Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

Ρωμαίος και Ιουλιέτα 5 (Δυνάμεις)


Σε ένα  σοκάκι στη  Βερόνα  συναντιούνται οι τρείς φίλοι  , ο Μερκούριος και ο Μπεν κάπνιζαν ήδη μπάφο, ο Ρωμαίος φτάνει και τους βρίσκει να γελάνε.

ΡΩ-Γεία σας φίλοι μου, καλοί μου φίλοι γειά σας
 Δεν θα σταθώ πολύ, δεν θα χαρώ την συντροφιά σας
ΜΠΕΝ- Καλώς τον κύριο, καλώς τον αδερφό μας
Μα γιατί δεν θα σταθείς να χαρείς ότι  δικό μας;
ΡΩ- Δεν προλαβαίνω φίλοι μου, έχω κάπου να πάω
Την Ιουλιέτα να δω, την κοπελιά που αγαπάω
ΜΠΕΝ- Όπα φίλε μου τι έγινε ; ραντεβουδάκι;
Μα εσύ αγκαλιά σ άλλον δεν το είδες το πουτανάκι;
ΡΩ- Δεν ήταν αλήθεια αυτό που είδα
Άδικα την κατηγορείς την κακομοίρα
Η πανχοντρή η παραμάνα μου είπε  της κόρης λόγια
Ήρθε στο σπίτι μου και σταματήσαν τα ρολόγια
Αλήθεια το πουστράκι εκείνο δεν τ αγαπάει
Εμένα μόνο θέλει λέει ,για μένα ξενυχτάει
Στα χέρια του βρέθηκε για χάρη του πατερά της
 Που τον προορίζει να της φορέσει και την βέρα της
Μα εμένα απόψε περιμένει μετά την δύση
Στο σπίτι  της να πάω για τρελό γαμίσι
ΜΕΡ-Ω, μα τι λες καλέ μου φίλε αυτό είναι φανταστικό
Κανονικά θα την πηδήξεις ή μήπως πισωκολλητό;
ΡΩ-Μην ακούω  τη λέξη πίσω, πολύ ξενερώνω
Πριν έρθω κοιμήθηκα για δυο ωρίτσες μόνο
Στο όνειρό  βρέθηκα δυο φορές  στην αυλή της
Μα την πρώτη είδα φρίκη δεν είδα το κορμί της
Της φακλάνας είδα την φακλάνα
Μου έριξε και ένα κουβά η πουτάνα
Την δεύτερη φορά  σχεδόν μια από τα ίδια
Την κόρη ταχα εσυνάντησα να τρίβει τα σανίδια
Τα στήθη  να τρίψω  ο λάγνος ονειρεύτηκα
Μα τα όνειρα  φίλοι μου βγαίνουν  πάντα ψεύτικα
Στήθη δεν άγγιξα μα ούτε κωλομέρι
Βρέθηκα μοναχός  με την βούρτσα στο χέρι
ΜΠΕΝ- Αυτό δεν ήταν όνειρο, αυτό ήταν παρωδία
Πάρε μπαφο να φτιαχτείς, πάρε ευωδία
ΡΩ- Όχι φίλε μου καλέ, στο είπα το έχω κόψει
Την αγάπη θέλω μόνο, και του μουνιού την όψη
ΜΕΡ- Τι ρομαντικός που έχει γίνει αδερφέ μας
Πως το κατάφερες αυτό για πε μας
ΡΩ-Μου φαίνεται το είχα πάντα μέσα μου και αυτή μου το βγάζει
Και μόνο που τη σκέφτομαι η ψυχοσύνθεση μου αλλάζει
ΜΠΕΝ-Τι είναι αυτό; Τι είναι ψυχοσύνθεσή
Όπως λέμε για τα φυτά η φωτοσύνθεση;
ΡΩ- Ακριβώς, ότι είναι ο ήλιος για την χλωρίδα
Είναι για μένα  δικιά της κλειτορίδα
ΜΕΡ-  Μου φαίνεται μεγάλος είσαι ποιητής
Θα τον ξεσκίσεις τον πάτο αυτής της νεαρής
ΡΩ- Απ το στόμα σου και στου θεού τ αφτί
ΜΕΡ-Πριν φύγεις σκέψου τι έκανες ευχή
ΡΩ-Τι;
ΜΕΡ –Καπνούς από χασίσι έχω μες το στόμα
Αν τους φυσήξω στου θεού τ αφτί  θα γίνει λιώμα
ΡΩ-Έχετε γεια ευγενικοί αδερφοί μου
ΜΠΕΝ-Καλό βόλι ρομαντικέ ποιητή.
(φεύγει ο Ρωμαίος)
ΜΕΡ-Το πίστευες αυτό Μπεν χασισοπνίχτη
Ότι ο Ρωμαίος θα ξαναπιανόταν στου έρωτα το δίχτυ;
ΜΠΕΝ-Το πίστευα και το παραπίστευα αγαπητέ Μερκούτιέ μου
Μα το ότι θα γινόταν ρομαντικός δεν φανταζόμουνα θεέ μου
ΜΕΡ-Και ότι θα έκοβε το χασίσι το πίστευες και αυτό;
Φίλε μου στο λέω δεν θα μπορώ να κοιμηθώ
ΜΠΕΝ-Τον χάσαμε τον φίλο μας, τον χάσαμε για ένα μουνάκι
Πιες το τσιγάρο και πάμε να τσακίσουμε κανένα παϊδάκι
ΜΕΡ-Πίνω φίλε μου και ο καπνός ας με  κάνει τσάτσαλο
Να ξεχάσω για τον φίλο μας τον μαντράχαλο
ΜΠΕΝ- Όπου να ναι εδώ σε μας θα γυρίσει
Και για πληγωμένο έρωτα πάλι θα μιλήσει
ΜΕΡ-Αν είναι έτσι δεν τον θέλω, είναι κλαψομούνης
Μας τα πρήζει ασε που είναι και τσιγκούνης
ΜΠΕΝ- Μην αφήνεις τον εαυτό σου να λέει λόγια απ την μαστούρα
Χωρίς τον Ρωμαίο στην παρέα έχουμε χασούρα
ΜΕΡ –Μικρή χασούρα θα έλεγα φιλάρακι
Αλλά καλύτερα ας πάμε για εκείνο το παϊδάκι
ΜΠΕΝ-Πάμε  Μερκούτιε, πάμε


Οι δυο φίλοι φύγανε για παϊδάκια και ο Ρωμάιος έφτανε στην αυλή της Ιουλιέτας,  ο ήλιο είχε πια πέσει και η σελήνη στον ουρανό είχε πάρει θέση. Για τίποτα δεν ανησυχούσε ο καλός ο Ρωμαιούλης καθώς στο μυαλό του είχε καθίσει της Ιουλιέτας ο ποπούλης
ΡΩ-(μονολογεί) Να ναι στην αυλή που έπαιζε η αγάπη μου μικρή
 Εδώ που έμαθε να μιλάει, εδώ που έχεσε το πρώτο της βρακί
 Εδώ η αγάπη μου μεγάλωσε και έγινε κοπέλα
Εδώ την πρόσεχε και την μάλωνε  η χόντρη βαρέλα
Τα άγια χώματα αυτά πατάω με βήμα ελαφρύ
Καρδιά μου πετάει και μου σκληραίνει το πουλί
Γελάει με της αγάπης και του έρωτα τα καμώματα
Όποιος δεν αγάπησε και δεν έπεσε στα πατώματα
Όποιος τα χέρια του δεν χρησιμοποίησε για την αγάπη
Τις αξημέρωτες  νύχτες που έλειωνε μόνος στο κρεβάτι
Τα χεριά ακατάπαυστα  όποιος δεν χρησιμοποιούσε
Γράφοντας ποιήματα για αυτήν που αγαπούσε
Απ την ώρα που την γνώρισα τα χέρια μου δεν έχουν σταματήσει
Κουράστηκα ξεζουμίστηκα δεν έχω άλλο χύσι
Και τώρα εδώ που περπατώ  αναμάρες με έχουν πιάσει  
Η στύση μου με βασανίζει λες και πάει να σπάσει
Αχ , που να ναι η καλή μου η μελαχρινή
Το πάθος μου να χώσω στο τρυφερό της το
Μα σουτ!
Τι γκάβλα είναι αυτή εκεί στο παραθύρι;
Είναι η Ιουλιέτα και είναι  σκέτη τσόντα
Πρόβαλε τσόντα, σκότωσε την  σελήνη
Που είναι κιόλας άρρωστη σαν σάπιο σύκο
Αγάπη μου καλή σου κατουράω  λίγο τον φύκο.
Εδώ στο σκοτάδι ακόμα δεν με  έχει πάρει χαμπάρι
Επί τη ευκαιρία να ξύσω λίγο και το παπάρι .
ΙΟΥ-(μελαγχολεί και μονολογεί) Γαμώ τον αντιχριστό μου μέσα…….
ΡΩ-Μιλάει, ω μίλα πάλι ολόφωτε άγγελε μου
Μιλά τσόντα μου και αναστεναγμέ μου
ΙΟΥ-Ρωμαίο; Εσύ είσαι καλέ μου
Γιατί κρύβεσαι ακριβέ μου
ΡΩ-Εγώ είμαι πριγκηπέσα μου εδώ κοντά στον φύκο
Ακολουθώ αγάπη μου της φωνή σου τον ήχο
ΙΟΥ-Ω, μα ναι σε βλέπω που έρχεσαι γεμάτος χάρη
Ευφραίνονται τα μάτια μου γλυκό μου παλικάρι
ΡΩ-Έφτασα εδώ μπροστά σου  πουτάνα όλα νάζι
Έφτασα εδώ που γλυκά η  μοίρα το προστάζει
ΙΟΥ-Ω Ρωμαίο εις το τετράγωνο
Φοβούμαι το μέλλον μας είναι άγονο
Των οικων μας το μίσος κρατάει χρόνια
Πώς να παντρευτούμε εμείς τα χελιδόνια
ΡΩ-Γιατί με ύψωσες στο τετράγωνο πασάκα;
Αν το θες τον πατέρα μου τον αποκαλώ μαλάκα
ΙΟΥ-Στο τετράγωνο σε ύψωσα για μην πω το όνομα σου δυο φορές
Και εγώ την μάνα μου την λέω πουτάνα και καριόλα αν το θες
ΡΩ-Και εγώ τον παππού  μου λέω πούστη και  την γιαγιά μου τσατσά
Τις αδερφές μου πόρνες και θείο μου κατσικογαμιά
ΙΟΥ-Εμένα ο πατέρας μου είναι αδερφή κουνιστή
Και η μάνα μου μοιάζει με γέρο τραβεστί
ΡΩ- Τις οικογένειες μας αρνηθήκαμε κόρη ακριβή
Άσε με να ανέβω να σου δώσω ένα φιλί
ΙΟΥ-Αχ με κάνεις να χτυπιέμαι σαν χταπόδι, lol
ΡΩ-Ρίξε τα μαλλιά σου για να ανέβω να σου βάλω γκολ
ΙΟΥ-Πιάσου απ αυτό που θα σου ρίξω
Ανέβα και έλα εδώ γλυκά να σε φιλήσω
(μια κοτσίδα από μαλλιά φτάνει στον Ρωμαίο, την πιάνει και ανεβαίνει)
ΡΩ-Έρχομαι αγαπημένη, μέχρι χτες η καρδιά μου ήταν πέτρα
Μα τώρα η πούτσα μου έχει γίνει δύο μέτρα
ΙΟΥ-Έλα κοντά μου παλικάρι
Να μη χωρίσουμε ποτέ μακάρι
ΡΩ-Έρχομαι καρδιά μου, χέρια έχω γυμνασμένα
Τα γύμνασα σκεφτόμενος εσένα
ΙΟΥ-Και εγώ εγύμνασα τα δάχτυλά μου ευγενικέ Ρωμαίο
Όλα αρκετά μα πιο πολύ το μεγάλο το μεσαίο
ΡΩ- Τα μαλλιά σου μυρίζουν κάπως Ιουλιέτα
Τα πνευμόνια  μου τα σκίζουν σαν φαλτσέτα
ΙΟΥ-Ανέβα πάνω αθλητή  μου  και θα δεις ,
Απ τα μαλλιά μου δεν θα απογοητευτείς
ΡΩ-Έφτασα, έφτασα καλή μου
Ω, μα τι είναι αυτό! Ω, μαχαίρι στην ψυχή μου!
Δεν έπιανα τα μαλλιά σου ο δυστυχής
Μα μου έριξες τις ματσχαλότριχες της χοντρής!
 ΙΟΥ-Φύγε σαβούρα παραμάνα δεν σε θέλω άλλο,
Και εσύ  αγόρι μου μη το κάνεις θέμα μεγάλο
Η πατόζα μας βοήθησε κοντά πια να βρεθούμε
Και ανενόχλητοι να ξαναφιληθούμε
 Έλα, φίλα με και  μες την αγκαλιά μου νιώσε ευτυχής
Και μετά την παραμάνα θα φωνάξω για να κατεβείς
ΡΩ-Προτιμώ να πηδήξω!
ΙΟΥ-Όχι δεν θα πηδήξεις, για φιλί μόνο σου είπα
Το πολύ να πιάσεις κάνα βυζί, άντε και καμία πίπα
ΡΩ-Προτιμάω να πηδήξω από το μπαλκόνι εννοούσα
Μα πως έχει τόσο μεγάλες ματσχαλότριχες τρίχες  σαν αρχιμανδρίτη μούσια ;
ΙΟΥ-Για την πατσαβούρα την παραμάνα άλλο μη μιλάς
Πάρε με στα χέρια μου και δείξε μου πόσο μ αγαπάς
ΡΩ-Θα σε πάρω και όταν θα τελειώσω θα φωνάξω Ιουλιέτα εις τον κύβο
Τρεις φορές το όνομα σου ,τον έρωτά μου  για σένα δεν τον κρύβω
ΙΟΥ-Επ,  το χέρι σου  μην το βάζεις στο βρακί μου
Εκεί δεν είναι το βυζί εκεί είναι το μουνί μου!
ΡΩ-Ναι, και δεν το έχεις ξυρισμένο
Τώρα νομίζω πια πως μπορώ να περιμένω
ΙΟΥ-Το είχα σκοπό να το ξυρίσω  μόνο πριν το γάμο
Πώς να φορέσω νυφικό μ αυτόν τον θάμνο;
ΡΩ-Αγάπη μου μια πρόταση θα σου κάνω που θα αλλάξει την ζωή σου
(πέφτει στα γόνατα και βγάζει ένα δαχτυλίδι)
Θες για μένα να ξυρίσεις το μουνί σου;
ΙΟΥ-Αχ, ναι! Ναι! Δέχομαι!




















Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

Ρωμαίος και Ιουλιέτα 4 (Στο Μπαλκόνι)


Και να που η παραμάνα έκανε μια φορά σωστά την δουλειά της. Το μήνυμα παρέδωσε στον Ρωμαίο  δίχως παρατράγουδα και δίχως λάθη. Στη κόρη γύρισε και της είπε τα καλά μαντάτα, της είπε που του είπε τι ακριβώς έγινε και  πως αυτός επείσθη. Το βράδυ στο μπαλκόνι θα την συναντούσε.  Και κόρη άρχισε να ετοιμάζεται τον Ρωμαίο να εντυπωσιάσει. Η νύχτα την βρήκε στον καθρέφτη της μπροστά να φτιασιδώνεται  την ώρα που ο Ρωμαίος πατούσε στην αυλή της.

ΡΩ- (μονολογεί)
Τι ωραίο αίσθημα την αγάπη μου να προσμένω
Πέρασα αιώνες  μόνος δίχως τίποτα να περιμένω
Κι όμως είμαι εδώ στην όμορφη αυλή της
Και το μόνο που θέλω είναι να πάρω το φιλί της
Αν η ζωή είναι γεμάτη βάσανα και πόνο
Εγώ θα ξαναζούσα για μια τέτοια στιγμούλα  μόνο
Μα τι γλυκιά που είναι η προσμονή
Θεέ μου,  σε λίγο θα της γλύφω το
Μα σουτ!
Τι φως είναι αυτό που προβάλει από το παράθυρο;
Είναι η ανατολή και είναι η Ιουλιέτα ο ήλιος .
Μα δεν την βλέπω ολόκληρη,  το μπούστο της μόνο δείχνει
Θα σταθώ εδώ να την δω, το σκοτάδι απόψε είναι φίλος.
Ω! Το θεϊκό το στήθος της, πλούσιο και γεμάτο χάρη
Τόσο όμορφο είναι που ζηλεύει το φεγγάρι
Και αυτή η σχισμή στη μέση  που το φόρεμα την κάνει
Με αναστατώνει άγρια πάει να με πεθάνει
Μεγαλύτερα όμως μου φαίνονται απόψε τα βυζιά της
Κοίτα πως έφτασα να μιλάω σαν άξεστος χωριάτης
Αχ,  ας έκανε ακόμα ένα βήμα εμπρός
Το πρόσωπο της για να βγει στο φως
Το μπούστο της μονό φαίνεται  θεέ μου
Κάνε να δω και την μορφή της ουρανέ μου
(ακούγεται ένας σφυριχτός ήχος)
Μιλάει, ω, μίλα πάλι ολόφωτε άγγελε
Μιλάει μα δεν λέει τίποτα και τι μ αυτό;
Το στήθος της μιλάει θα αποκριθώ σ αυτό
(ακούγεται ένας κρατσανιστός ήχος)
Τι είπες δεν σε άκουσα καλή μου μούσα
Η φωνή σου σαν φτερούγισμα αγγέλου μες τα χέρια μου τα δύο  μου
Αγάπη μου χρυσή εγώ ποτέ δεν θα σε κατηγορούσα
Μα η φωνή σου δεν έμοιαζε ανθρώπου,  παρά σαν τραγούδισμα εντόμου
Ω μίλα πάλι ολόφωτε άγγελε
(Το μπούστο ορθώνεται μές το σκοτάδι και φαίνεται ή πλάτη της παραμάνας, γυρνάει προς τον Ρωμαίο)
ΠΑΡ-Επ, ποιος είναι εκεί,
Ποιος την παραμάνα ενοχλεί
ΡΩ-Ω θεοί, κατάρα, χρόνοι δίχως καλοκαίρια
Της κόρης δεν ήταν τα βυζιά μα της χοντρής τα κωλομέρια
 Και, ω, χειρότερα της κόρης δεν ήταν η φωνή
Μα της παραμάνας η πορδή
Τα χέρια μου να μαραθούνε δίκαια τιμωρία
Μ αυτό που είδα να μην ξανατραβήξω μαλακία
(λιποθυμάει)
ΠΑΡ- Ιουλιέτα , Ιουλιέτα, τρέξε καλή μου
Το αγόρι σου λιποθύμησε πουλί μου
ΙΟΥ-Τι έγινε ποιο κακό μας βρήκε πάλι
Μιλά μωρή σαβούρα, θα σου σπάσω το κεφάλι
ΠΑΡ-Δεν  φταίω εγώ κυρά η μοίρα το έφερε έτσι
Αλήθεια μόνο θα σου πω και αλήθεια η κάθε λέξη
Το φεγγάρι έφεγγε και έλουζε το μπαλκόνι
Είχα λόγο σοβαρό και  έτσι καθόμουν μόνη
Την πλάτη μου και το μισό μου κώλο είχα απ έξω
Να κρυώσει  λίγο  τ άντερο μπας και καταφέρω για να χέσω
Ξέρεις πως στο κώλο μου ο θεός έχει βάλει τάπα
Και όπως πάω τα κακά μου θα μου βγούνε απ την μάπα
Το νέο και ωραίο παλικάρι τον κώλο μου κοιτούσε
Να αντισταθεί στην θέα δεν μπορούσε
Το κρύο έκανε την δουλειά του και μου βγήκε λίγο αέρας
Αέρας απαλός και σφυριχτός σαν στριφογύρισμα μια βέρας
Το παλικάρι άκουσα πίσω να μιλεί και τρόμαξα η καημένη
Και απ την τρομάρα μου βγήκε μια κλανιά που τρόμο φέρνει
 Ο νέος λιποθύμησε και κείτεται εκεί κάτω
Ομορφούλης καθώς είναι με το παντελόνι το μοδάτο
ΙΟΥ-Αχ, το τραυμάτισες ψυχολογικά  το παλικάρι
Πως σου ήρθε να σταθείς έτσι εδώ ηλίθιο ντουβάρι
Κοίτα την αγάπη μου πως κείτεται στο χώμα
Κοίτα πως πάνω του αντανακλά του φεγγαριού το χρώμα
Ήρθε να δει εμένα και είδε φρίκη
Ήρθε για να τον φιλήσω και είδε εσένα από πίσω
 Και εγώ όλο την μέρα  για εκείνον μόνο στολιζόμουν 
Τζάμπα πουτάνα δεν το ήξερα  πως θα γινόμουν
Τζάμπα δεν θα ήταν  όλα αν είχα εσένα
Και εξαιτίας σου το πρωί θα σηκωθώ ξανά  παρθένα
 Πάρε τον κώλο σου και σύρε ένα κουβά να φέρεις
Στα μούτρα του νερό να ρίξεις να τον συνεφέρεις
ΠΑΡ- Νομίζω πως στον διάδρομο είδα ένα κουβά
Πάω να τον φέρω μη φύγεις για πουθενά
ΙΟΥ-Τρέχα  φέρτον γρήγορα να συνεφέρουμε το παλικάρι
Τσακίσου τι με κοιτάς ηλίθιο γομάρι;
ΠΑΡ-Φεύγω και έρχομαι ευθύς αμέσως  κόρη
Χαλβάδιασε εσύ το ξαπλωμένο αγόρι
(φεύγει)
ΙΟΥ-Ω Ρωμαίο Ρωμαίο, γιατί να σαι Ρωμαίος
Χάθηκε να σουν Βενετός ή έστω Λαρισαίος;
Μα εγώ σ αγάπησα απ την ματιά την πρώτη
Άλλος στην καρδιά μου δεν θα μπει γλυκέ μου ιππότη
Πολλές αγάπες στις καρδίες δεν κάνει να μπαινοβγαίνουν
Καλά είναι όταν μπαίνουν μα τις χαλάνε όταν βγαίνουν
Καρδιά εγώ δεν θέλω να έχω χαλασμένη
Καρδιά γερή τα πάντα υπομένει
Τυχερή είμαι που σε γνώρισα
Και απ την μοναχική ζωή για πάντα χώρισα
(μπαίνει η παραμάνα με τον κουβά)
Μα τι είναι αυτό; νερό δεν έχει μέσα
Κράτα το γερά ηλίθια μπαμπέσα
Μα πρόσεχε! Κοίτα τι έχεις κάνει
Σου χύθηκε στο πάτωμα η μπογιά
Μου λέρωσες το καλό φουστάνι
Και για αύριο μου άνοιξες δουλειά
ΠΑΡ- Συγνώμη καλή κόρη δεν ήξερα τι είχε μέσα
Μα τούτος ο άδειος ο κουβάς τη δουλειά την κάνει
(πετάει τον άδειο κουβά απ το μπαλκόνι στο κεφάλι του Ρωμαίου)
ΡΩ-Ωωωχ, το κεφάλι μου πονεί, φωνάξτε μια γιατρέσα
Τι μου συνέβη; Γιατί λείπει το ταβάνι;
ΙΟΥ- Ω Ρωμαίο Ρωμαίο, συνήλθες καλέ μου
Λιποθύμησες την ώρα που ήμουνα στον καμπινέ μου
ΡΩ-Ιουλιέτα καλή μου,  κάτσε να σηκωθώ  να μην είμαι ξαπλωμένος
Όρθιος να σταθώ να βλέπω από πιο κοντά αυτήν που είμαι ερωτευμένος
ΙΟΥ- Ήρθες γλυκό μου παλικάρι,
Δεν με έστησες, ούτε και το φεγγάρι
ΡΩ-Πως ήταν δυνατόν να μην έρθω αφού  ήταν  εσένε να δω
Ούτε δόξα ούτε όνομα ούτε χρήμα πιο πολύ αγαπώ
 Τα πάντα και όλα για σένα αγάπη μου θα κάνω
Το όνομά μου αρνούμαι και αν μ αρνηθείς θα πέσω να πεθάνω
ΙΟΥ- Γιατί μιλάς για θάνατο; Μίλα μου για αγάπη
Ανέβα στο μπαλκόνι μου να πάμε στο κρεβάτι
ΡΩ-  Συγνώμη έρωτά μου μα δεν θα μπορέσω σήμερα
Τον κώλο την παραμάνας είδα και δεν θα μου σηκωθεί
Μα για αύριο δεν κρατάνε του κόσμου όλου τα σίδερα
Και η κακή  τύχη που μ ακολουθάει να πάει να γαμηθεί
ΙΟΥ-Μα τι γλυκά που μιλάς καλέ μου
Αύριο λοιπόν θα σε περιμένω με το νεγκλιζέ μου
ΡΩ-Αντίο αγάπη μου
ΙΟΥ-Αντίο έρωτά μου
(στο άκυρο πετάγεται και η παραμάνα)
ΠΑΡ- Αντίο


