Παρασκευή 30 Απριλίου 2010

Μαύρο Μέσα Καύκαλο

Μέσα στο κρανίο μου, μέσα στο καύκαλο
Μεγαλώνει ο πόνος
Μέστωσαν τα δάκρυα και στάζουν μέσα, όχι έξω
Μαύροι σταλακτίτες δακρύων καρφώνουν το μυαλό μου
Μεγαλώσαν με τα χρόνια (όλα τα χρόνια)
Μαύρο το εσωτερικό περίβλημα του κρανίου
Μια καμένη φωλιά χελιδονιών
Τόσα όνειρα για τόσες πτήσεις, μείναν στην φωλιά και κάηκαν
Αυτή η μαυρίλα που σα πηχτή μελάσα κάνει το μυαλό δυσκίνητο
Αυτή η μαυρίλα που σα σαπισμένο πέπλο έχει τυλίξει το μυαλό μου
Άνοιξη και δροσιά, μα καμιά διαφορά
Μον’ κάπου κάπου ξεφυτρώνει ένα όνειρο
Μόνο του και αδύναμο
Μάχεται να φτάσει μέχρι τα μάτια να δει λίγο φως
Μεγαλώνει και προσπαθεί να καθαρίσει την μαυρίλα από το καύκαλο
Μια ελπίδα που ζωντανεύει δειλά δειλά
Θα μεγαλώσει αυτό το τρυφερό βλαστάρι
Θα απλώσει τα κλαδιά του και τα φύλλα του
Θα τυλίξει και το μυαλό και θα κερδίσει χώρο και ουσία στο κρανίο
Θα αισθάνομαι όμορφα
Θα ανασαίνω κανονικά
Ίσως και να κοιμάμαι χωρίς εφιάλτες … ίσως …
Θα πεθάνει όμως και αυτό
Και θα προσθέσει το κουφάρι του
Μαζί με τα άλλα πτώματα μέσα στο καύκαλο
Και θα σαπίσει
Μαζί με τα άλλα πώματα
Και θα αυξηθεί η μαυρίλα
ΜΗ ΡΕ ΔΕΝ ΧΩΡΑΕΙ ΑΛΛΟ ΓΑΜΩΤΟ!!!!!!!!!!!!
Απλώς ένα ακόμα νεκρό όνειρο
Μα για κάθε όνειρό μου που πεθαίνει
Εγώ πεθαίνω χίλιες φορες

Τετάρτη 21 Απριλίου 2010

Ο βασιλιάς της ερήμου

Στη μέση του λαβύρινθου
Στη μέση του μίτου της Αριάδνης
προς τα πού η σωτηρία προς τα πού ο μινώταυρος .
ποιον δρόμο να ακολουθήσω;
Και όμως ήταν όνειρο..
Βρέθηκα ξύπνιος
Στην άκρη του γκρεμού
Πάλι ένα σκοινί η σωτηρία μου
Αλλά αυτή τη φορά
Το δίλλημα δεν ήταν προς τα πού να πάω
Αλλά να ισορροπήσω πάνω του να βρεθώ στην άλλη μεριά
Γιατί να διστάζω άραγε
Μια απλή ισορροπία χρειάζεται
Μα ξεχνάς…..
Τόσες νύχτες διπλωμένος στα δυο
Με το άγριο θηρίο της μοναξιάς να
Σου ξεσκίζει τα σωθικά από μέσα
Που όσο περισσότερο πάλευες
Τόσο ποιο δυνατό γινόταν
Μα πόση δύναμη…
Κι όμως που και που
έφτανε το και το πιο αδύνατο χέρι του κόσμου
να σ αγγίξει έστω και λίγο
και να πάει να κουρνιάσει στη γωνία του σαν ήσυχο γατάκι
αυτό το άγριο θηρίο…
τότε ελεύθερη η κάρδια
από το φόβο του θηρίου
ρουφούσε με δύναμη το αίμα
που τόσο καιρό ήταν παγωμένο στις φλέβες
και έτσι ξεδιψούσε
και έβρισκε το κουράγιο να συνεχίσει
λίγο ακόμα… λίγο ακόμα.
Να συνεχίσει σε μια χώρα …. ας την πούμε έρημο
Στην χώρα που ο μινώταυρος δε θα επιζούσε
Στη χώρα που πας όπου θες ελευθέρα
Στη χώρα που όσο πιο πολύ προχωρείς τόσο πιο δύσκολα επιστρέφεις
Στη χώρα που ο βασιλιάς της ζει μόνος
Ζει με χρώματα
Ζει με μουσική
Ζει με αέρα
ζει
και ο βασιλιάς της ερήμου δεν φοβάται κανέναν.

