Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

Κενός Χρόνος

Κενό
Έσπασα σε χίλια κομμάτια
Σε άπειρα κομμάτια
Που αιωρούνται στο κενό
Και έγιναν νεφέλωμα  
Στην άκρη του γαλαξία
Στο χείλος  του σκοταδιού
Απαρατήρητο
Λίγο πριν το χάος
Το χάος του κενού χρόνου
Του χρόνου που περνάω χωρίς
Γράφω για να γεμίσω τον κενό μου χρόνο
Και θα γεμίσω τον κενό χρόνο αυτών που θα τα διαβάσουν
Ώρες που πήγανε χαμένες
Μαζί με τις σκέψεις που δεν ειπώθηκαν
Τα μάτια που κρύψανε το βλέμμα
Μέσα στο σκοτάδι βλέπουν ένα νεφέλωμα
Που συμπυκνώνεται και γίνεται ένα μικρό κομμάτι μου
Εκεί που μ άγγιξες τελευταία φόρα δήθεν τυχαία
Όλη μου η ύπαρξη συγκεντρώθηκε σ αυτό το σημείο
Και πάγωσε ο χρόνος
Και έμεινες εκεί να με αγγίζεις
Σ αυτό σημείο
Εκείνη την στιγμή
Και μετά μ άφησες
Και έγινα χίλια κομμάτια
Άπειρα κομμάτια
Που αιωρούνται στο σύμπαν
Μαζί με τις ώρες που πέρασα χωρίς






Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

Μαρμαρωμένο Γουρούνι

-Που χάθηκες τόσο καιρό ρε φίλε
-Άσε που να στα λέω…
-Για πες
-Έχασα τον σκύλο μου
-Που τον έχασες;
-Στα χαρτιά
-Καλά ρε έπαιξες τον σκύλο σου στα χαρτιά;
-Όχι ρε, την ώρα που έπαιζα χαρτιά χάθηκε
-Και δεν έψαξες να τον βρεις;
-Όχι, αφού έπαιζα χαρτιά
-Κακός ο τζόγος
-Όχι άμα κερδίζεις
-Και εσύ κέρδισες;
-Ναι, στην αγάπη
-Όποιος χάνει τα σκυλιά κερδίζει στην αγάπη
-Η αγάπη είναι τζόγος
-Και τσόντα
-Στις τσόντες γιατί δεν υπάρχουν κινέζοι άντρες;
-Γιατί τρώνε τα σκυλιά .
-Και τα σκυλιά Δαλματίας;
-Ξέρω και γω, σα που πέφτει η Δαλματία;
-Νομίζω ότι δεν πέφτει
-Αν έπεφτε;
-Θα σηκωνόταν πάλι
-Εσύ όταν πέφτεις σηκώνεσαι;
-Ναι αλλά αργά
-Γιατί αργά; Υπάρχει όριο ταχύτητας;
-Όριο αντοχής
-Μη βάζεις όρια στη ζωή σου
-Δεν βάζω όρους στη ζωή μου
-Δεν βάζεις λεφτά στην τράπεζα
-Αν είχα θα έβαζα
-Αν είχες λεφτά;
-Όχι, τράπεζα
-Έχεις τραπέζι
-Ναι και το έχω μόνο για να παίζω χαρτιά
-Σ αρέσει το παιχνίδι
-Σε ποιο παιδί δεν αρέσει;
-Έχεις δίκιο, πρέπει να μεγαλώσουμε κάποια στιγμή
-Δεν νομίζω ότι δεν έχω μεγαλώσει, νομίζω ότι δεν έχω γεννηθεί ακόμα
-Και τι περιμένεις
-Το τραμ το τελευταίο
-Γιατί όχι ΜΕΤΡΟ;
-Γιατί το τραμ το τελευταίο ήταν πιο ρομαντικό
-Πάει πέρασε όμως
-Ναι πάει
-Ησυχία! έρχεται η δασκάλα!
-Μόλις κάτσει να ρίξουμε την γόμα να δούμε το βρακί της
-Ναι και μετά να βγούμε στην αυλή για καμιά vodka και τσιγάρο
-Δεν έχω φέρει σήμερα
-Μη φοβάσαι έχει η μικρή Αννούλα
-Τέλεια
-Σσσσσς η δασκάλα………


Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010

Ο Νεκροθάφτης 11 (φωτιά και σπέρμα )


Ο Μανώλης είναι στο χωράφι μαζί με τον παππού, τον τρώει η περιέργεια να μάθει πως θα σκοτώσουν τα ποντίκια με την βενζίνη και το καλάμι. Ο παππούς του λέει: «Γύρνα με το μπιτόνι και ρίχνε λίγο βενζίνη σε κάθε τρύπα, όχι σε πολλές, σ όσες είναι κοντά» . Έτσι και έγινε, ο Μανώλης, πάντα με την επιτήρηση του παππού έριχνε σε κάθε τρύπα  λίγο βενζίνη, κάποια στιγμή του φώναξε ο παππούς ότι φτάνει και να έρθει δίπλα του.  Του είπε να πάει να αφήσει το μπιτόνι λίγο μακριά και να γυρίσει. Ο Μανώλης πήγε και το άφησε και όπως γυρνούσε είδε τον παππού να κρατάει το καλάμι με το πανί στην άκρη,  έβαλε ένα τσιγάρο στο γέρικο στόμα του και έφερε τη μεριά από το καλάμι  που είχε το πανί κοντά στο πρόσωπο του, άναψε το πανί και με την ίδια φωτιά άναψε και το τσιγάρο. Ο Μανώλης έχει φτάσει δίπλα του,  ο παππούς τον κοιτάει και του λέει «Πρόσεχε τι θα κάνω και κοίτα μην τρομάξεις…»  Ο παππούς κατέβασε το καλάμι κοντά σε μια τρύπα που της είχε ρίξει βενζίνη ο Μανώλης,  αμέσως το νοτισμένο χώμα πήρε φωτιά και σε ελάχιστες στιγμές ακούστηκε  ένα δυνατό μπαμ, που τρόμαξε τον Μανώλη, και η φωτιά έβγαινε πλέον και από άλλες τρεις τρύπες που είχα βραχεί με βενζίνη.
-Κατάλαβες τι έγινε τώρα; Ρώτησε ο παππούς τον Μανώλη
-Όχι ακριβώς, αλλά κατάλαβα τι πρέπει να κάνω
-Τόσο μυαλό που έχεις, που να καταλάβεις… Λοιπόν άκου,  τα ποντίκια σκάβουν τρύπες, σωστά; Αυτές οι τρύπες συνεχίζονται μέσα στο χώμα και επικοινωνούν με τις άλλες τρύπες που υπάρχουν στο χωράφι, αν ρίξεις  βενζίνη σε μια τρύπα ο αέρας από την βενζίνη εξαπλώνεται και στις άλλες,  αν βάλεις φωτιά σ αυτήν την τρύπα απλά θα καεί ο αέρας και δεν θα γίνει τίποτα, καταλαβαίνεις τι σου λέω μέχρι τώρα;
-Όχι…
-Βρε βλήμα,  αν έχεις μόνο στην μια τρύπα βενζίνη και βάλεις φωτιά, αυτή θα εξαπλωθεί υπογείως και θα απλά θα κάψει για πολύ λίγο την μυρωδιά που εξαπλώθηκε, και αφού τον κάψει τον αέρα το κενό  θα τραβάει άλλον αέρα από άλλη τρύπα και θα συμπληρώνεται. Αν όμως  έχεις βάλει βενζίνη  και σε άλλες τρύπες, οι φωτιά θα φτάσει και σ αυτές και θα τραβήξουν όλες μαζί αέρα και θα κάνουν μπαμ,  αυτή είναι η στιγμή που σκάνε τα ποντίκια. Κατάλαβες;
-Όχι, αλλά πως σκάνε τα ποντίκια; Κάνουν έκρηξη;
-Καλά είσαι βλάκας το ξέρουμε… δεν κάνουν έκρηξη, απλά χαλάνε τα πνεύμονα τους, θα σε ρωτούσα αν κατάλαβες, αλλά είμαι σίγουρος ότι δεν κατάλαβες… τουλάχιστον κατάλαβες πως θα κάνεις την δουλεία;
-Ναι θείο! Αυτό το κατάλαβα! Είπε με ενθουσιασμό ο μικρός
-Μπρος.. πάρτα και ξεκίνα, και πρόσεχε μακριά το μπιτόνι από την φωτιά
-Μην ανησυχείς θείο θα προσέχω.
Ο Μανώλης έχει πάρει το μπιτόνι και το καλάμι κα γεμάτος ενθουσιασμό κάνει σωστά την δουλεία που δεν κατάλαβε πως ακριβώς λειτουργεί. Ο παππούς έχει μείνει πίσω και έχει καθίσει στο χώμα, από μακριά βλέπει τον Μανώλη να βάζει φωτιές στις τρύπες και σε κάθε έκρηξη να πηδάει χαρούμενος, αυτός όμως δεν μπορεί να χαρεί με την χαρά του μικρού γιατί υποφέρει, με δυσκολία κρύβει τον πόνο του, ξαπλώνει στο χώμα και σηκώνει την μπλούζα τόσο ώστε να αποκαλυφτεί η πληγή που του προκάλεσε η γριά στην κοιλιά του. Όπως είναι ξαπλωμένος και έχει σηκώσει την μπλούζα του, σηκώνει λίγο τον κορμό και σκύβει το κεφάλι του για να δει την πληγή, έσφιξε τα δόντια του κάνοντας αυτήν την κίνηση.  Αντίκρισε  την πληγή του που κάθε μέρα γίνεται όλο και χειρότερη, τώρα έχει φτάσει σε απελπιστικό βαθμό, εκεί που είναι τα ράμματα είναι τελείως μαύρη σαν ρυτιδιασμένο δαμάσκηνο, όσο απομακρύνεται από το κέντρο της πληγής η μαυρίλα γίνεται προς το μωβ και καταλήγει στην περίμετρο της να είναι κόκκινη με μικρά φλεβίδια  να εξέχουν από αυτήν και να κάνουν την εικόνα ακόμα πιο αποκρουστική, ο παππούς την άγγιξε απαλά σφίγγοντας τα δόντια του και κρατώντας την ανάσα του, ακόμα και από το τόσο απαλό άγγιγμα πόνεσε και πήρε μια κοφτή ανάσα μέσα από τα σφιγμένα δόντια του «Την πουτάνα μου…» είπε και κατέβασε την μπλούζα του. Ο Μανωλάκης μακριά από τον παππού έβαζε φωτιές και σε κάθε έκρηξη φώναζε ενθουσιασμένος «ναι!» , ο παππούς του κουνούσε το χέρι κάνοντας του νόημα να ρθει.
Όταν έφτασε εκεί ο Μανώλης  ο παππούς ήταν ήδη όρθιος και τον περίμενε
-Φεύγουμε κιόλας; Ρώτησε με παράπονο ο Μανώλης
Ο παππούς δεν απάντησε ξεκίνησε να περπατάει τον δρόμο της επιστροφής και ο Μανώλης τον ακολουθήσε, απόρησε ο μικρός για το ύφος του παππού και τον ρώτησε
-Θείο είσαι καλά;
-Καλά είμαι…
-Δεν είσαι καλά, τι έπαθες;
-Τίποτα σου λένε! Καλά είμαι, του απάντησε θυμωμένα ο παππούς
-Εγώ πάντως ξέρω ότι δεν είσαι καλά
Ο παππούς δεν απάντησε συνέχισε να περπατάει και ο Μανώλης τον ακλουθούσε από πίσω, στο δρόμο ο Μανώλης είδε την Ματούλα να βγαίνει από μια εγκαταλειμμένη πλίνθινη αποθήκη.  Η Ματούλα δεν τους είδε, μόλις βγήκε έστριψε και  πήρε αντίθετο προς αυτούς δρόμο. Ένα δρόμο  που δεν οδηγούσε στο σπίτι της γριάς.

