Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011

Άγρια συγκατοίκηση


Καταρχήν μ αρέσουν τα πολύ απλά πράγματα, αρκούμαι  με τα λίγα, έτσι είναι το σπίτι μου, έτσι είναι και η ζωή μου.  Μέσα στο σπίτι υπάρχουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα. Στην κουζίνα έχω μόνο ένα πιάτο, ένα πιρούνι , ένα κουτάλι, ένα μαχαίρι και ένα ποτήρι, μόνο αυτά χρειάζομαι. Τις σπάνιες φορές που έχω κόσμο σπίτι ή τρώμε με την σειρά από το πιάτο ή τους λέω να φέρουν δικά τους για να φάνε. Στο ψυγείο υπάρχουν μόνο φρούτα και κουτάκια αναψυκτικών. Τα κουτάκια είναι στοιχισμένα και πάντα η μάρκα κοιτάει μπροστά. Μετακινούμαι μόνο με ποδήλατο και με τα πόδια.
  Επέστρεφα στο σπίτι με το ποδήλατο, είχα μια σακούλα με μπανάνες κρεμασμένη στο τιμόνι.  Λίγο πριν φτάσω στο σπίτι μια κοπέλα περπατούσε προς το μέρος μου. Την στιγμή που διασταυρωθήκαμε με τον αντίχειρά μου χτύπησα την κόρνα του ποδηλάτου, ένα ντριν ντριν  απευθυνόμενο σε αυτήν επιβεβαίωσε ότι είμαι κάγκουρας, και δει ποδηλατοκάγκουρας.  Έφτασα στην είσοδο τις πολυκατοικίας,  με το ένα χέρι κρατούσα το ποδήλατο από το τιμόνι και με το άλλο προσπαθούσα να ανοίξω την πόρτα της εισόδου. Μόλις την άνοιξα την έριξα μια κλοτσιά και την έστειλα  μέχρι τέρμα, πέρασα το ποδήλατο μέσα και η πόρτα έκλεισε πίσω μου. Φόρτωσα το ποδήλατο στον ώμο και  ανέβηκα μέχρι τον τρίτο από τις σκάλες.

Μπήκα στο σπίτι, άφησα το ποδήλατο στο πρώτο δωμάτιο.  Είναι το δωμάτιο όπου αφήνω το ποδήλατο, υπάρχει μόνο ένας ξεκάρφωτος καναπές και τα βιβλία μου. Τα βιβλία έχουν καλύψει τον έναν τοίχο. Προχωράω στον διάδρομο με τις μπανάνες στο χέρι και μπαίνω στην κουζίνα, βγάζω τις μπανάνες από την σακούλα και  τις ξεκολλάω μια μια από το τσαμπί  τους και τις βάζω στοιχισμένες πάνω στο ψυγείο , δεν ξέρω αν είναι πρόστυχο αυτό που θα πω αλλά έμοιαζαν σαν να έκαναν πισωκολλήτο τρενάκι.  Μόλις ολοκληρώνω αυτήν την πολύ σημαντική δουλεία για μένα ακούω το τηλέφωνο να χτυπάει, είναι μια κοπέλα από το χωρίο μου, πρώην κολλητή,  τι να θέλει πάλι η ηλίθια; Απάντω.
-έλα μωρί
-Κολλητούλη….
-Τι θες μωρί;
-Που είσαι αυτή την στιγμή;
-Σπίτι, γιατί;
-Κάθεσαι;
-Όχι γιατί; Λέγε μωρή, τι θες;
-Έχω κάτι να σου πω και καλύτερα θα ήταν να κάθεσαι
-Μην μου πεις ότι είσαι και εσύ έγκυος!!!!!!!! Της είπα έντονα
-Όχι, γιατί; Είσαι εσύ;
-Μμμμμ χιούμορ….
-Κάθισε καλύτερα να σου πω αυτό θέλω
-Σπίτι είμαι μωρή! Δεν έχω καρέκλες!
-Δεν έχεις καρέκλες; Ααα θα πάρουμε τότε…
-Τι εννοείς;
-Έρχομαι Αθήνα! Διορίστηκα! Θα συγκατοικήσουμε!
-Πλάκα κάνεις….
-Δεν σε κάνω καθόλου πλάκα,  σήμερα με πήρανε τηλέφωνο και αύριο έρχομαι! Θα έρθεις να με πάρεις από τον σταθμό; Ε φανταστικέ κολλητούλη;
-Δεν το πιστεύω… πες μου ότι μου κάνεις πλάκα, σε παρακαλώ πες μου το…
-Όχι δεν σε κάνω πλάκα,  εντάξει δεν χρειάζεται να μείνουμε μαζί, απλά να με φιλοξενήσεις λίγες μέρες μέχρι να βολευτώ. Ε;
-Ας είναι…. Το συζητάμε αύριο… τι ώρα θα ρθεις;
-Στις εννιά το πρωί θα είμαι Αθήνα
-Μες στα άγρια χαράματα;
-Ναι, μην ανησυχείς θα περάσουμε τέλεια οι δύο μας!
-Αυτός ο ενθουσιασμός με ανησυχεί πάρα πολύ… μπορείς να χαλαρώσεις λίγο;
-Τι να χαλαρώσω; Εγω πετάω τώρα! Σ αφήνω όμως, πρέπει να ετοιμάσω τα πράγματα μου
-Έχεις πολλά;
-Τα απαραίτητα…
-Πολλά δηλαδή
-Έλα φιλάκια, τα λέμε αύριο
-Γεια….
Κατέβασα αργά το τηλέφωνο και προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω αυτό που μόλις έγινε. Ποιος εγώ, ο τέρμα εργένης , να φιλοξενήσω γυναίκα για μερικές μέρες… μου φαινόταν αδιανόητο, αλλά τι να έκανα; Είχα και μια κάποια σχετική υποχρέωση να το κάνω.