Σάββατο 17 Απριλίου 2010

Φυτά και ζωή

Στην λαϊκή αγορά δυο διπλανοί πάγκοι πουλάνε φυτά, και συγκεκριμένα ντοματιές. Στον ένα πάγκο οι ντοματιές είναι ψηλές, με καταπράσινο κορμό και γεμάτα ζωντάνια φύλλα. Στον άλλο πάγκο οι ντοματιές είναι μικρές, ασθενικές με μαύρο σκληρό κορμό και μαραμένα φύλλα. Ένας γέρος προσπερνάει της ζωηρές ντοματιές και πάει κατευθείαν στις ασθενικές, θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι ο γέρος ήταν τσιγκούνης, αλλά κάτι τέτοιο δεν ισχύει γιατί και οι δύο πάγκοι έχουν τις ίδιες τιμές. Πήρε έξι ρίζες ντομάτας και πήγε στο σπίτι του όπου και τις μεταφύτεψε στην μικρή του αυλή. Ο γείτονάς του που είδε τις ντοματιές, τον ρώτησε από που τις είχε πάρει. Έχοντας πάρει την απάντησή του από το γέρο πήγε στην λαϊκή, στο σημείο που του είχε υποδείξει ο γέρος, και στάθηκε απέναντι από τους δύο πάγκους, αφού είδε ίδια τιμή και στα δύο παράκουσε την συμβουλή του γέρου και πήρε από τον πάγκο με τις ζωηρές ντοματιές έξι ρίζες. Τις φύτεψε και αυτός στην αυλή του, και με το που είδε τον γέρο του είπε << Μπάρμπα, εγώ βρήκα καλύτερες ρίζες, δεν πρόσεχες όταν αγόραζες>> << Πρόσεχα πάρα πολύ, γιαυτό και αγόρασα αυτές>>. Και όντως τον πρώτο καιρό η αυλή του γείτονα ήταν πιο όμορφη και ζωηρή από αυτή του γέρου, αλλά σε λίγους μήνες η αυλή του γέρου ήταν αυτή που είχε τις περισσότερες ντομάτες, ενώ η άλλη είχε ελάχιστες και ασθενικές,λες και ήταν αντιστρόφως ανάλογες τις "παιδικής τους ηλικίας" . Και ρώτησε ο γείτονας τον γέρο πως έγινε αυτό; μήπως ήταν από άλλο σπόρο; μήπως έριξε φυτοφάρμακα; Και ο γέρος του απάντησε με ειλικρίνεια, ότι ούτε άλλος σπόρος είναι, ούτε φυτοφάρμακα έριξε. Απλά με την εμπειρία του ήξερε, ότι όταν ο κορμός της ντομάτας είναι μαύρος και σκληρός σημαίνει ότι αυτές έχουν σκληραγωγηθεί και ότι δεν ποτιζόταν αρκετά με αποτέλεσμα να δημιουργούν περισσότερες ρίζες παρά κορμό, και αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να είναι πιο παραγωγικές, ενώ αντίθετα οι άλλες, ναι μεν ήταν πιο όμορφες αλλά δεν είχαν γερές βάσεις, και ούτε θα ανταπεξέρχονταν στις αλλαγές του καιρού τόσο καλά όσο οι άλλες λόγω του ότι δεν έχουν σκληρό κορμό. <<Κοίτα την εμφάνιση, αλλά μην κοιτάς το τώρα, κρίνε από που έρχονται και που μπορούν να καταλήξουν>>