Την επόμενη μέρα ο Ρωμαίος όλο κέφι φτάνει στην αυλή της Ιουλιέτας, πήγε πιο νωρίς μην τον μπερδέψει πάλι το σκοτάδι, μπήκε κρυφά στην αυλή και στάθηκε κάτω από το μπαλκόνι,  την κοπέλα δεν την είδε και έτσι ανέβηκε σε ένα δέντρο. Από εκεί είδε την Ιουλιέτα να τρίβει τις μπογιές που έριξε χτες καταλάθος η παραμάνα
ΡΩ-Ω θεοί κοιτάξτε με τι χάρη τρίβει το μπαλκόνι της έτσι σκυμμένη
Τα βυζάκια της πως κάνουν πίσω μπρος καθώς κουνιέται
Σαν να ζυμώνει  ή σαν κάποιον από πίσω να περιμένει
Μα που είναι η χοντρή; Γιατί μόνη της ταλαιπωριέται;
Το γαλάζιο φόρεμα της θεά την κάνει
Και το ανοιχτό της ντεκολτέ πάει να με τρελάνει
Τρίψε, τρίψε καλή μου το μπαλκόνι σου
Και εγώ θα ρθω να τρίψω τα μπαλκόνια σου
Ω θεοί τι μπαλκόνια είναι αυτά που έχει
Χαρά στον αέρα που ανάμεσα τους τρέχει
Έτσι γουστάρω να σκύβεις να δένεις τα κορδόνια σου
Και εγώ να βλέπω τα μπαλκόνια σου..
Ωχ πως θέλω να τρίψω τα μπαλκόνια σου….
ΙΟΥ-Ωχ, καλέ μου ήρθες πιο νωρίς, τι κάνεις εκεί στο δέντρο πάνω;
Τώρα σε είδα και από την τρομάρα μου κόντεψα να πεθάνω
ΡΩ-Πριν από λίγο μπήκα,  πριν από λίγο ανέβηκα στο δέντρο αυτό
Συγχωράμε αγάπη μου μα δεν μπορούσα άλλο να κρατηθώ
ΙΟΥ- Δεν μπορούσες να κρατηθείς, ήθελες να ουρήσεις;
Και γιατί ανέβηκες στο δέντρο; για να κατουρήσεις;
ΡΩ-Ήθελα να σε δω και να σ ακούσω
Τυχαία είδα και το υπέροχό σου μπούστο
ΙΟΥ-Τα λόγια σου μέλι στάζουν
Και οι ώρες μακριά σου με τρομάζουν
ΡΩ- Οι ώρες είναι όμορφες όταν γεμίζουν με αναμνήσεις
Κάτι για να ζεις και μετά μ αυτό  να αναπολήσεις
ΙΟΥ- Λίγο  σε άκουσα , μα όχι καλά, πριν που μιλούσες
Κάτι για μπαλκόνια έλεγες  για πες μου τι εννοούσες
ΡΩ-Θα στο πω και το βέλος μου θα ρίξω
Αγάπη μου θέλω τα μπαλκόνια σου να τρίψω
ΙΟΥ-Το βέλος το έριξες και βρήκε στόχο
Μες την καρδιά μου γέμισες μεγάλο πόθο
ΡΩ- Στο λόγο μου για σένα μόνο είναι τα λόγια αυτά
Αλλού δεν τα είπα αφού δεν μοιάζεις μα καμιά
ΙΟΥ-Κατέβα από το δέντρο μην στέκεις σαν μαϊμού
Έλα στην κάμαρη μου δίχως επανάληψη συλλογισμού
ΡΩ-Εννοείς δίχως δεύτερη σκέψη
Θα έρθω   προτού η ώρα τις στιγμές μας κλέψει
ΙΟΥ-Έλα άφοβα απ την πόρτα την κεντρική
Κανείς δεν είναι εδώ είμαι μόνη μοναχή
ΡΩ-Μα πως σ αφήσανε τα αφεντικά σου
Δεν φοβούνται για την παρθενιά σου;
ΙΟΥ- Πατέρας μάνα παραμάνα δεν είναι εδώ
Πήγανε να δούνε τον βασιλιά μας τον τρελό
ΡΩ-Και εγώ τρελός είμαι για σένα Ιουλιέτα
Και ο έρωτας μας θα σκοτώσει των γονιών μας την βεντέτα
ΙΟΥ-Μα μου φαίνεται με το δέντρο είσαι ερωτευμένος
Από εκεί δεν ξεκολλάς εκεί είσαι γαζωμένος
ΡΩ-Απ την μορφή σου δεν ξεκολλώ που θα την αγαπώ όλα μου τα χρόνια
Έρχομαι αγάπη μου έρχομαι να σου τρίψω τα μπαλκόνια
ΙΟΥ-Αντε μας γκάστρωσες μια ώρα
(κατεβαίνει ο Ρωμαίος από το δέντρο, σε λίγο είναι στο μπαλκόνι της Ιουλιέτας)
ΡΩ-Ήρθα όσο πιο γρήγορα μπορούσα
Την μορφή σου να δω λαχταρούσα
ΙΟΥ-Ήρθες να κάνεις πράξη αυτό που είπες
Ή μόνο σκέφτεσαι τις πίπες;
ΡΩ-Πάμε στο κρεβάτι σου, εσύ να ζεσταίνεις τα σεντόνια
Και εγώ να σου τρίβω τα μπαλκόνια
ΙΟΥ- Σε ευχαριστώ δεν ήξερα πώς να τα βγάλω πέρα μόνη
Πάρε την βούρτσα και τρίψε το μπαλκόνι
Κάνε γρήγορα πριν έρθουν οι δικοί μου,
Γιατί μετά θα πρέπει να τρίβω πάλι μοναχή μου
Το εκτιμώ που προσφέρθηκες για τούτο μόνος
Κάνε μόνο γρήγορα τελειώνει ο χρόνος
Άντρας καλός δεν είναι ο τεμπέλης
Κάνε αυτό και μετά από μένα ότι θέλεις.
(φεύγει η Ιουλιέτα και μένει στην σκηνή ο Ρωμαίος μόνος, κοιτάει την βούρτσα, μονολογεί απελπισμένα)
ΡΩ- Πάλι έμεινα με την βούρτσα στο χέρι…..
(Ιουλιέτα από το backround )
IOY-Τρίβε!!!!!!!!!!!!!



Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011

Ρωμαίος και Ιουλιέτα 3 (Φιλία)


 Αδικία μεγάλη για τον δίκαιο Ρωμαίο φύλαγε η μοίρα, την  αγαπημένη του στα χέρια άλλου είδε και τώρα κινδυνεύει να πεθάνει, και κερατάς και σκοτωμένος.  Η Ιουλιέτα στα χέρια του Πάρη κάνει την λιποθυμισμένη και η παραμάνα πληροφορίες μαζεύει για τον νέο που είδε να ουρλιάζει.  Η μοίρα του ευγενικού  Ρωμαίου   κρέμεται από τα χείλη του άρχοντα Καπουλέτου. Ο Τυβάλτος ο οξύθυμος έτοιμος είναι να τον σκοτώσει, παρακαλούσε τον άρχοντα την διαταγή να δώσει.
ΤΥΒ- Θείε δώσε μου την ευχή σου και άσε με να τον σφάξω,  και το κουφάρι του στα σκυλιά να το πετάξω
ΚΑΠ- Ανιψιέ μου οξύθυμε, μου φαίνεται δεν έχεις μπέσα, αίμα ποτέ δεν θα χυθεί στο σπίτι τούτο μέσα .
 Γιορτή έχουμε μές στο σπιτικό μου, και στην γιορτή αγαπάω και τον χειρότερο εχθρό μου.
Αν διασκέδασε και αν πέρασε καλά, χαρά στο παλικάρι,  και αν πάλι βαρέθηκε η τιμωρία του ας είναι τούτη.
Στο λέω ανιψιέ κρύψε το ξίφος στο θηκάρι, άντε βρες καμιά και ξεκίνα μπαλαμούτι .
ΤΥΒ- Μεγάλη προσβολή  ο σκύλος έχει πράξει, θα ησυχάσω μόνο το αίμα του όταν στάξει.
ΚΑΠ-Ο Ρωμαίος είναι νέος σεβαστός και αγαπητός στην πόλη όλη,  δεν θα τον σκοτώσεις στο σπίτι μου ηλίθιε καριόλη
ΤΥΒ-Σφιγμένη υποταγή και αδάμαστος θυμός, καριόλη μη με ξαναπείς θα γίνει χαλασμός
ΚΑΠ-Οι άντρες έχουν καρδιά και ιδανικά , μα εσύ είσαι φίδι όλο λούσα και μαγκιά
ΤΥΒ- Θείε, βαριά είναι τα λόγια σου και την καρδιά μου φαρμακώνουν
ΚΑΠ-Ξύδι πιες και από το άλλο το υγρό που βαλσαμώνουν;
ΤΥΒ-Φορμόλη;
ΚΑΠ-Ναι καριόλη.
(Φεύγει θυμωμένος ο Τυβάλτος, περπατάει θυμωμένος ανάμεσα στο πλήθος. Μονολογεί θυμωμένα)
-Θα σας δείξω εγώ! θα δείτε τι θα πάθετε!



 Φίλοι καλοί του Ρωμαίου ο Μπεν και ο Μερκούτιος αποδειχτήκαν, μόλις τον ακούσαν να φωνάζει στο πλήθος μέσα χωθήκαν.
Σπρώχναν και χουφτώναν κώλους και βυζιά, κάναν ότι έπρεπε για φτάσουν στον φίλο τους κοντά.
Ο ανδρισμός τους ξύπνησε και ορθώθηκε  περιχαρής,  τυχαία δήθεν πλέον τον ακουμπούσαν στα καπούλια κάθε νεαρής
Φτάσανε  πριν να είναι πολύ αργά , στον καλό τους φίλο τον Ρωμαίο, τη ώρα  που Τυβάλτος  παρακαλούσε να σκοτώσει τον σπουδαίο τούτο νέο.
Σηκωτό τον πήρανε και τον βγάλανε από εκείνο το παλάτι, και σαν συμπαράσταση στο πόνο η σελήνη νάτη
ΜΠΕΝ-Ρωμαίε πρίγκιπα τι έγινε εκεί μέσα, γιατί ούρλιαζες σαν  να σουν πριγκηπέσα;
ΜΕΡ-Μήπως  κανείς σου πάτησε τον πόδι; Μήπως κανείς σου έστριψε τα αχαμνά;
ΡΩ-Μήτε το πόδι μου ήταν, μήτε τα αχαμνά, μον πάλι δέχτηκα μαχαίρι στην καρδιά
ΜΠΕΝ-Πάλι ερωτεύτηκες; Μα τι θα γίνει με σένα άρχοντα, σε πήγαμε εκεί να γλιτώσεις από του έρωτα τον πόνο και εσύ ξανακύλησες σε λίγα λεπτάκια μόνο.
ΜΕΡ-Για πες μας φίλε μας, γνώρισες κυρά;
ΡΩ-Ναι
ΜΠΕΝ-Προβήκατε σε συνουσία;
ΡΩ-Όχι 
ΜΕΡ-Τότε τράβα μια μαλακιά
ΡΩ- Ούτε αυτό το έχω ανάγκη φίλε μου, με τελείωσε με τα λόγια της, τόσο σπουδαία ήταν κόρη. Μα την είδα στις σκάλες αγκαλιά σε άλλο αγόρι.
ΜΠΕΝ- Μην σκας κύριε, να σκάσω ένα για  να χαλαρώσεις;
ΡΩ-Όχι φίλε μου, άλλο χασίσι μη μου δώσεις
ΜΕΡ-Μα γιατί καλέ μου κύριε; Προδίδεις φιλιά και ιδανικά
ΡΩ- Αλήθεια σας το λέω, όσο και αν πληγώθηκα αισθάνομαι γλυκά
Είναι σαν τον  κάματο που αισθάνεται ο αγρότης
Σαν το hangover που αισθάνεται ο πότης
Ο πόνος είναι αληθινό  συναίσθημα και αυτό είναι κάτι
Να το σβήσω δεν θέλω, ούτε  να το σκεπάσω με μια απάτη.
Στα αρχίδια και αν πονάω βράδια αξημέρωτα
Μου φτάνει που  ακούω τις καμπάνες του έρωτα…..
ΜΠΕΝ- Καλά.. ότι επιθυμείς και ότι πεις φίλε μου καμπαναριό, μα αν δεν σε πειράζει εμείς θα σκάσουμε καναδύο.
ΡΩ-Σκάστα Μπεν… Σκάστα……


Στο δωμάτιο της Ιουλιέτας μπαίνει η παραμάνα, ο Πάρης έχει βάλει την κόρη να ξαπλώσει και κάθεται στο προσκεφάλι της και την προσέχει
ΠΑΡΑΜΑΝΑ- Αχ κορίτσι μου , όμορφη ηλιαχτίδα , παράπιες και έπεσες τάβλα σα σανίδα.
Και εσύ όμορφο αγόρι καλός φιλενάδας είσαι,  βλέπω δεν την άγγιξες φλούφλης είσαι μην το αρνείσαι.
Φύγε φλουφλη  και άσε μας εμάς μονάχες,  πανε  μελαγχόλησε πάνω στων βουνών τις ράχες
ΠΑΡΗΣ –Όμορφα δεν μιλάς κυρά μου παραμάνα,  μα δεν σε παρεξηγώ γιατί  είσαι μπάζο 
Εγώ την κόρη αυτήν την σέβομαι,  την αγαπώ , στα μάτια μόνο την κοιτάζω
ΠΑΡΑΜΑΝΑ- Καλά το λέω εγώ η άμοιρη  πως γι αυτήν δεν κάνεις, τα όνειρα της είναι ψηλά και εσύ δεν της τα φτάνεις.
ΠΑΡΗΣ-Και που ξέρεις εσύ τι φτάνω και τι όχι, που με το λίπος σου χορταίνουν δέκα λόχοι
Πες μου λοιπόν για ποιο λόγο δεν τα φτάνω; Πες μου αν τολμάς!
ΠΑΡΑΜΑΝΑ-Τα όνειρα της είναι ψηλά και εσύ δεν πηδάς!
ΠΑΡΗΣ-Φεύγω, τόπο στην οργή δίνω, πάω να μάθω για εκείνο τον πιγκουίνο
ΠΑΡΑΜΑΝΑ-Πρόσεχε μην σκίσεις κάνα καλτσόν.
(φεύγει ο Πάρης, η Ιουλιέτα ανοίγει τα μάτια)
ΙΟΥ-Τι του πες του παιδιού του άρχοντα του Πάρη, με τέτοια λόγια θα κοντεύει να σαλτάρει
ΠΑΡ-Του πα αυτά που έπρεπε και έτσι έπρεπε να γίνει,  στη ζωή σου τούτος ο χαζός δεν πρέπει άλλο  πια να μείνει
Κόσμο ρώτησα και τσιμπούκια πήρα, για το αγόρι σου έμαθα η κακομοίρα
ΙΟΥ-Τι έμαθες, για πες μωρή σαβούρα,  είναι ευγενικός ή παλιοχαμούρα
ΠΑΡ-Ευγενικός είναι και από μεγάλη οικογένεια,  και με το σόι μας καμιά συγγένεια
Ο έρωτας σας μεγάλος θα ναι , μα να το ξέρεις οι εραστές πονάνε
ΙΟΥ-Πονάνε μόνο όταν γαμιούνται από τον κώλο, μα το προτιμώ από το να παίζω σόλο
ΠΑΡ-Άλλο λέω και αλλού πάει το μυαλό σου, αυτός νέος θα μπορούσε να ναι και εχθρός σου
ΙΟΥ-Δεν έχω εγώ εχθρούς, μόνο τους  Μοντέγους μισώ με τρέλα,  για πες τι θες να πεις ηλίθια βαρέλα
ΠΑΡ-Τούτος ο νέος που χαμουρεύτηκες απόψε, Μοντέγος είναι  τη θλίψη σου  καρδιά μου διώξε
ΙΟΥ-Τι είπες μωρή χοντρή σαβουρογαμημένη; Ω θεοί τι άλλο κακό με περιμένει
ΠΑΡ-Του άρχοντα του Μοντεγου ο γιος, που λέγεται Ρωμαίος, αυτός σε φίλησε της Βερόνας ο πιο ωραίος.
ΙΟΥ –Ψεύτικο όνομα μου έδωσε, ψεύτικα με φιλούσε, μα στα χέρια του στα αλήθεια με κρατούσε
Μακάρι να ήταν το μίσος μας ψεύτικο και όλα τα άλλα αλήθεια,  ερωτά θα ζούσαμε σαν από παραμύθια
Μα πες μου κάτι και εσύ στραπατσαρισμένο κάρο, σε μοναστήρι να κλειστώ ή να παντρευτώ τον Χάρο;
ΠΑΡ-Μήτε το ένα μήτε το άλλο, έμαθα πως ο νέος μας τον έχει και μεγάλο
ΙΟΥ-Πριν το πεις αυτό το ξανασκέφτηκα, δεν με νοιάζει που ήταν όλα ψεύτικα
Το μίσος είναι για να σβήνει και η αγάπη να γεννιέται
Και χωρίς  αγάπη  η ζωή νικιέται
Δεν τον μισώ, τον αγαπώ, τον θέλω
Αχ  τι να κάνω ηλίθια βαρέλω;
ΠΑΡ-Τους Μοντέγους πολλές εμίσησαν , τον προικισμένο ουδεμιά
Η κάρδια σου θέλει αγάπη και η αγάπη κορμιά
Σου λέω Ιουλιέτα τον Ρωμαίο  να αγαπήσεις, τέτοιο τυχερό να μην το αφήσεις
Μα τώρα πέσε τον ύπνο να τον πάρεις,  την κούραση απ τα φιλιά του να ρεφάρεις
  Τα μαγουλάκια σου τα βλέπω κοκκινίζουν,  πλύνε τα ποδάρια σου γιατί μυρίζουν
ΙΟΥ-Θα τα πλύνω ξινομούνα   παραδουλεύτρα,  και του Ρωμαίου θα χω στο μυαλό την ονειροκλέφτρα
ΠΑΡ-Εμ τι θα χες στο μυαλό, τώρα που  έμαθες πως είν μεγάλη,  είκοσι πόντους να χαρείς χώρια το κεφάλι
ΙΟΥ-Την μορφή του θα έχω στο μυαλό και όχι αυτό που μόλις είπες,  πρέπει κάποιος να βρεθεί να βουλώσει και τις δικές σου τρύπες
ΠΑΡ- Εγώ έχω μόνο ένα καημό και τίποτα άλλο, που δεν μπορώ να χέσω  και υποφέρω η χαρχάλω
ΙΟΥ-Καλά, πριν μας κλάσεις και πριν κοιμηθώ,  κάνε μου μια χάρη  κάτι εμπιστευτικό
ΠΑΡ- Ότι θέλεις μπορώ να κάνω εγώ για σένα, και πληρωμή μου η εμπιστοσύνη που έδειξες σε μένα
ΙΟΥ- Θέλω να πας να βρεις τον νέο
ΠΑΡ-Αυτόν με το μεγάλο;
ΙΟΥ-Αυτόν με την τρυφερή ψυχή
ΠΑΡ-Τον Πάρη τι τον θέλεις;
ΙΟΥ –Τον Ρωμαίο στραβοχυμένε ντοματοπελτέ, τον Ρωμαίο που να μην  τον γνώριζα ποτέ
Θέλω να σου δώσω λόγια να του τα μεταφέρεις,  μπορείς ή δεν θα τα καταφέρεις;
ΠΑΡ-Τα λόγια σου θα είναι αθώα και θα είναι ελαφρά, με ευκολία θα τα κουβαλήσω μες την  κουρασμένη μου καρδιά
Να του πω κάτι που την ψυχή του θα ευφράνει, να του πω πως τον περιμένεις χωρίς φουστάνι;
ΙΟΥ-Σκάσε και άκου εδώ καλά, μην κάνεις λάθος,  γιατί με ξύλο θα μετρήσω του κώλου σου το βάθος.
Θέλω να πας και να του πεις πως στο κόσμο είμαστε μόνοι, αύριο θα φιληθούμε πάλι με το φεγγάρι στο μπαλκόνι
Πες του ότι θα τον σκέφτομαι όλη μέρα, πέρα την γη απ τον ουρανό πιο πέρα
ΠΑΡ-Κοιμήσου τώρα κόρη ερωτευμένη, και εγώ για σένα θα το  κάνω η καημένη
ΙΟΥ-Καημένη είναι γη που νιώθει το βάρος σου όλο, μα εγώ σε αγαπώ γιατί είσαι χρήσιμη χοντρό μου πολυβόλο

