Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011

Ιλιάδα 9 (ο γαλαξίας)


 Η Ζήνα αναστατωμένη που έπιασε τον Αχιλλέα να την απατά έφυγε από την  σκηνή και πήγαινε προς αυτήν του Ομήρου,  χρειαζόταν κάποιον να της συμπαρασταθεί αυτήν την δύσκολή στιγμή και ο Όμηρος όχι μόνο μπορούσε αλλά το ήθελε κιόλας.  Μόνο που ο Όμηρος δεν ήξερε πόσο ύπουλο πλάσμα ήταν αυτή η Ζήνα και πόσο αισχρά τον χρησιμοποιούσε. Τον άφηνε να πιστεύει ότι τον γουστάρει αλλά αυτή το μόνο που ήθελε ήταν να έχει καλύτερη θέση στο σύγγραμμα του Ομήρου και στην συγκεκριμένη περίπτωση συμπαράσταση.  Ο Όμηρος μόλις άκουσε την Ζήνα έξω από την σκηνή του να τον καλεί σηκώθηκε από εκεί που έγραφε και της άνοιξε αμέσως, την είδε να κλαίει,  και αυτή αμέσως έπεσε στην αγκαλιά του και συνέχισε για λίγη ώρα το κλάμα της εκεί.

 Μετά από λίγη ώρα μέσα στην σκηνή του Ομήρου η Ζήνα κάθεται δίπλα του και αυτός της δείχνει τα γραπτά του, η Ζήνα του ζητάει να δει σε ποια σημεία  την περιγράφει, αυτός γύρισε μια σελίδα και της έδειξε, η Ζήνα διάβασε

Σαν άλλη Αφροδίτη φάνηκε ανάμεσα στους τόσους άντρες
Αδύνατο να μην την ερωτευτείς
Μια θεά, μια οπτασία

-Αχ, πολύ ωραία τα γράφεις εδώ  Όμηρε, αλλά μήπως είσαι λίγο υπερβολικός;
-Όχι καθόλου, αλήθεια, έτσι σε βλέπω….
-Τι γλυκός που είσαι…. Μακάρι να με έβλεπε ο Αχιλλέας έτσι… τον παλιοαλήτη! Είπε ή Ζήνα και έβαλε πάλι τα κλάματα.
Ο Όμηρος σπάστηκε, της χάιδεψε λίγο τα μαλλιά και σηκώθηκε όρθιος, περπάτησε μέχρι την είσοδο της σκηνής που ήταν μισάνοιχτη και κοιτούσε έξω, σκεφτόταν να της πει ότι είναι τρελά ερωτευμένος μαζί της και ότι όλα αυτά δεν τα γράφει για να ομορφύνει το κείμενό του, αλλά τα γράφει επειδή τα αισθάνεται, αλλά πώς να της το πει αυτό; Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή, απ την άλλη όμως αν το άφηνε να συνεχίζεται αυτό θα κατέληγε φιλενάδας. Κοιτούσε έξω και το στομάχι του είχε γίνει κόμπος. Άκουσε την Ζήνα πίσω του να λέει
-Τι είναι αυτό;
-Ποιο; Της είπε χωρίς να την κοιτάξει.
Η Ζήνα είχε αφήσει την στοίβα με τα χαρτιά όπου ο Όμηρος κατέγραφε τα γεγονότα του πολέμου και είχε πιάσει άλλη μια στοίβα με ποιήματα,  είχε διαβάσει το πρώτο και της άρεσε, τώρα που την ρώτησε ο Όμηρος «ποιο;»  θα το ξαναδιάβαζε δυνατά

Μέτρησα τα αστέρια
Το ξέρω είναι αδύνατο, αλλά εγώ τα μέτρησα
Και έδωσα σε κάθε αστέρι  από ένα όνομα
Ένα όνομα απ΄ το κάθε σημείο του κορμιού σου
Και έτσι κάθε φορά που θα κοιτώ τον ουρανό
Θα βλέπω εσένα

Ο Όμηρος την άκουγε να απαγγέλει ένα από  τα ποιήματα που είχε γράψει για αυτήν, κοιτούσε έξω, τα αστέρια, σκέφτηκε να την διακόψει αλλά δεν το έκανε, το άφησε να δει που θα πάει.  Η Ζήνα συνέχισε να διαβάζει κουνώντας μόνο τα χείλη της, διάβαζε  γρήγορα σχεδόν ψυθιριστά, με ενθουσιασμό, «Αχ και αυτό μου άρεσε πολύ» είπε λίγο αργότερα και διάβασε δυνατά το κομμάτι που της άρεσε

Μόνη σε βρίσκει ο αέρας
Σε μια παραλία γυμνή
Το φως του φεγγαριού πέφτει πάνω στο σώμα σου
Και το κάνει να μοιάζει αλαβάστρινο
Η θάλασσα παλεύει να βγει να σε αγγίξει
Κάποιοι θα λέγανε ότι είναι κύματα
Αλλά δεν ξέρουν ότι ο αέρας είναι η πνοή μου
Η θάλασσα είναι  τα δάκρυά μου
Και το φεγγάρι ένας καθρέφτης
Που έφτιαξα για να μπορέσω να δω
Το ομορφότερο θέαμα του κόσμου
Εσένα

Η Ζήνα ολοκλήρωσε την αφήγησή της και έφερε τα χαρτιά στο στήθος της
-Ποια σκέφτεσαι όταν τα γράφεις αυτά; Τον ρώτησε
Ο Όμηρος  γύρισε και την κοίταξε πάνω από τον ώμο του «εσένα» είπε από μέσα του, συνέχισε να την κοιτάει και έλεγε νωθρά μέσα του «εσένα» πώς να της το έλεγε αυτό δυνατά; Του είχαν κοπεί τα πόδια, έπρεπε κάτι να πει, την έβλεπε που τον κοιτούσε με ζωηράδα και ενθουσιασμό, ήταν τόσο αστεία έτσι όπως δάγκωνε το κάτω χείλος της και περίμενε σαν παιδάκι μια απάντηση.
-Ε…. να σου πω… είπε ο Όμηρος
Η Ζήνα κούνησε ζωηρά το κεφάλι της, ο Όμηρος θα της το έλεγε. Απ έξω ακούστηκε μια φωνή
-Ζήνα!!!!!!!!!!!!!!
Ο Αχιλλέας γυρνούσε στο στρατόπεδο και την φώναζε, είχε φτάσει κοντά στη σκηνή του Ομήρου,  χάλασε όλη την στιγμή, η Ζήνα άφησε τα χαρτιά πάνω στο γραφείο και βγήκε τρέχοντας έξω, σκούντηξε και τον Όμηρο χωρίς να το θέλει. Ο Όμηρος έμεινε να κοιτάει κάτω. Η Ζήνα βγήκε από την σκηνή και απευθυνόμενη στον Αχιλλέα
-Τι θες ρε!
-Εσένα! Έλα εδώ!
-Δεν έχω να πάω πουθενά! Θα μείνω εδώ με τον φίλο μου τον Όμηρο!
-Έλα εδώ είπα! Φώναξε επιτακτικά ο Αχιλλέας
-Να πας στην γκόμενά σου μαλάκα!
Ο Αχιλλέας θυμωμένος πήγε και την  αγκάλιασε κάτω από τον υπέροχο κώλο της , την σήκωσε και την φόρτωσε στον ώμο του σαν σακί «Θα ρθεις μαζί μου θες δεν θες!» της είπε και την πήγε στο άρμα του, η Ζήνα τον χτυπούσε με της γροθιές της στον κώλο και του φώναζε να την αφήσει.

Ο Αχιλλέας οδηγούσε το άρμα του σε ένα κακοτράχαλο δρομάκι, η Ζήνα του φώναζε συνέχεια να την αφήσει και αυτός της φώναζε συνέχει να σκάσει. Μετά από λίγη ώρα σταμάτησαν σε ένα σημείο, ο Αχιλλέας έδεσε το άλογο του σε ένα δέντρο και έπιασε την Ζήνα από το χέρι, την τραβούσε με βία και την οδηγούσε σε ένα άλλο σημείο απ όπου θα έβλεπαν στον κεντρικό δρόμο.  Εκεί κάθισαν και ο Αχιλλέας της βούλωσε το στόμα με το χέρι του, μερικά μέτρα ποιο μακριά φαινόταν κάποιες σκιές να πλησιάζουν
-Τώρα θα δεις ότι δεν σου έλεγα ψέματα! Της είπε ο Αχιλλέας
Και έτσι έγινε, όταν πέρασαν από μπροστά τους αυτές οι σκιές  και η Ζήνα κατάφερε να ξεχωρίσει τον Πρίαμο ντυμένο γυναίκα να οδηγεί ένα άρμα φορτωμένο με το νεκρό σώμα του Έκτορα. Το άρμα αυτό πήγαινε αργά και έτσι ο Αχιλλέας κατάφερε να βρεθεί μπροστά τους πηγαίνοντας από άλλο δρόμο.  Αφού έφυγε το άρμα ο Αχιλλέας κατέβασε το χέρι του από το στόμα της Ζήνας και της είπε
-Τι έχεις να πεις τώρα;
-Συγνώμη, συγνώμη, με τύφλωσε η ζήλια
-Να αμφιβάλεις ποτέ ξανά για μένα
-Συγνώμη και που αμφέβαλα και τώρα, δεν έπρεπε καν να το είχα σκεφτεί…. Για σένα που ρίσκαρες την ζωή σου για μένα
-Δεν υπάρχει ζωή χωρίς εσένα… της είπε ο Αχιλλέας
Η Ζήνα αφού τον κοίταξε στα μάτια μερικά δευτερόλεπτα χωρίς να μπορεί να πει κάτι έβαλε τα χέρια της στα μάγουλά του και τον φίλησε.
Αφού έκαναν σεξ κοιτούσαν και οι δύο τον ουρανό, η Ζήνα έβαλε το χέρι της πάνω στην κοιλιά του Αχιλλέα και του απήγγειλε ένα ποίημα κοιτώντας τον με λατρεία.

Μέτρησα τα αστέρια
Το ξέρω είναι αδύνατο, αλλά εγώ τα μέτρησα
Και έδωσα σε κάθε αστέρι  από ένα όνομα
Ένα όνομα απ΄ το κάθε σημείο του κορμιού σου
Και έτσι κάθε φορά που θα κοιτώ τον ουρανό
Θα βλέπω εσένα

Ο Αχιλλέας όταν τελείωσε η Ζήνα χαμογέλασε λίγο και συνέχισε να κοιτάει ευτυχισμένος τον ουρανό.


Ο Όμηρος μετά από αυτό που έπαθε αποφάσισε να πάει στον μάγο του στρατοπέδου, έπρεπε να την κατακτήσει αυτήν την γυναίκα. Δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτήν, έφτασε τόσο κοντά πριν, αυτό ήταν που τον πονούσε, θα έκανε τα πάντα, ακόμα και κάτι ανήθικο. Ζήτησε από τον μάγο να του φτιάξει ένα ερωτικό φίλτρο. Ο μάγος  αρνήθηκε, αλλά όταν ο Όμηρος έβγαλε όλα του τα χρήματα και  τα άδειασε  μπροστά του , ο μάγος άλλαξε γνώμη. Του είπε να περάσει την επόμενη μέρα, θα του έδινε ένα φίλτρο που αν έπινε μια γουλιά από αυτό, οποιοδήποτε άτομο του αντίθετου φύλλου τον άκουγε θα τον ερωτευόταν παράφορα.

Την άλλη μέρα η Ζήνα πήγε στην σκηνή του Ομήρου για να του εξηγήσει τι έγινε το προηγούμενο βράδυ, είχε το χαμόγελο έκανα-σεξ-χτες-βράδυ, μπήκε στη σκηνή του αλλά ο Όμηρος έλειπε. Δεν έφυγε, έμεινε εκεί να τον περιμένει, έκατσε στο γραφείο του και έπιασε πάλι την στοίβα με τα ποιήματα του, ήθελε να διαβάσει κι άλλα για να τα πει μετά στον Αχιλλέα. Δίπλα υπήρχε κανάτα με κρασί, έβαλε και μια κούπα, ήπιε μια γουλιά, «υπέροχο» σκέφτηκε, δεν είχε δοκιμάσει καλύτερο κρασί. Εκεί που διάβαζε άκουσε την πολεμική τρομπέτα να ηχεί, τα παράτησε και βγήκε έξω τρέχοντας. Είδε τους άντρες αλλόφρονες να τρέχουν για να ετοιμαστούν, οι Τρώες είχαν βγει από την πόλη και ετοίμαζαν επίθεση. Έφυγε τρέχοντας προς την σκηνή του Αχιλλέα. Δεν τον πρόλαβε, είχε φύγει για την μάχη. Κανονικά δεν θα γινόταν επίθεση σήμερα, θα έπρεπε να γίνει νεκρώσιμη ακολουθία προς τιμήν του Έκτορα αλλά ο Πρίαμος το προηγούμενο βράδυ παρατήρησε ότι όλοι, μα όλοι οι άντρες ήταν μεθυσμένοι. Σήμερα ήταν η μοναδική ευκαιρία να επιτεθούν στους Έλληνες και να τους καταστρέψουν. Θα ήταν μια νίκη αφιερωμένη στον Έκτορα.