 Λίγο αργότερα στο σπίτι του παππού ο Μανώλης είναι έξω στην αυλή και ο παππούς με τον παππά μέσα στο δωμάτιο μιλάνε
-Είδες που στα έλεγα παππά, τελικά πίασαν τα μάγια της γριάς και θα πεθάνω, το νιώθω ήδη ότι αδυνατίζω πολύ…. Είπε ο παππούς κρατώντας ένα τσιγάρο στο χέρι, και μόλις τελείωσε την φράση του το άναψε
-Τι λες ρε Γρηγόρη, ποια μάγια… αφού οι γιατροί είπανε ότι θα γίνεις καλά… τι σε έπιασε και τα λες τώρα αυτά
-Οι γιατροί; Ποιος ακούει τους γιατρούς ρε παππά; Εγώ ποτέ δεν έχω πάει σε γιατρό και μέχρι πριν μια βδομάδα ήμουν καλά, οι γιατροί…
-Βρε άνθρωπε αν δεν είσαι καλά να ξαναπάμε στο νοσοκομείο, να δούμε τι θα κάνουμε….
-Τι λες ρε παππά, δεν έχεις δει ότι όσοι μεγάλοι πάνε στο νοσοκομείο γυρνάνε πεθαμένοι; Δεν ξέρω τι τους κάνουν εκεί και τους πεθαίνουν, πάντως σε εμένα δεν θα το κάνουν.
-Δεν μιλάς λογικά και μια χαρά είσαι, λίγο κουρασμένο σε βλέπω, αλλά με ένα τσιπουράκι θα στρώσεις…. Χαμογέλασε ο παππάς μόλις ολοκλήρωσε την πρόταση και έκανε νόημα του παππού με το κεφάλι να βγουν έξω
-Κάτσε να σου δείξω… είπε ο παππούς και σήκωσε την μπλούζα του, μόλις είδε ο παππάς τα σημάδια έκανε ένα μορφασμό αποστροφής και του είπε
-Μα καλά πως έγινε αυτό;
-Τι πως έγινε ρε παπά; Τα μάγια, δεν καταλαβαίνεις…
-Δεν είναι τα μάγια, κάτι άλλο είναι… γιατί δεν το είπες πιο νωρίς;
-Τι να σου πω; πήγα και στην πόλη σε έναν πρακτικό και του είπα τι έγινε και μου είπε ότι πολύ δύσκολα θα γιατρευτώ από αυτό
-Σε πρακτικό; Τι έκανες ρε Γρηγόρη;
-Τι θα πει τι έκανα; Σου το είπα δεν εμπιστεύομαι τους γιατρούς
-Μα οι γιατροί σου δίνουν φάρμακα δοκιμασμένα, μη μου πεις ότι δεν παίρνεις την αντιβίωση
-Φυσικά και δεν την παίρνω! Μου έδωσε ένα κατάπλασμα ο πρακτικός ειδικό για τα μάγια.
-Πας καλά ρε; Τι κατάπλασμα;
-Τριμμένο καρβουνάκι ανακατεμένο με την σκόνη από το θυμίαμα μαζί με μαυροδάφνη και κάτι άλλα πράγματα που έβαλε αυτός μέσα.
-Ρε γεροξεκούτη, τι έκανες; Μόνος σου το έκανες αυτό στον εαυτό σου! Λοιπόν πάω να βρω άτομα να σε πάμε στο νοσοκομείο. Είπε παπάς και βγήκε θυμωμένος από το δωμάτιο, ο παππούς του φώναζε να σταματήσει αλλά ο παπάς δεν του έδινε σημασία.
Ο παππάς βγαίνοντας από το δωμάτιο είπε στον Μανωλάκη ότι για σήμερα θα έπρεπε να κοιμηθεί στο σπίτι του, τον έστειλε να βρει την παπαδιά και να τον βολέψει από τώρα. Ο παππάς πήγε στο καφενείο του χωριού και γύρισε με άλλα τρία άτομα και πήραν τον παππού σηκωτό με το ζόρι και τον πήγαν στο νοσοκομείο.

Την άλλη μέρα το πρωί ο Μανώλης σηκώθηκε και  πήγε στην αποθήκη και πήρε τα σύνεργα  που είχε και την προηγούμενη και σκότωνε ποντίκια, του άρεσε τόσο πολύ αυτό χτες που όλη την μέρα είχε σκοπό να την περάσει στα χωράφια μ αυτόν τον τρόπο.  Πέρασε μπροστά από τον άγριο σκύλο, τρομοκρατημένος που δεν είχε σήμερα τον παππού πέρασε από εκείνο το σημείο όσο πιο γρήγορα μπορούσε.  Πηγαίνοντας στο χωράφι είδε πάλι την πλίνθινη αποθήκη που χτες είδε την Ματούλα να βγαίνει από εκεί. Άλλαξε πορεία και πήγε προς τα εκεί, με σκοπό να κοιτάξει κρυφά μέσα να δει αν είναι πάλι εκεί αυτή η κοπέλα. Όταν έφτασε στην αποθήκη είδε ένα μηχανάκι στην πόρτα της αποθήκης, του φάνηκε παράξενο,  από την πόρτα δεν φαινόταν το εσωτερικό γιατί είχε έναν προθάλαμο.  Έκανε τον γύρο της αποθήκης και σε κάποιο σημείο είδε ότι υπήρχε ένα κενό ανάμεσα στους πλίνθους, μπορούσε να κοιτάξει από εκεί αλλά ήταν λίγο ψηλά, έβαλε το μπιτόνι στο χώμα και ανέβηκε πάνω του, διστακτικά και αργά κοίταξε μέσα από το κενό των πλίνθων. Στον απέναντι τοίχο είδε σε έναν παλιό καναπέ δύο παιδιά, ο ένας ήταν ξαπλωμένος και είχε τραβήξει την μπλούζα του και είχε καλύψει το πρόσωπό του μ αυτήν, ο άλλος καθόταν  μπροστά του και  είχε το ένα πόδι του ξαπλωμένου πάνω στα πόδια του και με το χέρι του έπιανε  του πουλί του άλλου και το έκανε πάνω κάτω, ο Μανώλης σοκαρίστηκε από αυτή την εικόνα αλλά έμεινε να κοιτάει, του φάνηκε πολύ παράξενο αυτό που κάναν τα παιδιά,  αυτός που κουνούσε το χέρι του πάνω κάτω κάτι έλεγε με έντονη  φωνή στον άλλο, «Είμαι η Άννα! Σου δείχνω τα βυζιά μου! Είμαι η Άννα» ο άλλος συσπώταν και βογκούσε , δεν έβλεπε το πρόσωπο του το είχε καλυμμένο με την μπλούζα, η ένταση της παλινδρομικής κίνησης ανέβηκε και αυτός που κουνούσε το χέρι έσκυψε προς τον ξαπλωμένο και έβαλε το άλλο του χέρι πάνω στην γυμνή κοιλιά του ξαπλωμένου, συνέχισε να του μιλάει και ο ξαπλωμένος έπιασε με δύναμη το χέρι του άλλου που τώρα το κουνούσε πολύ γρήγορα, ξαφνικά ο ξαπλωμένος σαν να κατούρησε ένα πηχτό υγρό που έπεσε πάνω στην κοιλιά του και ηρέμησε,  ο άλλος  έσπρωξε το πόδι του ξαπλωμένου και σηκώθηκε, ένα χειροκρότημα ακούστηκε, κάποιος άλλος ήταν μέσα στο δωμάτιο , ο ξαπλωμένος κατέβασε την μπλούζα και είδε ότι ήταν ο Νάσος, αυτός που το είχε απειλήσει ότι θα τον χτυπήσει αν τον πετύχει κάπου έξω από το χωριό, έκανε μια κίνηση να φύγει αλλά πριν πάρει το βλέμμα του από τον χώρο είδε μια κοπέλα να προχωράει προς τα παιδιά χειροκροτώντας,  ήταν η Ματούλα,  πλησίαζε προς τα παιδιά και είπε
-Ποία είναι η Άννα;
-Αυτή που γουστάρει ο Νάσος .είπε ο ένας
-Έλα μην πιάνεις την κουβέντα, την μπλούζα σου όπως είπαμε… της είπε ο Νάσος
-Μην είσαι και τόσο βιαστικός, του είπε η Ματούλα και σήκωσε την μπλούζα της σχεδόν χορευτικά και γύρισε πλάτη προς τα παιδιά και την σήκωνε σιγά σιγά.
Ο Μανώλης είδε την κοιλίτσα της Ματούλας, η Ματούλα χαμογελούσε και έδειχνε να το απολαμβάνει,  όπως σήκωνε την μπλούζα κοίταξε τον τοίχο και αντιλήφθηκε ένα παιχνίδισμα του φωτός «Κάποιος είναι εκεί!» φώναξε απότομα η Ματούλα και κατέβασε την μπλούζα της. Ο Μανώλης τρόμαξε και παραπάτησε πάνω στο μπιτόνι, έπεσε και χτύπησε τον αγκώνα του, βενζίνη έτρεχε από το πεσμένο μπιτόνι,  μέχρι να σηκωθεί  τα παιδιά είχαν βγει έξω και τον είδαν πεσμένο στο έδαφος , ο Νάσος πήγε κατευθείαν στον Μανώλη και τον έπιασε από τον γιακά, τον σήκωσε πάνω και τον ξαναπέταξε κάτω,  «Μαλακισμένο! Αυτή η φορά δεν θα μου γλιτώσεις!» . Η Ματούλα βγήκε μετά από τα παιδιά και είδε τον Νάσο να απειλεί τον Μανώλη αμέσως πήγε να τον κρατήσει «Τι κάνεις εκεί αστον! Μην τον χτυπήσεις!» ο Νάσος την έσπρωξε και της φώναξε στα μούτρα «Μην ανακατεύεσαι!» ξαναγύρισε   στον Μανώλη που ήταν ξαπλωμένος έκανε προς τα πίσω σπρώχνοντας τα πόδια του και χρησιμοποιούσε του αγκώνες του, το σπάσιμο του κορμιού τον έκανε να μοιάζει με φίδι που οπισθοχωρεί ξαπλωμένο ανάποδα, ο Νάσος έπεσε πάνω του και έβαλε τα χέρια του στο λαιμό του μικρού, η Ματούλα πήγε να πέσει πάνω στον Νάσο  να τον σταματήσει αλλά μόλις ξεκίνησε την έπιασε το άλλο παιδί από τα μαλλιά και την τράβηξε πίσω  «Άσε με ρε μαλάκα!» φώναξε η Ματούλα που πόνεσε από αυτό το τράβηγμα «Θα σε πνίξω μαλακισμένο» έλεγε ο Νάσος στον Μανώλη με μίσος και είχε τα χέρια στο λαιμό του, ο Μανώλης προσπαθούσε να τον σταματήσει κρατώντας του τα χέρια αλλά δεν είχε αρκετή δύναμη,  είναι ήδη σχεδόν τρία δευτερόλεπτα κάτω με τα χέρια του άλλου στον λαιμό του, η Ματούλα παλεύει με το άλλο παιδί, οι δύο πιο αδύνατοι με τους δύο πιο δυνατούς, μια άνιση μάχη που την ανέτρεψε η Ματούλα η οποία παλεύοντας έβαλε το χέρι στην τσέπη του αυτού που την κρατούσε και έβγαλε τον αναπτήρα του, ένα zippo ,τον άναψε και τον πέταξε προς το μπιτόνι με την βενζίνη, μόλις έφυγε από τα χέρια της ο αναπτήρας αυτή έπεσε στο έδαφος,  ο άλλος φώναξε τον Νάσο και έτρεξε μπροστά να πιάσει τον αναπτήρα στον αέρα,  η βενζίνη είχε σχηματίσει μια μικρή μπάρα μπροστά από το πεσμένο μπιτόνι,  ο Νάσος δεν αντέδρασε όταν τον  φώναξε ο φίλος του, είχε με μανία ζωσμένα τα χέρια του στο λαιμό του Μανώλη,  η Ματούλα είχε πέσει κάτω και έβαλε τα χέρια της στο σβέρκο και ο άλλος ορμούσε να προλάβει τον αναπτήρα, οι δύο αδύναμοι είναι πεσμένοι στο έδαφος και οι δύο δυνατοί είναι ψηλά. Ο αναπτήρας έπεσε στην μπάρα με την βενζίνη και αστραπιαία έγινε μια δυνατή έκρηξη που πέταξε προς τα πίσω αυτόν που πήγαινε να πιάσει τον αναπτήρα, πέταξε μπροστά τον Νάσο και γκρέμισε την μια πλευρά της πλίθινης αποθήκης.  Χώματα πετάχτηκαν από την πόρτα της αποθήκης και ένα δοκάρι από την σκεπή έπεσε και χτύπησε το μηχανάκι που ήταν το μισό μέσα από την πόρτα . Η Ματούλα όπως ήταν πεσμένη μπρούμυτα γύρισε ανάσκελα και έπιασε τα αυτιά της που βούιζαν, πίεσε τον εαυτό της να σηκωθεί και πήγε κατευθείαν στον Μανώλη, είδε το άλλο παιδί πεσμένο ανάσκελα να ανασαίνει δύσκολα και να έχει εγκαύματα και αίματα σ όλο του το πρόσωπο,  είδε τον Νάσο μπροστά από τον Μανώλη να γυρνάει στο χώμα και να πιάνει την μέση του, έφτασε πάνω από τον Μανώλη που βηχούσε και έπαιρνε βαθιές ανάσες. Τον σήκωσε γρήγορα και άρχισαν απομακρύνονται με δυσκολία.