Την επόμενη μέρα

Μπαίνω στο σπίτι, έχω δύο τεράστιες βαλίτσες στο χέρια, κουρασμένος και σχεδόν ιδρωμένος. Μετά από μένα μπαίνει η ‘’φιλοξενούμενη’’, αεράτη και μόνο με ένα τσαντάκι στον ώμο.
-Αστες  εκεί… μου είπε λες και είχε την απόλυτη εξουσία
-Άρχισες τις διαταγές ακόμα δεν ήρθες;
Κούνησε το χέρι της με ένα τρόπο που δήλωνε αδιαφορία ή αποστροφή και προχώρησε να δει το υπόλοιπο σπίτι.
-Που είναι η τηλεόραση;
-Δεν έχω, αφού το ξέρεις…
-Πλάκα μου κάνεις; Και πως θα ζήσω εγώ χωρίς τηλεόραση;
-Δεν θα πάθεις τίποτα για λίγες μέρες
-Καλά, θα μιλάω με σένα
-oh my god….
-Βρες τηλεόραση…
-Βρες σπίτι, ΤΩΡΑ! Δεν σε αντέχω άλλο!
Βάζει το χέρι της στον ώμο μου και μου λέει.
-Ηρακλή, σχέση μας περνάει κρίση….
-Δεν έχουμε σχέση! Το πολύ για μια βραδιά και μετά το μπούλο!
Μπήκε στην κουζίνα, άνοιγε τα ντουλάπια, το ψυγείο ,τα συρτάρια, τα πάντα…
-Μα καλά εσύ δεν έχεις τίποτα!
-Πρόβλημα μου…
-Πως θα τρώμε;
-Ο καθένας σπίτι του…
-Καλά θα το δούμε αυτό
-Τι θα δούμε; Τι εννοείς;
-Κοίτα να δεις… δεν θέλω να σου γίνω βάρος…. Αλλά τα ενοίκια είναι πολύ ακριβά και δεν μπορώ να μείνω μόνη μου… και έτσι τι σκέφτηκα;  Είπε και περίμενε να της δώσω εγώ την απάντηση
-Τίποτα δεν σκέφτηκες γιατί δεν έχεις μυαλό
-Έλα χαζούλη… θα μείνω μαζί σου! Θα σου κάνω και παρέα…
-Δεν θέλω παρέα!
-Θες και δεν το ξέρεις, σε τέσσερις μήνες που θα φεύγω θα με παρακαλάς να μείνω, και εγώ θα σου λέω όχι.
-Φύγε από τώρα δεν έχω πρόβλημα
-Λοιπόν, άστα αυτά τώρα,  θα κάνω μια λίστα με τι πράγματα χρειαζόμαστε και αύριο θα πάμε να τα πάρουμε, και εσύ μωρέ δεν έχεις τίποτα… καλά είναι δυνατόν μόνο ένα πιάτο;
-Μην ξεχνάς και ένα μαχαίρι…. Της λέω με ύφος
-Οκ,  δεν μιλάω άλλο, αρκετά σε πίεσα σήμερα.
-Εγώ πάω βόλτα, εσύ ψάχνεις για σπίτι
-Οκ καλή βολτούλα κολλητούλη…
-Δεν μ αρέσουν αυτές οι γλύκες …..
Πήρα το ποδήλατο και έφυγα.