 (φεύγει η παραμάνα)
   ΠΑΡΑΜΑΝΑ (στο δρόμο μονολογει)
Νέοι άμυαλοι και αλλοπαρμένοι,
  αχ που να ξέρατε τι σας περιμένει
 Τον Πάρη θα ξεφορτωθώ, του Καπουλέτου φίλο
Τον Ρωμαίο  θα φέρω εγώ,  της διχόνοιας μήλο
 Με το ζευγάρι στο δικό μου χέρι και χέρι μου στο χαλινάρι
Θα τον τσακίσω τον Καπουλέτο που να πάρει
Μέχρι τώρα  για μένα όλα καλά πάνε
Τόσο καλά που αρχίζω και φοβάμαι.










Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Ρωμαίος και Ιουλιέτα 2 (Η παραμάνα)

Στην οικία του Καπουλέτου ο χορός έχει φτάσει προς το τέλος,  οι τρεις φίλοι είναι μοιρασμένοι σαν τραπουλόχαρτα ,  κομμάτια,  ο Ρωμαίος είναι έξω στην αυλή και χαμουρεύεται με την Ιουλιέτα. Ο άρχοντας Καπουλέτος έχει αντιληφτεί την απουσία της κόρης και την αναζήτα μέσα στο πλήθος.  Ψάχνοντας βρίσκει κανείς, και αυτός  αντί αν βρει την κόρη  βρίσκει την παραμάνα στο μπουφε να τρώει τα πάντα.

ΚΑΠ- Πάλι τρως μωρή; Η κόρη μου έχει χαθεί, ξέρεις που βρίσκεται ή μήπως την έφαγες και αυτή;
ΠΑΡ-Στο λόγο μου άρχοντά μου  δεν την έχω φάει,  μα μπορεί κάποιος νέος στην αυλή να την πηδάει.
ΚΑΠ-Και τάχα τι σε πληρώνω; Για να τρως ή για να την προσέχεις;
ΠΑΡ-Την αύξηση να μου δώσεις και άλλη απαίτηση μην έχεις
ΚΑΠ-Αύξηση;   Για πές μου πόσα θέλεις; Πέντε; Πάρτα!
ΠΑΡ-Στα μούτρα σου παπάρα, φταίω εγώ  που δεν έφυγα όταν ήμουνα  κορμάρα
ΚΑΠ-Δεν θυμάμαι ποτέ να ήσουνα κορμάρα, μα τώρα που σε βλέπω που ρχεται μια κομμάρα
ΠΑΡ –Αύξηση σου ζήτησα και πήρα πόνο, θα κάνω ότι μου πεις για την Ιουλιέτα μόνο.
ΚΑΠ-Φύγε λοιπόν και μην αργήσεις, και όταν βγεις την πόρτα  πίσω σου να κλείσεις.
(Φεύγει η υπηρέτρια και στο δρόμο μονολογεί)
Κάκιστε άνθρωπε κακό μεγάλο θα έβρεις, μα όχι πόλεμο ούτε από οικογένεια άλλη, από μένα την πιο μικρή και ταπεινή μα στην πονηριά μεγάλη.
Την κόρη σου δεν την γέννησα μα την μεγάλωσα μονάχη,  τι πιο δυνατό όπλο απ της κόρης το γινάτι
 Σχέδιο πανούργο  έχω στο μυαλό, την άμυαλη την κόρη θα εκμεταλλευτώ….



Στην αυλή ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα χαμουρεύονται ακόμα,  το βάλσαμο του έρωτα τους έκανε να ξεχάσουν  το μπάφο και το περιβάλλον, ξεχάσανε που βρίσκονται και καθόλου δεν προσέχαν, παραλίγο να τους έπιανε η παραμάνα  η πατόζα, μα για καλή τους τύχη η παραμάνα εκεί κοντά άλλη δουλειά πραγματοποιούσε, έφαγε και ήπιε πολύ και πίσω από ένα θάμνο κατουρούσε. Μα εκτός από το κατούρημα έκανε και κάτι άλλο,  μάλλον πολύ μεγάλο…

ΡΩ-Τι έγινε; Το άκουσες αυτό καλή μου;
ΙΟΥ-Τι να ακούσω αστέρι μου, δεν λάλησε το στοματάκι σου μόνο με φιλούσε
 ΡΩ-Να το πάλι, τώρα το άκουσα καλύτερα ;  Εσύ το άκουσες για… όχι;
ΙΟΥ-Κλανιά ήταν αγόρι μου, μα όχι δική μου
ΡΩ-Μα ούτε και δική μου,  μα τω θεό στο λέω
ΙΟΥ- Λες το σκυλί να έκλασε ή κάτι πιο μεγάλο
(ακούγεται ξανά μια πορδή)
ΡΩ-Από εκεί από τους θάμνους ακούστηκε, λες να μας παρακολουθούνε;
ΙΟΥ-Δεν ξέρω μάτια μου, πάμε πιο κοντά να δούμε
ΡΩ-Δεν φοβάσαι μη μας δούνε;
ΙΟΥ-Μην ξεχνάς πως είσαι πιγκουίνος στο σκοτάδι, τι μπορεί να πούνε
ΡΩ- Ένας πιγκουίνος και ένας θάμνος που κλάνει,  με τόσο που ήπιανε η φαντασία  τους τα κάνει,
Ότι και να πούνε θα τους πούμε μεθυσμένους ,  και αν επιμείνουνε θα τους πούμε σκαλωμένους.
ΙΟΥ- Και εγώ μεθυσμένη είμαι, μέθυσα από τα φιλιά σου,  πρόσεχε που πατάς πρόσεχε τα βήματα σου.
ΡΩ-Εσύ πρόσεχε μη μου πατήσεις την ουρά και μέσω με τα μούτρα μέσα στα…
μα τι είναι εκεί;
(ακούγεται μια σφιγμένη φωνή)
ΠΑΡ-Βγεεεεες , μαλακισμεεεεενόοοοοο
ΙΟΥ-Ωχ, η παραμάνα είναι , χέζει,  φύγε γρήγορα αυτή να μη μας δει, αυτήν δεν την δουλεύεις.
ΡΩ-Φεύγω αγάπη μου δεν το ρισκάρω, μα θα έρθω σύντομα για να σε πάρω
ΙΟΥ-Αύριο να έρθεις  να με πάρεις από πίσω
ΡΩ-Ωχ, άλλο μη μιλάς αγάπη μου θα χύσω
ΙΟΥ-Πίσω απ το σπίτι  την σκάλα θα αφήσω ,τι θα χύσεις;
ΡΩ-Ιδρώτα για ρθω να σε βρω και δάκρια που θα φύγω.
ΙΟΥ-Μα τι ρομαντικός που είσαι και πως τα λες έτσι αγόρι μου, φύγε τώρα, γίνε πουλί και πέταξε, και εγώ σαν πουλί θα σε φαντάζομαι και θα σε χαϊδεύω.
ΡΩ-Χάιδεψε με αγάπη μου μέσα στην χούφτα σου να μαλακώσω, και μες τα μάτια σου ας είναι να τελειώσω.
ΙΟΥ-Στα στήθια μου ανάμεσα  θα σε κρατώ χαρά μου, στα στήθη μου να νιώθεις την καρδιά μου.
ΡΩ-Αχ δοξασμένη Ισπανία….
ΙΟΥ-Τι εννοείς ψυχή μου;
ΡΩ- Τίποτα χαρά μου… Τελείωσα… Φεύγω….
ΙΟΥ-Ώρα καλή σου αγόρι
ΡΩ-Καλή σου ώρα κόρη.
(Φεύγει ο Ρωμαίος, η Ιουλιέτα πλησιάζει προς τον θάμνο  που βρίσκεται η παραμάνα)