Αφού απομακρύνθηκαν αρκετά από την αποθήκη σταμάτησαν λίγο για να πάρουν μια ανάσα. Η Ματούλα είχε ρωτήσει στο δρόμο τον Μανώλη αν είναι καλά, τώρα που σταμάτησαν τον ξαναρώτησε
-Είσαι καλά Μανωλάκη;
-Καλά είμαι… εσύ πως είσαι;
-Καλά είμαι, μα καλά τι δουλεία είχες εκεί Μανωλάκη; Γιατί κοιτούσες;
-Εσύ τι δουλεία είχες εκεί; Τι έκανες μ αυτούς;
-Η γριά.. είπε η Ματούλα και κατέβασε το πρόσωπό της.
-Τι η γριά;
-Δεν μπορώ να σου πω τώρα, είσαι μικρός και δεν θα καταλάβεις
-Έχω δει πράγματα που ούτε φαντάζεσαι, πες μου.
-Όχι τώρα, όχι εδώ,  θεέ μου… και δεν έχουμε που να κρυφτούμε, σίγουρα θα μας ψάχνουν να μας εκδικηθούν, αλλά δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς… θα σε έπνιγε… δεν είμαι κακιά Μανωλάκη… το ξέρεις αυτό; Έτσι;
-Το ξέρω,  με έσωσες,  αλλά πως το έκανες αυτό; Πως ήξερες;
-Δεν ήξερα, απλά είχα δει τον Νίκο που έβαλε τον αναπτήρα του στην τσέπη, μου άρεσε αυτός αναπτήρας, ανάβει μάγκικα, και όταν βγήκαμε  έξω είδα το μπιτόνι με την βενζίνη, δεν σκέφτηκα, όλα ήρθαν από μόνα τους, τι κάνουμε τώρα;
-Έχω ένα μυστικό μέρος, μόνο εγώ το ξέρω, θες να πάμε εκεί;
-Θέλω,  δεν έχω και τίποτα άλλο να κάνω τώρα… εσύ είσαι καλά; Είπε Ματούλα και χάιδεψε τα μαλλιά του Μανώλη.
-Καλά είμαι. Πάμε, δεν είναι πολύ μακριά
Τα παιδία ξεκίνησαν για το κρυφό σημείο που ήξερε μόνο ο Μανώλης, στο δρόμο πέρασαν πάλι μπροστά από το άγριο σκυλί, αυτό τρελάθηκε μόλις τους είδε, η Ματούλα σφίχτηκε πάνω στο Μανώλη «Παναγία μου! Τι είναι  αυτό το πράμα!» ο Μανώλης για να κάνει μαγκιά στη Ματούλα και να το παίξει ατρόμητος πήγε και κλώτσησε την σήτα όπως είχε κάνει και ο παππούς μερικές μέρες πριν «Σκάσε μαλακισμένο» είπε και γύρισε δήθεν αδιάφορα προς την Ματούλα «Σε παρακαλώ μην το εξαγριώνεις» του είπε.
-Είναι το πιο άγριο σκυλί στον κόσμο, μόνο ο μπαρμπα Γρηγόρης μπορεί να το κάνει καλά,  είπε ο Μανώλης περήφανα που ο παππούς είναι φίλος του
-Έχεις πολύ καλή γνώμη για τον νεκροθάφτη έτσι δεν είναι;
-Ναι, ξέρεις πόσες φορές με έχει σώσει, εσύ δεν έχεις;
-Τι να σου πω ρε Μανωλάκη, υπάρχουν και πράγματα που δεν τα ξέρεις για τον παππού
-Σαν τι;
-Το ήξερες ότι ο παππούς όταν ήταν νέος τα είχε με την Κυρά Ασημίνα;
-Ο θείος με την γριά; Τι λες ρε Ματούλα, αυτός την μισεί.
-Έγιναν πολλά τότε, δεν τα ξέρεις καλά Μανωλάκη
-Θα μου τα πεις;
-Ναι θα σου τα πω, να ξέρεις και εσύ τι σου γίνεται
-Θα μου τα πεις μέσα, φτάσαμε….
-Τι εδώ είναι; Είπε με περίσσια απορία η Ματούλα
-Ναι εδώ, τι δεν το περίμενες;

Ο Νίκος και ο Νάσος σηκώθηκαν πολύ μετά αφού έφυγαν τα παιδιά, ο Νίκος είχε τραυματιστεί σοβαρά στο πρόσωπο, σταμάτησαν ένα αυτοκίνητο στο δρόμο για να τον πάει στο νοσοκομείο.  Ο Νάσος πήρε το μηχανάκι του μέσα από τα χαλάσματα και πήγαινε στο σπίτι του θυμωμένος για τα παιδιά και φοβισμένος για το πώς θα πει τον πατέρα του ότι καταστράφηκε το μηχανάκι. Στο δρόμο που έσερνε το μηχανάκι σκεφτόταν πως θα τους εκδικηθεί


Ο παππούς και ο παππάς, ο Μανώλης και η Ματίνα, ο Νάσος και ο Νίκος, τυχαία ονόματα, τυχαίοι χαρακτήρες, αλλά μοιάζουν πολύ με την ονοματολογία του Σούπερμαν, όπου όλοι οι χαρακτήρες έχουν ίδιο αρχικό γράμμα στο όνομα και στο επίθετο, Κλαρκ Κεντ, Λεξ Λούθορ, Λόις Λέιν,  κάθε ένας δυνατός αλλά και με πολλές αδυναμίες, έτσι και εδώ, κάθε ένας έχει το τρωτό του σημείο, και όταν οι ηρωισμοί τελειώνουν τελειώνει και η ιστορία. Λίγο ακόμα…..




  

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

Κόκκινος Πλανήτης

Για άλλη μια φορά δεν είναι αυτό που περιμένεις.
Μην το διαβάσεις.