Όταν γύρισα μετά από μερικές ώρες αυτήν είχε πάει ήδη στο σουπερ μάρκετ και πήρε μερικά ‘’ απαραίτητα’’ .  Μπαίνοντας στο σπίτι  δεν την είδα γιατί ήταν στο μπάνιο. Πήγα στην κουζίνα, είχε πάρει της πουτάνας τα πράγματα, μάλλον ατυχής χαρακτηρισμός… της νοικοκυράς τα πράγματα…  Πλέον δεν υπήρχε πουθενά χώρος να ακουμπήσω το οτιδήποτε. ¨ήμουν περίεργος να δω τι είχε βάλει και στο ψυγείο. Άνοιξα την πόρτα,  τα πάντα πράσινα,  όχι από κουτάκια sprite που ήταν πριν, αλλά από λαχανικά και άλλες διαιτητικές παπαρίες, ακόμα και τα γάλατα ήταν πράσινα. Ένα ράφι της πόρτας ήταν γεμάτο με καλλυντικά.  Ένιωθα πολύ άσχημα εκεί μέσα, ένιωθα γυναίκα, ήθελα να βγω στο μπαλκόνι να ρεφτώ να νιώσω λίγο άντρας .  

Περίμενα αρκετή ώρα να βγει αυτήν από το μπάνιο, ήθελα να χρησιμοποιήσω την τουαλέτα, δεν έχω μάθει να περιμένω ποτέ για αυτόν τον λόγο. Μόλις βγήκε μπήκα αμέσως μέσα, το πρώτο σοκ το έφαγα μ αυτά που είδα στον καθρέπτη,  είχε γεμίσει όλο το ράφι με μπουκάλια, σπρέυ και πάκα με σερβιέτες και  υγρά μαντιλάκια με ήπια αντισηπτική δράση. Σε μια γωνία μόνο υπήρχε ένας αφρός ξυρίσματος και ένα after save, μοναχικά υπολείμματα της εργένικης ζωής μου, τα πάντα υποδείκνυαν ότι δεν μένω πια μόνος και έπρεπε να το πάρω απόφαση.  Όλα αυτά τα έκανα εκπληρώνοντας μια φυσική ανάγκη που οι άντρες την κάνουν όρθιοι, τουλάχιστον αυτό δεν θα μου το αλλάξει σκέφτηκα, αλλά δεν είχα σκεφτεί να σηκώσω το καπάκι της τουαλέτας γιατί μπήκα τρέχοντας μέσα και ένιωθα ότι θα σπάσει η φούσκα μου.  Το συνειδητοποίησα την ώρα που έκανα την δουλειά, δεν μπορούσα να διακόψω.  Ένιωθα τύψεις για αυτό, λίγες, και έτσι όταν τελείωσα πρώτα μαζεύτηκα, κουμπώθηκα  και μετά σήκωσα λίγο το καπάκι και το άφησα να πέσει απλά και μόνο για να κάνει τον θόρυβο  που θα επιβεβαίωνε ότι είχα σηκώσει το καπάκι και τώρα το κατέβαζα σαν gay που σέβεται πρώτα και πάνω από όλα την γυναίκα. Μόλις βγήκα έξω μου είπε αυτήν
-Μη μου πεις ότι κατέβασες και το καπάκι;
-Μη σου γίνει συνήθεια…
-Που τα έμαθες εσύ αυτά;
-Στο στρατό… άσε με τώρα, πάω να ακούσω μουσική  να ηρεμήσω..
-Πριν φύγεις δώσε μου 30 ευρώ
-Γιατί;
-Για αυτά που πήρα από το σουπερ μάρκετ …
-πλάκα κάνεις….
-δεν σου κάνω πλάκα… αφού δεν είχες τίποτα, απορώ πως ζούσες μέχρι τώρα
-Εγώ απορώ αν θα ζήσω από εδώ και πέρα
-Μα γιατί το λες αυτό; Αφού είμαι πολύ διακριτικό άτομο…
-Ναι, καλά…. Τις είπα και γύρισα να φύγω
-Επ, που πας; Τα 30 ευρώ
-Δεν έχω πάνω μου χρήματα, θα στα δώσω αύριο
-Εντάξει, θα δεις θα τα περάσουμε τέλεια οι δύο μας
-Μου το ξανάπες…
-Δεν το πιστεύεις και πολύ ε;
-Δεν το πιστεύω καθόλου