Τρίτη 13 Απριλίου 2010

Πηνελόπη

Τι χρώμα έχουν οι βροντές;
Τι είναι πιο μεγάλο το εννιά ή το φεγγάρι;
Έχει όρια η σάτιρα;
Τέτοια πράγματα ρωτούσε η Πηνελόπη τον Οδυσσέα και δεν ήθελε να γυρίσει, και όταν τελικά γύρισε τον ρωτούσε
Τι μού’φερες από το ταξίδι;
Γιατί άργησες;
Με ποιους ήσουνα;
Γιατί είσαι αξύριστός;
Γιατί έκανες κοιλίτσα;
Γιατί το ένα, γιατί το άλλο, τα πήρε ο Οδυσσέας και πήγε στους μνηστήρες.
-Καλά ρε τόσο μαλάκες είστε; Τόσο καιρό κανένας δεν μπόρεσε να την βγάλει γκόμενα να γλιτώσω και γω;! Γύρισα να ηρεμήσω λίγο, αλλά αυτήν άρχσε πάλι την πάρλα.
-Μα Οδυσσέα, προσπαθήσαμε αλλά αυτήν δεν μας άφηνε να μιλήσουμε. Μόλις την πλησιάζαμε, ρωτούσε διάφορα, χωρίς να περιμένει απάντηση. Δεν της μίλησε ποτέ κανένας.
-Άχρηστοι όλοι! Τώρα θα δείτε τι θα πάθετε!
Και μανιασμένος ο Οδυσσέας άρχισε να σκοτώνει τους μνηστήρες. Τους σκότωσε όλους για την ανικανότητα τους να του πάρουν την γυναίκα και αν ζήσει ήσυχος την ζωή του.
Η ιστορία όμως έγραψε άλλα, μίλησε για έναν έρωτα μεγάλο, για να πιστεύουν οι στρατιώτες ότι όταν θα γυρνάνε από τον πόλεμο ή από μια μεγάλη απουσία θα βρίσκουν μια γυναίκα πιστή και τον έρωτα τους ζωντανό.

Σάββατο 10 Απριλίου 2010

2x4

Μέσα στους τέσσερις τοίχους, δύο οθόνες, του κινητού και του υπολογιστή, μου δίνουν την επικοινωνία με τον έξω κόσμο, έξω από αυτούς τους τοίχους δυο μάτια μου δίνουν την εικόνα του κόσμου. Όταν κλείνω τα μάτια ονειρεύομαι, όταν κλείνω το κινητό και τον υπολογιστή χάνομαι.