 Μυρίζει φράουλα,  αναρωτιέμαι γιατί, πετάω τις κουβέρτες από πάνω μου, σηκώνομαι από το κρεβάτι, πηγαίνω στην κουζίνα να δω μήπως έρχεται από εκεί η μυρωδιά, μπα όχι…. αφουγκράζομαι, πρώτη φορά δεν ακούω φασαρία από τον δρόμο, τι να έγινε άραγε;  Ανοίγω τα πατζούρια που τα είχα καιρό κλειστά, μέρες; μήνες; δεν θυμάμαι πια και δεν έχει σημασία, αυτό που έχει σημασία είναι αυτό που βλέπω έξω: Βρέχει φράουλες! Ο δρόμος έχει γίνει κατακόκκινος, τύφλα να έχουν τα κόκκινα χαλιά στις απονομές βραβείων.  Απόρησα γιατί να βρέχει άραγε φράουλες;  παράξενη βροχή σε παράξενη εποχή. Κάποτε ο Δίας είχε μεταμορφωθεί σε χρυσή βροχή για πλησιάσει την Δάφνη, λες να άρχισε τα κόλπα του πάλι ο σαρδανάπαλος; Μπα, δεν νομίζω κάτι άλλο συμβαίνει, βλέπω την κόκκινη βροχή να πέφτει και όλα μοιάζουν γιορτινά,  μόλις το σκέφτηκα αυτό ο ήχος άλλαξε  και άρχισαν να ακούγονται εκκωφαντικοί θόρυβοι σαν να σπάνε εκατομμύρια λάμπες, κοιτάω καλύτερα έξω  βλέπω ότι πλέον δεν βρέχει  φράουλες  αλλά κόκκινα στολίδια, γιορτινά, βγαίνω πάλι στο μπαλκόνι κοιτάω τον δρόμο και διαπιστώνω ότι το πέπλο με τις φράουλες έχει καλυφτεί με σπασμένα γιορτινά στολίδια που αντανακλούν την σπασμένη ομορφιά του ουρανού.  Μα  είναι δυνατόν μόλις το σκέφτηκα άλλαξε η βροχή;   Δηλαδή αν σκεφτόμουν τον Αι Βασίλη τι θα γινόταν; Τι το θέλα και το ανέφερα, τώρα βρέχει Αι Βασίλιδες, χοντρούς και μελαγχολικούς. Οι φράουλες είχαν καλύψει τα αυτοκίνητα μέχρι την μέση, τα σπασμένα στολίδια το άλλο μισό αυτών και τώρα οι Αι Βασίλιδες, χοντροί και μελαγχολικοί, ανεβάζουν το επίπεδο επικίνδυνα, πρέπει να βγω από εδώ, σε λίγο θα με φτάσουν  και θα κλείσουν το μπαλκόνι, πάω να βάλω τα παπούτσια μου, η βροχή αλλάζει πάλι και γίνεται κόκκινα σταράκια, μήπως πρέπει να κλείσω την μύτη μου; Μπα όχι, ακόμα φράουλα μυρίζει,   βγαίνω από το διαμέρισμα και πηγαίνω προς το κλιμακοστάσιο, πρώτη φορά ανεβαίνω προς τα πάνω από αυτό το σημείο,  συνήθως προς τα κάτω πάω. Σε  λίγο είμαι στην πόρτα που οδηγεί στην ταράτσα, μα τι κάνω; και αυτή φρακαρισμένη θα είναι, ας δοκιμάσω δεν πειράζει, το να μην δοκιμάζεις είναι κακό,  πιάνω το πόμολο της πόρτας και την ανοίγω, παραδόξως όλα είναι καθαρά εδώ,  εκεί που νόμιζα ότι οι σκέψεις μου θα με πνίξουν, τελικά δεν έγινε τίποτα, ίσως και να έγινε, δεν ξέρω ακόμα, γιατί ακόμα μυρίζει φράουλα. Βγαίνω στην ταράτσα, ο δροσερός φρέσκος αέρας μου ανοίγει τα πνευμόνια και την διάθεση. Δεν είναι κανείς εδώ, είμαι μόνος μου, έχω την απόρροια να δω τι γίνεται στον δρόμο, κοιτάω από ψηλά, όλα καθαρά, τα αυτοκίνητα στη θέση τους, οι περαστικοί στο δρόμο τους,  οι γάτες κοιμούνται ήσυχες, όλα εντάξει,  μα τι ήταν αυτό που έβλεπα πριν; όνειρο;  δεν είναι δυνατόν, κάτι άλλο συμβαίνει,  ρίχνω μια τελευταία ματιά στη θέα,  πάντα αξίζει τον κόπο. Επιστρέφω στο διαμέρισμά,  λίγο πριν μπω μέσα σκέφτομαι ότι είναι καλή η στιγμή για ένα κρασάκι, να αναλογιστώ και τι έγινε,  μόλις ανοίγω την πόρτα βλέπω στην μπαλκονόπορτα να πέφτει κόκκινη βροχή, μύριζε σανγκρία. Δεν είναι δυνατόν!  Βγαίνω πάλι στο μπαλκόνι, βγάζω το χέρι μου στην κόκκινη βροχή, μόλις βρέχεται το φέρνω στο στόμα μου και το δοκιμάζω, σανγκρία.  Κοιτάω κάτω, κόκκινα ποτάμια οι δρόμοι, προσπαθώ να μην σκεφτώ κάτι κόκκινο, σκέφτομαι πράσινο μήλο, τίποτα, καμία αλλαγή, αμέσως έρχεται στο μυαλό μου κόκκινο μήλο, σαν κι αυτό που δάγκωσε η Εύα, ναι, τώρα υπάρχει αλλαγή, βρέχει κόκκινα μήλα. Όλες οι εικονογραφίες δείχνουν την Εύα να δαγκώνει κόκκινο μήλο, ναι, αυτή φταίει, άλλοτε δαγκώνει άλλοτε φιλάει. Πριν με φιλήσει χτες είχε βάλει λιποζαν με γεύση φράουλα στα χείλη της. Άλλαξε πάλι η βροχή σε φράουλες,  την έφερα πάλι στο μυαλό μου, χτες βράδυ που γδυνόταν μπροστά μου, την βόηθησα να βγάλει τα εσώρουχα, άλλαξε πάλι η βροχή, κόκκινα δαντελωτά εσώρουχα, πέφτουν αργά, όπως και χτες το βράδυ, δεν κάνω τίποτα, μόνο μένω και κοιτάω, πίνω και μια γουλιά κρασί, κόκκινες στάλες μαζί με τα εσώρουχα, φέρνω στο μυαλό μου και τα φιλιά, φράουλες, εσώρουχα και κόκκινες στάλες έξω.  Φτάνει μια μαγική στιγμή να γίνει ο κόσμος μαγικός, έστω και σ αυτό το διαμέρισμα, έξω από αυτό γίνεται ανάμνηση, μέσα, ακόμα και σ αυτό όλα είναι δεμένα με την ανάμνηση. Μένω να κοιτάω, ένα χέρι με ακουμπάει στον ώμο, ξύπνα μου λέει ,πρέπει να φύγω. Ανοίγω τα μάτια,  με φιλάει, όνειρο ήταν; ίσως και όχι , γιατί το φιλί της είχε γεύση φράουλα.


Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

Ο Νεκροθάφτης 10 (αρρωστημένο πράμα)

Ο Μανώλης έτρεχε προς το σπίτι του παπά, η αγωνία του ήταν στο τέρμα, δεν θα ήθελε με τίποτα να πάθει κάτι ο παππούς, ήταν ο μόνος άνθρωπος που ου έδινε αγάπη και ας του μιλούσε απότομα που και που. Στο δρόμο λίγο πριν το σπίτι του παπά τον βρήκε μια ομάδα παιδιών με ποδήλατα, σ αυτήν την ομάδα ήταν και το παιδί που ήταν αρχηγός στην σταύρωση του Μανωλάκη πριν από καιρό, τώρα είχε έναν ακόμα λόγο να μισεί τον Μανώλη, τον θεωρούσε υπεύθυνο που ο φίλος του είχε μείνει φυτό από την μέρα που το καπάκι από το φέρετρο έφυγε από τα χέρια του Μανώλη και χτύπησε το άλλο παιδί στο σβέρκο. Σταμάτησαν με τα ποδήλατα μπροστά του και του έκλεισαν τον δρόμο.
-Που πας τρελέ; Του είπε ο Νάσος, ο αρχηγός της σταύρωσης
-Άσε με! Πάω να φωνάξω τον παπά, ο παππούς έχει πρόβλημα. Του είπε με ένταση ο μικρός
-Δεν έχεις να πάς πουθενά, δολοφόνε! Πρώτα κάνεις μάγια και μετά πας στον παπά;
-Τι μάγια; Τι δολοφόνος; Άσε με!
-Μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις… βρήκαμε το ποντίκι που κάνετε ξόρκια με την γριά την μέρα που έμεινες σπίτι της.
-Το ποντίκι το έπνιξε η γριά,  δεν ήταν μάγια, εγώ ήμουν με την Ματούλα στο δωμάτιο, άσε με
να περάσω σου λέω!
-Ααα, Ματούλα  το λένε αυτό το μουνάκι που μένει με την γριά;
-Μουνάκι; Τι λες ρε; Δεν μας παρατάς λέω γω, αν δεν μ αφήσεις θα τα πώ όλα στον παππού και θα δεις
-Θα μου κλάσει το αριστερό αρχίδι από την δεξιά μεριά ο κωλόγερος…. Είσαι τυχερός που είμαστε μέσα στο χωρίο… αλλά κάπου θα σε πετύχω… δεν μου γλιτώνεις τρελέ
-Βρε άι στο διάολο… είπε ο μικρός και πέρασε από δίπλα τους και συνέχισε να τρέχει.
Όπως έτρεχε ο Νάσος εκτόξευε απειλές και βρισιές . Ο Μανώλης έφτασε στο σπίτι του παπά, του είπε ότι τον θέλει ο παππούς να πάει γρήγορα στο νεκροταφείο.  Όταν ο παπάς τον ρώτησε γιατί ο μικρός με μεγάλη ζωηράδα του είπε για την γριά, για το σπασμένο μπουκάλι, για τον τραυματισμένο παππού, ο παπάς του είπε να φύγει και να πάει στο νεκροταφείο και να μην πει τίποτα. Έφυγε τρέχοντας ο μικρός και ο παπάς πήγε πίσω από το σπίτι του και πήρε το ποδήλατό του, ένα παλιό ματρακά που το πράσινό του χρώμα είχε ξεθωριάσει και  με δυσκολία ξεχώριζε από την σκουριά και την λέρα. Τα ράσα δεν του επέτρεπαν να καβαλάει άνετα το ποδήλατο και ήταν αναγκασμένος κάθε φορά που το καβαλάει να τα σηκώνει ψηλά. Σήμερα δεν προλάβαινε να φορέσει παντελόνι και αναγκάστηκε να φύγει  φορώντας μόνο το ράσο, το σήκωσε πάνω από τα γόνατα για μπορεί να κάνει άνετα τις κινήσεις. Ο παπάς διέσχισε το μισό χωριό μ αυτόν τον τρόπο,  τα αδύνατα σαν μακαρόνια καλάμια του ήταν εκτιθεμένα σε κοινή θέα και προκαλούσαν γέλιο σ όποιον τον έβλεπε. Ποδηλατούσε γρήγορα και ο αέρας εκτός από τα μούσια του ανακάτωνε και τις τρίχες των ποδιών του, σαν αεράκι την άνοιξη χαϊδεύει το γρασίδι.