Μπήκα στο δωμάτιο και ξάπλωσα στο κρεβάτι μου, έβαλα στον υπολογιστή να παίζει ένας δίσκος του Ludovico Einaudi, κλασική μουσική, πιάνο, ό,τι καλύτερο για να αδειάσω το μυαλό μου.  Ξαφνικά εκεί που ηρεμώ ακούω μια διαπεραστική τσιρίδα να έρχεται από άλλο δωμάτιο οπού είναι αυτήν,  τσιρίδα συνοδεύτηκε από μουσική,   δυστυχώς δεν ήταν αυτήν που ούρλιαζε αλλά ένα ροκ τραγούδι. Σηκώθηκα και πήγα στο δωμάτιό της. Άνοιξα την πόρτα και την κοιτούσα, δεν χρειάστηκε να πω τίποτα, το βλέμμα μου τα έλεγε όλα.
Αυτήν χόρευε και άδειαζε την βαλίτσα της, μόλις με είδε να την κοιτάω έτσι έμεινε, ήθελε να γελάσει αλλά ευτυχώς για αυτήν δεν το έκανε,  έμεινε να με κοιτάει για λίγα δευτερόλεπτα και κατάλαβε
-Εντάξει θα το χαμηλώσω.. μου είπε
-Θα το κλείσεις !της είπα
-Μην είσαι στριμμένος
-Εσύ με κάνεις στριμμένο, αν θέλεις να τα πάμε καλά θα κάνεις ησυχία
-Εντάξει θα κάνω
Έκλεισα την πόρτα και έφυγα. Για λίγο υπήρχε ησυχία στον χώρο, διάβαζα και άκουγα την μουσική μου.   Μετά άκουσα πάλι ουρλιαχτά και πετάχτηκα από το κρεβάτι. Αυτήν την φορά τα ουρλιαχτά δεν συνοδεύτηκαν από μουσική,  άνοιξα πάλι την πόρτα και πήγαινα προς το μέρος της , δεν ήταν ουρλιαχτά τρόμου, ήταν κάτι χειρότερο και έγω ήξερα τι ήταν…. Άνοιξα την πόρτα της, πάλι, την κοιτούσα με ύφος πάλι…
-Πλάκα μου κάνεις… της είπα
-Έλα ρε αφού ξέρεις ότι πρέπει να κάνω ασκήσεις φωνητικής κάθε μέρα για να διατηρώ την φωνή μου
Εδώ πρέπει να πω ότι αυτήν είναι τραγουδίστρια σε pozzer συγκρότημα
-Να το κάνεις όταν λείπω από το σπίτι
-Μα καλά είναι δυνατόν να σε πειράζει το παραμικρό;
-Καλά παραμικρό το λές αυτό;! ¨έχεις τρομάξει  όλη την πολυκατοικία!
-Μη μου λες εμένα ότι έχω τρομάξει όλη την πολυκατοικία,  εγώ αν θες να ξέρεις είμαι από τα πρώτα ονόματα στο ελληνικό pozzer….
-Φυσικά και είσαι… αφού δεν φοράς τίποτα όταν βγαίνεις στην σκηνή!
-Α εδώ θα μαλώσουμε, τι υπονοείς ότι δεν έχω φτάσει μέχρι εδώ με την αξία μου και  την φωνή μου;
-Μάλωσε μόνη σου… δεν ασχολούμαι άλλο μαζί σου
Πήρα το ποδήλατο και έφυγα, έκανα τις βόλτες μου και όταν γύρισα αυτήν κοιμότανε


