήγαν αμέσως στο πλοίο. Οι άλλοι κύκλωπες άκουσαν τον Πολύφημο να φωνάζει και πήγαν να τον βοηθήσουν
-Τι έπαθες; Ποιος σου το κανε αυτό;
- Η Ουδείς, απάντησε ο Πολύφημος μέσα σε ουρλιαχτά πόνου
-Ουδείς; Τι λες ρε; χαχαχα Ρε, μόνος σου την έκανες την μαλακία;
-Η Ουδείς…. Επανέλαβε ο Πολύφημος

Έτσι η φράση <<Η Ουδείς>> έμεινε στην ιστορία σαν σύμβολο της προδοσίας, που χίλια περίπου χρόνια αργότερα μια άλλη νέα θρησκεία που έκλεψε πολλά από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό χρησιμοποίησε την μια παράφραση αυτής , τον γνωστό Ιούδα, για να ονοματίσει την έννοια της προδοσίας. Ο Οδυσσέας έκλεγε από τις τύψεις, και επειδή έσπαγε τα νεύρα στους συντρόφους τον έδεσαν στο κατάρτι, και έτσι άκουσε και το τραγούδι των Σειρήνων, και ανάγκασε τον εαυτό του σε νηστεία και έτσι δεν έφαγε τους λωτούς στην χώρα των Λωτοφάγων. Και ο Κύκλωπας πληγωμένος σωματικά και ψυχικά περιφέρεται μόνος στο νησί, και λέει συνεχώς ποιήματα για τον έρωτα την προδοσία, έγινε συνώνυμο του έρωτα, όταν ερωτεύεσαι από ανάγκη, όταν ερωτεύεσαι κάποιον που σου λέει ψέματα, όταν δεν ξέρεις ποιος είναι ό άλλος, τότε είναι πολύ πιθανό να προδοθείς. Και έτσι ο Πολύφημος προδομένος και κατεστραμμένος περιφέρεται στο νησί, τυφλωμένος παραπατάει και σκοντάφτει , δεν ξέρει που να πάει και όλοι πλέον λένε πως ο Έρωτας είναι τυφλός .

Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

Κυνηγοί Και Αγρότες

Οι άνθρωποι μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες, σε αγρότες και σε κυνηγούς.

Οι κυνηγοί καταρχήν (που προτιμώνται και από τις γυναίκες) βγαίνουν για κυνήγι, παραφυλάνε σε ένα μέρος και ότι περάσει, ‘’το παίρνουν’’ συνήθως χωρίς προσπάθεια . Αν ένα θήραμα είναι έξυπνο, μπορεί και να ξεφύγει από τον κυνηγό, αυτός όμως δεν στεναχωρηθεί και πολύ, θα κοιτάξει αμέσως για το επόμενο θήραμα. Όπως κάνουν και τα λιοντάρια στην ζούγκλα, μπορεί να κυνηγούν μια αντιλόπη, και αν δούν ότι αυτή είναι πολύ γρήγορη για τα μέτρα τους, την αφήνουν και πάνε σε άλλη αντιλόπη, πιο αδύνατη και πιο μικρή. Όταν οι κυνηγοί πετύχουν το θήραμα , ‘’το πάρουν ‘’όπως λένε στην γλώσσα τους , το καταναλώνουν, το εξαφανίζουν μέσα στα στομάχια τους και μετά διηγούνται την διαδικασία του κυνηγιού με πολύ σάλτσα, υπερβάλουν ως προς την ευκολία επίτευξης του στόχου, υπερβάλουν στο πόσο μεγάλο και νόστιμο ήταν το θήραμα και δεν δέχονται καμία αμφισβήτηση στο ότι είναι οι καλύτεροι (ο καθένας για τον εαυτό του πάντα).

Οι αγρότες φροντίζουν την γη τους κάθε μέρα, φροντίζουν το κάθε φυτό με αγάπη και αφοσίωση. Είναι σαν να χτίζουν κάθε μέρα, το ένα τούβλο πάνω στο άλλο, η μια προσπάθεια πάνω στην άλλη, δεν μπορούν να διακόψουν την φροντίδα για λίγο και να επιστρέψουν όποτε αυτοί θέλουν. Δένονται με την γη τους και χαίρονται να την βλέπουν να εξελίσσεται και να βελτιώνεται. Ευχαριστούν τον θεό για τις ευνοϊκές συνθήκες όποτε τις τους προσφέρει και μάχονται στωικά να αντιμετωπίσουν τις αντίξοες όποτε αυτές προκύπτουν . Ο κήπος είναι πάντα παρών, δεν μπορούν να πουν ψέματα για μια δήθεν τελειότητα, η εικόνα πάντα θα είναι εκεί να επιβεβαιώνει ή να διαψεύδει. Οι αγρότες δεν μιλάνε για τα επιτεύγματα τους, απλά αφήνουν τους άλλους να τα δούνε, είναι περήφανοι βέβαια όταν όλα πάνε καλά και έχουν ένα καλό κήπο, αλλά πρώτα από όλα ευχαριστούνε τον θεό, λένε ότι είχαν καλό σπόρο και ότι το χωράφι είναι γόνιμο.