 Με το ποδήλατό του ο παπάς έφτασε πολύ πριν από τον Μανωλάκη στο νεκροταφείο, το παράτησε όπως όπως στο χώμα και έτρεξε μέσα όπου και βρήκε τον νεκροθάφτη να κάθεται στο χώμα και να κρατάει την κοιλία του.
-Τι έγινε ρε Γρηγόρη, του είπε ο παπάς πριν καλά καλά φτάσει μπροστά του.
-Η κωλόγρια…. Είχε βάλει νεκροκράσι
-Μα πως έγινε αυτό; Αφού προσέχαμε
-Τι τα ρωτάς πως έγινε ρε παπά… το θέμα είναι τώρα τι κάνουμε… στα είπε ο Μανωλάκης;
-Ναι μου τα πε… εσύ είσαι καλά;
-Μην ανησυχάς, κακό σκυλί ψόφο δεν έχει… μόνο που…. μύρισα από το νεκροκράσι…
-Ρε Γρηγόρη… στα  χω ξαναπεί… δεν υπάρχουν μάγια και μάγοι…..
-Υπάρχουν μάγισσες! Του είπε έντονα ο παππούς
-Καλά ρε μεγάλος άνθρωπος κάνεις σαν κοριτσάκι, μη φοβάσαι
-Μεγάλος είσαι και φαίνεσαι! Με καταράστηκε η πουτ…. η βλαμμένη….. άσε που με κάρφωσε γυαλιά που ήταν νοτισμένα απ αυτή την μαλ…  απ αυτήν την βλακεία.
-Ρε Γρηγόρη,  πόσες φορές να στο πω δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι, να κάτσε να σου πω μια ειδική προσευχή να τα ξορκίσω.
Ο παπάς δεν είχε όμως μαζί του κάποιο βιβλίο με προσευχές και δεν ήξερε και καμιά ειδική προσευχή απ΄εξω, οπότε πήρε το σοβαρό του ύφος και άρχισε να λέει ένα compilation από τις πιο γνωστές προσευχές και ψαλμούς που ήξερε. Σταύρωσε τα χέρια του πάνω στην κοιλιά έκλεισε τα μάτια του και άρχισε να ψελλίζει τις λέξεις
«Ελθέτω η βασιλεία σου νύμφη ανυφεφτέ αλλά ρύσσαι υμάς από του πονηρού η πόλις απροσμάχητον όιτι σου έστιν αγία απόστολική και καθολική εκκλησία είπεν τους μαθητές του είδομεν το φως το αληθινόν ελάβωμέν νίκας τοις ευσεβέσι» «τοις βασιλεύσι» είπε σιγανά ο παππούς «οι εν τοις ουρανοίς ουκ τις βασιλείας του ουκ έστε τέλος ινα κράζω συ πάτερ υμών» εκείνη την ώρα φτάνει ο Μανώλης καταιδρωμένος και λαχανιασμένος, βλέπει τον παππού κάτω και το παπά όρθιο να του λέει λόγια βαρυσήμαντα , ο παππούς σεβόμενος την ιερότητα της στιγμής έφερε το δάχτυλό του στο στόμα και με ήρεμο βλέμμα υπέδειξε τον μικρό να κάνει ησυχία  ο παπάς συνέχιζε την προσευχή «φως εκ φωτός θεον αληθινόν παραδόξως κρίνε ζώντας και νεκρούς θανάτο θάνατω πατήσας. Αμήν. Έτοιμος μπαρμπα Γληγόρη»  έκαναν και οι δύο τον σταυρό τους, τους είδε ο Μανώλης και έκανε το ίδιο.
-Με το κρανίο τι θα κάνουμε είπε ο παπάς
-Όπως και την άλλη φορά; Ρώτησε ο παππούς
-Ο μικρός; Έδειξε ο παππάς με το κεφάλι του τον Μανώλη
-Εντάξει είναι ο μικρός, δεν υπάρχει πρόβλημα
-Ξέρει;
-Όχι όλα, αλλά ξέρει, εντάξει είναι σου λέω
-Τι όλα; Πετάγεται ο μικρός
-Σκάσε μύγα… του είπε ο παππούς
-Λοιπόν μαζέψτε εσείς τα  οστά και πάω να φέρω ένα κρανίο. Είπε ο παπάς
-Θα πάω έγω! είπε  απότομα ο μικρός. Του κόπηκαν τα πόδια μόλις άκουσε ότι ο παπάς θα πήγαινε να πάρει ένα κρανίο. Περισσότερα από τα μισά τα είχε πάρει αυτός και τα είχε σπίτι του
-Εσύ να κάνεις αυτό που λένε, του λέει θυμωμένα ο παππούς
-Θέλω να πάω! Φοβάμαι μετά από αυτά που έγιναν πρίν εδώ
-Να μείνεις εδώ είπα!
-Έλα μωρέ αστον να ρθει… έχουμε χρόνο, είπε ο παπάς
-Κάνε ότι θες, εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα, μι πονάει ο ώμος και οι κοιλιές.
Ο Μανωλάκης χάρηκε που θα πήγαινε και έτσι δεν καταλάβαινε κανείς τι έχει κάνει, έτρεξε προς το οστεοφυλάκιο να μπει πρώτος και να βγει με ένα κρανίο πριν φτάσει ο παπάς
-Που πάει το σκασμένο… είπε ο παππούς
-Αστον να πάει, ούτως ή άλλως θα με περιμένει, την έχω κλειδωμένη την πόρτα
-Γιατί;
-Δεν τα μαθες; Κάτι παιδιά βρήκαν μια σακούλα με ένα πνιγμένο ποντίκι από την Ασημίνα, σκέφτομαι μήπως κάνει τίποτα τελετές και στο κοιμητήριο.
-Την πουτ… συγνώμη παπά
-Αλλά τι λέω ο βλάκας…. Ξέχασα τα κλειδιά στο σπίτι έτσι όπως ήρθα βιαστικά, τώρα τι κάνουμε;
-Τι α κάνουμε… πάρε ένα από δίπλα. Σιγά μην το κοιτάξει κανείς το απόγευμα.
-Λες;
-Ναι μωρέ, μην το σκέφτεσαι πάρε
-Μανωλάκη! Έλα πίσω, θα πάρουμε από δω! Φώναξε ο παπάς
Ο μικρός είχε φτάσει στην πόρτα και προσπάθησε να την ανοίξει, ήταν κλειδωμένη, έπρεπε να περιμένει τον παπά και αγχώθηκε. Ο παπάς τον φώναξε να γυρίσει πίσω, είδε τον παπά να πηγαίνει σε ένα διπλανό τάφο και να σπρώχνει το μάρμαρο, τρελάθηκε ο μικρός, από εκεί το είχε πάρει το κρανίο
-Μη! Μη! Φώναξε ο μικρός και άρχισε να τρέχει
-Τι είναι; Του είπε ο παπάς από μακριά και άφησε το μάρμαρο πριν το ανοίξει.
-Εγώ! Εγώ! Είπε ο μικρός τρέχοντας
-Τι εσύ;
-Εγώ θα διαλέξω!
-Αι μωρέ άστον, πάρε μια να τελειώνουμε… είπε ο παππούς τον παπά
-Κρίμα το μίκρο, δεν βλέπεις ενθουσιασμό έχει, άστον να διαλέξει
-Παπά… δεν είναι παιχνίδι
-Ι καλά τώρα…. Εντάξει Μανωλάκη διάλεξε μια
Ο Μανωλάκης σταμάτησε εκεί που ήταν άνοιξε την κάσα με τα οστά από τον διπλανό τάφο και πήρε μια νεκροκεφαλή, έκλεισε το καπάκι και πήγε στους δύο άντρες πάλι τρέχοντας. Τους έδειξε το κρανίο το οποίο είχε ένα χρυσό κυνόδοντα.
-Α! Ο Μητσάρας! Είπε ο παπάς
Ο παππούς αμέσως άρχισε να γελάει, το ίδιο έκανε και ο παπάς, ο Μανωλάκης δεν καταλάβαινε απλά τους κοιτούσε. Είναι συνηθισμένο μετά από στιγμές μεγάλες αγωνίας και στρες να πιάνει σε μερικούς σπαστικό γέλιο, το ίδιο έγινε και τώρα. Ο παππούς έλεγε τον παπά «Σταμάτα ρε! Δεν μπορώ άλλο!» ο παπάς γελούσε δυνατά και ανάμεσα σε γέλια και κοφτές ανάσες είπε του παππού  «Θα σου πω μια προσευχή να σου περάσει το γέλιο»  γέλασε ακόμα πιο δυνατά από το αστείο που το κατάλαβε μόνο αυτός.
Το απόγευμα ο παπάς κρατούσε την κεφαλή του Μητσάρα τυλιγμένη με ένα μαντίλι και  όλες οι γυναίκες του χωριού περνούσαν και φιλούσαν το κρανίο πάνω από το μαντίλι. Ο παπάς σκεπτόταν ότι ο μάγκας ο Μητσάρας πάντα ήθελε να τον φιλήσουν όλες οι γυναίκες του χωριού και να που τώρα συνέβαινε, έστω και ετεροχρονισμένα, πότε δεν είναι αργά για τίποτα.

Τον παππού τον πήγαν στο νοσοκομείο για ράμματα,  δεν ήταν κάτι σοβαρό είπαν οι γιατροί,  σ όλους είπε ότι το έπαθε στο σπίτι του παπά που τον βοηθούσε στην κληματαριά, το επιβεβαίωσε και ο παπάς.  Ο Μανωλάκης την γλίτωσε παρά τρίχα αυτή την φορά, κάτι έπρεπε να κάνει γι αυτό. Αυτή την φορά χρησιμοποίησαν το κρανίο του Μητσάρα, και μετά την τελετή το ξανάβαλαν στη θέση του χωρίς να καταλάβει κανείς τίποτα, την επόμενη φορά τι θα γίνει αν δεν είναι και αυτός εκεί; Έπρεπε να βρει λύση.


Μερικές μέρες μετά ο παππούς είπε τον Μανωλάκη να ετοιμαστεί  να πάνε να κάνουνε μια δουλεία
-Να ξεθάψουμε; Ρώτησε ο μικρός
-Να σκοτώσουμε  ποντίκια στο χωράφι
-Θα τα πνίξουμε;
Ο παππούς κοίταξε έντονα τον μικρό, του ήρθε να του τραβήξει μια σφαλιάρα αλλά κρατήθηκε, ήταν αποφασισμένος εκείνη την μέρα να τα μάθει όλα, πως τον έπεισε η γριά να πάρει το νεκροκράσι και τι μάγια κάναν με τον πνιγμένο ποντίκι.
-Όχι θα τα κάνουμε μπαμ
-Μπαμ; Τι είναι αυτό θείο;
-Σκάσε και θα δεις, έλα στην αποθήκη να πάρουμε τα εργαλεία, είπε ο παππούς και έπιασε τον ώμο του πνίγοντας έναν λυγμό πόνου.
-Είσαι καλά θείο;
-Καλά είμαι… ακολούθα.
Στο δρόμο προς το χωράφι ο παππούς κρατούσε με το καλό του χέρι ένα μπιτόνι με βενζίνη  και ο Μανωλάκης ένα καλάμι με ένα πανί στην άκρη του. Ο Μανωλάκης χαρούμενος που βγήκε βόλτα με τον παππού έτρεχε μπροστά και τον περίμενε, μόλις τον έφτανε ο παππούς ξαναέτρεχε, κάποια στιγμή που τον έφτασε ο παππούς τον ρώτησε
-Δεν μου λες ρε σκατό
-Τι είναι θείο;
-Πως σε έπεισε η γριά να πάρεις το μπουκάλι, και μην πεις ψέμα θα φας σφαλιάρα
-Δεν μου είπε τίποτα η γριά
-Θα φας σφαλιάρα πρόσεχε
-Αλήθεια λέω! Δεν μου είπε τίποτα η γριά… η Ματούλα μου το ζήτησε
-Ποια είναι πάλι αυτή η Ματούλα
-Μια κοπέλα, την έχει η γριά για να την βοηθάει σε μερικές δουλείες
-Και τι σου είπε αυτή η Ματούλα;
-Δεν μπορώ να σου πω…
-(φαπ! Σφαλιάρα) Μπορείς…
-Μη χτυπάς ρε θείο….
-Σε χτύπησα με το αδύνατο το χέρι, αν σε χτυπήσω με το καλό θα μείνουν μόνο τα παπούτσια στο δρόμο, λέγε…
-Καλά θα σου πω… αλλά μην το πεις πουθενά
-Λέγε
-Να μου είπε ότι θέλει ένα μπουκαλάκι για να γίνει καλά η μαμά της που είναι άρρωστη, αλλά μου είπε να μην το πω σε κανέναν γιατί θα το πάρουν άλλοι άρρωστοι
-Ααα, μόνο αυτό; Και τι αντάλλαγμα ζήτησες εσύ;
-Τίποτα!
-Τίποτα;
-Ε να μόνο μου είπε ότι αν της φέρω θα μου…. τέτοιο…..
-Τι τέτοιο ρε; Μίλα;
-Θα μου δείξει αυτά που έχει εδώ,  είπε ο μικρός και έδειξε το στήθος του
-Μμμμ, άρχισες από τώρα; Καλός είσαι και του λόγου σου… θα προκόιψ…
-Τι άρχισα
-Ξέρω εγώ τι λέω… Θα σου δώσω μια συμβουλή…. Ζώο που αιμορραγεί μια βδομάδα και δεν ψοφάει να το φοβάσαι.
-Για πιο ζώο μιλάς θείο;
-Και με το ποντίκι τι έγινε; Του είπε ο παππούς αγνοώντας την ερώτηση του μικρού
-Το έπιασε η γριά με μια φάκα και το έπνιξε σε μια λεκάνη, γιατί με ρωτάς και εσύ για το ποντίκι;
-Σίγουρα;
-Ναι! γιατί ρωτάς;
-Δεν θα ξαναπάς στην γριά έτσι; Αγνόησε πάλι την ερώτηση του Μανώλη ο παππούς
-Μετά από αυτό; Με τίποτα!
-Ούτε για τα βυζιά της Ματούλας
-Ούτε! Αλήθεια! Το ορκίζομαι!