Μέρα δεύτερη

Εκεί που κοιμάμαι ήρεμα και ωραία τυλιγμένος στις κουβέρτες μου ακούω πάλι μια απόκοσμη φασαρία, τι στα κομμάτια; Ανοίγω τα μάτια και ήταν αυτήν με την ηλεκτρική σκούπα και σκούπιζε τον διάδρομο.  Σηκώθηκα όπως ήμουν με το μποξεράκι και την τσίμπλα στο μάτι και πήγα στον διάδρομο. Ήδη μέσα σε μία μέρα έχει μάθει το βλέμμα που θέλω να την σκοτώσω.  Την κοιτάω μ αυτό το βλέμμα,  η σκούπα δουλεύει
-Ξύπνησες; Μου λέει
-Με ξύπνησες!
-Ελά μωρέ, αφού ξύπνιος ήσουν άκουσα το τηλέφωνο που χτύπησε…
-Μήνυμα ήταν και δεν απάντησα γιατί ΚΟΙΜΟΜΟΥΝ!
-Α, καλά, συγνώμη… είπε και  πλησίασε τα πόδια μου με την παλιοσκούπα
-Πάρε αυτή την μαλάκια από μπροστά μου!
-Ποπο νεύρα πρωί πρωί ….
-Καλά συνέχισε έτσι και θα δεις αργότερα…
Την έσπρωξα και μπήκα στην τουαλέτα,  το καλαθάκι των αχρήστων είχε σχεδόν γεμίσει και πάνω στον νιπτήρα υπήρχε χαρτόνι από ένα ρόλο χαρτί υγείας, αυτό γιατί  δεν το πέταξε άραγε;  Μετά από λίγο βγήκα από την τουαλέτα μ αυτό το χαρτόνι στο χέρι.
-Πραγματικά έχω μια απορία…. Αυτή την μαλακία γιατί δεν την πετάς στα σκουπίδια;
-Α, αυτό… το χρειάζομαι, κάτσε να σου δείξω…  παρατάει την σκούπα και έρχεται προς το μέρος μου
-Κλείσε την σκούπα πρώτα
-Α, ναι…
Γυρνάει κλείνει την σκούπα και έρχεται αεράτη προς το μέρος μου, τα νεύρα μου δεν την επηρεάζουν καθόλου. Παίρνει το  κωλοχαρτόνι (αφού το κωλόχαρτο είχε τελειώσει, πώς να το πω;) και το κρατάει μπροστά μου σα παιδάκι που θα δείξει την μεγάλη του ανακάλυψη στον δάσκαλο.
-Λοιπόν αυτό το χρησιμοποιώ για να πατάω τα σκουπίδια.
Πιάνει το χαρτόνι από την άκρη και πάτησε τα χαρτια που ήταν πεταμένα μέσα στο καλαθάκι και μ αυτό τον τρόπο μείωσε τον όγκο τους.  Γυρνάει και με κοιτάει χαμογελώντας λες και έκανε κανένα θαύμα
-Έξυπνο; Μου λέει
-Το χαρτόνι; Εξυπνότερο από εσένα.. της είπα και έφυγα αδιάφορα, αν και πρέπει να παραδεχτώ ότι κατά κάποιο τρόπο ήταν πρακτικό… 

-Α, (με φωνάζει καθώς έφευγα) το ποδήλατο, απ αυριο δεν θα το έχεις στο δωμάτιο μου
-Γιατί;
-Θα φέρω το κρεβάτι  μου
-Να πας να γαμηθείς!
-Τα ακούς; απ αύριο έξω το ποδήλατο! μου είπε έλεγε και εγώ απλά απομακρυνόμουν

Έτσι και έγινε λοιπόν, άφησα το ποδήλατο έξω από το σπίτι, στην είσοδο της πολυκατοικίας, δεν έμεινε πολύ καιρό εκεί, μου το κλέψανε σε μια βδομάδα.
Όλη την ώρα άκουγα αυτή την  ηλίθια μουσική της , ένα ωραίο πρωί μπήκα πάλι άγριοξυπνημένος στο δωμάτιό της
-ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΑΛΛΟ ΑΥΤΗ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ!
-Σκάσε ρε βλάκα,  μου είπε βραχνά και έπιανε το λαιμό της
-Τι έπαθες; Την ρώτησα ανήσυχος
-Μάλλον φαρυγγίτιδα..
-Αλήθεια; Την ρώτησα με ενθουσιασμό
-Αλήθεια… γάμησε τα…
-Δηλαδή τώρα εσύ δεν μπορείς να μιλήσεις;
-Ναι, μου είπε γνέφοντας το κεφάλι
-Yes!  Υπάρχει θεός! Αυτό είναι υπέροχο
-Σκάσε ρε, μου είπε γελώντας
-Θες να σου φέρω κανένα φάρμακο;
-Ναι πήγαινε στο φαρμακείο και φέρε ότι σου δώσει ο φαρμακοποιός
-Φίμωτρο;
-Αι χέσου ρε βλάκα