Έτσι και έγινε λοιπόν, η μάχη ήταν μια παρωδία, ο στρατός των Ελλήνων αποδεκατίστηκε, οι Τρώες έσφαζαν τους μεθυσμένους Έλληνες με μεγάλη ευκολία, ένας από τους λίγους που διασώθηκαν από τον διασυρμό ήταν ο Αχιλλέας, πολεμούσε με μεγάλη ανδρεία. Μέσα στο πλήθος ήταν ο μοναδικός που δεν οπισθοχωρούσε. Το ξίφος του είχε πάρει φωτιά, ήταν ένα μανιασμένο λιοντάρι που δεν άφηνε τίποτα όρθιο. Όλοι άλλοι δίπλα του έπεφταν.  Σήμανε οπισθοχώρηση,  πολεμώντας έκανε βήματα προς τα πίσω, άλλοι έτρεχαν και τους έβρισκαν βέλη στην πλάτη, αυτόν όμως όχι, ποτέ δεν γύρισε την πλάτη του στην μάχη, δικαιολογημένα ήταν ο καλύτερος πολεμιστής των Ελλήνων.  Όπως πολεμούσε είδε στα δεξιά του σε μια σχετικά μικρή απόσταση μια γυναίκα να πολέμα με το ίδιο πάθος. Ήταν η Ζήνα, δεν του είπε  ότι ήταν στην μάχη γιατί σίγουρα δεν θα την άφηνε, αυτήν όμως ήταν εκεί και πολεμούσε δίπλα στον άντρα που αγαπούσε και αποδεικνυόταν ανώτερη και από πολλούς άντρες.  Ο Αχιλλέας  πολεμούσε κάνοντας πλάγια βήματα πλησιάζοντας προς την Ζήνα. Όταν έφτασε δίπλα της και ενώ πολεμούσαν και οι δύο πλάι πλάι ο Αχιλλέας της είπε
-Τι κάνεις εσύ εδώ!
-Δεν βλέπεις ;ότι και εσύ!
-Γιατί δεν μου το είπες; Είπε ο Αχιλλέας και κάρφωσε το ξίφος του στο λαιμό ενός Τρώα
-Αν στο έλεγα θα μ άφηνες; Είπε η Ζήνα και απέκρουσε ένα ξίφος
-Εννοείται πως όχι!
-Και εγώ εννοείται ότι δεν θα σ άφηνα ποτέ, α, και να σου πω πέρασα υπέροχα χτες…. Είπε η Ζήνα και κάρφωσε χαμογελώντας το ξίφος της στον βουβώνα ενός Τρώα, το έστριψε και το έβγαλε χαμογελώντας
-Είναι από τις βραδιές που σε κάνουν λες ότι αξίζεις να ζεις αυτήν την ζωή… της είπε ο Αχιλλέας και έμπηξε το ξίφος του στο στόμα ενός Τρώα
-Αχ  χαμογελάκι μου,  τέτοια μου λες και λιώνω… ένας Τρώας έπεσε πάνω της και αυτή του έσπασε την μύτη με το κράνος της
-Θα ήθελα να το επαναλάβουμε αλλά είναι λίγο δύσκολο τώρα
-Θα το κάνουμε μετά μωράκι μου, και κοίταξε για ένα κλάσμα τον Αχιλλέα και τον έπιασε να κοιτάει τα μπούτια της ενώ πολεμούσε, τι κοιτάς;  Του είπε
-Τα υπέροχα μπούτια σου, της είπε και το «σου» ακούστηκε πιο έντονο γιατί εκείνη την ώρα ο Αχιλλέας κάρφωνε το ξίφος του στο μάτι ενός Τρώα.
Και όντως τα μπούτια της Ζήνας ήταν υπέροχα με πιτσιλιές αίμα και ιδρώτα, στη θέα τους ο Αχιλλέας κρατούσε το ξίφος του ψηλά. Η Ζήνα γέλασε και με μια ολόκληρη περιστροφή του σώματός της έκοψε με το σπαθί της το στήθος ενός Τρώα πέρα για πέρα
-Τώρα είδα και τον κώλο σου! της είπε χαμογελώντας ο Αχιλλέας
-Βυζάκια πάντως δεν θα δεις… του είπε πάλι γελώντας η Ζήνα ενώ έριχνε μια κλοτσιά στα αρχίδια ενός Τρώα οποίος έσκυψε μπροστά και αυτή του κάρφωσε με δύναμη το σπαθί της στην πλάτη του, για λίγο έμεινε ακάλυπτη
-Πρόσεχε! Είπε ο Αχιλλέας και την τράβηξε πίσω του ενώ αυτός έκανε μπροστά.
Όπως  έκαναν ρομαντζάδες  ο Αχιλλέας είδε ένα ξίφος να πηγαίνει από τα πλάγια προς την κοιλιά της Ζήνας,  είχε την Ζήνα από τα δεξιά του και με το δεξί κρατούσε το ξίφος του, μ αυτό χέρι την έπιασε και την τράβηξε. Βρέθηκε ακάλυπτος μπροστά σε ένα ξίφος για να προστατεύσει την Ζήνα, αυτό το ξίφος μπήκε στην κοιλιά του και τον τραυμάτισε θανάσιμα. Η Ζήνα απέκρουσε  ένα άλλο σπαθί και έκοψε το κεφάλι από έναν άλλο. Μέσα στον χαμό της μάχης είχε τον Αχιλλέα στην αγκαλιά της και αυτός έβγαζε αίμα από το στόμα του που έτρεχε στην πλάτη της.  Η Ζήνα έστριψε το σώμα της και τον φορτώθηκε στην πλάτη και άρχισε να τρέχει  έξω από το πεδίο της μάχης.  Ήταν η πρώτη φορά που ο Αχιλλέας γύρισε την πλάτη του σε μάχη. Όπως έτρεχε η Ζήνα με τον Αχιλλέα στην πλάτη ο θρασύδειλος Πάρις  βγήκε στην πρώτη γραμμή και έριξε ένα βέλος με σκοπό να πετύχει τον Αχιλλέα. Και τον πέτυχε, στην φτέρνα, το βέλος έμεινε εκεί καρφωμένο και όλοι έβλεπαν την Ζήνα να τρέχει με τον Αχιλλέα στην πλάτη και ένας βέλος στην φτέρνα αυτού  του ήρωα.

Όταν η Ζήνα μετά από πολύ ώρα βρέθηκε σε ασφαλή απόσταση άφησε τον Αχιλλέα κάτω και έσκυψε από πάνω του. Ο Αχιλλέας ήταν ήδη νεκρός αλλά είχε μια πραότητα στο πρόσωπό του. Η Ζήνα έσκυβε από πάνω του και τον παρακαλούσε να ξυπνήσει
«Ξύπνα! Σ αγαπάω, ξύπνα!»  Του έλεγε και έκλαιγε γοερά  «ξύπνα! Πως θα ζήσω χωρίς εσένα; Σ αγαπάω! Ξύπνα»

Στο βάθος οι Τρώες είχαν σταματήσει να σφάζουν, οι Έλληνες είχαν ηττηθεί κατά κράτος. Ο βασιλιάς παραδέχτηκε την ήττα, ζήτησε άδεια να μαζέψουν τα πτώματα να κάνουν της κηδείες και να φύγουν την άλλη μέρα το βράδυ. Ο Πρίαμος δέχτηκε, μόνο και μόνο είπε επειδή υπάρχει ένας άντρας σαν τον Αχιλλέα, από σεβασμό στον Αχιλλέα θα τους άφηνε να φύγουν ήσυχα και όχι σαν κυνηγημένα ζώα.

Το ίδιο βράδυ έγιναν οι κηδείες όλων των Ελλήνων που χάθηκαν σ αυτή την μάχη και ήταν πολλοί. Μια κεντρική εξέδρα όμως στήθηκε για να καεί το σώμα του Αχιλλέα. Αφού έβαλαν φωτιά σε όλα τα σώματα έμεινε να κάψουν τελευταίο το σώμα το Αχιλλέα. Μ αυτόν τον τρόπο θα τιμούσαν αυτόν τον ξεχωριστό ήρωα. Η νύχτα γύρω από το σώμα του Αχιλλέα φωτιζόταν υπέροχα από τις φωτιές των άλλων νεκρών. Σπίθες σηκωνόταν στον ουρανό και έσβηναν ήσυχα, έμοιαζαν με μικρά αστεράκια από το ποίημα του Ομήρου. Ένας γαλαξίας στριφογυρνούσε γύρω από το σώμα του Αχιλλέα και στο κέντρο του η δάδα που κρατούσε η Ζήνα για να βάλει την φωτιά που θα στείλει τον Αχιλλέα στον άλλο κόσμο. Πιο ψηλά απ όλους τους ζωντανούς η Ζήνα μόνη εκεί μπροστά στον αγαπημένο της κρατάει την δάδα. Τα μάτια της είναι γεμάτα δάκρυα και το πρόσωπό της θλιμμένο. Σ αυτή την τελευταία φορά που έβλεπε τον αγαπημένο της ήταν πιο όμορφη από ποτέ. Όλοι την θαυμάζανε από κάτω , το φως από τις γύρω φωτιές έπεφτε πάνω της και την έκανε να μοιάζει σαν θεά. Ο μόνος που δεν είχε συνεπαρθεί από την ομορφιά της ήταν ο Αγαμέμνονας, ο οποίος σκεφτόταν το σχέδιο με το ξύλινο άλογο που είχε αναθέσει στον Οδυσσέα. Η Ζήνα κοιτούσε τον νεκρό της αγαπημένο και ψέλλιζε , κουνώντας το κεφάλι της, κλαίγοντας μια μόνο λέξη, μια λέξη που έβγαινε πιο αδύναμη και από τον αέρα που ίσα που έκανε αισθητή την παρουσία του, πιο αδύναμη και από τις σπίθες που έβγαιναν από τους καιόμενους νεκρούς, έλεγε μόνο μια λέξη
Μαλάκα….
Μαλάκα…





Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011

Ιλιάδα 8 (η ρίζα του κακού)


Ο Αχιλλέας είναι έξω από τα τείχη της Τροίας και φωνάζει τον Έκτορα να βγει έξω να μονομαχήσουν για να τον τιμωρήσει που χτύπησε την Ζήνα. Ο Έκτορας και η βασιλική οικογένεια είναι ψηλά στα τείχη και ακούνε αυτόν τον βάρβαρο να φωνάζει. Ο Πρίαμος κοιτάει τον γιό του με υποτιμητικό βλέμμα, τον θεωρεί gay, τον έδειρε μια γυναίκα, και σκότωσε λάθος άνθρωπο σε μονομαχία. Ο Έκτορας δεν μπορούσε να αντέξει άλλο αυτό το βλέμμα, μόνο ένα πράγμα του έμενε να κάνει, να πάει να μονομαχήσει.  Βγήκε στην άκρη του τείχους και φώναξε «Έρχομαι Αχιλλέα!» γύρισε φίλησε την γυναίκα του, τον αδερφό του,  την μάνα του και τον πατέρα του «Ελπίζω κάποια μέρα να καταλάβεις ότι έκανες λάθος για μένα πατέρα, όπως και να χει εγώ σ αγαπώ» ο πατέρας του δεν απάντησε, κοιτούσε  μπροστά και περίμενε να φύγει ο γιος του. Ο ¨Έκτορας πήγε και πήρε τα όπλα του και την πανοπλία του, ξεκίνησε να κατεβαίνει τις σκάλες αλλά στην διαδρομή ένιωσε ένα σφίξιμο στη κοιλία,  ο φόβος του τον ανάγκασε να πάει στην τουαλέτα, γύρισε πίσω, ανέβηκε έναν όροφο και πήγε στην βασιλική τουαλέτα. Ξαλάφρωσε, είχε μια βδομάδα να αδειάσει, τράβηξε το καζανάκι αλλά η τουαλέτα είχα στουμπώσει, δεν μπορούσε να περιμένει να ξαναγεμίσει το καζανάκι,  έπρεπε να φύγει , θα το κανόνιζε μετά αυτό το θέμα, αν γυρνούσε ζωντανός….

Ο Αχιλλέας καθόταν σε μια πέτρα και περίμενε τον Έκτορα, σκότωνε την ώρα της αναμονής βγάζοντας κουκούδια από την μύτη του.  Τα έκανε μπαλάκια και τα πετούσε.  Κάθε τρύπα είναι σημείο ηδονής, όπως ο Έκτορας απόλαυσε το χέσιμό του έτσι και ο Αχιλλέας απολάμβανε να σκαλίζει την μύτη του. Η πύλη της Τροίας άνοιξε και βγήκε ο Έκτορας, αρματωμένος και επιβλητικός,  ο Αχιλλέας τον είδε αλλά δεν σηκώθηκε,  έμεινε καθισμένος στην πέτρα και κοιτούσε τον Έκτορα που είχε σταματήσει μερικά μέτρα μακριά του.
-Είσαι έτοιμος να πεθάνεις μαλακάκο;  Του είπε ο Αχιλλέας
-Ο ι θεοι θα με προθτατευθουν.
-Να σαι σίγουρος για αυτό… Τουλάχιστον έκανες σεξ με την γυναίκα σου χτες το βράδυ για τελευταία φορά;
-Είχε περίοδο…
-Ωχ!
-Ναι Αχιλλέα, αστα να πάνε, δεν φαντάζεσαι τι τράβηξα….
-Σε καταλαβαίνω.
-Θέλω να θυμφωνήθουμε θε κάτι, αν θε θκοτώθω θα θτείλω το θώμα θου πίθω θτους δικούθ θου, να με θκοτωθειθ θέλω να πάθ το θωμα μου θτην πιθω μερια τηθ πόληθ, έχω μιλήθει  με δικούθ μου να με παραλάβουν, να με βλέππουν νεκρό η οικογένειά μου. Θυμφωνοί;
-Σύμφωνοι.  Είπε ο Αχιλλέας και σηκώθηκε
Ο Έκτορας τράβηξε το ξίφος του,  το ίδιο έκανε και ο Αχιλλέας,  ο Έκτορας κρατώντας το ξίφος ψηλά έτρεξε προς τον Αχιλλέα, αυτός έκανε μια στροφή και τον απέφυγε,  μόλις βρέθηκε πίσω του ο Έκτορας ο Αχιλλέας ολοκληρώνοντας την στροφή χτύπησε με το σπαθί τον Έκτορα στο κεφάλι. Το κράνος του δυσκοίλιου έφυγε από το κεφάλι του και ο Έκτορας παραπάτησε, τα μαλλιά του ανέμισαν, ο Αχιλλέας δεν του άφησε καθόλου χρόνου, αμέσως όρμησε πάνω του και έριξε μια κλοτσιά στην ασπίδα του Έκτορα και τον έστειλε μερικά βήματα ακόμα προς τα πίσω, ο Έκτορας σταμάτησε το παραπάτημά του και έκανε ένα χτύπημα με το σπαθί προς τον Αχιλλέα, το απέφυγε και το σπαθί χτύπησε στο χώμα, αμέσως ο Αχιλλέας το πάτησε και αυτό έφυγε από τα χέρια του κατόχου του, με το άλλο πόδι ο Αχιλλέας ξανάριξε κλοτσιά στην ασπίδα του Έκτορα, ο Έκτορας έστριψε το κορμί του και ο Αχιλλέας βρέθηκε μπροστά με την πλάτη γυρισμένη στο Έκτορα, αυτό πήγε να τον αγκαλιάσει από την μέση για να τον ρίξει κάτω αλλά ο Αχιλλέας του έριξε μια αγκωνιά στο μούτρα,  με την φόρα πόυ είχε στρίβοντας το κορμί του για την αγκωνιά ο Αχιλλέας του έριξε και μια  γονατιά στο στομάχι. Ο Έκτορας διπλώθηκε και έμεινε σκυμμένος στο γόνατο του Αχιλλέα. Ο Αχιλλέας τον έπιασε από τα μαλλιά και για τον σηκώσει, αλλά έμεινε λίγο.
-Τι ωραία μαλλιά…. Του είπε ο Αχιλλέας
-Ναι, λούζομαι με Pantene και μετά βγάζω κρέμα μαλλιών, απάντησε ο Έκτορας αγκομαχώντας
-Μα είναι τόσο απαλά… είπε ο Αχιλλέας και του χάιδευε τα μαλλιά
- Σ ευχαριστώ.
Ο Αχιλλέας τραβήχτηκε προς τα πίσω και άφησε τον Έκτορα να πέσει  μπρούμυτα  στο χώμα και κάρφωσε το ξίφος του στην πλάτη του αντίπαλού του.