Στο δρόμο που περπατούσαν πέρασαν έξω από έναν περιφραγμένο στάβλο, από μέσα από την σήτα ήταν δεμένο σε ένα δέντρο ένα πολύ άγριο σκυλί. Με το που τους είδε από μακριά άρχιζε να γαβγίζει μανιασμένα, τόσο άγριο και έντονο γάβγισμα δεν είχε ξανακούσει ο Μανώλης, όσο πλησίαζαν τόσο περισσότερο αγρίευε το σκυλί, έπαιρνε φόρα και πηδούσε προς το μέρος τους μέχρι που του έκοβε απότομα το άλμα η αλυσίδα, αλλά αυτό συνέχιζε να ορμάει και να γαβγίζει μανιασμένα. Όταν έφτασαν στο κοντινότερο δυνατό σημείο με τον σκύλο τους χώριζε σήτα, η αλυσίδα δεν έφτανε να τον κρατήσει πριν την σήτα. Ο σκύλος ορμούσε μανιασμένα και δάγκωνε την σήτα, από τα πολλά και δυνατά δαγκώματα που της έχει κάνει τα τετραγωνάκια της σήτας είχαν στραβώσει. Ο Μανωλάκης έβλεπε τον σκύλο να δαγκώνει την σήτα,  ο σκύλος έδειχνε τα δόντια του και τα ούλα του, η αγριάδα του ήταν πρωτοφανής και  σου έκοβε τα πόδια. Ο μανιασμένος σκύλος ορμούσε και γάβγιζε και παρέλυε όποιον τον άκουγε. Ο μικρός έσφιξε δυνατά το χέρι του παππού και κρύφτηκε δίπλα του, ο παππούς με μια κίνηση βαρεμάρας πήγε προς την σήτα και της έριξε μια κλοτσιά «Σκάσε μαλακισμένο!» είπε και έφυγε  αδιάφορα, ο σκύλος τινάχτηκε πίσω και ξανάρχισε να γαβγίσει πιο μανιασμένα, εκεί που νόμιζες ότι δεν γίνεται να υπάρχει τίποτα πιο άγριο έβλεπες να σκύλο να ορμάει και να δαγκώνει με μίσος την σήτα και το μόνο που ήθελες ήταν να εξαφανιστείς από τα βλέμμα του. Είναι να απορείς μερικές φόρες πως είναι δυνατόν να προκαλείς τόσο μίσος σε πλάσματα που δε σε ξέρουν. «Δεν έχω δει τίποτα πιο αρρωστημένο από αυτό το πράγμα» είπε ο παππούς και έφτυσε κάτω. Ο Μανωλάκης ενθουσιάστηκε που ο παππούς δεν φοβήθηκε αυτό το κτήνος και θέλησε να δείξει ότι δεν το φοβάται και αυτός, σταμάτησε και άρχισε να φωνάζει τον σκύλο «σκάσε! Σκάσε!» ο σκύλος αντιδρούσε ακόμα πιο έντονα και ο παππούς έπιασε τον μικρό από τον γιακά και τον τραβούσε αδιάφορα χωρίς να κοιτάει πίσω ή να λέει κάτι στον Μανώλη, απλά περπατούσε και είχε και τον μικρό πιασμένο από τον γιακά, ο μικρός αναγκάστηκε να κάνει πίσω βήματα ακλουθώντας τον παππού αλλά δεν σταμάτησε να φωνάζει στον σκύλο. Λίγο πριν χαθούν από το οπτικό πεδίο του σκύλου, ο σκύλος σταμάτησε και κοιτούσε άγρια τον Μανωλάκη με ένα βλέμμα που ορκιζόταν εκδίκηση.




Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2010

Ο Νεκροθάφτης 9 (σπασμένο κρανίο)

Η γριά έχει βγει από το σπίτι με την σακούλα που έχει το ψόφιο ποντίκι, ο Μανωλάκης και η Ματούλα είναι μόνοι τους στο δωμάτιο. Η Ματούλα πρέπει να  πείσει τον Μανωλάκη για κάτι που της έχει ζητήσει η γριά. 
Στο δρόμο, λίγο έξω από το σπίτι της η γριά συναντάει έναν γείτονα  της , «Τι έγινε ρε Ασημίνα; Που πας;»
-Γεια σου Γιάννη, πάω να πετάξω αυτήν την σακούλα,  έπιασα ένα ποντίκι, δεν μου λες… για ποιον χτυπάει η καμπάνα;
-Καλά; Δεν τα μαθες; Πέθανε ο Αλέκος και ψάχνουμε τον μικρό… Αστα χαμός έγινε… ήρθε και η αστυνομία….
-Τα ξέρω για τον μικρό…. Το δείρανε και ήρθε σπίτι μου και
-Σπίτι σου;!!!!!!!!!
-Ναι στο σπίτι μου…. Γιατί αντιδράς έτσι;
-Τίποτα…. Δεν ήξερα ότι είχατε παρτίδες με τον μικρό…
-Τέλος πάντων… πες κάποιον να ρθει να τον πάρει, γιατί αν τον πάω εγώ στο σπίτι ξέρεις…
-Ναι ξέρω…..
Η γριά πέταξε την σακούλα δίπλα στο δρόμο και γύρισε αμέσως στο σπίτι. Κάποια παιδιά που έψαχναν για τον Μανώλη είδαν την γριά  να πετάει μια σακούλα στην άκρη του δρόμου, τους φάνηκε ύποπτο για τι θα μπορούσε να είχε αυτή η συγκεκριμένη γριά στη σακούλα και πήγαν και την μάζεψαν κρυφά.

Ανοίγει η πόρτα του σπιτιού, γρια μπαίνει μέσα… «Ματούλα… έλα γρήγορα…» Βγαίνει η Ματούλα από το δωμάτιο «Τι έγινε;» «Έλα να σου πω…». Εξηγεί η γριά στην Ματούλα και της λέει να του το πεις εσύ, εντάξει απαντάει η Ματούλα και ξαναμπαίνει στο δωμάτιο
-Μανωλάκη… έλα να σου πω λίγο
-Τι είναι Ματούλα;
-‘Έγινε κάτι άσχημο… ο πατέρας σου… δεν είναι καλά
-Πέθανε;
-Ναι,  λυπάμαι πολύ, αλήθεια… παρά πολύ
-Δεν με νοιάζει, είπε ο Μανώλης και έσκυψε το κεφάλι
-Τι δεν σε νοιάζει Μανωλάκη; Που λυπάμαι;
-‘Όχι, που πέθανε…. Δε με νοιάζει
-Μα γιατί; Πατέρας σου ήταν
-Δεν μ αγαπούσε… ούτε εμένα ούτε την μαμά μου
-Μα γιατί το λες αυτό;
-Αυτός φταίει που αρρώστησε η μαμά… τον έβλεπα να την μαλώνει συνέχεια και μετά αυτή δεν μιλούσε… μέχρι που αρρώστησε
-Όλοι οι μεγάλοι μαλώνουν… είμαι σίγουρη ότι είναι αλλιώς τα πράγματα…
-Εγώ αυτά έβλεπα…
Ακούγεται το κουδούνι, «Μανωλάκη, πρέπει να φύγεις τώρα…. Όποτε θες μπορείς να ξανάρθεις… και μην ξεχνάς για αυτό που σου είπα… το θέλω πολύ…» «Εντάξει Ματούλα…..» Τον φίλησε στο κεφάλι και τον οδήγησε στην πόρτα του σπιτιού όπου και τον περίμενε μια θεία του. Τον πήρε και έφυγε, ο Μανωλάκης καθώς φεύγανε γυρνούσε πίσω και κοιτούσε μια την γριά και μια την Ματούλα που στεκόταν στην πόρτα και  τον κοιτούσαν, η θεία του μικρού δεν τις κοίταξε καθόλου

Μια βδομάδα μετά ο Μανωλάκης έχει πάει με τον παππού για μια εκταφή. Ο παππούς τον  είχε μαλώσει που πήγε στης γριάς το σπίτι και  του είπε να μην  ξανατολμήσει  να ανταλλάξει  κουβέντα μ αυτήν την γριά γιατί αλλιώς θα τον έδερνε ο ίδιος.
-Μ αρέσει πολύ θείο που μένουμε μαζί
-Ναι
-Θα με αναλάβεις εσύ τώρα έτσι; Δεν θα με  πάρει η θεία, δεν θέλω…
-Δεν σ ανέλαβα εγώ, μαζί με τον παπά σε αναλάβαμε, απλά θα μένεις στο σπίτι μου μέχρι να πάθω εγώ κάτι
-Σαν τι να πάθεις;
-Οτιδήποτε, σκάσε τώρα και μη μιλάς
-Εντάξει θείο, σκάω, αλλά να ξέρεις μ αρέσει, εσένα σ αρέσει;
-Σκάσε είπα