Μετά από μερικές μέρες

Είμαστε έξω για καφέ
-Πως σου φαίνεται η μέχρι τώρα  συγκατοίκησή μας; με ρώτησε
- Να σου πω… είναι μερικά πράγματα που δεν εκφράζονται με λόγια…. Νομίζω ότι θα έπρεπε να κάνω κάτι σωματικό για απεικονίσω  ακριβώς αυτό νιώθω…
-Να μ αγκαλιάσεις;
-Να ξεράσω… της είπα και πέσαμε και οι δυο στα γέλια.
Γενικά έχουμε και οι δυο αυτοσαρκασμό και αυτό μας επιτρέπει να πειράζουμε ο ένας τον άλλο και το πείραγμα είναι το μόνο που μας συνδέει. Το μόνο κόμπλεξ που έχει αυτήν είναι για την ηλικία της, είναι 30   και είναι κάτι που δεν πρέπει να το αναφέρω ποτέ, ελάχιστες φορές όμως της πετάω κάτι περίεργα και την φρικάρω.
Με το «να ξεράσω» που της είπα άρχισε να γελάει, ανάμεσα στα γέλια μου είπε
-Μαλάκα…
-Βλαμένη! Της είπα και αυτήν τεντώθηκε για αρχίσουμε τα βρισίδια που το κάνουμε σε καθημερινή βάση
-Gay
-Πτανα
-Ηλίθιε!
-Λαϊκιά!
-Στριμμένε
-Λαρισαία!  
-Προκτόμπεη ! όταν μου το είπε αυτό άρχισα να γελάω, είχα και ένα μπισκοτάκι στο στόμα και είπα κάτι περίεργό
-Σα α αραω, κάπως έτσι ακούστηκε
-Αχ, και εγώ σ αγαπάω
Την κοίταξα για μια στιγμή και γέλασα περισσότερο, έχοντας πάντα το μπισκότο στο στόμα.
-Τι γελάς;  Σ αγαπάω δεν είπες; με ρώτησε
Κατάπια το μπισκότο με δυσκολία παίρνοντας μια ανάσα της είπα
-Σαραντάρα είπα
Και γέλασε και αυτήν
Μέσα στα γέλια της είπα
-Και εγώ σ αγαπάω
-Αχ, ναι; και ήρθε να με αγκαλιάσει, την έκοψα όμως και τραβήχτηκα
-Ελα.. αηδίες….  της είπα








Παρασκευή 26 Αυγούστου 2011

Σε Σκεφτόμουν.........

Αφιερωμένο



Τι ωραιότερο να ξεκινάς την μέρας σου συναντώντας ένα άτομο που σου χει λείψει πολύ, έτσι έγινε και σήμερα,  συνάντησα την Γεωργία. Δεν ήταν τυχαία συνάντηση, σκοπίμως πήγα εκεί που ήταν και την βρήκα.  Ήθελα βέβαια να της ζητήσω κάτι, αλλά δεν ήξερα πως. Όλη την ώρα αυτό σκεφτόμουν στην διαδρομή. Περπατούσα σκυφτός με τα ακουστικά στα αφτιά και αδιαφορούσα για τις γριές και τα κωλαράκια τριγύρω μου. Το μόνο που ήθελα ήταν να μου πει αυτή το ναι, ένα ναι που θα ομόρφαινε πολύ την ζωή μου και την καθημερινότητα μου.  Ναι, ποιος εγώ ήθελα  να ομορφύνω την ζωή μου. Ήθελα, ας πούμε να βάλω λίγο χρώμα στην ζωή μου.  Ήθελα λοιπόν αυτή που χρωματίζει τα όνειρά μου να  βάλει   χρώμα και στη ζωή μου.