Την λίγη ώρα που κράτησε η μονομαχία οι βασιλική οικογένεια παρακολουθούσε από τα τείχη, η γυναίκα του Έκτορα μόλις είδε τον άντρα της να πεθαίνει ούρλιαξε και άρχισε να τρέχει, ο βασιλιάς ένιωσε ένα πόνο που άφησε τον γιο να σκοτωθεί αλλά δεν το έδειξε, σηκώθηκε δήθεν αδιάφορός και πήγε μέσα στο παλάτι,  πήγαινε προς την τουαλέτα, στο δρόμο άρχισε ξα δακρύζει, θυμήθηκε τον γιο του μικρό που έπαιζε μέσα σ αυτούς τους τοίχους και κατηγορούσε τον εαυτό του αλλά απ την άλλη πάλι προσπαθούσε να τον δικαιολογήσει σκεπτόμενος τις ερωτικές προτιμήσεις του γιού του. Έφτασε στην τουαλέτα, είδε τρεις υπηρέτες να προσπαθούνε να κάνουν κάτι πάνω από αυτή, «τι έγινε;» τους ρώτησε,  «βασιλιά μου δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε την τουαλέτα, ήταν πριν ο Έκτορας εδώ και…..» ο βασιλιάς έσπρωξε τον υπηρέτη που μίλησε και πήγε πάνω από την τουαλέτα και είδε το περιεχόμενό της και τρόμαξε.  Ήταν αυτό που άφησε ο γιος του πριν πάει να σκοτωθεί και ήταν η απόδειξη του ότι έλεγε ό Έκτορας ήταν αλήθεια. Άδικα τον κατηγόρησε, τον έστειλε στον θάνατο και στην ατίμωση. Ήταν κακός πατέρας σκέφτηκε και έπεσε στα γόνατα και άρχισε να κλαίει με αναφιλητά. 

Ο Αχιλλέας δένει το σώμα του Έκτορα για να το μεταφέρει στην πίσω μεριά της πόλης όπως του είχε υποσχεθεί,  μόλις ξεκίνησε βγήκε η γυναίκα του Έκτορα από την πόλη και ουρλιάζοντας έτρεχε προς τα πάνω του «Παναγία μου! Μια τρελή με περίοδο!» είπε ο Αχιλλέας και άλλαξε πορεία προς το στρατόπεδο των Ελλήνων. Λίγο πιο κάτω σταμάτησε και είδε την τρελή να κάνει βόλτες πάνω κάτω , του έκοβε τον δρόμο για την πίσω μεριά της πόλης. Δεν μπορούσε να τα βάλει με μια γυναίκα με περίοδο, είχε άσχημες εμπειρίες, στράφηκε στο νεκρό σώμα του Έκτορα με τα υπέροχα μαλλιά και του είπε «Συγνώμη αδελφέ μου, δεν μπορώ να εκπληρώσω την υπόσχεση μου σήμερα, είμαι σίγουρος ότι εσύ με καταλαβαίνεις. Σου ορκίζομαι ότι μια άλλη μέρα θα φέρω στο σώμα στο σημείο που μου ζήτησες» . Χτύπησε το άλογο με τα χαλινάρια του και ξεκίνησε για το στρατόπεδο των Ελλήνων. Ο ήλιος βασίλευε γλυκά πίσω του.

Το ίδιο βράδυ στήθηκε τρελό γλέντι για να γιορτάσουν αυτήν την νίκη του Αχιλλέα, την βραδιά θα κοσμούσε με την παρουσία της και τα τραγούδια της η γνωστή αοιδός Στέλλα Μπεζεντάκου. Για πολύ έπιναν και γλεντούσαν οι παραβρισκόμενοι, ήταν όλοι εκεί,  ακόμα και ο πιο σοφός άντρας της Ελλάδας,  ο Κώστας Πρέκας. Μετά το τελευταίο τραγούδι της Στέλλας το γνωστό «Το νινι σέρνει καράβι» ο Πρέκας ανέβηκε στο πάλκο να μιλήσει και να εμψυχώσει τους Έλληνες. Ζήτησε το μικρόφωνο, ο floor manager του είπε ότι δεν υπάρχει μικρόφωνο, έτσι ο Πρέκας μίλησε με την τρανταχτή φωνή του καθισμένος σε μια καρέκλα. Όλοι σώπασαν άκουγαν με προσοχή τα λόγια αυτού του άντρακλα.
-Έλληνες. Έλληνες μου, μαζευτήκαμε εδώ για  να γιορτάσουμε την σπουδαία νίκη αυτού του παλικαριού, του Αχιλλέα, νιεχ, αυτό το παλικάρι μας έκανε όλους να αισθανόμαστε περήφανοι που είμαστε Έλληνες, νιεχ, πολέμησε για την Ελληνική ομορφιά και κέρδισε. Τα τραγούδια που ακούσαμε πριν από την υπέροχη αυτή κυρία δεν είναι απλά διασκεδαστικά τραγουδάκια σύντροφοι,  εμπεριέχουν μέσα τους την σοφία του υπέροχου λαού μας.  Για παράδειγμα, «κάνε υπομονή και θα ρθει το μνι» κρύβει μέσα του πολλές αλήθειες που αποκαλύπτονται με τους αριθμούς. Κάνε υπομονή 11 γράμματα, θα ρθει το μνι 11 γράμματα, άρα είναι ισοσκελισμένη η πρόταση, τυχαίο; Δεν νομίζω, 11 και 11 είκοσι δύο, πόσο χρονών είναι η Ελένη; 22! Τυχαίο; Αλλά Έλληνες μου δεν είναι μόνο αυτό, αν μετρήσουμε όλα τα γράμματα της πρότασης είναι εικοσιπέντε. Αυτή η πρόταση μας δείχνει την τάση των αντρών να κατακτήσουν μια γυναίκα, και είναι αυτή η τάση που μας έφερε μέχρι έδω, αρά η ρίζα του κακού είναι η μουνοδειλία μας.  Αν ρίζα του κακού είναι το ζητούμενο ,το κακό όπως είπα και πριν είναι το εικοσιπέντε , και η ρίζα του είναι το πέντε. Πέντε τα γράμματα της Ελένης, πέντε τα γράμματα του ονόματος Πάρις, πέντε και τα γράμματα της Τροίας.  Πόσα με πέντε γράμματα σαν έχουν καταστρέψει την ζωή; Το γυναικείο μόριο καθέτως, που τα οριζόντια γίνεται  στόμα. Και τα δύο με πέντε γράμματα.   Σκεφτείτε τις γυναίκες που είχατε με πέντε γράμματα, Μαρία, Σοφία, Σούλα, Ρούλα, Τζίνα, Λίτσα, Ελένη, σκεφτείτε τις θα δείτε ότι έχω δίκιο. Η ρίζα του κακού είναι το πέντε  και όλα τα κακά καταλήγουν σε αυτό το νούμερο
Πολλοί Έλληνες άρχισαν να κουνάνε καταφατικά το κεφάλι,  μεθυσμένοι όπως ήταν δεν καταλάβαιναν τι μαλακίες έλεγε ο Πρέκας αλλά τους έπεισε ότι το πέντε ήταν η ρίζα του κακού. Από εκείνη την βραδιά και έπειτα επικράτησε μια νέα συνήθεια στους Έλληνες που όποιος ήθελε να καταραστεί κάποιον του έδειχνε το πέντε με τα δάχτυλά του. Αυτή συνήθεια έγινε γνωστή ως μούτζα. Πάρτα μαλάκα, να βρεις γκόμενα με πέντε γράμματα!
Ο Πρέκας συνέχισε να λέει τις ασυναρτησίες του με το γνωστό του πάθος, μόνο μεθυσμένοι θα μπορούσαν να τον ακούσουν. Μέχρι που κουράστηκε να μιλάει και σηκώθηκε από την καρέκλα με δάκρυα στα μάτια, από την συγκίνηση.
-Και ο τώρα Έλληνες μου η βραδιά θα συνεχιστεί με τους Ονειράμα!


Ο Αχιλλέας δυσανασχέτησε μόλις άκουσε για αυτούς του μαλάκες και είπε στην Ζήνα να φύγουν, αυτή του είπε ότι θα μείνει, συζητούσε ένα θέμα με τον Όμηρο που καθόταν δίπλα της(΄0χι τυχαία) . Ο Όμηρος κατέγραφε τα όσα γινόταν εκεί και θα έμεναν για πάντα στους αιώνες, η ματαιόδοξη Ζήνα έκανε τα γλυκά μάτια στον ¨Όμηρο για να την περιγράφει ως πανέμορφη, πανέξυπνη και προπαντός ως πολύ καλό άνθρωπο.  Ο Αχιλλέας δεν επέμεινε σηκώθηκε και έφυγε από την γιορτή.

Μόλις μπήκε στην σκηνή του ο Αχιλλέας είδε καθισμένη στο κρεβάτι του μια γυναίκα. Έβλεπε την πλάτη της, είχε μακριά ξανθά μαλλιά και φορούσε ένα μαύρο φόρεμα. Ο Αχιλλέα παραξενεύτηκε με αυτήν την παρουσία, σκέφτηκε μήπως είναι κάποιο δώρο από τον βασιλιά για τον διασκεδάσει, την πλησίασε αργά «Ποία είσαι» τη ρώτησε. Γυναίκα σηκώθηκε αμέσως και τον κοίταξε.
-Παναγία μου! Ένα γέρικο τραβέλι! Τι είσαι εσύ; Ρώτησε τρομαγμένος ο Αχιλλέας
-Ηρέμησε παιδί μου, δεν είμαι τραβέλι, είμαι ο Πρίαμος, ο βασιλιάς της Τροίας, αλλά σήμερα δεν ήρθα σαν βασιλιάς, ήρθα σαν πατέρας.
Ο Πρίαμος μετά το κλάμα που έριξε στην τουαλέτα για τον σκοτωμένο του  γιο αποφάσισε να πάει ο ίδιος να ζητήσει το σώμα του δολοφονημένου γιου του, ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει για εξιλέωση. Έβαλε ένα μαύρο φόρεμα με σκίσιμο μέχρι ψηλά στο μπούτι, μια ξανθιά περούκα, μακιγιαρίστηκε και έφυγε κρυφά για το στρατόπεδο των Ελλήνων.
-Και γιατί ήρθες έτσι; Θα μου προσφέρεις ερωτικά ανταλλάγματα για αυτό που θα μου ζητήσεις;
-Όχι παιδί μου, ήρθα μεταμφιεσμένος για να μην με αναγνωρίσουν, είπε ο Πρίαμος και τίναξε το κεφάλι του για να φύγει η ξανθιά φράντζα που του έπεφτε στα μάτια
-Θα μπορούσες να είχες ντυθεί και ζητιάνος
 Ο Πρίαμος κόλλησε λίγο και μετά έπεσε στα γόνατα μπροστά από τον Αχιλλέα
-Όχι δεν θέλω πίπα! Φώναξε ο Αχιλλέας
-Δώσε μου πίσω το σώμα του νεκρού γιου μου σε παρακαλώ…
-Σήκω πάνω (τον έπιασε και τον σήκωσε) μπορείς να πάρεις το σώμα του γιου σου Πρίαμε, δεν είχα σκοπό να το φέρω μέχρι εδώ.
-Σε ευχαριστώ παιδί μου, είπε ο Πρίαμος και τον φίλησε στο μάγουλο, του άφησε κόκκινο σημάδι στο μάγουλο από το κραγιόν του.
-Δεν χρειάζεται να με ευχαριστείς, εγώ σε ευχαριστώ που μου μιλάς με τόσο σεβασμό παρόλο που σκότωσα τον γιο σου
-Σταμάτα, θα κλάψω, θα μου φύγει η μάσκαρα….
-Πίσω από την σκηνή θα βρεις το σώμα του γιού σου
Ο Πρίαμος έφερε τα χέρια του κάτω από τα μάτια του  για να συγκρατήσει την συγκίνηση του και ο Αχιλλέας παρατήρησε τα βαμμένα κόκκινα νύχια του Πριάμου. Ο Πρίαμος έφυγε για να μην κλάψει και βγήκε από την σκηνή, ο Αχιλλέας παρατήρησε ότι εκτός από τα ψεύτικα βυζιά, τα κόκκινα νύχια, το μακιγιάζ, ο Πρίαμος φορούσε και κόκκινη γόβα στιλέτο. Μήπως το παράκανε με την μεταμφίεση; Από μακριά θα φαινόταν σαν κανονική γυναίκα, με μεγάλα βυζιά.

