Τρίτη 5 Ιουλίου 2011

Μη μου το λες 2 (Άμστερνταμ και Πυραμίδες)


Περπατούσαμε μέσα στον Εθνικό Κήπο, δίπλα από το Σύνταγμα, τα πουλιά τιτίβιζαν χαρούμενα ασταμάτητα και αυτή μιλούσε χαρούμενα ασταμάτητα.
-Τι ωραία που είναι εδώ, δεν έχω ξαναέρθει, το μόνο μέρος με τόσα πολλά δέντρα που έχω πάει ήταν σε ένα νεκροταφείο πριν από δύο χρόνια,  είχε πολλούς τάφους εκεί, μερικοί μου άρεσαν, μερικοί άλλοι όχι, ήταν κάπως παρατημένοι,  ήταν πολύ στριμωχτά αυτοί οι τάφοι, μα γιατί δεν τους κάνουν πολυώροφους, ή μάλλον  με πολλά υπόγεια, δεν θα είναι καλυτέρα έτσι; Θα κερδίζαμε χώρο. Νομίζω ότι στο μέλλον έτσι θα μας θάβουν, φαντάζεσαι να ήμασταν στο ίδιο μνήμα, εσύ από κάτω και εγώ από πάνω;
-Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ έτσι, προτιμώ να το σκέφτομαι αλλιώς το ‘’εσύ από κάτω εγώ από πάνω’’
-Πως αλλιώς;
-Άστο θα σου εξηγήσω άλλη φορά
-Καλά, θα μου πεις όμως, εγώ δεν ξεχνάω, ένας θείος μου ξέχασε μια φορά να πάρει ένα χάπι για την πίεση και πέθανε, από τότε δεν ξεχνάω πότε τίποτα, δεν είναι καλό να ξεχνάς,  μου έγινε μάθημα ζωής. Για πές μου όμως γιατί έχει τόσα πολλά δέντρα εδώ; Σε κανένα άλλο σημείο της πόλης δεν έχει τόσα πολλά, τι θα γίνει αν πιάσει φωτιά, θα καούν και τα λουλούδια, κρίμα τα καημένα, θα καούνε και τα πουλιά, θα καούνε και οι φύλακες, μα γιατί έχουν τόσα πολλά δέντρα εδώ;  Α κοίτα ένα σκυλάκι! Πως είναι έτσι το καημένο, σα λουκάνικο μοιάζει, τι ράτσα είναι;
-Α, αυτό είναι Dach Hound, 
-Αλήθεια; Γιατί είναι έτσι, σαν να βγήκε από σωλήνα είναι
-Δεν ξέρεις; Μα τι θα γίνει με σένα, όλα πρέπει να στα εξηγώ;

Έκοψε  ένα λουλούδι που βρέθηκε δίπλα της στο δρόμο μας και το έστριβε στο χέρι της καθώς περπατούσε, ήταν από τις ελάχιστες φόρες που την είδα μα μην  μιλάει ενώ είχε το χρόνο και τη σειρά της να μιλήσει, σαν να στεναχωρήθηκε που της έκανα επίπληξη, αυτή κοιτούσε το λουλούδι  και εγώ σκεφτόμουν τι θα της πω για το μακρόστενο σκυλάκι,  η απάντηση ήρθε έκατσε  στο μυαλό μου σαν μέλισσα.

-Συγγνώμη που σου μίλησα έτσι, λοιπόν άκου, αυτά τα σκυλιά προέρχονται από την Ολλανδία και συγκεκριμένα από το Άμστερνταμ, εκεί τα σπίτια είναι πολύ μικρά, σχεδόν δύο επί τρία, υπάρχει μεγάλο πρόβλημα χώρου, όπως με τα νεκροταφεία που ανέφερες πριν, έτσι λοιπόν όποιος έπαιρνε ένα σκυλάκι στο σπίτι από μικρό το έβαζε κάτω από την ντουλάπα,  ξέρεις αυτές τις παλιές τις ντουλάπες που είχανε και πόδια από κάτω. Έτσι, εκεί κάτω από τις ντουλάπες μεγαλώνανε αυτά τα σκυλιά, και ότι δεν μπορούσαν να δώσουν σε ύψος το έδιναν σε μήκος,  δηλαδή δεν μπορούσαν να ψηλώσουν τα πόδια τους και αυτό κόκαλο που προορίζονταν για εκεί πήγαινε στην σπονδυλική στήλη και μακραίνανε. Σιγά σιγά με τα χρόνια πέρασε και στο DNA  τους και έτσι γεννιούνται όλα έτσι.
-Έλα ρε, αλήθεια; Μου είπε ενθουσιασμένη
-Φυσικά.