Την είδα λοιπόν και όπως κάθε φόρα που την έβλεπα έμεινα με ανοιχτό το στόμα, χασμουριόμουν, θυμήθηκα τα όνειρα για αυτό….
-Που είσαι χαμένος εσύ βρωμερό σκουλήκι; Με ρώτησε
-Που να μαι… Εδώ τριγύρω όπως πάντα….
-Που  χάθηκες , γιατί δεν γράφεις;
-Γράφω, απλά δεν τα δημοσιεύω, το να μην γράφω ισοδυναμεί με το να μην σε σκέφτομαι, είναι δυνατόν να μην σκέφτομαι εγώ εσένα;
-Αλλά μου δείχνεις το τελευταίο καιρό….
-Έλα ρε συ αφού ξέρεις ότι μετακομίζω, έχω πολλά να κάνω…
-Ναι; Τρείς μήνες μετακομίζεις; Με στρίμωξε, έπρεπε να φέρω την συζήτηση σε θετικό κλίμα, της έπιασα το χέρι και της είπα με πονεμένο βλέμμα
-Γεωργία…. Σε σκεφτομούν…. Αλήθεια….
-Α, ναι;  Και πως με σκεφτόσουν;
-Δεν ξέρω πώς να στο πω… Θα μου ήταν ποιο εύκολο να σου έλεγα ότι σε ονειρεύτηκα χτες το βράδυ, και πολλά βράδια από τότε που μου έχει μπει αυτή η ιδέα στο μυαλό
-Πως με ονειρεύτηκες ;γυμνή;
-Αυτό θα ήταν πολύ πεζό αν στο έλεγα… Κάτι άλλο είδα…. Μάλλον συμβολικό…
-Τι είδες πές το μου πια και με έχεις τρελάνει
-Είδα ότι έβαφες κάγκελα.  Της είπα και έσκυψα το κεφάλι
-Τι εννοείς έβαφα κάγκελα;
-Να εννοώ ότι ήσουν σπίτι μου και έβαφες τα κάγκελα με το πινέλο…
-Δηλαδή καθόλου γυμνό;
-Λίγο, έτσι όπως ήσουν καθισμένη φαινόταν το βρακάκι σου, πρασινογαλάζιο, όπως σήμερα
-Δεν σε καταλαβαίνω, πάλι περίεργός είσαι,  τι εννοείς πες μου, τι συμβολισμός; Πια κάγκελα; Τι εννοείς;
-Να, κούκλα μου, ο συμβολισμός είναι σαφέστατος. Πήγα σε ένα καινούριο σπίτι, σωστά; Άρα αλλαγή στην ζωή μου. Αυτό το σπίτι βρίσκεται στο δεύτερο όροφό, το μόνο που με προστατεύει απ το να πέσω στο κενό είναι τα κάγκελά  του μπαλκονιού, αλλά είναι άσχημα, είναι σκουριασμένα, θέλουν βάψιμο. Δεν τυχαίο που είδα εσένα στον ύπνο να βάφεις και να ομορφαίνεις αυτό που θα με εμποδίζει να πέσω στο κενό. Σε πιο βαθειά ανάλυση στο υποσυνείδητο μου είσαι αυτή που δεν θα με αφήσει να πέσω στο κενό. Δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς εσένα…  Ήσουν στο όνειρό μου και έβαζες χρώμα, θέλω αυτό να γίνει και στην ζωή, σε παρακαλώ,  σε έχω ανάγκη….
-Δηλαδή, αν κατάλαβα καλά, μου ζητάς να έρθω να σου βάψω τα κάγκελα;
-Όχι μην το βλέπεις έτσι, κούκλα μου, σου ζητάω να κάνει ς πράξη το όνειρό μου
-Δηλαδή να σου βάψω τα κάγκελα;
-Όχι καρδία μου, σου ζητάω να βάλεις λίγο χρώμα στην ζωή μου και στο σπίτι μου, να ξυπνάω το πρωί και να βλέπω τα κάγκελα  και να θυμάμαι εσένα (κάπου έδω θυμήθηκα την φράση ‘’ της πουτάνας το κάγκελο’’ και  με δυσκολία έκρυψα το γέλιο μου) εσένα που με τόσο κόπο ήρθες και ομόρφυνες το μπαλκόνι μου.  
-Όσο ποιητικά και αν το πεις πάλι το γεγονός είναι ότι θες να σου βάψω τα κάγκελα. Μου είπε και έβαλε τα όμορφα χέρια της στη λεπτή της μέση.  Με κοιτούσε θυμωμένα,  σαν  πεινασμένη γάτα.
-Γεωργία,  με παρεξήγησες….  Εγώ ήρθα να σε δω και να σου πω αυτό που είδα στον ύπνο μου.  Συγνώμη λάθος μου…
-Όχι! Ήρθες εδώ μετά από τόσο καιρό για να μου πεις να σου βάψω τα ΓΑΜΗΜΕΝΑ ΚΑΓΚΕΛΑ!  Τσίριξε και έφυγε νευριασμένη