Η Ζήνα επέστρεφε στην σκηνή, τόση ώρα έκανε τα γλυκά μάτια στον ¨Όμηρο και τον άφηνε να την χουφτώνει.  Από μακριά είδε μια ξανθιά γυναίκα να βγαίνει από την σκηνή του Αχιλλέα, πάγωσε, της κόπηκαν τα πόδια, έμεινε εκεί, δεν μπορούσε να το πιστέψει, ο Αχιλλέας την απατούσε; Μετά από πολλή ώρα βρήκε την δύναμη να περπατήσει, μπήκε στην σκηνή, ο Αχιλλέας την είδε αναψοκοκκινισμένη και τρόμαξε. Η Ζήνα κατευθείαν του έριξε ένα χαστούκι.
-Τι κάνεις! Είπε ο Αχιλλέας πιάνοντας το μάγουλό του
-Με απατάς αλήτη!
-Όχι αγάπη μου δεν είναι αυτό που νομίζεις!
-Δεν νομίζω! Την είδα με τα μάτια μου να βγαίνει από την σκηνή σου!
-Αγάπη μου κάνεις λάθος αυτ
-Λάθος;!!!!! Και το φιλί στο μάγουλο τι είναι; Βλάκα! Ούτε το κραγιόν της δεν έβγαλες!
-Αγάπη μου δεν ήταν γυναίκα! Ήταν ο Πρίαμος!
-Ο Πρίαμος; Για πόσο ηλίθια με περνάς;
-Αλήθεια σου λέω! Ήρθε να πάρει το σώμα του Έκτορα
-Ο Πρίαμος; Με κόκκινη γόβα στιλέτο και σκιστό φόρεμα και ξανθό μαλλί; Τι είναι αυτό;
-Κακόγουστο;
-Μαλάκα! (φαπ, χαστούκι)
-Αγάπη μου περίμενε
-Μαλάκα!
Η Ζήνα βγήκε από την σκηνή κουνώντας θυμωμένα τον υπέροχο κώλο της και δεν σταματούσε να φωνάζει «Μαλάκα! Μαλάκα! Μαλάκα!»
 Ο Αχιλλέας πάλι μόνος.




Τρίτη 15 Μαρτίου 2011

Ο Επίδεσμος Μου


Λάμψη
Μέσα στο σκοτάδι
Το μόνο που βλέπω
Μια λάμψη
Σταματάω τον χρόνο
Ευθυγραμμίζομαι μ αυτό που βλέπω
Περιμένω
Όλα κινούνται αργά
Δεν βλέπω τίποτα
Μόνο περιμένω
Σκοτάδι
Κι άλλη λάμψη
Άστρα που έλαμψαν μόνο μια στιγμή
Λάμψεις
Πρώτα το φως
Ταξιδεύει γρήγορα
Μετά οι σφαίρες
Οι λάμψεις ήταν πυροβολισμοί
Μπήκα στην τροχιά τους και με πετύχανε
Μετά έφτασε και ο ήχος
Με έριξαν κάτω
Με τραυματίσανε
Στο σώμα
Δεν με σκοτώσανε αλλά πονάω
Αίμα τρέχει από το σώμα μου
Ξαπλωμένος στο σκοτάδι
Τραυματισμένος
Βλέπω κι άλλο φως
Έντονο
Φτάνει μπροστά μου
Με θαμπώνει
Περιβάλει μια μορφή
Δεν ξεχωρίζω την μορφή 
Μου μιλάει
-Πονάς;
-Ναι
-Θες βοήθεια;
-Ναι
Μου έδωσε γάζες και επιδέσμους
Για τα τραύματά μου
Την ευχαρίστησα
Έφυγε
Δεν ήθελε να με βλέπει να πονάω
Χρησιμοποίησα τους επιδέσμους
Μόνο στο κεφάλι μου
Έδεσα τα μάτια μου
Να μην βλέπω πια
Να μην πονάω πια


Κυριακή 13 Μαρτίου 2011

Ιλιάδα 7 ( Φαγούρα )


Ο Αχιλλέας ξυπνάει μέσα στην σκηνή του, αισθανόταν κουρασμένος, με δυσκολία σηκώθηκε, έπιασε τα ρούχα του που είχε δίπλα στο κρεβάτι του και ντύθηκε, ήθελε να κάνει μια βόλτα να ξεπιαστεί. Δεν παρατήρησε ότι έλειπε η πανοπλία του. Βγήκε έξω απο την σκηνή,  ο ήλιος ήταν απολαυστικότατος, ιδανική μέρα για βόλτα. Ένιωσε την ανάγκη για μια κούπα με καφέ, αλλά που να βρεις καφέ εκείνη την εποχή. Η σκέψη για καφέ τον έκανε να νιώσει και ένα σφίξιμο στην κοιλιακή χώρα, έπρεπε να αδειάσει. Απ την στιγμή που του μπήκε αυτή η σκέψη άρχισε να σφίγγεται και δεν περπατούσε χαλαρά. Πήγαινε στο δάσος να κάνει την ανάγκη του, δεν είχε μάθει τι έγινε με τον Πάτροκλο ούτε και παραξενεύτηκε που έλειπαν όλοι. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να βρει την Ζήνα και να χέσει. Ή μάλλον καλύτερα να χέσει και να βρει την Ζήνα Την δουλειά την έκανε δίπλα από μια συκιά με χαμηλά κλωνάρια, δεν θα τον έβλεπε κανείς εκεί. Αφού τελείωσε θαύμασε για λίγο το έργο του, το πόνημά του, και σκούπισε τον πισινό του με φύλλα που έκοψε από την συκιά. Ανακουφισμένος πλέον άρχισε να περπατάει χαλαρά στο δάσος, πηγαίνει προς το ποτάμι, ίσως να ήταν και η Ζήνα εκεί. Μετά από λίγο ενώ περπατούσε άρχισε να νιώθει μια ελαφριά ενόχληση στον πισινό του, μια ελαφριά φαγούρα, ξύθηκε λίγο και συνέχισε. Έφτασε στο ποτάμι, δεν έβλεπε την Ζήνα, περπάτησε παράλληλα με αυτό και μετά από μια στροφή την είδε.   Ήταν ξαπλωμένη και λιαζότανε, έμοιαζε τόσο ήρεμη, τόσο διαφορετική από ότι ήταν το πρωί. Η Ζήνα ξαπλωμένη ανάσκελα, είχε σταυρωμένα τα χέρια της πίσω από το κεφάλι της για μαξιλάρι και το ένα της γόνατο  σηκωμένο προς τα πάνω.  Ο ήλιος έκανε τρελά κέφια με τα χρώματα της, το αεράκι περνούσε μέσα από ρούχα της και έβγαινε χαρούμενο στον κόσμο που υποκλινόταν στην θεϊκή ομορφιά της Ζήνας. Υπήρχε πολύ όμορφα στο χώρο η Ζήνα. Ο Αχιλλέας την κοιτούσε και έξυνε τον κώλο του. Τα γαμημένα συκόφυλλα του έφεραν φαγούρα, τι να έκανε; Δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί πολύ γιατί γύρισε η Ζήνα και τον κοίταξε, αν και ήταν λίγο μακριά κατάλαβε ότι του χαμογέλασε,  του έκανε και νόημα με το δάχτυλό της να πάει προς τα κει.  Τα δέντρα και ο αέρας  πέρασαν προς τα πίσω, δίπλα από τα μάτια του και από το πρόσωπό του με τέτοιον τρόπο που δεν ήταν σίγουρος αν αυτός κινήθηκε προς αυτήν ή αν  ήρθε όλο το σκηνικό προς το μέρος του, αυτό που μετρούσε όμως είναι ότι έφτασε σε εκείνη και την κοιτούσε από ψηλά, και αυτή ήταν ήρεμη και του χαμογελούσε. Αν δεν είχε την φαγούρα στον κώλο αυτό θα ήταν ένα ειδυλλιακό ,ρομαντικό στιγμιότυπο της ιστορίας, ο Αχιλλέας προσπάθησε να το κρατήσει έτσι και δεν έξυνε τον κώλο του μπροστά στην Ζήνα. Της μίλησε όμως
-Είσαι καλύτερα τώρα.
-Ναι, με συγχωρείς για πριν, όταν έχω περίοδο έχω και νεύρα
-Εντάξει συμβαίνει αυτό,  σημασία έχει ότι τώρα είσαι ήρεμη
-Έλα ξάπλωσε δίπλα μου, του είπε Ζήνα και χτύπησε το έδαφος ελαφρά με το  χέρι της
Ο Αχιλλέας ξάπλωσε δίπλα της και έστριψε το σώμα του προς την Ζήνα, ακούμπησε τον αγκώνα του κάτω και με στην παλάμη του , μ αυτήν που πριν έξυνε τον κώλο του, στήριζε το κεφάλι του (το πάνω κεφάλι, μην μπερδευόμαστε) το ίδιο έκανε και η Ζήνα και πλέον είναι ένας αντίκρυ στον άλλο και κοιτιούνται.
-Τι είναι; Του είπε με χαμόγελο μετά από λίγη ώρα η Ζήνα
-Τι όμορφα που υπάρχεις…… της είπε ο Αχιλλέας
-Αχ , τέτοια μου λες και με τρελαίνεις
Ο Αχιλλέας σκέφτηκε να την αγγίξει,  να ξεκινήσει το χαμούρεμα που θα κατέληγε σε σεξ, αλλά θυμήθηκε την περίοδο και κρατήθηκε. Αντίθετα η Ζήνα του έπιασε το χέρι, το καθαρό, και έπαιζε με τα δάχτυλά  του. Ο Αχιλλέας όμως τόση ώρα είχε φαγούρα και ήθελε να ξυθεί, πώς να χαλούσε αυτό το σκηνικό,  τι να της έλεγε «Αγάπη μου δώσε μου λίγο το χέρι σου να ξύσω τον κώλο μου και στο ξαναδίνω»; όχι,  δεν μπορούσε να το κάνει αυτό, αλλά η φαγούρα ήταν ανυπόφορη, και τον χτυπούσε και ο ήλιος στα κωλομέρια.  Η Ζήνα συνέχισε να παίζει με τα δάχτυλα του Αχιλλέα αρκετή ώρα, αυτός σκεφτόταν τι να κάνει, έσφιξε τα κωλομέρια του και κουνούσε τα πόδια του σιγά σιγά για κουνηθούν και οι σάρκες του στα έγκατα του πισινού του. Η Ζήνα τον ρώτησε «Τι έχεις; Σε βλέπω κάπως σφιγμένο…» αυτός σκέφτηκε λίγο και της απάντησε
-Τίποτα, αγάπη μου… θες να κάνουμε ένα μπανάκι στο ποτάμι; Αυτό σκέφτηκε ο πονηρός για να πολεμήσει την φαγούρα που γινόταν όλο και πιο έντονη
-Γιατί θες να με δεις γυμνή; Δεν χόρτασες τόσες μέρες;
-Δεν χορταίνεσαι με τίποτα εσύ αγάπη μου
-Δεν μπορώ να κάνω μπάνιο
-Μη φοβάσαι, θα σου μάθω εγώ, ε Ζηνούλα μου; Ζουζηνίτσα μου;  Μπανάκι;
-Ξέρω μπάνιο μωράκι μου, σήμερα δεν μπορώ να κάνω, έχω περίοδο ξέχασες;
-Αχ ναι μωρέ, συγνώμη
-Άλλη φορά… έλα να κάτσουμε εδώ για όσο μπορέσουμε, να ξεχάσουμε τα πάντα.
-Μήπως θα ήθελες να σηκωθούμε και να περπατήσουμε χέρι χέρι δίπλα στο ποτάμι;
-Γιατί τι σκέφτεσαι
-Να περπατήσουμε.
Εκείνη την στιγμή όμως ο Αχιλλέας ένιωσε μια έντονη ριπή φαγούρας η οποία μετουσιώθηκε σε  μια απότομη σύσπαση  της λεκάνης προς τα εμπρός, κίνηση που έμοιαζε με σεξουαλικό υπονοούμενο.  Η Ζήνα σπάστηκε που το είδε αυτό και του είπε
-Πάλι αυτό έχεις στο μυαλό σου; Μόνο αυτό έχεις στο μυαλό σου;! Δεν με υπολογίζεις καθόλου!
-Όχι αγάπη μου λάθος κάνεις δεν είναι έτσι τα πράγματα
-Τώρα το αλλάζεις; Βάλτο καλά στο μυαλό σου ΔΕΝ ΕΪΜΑΙ ΣΚΕΥΟΣ ΥΔΟΝΗΣ! Και μάθε να σέβεσαι μια γυναίκα όταν αυτή έχει περίοδο!  Είπε η Ζήνα και σηκώθηκε θυμωμένη
-Αγάπη μου περίμενε, είπε ο Αχιλλέας που σηκώθηκε και της έπιασε το χέρι με το βρώμικο δικό του
-Άσε με! Του φώναξε η Ζήνα τινάζοντας το χέρι της και έφυγε κουνώντας θυμωμένα το κώλο της
-Ζήνα… φώναξε λυπημένος ο Αχιλλέας που έξυνε τον κώλο του
Η Ζήνα δεν του απάντησε, μόνο μετά από μερικά βήματα έστριψε το κορμί της 180 μοίρες, έκανε ένα βήμα προς τα πίσω «Μαλάκα!» του φώναξε, έστριψε άλλες 180 μοίρες και συνέχισε να περπατάει θυμωμένα με τεντωμένες τις παλάμες των χεριών της. Αυτή η στροφή έκανε το φόρεμα της χορέψει τέλεια πάνω στο λεπτεπίλεπτο κορμί της. Ο Αχιλλέας έμεινε να κοιτάει να φεύγει, πάντα ξύνοντας το κώλο του με ευχαρίστηση. Μετά από λίγο έβγαλε τα ρούχα του και βούτηξε στο ποτάμι.