Μου έδωσε εντελώς εντελώς φυσικά το λουλούδι που έστριβε στο χέρι της και εγώ ο πήρα το ίδιο φυσικά, και φυσικά αυτή άρχισε πάλι να μιλάει.

-Εγώ πάντως δε θα έβαζα ποτέ σκυλί κάτω από την ντουλάπα, ούτε και κάτω από το κρεβάτι θα το έβαζα, τίποτα δεν θα έβαζα κάτω από το κρεβάτι, όταν ήμουν μικρή είχα δει μια ταινία που κάποιοι άνθρωποι μεταμορφωνόταν σε τίγρεις,  σε μια σκηνή μια κοπέλα που μόλις είχε ξυπνήσει κατέβασε τα πόδια της από το κρεβάτι και βγήκε ένα πόδι ή χέρι δεν ξέρω πως το λένε , τιγρόχερο ας το πούμε, και της έμπηξε τα νύχια βαθειά μέσα στη γάμπα και της ξεκόλλησε κομμάτια κρέας , μετά από αυτό όταν ξυπνούσα δεν κατέβαζα ποτέ τα πόδια διπλά από το κρεβάτι στο πάτωμα, πάντα ανέβαινα στο κρεβάτι και από εκεί πηδούσα όσο πιο μακριά μπορούσα, μια φόρα είχα στραμπουλίξει το πόδι μου έτσι και δεν πήγα στο  σχολείο για μερικές μέρες, ντρεπόμουν να πω στους καθηγητές τι έπαθα και έτσι---
-Καθηγητές; Μα καλά πόσο χρονών ήσουν όταν το έπαθες;
-Δεκαεφτά , το ξέρω ακούγεται περίεργο, αλλά τότε ακόμα πίστευα τα πάντα, μην κοιτάς τώρα που πιστεύω μόνο με επιχειρήματα , τότε πίστευα τα πάντα χωρίς σκέψη, να φανταστείς πίστευα  ότι το χιόνι το στέλνει ο Ψαλιδοχέρης όπως στην ταινία, νομίζω ότι ήταν καλύτερα τότε που πίστευα ακόμα στα παραμύθια, μου άρεσαν τα παραμύθια, πάντα κάποιος πέθαινε, και το χιόνι μου αρέσει, έχει πλάκα.
-Μα δεν πεθαίνει κανείς με το χιόνι
- Το ξέρω, μου είπε και στηρίχτηκε με το ένα χέρι στον ώμο μου φτιάχνοντας με το άλλο το παπούτσι της που της είχε βγει, Το ξέρω, αλλά μου αρέσει, και πιο πολύ μου αρέσει όταν βλέπω αυτούς που κάθονται σε κάτι ξύλα και αφήνονται στις πλάγιες να  κυλήσουν μέχρι κάτω, πλάκα δεν έχει; Αλήθεια εκεί που δεν έχει χιόνι πως το κάνουν αυτό;

-Τώρα πάνε σε μέρη που έχει χιόνι, παλιά έφτιαχναν πυραμίδες. Τι με κοιτάς έτσι; Δεν το ήξερες ούτε αυτό; Γι αυτό έφτιαχναν οι Αιγύπτιοι πυραμίδες, για να ανεβαίνουν ψηλά οι φαραώ και να κάνουν σκι. Δεν το πρόσεξες ότι το μέικ απ τους είχε κάπως αεροδυναμικό σχήμα;
-Αχ, τι μαθαίνει κανείς μαζί σου…. Α, κοίτα εκεί έχει πάπιες! Πάμε να δούμε τις πάπιες; Πλάκα δεν έχει έτσι όπως περπατάνε; Γιατί περπατάνε έτσι; Υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος;
-Φυσικά, λοιπόν άκου, οι πάπιες……






Κυριακή 3 Ιουλίου 2011

Ναυάγια


Κάτι που είχα γράψει πιο παλιά με ελάχιστες διορθώσεις και με την βεβαιότητα ότι δεν μπορώ να ξαναγράψω έτσι. Προειδοποίηση: Δεν διαβάζεται......