Τρίτη 6 Απριλίου 2010

Το Θαύμα της Ανάστασης

Στην εκκλησία ξαφνικά σβήνουν τα φώτα, είναι λίγο πριν βγει ο παππάς να δώσει το φως. Ξαφνικά ένα περίεργο άρωμα ερεθίζει τα ρουθούνια μου, και αμέσως αντιλαμβάνομαι ότι είναι παππουδοκλάνια. Κάνω τρια βήματα πίσω και ξανά το ίδιο, όλοι οι παππούδες επηρεασμένοι απο την επικείμενη θρησκευτική αποκορύφωση, η τρομαγμένοι από της κροτίδες που θα πέσουν σε λίγο, άρχισαν να κλάνουν. Ως γνωστό οι κλανιές περιέχουν μεθάνιο, και το μεθάνιο είναι εύφλεκτο, εξού και τα πυροκλάνια. Σαν να θόλωσα, φαντάστηκα τον εαυτό μου σούπερ ήρωα, και να τρέχω πάνω από τις καρέκλες για να προλάβω τον παπά να μην βγει με τα κεριά έξω και πάρει φωτιά το μεθάνιο και εκραγεί η εκκλησία, σαν σε ριπλέι τρέχω αργά αργά πάνω από τον κόσμο και στο τέλος κάνω ένα μεγάλο άλμα προς τον παπά που μου έχει γυρισμένη την πλάτη, το χέρι απλωμένο και τεντωμένο και το στόμα με πολύ αργές κινήσεις και πολύ βαριά φωνή έλεγε <<όλοι κάτω!!>> δεν τον προλαβαίνω όμως, γυρίζει και βγαίνει έξω με τα κεριά και ξαφνικά... μπουμ!!!!!!! όλη η εκκλησία ανατινάχτηκε σαν βόμβα μεθανίου! Ανοίγω τα μάτια, φαντασίωση ήταν... αλλά το μπάμ ήταν αληθινό, γιατί κάποιος πέταξε μια κροτίδα κοντά στην πόρτα νωρίτερα, και οι παππούδες που πριν έκλαναν, τώρα μάλλον χέστηκαν. Βγαίνει ο παπάς με τα κεριά και μου ρθε να φωνάξω ΜΗ!!!!!!!, μου φάνηκε ότι όλοι αυτοί που ήταν μπροστά να πάρουν το φως, προσπαθούσαν να χτυπήσουν τον παπά με τις λαμπάδες τους. Εντάξει δεν τον χτύπησαν, αλλά χτυπιόνταν μεταξύ τους για το ποιός θα πάρει πρώτος το Άγιο Φως. Αφού κάποιος επιζών το πήρε, και μαζί μ αυτό πήρε και τις κατάρες των υπολοίπων που δεν πήραν πρώτοι,μετά, ο παπάς έβγαινε έξω για να συνεχίσει την λειτουργία, περνούσε με όλο του το επιτελείο ανάμεσα από τον κόσμο περπατώντας πάνω σε ένα κόκκινο χαλί. Και το διαβολάκι μέσα στο αυτί μου μου έβαλε την σκέψη να είχα άλλα πέντε άτομα και να τραβούσαμε απότομα αυτό το χαλί και να πέσει το παπαδομάνι, αλλά αυτήν μου την σκέψη την διέκοψε ένα άλλο διαβολάκι πιο ισχυρό, που καθόταν στην ακριβώς απέναντι μεριά από μενα και κοιτούσαμε και οι δύο στο κέντρο την πομπή του ιερέα. Και το διαβολάκι με τα μαύρα ρούχα και το βαθύ ντεκολτέ, έσκυβε κάθε τόσο να προσκυνήσει και να κάνει τον σταυρό του και μέσα από το βαθύ ντεκολτέ μας αποκάλυπτε το πλούσιο μπούστο του. Θαύμα! μου ήρθε να φωνάξω,κρατήθηκα όμως γιατί θα με περνούσαν για τρελό, αλλά όντως ήταν θαύμα...
Και μ αυτά και μ αυτά θυμήθηκα μια φορά που είχα δει την ανάσταση στην πλατεία ενός χωριού του Πηλίου, ήμουν ψηλά και έβλεπα μπροστά μου χαμηλά την πλατεία έξω από την εκκλησία γεμάτη κόσμο, που δεν τελείωνε, συνέχιζε και στα στενά. Και με το που ανάψαν οι λαμπάδες το φως εξαπλώνονταν με γεωμετρική πρόοδο, σαν μια λάβα που ξεχύθηκε από την εκκλησία και απλωνόταν παντού ,όλο και πιο γρήγορα, κατέλαβε όλη την πλατεία και μετά στα στενά,σαν έτοιμη να παρασύρει τα πάντα στο πέρασμά της. Και κάπου εκεί κατάλαβα ότι το νόημα της ανάστασης δεν είναι το λάβεις το μήνυμα, αλλά η διάδοση αυτού. Και θαύμα δεν είναι η ίδια η ανάσταση, αλλά το πόσο γρήγορα διαδίδεται ένα μήνυμα

Οιωνοί

Πέντε σφαίρες στην παλάμη, μια για κάθε τρύπα του κρανίου, και το ποτήρι πεταμένο κάτω σπασμένο, ψάχνω στα γυαλιά οιωνούς, μυρίζει το αλκοόλ πόνο και δίψα για αποαπομόνωση, στο ουράνιο σύμπλεγμα τα αστέρια γράφουν μηνύματα, και πεσμένος και κολλημένος στη λάσπη τα αστέρια μοιάζουν σαν να τα βλέπεις μέσα από τρύπιο ντενεκε, σαν σκουλήκι πεθαμένο στο στόμα ενός κόκορα σφαγμένου και τα αίματα πετάγονται στο χιόνι κι γράφουν λέξεις, πάλι οιωνοί, και το χώμα λιώνει και αφήνει σχήματα, κι άλλοι οιωνοί, και τα μάτια κοιτάζουν μάτια, και ότι και να δουν δεν ξέρουν, μυστήριο τα μάτια που σε κοιτάζουν.

Στα τέσσερα

Η μέρα ήταν Σάββατο , τα στήθη της μικρά και αυτή επίσης.  Τη λέγανε Αθηνά, τίποτα άλλο μη ρωτήσεις.  Δυο βδομάδες  μετά από αυτό το Σάββα...