Η Ζήνα έφτασε στο στρατόπεδο, είδε ότι οι περισσότεροι έλειπαν και ρώτησε έναν φύλακα τι έχει γίνει, αυτός της απάντησε ότι ό Αχιλλέας μονομαχεί με τον Έκτορα. «Μα πως είναι δυνατόν; Αφού ο Αχιλλέας ήταν μαζί μου πριν από λίγο» «Δεν ξέρω τι λες, πάντως αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι και εγώ είδα τον Αχιλλέα πριν από πολύ ώρα να περνάει από μπροστά  μου, η μονομαχία πρέπει να άρχισε πριν από λίγο ή ξεκινάει τώρα» της απάντησε ο φρουρός «Αφού πέρασε πριν από ώρες γιατί ξεκινάει τώρα;» «Κάτι άκουσα ότι έπρεπε να περιμένουν και τον βασιλιά να είναι θεατής στην μονομαχία, δεν ξέρω τίποτα άλλο μην με ρωτάς.»
Η Ζήνα ξεκίνησε για το χώρο όπου και θα γινόταν η μονομαχία, από μακριά έβλεπε κόσμο μαζεμένο, απορούσε πως είναι δυνατό να συμβαίνει αυτό.  Όταν έφτασε στον χώρο, πέρασε ανάμεσα από τους παρευρισκόμενους, μόλις έφτασε μπροστά είδε τον Αχιλλέα πεσμένο κάτω και να γελάει και τον Έκτορα να του καρφώνει το σπαθί στην καρδιά. Ούρλιαξε και έτρεξε στον σκοτωμένο Αχιλλέα,  έβγαλε το κράνος του και είδε ότι ήταν ό Πάτροκλος, όλοι όσοι το είδαν αυτό αναφώνησαν, ο Έκτορας την έπιασε από τα μαλλιά και την σήκωσε
-Εθύ θα ρθείθ μαζί μου, της είπε ο φαφούτης Έκτορας
-Άσε με μαλάκα! Είπε η Ζήνα και τίναξε το χέρι το Έκτορα
-Δεν καταλαβεθ καλά, θκότωθα τον κανακάρι θου και εθύ θα μ ακολουθήθεις!
-Αυτός δεν ήταν ο Αχιλλέας αυτός ήταν ο Πάτροκλος! Άχρηστε σκότωσες λάθος άνθρωπο!
Ο Έκτορας κοίταξε το πτώμα, είδε και τους άλλους είχαν σαστίσει και κατάλαβε ότι κάποια μπινιά παίχτηκε σε βάρος του, αλλά δεν θα δεχόταν με τίποτα να γυρίσει χωρίς την Ζήνα, την έπιασε από τον λαιμό και της είπε
-Όπωθ και να χει εθύ θα ρθειθ μαζί μου!
-Μην με ακουμπάς! Έχω περίοδο! Είπε Ζήνα και του άρπαξε τα αρχίδια
Ο Έκτορας άνοιξε το φαφούτικο ματωμένο στόμα του και άφησε το σπαθί του να πέσει,  η Ζήνα του έστριψε κι άλλο τα αρχίδια μέχρι που ακούστηκε ένα κράκ, όλοι οι άντρες που έβλεπαν το σκηνικό έπιασαν τα δικά τους. Η Ζήνα κοιτούσε θυμωμένη τον Έκτορα και του είπε
-Ξέρεις τι θα πει γυναίκα με περίοδο; Ξέρεις; Πάρε τους μαλάκες σου και φύγε
Ο Έκτορας δεν μπορούσε να μιλήσει, η Ζήνα του έστριψε κι άλλο τα αρχίδια και αυτός έβγαλε μια φωνή σαν κοριτσάκι
-Πες τους να φύγουν ρε μαλάκα!
Ο Έκτορας έκανε νόημα τους δικούς του κάνουν προς τα πίσω, αυτοί υποχωρούσαν διστακτικά κρατώντας τα αρχίδια τους και πονώντας μαζί με τον Έκτορα που τον είχε γονατίσει η Ζήνα.
Η αρχιδοκρατούσα γύρισε προς τους Έλληνες και τους είπε να πάρουν το σώμα του Πάτροκλου. Μερικοί πλησίασαν διστακτικά, «Γρήγορα γαμώ την πουτάνα μου!» φώναξε η Ζήνα και οι άλλοι έτρεξαν. Ο Έκτορας όσο η  Ζήνα κοιτούσε προς τους Έλληνες που έπαιρναν το πτώμα του Πατρόκλου της έριξε μια μπουνιά πίσω από το γόνατό, στο νεύρο. Η Ζήνα  άφησε τα αρχίδια του Έκτορα και γονάτισε, αυτός όρμησε κατευθείαν πάνω της και την ξάπλωσε στο χώμα, έπιασε το κεφάλι της από τα μαλλιά με την χούφτα του, το σήκωσε και το έσπρωξε  δυνατά προς το χώμα, η Ζήνα κλότσησε τα πόδια της  σπασμωδικά, ο ‘Έκτορας σηκώθηκε και της έριξε μια κλοτσιά στο στομάχι και η Ζήνα διπλώθηκε στα δυο, πήγε να της ρίξει και άλλη αλλά αυτή έβαλε όλες της τις δυνάμεις και με μια σχεδόν χορευτική κίνηση ξεδιπλώθηκε και με μια χαμηλή κλοτσιά του έμασε τα πόδια και τον έριξε κάτω. Η Ζήνα σηκώθηκε μισοζαλισμένη και με το πρόσωπο γεμάτο αίματα, αμέσως πάτησε τον ξαπλωμένο Έκτορα με το πόδι της στο σημείο που πριν είχε το χέρι της. Ο Έκτορας πόνεσε πάλι. Η Ζήνα κοιτώντας τον από ψηλά του είπε
-Μόνο με γυναίκες και παιδάκια μπορείς να τα βάζεις, τιποτένιε, θα σε σκότωνα πολύ ευχαρίστως, αλλά θα σε αφήσω να πάς πίσω στην πόλη σου με την ρετσινιά ότι σε έδειρε μια γυναίκα.
Τον έφτυσε και του έριξε άλλη μια κλοτσιά στο επίμαχο σημείο, οι Έλληνες ζητωκραυγάζανε, η Ζήνα σκεφτόταν πως θα πει στον Αχιλλέα για το ξαδερφάκι του, επίσης καταλάβαινε ότι είχε χαλάσει και το πρόσωπο της. Πως θα αντιδρούσε ο Αχιλλέας αν την έβλεπε με τσαλακωμένο πρόσωπο; Μήπως δεν θα την ήθελε πια;



Ο Αχιλλέας έχει βγει από το ποτάμι, του έχει φύγει και η φαγούρα, πηγαίνει προς την σκηνή του, θέλει να εξηγήσει στην Ζήνα τι ακριβώς έγινε, δεν ήθελε να είναι μαλωμένοι. Όταν απέκτησε οπτική επαφή με την σκηνή του είδε κόσμο μαζεμένο εκεί να τον περιμένει. Ανησύχησε για την Ζήνα, όσο πλησίαζε όμως την ξεχώρισε να κρατάει κάτι στα χέρια της, μια ασπίδα, όταν πλησίασε κι λάλο είδε ότι το πρόσωπο της Ζήνας ήταν σαν χτυπημένο. Έτρεξε προς το μέρος της, είδε την μύτης της πρησμένη και το σαγόνι της γρατσουνισμένο. Δεν τη ρώτησε τι κρατούσε, δεν του έδωσε σχεδόν καθόλου σημασία, μόνο  που τον εμπόδισε να την αγκαλιάσει.
-Τι έπαθες κορίτσι μου; Την ρώτησε
Η Ζήνα δεν απάντησε, τον κοιτούσε θλιμμένη και του πρότεινε την ασπίδα που είχε τα ρούχα που φορούσε ο Πάτροκλος, ο Αχιλλέας κατάλαβε ότι είναι η δικιά του πανοπλία, έπιασε τον θώρακα και τον κράτησε, ξαναρώτησε την Ζήνα
-Τι είναι αυτό; Τι έγινε; Ποιος σε χτύπησε κορίτσι μου; Πες μου
Η Ζήνα δεν μίλησε, κοίταξε τον θώρακα που κρατούσε ο Αχιλλέας, κοίταξε και αυτός τον θώρακα και το χέρι του πήγε σε ένα σημείο που είχε αίμα και λίγα μαλλιά
-Τι; Τι είναι αυτό; Είπε απορημένος ο Αχιλλέας
-Α, έχει μείνει λίγο Πάτροκλος πάνω. Του είπε η Ζήνα
-Τι; !
-Έχει μείνει λίγο Πάτροκλος…
-Το άκουσα! Τι εννοείς; Και πες μου επιτέλους τι έγινε!
-Ο Πάτροκλος πήρε την πανοπλία σου και μονομάχησε με τον Έκτορα…. και έχασε
-¨Όχι ρε πούστη μου! Εγώ φταίω! Εγώ φταίω!
-Δεν φταις εσύ, ήμασταν μαζί ξεχνάς;…..
-Πείτε  μου τουλάχιστον…. πολέμησε γενναία;
Κανείς δεν μιλούσε, όλοι κοιτούσαν αλλού, ο Αχιλλέας ξαναρώτησε κοιτώντας όλους θυμωμένος
-Θα μου πει κανείς αν πολέμησε γενναία;
Πάλι δεν απάντησε κανείς, η Ζήνα την πρωτοβουλία και έβαλε το χέρι της στον ώμο του ταραγμένου Αχιλλέα
-Πολέμησε σαν Πάτροκλος…. Είπε και έκανε ένα μορφασμό πόνου στο χτυπημένο πρόσωπό της
-Πονάς κούκλα μου; Τι έγινε; Ποιος χάλασε το προσωπάκι σου; Της είπε και την άγγιξε στο μάγουλο, αυτή τη φορά τον άφησε
-Ο Έκτορας… πήγα να πάρω το πτώμα του Πάτροκλου και παλέψαμε κατά κάποιο τρόπο….
-Τον πούστη θα τον σκοτώσω! Θα το λειώσω το αρχίδι! Μην ανησυχείς για το προσωπάκι σου κούκλα μου τώρα σ αγαπάω περισσότερο…

Ο Αχιλλέας ζήτησε να του ετοιμάσουν την πανοπλία για να πάει να σκοτώσει τον Έκτορα, να εκδικηθεί αυτό το κωλόπαιδο που χτύπησε την Ζήνα και που τσαλάκωσε κάτι τόσο όμορφο.




Τρίτη 8 Μαρτίου 2011

Στο Σούπερ Μάρκετ


Όλες οι ιστορίες πρέπει από κάπου να αρχίσουν, αν και ποτέ δεν είναι αυτή η πραγματική τους αρχή, πάντα υπάρχει ένα βήμα πιο πίσω που μας οδήγησε εκεί.  Στη συγκεκριμένη περίπτωση η ιστορία ξεκάνει από ένα τηλέφωνο, δεν θα εξηγήσω τι έκανα πιο πριν ή ποιος ήταν ο σκοπός του τηλεφώνου. Ήθελα να πιω ένα καφέ μα την φίλη μου την Γεωργία, την πήρα λοιπόν και της είπα να βγούμε,  σχεδόν κάθε μέρα τα λέμε μ αυτήν την κοπέλα. Μόλις της είπα για καφέ μου είπε ότι ήθελε να πάει πρώτα στο σουπερ μάρκετ, μου ζήτησε να την βοηθήσω και μετά θα κερνούσε καφέ σπίτι της, κοινώς ήθελε να κουβαλήσω τα ψώνια. Δέχτηκα, Γεωργία είναι αυτή, τι να κάνουμε. Πήγα από το Ψυχικό την περίμενα σε μια γωνία οπού και ήρθε μόνο είκοσι λεπτά αργοπορημένη.
Μόλις μπήκαμε στο σούπερ μάρκετ πήγα να πάρω ένα καλαθάκι
-Τι κάνεις εκεί; Μου λέει
-Τι; Της λέω
-Όχι καλαθάκι… καροτσάκι…
-Α, γι αυτό με ήθελες…
-Σε ήθελα γιατί μου αρέσει η παρέα σου
-Και μένα μ αρέσει ο κώλος σου..
-Αντε ρε βλάκα… μου λέει περιπαιχτηκά
Πήρα το καρότσι , τι να έκανα;, αλήθεια, ντρέπομαι που το λέω αλλά κυκλοφορούσα στο σούπερ μάρκετ με καροτσάκι, και με μια σούπερ γκόμενα η όποια είναι φίλη μου, αλλά αυτό που θα μείνει στην ιστορία είναι ότι βρίσκομαι στο σούπερ μάρκετ με καροτσάκι. Έχω αφήσει την κοπέλα μπροστά και την ακολουθάω.  Περπατούσε ανέμελα και κοιτούσε τα ράφια, ελάχιστη σημασία μου έδινε. Εγώ δεν κοιτούσα τα ράφια, μελετούσα το περπάτημά της,  πως ξεκινούσε από την πλάτης και κατέληγε μέχρι τα γοβάκια μπαλαρίνας που πάντα φοράει. Αέρινο και εξωτικό. Ενώ κοιτούσε τα ράφια μου μίλησε
-Που κοιτάς;
-Εσύ που λές;
-Κόψτα αυτά πήγαινε πάρε χαρτιά
-Τι χαρτιά;
-Απ όλα, κουζίνας, υγείας, χαρτοπετσέτες, ότι βρεις
-Και πως θα αντέξω μακριά σου; Της λέω
-Θα βρεις τρόπο δεν σε φοβάμαι εσένα, έλα κάνε καμία  δουλειά
-Όλα εγώ τα κάνω εδώ μέσα! Να δω τι θα έκανες χωρίς εμένα, θα σ είχαν φάει τα σκουλήκια!
Πήρα το καρότσι και έφυγα με ύφος, τα χαρτικά ήταν στον διπλάνο διάδρομο, θα έπαιρνα ότι ήταν να πάρω από εκεί και θα την συναντούσα πάλι  στο τέλος του διαδρόμου ,αν δεν…..


