Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2010

Κίτρινος Πλανήτης

Επιστροφή στις σουρεάλ καταβολές
Μην το διαβάσεις, δεν είναι αυτό που περιμένεις…..

Μια αλεπού τρέχει μέσα στο δάσος,  περνάει ποτάμια, λίμνες,  ξέφωτα και φτάνει στο τέλος του δάσους, από εκεί και πέρα ξεκινάει η έρημος. Στέκεται και κοιτάει ψηλά το παράξενο φαινόμενο που συμβαίνει εδώ και λίγες μέρες στον ουρανό. Όλα ξεκίνησαν λίγες μέρες πριν, στην Αθήνα, όπου όλα τα περίπτερα της πόλης απέκτησαν νοημοσύνη και ενώθηκαν το ένα με το άλλο  για να μπουν τη σειρά ξαπλωμένα με σκοπό να τυλίξουν την γη. Πότε κανείς πριν δεν είχε σκεφτεί αν όλα τα περίπτερα της Αθήνας μπορούσαν να κάνουν τον γύρω της γης, ούτε και πόσο ψηλά θα έφταναν αν τοποθετούνταν   το  ένα πάνω στο άλλο καθ ύψος. Ο τρόπος που προσπάθησαν να το τυλίξουν την γη, ήταν να τοποθετηθεί το ένα πάνω στο άλλο και μετά να πέσουν σαν κάμπια και να κάνουν το κύκλο.  Το ένα περίπτερο έμπαινε κάτω από το άλλο και το σήκωνε το προηγούμενο ψηλά, όταν μπήκαν αρκετά περίπτερα  έφτασε τόσο ψηλά αυτός ο πύργος που ξεπέρασε την στρατόσφαιρά, τώρα η βαρύτητα της γης δεν τα κρατούσε και κάθε νέο περίπτερο αφηνόταν να περιφέρεται ελεύθερό στο διάστημα.
 Και τα περίπτερα από κάτω συνέχιζαν να σπρώχνουν και  γέμισε το διάστημα γύρω από την γη περίπτερα . Τα περίπτερα μπήκαν σε τροχιά γύρω από την γη και σχημάτισαν ένα κίτρινο δαχτυλίδι, σαν τους δακτυλίους του Κρόνου. Από πολύ μακριά η γη με τον νέο της δακτύλιο έμοιαζε με στρόγγυλο τοστ, με λιωμένο κασέρι να τρέχει γύρω από το ψωμάκι.  Και τα περίπτερα γυρνούσαν αργά γύρω από τον πλανήτη και σκόρπισαν οι σοκολάτες και τα τσιγάρα και οι εφημερίδες και οι τσίχλες. Μια νότα πολυχρωμίας μπήκε στο δακτύλιο.  Το κίτρινο είναι το χρώμα που κυριαρχεί πολλά χρόνια στην Αθήνα.  Τα ταξί, τα τρόλεϊ, τα περίπτερα και άλλα πολλά. Το κίτρινο είναι τόσο αναγκαίο χρώμα σ αυτήν την πόλη και δεν το πετάνε ποτέ. Ακόμα και τα παλιά τρόλεϊ, εκείνα τα κακάσχημα σοβιετικά χυσιαμόλια , δεν τα πετάξανε, τα κόψανε και τα έκαναν  περίπτερα.  Στον δακτύλιο της γης το κίτρινο έκανε τον πλανήτη να μοιάζει πιο όμορφος και όσοι το βλέπανε τους άρεσε και έτσι αποφασίστηκε να στείλουν ότι κίτρινο υπάρχει στον πλανήτη να κάνουν τον δακτύλιο ακόμα μεγαλύτερο. Κάθε χώρα μάζεψε ότι κίτρινο υπήρχε και το έστειλε στο διάστημα σε τροχιά γύρω από την γη. Μόνο οι κινέζοι εξαιρέθηκαν από αυτή την συλλογική προσπάθεια.  Ο δακτύλιος στην αρχή έγινε τεράστιος, ήταν λεπτός και είχε μεγάλη περίμετρο, σιγά σιγά όμως μίκραινε η περίμετρος και άνοιγε σε πλάτος.  Έτσι σε λίγο καιρό το κίτρινο κάλυψε τον πλανήτη. Σκοτάδι μέσα από το κίτρινο. Τα πάντα νεκρώθηκαν από την έλλειψη φωτός. Ακόμα και η αλεπού που έτρεχε στο δασός και στάθηκε να κοιτάει το ουρανό που κάθε μέρα γινόταν πιο σκοτεινός. Μια νέκρα απλώθηκε παντού στον πλανήτη και κρύο, τρομερό κρύο,  Δεν βασάνιζε κανέναν όμως αυτό το κρύο γιατί δεν υπήρχε ζωή μόνο σκοτάδι. Απ έξω από τον πλανήτη και το νέο του περίβλημα όλα έμοιαζαν υπέροχα. ένας νέος χρυσός πλανήτης, ένας  άλλος  ήλιος,  ένα καινούριο άστρο, το πρώτο που δεν ήταν αυτόφωτο.  Σ ολόκληρο τον γαλαξία το θαυμάζανε και το ζήλευαν,  η ομορφιά του και το φως που αντανακλούσε έκανε  τους πάντες να νομίζουν ότι είναι ο παράδεισος, θα ήταν μελό να γράψω τώρα «αλλά δεν ήταν…» αλλά δεν ήταν.  