ΠΑΡ-(πίσω από τον θάμνο) Ποίος είναι εκεί; Τι θέλεις;
ΙΟΥ-Εγώ είμαι παραμάνα η κυρά σου, δεν ήξερα πως είσαι εδώ συνέχισε την δουλειά σου.
ΠΑΡ-(βγαίνει από τον θάμνο)  Ιουλιέτα κυρά μου, τι στον κήπο εδώ γυρεύεις; Ο πατέρας σου σε ψάχνει και μένα με παιδεύεις
ΙΟΥ- Δεν  με νοιάζει τίποτα πατόζα παραμάνα,  ερωτεύτηκα στο λέω η πουτάνα.
ΠΑΡ-Μα πότε πρόλαβες και ερωτεύτηκες κυρά μου; Πολύ έφαγα και δεν μπορώ να κάνω τα κακά μου
ΙΟΥ-  Δεν με νοιάζει πετάω… παμε να φύγουμε μη μας βρεις κανείς και μας βιάζει.
ΠΑΡ- Αχ,  μακάρι μου το κάνανε αυτό, το έντερο να αδειάσει.
ΙΟΥ-Δεν νομίζω ότι θα το σκεφτότανε έτσι ο βιαστής
ΠΑΡ-Ο πατέρας σου έτσι το σκεφτότανε
ΙΟΥ-Τι εννοείς παραμάνα; Ήσουνα και εσύ πουτάνα;
ΠΑΡ- Λίγο, μα με πληγώσανε πολύ, πάλι καλά που έχω εσένα ψυχή μου τρυφερή
ΙΟΥ-Καλή μου παραμάνα, φίλη μου και αδερφή μου είσαι, παρόλο που μοιάζεις σαν ανάποδο γαμώτο.
ΠΑΡ-Κυρά μου, την ψυχή σου να μου ανοίγεις και όλα να μου τα λες, απόψε θέλω να μου πεις ποιος είναι ο νέος και τι κάνει, και εγώ θα σου δώσω τι καλύτερες  τις συμβουλές.
ΙΟΥ- Απόψε όχι, παρόλο που ερωτεύτηκα είμαι κομμάτια, με δυσκολία κρατώ ανοιχτά τα δυο μου μάτια.
ΠΑΡ- Θα μου τα πεις αύριο με το σι και με το νιγμα,  ο έρωτας μες την καρδιά  σου είναι ρήγμα.
ΙΟΥ-Κουταμάρες μου λες μα δεν σε παρεξηγώ, πάω για ύπνο, καληνύχτα φαλαινοθηρικό
(φτάνουν στο σπίτι)
ΠΑΡ-Όχι για ύπνο καλή μου, σε περιμένει ο μπαμπά σου,  πάμε μέσα από το πάρτι να δει και ο κόσμος τα βυζιά σου.
ΙΟΥ-Το ξώβυζο το έβαλα γαμπρό για να΄ βρω και τώρα που τον βρήκα θέλω και στριγκάκι μαύρο.
ΠΑΡ-Πάμε από τον κόσμο τον κύρη να δουλέψεις, να νομίζει πως ψάχνεσαι και ότι γαμπρό γυρεύεις
ΙΟΥ-Καλά και σωστά  τα λες κακάσχημη  μπουλντόζα , μεσα από τον κόσμο θα περάσω αλανιάρα και φουριώζα.
ΠΑΡ- Μόλις σε δει ο πατέρας σου να λιποθυμήσεις και να πέσεις κάτω, και εγώ θα σε πάρω σηκωτή  στο δωμάτιο να ξαπλώσεις με τον γάτο.
ΙΟΥ-Ο γάτος που κολλάει;
ΠΑΡ-Πουθενά, για να κάνει ρίμα , μα γιατί μιλάμε έτσι;
ΙΟΥ- Έτσι πρέπει, είμαστε στη Βερόνα,  εσύ είσαι μπαλόνι και εγώ βελόνα
ΠΑΡ-Προχώρα κυρά μου σε βλέπει  ο αφέντης, περπάτα στον κόσμο ,πέρνα γύρω του και κάνε πως πεθαίνεις.
ΙΟΥ- Πεθαίνω χωρίς το αγόρι μου, πεθαίνω χωρίς τα φιλιά του, απ τα χέρια σου παραμάνα προτιμάω τα δικά του.
Βέβαια έχεις περισσότερα μπράτσα και πιο μεγάλες τρίχες , μα το όμορφο  αγόρι μου στα μάτια έχει σπίθες.
ΠΑΡ- Φύγε κοριτσόπουλο και κάνε ότι σου είπα
ΙΟΥ-Φεύγω παραμάνα έχω γίνει σκνίπα
(φεύγει)
ΠΑΡ (μονολογεί)  Σε καλό μου βγήκε αυτό έρωτας, η κόρη δεν θα έχει λογική και ο πατέρας δεν θα έχει γνώση.
  Θα τους μπλέξω άσχημα μέχρι ο  καθένας τους πικρά να μετανιώσει
 Άλλο σχέδιο έχω τώρα στο μυαλό, απαγωγή σχεδίαζα μα όχι τώρα πια εγώ.
Α, να έπεσε το βούρλο, πάω να την πάρω στο κρεβάτι και αύριο θα μάθω όλα της τα μυστικά .
Στη ψυχή μου καλό δεν έχω, χάθηκαν όλα στην ασχήμια και στα χρόνια μοναξιά


Η παραμάνα πηγαίνει να σηκώσει την Ιουλιέτα που έχει πέσει, μα πριν προλάβει  να φτάσει εκεί  την έχει σηκώσει ο Πάρης, ο ευνοούμενος του άρχοντα Καπουλέτου, και επίδοξος γαμπρός της Ιουλιέτας. Ο Πάρης ανεβαίνει τα σκαλιά με την κόρη στα χέρια του, ο Ρωμαίος που  έχει μείνει τόση ώρα στο δωμάτιο ψάχνοντας να βρει τους Μερκούτιο και Μπεν βλέπει την  κοπέλα που μόλις ερωτεύτηκε στα χέρια ενός άλλου .  Λίγο από το μεθύσι λίγο από τη ταπείνωση, δεν μπόρεσε να κρατηθεί    φωνάζει δυνατά. Όλοι στρέφονται προς το μέρος του και τον κοιτάνε.  Ο Τυβάλτος, εξάδελφος της Ιουλιέτας σκύβει στο αυτί του άρχοντα Καπουλέτου και λέει:
-Αυτός είναι ο Ρωμαίος, ο γιος του εχθρού μας του Μοντέγου, μπήκε  εδώ για να μας προσβάλει,  τι θες να κάνουμε θείε;  Εγώ πάντως είμαι έτοιμος να τον σκοτώσω.

  
Τέλος δευτέρου μέρους 

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2011

Ρωμαίος και Ιουλιέτα 1 (Στην Αυλή Του Καπουλέτου)



Στη νοσταλγική Βερόνα  ο Ρωμαίος ο γιός του Μοντέγου περιφέρεται μόνος,  περνάει από δρόμους και πλατείες γεμάτες κόσμο, δεν τον ενδιαφέρει τίποτα έχει ένα πόνο  βαρύ μες την καρδιά.   Η Ροζαλίντα ,η λατρεμένη του, δεν του δίνει σημασία.  Ο Ρωμαίος μέρες τώρα έχει χάσει την όρεξή του και γράφει ποιήματα απελπισίας για τον ανεκπλήρωτο έρωτά του.  Δεν έβγαινε από το σπίτι μέρες τώρα, μον σήμερα πάει να βρει τους φίλους του να πνίξει τον πόνο του στο μπάφο. Ο Μερκούτιος  και ο Μπενβόλιος είναι οι drug friends του Ρωμαίου, συναντιούνται μόνο για να πιούνε μπάφο και σήμερα ο Ρωμαίος είχε μεγάλη ανάγκη την παρέα τους.


Τους συνάντησε στο δάσος σε ένα ξέφωτο,  αυτοί είχαν αρχίσει ήδη να πίνουν από ώρα.  Γελώντας υποδέχτηκαν τον Ρωμαίο
ΜΕΡ- Ώρα καλή σου άρχοντα
ΜΠΕΝ- Καλώς το παλικάρι
ΡΩ- Χαίρε φίλε μου Μερκούτιε και  ευγενικέ αδερφέ μου Μπενβόλιε γεια σου, φέρε φου.
ΜΠΕΝ- Πάρε άρχοντα, καλή παρτίδα σου χω,   δέξου αγκάλες και σε μας απέθεσε τον πόνο σου.
ΡΩ-Ω, Ο πόνος μου με πνίγει, μα η φιλιά σας  ωραία πως μυρίζει
ΜΕΡ-Να γυρίζει, να γυρίζει
ΡΩ-Με τέτοιους φίλους δεν σε φοβάμαι Χάρε, ορίστε κύριε Μερκούτιε πάρε.
ΜΠΕΝ- Τη θλίψη βλέπω μες τα μάτια σου και η ψυχή μου κλαίει, για πες μου κύριε ποιος σε πλήγωσε ολέι ολέι;
ΡΩ- Μ’αρνήθηκε, τα λόγια της μες την ψυχή μου ακόμα καιν’, φίλε Μπενβόλιε από δω και πέρα θα σε ονομάζω Μπεν.
ΜΠΕΝ- Μπεν ας είναι το όνομά μου, χαρά μου για σένα να το αλλάξω, πιες Μερκούτιε μη μας κοιτάς σαν χάνος,  το τσιγάρο μας τελειώνει έχει γίνει νάνος.
ΡΩ-Πιες Μερκούτιε τι μας κοιτάς σαν τέρας, δεν το βλέπεις τόση ώρα που το πίνει ο αέρας;
ΜΕΡ-Θα πιω αδέρφια μου, ξεχάστηκα για λίγο,  κάποιος έρχεται μήπως πρέπει πια να φύγω;
ΡΩ-Ποιος να είναι άραγε τούτος μες του δάσους την μέση; Μη φοβάστε κύριοι, μάλλον θα ναι κάποιος άρχοντας που βγήκε για να χέσει  
ΜΕΡ-Ορίστε κύριε, κράτα εσύ το τσιγάρο, εγώ δεν θέλω άλλο να φουμάρω.
ΡΩ- Φοβάσαι Μερκούτιε, είσαι χέστης, μα ετούτος που έρχεται μοιάζει υπηρέτης.
ΥΠΗΡΈΤΗΣ- Ωρά καλή σας κύριοι
ΜΠΕΝ- Ωρα καλή και σε σένα, ποιος είσαι του λόγου σου; Τι εδώ γυρεύεις;
ΥΠ- Του άρχοντα του Καπουλέτου είμαι υπηρέτης,  πάρτι κάνει σήμερα και καλεσμένων έχω γίνει επαίτης
ΜΕΡ-Για πες μου κύριε για το πάρτι, θα χει και γκομενάκια;
ΥΠ-Της Ιουλιέτας φίλες πολλές, όλες  τους πουτανάκια
ΜΠΕΝ-Καλώς κύριε συνέχισε τον δρόμο σου και στο καλό να πας,
Και αν ασφαλίτης σε ρωτήσει δεν ξέρεις τίποτα για μας
ΥΠ-Μη φοβάστε άρχοντες, ποτέ δεν θα μιλήσω
Και το καλό το πράγμα το καταλαβαίνω όταν το μυρίσω
ΡΩ-Ώρα καλή σου αδερφέ
ΥΠ-Ώρα καλή σας άρχοντες
(Φεύγει)
ΜΠΕΝ- Άρχοντα αδερφέ μου, τη βρήκα τη λύση στο πρόβλημά σου, στο πάρτι θα πάμε, πιο όμορφη να βρεις απ την δικιά σου.
ΡΩ-Πιο όμορφη στον κόσμο δεν υπάρχει, και  όρεξη δεν έχω για κανένα πάρτι
ΜΕΡ-Το τσιγάρο τελείωσε το πέταξα στο χώμα, για πες μου αδερφέ μου για πόσο θα βασανίζεσαι ακόμα;
ΡΩ-Το χώμα τώρα γεύεται της χαράς την γεύση, ποτέ μου δεν θα ξεχάσω την λεπτή της μέση
ΜΠΕΝ- Άρχοντα σου λέω τούτο και η αρχοντιά σου ας με μισήσει, στο πάρτι έτσι και δεν έρθεις δεν θα σου ξαναδώσουμε χασίσι.
ΡΩ-Τι είπες τώρα φίλε μου συμμαθητή θαμώνα, ο κώλος σου να γίνει σαν τρύπα από πομόνα!
ΜΠΕΝ-Για το καλό σου μόνο νοιάζομαι και μη με παρεξηγήσεις, αν δεν την ξεπεράσεις τώρα ποτέ σου δεν θα ξαναγαμήσεις.
ΡΩ- Μα ούτε και αυτή τη γάμησα, στο όνομα  του  θεού  μου, μα πώς να πάω σε πάρτι στο σπίτι του εχθρού μου;
ΜΕΡ-Μασκαρεμένοι θα πάμε άρχοντα, ξέχασες;  ζούμε στη Βερόνα,  στο πάρτι θα σε μπάσουμε ντυμένο σαν παγώνα.
ΡΩ- Ας είναι  αδέρφια μου, θα κάνω ότι πείτε, μα δεν ντύνομαι παγώνα, να πα΄ να γαμηθείτε
ΜΠΕΝ-Σωστά αποφάσισες άρχοντα και ντύσου όπως θέλεις, να στρίψω άλλο ένα ή τίποτα άλλο μέλλεις;
ΡΩ-Στρίψε Μπεν, στρίψε……