Βαριόμουν και ντρεπόμουν πολύ με το καρότσι, δεν το κρατούσα με τα χέρια, ακουμπούσα τους αγκώνες στην λαβή και το έσπρωχνα με το σώμα.  Όπως προχωρούσα με κοίταξαν οι σοκολάτες από τα αριστερά μου. Προσπάθησα να αντισταθώ αλλά δεν μπόρεσα. Σταμάτησα και πήρα μερικές, τις έριξα μέσα στο καρότσι.  Ακούμπησα το καρότσι σε μεταλλικό σημείο και με χτύπησε  λίγο το ρεύμα. Τράβηξα απότομα το χέρι μου και παραξενεύτηκα, ξανακούμπησα στο ίδιο σημείο δειλά, τίποτα, απλά το κρύο μέταλλο. Προχώρησα πάλι ακουμπώντας στους αγκώνες μου στο κόκκινο χερούλι του καροτσιού. Μετά από λίγο με κοίταξαν τα γαριδάκια, σταμάτησα πάλι. Πήρα δύο σακουλάκια. Πήγα να ξεκινήσω, πάλι με χτύπησε το ρεύμα με τον ίδιο τρόπο. Κάτι συμβαίνει εδώ, έπρεπε να βρω το ανακαλύψω! Περπάτησα πάλι, αυτή την φόρα κρατώντας το καρότσι από την χειρολαβή, σταμάτησα, ακούμπησα, ρεύμα, πόνος, χαρά, απορία. Ξαναξεκινάω, σταματάω, δίπλα στα χαρτικά, δεν με κοίταξαν, ούτε τα κοίταξα, τι; κορόιδο είμαι; Ξέχασα καν για ποιον λόγο είχα φτάσει εκεί, το μόνο που με ενδιέφερε πλεον ήταν να ανακαλύψω γιατί με χτυπάει το ρεύμα κάθε φορά μου σταματάω. Μου ήρθε μια ιδέα. Προχώρησα κρατώντας το καρότσι από μεταλλικό σημείο, σταμάτησα πάλι σε ένα άσχετό μέρος, ακούμπησα το καρότσι, τίποτα. Πρώτη διαπίστωση: το καρότσι φορτίζει με ρεύμα με κάποιον τρόπο και εκτονώνεται με την επαφή, όταν το ακουμπάω συνέχεια το ρεύμα περνάει ανεπαίσθητα μέσα μου χωρίς να το αντιλαμβάνομαι.  Έπρεπε να κάνω πολλά πειράματα να βρω την λύση. Τρέχω με το καρότσι και ρίχνω το βάρος μου πάνω στο κόκκινο χερούλι, σχεδόν το καβαλάω με την κοιλιά μου και αφήνομαι να σέρνονται τα πόδια μου ίσα ίσα στο έδαφός, και αυτό παιχνίδι ήταν. Την είχα καταβρεί με το καρότσι, δεν με ενδιέφερε τίποτα πια, έτρεχα ,σταματούσα με slide, με χτυπούσε το ρεύμα και ξαναξεκινούσα. Παραλίγο να χτυπήσω και μια γριά, ήταν σκυμμένη και λίγο πριν περάσω δίπλα της σηκώθηκε και πήγε να κάνει ένα βήμα πίσω,  πάτησα γερά τα πόδια μου και έτριψα το καρότσι, χτύπησα και ένα τενεκέ με λάδι, βούλιαξε λίγο. Η γριά με κοίταξε απορημένη,  «τι κάνεις;» μου λέει, τι να της πω; Μαζί σου τα πάντα; Δεν ταίριαζε, «Συγνώμη,  βιάζομαι…» της είπα «Και επειδή βιάζεσαι πρέπει να σκοτώσεις καναν άνθρωπό;»   πολύ το τραβούσε η γριά «Συγνώμη» της είπα πάλι αλλά αυτή τη φορά με λίγο ειρωνικό και δεικτικό ύφος.  Συνέχισα τις βόλτες μου με το καροτσάκι, μου την έσπασε η γριά, αν φοβάται να κυκλοφορήσει στο σουπερ μάρκετ με το καλαθάκι ας πάρει καροτσάκι, πως αυτοί που φοβούνται τα μηχανάκια παίρνουν αυτοκίνητο. Ας έπαιρνε καροτσάκι και θα παίζαμε και συγκρουόμενα αν γούσταρε.

Με τα πολλά έχω ξεχάσει και την Γεωργία, μαλακία μου, θα έχει γεμίσει την αγκαλιά της με μπιχλιμπίδια και δεν θα μπορεί να περπατήσει με τον γνωστό όμορφο και αέρινο τρόπο της. Φαντάζομαι ότι θα της λείπω αυτήν την στιγμή, τι ωραία σκέψη, με περιμένει με την αγκαλιά της γεμάτη πράγματα έτοιμη να τα προσφέρει μόνο σε μένα!  Έτρεχα πάλι με το καρότσι, στην άκρη του διαδρόμου ξεπρόβαλε η  Γεωργία, με κοιτούσε άγρια, ομολογώ ότι μου κόπηκαν τα πόδια, με έπιασε να κάνω μαλακίες. Περπατούσα προς το μέρος της κανονικά  με το καρότσι, την έβλεπα που με κοιτούσε άγρια με την αγκαλιά της γεμάτη πράγματα. Είχε καθίσει ακριβώς κάτω από το air condition  και ο αέρας ανακάτευε τα υπέροχα κάστανα μαλλιά της, την γαλάζια πλουμιστή γενναιόδωρη μπλούζα της και την σακούλα με τα μήλα που κρατούσε ανάμεσα σε τόσα άλλα στα χέρια της. Την πλησίαζα σαν να ήμουν παιδί, μόλις έφτασα κοντά της με μάλωσε
-Πάλι έπαιζες! Μου είπε κάπως θυμωμένη
-Δεν έπαιζα
-Που ήσουν;
-Έψαχνα κάτι συγκεκριμένο
-Τι;
-Ε, αυτό το
-Σκέφτηκες! Έπαιζες! Με έκοψε απότομα
-Δεν έπαιζα.. και χωρίς να μιλάω άρχισα να παίρνω πράγματα από την αγκαλιά της και να τα βάζω στο καρότσι, σκέφτηκα να την χουφτώσω και λίγο καταλάθος αλλά δεν ήταν της στιγμής
Όση ώρα έπαιρνα τα πράγματα από τα χέρια της χωρίς να την χουφτώνω  αυτήν με κοιτούσε  έντονα, λίγο μετά μίλησε
-Πότε θα βάλεις μυαλό επιτέλους; Κοντεύεις τα τριάντα και ακόμα παίζεις
-Δεν έπαιζα, μια γριά
-Πόσο καιρό σε ξέρω; Με έκοψε πάλι
-Αρκετό…..
-Έπαιζες , σκάσε
-Έλα ρε γιατί με μαλώνεις, απλά
-Που είναι τα χαρτιά; Με έκοψε πάλι
-Στα ράφια
-Και τι έκανες τόση ώρα;  Τι είναι αυτά (έπιασε το σακουλάκι με τα γαριδάκια)
-Αστα σε παρακαλώ
-Δεν έχει γαριδάκια, δεν ήσουν καλό παιδί! Είπε και γέλασε.
Κρατούσα το ύφος του παρεξηγημένου παιδιού,  και αυτή με κοιτούσε και γελούσε,  «έλα πάμε άτα» μου λέει, τότε μου ήρθε μια ιδέα, της είπα να πάρει αυτή το καρότσι. Κακιούλα ε; Μόλις το έπιασε την χτύπησε το ρεύμα.
-Είδες; Απ τη κάκια σου σε χτύπησε το ρεύμα. Της είπα
-Άσε ρε…
-Να κοίτα εμένα δεν με χτυπάει.
Ακούμπησα το χέρι μου στο καρότσι και δεν έγινε τίποτα. Μετά προχωρούσαμε και ακουμπούσα το καρότσι συνέχεια, στην επόμενη στάση  χτυπούσα τα χέρια μου στο καρότσι ρυθμικά, μιλούσαμε για άσχετα πράγματα αλλά φρόντισα να καταλάβει ότι χτυπούσα το καρότσι. Μετά συνεχίσαμε την βόλτα στους διαδρόμους του σούπερ μάρκετ  και αν σκεπάζαμε το ράφια από πάνω με ένα σεντόνι θα έμοιαζε σαν να προχωρούσαμε μέσα σε φυσούσα αεροδρομίου που οδηγεί στο αεροπλάνο που θα πετάξει σε λίγο για την Κουάλα Λουμπούρ. Στην επόμενη στάση η Γεωργία ακούμπησε πάλι το καρότσι σε μεταλλικό σημείο και την χτύπησε πάλι το ρεύμα.
-Είδες, της είπα, είσαι πολύ τεντωμένη, μόνο εσένα χτυπάει, πρέπει να κάνουμε σεξ να χαλαρώσεις
-Εντάξει, μου λέει
-Πότε; Της λέω χωρίς να έχω πιστέψει το εντάξει της
-Στις 32 του μηνός
-Το ξέρεις ότι για σένα μπορώ να αλλάξω και τα ημερολόγια όλου του κόσμου
-Δεν μου λες; Μου την πέφτεις;
-Πάντα
Δεν απάντησε, έκυψε χαμογελώντας να πάρει κάτι από ένα χαμηλό ράφι της φυσούνας που οδηγεί στο αεροπλάνο για την Νέα Υόρκη. Όπως έσκυψε σηκώθηκε λίγο το μπλουζάκι της και φάνηκε η καλοσχηματισμένη ράχη της.  Με κοίταξε λίγο και έτσι όπως έγειρε το κεφάλι της κοιτώντας με, έπεσαν τα μαλλιά της από την αντίθετη  μεριά και φάνηκα οι μικρές τριχούλες της στην αρχή του σβέρκου της, την κοιτούσα όπως πάντα μαγεμένος,  και το γενναιόδωρο μπλουζάκι της με ανάγκαζε να καταβάλω υπεράνθρωπες προσπάθειες να μην κοιτάξω εκεί μέσα, αλλά ήμουν κουρασμένος και δεν μπορούσα να προσπαθώ άλλο….  Όπως κοιτούσα και τις τριχούλες της στη βάση του σβέρκου μου ήρθε μια εικόνα από αυτήν, που φορούσε ένα μωβ κλειστό κασκόλ, κλειστό εννοώ ότι δεν ήταν ακριβώς κασκόλ, σαν κρεμάλα από μάλλινο ύφασμα ήταν, δεν ξέρω ακριβώς πως λέγεται,, ούτε αν ήταν ακριβώς μωβ, μπορεί να πηγαίνω στο σουπερ μάρκετ αλλά δεν είμαι gay,  τέλος πάντων θυμήθηκα αυτό το πράγμα που φορούσε μια μέρα και το έβγαλε έχοντας γυρισμένη την πλάτη της προς έμενα, και τότε φάνηκαν οι ίδιες τριχούλες στη βάση του σβέρκου της και όπως έβγαζε αυτό το μάλλινο πράγμα τα μαλλιά της ηλεκτρίστηκαν για λίγο. Μου ήρθε ιδέα! Κοίταξα τα ροδάκια από το καρότσι και είδα ότι είχαν μαζέψει τρίχες στο άξονα, αυτό ήταν! Οι τρίχες καθώς γυρνούσαν οι ρόδες δημιουργούσαν τριβή μεταξύ τους, η τριβή ηλεκτρισμό και αυτός συσσωρεύονταν στο καρότσι και σε κάθε επαφή με άλλο σώμα εκτονωνόταν!
-Εύρηκα! Φώναξα
-Το λευκαντικό; Μου είπε
-Όχι! Μόλις έκανα μια μεγάλη ανακάλυψη!
-Ω χ θεέ μου, τι θα ακούσω πάλι…
-Τίποτα δεν θα ακούσεις, θα το γράψω στο blog
-Πάλι καλά…. Έλα πάμε για απορρυπαντικά
-Πάλι αυτές τις οικολογικές μαλακίες θα πάρεις;
-Ναι… γιατί μαλακίες; Πρέπει να το προσέχουμε το περιβάλλον….
-Όπως τότε που μου έλεγες να μην ξοδεύουμε πολύ νερό;
-Ναι και αυτό… να ρωτήσω αν έβαλες μυαλό; Να μην ρωτήσω καλύτερα…
-Όχι έβαλα! Και σκέφτηκα να υποστηρίξω κάτι ακόμα ποιο γαμάτο,  «Κάντε οικονομία στο νερό, κάντε μπάνιο μαζί με ένα φίλο/φίλη» είσαι μέσα;

Άρχισε να γελάει πάλι , πηγαίναμε προς το ταμείο, έφτανε η ώρα να κουβαλήσω τις τσάντες και μ αυτό δεν γελούσα καθόλου, τουλάχιστον κάνει καλό καφέ, είναι και αυτό μια παρηγοριά…….


Παρασκευή 4 Μαρτίου 2011

Ιλιάδα 6 ( Νευράκια )


Μικρή ανακεφαλαίωση
Ο Αγαμέμνων έκλεισε μέσα στο Δούρειο Ίππο τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του επειδή δεν του άρεσε το άλογο που τους ζήτησε να φτιάξουν
Οι δημοσιογράφοι έχουν στραφεί εναντίον των Ελλήνων και διαδίδουν φήμες καταστροφής και διαφθοράς στους Έλληνες στρατιώτες για να τους ρίξουν το ηθικό
Ο Αχιλλέας κοιτάει μέσα στα μάτια την Ζήνα και την ερωτεύεται