Στις τελευταίες δυο λέξεις ανέβασε τον τόνο της φωνής της τόσο πολύ που είμαι σίγουρός ότι σκουριά από τα κάγκελα στο σπίτι ξεκόλλησε και έπεσε στο μπαλκόνι. Έπρεπε να βρω κάποιον να έρθει να τα καθαρίσει. Αλλά εκτός από την σκουριά  έπεσαν και οι κουρτίνες της συγκράτησης στο μυαλό μου. Ναι την ήθελα, δεν το αρνούμαι. Δεν μπορούσα να την χάσω, έτρεξα και την πρόλαβα, την άρπαξα από το μπράτσο και την έστριψα με δύναμη προς το μέρος μου, πήγα να την αγκαλιάσω αλλά αυτή με χτυπούσε και με απωθούσε. Της έπιασα τα χέρια και τα ακινητοποίησα πάνω στο στήθος της. Τι απαλά που ήταν…(χέρια της, έτσι;) θα μπορούσα να κοιτάω για πάντα. Μα είναι δυνατόν να μένουν αυτά τα υπέροχα χέρια ανεκμετάλλευτα;  Τι θαύματα θα μπορούσαν να κάνουν με ‘’ πάαανω, κάααατω, πάνω, κάτω….’’   Αλλά δεν μπορούσα να της το πω τώρα, την κρατούσα εκεί σφιχτά  και σκεφτόμουν αυτά τα χεράκια να κρατάνε αυτό το σκληρό  πράγμα με τις τρίχες στην άκρη και να κάνουν πάνω κάτω, πάνω κάτω.  Την κοίταξα στα μάτια και της είπα
-Σε σκεφτόμουν, αλήθεια, απλά είμαι βλάκας που σου είπα για τα κάγκελα…. προσπάθησα να σε προσεγγίσω…. Πώς να το πω;…. ας πούμε…. πιο ήπια…..
-Αλήθεια…. Δεν  ήρθες να μου πεις να σου βάψω τα κάγκελά; Με ρώτησε γλύκα
-Όχι, ήρθα να σου πω ότι σε σκεφτόμουν και αλλιώς….  
-Πως αλλιώς;  (Τι γλυκιά που είχε γίνει… ακούμπησε και το κεφαλάκι της στο στήθος μου..)
-Σε φαντάστηκα να περνάς κουρτίνες. …..    Της είπα με επιδοκιμαστικό τόνο, αλλά αυτή ,αντί να ευχαριστηθεί ,  με έσπρωξε με βία
-Αι χάσου ρε κάφρε! Μου είπε και έφυγε κουνώντας θυμωμένα τον κώλο της

Ε, αυτήν δεν μας έκατσε, αλλά τουλάχιστον έκανε θεαματική έξοδο.

Χωρίς να καθυστερήσω έβγαλα το κινητό μου και πήρα τηλέφωνο τον Γιώργο, ευτυχώς το σήκωσε αμέσως
-Που σαι ρε φιλαράκι; Μου είπε μόλις το σήκωσε
-Που να μαι ρε φίλε, δουλείες, τρέχω…
-Εσύ δουλείες; Εσύ τρέχεις; Ρε, μας δουλεύεις εις διπλούν;
-Όχι ρε φίλε, σε σκεφτόμουνα, ρε σύ , καιρό δεν έχεις να κάνεις κάτι με την ζωγραφική; ¨Έχω μια ιδέα και χρειάζομαι ένα πραγματικό καλλιτέχνη
-Εδώ είμαστε, για πες.
-Θέλω ένα πολύ ιδιαίτερο χρώμα για ένα σημείου του σπιτιού. Θέλω το καλλιτεχνικό σου σφρίγος να διαπρέψει στο μπαλκόνι μου.
-Τι θες ακριβώς;
-Να βρεις ένα χρώμα και κόψεις σε καλλιτεχνικές λωρίδες το άπειρό της ασχήμιας που βρίσκεται πέρα από το μπαλκόνι μου
-Θες να σου βάψω τα κάγκελα ρε μαλάκα;
-Όχι ρε, τι λες θέλω-

Μου το έκλεισε. Φτου  γάμωτο,  πάλι μόνος μου θα την κάνω την δουλειά.
Πάνω κάτω , πάνω κάτω με το κολοπινέλο…. Μαλακία δουλειά ρε φίλε

Σκέφτηκα πάλι τα υπέροχα χεράκια της Γεωργίας σε αυτό το ατέρμονο πάνω κάτω πάνω κάτω 
Και σπλατς οι σταγόνες κάτω






Στα τέσσερα

Η μέρα ήταν Σάββατο , τα στήθη της μικρά και αυτή επίσης.  Τη λέγανε Αθηνά, τίποτα άλλο μη ρωτήσεις.  Δυο βδομάδες  μετά από αυτό το Σάββα...