 Έχουν φτάσει μπροστά από τον τάφο που πρόκειται να ανοίξουν, ο Μανώλης κοιτάει την φωτογραφία στο μνήμα και ρωτάει τον παππού
-Παπάς είναι;
Ο παππούς τον κοιτάει με καχυποψία και μετά από λίγο του απαντάει
-Ναι… γιατί ρωτάς σημαίνει τίποτα για σένα αυτό
-Όχι, όχι, όχι απαντάει νευρικά ο μικρός
-Καλά… αντε να δούμε… μπρος ξεκίνα, σκάβε
Ο Μανώλης μπήκε μέσα στο μνήμα και άρχισε να σκάβει, το είχε ζητήσει ο ίδιος να σκάβει, του άρεσε,  αλλά δεν ήταν αρκετά δυνατός να σκάβει πολύ, ειδικά όταν έφτανε χαμηλά δεν μπορούσε να σηκώσει ψηλά το φτυάρι. Έσκαβε λίγο στην αρχή και μετά αναλάμβανε ο παππούς. Όταν έφταναν στο τέρμα έμπαινε ο μικρός και αναλάμβανε την συγκομιδή  των λειψάνων.
Έτσι θα γινόταν και τώρα, έφτασε ο παππούς στο τέλος άνοιξε το καπάκι, είδε τον παπά λειωμένο, έκανε τον σταυρό του και άρχισε να μαζεύει, πήγε να μπει ο μικρός μέσα αλλά ο παππούς  τον σταμάτησε «όχι! Εσύ να μείνεις εκεί!» «Μα γιατί θείο;» «Γιατί κλάνει το γατί! Μείνε, θα σου πω εγώ πότε θα μπείς» Ο μικρός έμεινε δεν απάντησε, κοιτούσε με αγωνία τις κινήσεις του παππού.  Ο παππούς έπιασε τα γένια του παπά που ξεκόλλησαν εύκολα, μετά τράβηξε τα μαλλιά του παπά, και τώρα έκανε κάτι ασυνήθιστο, έψαχνε με το χέρι του σ όλο τον τάφο και στο σώμα του παπά, ψηλαφούσε το μέρος ψάχνοντας να βρει κάτι.  Ο Μανώλης κοιτούσε με αγωνία. Αφού δεν βρήκε τίποτα ο παππούς κοίταξε τον Μανώλη και του είπε «Θες να πεις εσύ τώρα;» «Θέλω!» «Αντε μπες….» Ο Μανώλης πήδηξε μέσα στον τάφο, ο παππούς έβαλε τα χέρια του στο χώμα και πίεζε τους αγκώνες του να σηκώσει το σώμα του, ο Μανωλάκης πήγε και έβαλε τα χέρια του στον κώλο του παππού για να τον σπρώξει να βγει πιο εύκολα , και πιο γρήγορα, ο παππούς κατέβασε το ένα χέρι του και τίναξε τα χέρια του μικρού από τα οπίσθιά του «Άσε με ρε σκατό!» του είπε και ο μικρός γέλασε. Ο παππούς βγήκε έξω και άναψε τσιγάρο, ο μικρός μάζευε τα κόκκαλα με τον γνωστό τρόπο, κοιτούσε τον παππού που κάπνιζε καθιστός, μόλις σηκώθηκε ο παππούς άρχισε να πετάει τα κόκκαλα έξω, τα πρώτα τα πέταξε μπροστά, και ο παππούς τα μάζευε και τον κοιτούσε, το κρανίο το πέταξε πιο μακριά, ο παππούς τον κοίταξε λίγο άγρια, «ουπς, συγνώμη…» είπε ο μικρός, ο παππούς απομακρύνθηκε και ο Μανωλάκης  άρπαξε το μαξιλάρι του παπά  έβαλε το χέρι του μέσα, άρπαξε γρήγορα αυτό που ήθελε το έβαλε στην τσέπη του και ξανάρχισε να πετάει κόκκαλα έξω. Ο παππούς γύρισε γρήγορα και τον κοίταξε από ψηλά «Όλα καλά σκατό;» «όλα καλά θείο..» Ο παππούς έμεινε να τον κοιτάει από ψηλά, τον περιεργαζόταν, το βλέμμα του έπεσε στην τσέπη του μικρού που φούσκωνε «Μαλακισμένο!!!!!» φώναξε ο παππούς και πήδηξε μέσα στον τάφο, έπιασε  αμέσως τον μικρό από τον λαιμό και τον κόλλησε τα τοιχώματα του ανοιχτού τάφου.  Ο μικρός προσπαθούσε να απεγκλωβιστεί, ο παππούς έβαλε το χέρι του στην τσέπη του μικρού και έβγαλε ένα μπουκάλι με κόκκινο κρασί.
-Τελικά σε έπεισε η κολώγρια! Ξέρεις τι είναι αυτό ρε; Ξέρεις;
-Άσε με θείο! Άσε με!
-Μαλακισμένο! Αυτό είναι νεκροκράσι!  Προσέχαμε στην κηδεία μην βάλει η πουτάνα κανα κρασί και αυτή το έβαλε! Η πουτάνα! Έτσι κάνουν οι κολωμάγισσες , βάζουν ένα μπουκάλι κρασί στον τάφο ενός παπά μέχρι να λειώσει και μετά έχουν το πιο ισχυρό ξόρκι , και έσυ την βοηθάς να το πάρει, αλλά αυτό δεν θα γίνει! Θα το κάψω!
-Μη! Άστο! Το θέλω!
Ο Μανωλάκης έπιασε το χέρι του παππού που κρατούσε το μπουκάλι και προσπάθησε να του το πάρει, ο παππούς τίναξε το χέρι του για να αποσπαστεί από τα χέρια του μικρού και έτσι όπως έκανε το χέρι του πίσω του έφυγε το μπουκάλι με το νεκροκράσι και έπεσε στο μνήμα εκεί που είναι γραμμένο το όνομα και η ημερομηνία θανάτου, το μπουκάλι έσπασε και το κόκκινο υγρό έτρεχε πάνω στον τάφο. Ο παππούς μόλις κατάλαβε ότι έσπασε το μπουκάλι και έτρεχε το υγρό μέσα στον τάφο έπιασε τον μικρό με τα δύο του χέρια και τον πέταξε έξω από τον τάφο και του φώναξε
-Φύγε μακριά! Πρόσεχε να μην το μυρίσεις!
Ο Μανώλης μόλις προσγειώθηκε στο έδαφος γύρισε προς το μέρος του παππού και κάτι του φώναξε, εκείνη την ώρα ο παππούς έβγαινε έξω και δεν προλάβαινε να αντιδράσει.
Ο παππούς έχει πετάξει τον Μανώλη έξω για να μην μυρίσει το νεκροκράσι, αμέσως μόλις τον πέταξε έξω πήγε να βγει και ο ίδιος, με το που έβγαλε το κεφάλι του έξω είδε κάτι κοκκαλιάρικα πόδια με μαύρες κάλτσες  και άκουσε την φωνή του Μανώλη να του φωνάζει «Θείο! Η γριά!» πριν προλάβει να κάνει κάτι ο παππούς η γριά του κάρφωσε ένα κομμάτι από το σπασμένο μπουκάλι δίπλα στο λαιμό μέσα στην κλείδα, ήθελε να του καρφώσει την καρωτίδα αλλά το μόνο που μπόρεσε να κάνει ο παππούς ήταν να μετακινηθεί λίγο αριστερά και έτσι γλίτωσε τον θάνατο, έπεσε πάλι μέσα στον λάκκο και ανέπνεε τις έντονες μυρουδιές από το νεκροκράσι. Ο Μανώλης μόλις σηκώθηκε και είδε την γριά με ένα κομμάτι γυαλί στο χέρι της να περιμένει τον παππού να βγει φώναξε και έτρεξε κατά πάνω της, την ώρα που έπεφτε ο παππούς μέσα στον τάφο έπεφτε και ο Μανώλης πάνω στην γριά και την σώριαζε στο έδαφος. Η γριά και ο Μανώλης είναι πεσμένοι κάτω και αυτή καταφέρνει να ανεβεί από πάνω του, έχει εγκλωβίσει τον μικρό από κάτω της και αρχίζει να του δίνει κατάρες «Σκουλήκι! Νέος να είσαι και γέρος να νιώθεις! Να σου πάρει ο διάβολος την ψυχή! Καταραμένος να σαι! Να υποφέρουν όλοι δίπλα σου! να μην μπορείς να κλάψεις! Να μην μπορείς να γ» Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την πρόταση της η γριά, κάτι την χτύπησε στο κεφάλι και σωριάστηκε δίπλα από τον μικρό. Ο παππούς όταν του κάρφωσε η γρια το κομμάτι γυαλί από το νεκροκράσι στην κλείδα έπεσε στον τάφο και αμέσως έβαλε το κεφάλι του στη γωνία του τάφου και πήρε μια ανάσα μαζί με χώμα για να μη μυρίσει το νεκροκράσι και προσπάθησε να βγει έξω, η πρώτη του προσπάθεια απέτυχε γιατί μόλις σήκωσε το χέρι του πόνεσε αφόρητα, ούρλιαξε και ξανάπεσε μέσα. Στη δεύτερη προσπάθεια πήγε να βγει χρησιμοποιώντας μόνο το ένα χέρι, πάλι δεν τα κατάφερε, πήρε ένα οστό από τα πλευρά του παπά που δεν το είχε πετάξει έξω ο Μανώλης, το κάρφωσε στο χώμα και το χρησιμοποίησε σαν σκαλοπάτι να βγει.  Όταν πάτησε πάνω στο οστό και έβγαλε το κεφάλι του έξω είδε την γριά να έχει κάτω τον μικρό και να του δίνει κατάρες, πίεσε το εαυτό του να βγει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα για να γλιτώσει ο μικρός έστω και μερικές κατάρες, μόλις βγήκε εντελώς άρπαξε το κρανίο του παπά και τρέχοντας το πέταξε στην γριά, την πέτυχε στο κεφάλι, το κρανίο έσπασε και αυτή σωριάστηκε  δίπλα από τον μικρό. Ο παππούς έφτασε τρέχοντας εκεί έπιασε με το καλό του χέρι την γριά που ήταν ανάσκελα και έπιανε το κεφάλι της . Την σήκωσε και την κόλλησε σε ένα δέντρο,  όταν σήκωνε ήταν σαν να σηκώνει ένα σκελετό με ρούχα, δεν την λυπήθηκε καθόλου την κόλλησε με δύναμη στο δέντρο, πίεζε το χέρι του στο στήθος της, μάζεψε όλη του την δύναμη και ετοιμάστηκε να της ρίξει μια μπουνιά που σίγουρα θα της διέλυε το κρανίο, εκείνη την στιγμή η γριά συνήλθε και έβγαλε από την τσέπη της πάλι ένα κομμάτι από το μπουκάλι και του το κάρφωσε στην κοιλιά. Ο παππούς διπλώθηκε στα δύο και άφησε την γριά να πέσει κάτω. Αυτή έφυγε αμέσως περπατώντας με δυσκολία,  μόλις απομακρύνθηκε λίγο γύρισε και έριχνε κατάρες στον παππού «Καταραμένος να σαι Γρηγόρη! Κανένα από τα παιδία σου να μην χαρεί! Να πεθάνεις και να μην λειώσεις ποτέ !» ο Μανωλάκης που την ώρα που ο παππούς κρατούσε την μάγισσα είχε κρυφτεί πίσω από ένα μνήμα γιατί φοβόταν βγήκε και άρχισε να της πετάει πέτρες , καμία δεν την πέτυχε, αλλά την ανάγκασε να φύγει. Όταν την είδε να φεύγει ο Μανώλης πήγε δίπλα στον παππού που κρατούσε το στομάχι του
-Θείο είσαι καλά; Ρώτησε με αγωνία ο μικρός
-Πήγαινε….. πήγαινε να φωνάξεις τον παπά…. Είπε με δυσκολία ο παππούς
-Μα εσύ…
-Φύγε ρε σου λέω!
-Καλά!

Ο μικρός άρχισε να τρέχει με αγωνία να βρει τον παπά
Η γριά πήγαινε σπίτι της θυμωμένη
Η Ματούλα είχε αποτύχει
Το χωριό το απόγευμα θα έπρεπε να πάει στο τρισάγιο για την εκταφή του παπά, το κρανίο είχε σπάσει
Τα παιδιά είχαν βρει την σακούλα με το ψόφιο ποντίκι



Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

Πουτάνα Ζωή 1

Κρύο, τα πόδια μου έχουν παγώσει, περπατάμε σε δρόμους που δεν έχω ξαναπατήσει το πόδι μου. Παραπονιέμαι στους φίλους
-Ρε μαλάκες τι με φέρατε από δω; Αφού ξέρετε ότι δεν γουστάρω παρακμή…
-Σε λίγο που θα μπούμε και θα δεις θα αλλάξεις γνώμη…. μου λέει ο Γιώργος
-Δηλαδή δεν γίνεται να το αποφύγω; Γιατί δεν μου το είπατε από την αρχή ότι θα ρθούμε εδώ;
-Έλα ρε μαλάκα, πως κάνεις  έτσι; Κοντεύεις τα τριάντα και δεν έχεις πάει ακόμα σε μπουρδέλο, τι σόι άντρας είσαι εσύ;
-Πίστεψε με, δεν χρειάζομαι ένα μπουρδέλο για να αποδείξω αν είμαι άντρας
-Ναι είχες την Σ., αλλά έχει καιρό που έφυγε και πρέπει και εσύ να γαμήσεις λίγο… λέει ο τρίτος της παρέας ο Μιχάλης
-Άσε που η Σ. σε ήθελε μόνο για το σεξ… πετάγεται για να με πειράξει ο Γιώργος
-Όσο για αυτό, στο ορκίζομαι και άμα θες, δεν με πείραζε καθόλου.. τους απαντώ
-Ναι καλά…  σε ποιον τα πουλάς αυτά… επιμένει ο Γιώργος
-Δηλαδή αν ερχόταν μια κοπέλα σαν την Σ. και σου έλεγε μπορείς να έχεις το κορμί μου και να με κάνεις ότι θες αλλά ποτέ δεν θα έχεις την καρδιά μου τι θα έλεγες;  Δεν γουστάρω; Άσε μας ρε φίλε, θα ήθελα και εγώ να είχαμε περισσότερα αλλά ίσως είχε πρόβλημα ό αρραβωνιαστικός της… όποτε τι  να κάνω αρκέστηκα στο σεξ.
-Και εδώ το ίδιο θα κάνεις, αλλά χωρίς την Σ… λέει ο Μανώλης και με ρίχνει μια σιγανή αγκωνιά
-Δεν είναι το ίδιο και δεν είμαι τέτοιος, το ξέρετε
-Αυτό θα το δούμε….
Μπορεί να μιλούσα τόσο φαλλοκρατικά για την Σ. αλλά δεν ένιωθα ακριβώς έτσι,  ναι στην αρχή μου άρεσε το ανέμελο και το παράνομο, το να περνάω καλά χωρίς καμιά υποχρέωση αλλά αργότερα άρχισα να αισθάνομαι ότι αυτό με έτρωγε. Ένιωθα ότι μένω πίσω και ότι αυτό που έκανα ήταν τόσο απλό που μπορούσε να το κάνει και μια μαϊμού. Όσο και αν δεν το ήθελα έπρεπε να το σταματήσω και το χειρότερο απ όλα ήταν ότι δεν ήταν καθόλου δύσκολο, απλά δεν απάντησα δυο φορές σε δικό της  μήνυμα. Τόσο απλά και τόσο ανώδυνα, κι όμως θα ήθελα έστω και έναν καυγά, τίποτα…. ούτε αυτό… ούτε τίποτα… μόνο το τίποτα και το κενό που με καταδιώκει μια ζωή. Θα μου πει κανείς γιατί το ξεκίνησα εξ αρχής, γιατί έτσι, δεν έχω εξήγηση, γιατί έτσι… το πώς, θα το πούμε άλλη φορά, προς το παρόν έχουμε βγει μπορδελότσαρκα,  γιατί πήγα και εγώ μαζί τους; Γιατί έτσι, τόσο απλά και τόσο ανώδυνα, κι όμως ήθελα να φύγω, να μην είχα πάει,  δεν είμαι εγώ για αυτά, αλλά τώρα είμαι εκεί και περπατάω στο κρύο, με μουδιασμένο στομάχι και παγωμένα πόδια, με νεκρωμένο μυαλό που μια άγνωστή δύναμη το πιέζει να απαντήσει και να συμμετέχει στο κλίμα της παρέας και  -αν είναι δυνατόν-  να κάνω και πλάκα. Πλησιάζουμε στο πρώτο σπιτάκι με κόκκινη λάμπα. Τρεις παρέες αντρών βγαίνουν από μέσα , δέκα άτομα περίπου,  όλοι τους φυσιολογικά παιδιά και νέοι,  τι δουλεία έχουν σε μπουρδέλο αυτοί;  Πολύ μοναξιά έχει πέσει σ αυτήν την πόλη, και εδώ είναι το μέρος που την διαπιστώνει κανείς  καλύτερα απ οπουδήποτε αλλού.    

  Περιμένουμε στην πόρτα να βγούν και οι τελευταίοι, δεν μπορούμε να μπούμε γιατί μια στενή σκάλα είναι αυτή που οδηγεί τον κόσμο στον πάνω κόσμο της κόκκινης λάμπας και του παραδείσου. Αφού έχει βγει και ο τελευταίος, μπαίνει ο Γιώργος πρώτος, μετά ο Μανώλης και τελευταίος εγώ. Παραδόξως δεν έχω αγωνία, είναι απλά κάτι που συμβαίνει. Το έχω αυτό το κακό, ποτέ δεν αγωνιώ για τίποτα, απλά τα αφήνω να συμβούν και μετά ανησυχώ. Πόσες μα πόσες φορές κόντεψα να σκοτωθώ με το αυτοκίνητό, αντέδρασα πολύ απλά και άτονα, σαν να ρίχνω τα ζάρια σε παρτίδα τάβλι που παίζω μόνος μου. Ναι αυτός είμαι, ένας άτονος άνθρωπος.  Οι ελάχιστες μπουρδελότσαρκες που έχω κάνει περιορίζονται στο ελάχιστο δυνατό που  μου επιτρέπει να βάλω άρθρο πληθυντικού αριθμού, δηλαδή σε δύο, μια όταν ήμουν  δεκαπέντε για να δούμε μια απίστευτα χοντρή πουτάνα στο Βόλο και να γελάσουμε, και γελάσαμε, και άλλη μια στο στρατό στα Χανιά που πήγαμε να γαμήσει ένας Σαλονικίος που δεν την πάλευε άλλο όπως έλεγε, και γάμησε, αλλά μας φάνηκε περίεργο που η κοπέλα είχε τόσο  ανοιχτές πλάτες και τόσο δυνατά χέρια, νιεχ,  τέλος πάντων αυτός το χάρηκε και ήταν περήφανος που έβαλε και στα Χανιά την υπογραφή του όπως είπε.  Έχουμε ανεβεί τις σκάλες και είμαστε στην αίθουσα υποδοχής. Ένα δωμάτιο σε μωβ χρώμα,  με καναπέδες και πολλές πόρτες, χαμηλός φωτισμός και ντισκομπάλα στο κέντρο του ταβανιού να γυρίζει νωχελικά υπακούοντας στο ρυθμό μιας μπαλάντας των Scorpions. «ενδιαφέρουσα διακόσμηση» σκέφτηκα αλλά δεν μίλησα, οι άλλοι δύο κάθισαν με αυτοπεποίθηση σε έναν καναπέ και ο Μιχάλης μου έκανε νόημα να πάω να καθίσω δίπλα του «χαλάρωσε ρε» μου είπε μόλις έκατσα.  «Χαλαρός είμαι απλά κοιτάω την…» «Τι;» «Τίποτα, τι κάνουμε τώρα;» «Περιμένουμε να ρθει η πουτάνα» «μη μιλάς έτσι ρε μαλάκα για τις κοπέλες» με κοίταξε λίγο περίεργα και το κατάλαβα, περίμενε να τον κοιτάξω για να κουνήσει το κεφάλι του ,αλλά δεν τον κοίταξα, έμεινα να κοιτάω μια ασπρόμαυρη φωτογραφία με μια κοπέλα που κάπνιζε τσιγάρο και κοιτούσε έναν νέο μπρατσαρά που κρατούσε δύο λάστιχα μηχανής και απομακρυνόταν από αυτή, σημαντικό στοιχείο για την περιγραφή της εικόνας είναι ότι και οι δύο ήταν μέσα σε συνεργείο αυτοκινήτων και ακόμα σημαντικότερο στοιχείο είναι ότι η κοπέλα φορούσε ένα καυτό σορτς που ανεδείκνυε τα καλλίγραμμα πόδια της και ό νέος ήταν γυμνός από την μέση και πάνω. Τετραγωνάκια φωτός περνούσαν πάνω από αυτή την φωτογραφία κάνοντας ένα επαναλαμβανόμενο και ατέρμονο ταξίδι  γύρω γύρω στο δωμάτιο προσφέροντας μια ελαφρά αίσθηση κινητικότητας και ζωντάνιας στο χώρο.  Μια άλλη παρέα μπήκε μέσα, βολευτήκαν και αυτοί όπως όπως, βγήκε η τσατσά και μας χαιρέτησε.
-Γεια σας παιδιά, καλή σειρά, σε  λίγο θα ρθει και η κοπέλα να την δείτε
Καλή σειρά; Δεν το ήξερα καν ότι υπάρχει τέτοια ευχή, καλή σειρά; είναι δυνατόν;  Η τσατσά , κλασικά παλιά πουτάνα,  έκοψε σύντομα τις φάτσες μας,  έκατσε σε μια καρέκλα δίπλα στο κουζινάκι και  περίμενε χωρίς να λέει τίποτα. Απλά περίμενε. Κάποια στιγμή άνοιξε μια πόρτα και βγήκε μια κοπέλα μέσα από ένα δωμάτιο, πέρασε μπροστά απ όλους μας χαμογελαστή φορώντας μόνο ένα μπλε στριγκάκι. Στάθηκε δίπλα στην τσατσά πάντα με χαμόγελο, και η τσατσά άρχισε το ποίημα
-Αυτή είναι η κοπέλα παιδιά, πολύ καλή και πολύ εξυπηρετική, γαμισάκι, τσιμπουκάκι, πισωκολλητό  ελεύθερα πιασίματα, δεκαπέντε ευρώ, (μικρή παύση, μας κοιτάει όλους) ποιος θέλει να περάσει πρώτος;


Η κοπέλα έκανε ένα μικρό σπάσιμο της μέσης με νάζι και έφυγε και μπήκε στο κουζινάκι.  Κανένας δεν θέλησε να περάσει πρώτος, γιατί κανένας δεν ήθελε να μπει. Όλοι απλά τσεκάρανε ή είχαν πάει μόνο για το μπανιστήρι . Με το που μπήκε η κοπέλα μέσα όλοι στριμωχτήκαμε στην πόρτα που βρισκόταν πριν την σκάλα και περίμενε ο ένας τον άλλο να πάρει σειρά να κατέβει την  σκάλα που χωρούσε μόνο ένα άτομο.  Η ευχή της τσατσάς καλή σειρά δεν έπιασε σε μένα γιατί κατέβηκα τελευταίος την σκάλα, λίγο πριν κατεβώ γύρισα και χαιρέτησα την τσατσά.  «Γεια σας» της είπα, μόνο αυτό, και αυτή κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και με κοίταξε πολύ λίγο, πάρα πολύ λίγο, ποτέ πριν δεν με είχε κοιτάξει κανείς λιγότερο. Το χειρότερο; Δεν με κοίταξε αφού κούνησε το κεφάλι, με κοίταξε πριν το κουνήσει! Έγινα ένας άλλος στους πολλούς, μα πόσους πολλούς; Είναι δυνατόν να είναι τόσοι;

Έχουμε βγει από το πρώτο μπουρδέλο και προχωράμε στα ενδότερα της μπουρδελοχώρας, κατά μήκος αυτού του πεζόδρομου υπάρχουν πολλά κόκκινα λαμπάκια , και πρέπει να πάμε σ  όλα.


ΥΓ1 Ναι είναι καινούρια σειρά
ΥΓ2 Όχι, δεν παράτησα τον Νεκροθάφτη
ΥΓ3 Δεν είναι αυτοβιογραφικό
ΥΓ4 Είναι μεγάλη ιστορία
ΥΓ5 Ευχαριστώ τους φίλους και τις φίλες για τις πληροφορίες για τα απαραίτητα αληθινά στοιχειά που θα προκύψουν παρακάτω

Στα τέσσερα

Η μέρα ήταν Σάββατο , τα στήθη της μικρά και αυτή επίσης.  Τη λέγανε Αθηνά, τίποτα άλλο μη ρωτήσεις.  Δυο βδομάδες  μετά από αυτό το Σάββα...