Στην Τροία, μέσα στο παλάτι είναι όλη η βασιλική οικογένεια, δεν μιλάει κανείς , απόλυτη ησυχία και ανησυχία για τη απουσία της Ζήνας, ο κόσμος έχασε την ηρωίδα του και κανένας δεν ξέρει που μπορεί να είναι.  Η σιωπή ήταν τόσο έντονη που εκτός από την απουσία της Ζήνας τους απασχολούσε και ένα άλλο θέμα, δεν μπορούσε να κλάσει κανείς εκεί μέσα χωρίς να ακουστεί, μεγάλο πρόβλημα, όλοι είχαν σφιχτά τα χείλη τους και αυτή η εγκράτεια τους  ανάγκαζε να έχουν μια δυσφορία στο πρόσωπο που τους έκανε να μοιάζουν πιο αναστατωμένοι. Ξαφνικά μέσα σ αυτήν την  σιωπή μπήκε η Χρυσηίδα, η κοπέλα που είχε στη σκηνή του ο Αχιλλέας και την ανάγκαζε να του τραβάει μαλακίες, μόλις την είδε ο Πρίαμος σηκώθηκε απότομα όρθιος, του έφυγε μια κλανιά, ακούστηκε και το κατάλαβε, κοίταξε τους άλλους που τον κοιτούσαν και είπε: «Τι με κοιτάτε; Ο σκύλος το έκανε, αμφισβητεί κανείς τον λόγο του βασιλιά;» κανείς δεν απάντησε, η κοπέλα έτρεξε και έπεσε αμέσως στην αγκαλιά του θείου της βασιλιά,  όπως τον αγκάλιασε και πέρασε το κεφάλι της πάνω από τον ώμο του βασιλιά και  πήρε μια γεύση από την βασιλική κλανιά και ξίνισε τα μούτρα της, συνεχίζοντας να τον σφίγγει στην αγκαλιά της περπατούσε με τον βασιλιά για να απομακρυνθούν από το βρωμερό σημείο,  πήγαν προς το μέρος του Έκτορα, και εκεί μύριζε, το κατάλαβε και ο βασιλιάς και κοίταξε έντονα τον γιο του, όχι γιατί έκλασε, αλλά επειδή δεν ακούστηκε, τζούφια κλανιά ίσον διευρυμένη πρωκτική διάμετρος, το προσπέρασε προς το παρόν  και ο Έκτορας έσκυψε το κεφάλι γιατί κατάλαβε ότι το κατάλαβε ο πατέρας του.  Αυτή τη φορά ο βασιλιάς έσπρωχνε την κοπέλα μακριά από τον γιο του να μην καταλάβει και αυτή ότι είναι πουστράκι.  Αφού έφτασαν στο κέντρο της αίθουσας αγκαλιασμένοι η κοπέλα άφησε τον βασιλιά και έκανε ένα βήμα πίσω και ο  βασιλιάς την ρώτησε
-Τι έγινε κοπέλα μου; Που ήσουν;
-Με είχαν πιάσει οι Έλληνες και με είχε κλεισμένη στη σκηνή του αυτός ο Αχιλλέας
-Τι! Μήπως σε βίασε παιδί μου;
-Όχι θείε,….. δεν με βίασε…. Απλά μου έβαζε να του…… τέτοιο (έκανε την κίνηση με το χεράκι της)
-Τι τέτοιο;
-Να του τραβάω….. μαλακίες…. Συγνώμη κιόλας για την έκφραση
-Τι μαλάκας…. είσαι ακόμα παρθένα δηλαδή, αχ ευτυχώς παιδί μου
-(Not even back door virgin) είπε σιγανά πλαγιάζοντας το κεφαλάκι της η Χρυσηίδα
-Τι είπες παιδί μου;
-Τίποτα θείο, όπως τα λες, είμαι ακόμα παρθένα
-Αχ ευτυχώς…. Και πως τους ξέφυγες παιδί μου;
-Δεν τους ξέφυγα, απλά μια μέρα ήρθε ο Αχιλλέας με την Ζήνα στη σκηνή του και μόλις μπήκαν μέσα αυτός μου είπε «μάζεψέ τα, φεύγεις»
- Ο Αχιλλέας με την Ζήνα!; Είσαι σίγουρη παιδί μου;
-Ναι, την έφερε μέσα στη σκηνή του και αμέσως μου είπε να φύγω
- Έμαθες γιατί ήταν εκεί η Ζήνα; Πως πήγε ή αν έκανε κάτι;
-Όχι δεν έμαθα τίποτα, αλλά δεν την είδα να αντιστέκεται και πολύ
Ο βασιλιάς γύρισε και με σκεπτικό βλέμμα χαϊδεύοντας τα λιγοστά του μούσια μονολόγησε « Μα γιατί το έκανε,  γιατί πήγε;»


-Γιατί το έκανες; Γιατί ήρθες; Ρώτησε παρακλητικά ο Αχιλλέας την Ζήνα
-Και να σου πω δεν θα καταλάβεις…  του απάντησε η κοπέλα μελαγχολικά
-Θα καταλάβω, δοκίμασε με
-Ήταν αυτό το χαρτί που έλαβα και με αναστάτωσε
-Ποιο χαρτί;
-Ένα σημείωμα που έλεγε «ξέρω τι έκανες πέρυσι το καλοκαίρι»
-Μα πολλοί έλαβαν τέτοιο σημείωμα, τι είναι αυτό; Πως σε οδήγησε αυτό εδώ;
-Όταν έλαβα το σημείωμα, ήμουν πολύ αναστατωμένη, πήγα κατευθείαν στο δωμάτιό μου και είδα ένα άλλο σημείωμα που το μόνο που έγραφε ήταν «30» κάποιος ήξερε, και ήταν κάτι που ήθελα να το κρατήσω κρυφό….
-Τι 30;
-Δεν μπορώ να σου πω…
-Μήπως είναι η ηλικία σου; Είσαι 30 και δεν θέλεις να το μάθει κανείς
-(φαπ! Χαστούκι) Αυτό να μην το ξαναπείς! Είμαι 27! 27 το κατάλαβες!
Ο Αχιλλέας έμεινε παγωτό από το χαστούκι που έφαγε, του ερχόταν να της ρίξει μια μπουνιά ή ένα φιλί, δεν έκανε τίποτα από τα δύο, μόνο την ερωτεύτηκε ακόμα περισσότερο
-Τότε τι τριάντα; Πες μου. Της είπε τρυφερά πιάνοντας το μάγουλό του
-Καλά θα σου πω,  υπάρχει ένας φαρσέρ, αθάνατος λένε ότι είναι,  και αυτός ο άνθρωπος πληρώνει άλλους για να δει αν μπορούν να φιλήσουν έναν μουσάτο στο μάγουλο, αυτό έγινε και με μένα, ήρθε κάποιος και μου είπε, αν φιλήσεις αυτόν τον μουσάτο θα σου δώσω τριάντα αργύρια… τι να έκανα… ήταν πολλά τα λεφτά Άρη…
-Και φίλησες έναν μουσάτο;
-Ναι, σου είπα είχα ανάγκη τα λεφτά, μετά από αυτό ήρθα για lifetime διακοπές εδώ και μετά ήρθατε εσείς και τα γαμήσατε όλα
-Και ποιον φίλησες;
-Έναν Σωκράτη, και μετά από λίγο καιρό αυτόν τον καημένο τον έπιασαν και τον καταδίκασαν σε θάνατο γιατί διέφθειρε τους νέους, μετά από αυτό το φιλί πολλοί θεώρησαν ότι μούσια είναι sexy, αφού  τον φιλάει μια κοπέλα σαν και μένα, και όλοι αφήναν μούσια και οι μπαρμπέρηδες της Αθήνας  δεν είχαν πλέον δουλειά και έβαλαν κάποιους να κατασκευάσουν κατηγορίες σε βάρος του και κατέληξε νεκρός.
-Και οι δημοσιογράφοι που κολλάνε; 
-Ο Δάσκαλος δεν είναι μουσάτος;
-Ναι
-Αυτός ο μουσάτος λοιπόν έμαθε για τον φαρσέρ και έμαθε για όσες φάρσες έχει κάνει, ένας αντίπαλος του με βρήκε στο δρόμο και μου είπε ότι αυτός (ο αντίπαλος) στέλνει τα χαρτιά, ο Δάσκαλος θα βγάλει στη φόρα όσες φάρσες έχει κάνει ο άλλος και  θα μου ζητήσουν πίσω τα λεφτά, σπάστηκε λέει που κάνουν φάρσες σε βάρος των μουσάτων
-Καλά αυτό είναι απίστευτο,  μόνη σου το σκέφτηκες όλο αυτό;
-Τι εννοείς;
-Περιμένεις να πιστέψω όλο αυτό το παραμύθι; Και στους υπόλοιπους ποιος έστελνε χαρτιά;
-Ο ίδιος! Ήθελε με κάθε τρόπο να καταστρέψει τον Μάκη!  Θα τον εξαφανίσω αυτόν τον κίτρινο τύπο έλεγε, θα τον στείλω στην ζούγκλα!
-Είσαι πολύ καμένη….  Της είπε ο Αχιλλέας
-Τι σημαίνει αυτό;
-Αυτό σημαίνει ότι σε ερωτεύτηκα!
-Τι!!!!!!!!!!
-Σε ερωτεύτηκα!
Ο Αχιλλέας πέφτει πάνω στην Ζήνα και τη φιλάει στο στόμα, αυτή στην αρχή αντιστέκεται, αλλά μετά έβαλε την γλωσσίτσα της στόμα του, το χέρι του Αχιλλέα περιφέρεται ελεύθερο σ’όλο το σώμα της Ζήνας, το βάζει κάτω από την μπλούζα και της χουφτώνει το στήθος, αυτή σηκώνει το κεφάλι ψηλά και φαίνονται έντονα οι φλέβες του λαιμού της, ο Αχιλλέας την φιλάει στο λαιμό, αυτή βάζει το χέρι της μέσα από την φούστα του Αχιλλέα και δράττει τον μοχλό του πόθου του «Αχ ναι, εκεί…» λέει ο Αχιλλέας, η Ζήνα ενθουσιάζεται με τα προσόντα του Αχιλλέα και δεν μπορεί να κρύψει αυτόν της τον ενθουσιασμό  , «επιτέλους!» λέει, του βγάζει όλα τα ρούχα και αυτός βγάζει τα δικά της, το χέρι της όμως παραμένει πάντα εκεί, τον φιλάει και τον δαγκώνει στο σώμα, όλο και πιο χαμηλά μέχρι που φτάνει εκεί που είχε και το χέρι της, του πήρε πίπα, γαμάτη πίπα, σαλιερή, δεν τον άφησε να τελειώσει στο στόμα της, έβγαλε τον μόριο του Αχιλλέα από το στόμα της και φιλώντας τον ανέβαινε προς τα πάνω, έφτασε στο αυτί του και του ψιθύρισε «Σε θέλω μέσα μου» ο Αχιλλέας δεν πρόλαβε να κάνει τίποτα, κατευθείαν τον καβάλησε Ζήνα και τον  πήρε μέσα της.
Μετά το σεξ, δεν μιλούσαν, ο Αχιλλέας της χάιδευε τα μαλλιά και η Ζήνα του χάιδευε τις τρίχες από τα καλάμια των ποδιών του ,  η Ζήνα είχε το κεφάλι της στα μπούτια του Αχιλλέα και κοιτούσε τις πατούσες του, ήταν ήρεμη και ο Αχιλλέας της χάιδευε  τα μαλλιά,  κάποια στιγμή κατέβασε το χέρι του στον ώμο της και η Ζήνα σήκωσε το δικό της και το έκανε προς τα πάνω και πίσω μέχρι που άγγιξε με τα νύχια της την κοιλία του Αχιλλέα,  ο Αχιλλέας σήκωσε το αριστερό του πόδι λυγίζοντας το γόνατο και έστριψε το ξαπλωμένο του κορμί στα δεξιά,  με το που σήκωσε το πόδι του μετακίνησε την Ζήνα προς τα δεξιά και με την στροφή το κορμιού του έφερε το στόμα του στο στόμα της.  Φιλιόταν σε ανάποδη στάση, με μια επιδέξια κίνηση ο Αχιλλέας έπιασε μέσα από το γόνατο το πόδι της Ζήνας και τραβώντας το, στρίβοντας ταυτοχρόνως το δικό του σώμα βρέθηκε από πάνω της χωρίς να έχουν ξεκολλήσει καθόλου τα χείλη τους κατά τη διάρκεια της κίνησης. Την πήδηξε. Και ξανά και ξανά, και  όλη την ώρα  συνουσιαζόσαντο και πηδιόσαντο και γαμιοσαντό.  Τα αρχέγονα ένστικτα βγήκαν στην επιφάνια και εκδηλωνόντουσαν μέσα από δυο καλογυμνασμένα νεανικά κορμιά.
Ο Αχιλλέας πλέον είναι ευτυχισμένος, έχει και αυτό το μόνιμο ηλίθιο χαμόγελο στο πρόσωπο, η Ζήνα περπατάει λίγο περίεργα πλέον αλλά είναι και αυτή ευτυχισμένη. Ο Αχιλλέας όμως δεν ήξερε ότι η μαλακία θα ήταν και η καταστροφή του….