Μπάτμαν και μαλακίες, στο σκοτάδι όλα ίδια είναι στο σκοτάδι του σύμπαντος και του γαλαξία που ανοίγει σαν λουλούδι, χρυσαφί τριαντάφυλλο που σ αγγίζει απο το στέρνο ανάμεσα στα στήθη και πιο χαμηλά στο αφαλό και πιο χαμηλά, ανατριχίλα στο όνειρο που θα γίνει πραγματικότητα το βράδυ που θα ανοίξεις το σεντούκι με τα μυστικά το κουτί της πανδώρας που έχει μέσα μόνο την ελπίδα και το φεγγάρι που γυρίζει γύρω από τον πλανήτη να σε βρει και να σου πει ότι μου λείπεις και με λυπείς στη Κωνσταντινούπολη σε αναζητά και βουλιάζει το καράβι και πιάνει πατο δίπλα σ αυτό του Κάπταιν Κουκ με τους θησαυρούς του που δεν τους έδωσε πουθενά και πήγανε χαμένοι και γίναν σκόνη της ερήμου σκόνη τα γράμματα και στάχτες του τσιγάρου καπνός η αστρική σκόνη περιβάλει το μυαλό μου που ζεις και κλαις που ο πλανήτης σου είναι μεγάλος και δεν μπορείς να τον γνωρίσεις και καταστρέφεται και χάνεται και γίνεται σύννεφο χρυσό όπως αυτό που έγινε ο Δίας και γνώρισε την Δάφνη και την έκανε σταθμό στο μετρό και στριμωχτήκαμε στο βαγόνι και ένιωσα το σώμα σου στο δικό μου να σπαρταρά και έμεινες ιδρωμένη να με κοιτάς στα μάτια και έμοιαζες σαν να πέρασες μέσα απο σύννεφο, ποιος είναι αυτός ο βλάκας που σ άφησε να πέσεις απ τα ουράνια; έγινες βροχή, έγινες χιόνι, έγινες χαλάζι,έπεσες πάνω στα λουλούδια που ανθίζουν και τραγουδάνε πένθιμα τραγούδια, διώχνουν τις μέλισσες και τραβάνε τα κουνούπια μαστουρωμένα από το αίμα των τρελών που το έσκασαν από το τρελάδικο της αναμονής και της υπομονής , γέμισε ο κόσμος τρελούς και μεθυσμένους, οι μόνοι έμειναν πιο μόνοι και διάλεξαν την τρέλα, διογκώθηκε ο κόσμος σε μια κουκκίδα άμμου. Και ας ζήσω λιγότερη ζωη τι σημασία έχει αφού αντέχει, στο κάθε λεπτό της κάθε ώρας της κάθε μέρας που δεν σ έχω αλλά αντέχω να σπάω σε κομμάτια και να πέφτω κάτω να σε περιμένω κάτω από τα σύννεφα μήπως ξαναπέσεις και η βροχή τραγουδά και Δίας γελάει που δεν έχω τις δυνάμεις του να σε ξεγελάσω μου ρχετε να γελάσω, να κλείσω τα μάτια και να σε τραβήξω απο το μυαλό μου να σε φέρω μπροστά μου να σου πω σκάσε, κάτσε, κλάψε, γέλα, γέλα μαζι μου , γέλα να μεγαλώσω σαν την οδό Κηφισίας που γίνεται ταξί και το ταξί γίνεται ταξίδι μες στο ξίδι στις φακές που σκάσαν οι φακές πήρε το κάθε μαιμούνι απο μια φακή και βρουρ τον ανήφορο.



Στα τέσσερα

Η μέρα ήταν Σάββατο , τα στήθη της μικρά και αυτή επίσης.  Τη λέγανε Αθηνά, τίποτα άλλο μη ρωτήσεις.  Δυο βδομάδες  μετά από αυτό το Σάββα...