Το ερώτημα είναι ποιος είναι πιο ευτυχισμένος… Οι κυνηγοί δεν έχουν τίποτα να χάσουν, αν όχι αυτό, το επόμενο, ε και τι έγινε; Οι αγρότες πρέπει να πετύχουν όμως πάση θυσία, και στην όποια καταστροφή πρέπει να την βγάλουν με τις λιγότερο δυνατόν απώλειες. Ο κυνηγός μπορεί να είναι περήφανος με τα όσα κάνει τους άλλους να πιστέψουν ότι πέτυχε, ποτέ δεν νοιάζει η αλήθεια. Η αλήθεια είναι σχετική. Ο αγρότης μπορεί να είναι περήφανος μόνο με αυτά που πέτυχε, τα λόγια δεν έχουν σημασία. Ο κυνηγός επιλέγει τον χώρο του και δεν δένεται μ αυτόν, τον αγρότη τον χρεώνει η μοίρα ένα χώρο και δένεται μ αυτόν. Όπως και να χει όμως ο καλύτερος κυνηγός δεν θα φάει το καλύτερο γεύμα, ενώ καλύτερος αγρότης θα πάρει την καλύτερη δυνατόν παραγωγή.

Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Ποδήλατο και Πιγκουίνος

Γύρισε στο σπίτι του και είχε δύο πίνακες στο χέρι. Το ίδιο μεσημέρι πήρε δύο καρφιά, έβγαλε το παπούτσι, ταράχτηκε για μια στιγμή από την οσμή των ποδιών του, συνήλθε γρήγορα, και με το παπούτσι κάρφωσε τα καρφιά στον τοίχο, και πάνω σ αυτά έβαλε τους πίνακες. Μετά από λίγο πήρε τηλέφωνο την κοπέλα του και της είπε για τους πίνακες, <<πως είναι>>, τον ρώτησε, <<δεν ξέρω πώς να τους περιγράψω… αφηρημένη τέχνη μπορώ να πώ…>> <<ε, δώσε μια πιο σφαιρική περιγραφή>> << είναι μάλλον ασύμμετρα παραλληλόγραμμα και ανόμοιοι κύκλοι, να βλέπω δυο κύκλους , ένας μικρός και ένας μεγάλος, μοιάζουν με παλιό ποδήλατο, απ’ αυτά με την μεγάλη ρόδα μπροστά και την μικρή πίσω, και σε ένα στενόμακρο ορθογώνιο έχει πυκνές κάθετες γραμμές, μοιάζει σαν λάστιχο από εσώρουχο γιαγιάς, και όπως τους κοιτάω τώρα οι άλλοι κύκλοι μοιάζουν με φαλάκρες παπούδων από ψηλά. Είναι οι αναμνήσεις ενός γέρου, το εσώρουχο της γιαγιάς το παλιό ποδήλατο, οι φίλοι του οι φαλακροί παππούδες, ναι, και μαύρο φόντο του πίνακα είναι μαύρο λες και τον ζωγράφισαν πάνω στην πίσω μεριά ενός παλιού δελτίο προ-πο . Έχει και έναν μαύρο κύκλο που μοιάζει περισσότερο με αυγό, μαύρο αυγό, ή μπορεί να είναι και ένας πιγκουίνος με γυρισμένη την πλάτη, τον βάλανε τιμωρία στην γωνία με την πλάτη γυρισμένη στην τάξη επειδή δεν μιλούσε,και ο ζωγράφος –δάσκαλος που τον λένε Πελοπίδα μπήκε στην κουζίνα και τον είδε με την πλάτη γυρισμένη και καταθλιπτικά σκυμμένο και τον πέρασε για μαύρη σακούλα σκουπιδιών, και πήγε να τον πετάξει, αλλά μόλις τον έπιασε από την πλάτη τον πιγκουίνο, τον διέκοψε από την μελαγχολία του, και τρόμαξε με το βλέμμα του, είδε τον εαυτό του μέσα στα μάτια του πιγκουίνου και άρχισε να χτυπάει τα φτερά του που είχε για χέρια, τρέμοντας από το κρύο του Νότου Πόλου οπού ζει αυτός και οι άλλοι χάρτινοι πιγκουίνοι, έκανε ταραγμένες γραμμές πάνω στον πίνακα, που αν θες αυτές οι γραμμές είναι μικρά κομμάτια από δίσκο βινυλίου, τα περισσότερα όχι πάνω από μια λέξη, να αυτό δίπλα από το αυτί του δεινόσαυρου, αν το βάλεις στο πικάπ θα παίξει την λέξη νοσταλγία , και απαντάνε οι Ινδιάνοι με σήματα καπνού, που μοιάζουν με φαλάκρες παππούδων από ψηλά, ‘’Μοναξιά’’. Κι όλα αυτά τα τετραγωνάκια και τα κυκλάκια είναι παιχνίδια στην άμμο που τα παρασέρνει ένα ελαφρό κύμα στην παραλία και επιστρέφοντας τα αφήνει πιο ακανόνιστα, το πικάπ έχει κολλήσει και επαναλαμβάνει συνέχεια την λέξη νοσταλγία, και από τον ουρανό βρέχει ποδήλατα, αυγά, στρουθοκαμήλους, πράσινες λεκάνες, άδεια κουτιά τηλεόρασης, στέκες από βιολιά, τσιγαρόχαρτα, σπασμένα αγάλματα, φωτογραφίες παλιές ξεθωριασμένες και ξεκολλάει το πικάπ ή του αλλάζουν δίσκο και τώρα έχει κολλήσει στη λέξη θλίψη…. Να και μια γριά μάγισσα που… Μ’ ακούς; Ει, ψιτ, μ’ ακούς;….. Όχι ρε πούστη μου τόση ώρα μόνος μιλάω….>>

Στα τέσσερα

Η μέρα ήταν Σάββατο , τα στήθη της μικρά και αυτή επίσης.  Τη λέγανε Αθηνά, τίποτα άλλο μη ρωτήσεις.  Δυο βδομάδες  μετά από αυτό το Σάββα...