Το  βράδυ οι τρεις drugs friends πηγαίνανε μεταμφιεσμένοι προς το σπίτι του Καπουλέτου, ο Μπενβόλιος είχε φορέσει το μαγιό του Μπόρατ, ο Μερκούτιος είχε πάρει τα ρούχα του Μπενβόλιου και είχε ντυθεί Μπεν και αρχοντικός Ρωμαίος είχε ντυθεί πιγκουίνος.  ΟΙ τρεις του περπατούσαν αργά γιατί η στολή του Ρωμαίου ήταν πολύ ρεαλιστική και τον ανάγκαζε να περπατάει σαν πιγκουίνος, ο καβάλος ήταν κάτω από τα γόνατα και έτσι αναγκαζόταν να κάνει κοφτά βήματα. 
Όταν μπήκαν στο σπίτι ο άρχοντας Καπουλέτος έβγαζε λόγο, όλοι είχαν γυρισμένη την πλάτη στην  είσοδο και κανείς δεν  τους είδε να μπαίνουν.  Ο άρχοντας Καπουλέτος ήταν όρθιος πίσω από ένα τραπέζι και κρατώντας ένα ποτήρι το χέρι έβγαζε λόγο

Καλοί μου άρχοντες χαρείτε, τα νιάτα είναι αιώνια και όλα τα μπορείτε
Στο σπίτι ετουτο όλοι είστε αδερφοί μου,  και που σας βλέπω εδώ μεγάλη η τιμή μου
Χορέψτε κύριοι, χορέψτε κυρίες, κάποτε ήμουν νέος και χόρευα μα τώρα τα πόδια μου δεν με ακούνε, χορέψτε εσείς τα μάτια μου για να χαρούνε

Η παρέα χωρίστηκε στα τρία, ο καθένας τράβηξε το δρόμο του, ο Μπεν βγήκε στο μπαλκόνι να σκάσει κανα μπάφο, Μερκούτιος με το μαγιό του Μπόρατ πήγε δίπλα σε ένα τζάκι για να μην κρυώνει και ο Ρωμαίος άρχισε να την πέφτει σε γκομενάκια.
Πίνει ποτό μονορούφι.  Γκομενάκι πρώτο
ΡΩ-Συγγνώμη δεσποσύνη, μήπως έχεις ένα σφυράκι;
ΓΚ-Γιατί; Τι το θές;
ΡΩ-Για να σπάσω τον πάγο…
ΓΚ-Α, για να το χτυπήσεις στο κεφάλι σου, όχι δεν έχω…

Πίνει κι άλλο ποτό. Γκομενάκι δεύτερο
ΡΩ- Χαίρε δεσποσύνη, πως αισθάνεσαι που είσαι η πιο όμορφη σ αυτό το δωμάτιο;
ΓΚ-Κρίμα που δεν το πρόσεξε κανείς άλλος

Τρίτο ποτό. Γκομενάκι τρίτο
ΡΩ-Γεια σου δεσποσύνη, με λένε Ρωμαίο
ΓΚ-Γειά σου Ρωμαίε,  μ αρέσει η στολή  σου, τι έχεις ντυθεί; τι είναι αυτό που φορείς στην κεφαλή σου;
ΡΩ-Εσύ τι λες να έχω ντυθεί για βάλε λίγο μυαλό σου.
ΓΚ-Μ αρέσει που χεις χιούμορ μα δεν με τρομάζεις, με ποντίκι τρανό νομίζω αρχοντόπουλο πως μοιάζεις
ΡΩ- Αντε να χαθείς ρυπαρή κοκόνα! Εγώ είμαι πιγκουίνος ο άρχοντας του χειμώνα!

Τέταρτο ποτό Γκομενάκι τέταρτο

ΡΩ-Να σε πω κοπελιά, να σου κάνω μια ερώτηση
ΓΚ-Για κάνε να δούμε
ΡΩ-Δε μου λες, σιδεράς είναι ο πατέρα σου;
ΓΚ- Όχι, γιατί;….
ΡΩ-Γιατί μου χεις κάνει ΤΗΝ ΠΟΥΤΣΑ ΚΑΓΓΕΛΟ!!!!!!!!
ΓΚ-ιιιι παναγία μου! (φεύγει τρέχοντας)

Πέμπτο ποτό Γκομενάκι Πέμπτο
ΡΩ-Κοπελιά , έχω και μπάφο πάμε μια βόλτα;
ΓΚ-Αμε
(Φεύγουν, στο δρόμο προς την έξοδο, ο Ρωμαίος περπατά χοροπηδητά λόγω της στολής του)
ΡΩ-Πως σε λένε καλή μου;
ΓΚ-Ιουλιέτα, εσένα πως σε λένε ευγενικέ κύριε;
ΡΩ-Μάκη με λένε κυρά μου και χαρά μου που γνωρίζω
ΙΟΥ-Πίστεψε με κύριε η  χαρά είναι δική μου όλη,  φάρμακο δεν έχω γιατί τον πιάσανε τον δύστυχο τον Αποστόλη.
ΡΩ- Ψέματα δεν θα σου πω καλή μου, το αλκοόλ με έχει ζαλίσει, αλλά αυτό στην τσέπη μου δεν είναι ότι πιο ωραίο έβγαλε η φύση.
Πρώτα είναι η δική σου ομορφιά και μετά όλα τα άλλα,  ερωτεύτηκα τα ματιά σου και τα δυο σου τα μέγαλα
ΙΟΥ-Μάλλον ωραία τα λες κύριε μα λίγο μπερδεμένα, τι εννοείς μεγάλα για εξήγησε και μένα
ΡΩ-Για καλό τα είπα τα λόγια αυτά μα εγίναν παρεξηγημένα, τα μάτια σου ΚΑΙ τα δυο είναι μεγάλα όχι μονάχα το ένα.
ΙΟΥ-Θα θελα νου σου πω τα ίδια μα σε κρύβει η στολή σου,  αχ πώς να μιλήσω αγόρι μου αν δεν έχω ιδέα για  την –
ΡΩ-Άλλο τίποτα μην πεις το ξέρω ότι έχεις δίκιο , πάμε εδώ πιο κάτω στο σκοτάδι να στην δείξω.
ΙΟΥ-Τι δουλειά έχει το σκοτάδι στην αποστολή σου; Μήπως άλλο κατάλαβες και θέλεις να μου δείξεις την ψωλή σου;
ΡΩ-  Όντως κυρά μου άλλο κατάλαβα και όχι την αποστολή μου, μα το σκοτάδι το θελα για να σου δείξω την ψυχή μου.
ΙΟΥ-Ωχ, θεοί λυπηθείτε με  μα τι σας έχω κάνει;  κι άλλος γκέι  δεν αντέχω άλλο φτάνει
ΡΩ-Ένα θα σου πω  κι άκου τούτο κόρη, γκέι δεν είμαι εγώ  μα κανονικό αγόρι
Στους θάμνους πάμε εκεί  να σου δώσω την ψωλή μου, μα βοήθα πρώτα εσύ  να βγάλω την ηλίθια στολή μου
ΙΟΥ- Αντε να χαθείς πρόστυχε   μόνο αυτό έχεις στο μυαλό σου,  γύρνα πίσω άτιμε και φύγε γρήγορα   αν θέλεις το καλό σου.
ΡΩ- Κυρία  Ιουλιέτα όμορφη και πολυλατρεμένη ένα θα σου πω  Σκάσε μωρή μαλακισμένη!
ΙΟΥ-Τι  λαλούν τα χείλη σου και τι ακούν τα αυτιά μου, βάρβαρος είσαι και δεν αξίζεις την καρδιά μου (κλαίει)
ΡΩ-Δεν ξέρω τι να πω με έχεις μπερδέψει τόσο, τη μια να σε φιλήσω μου ρχετε τη μια να σε σκοτώσω
ΙΟΥ-Λες να έρωτας αυτό που μου μελλε να πάθω;
ΡΩ-Γιατί το λες αυτό;
ΙΟΥ- Δεν το πιστεύω πως τόση ώρα ξέχασα το μπάφο.
ΡΩ-Αν χαμογελάσεις έρωτας θα είναι αγάπη μου και εγώ  το νιώθω ήδη,  μες την καρδιά μου νιώθω φτερουγίσματα και με τρώει το δεξί μου φρύδι

 Η Ιουλιέτα χαμογελάει, ο Ρωμαίος  πάει να την φιλήσει μα της χτυπάει το μάτι με την μύτη του πιγκουΐνου,  τραβιέται λίγο,  βγάζει την κουκούλα του και την φιλάει στόμα.