Στην Τροία συζητούν πολύ το θέμα της απουσίας της Ζήνας, την χρειάζονται εδώ για να ανεβεί το ηθικό των πολιτών και για να βλέπουν τον υπέροχο κώλο της, δεν είναι δυνατόν τέτοιο κωλαράκι να το χαίρεται μόνο ο Αχιλλέας.   Αποφασίστηκε να στείλουν τον καλύτερο πολεμιστή να προκαλέσει τον Αχιλλέα σε μονομαχία με έπαθλο την Ζήνα.  Ο καλύτερος πολεμιστής της Τροίας ήταν αυτός που θα αποφάσιζε ο βασιλιάς ότι είναι. Ο βασιλιάς όμως είχε ένα πρόβλημα τις τελευταίες μέρες, του είχε μπει η ιδέα ότι ο γιος του ο Έκτορας είναι πισογλέντης,  δεν το χωρούσε το μυαλό του,  ρώτησε όλους τους γνωστούς και έμπιστους που είχε για το αν έχουν ακούσει κάτι γιαυτό το θέμα, κανείς δεν το επιβεβαίωσε και κάνεις δεν το απέρριψε. Έτσι λοιπόν ο βασιλιάς αποφάσισε να στείλει τον Έκτορα να προκαλέσει τον Αχιλλέα για να του αποδείξει πόσο άντρας είναι, θεωρούσε πιο σημαντικό να είναι εκατό τοις εκατό άντρας ο γιος του παρά το να έχει εδώ την Ζήνα. Μάζεψε όλη την οικογένεια να τους ανακοινώσει την απόφαση του.
-Λοιπόν, αυτός που προκαλέσει τον Αχιλλέα θα είναι ο Έκτορας.
Ο Έκτορας ξεροκατάπιε και πήγε να αντιδράσει αλλά τον πρόλαβε ο Πάρις
-Μα πατέρα, στο συμβούλιο αποφασίσαμε να στείλουμε τον καλύτερο πολεμιστή, γιατί να πάει ο Έκτορας;
-Γιατί εγώ λέω ότι Έκτορας είναι ο καλύτερος
-Πατέρα, δουλευόμαστε μεταξύ μας; Το ξέρεις ότι δεν είναι ο καλύτερος…
-Με αμφισβητείς;
-Όχι πατέρα, δεν σε αμφισβητώ, εντάξει καλός είναι, αλλά όχι ο καλύτερος, ακόμα και εγώ είμαι καλύτερος από αυτόν, γιατί αυτόν; Είναι πολύ σημαντικό το να γυρίσει η Ζήνα, δεν έχουμε περιθώρια για ρίσκα.
-Πάρι γιε μου….
-Ναι πατέρα;
-Πάρε το μπούλο πάρε και τους άλλους και αφήστε με μόνο με τον Έκτορα
-Μα πατέρα…
-Έφυγες!!!!!!!!!!!!!!!!
Φεύγουν όλοι και μένει μόνος ο βασιλιάς με τον Έκτορα, τον πλησιάζει, ο Έκτορας είναι τρομαγμένος, πάει να μιλήσει αλλά τον προλαβαίνει ο πατέρας του
-Ξέρεις γιατί στέλνω εσένα;
-Πατέρα δεν είναι αυτό που νομίζεις
-Τι νομίζω;
-Πατέρα άσε με να σου εξηγήσω
-Δεν θέλω εξηγήσεις, αποδείξεις θέλω!
-Πες μου σε παρακαλώ πατέρα, το κάνεις αυτό για να με ξεφορτωθείς;
-Να σε ξεφορτωθώ;  Γύρνα νικητής, δείξε το θάρρος σου και τον αντρισμό σου και θα αγαπάω σαν παιδί μου
-Μα είμαι παιδί σου
-Α, ναι, θα σε αγαπάω περισσότερο από πριν
-Θα νικήσω πατέρα, για σένα μόνο. Θα αλλάξεις γνώμη για μένα, όσο για το άλλο
-Δεν θέλω να ακούσω!
-Είμαι δυσκοίλιος! Είπε απότομα ο Έκτορας
-Τι;!!!!!!!
-Είμαι δυσκοίλιος και βγάζω χοντρές κουράδες γι αυτό ρίχνω και τζούφιες!
-Τι λες;!!!!!!!!
-Αυτό που άκουσες πατέρα, και λυπάμαι που είχες σκεφτεί έτσι για μένα και λυπάμαι που δεν με άφηνες τόσο καιρό να σου εξηγήσω. Θα πάω να προκαλέσω τον Αχιλλέα και θα νικήσω. Αφού το είπες ήδη μπροστά στους άλλους τώρα δεν μπορώ να σου ζητήσω να κάνεις πίσω. Τώρα είμαι εγώ αυτός που θέλει πολύ να πάει.
-Παιδί μου, άκουσε με
-Θα σε ακούσω όταν επιστρέψω πατέρα, τώρα κάνε στην άκρη, έχω μια μάχη να πάω να κερδίσω
Ο Έκτορας έφυγε από το δωμάτιο αφήνοντας άφωνο τον πατέρα του. Πήγε να ετοιμαστεί για την μονομαχία, πρώτα όμως πήγε στο αποχωρητήριο, δύο ώρες έκατσε εκεί, κυριολεκτικά έκατσε, αλλά δεν έγινε τίποτα. 


Την ίδια μέρα το πρωί ο Αχιλλέας ξυπνάει χωρίς να έχει γαμήσει το προηγούμενο βράδυ. Μετά από τρεις μέρες συνεχόμενου γαμισιού ,της Ζήνας της ήρθε περίοδος. Το βραδύ δεν είχαν κάνει  και πολλά, τον Αχιλλέα τον πήρε ο ύπνος την ώρα που η Ζήνα του έπαιρνε ποδοδαχτυλόπιπα.  (πίπα στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού) Ήταν κουρασμένος και αυτήν δεν τον ξύπνησε να του πάρει τουλάχιστον κανονική πίπα να αδειάσει.  Μόλις ξύπνησε ο Αχιλλέας πήγε να χαδέψει την Ζήνα αλλά αυτήν του πέταξε το χέρι απότομα «Μην μ ακουμπάς!»  του φώναξε, νεύρα περιόδου. «οκ» είπε ο Αχιλλέας και γύρισε ήρεμος την πλάτη του από την άλλη μεριά.  «Τι; Τώρα θα μου γυρίσεις και την πλάτη;» ο Αχιλλέας γύρισε κανονικά και την κοίταξε πάλι ήρεμος «Τι ύφος είναι αυτό , (του είπε η Ζήνα) τώρα θα κάνεις από το ένα αυτί μπαίνει και από το άλλο βγαίνει;» ο Αχιλλέας κοίταξε προς τα πάνω, σκέφτηκε να της πει κάτι απλό, και της το είπε, ο μαλάκας «Ηρέμησε σε παρακαλώ»  η Ζήνα τον κοίταξε ακόμα πιο ‘άγρια «Τι θες να πεις ότι δεν είμαι ήρεμή; Τι λες ότι είμαι σπαστικιά; Όταν πηδάς όμως δεν με θες ήρεμη!» σηκώνεται από το κρεβάτι η Ζήνα, αρπάζει τα ρούχα της και ντύνεται όπως όπως καθώς φέυγει  από την σκηνή, λίγο πριν βγει τελείως έξω γυρνάει προς τον Αχιλλέα και του λέει άγρια «Μαλάκα!» ο Αχιλλέας δεν απαντάει και Ζήνα βγαίνει μισόγυμνη στο δρόμο και συνεχίζει να ντύνεται ενώ  περπατάει.  Μαλάκα τον είπε και δεν είχε άδικό, γιατί ο Αχιλλέας έτσι όπως  είδε την Ζήνα αναστατωμένη και αναψοκοκκινισμένη  φτιάχτηκε, και έτσι όπως την  είδε να βγαίνει μισόγυμνη στο δρόμο με προκλητική αδιαφορία για τους άλλους  γκαύλωσε.  Σκέφτηκε να τραβήξει μια πρωινή, καιρό είχε κιόλας, «Αν πετύχει η μαλακία, τύφλα να έχει το γαμίσι» μονολόγησε   και συμπλήρωσε «άσε που δεν μιλάει κιόλας…»  Άρχισε να τον παίζει,  με την Ζήνα στο μυαλό του είχε πρωτοφανείς γκαυλες, αυτά που σκεφτόταν θα τα έκανε κιόλας, τον έπαιζε με μεγάλη ένταση και δύναμη,  αλλά τόσες μέρες τον είχε ξεζουμίσει η Ζήνα και δεν θα τελείωνε εύκολα. Μια ώρα του πήρε να τελειώσει και έβγαλε λίγες μόνο σταγόνες, αλλά το κατευχαριστήθηκε, είναι πολύ κουρασμένος όμως, σχεδόν δεν αισθάνεται τα χέρια του,  παίρνει γρήγορες ανάσες, είναι λαχανιασμένος, και ιδρωμένος, θέλει να χαλαρώσει τελείως για να σηκωθεί. Και εκεί που χαλαρώνει ακούει κάποιον από την πόρτα να τον φωνάζει.
-Ποιος; Λέει ο Αχιλλέας μέσα από την σκηνή
-Ο Πάτροκλος είμαι, είναι επείγον, να περάσω;
-Έμπαινε Πάτροκλε, έμπαινε…
Και μπαίνει, κάτι του μυρίζει του Πάτροκλου και ρωτάει τον Αχιλλέα
-Τι μυρίζει έτσι;
-Εσύ τι λες; Τι κάνω όλη την ώρα εδώ με την Ζήνα;
-Ααααα….
-Άξενος, λέγε τι θες;
-Α ναι, έχει ο Έκτορας και σε καλεί σε μονομαχία
-Μουνομαχία; Τι λες ρε;
-Μονομάχία Αχιλλέα, ότι θες ακούς μου φαίνεται, θέλει μονομαχία με έπαθλο την Ζήνα
-Και τι είναι η Ζήνα να πάρει σαν  έπαθλο; Καραμέλες είναι;
-Τι λες Αχιλλέα; Είναι ζήτημα τιμής, σε καλεί ο πρίγκιπας των αντιπάλων πρέπει να πας! Σε βρίζει συνέχεια
-Δεν με νοιάζει, και να ξέρεις η Ζήνα πάνω από όλα είναι άνθρωπος, σε συναισθήματα και προσωπικότητα, δεν την παίζω έτσι σε μια μονομαχία
-Μα τι σου έχει κάνει…. μιλάς σαν…. σαν …..
-Σαν τι; Πες το
-Σαν φλώρος
-Πηδάω σαν ταύρος όμως
-Που πήγαν τα συναισθήματα και η προσωπικότητα;
-Άλλο αυτό, φύγε τώρα, μη ζαλίζεις άλλο, θέλω να κοιμηθώ
-Αχιλλέα, μην το κάνεις αυτό! Όλοι οι στρατιώτες σε θαυμάζουν, τι θα πουν αν δουν ότι δείλιασες;
-Είμαι κουρασμένος σου λέω, πες του να ρθει αύριο ή μάλλον πες του να έρθει με στρατό και να την πάρει με μάχη αν θέλει, όχι σαν στοίχημα
-Δεν σε αναγνωρίζω πια… έχεις γίνει τελείως μουνόδουλος
-Μονόδουλος;
-Μουνόδουλος! Σήκω που σου λέω! Περιμένουν
-Γειά σου Πάτροκλε… είπε ο Αχιλλέας και γύρισε μπρούμυτα και βούτηξε το κεφάλι του στο μαξιλάρι του
Ο Πάτροκλος έμεινε μέσα να κοιτάει την γυμνή πλάτη του Αχιλλέα, ήταν γεμάτη γρατσουνιές και δαγκωματιές,  αυτός που θαυμάζανε όλοι σαν τον υπέρτατο στρατιώτη βαριόταν να πάει σε μια μονομαχία, αυτό θα ήταν καταστροφικό αν το μαθαίνανε, θα έπεφτε τελείως το ηθικό των Ελλήνων. Όπως κοιτούσε μέσα στη σκηνή  είδε την στολή και τα όπλα του Αχιλλέα σε μια γωνία, του ήρθε μια ιδέα, πήγε και τα πήρε κρυφά. Ντύθηκε σε μια άλλη σκηνή, ήταν ίδιος ο Αχιλλέας, είχαν ίδιο σωματότυπο και ίδια μαλλιά, όλα τα άλλα τα έκρυβαν η στολή και το κράνος.  Βγήκε στο δρόμο τρέχοντας και όλοι νομίζανε ότι είναι ο Αχιλλέας, έτρεχε και όλοι ζητωκραυγάζανε.  Έφτασε απέναντι στον Έκτορα, πολλοί είχαν μαζευτεί γύρω τους, έπρεπε να πολεμήσει με τιμή και θάρρος και να νικήσει. Πλησίασε τον Έκτορα για να επικυρώσουν την συμφωνία για το έπαθλο της μονομαχίας. Ο Έκτορας είχε σφιγμένο πρόσωπο και καθόταν αγέρωχος με ανοιχτά τα πόδια και τα χέρια στη μέση.  Ο Πάτροκλος όταν έφτασε αρκετά κοντά του είπε
-Ποιος νομίζεις ότι είσαι και κάθεσαι έτσι; Ο  Μπάτμαν;
-Είμαι δυσκοίλιος, γι αυτό κάθομαι έτσι. Αν χάσεις μου δίνεις την Ζήνα
-Αν χάσεις μας δίνεις τη Ελένη
-Τι την πέρασες την Ελένη; Αντικείμενο; Η Ελένη είναι άνθρωπος και έχει συναισθήματα και προσωπικότητα
-Και εσύ ρε γαμότο!
-Τι και εγώ;
Ο Πάτροκλος πάγωσε με την μαλακία που είπε και έπρεπε να πει κάτι να μην αποκαλυφθεί.  Οι άλλοι έχουν κάνει έναν κύκλο και βλέπουν τους δύο μονομάχους στο κέντρο να συνομιλούν αλλά δεν ακούνε τι λένε. Μίλαει  ο Πάτροκλος  και απαντάει  στην ερώτηση του Έκτορα «τι και εγώ;»
-Και εσύ είσαι άνθρωπος με συναισθήματα και προσωπικότητα
-Και εσύ τώρα που σε κοιτάω στα μάτια μου φαίνεσαι εντάξει τύπος και δεν θα ήθελα να σε σκοτώσω, αλλά πρέπει.
-Ποιον είπες τύπο ρε!  Είπε ο Πάτροκλος και τον χτύπησε με την λαβή του σπαθιού στο στόμα διακόπτοντας το τετ α τετ που έτεινε να γίνει τρυφερό
Έκτορας κάνει δυο βήματα πίσω και έχει την χούφτα του στο στόμα, μόλις την παίρνει από εκεί βλέπει μέσα στην χούφτα αίμα και όλα του τα μπροστινά δόντια.
-Θα θε θκοτώθο μαλακιθμενο! Είπε Έκτορας, που πλέον δεν μπορούσε να μιλίθει κανονικά χωρίς τα μπροθτινά του δόντια
-Τι είπες;
-Θκάθε! Θα θου θπαθω τα μουτρα!
-Τι είπες
-Θκαθε! Θκάσε!
Όλοι γελούσαν με την ομιλία του Έκτορα και ο Πάτροκλος  επαναλάμβανε ερωτήσεις για να γελάνε ακόμα περισσότερο. Όλοι γελούσαν εκτός από τον Έκτορα που συνέχιζε να απαντάει στις ερωτήσεις και το έπιασε το νόημα, ο Πάτροκλος κρατούσε την κοιλιά του και παραπατούσε γελώντας, ό Έκτορας τον πλησίασε μιλώντας του «Αθπρη πετρα κθκθαθπρη και από το ήλιο κθεκθθπροτερη, εκλαθα, έκλαθες, έκλαθε» ο Πάτροκλος έχει πέσει κάτω και γελάει με δάκρυα, ο Έκτορας έχει πάει από πάνω του και έχει βάλει την μύτη του σπαθιού  του  κοντά στην καρδιά του Πάτροκλου που ακόμα γελάει. Μόλις τον κοιτάζει ο Πάτροκλος του λέει ο Έκτορας με πολύ σοβαρό βλέμμα
-Πθοφα….
Ό Πάτροκλος ρίχνει τελευταία ριπή γέλιου και ο Έκτορας του μπήγει το ξίφος στην καρδιά.






Στα τέσσερα

Η μέρα ήταν Σάββατο , τα στήθη της μικρά και αυτή επίσης.  Τη λέγανε Αθηνά, τίποτα άλλο μη ρωτήσεις.  Δυο βδομάδες  μετά από αυτό το Σάββα...