Τέλος πρώτου μέρους

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2011

Αργά Και Βασανιστικά Μέσα Στα Μάτια


 Ο υποθετικός Διονύσης είχε πραγματικό ραντεβού με γκομενάκι. Την γνώρισε στο facebook .  Ξεκίνησε με ένα απλό αίτημα φιλίας, συνεχίστηκε με like στα τραγούδια και με την πρώτη ευκαιρία που την πέτυχε στο chat της έστειλε μήνυμα. Τυποποιημένες κινήσεις.
-Γεια (ο Διονύσης, δεν γράφουμε ποτέ  greeklish)
-Γεια (το γκομενάκι, απαντάμε όπως μας γράφουνε)
-Τι τέλειο τραγούδι έβαλες χτες! Έχω φάει κόλλημα, το άκουγα όλη μέρα. (δεν μας νοιάζει πιο τραγούδι ή από πιο είδος, οποιοδήποτε αρκεί να μην ήταν πολύ γνωστό και μας περάσει για άσχετους, δεξί κλικ ''Άνοιγμα σε νέα καρτέλα'')
-Αλήθεια σου άρεσε;
-Πολύ. Που μένεις; (πάντα ρωτάμε, δεν χάνουμε ευκαιρία να ρωτάμε)
-Γαλάτσι, εσύ;
Και πάει λέγοντας

Απαντάει ο Διονύσης και συνεχίζεται η κουβέντα μέχρι να κλειστεί το πολυπόθητο ραντεβού.  Μισή ώρα  συνομιλία είναι καλά,  απαντάμε αμέσως για να δείξουμε ότι ασχολούμαστε μόνο με αυτήν. Αν δεν  μας βγει να  ζητήσουμε ραντεβού από την πρώτη φορά, δεν πειράζει καθόλου,  ίσως την  δεύτερη ή ακόμα και την τρίτη.  Πάντα κλείνουμε λέγοντας ότι χαρήκαμε που μιλήσαμε  αλλά δυστυχώς πρέπει να φύγουμε. Πάντα έχουμε κάτι να κάνουμε, πάντα όμως. Ανταλλάσουμε κινητά αλλά δεν στέλνουμε μήνυμα ούτε παίρνουμε τηλέφωνο μέχρι να βρεθούμε από κοντά, κρατάμε το μυστήριο όσο πιο πολύ μπορούμε.

Βασικό:  Ποτέ μα ποτέ φατσούλες. Όποιος κάνει φατσούλες είναι gay, τέλος.

 Ο Διονύσης τα κατάφερε και έκλεισε ραντεβού με το γκομενάκι, η συνάντηση κανονίστηκε σε μπαράκι του κέντρου, με χαμηλή μουσική, χαμηλά φώτα και ‘’καλό κόσμο’’.

 Την ημέρα του ραντεβού, πριν βγει, πήγε στην τουαλέτα, όχι για να ξυριστεί, άφησε επίτηδες three days μουσάκι, έκοψε με ψαλίδι τις τρίχες από την μύτη που εξείχαν σαν κάκτος, βρήκε μετά από πολύ ώρα το αποσμητικό για την μασχαλίλα πετάμενο πίσω από διακοσμητικό στοιχείο του μπάνιου που λέγεται πλυντήριο, αρωματίστηκε ελαφρά, φόρεσε τις κάλτσες και το βρακί ‘’ραντεβού ,έβαλε την στολή ‘’είμαι άνετος αλλά έχω και στυλ’’.  Βγήκε.   Πήγε στο περίπτερο και χάλασε το κατοστάευρο   για να πληρώσει με εικοσάρικα στο μπαρ, να μην τον χαρακτηρίσουν και επιδειξία. Μέσα στο Μετρό του ήρθε η φώτιση να αλλάξει τον ήχο κλήσης το κινητού.  Αν χτυπούσε και ακουγόταν ο ύμνος του Ολυμπιακού ενδεχομένως να έχανε πόντους. Έβαλε κάτι πιο ψαγμένο, ξένο τραγούδι εννοείται.

Στην πλατεία Καρύτση σκάει μούρη το γκομενάκι, του κόβονται τα πόδια, πιο όμορφη από τις φωτογραφίες, ναι, συμβαίνει και αυτό.  Χειραψία, προχωράνε. Ανοίγει την πόρτα του μαγαζιού, την αφήνει να περάσει πρώτη, του χαμογελάει,  πάνε προς το μπαρ, τραβά την καρέκλα της  και την αφήνει να καθίσει, κάθεται μετά από αυτήν, την βοηθάει να κρεμάσει το παλτό της στα κρεμαστράκια κάτω από την  μπάρα, φωνάζει τον μπάρμαν για παραγγελία, ευγενικά αλλά αποστασιοποιημένα . Αυτήν –Μια σαγκρία. Αυτός –Από μπύρες τι έχετε; (να το παίξει και λίγο πραγματογνώμονας)  ,του λέει τις μπύρες ο μπάρμαν,  θα ήθελε να πάρει την Corona αλλά κρατήθηκε.
 -Υπάρχει καμία weiss
Ο Μπάρμαν – Paulaner βαρέλι. 
Ο Διονύσης-Τέλεια, μια Paulaner μικρή.


Εκεί ενεργοποιήθηκε μέσα στο μυαλό του Διονύση μια φωνή που επαναλάμβανε συνεχώς τη φράση  «Κοιτάμε αργά και βασανιστικά μέσα στα μάτια»  «δεν κοιτάμε βυζάκια»  «Κοιτάμε αργά και βασανιστικά μέσα στα μάτια»  «δεν κοιτάμε άλλες γκόμενες τριγύρω»  «δεν κοιτάμε βυζάκια από άλλες γκόμενες». Ο Διονύσης ακλουθούσε κατά γράμμα την εντολή που του έδινε η φωνή μέσα στο μυαλό του, κοιτούσε αργά και βασανιστικά μέσα στα μάτια της κοπέλας. Η κουβέντα ξεκίνησε χαλαρά,  ελαφρά χαμόγελα και συζητήσεις γύρω από την απλή καθημερινότητα.  Μετά από λίγο έπεσαν τα τηλέφωνα ασφαλείας. Πρώτα το δικό του.
-Ναι;
-Έλα ρε φίλε, τι λέει;  καλό το γκομενάκι ή θα την κάνεις;
-Δεν μπορώ σήμερα ρε φίλε, να το κανονίσουμε άλλη μέρα;
-Α, ώστε μας βγήκε καλόοο… Πόσο καλό;  Έλα πες ρε φίλε. Από το ένα μέχρι το δέκα
-Στις εννιά μπορείς;
-Εννιαράκι ρε φίλε, μπράβο χαίρομαι για σένα,  άντε καλή τύχη. Περιμένω νέα.
-Τα λέμε γεια. 
Μόλις έκλεισε ο Διονύσης το τηλέφωνο χτυπάει το δικό της. Το είχε στην τσάντα της, το έβγαλε από την τσάντα και λέει του Διονύση «Με συγχωρείς, πάω λίγο έξω να μιλήσω» (μουσίτσα…) . Η κοπέλα βγήκε να απαντήσει και αυτή στο τηλέφωνο ασφαλείας, αν ερχόταν και του έλεγε ότι κάτι της έτυχε και πρέπει να φύγει, θα το έχανε το κορμί πατριώτη , αν του έλεγε ότι ήταν η ηλίθια η φίλη της που ξεχνάει τα πάντα κτλ… θα το είχε το κορμί πατριωτικά. Επί τη ευκαιρία φώναξε και τον μπάρμαν «Ρε φιλαράκι, παίζει κανα φιστικάκι;» «Ναι, θα σου φέρω σε λίγο».  Επιστρέφει το γκομενάκι, επιστρέφει το βλέμμα αργά και βασανιστικά μέσα στα μάτια.
-Άσε ήταν η τρελή η φίλη μου, με ρωτούσε πώς να πάρει μετρό να  για να πάει στο Αιγάλεω.
Ωραία, το έχουμε το γκομενάκι σκέφτηκε ο Διονύσης.  Πρέπει όμως να κάνουμε κίνηση, πρέπει να περάσει με ήπιο τόνο στο επόμενο στάδιο, την ρώτησε κοιτώντας την αργά και βασανιστικά μέσα στα μάτια
-Έχεις αδέρφια ;(ελπίζοντας να πει ότι έχει μια αδερφή, υπάρχει σχέδιο)
-Ναι έχω μια αδερφή (ατσά)
-Είναι όμορφη σαν και σένα; (έτσι αγόρι μου, μπράβο!)
 Και συνεχίστηκε η κουβέντα λίγο πιο πάνω από το τυπικό, ο Διονύσης ρωτούσε και αυτή μιλούσε. ¨Όλα αυτά κοιτώντας την πάντα αργά και βασανιστικά μέσα στα μάτια.  Εκεί που μιλούσε η κοπέλα, κάτι έπιασε η άκρη του ματιού του Διονύση, κάτι γυάλισε στα δεξιά του, σαν  χαμόγελο γύφτου με χρυσό δόντι. Τσανκκκ , ο μπάρμαν άφησε ένα μπολάκι με φιστίκια. Ο Διονύσης το κατάλαβε αλλά δεν πήρε το βλέμμα του  από τα μάτια της κοπέλας,  την κοιτούσε αργά και βασανιστικά μέσα στα μάτια, με την άκρη του ματιού του οδήγησε το χέρι του στο μπολάκι με τα φιστίκια. Είπαμε, κοιτάμε αργά κα βασανιστικά μέσα στα μάτια αλλά όχι να αφήσουμε και τα φιστίκια, αυτό πάει πολύ! Πήρε ένα φιστίκι χωρίς να έχει πάρει το βλέμμα του από πάνω της, αυτή μιλούσε γλυκά και όμορφα,  η μουσική ήταν απαλή και φωτισμός χαμηλός. Ο Διονύσης έβαλε το φιστίκι στο στόμα χωρίς να το έχει κοιτάξει, κοιτούσε την κοπέλα αργά και βασανιστικά μέσα στα μάτια.  Προσπάθησε να το  δαγκώσει αλλά ήταν σκληρό, με την γλώσσα κατάλαβε ότι έβαλε στο στόμα του ένα φιστίκι Αιγίνης.  Φτού! Σκατά!  Τι να έκανε ο καημένος, να το έβγαζε μπροστά της;  Δεν υπήρχε περίπτωση.  ¨Έφερε το φιστίκι πίσω στους φρονιμίτες και κοιτώντας την αργά και βασανιστικά μέσα στα μάτια άρχισε να το μασουλάει με δύναμη.  Μέσα στο ημίφως και την σιγαλιά άρχισε να ακούγεται δυνατά ένα κρατς κρουτς, κρατς κρους.  Ήταν  το φιστίκι που έσπαγε αργά και βασανιστικά μέσα στο στόμα του Διονύση.  



Στα τέσσερα

Η μέρα ήταν Σάββατο , τα στήθη της μικρά και αυτή επίσης.  Τη λέγανε Αθηνά, τίποτα άλλο μη ρωτήσεις.  Δυο βδομάδες  μετά από αυτό το Σάββα...