Αυτό θα μπορούσε  να είναι ένα σενάριο επιστημονικής φαντασίας,  ή νοσηρής φαντασίας, άλλα ότι και αν είναι έχει κάποιο ηθικό δίδαγμα.
ΜΗΝ ΠΕΤΆΤΕ ΤΟ ΚΊΤΡΙΝΟ!

Στο είπα μην το διαβάσεις…. Δεν μ άκουσες…….


Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010

Timeo Gries et Sakoules ferentes

 Γυρνούσα από τα everest στην Πανόρμου και είχα και ένα σάντουιτς  στο χέρι, εκτός από σάντουιτς είχα και ραντεβού, με τον φίλο μου τον Γιώργο, στη Χατζηκωνσταντή δυο στενά μετά τα everest. Ανέβαινα χαλαρά την ανηφόρα καθώς είχα στην διάθεση μου δέκα λεπτά μέχρι να έρθει ο Γιώργος στο προκαθορισμένο σημείο, δέκα λεπτά είχε  πει αυτός, εγώ ήμουν σίγουρος ότι θα έκανε πάνω από μισή ώρα αλλά δεν με ένοιαζε, ο καιρός ήταν καλός, είχε ήλιο και ήταν απόγευμα. Σε μια περιοχή σαν την γειτονιά μου είναι η ώρα που βγαίνουν όλα τα κοριτσάκια για καφέ, οπότε εκεί που θα στεκόμουν ένα ήταν μόνο σίγουρο, δεν θα βαριόμουν .

  Στα πρώτα πέντε λεπτά της αναμονής μου ήδη έχουν περάσει από μπροστά μου πάνω από δέκα όμορφες κοπέλες, στο τέταρτο της αναμονής ο αριθμός πλησίαζε  τις είκοσι, δεν τις μετρούσα εννοείται, κατά προσέγγιση λέμε τώρα.  Εκτός από κοπέλες όμως περνούσαν και γριές. Μια γριά μου φάνηκε πολύ ύποπτη, την είδα να έρχεται από μακριά και μια ανησυχία ξύπνησε μέσα μου, καταρχήν σκέφτηκα να αλλάξω πεζοδρόμιο, αλλά δεν το έκανα.  Η ανησυχία όμως φούντωνε μέσα μου, μετά από τόσα και τόσα παθήματα έχω μάθει να κόβω φάτσες, και η φάτσα τις γριάς μου φαινόταν πολύ ύποπτη .Πλησίαζε απειλητικά αργά και εγώ έλπιζα να ρθει ο Γιώργος και να φύγουμε πριν φτάσει η γριά,  έτσι θα γλίτωνα την συνάντηση ή την ταπείνωση στον ίδιο μου τον εαυτό για τον φόβο που αισθάνθηκα αν τελικά περνούσε η γριά χωρίς να μου ζητήσει τίποτα .  Προσπαθούσα να μην την κοιτάω , αλλά δεν μπορούσα , που και που έπεφτε το μάτι μου πάνω της , ακόμα και τώρα μπορώ να την περιγράψω με ακρίβεια, μπορώ να μεταφέρω τις εικόνες που με έκαναν να νιώσω τόσο τρόμο. Η γριά φορούσε  ένα μπεζ μάλλινο ζακετάκι (είναι δυνατόν καλοκαιριάτικα ;), μια γκρι φούστα που έφτανε λίγο κάτω από το γόνατο,  φιμέ κάλτσες σαν καλτσόν αλλά στριμμένες λίγο κάτω από το γόνατο τέλος φορούσε κάτι μαύρα σκαρπίνια . Στο ένα χέρι κρατούσε το μπαστούνι της και στο άλλο δυο σακούλες, η μια από φούρνο και η άλλη  είχε ένα μικρό πεπόνι , η σακούλα από τον φούρνο είχε ένα καρβέλι ψωμί και  ένα κουλουράκι. Τα μαλλιά της ήταν άσπρα  κατσαρά και κοντά, το πρόσωπό της είχε μια επιτηδευμένη καλοσύνη και ευγένεια , χαιρετούσε τον κόσμο και κάθε λίγο και λιγάκι σταματούσε και έπαιρνε μια ανάσα. Καταλαβαίνετε τώρα σε πόσο δύσκολη θέση βρισκόμουν, αυτό το πλάσμα με πλησίαζε !  Άναψα  τσιγάρο, σκέφτηκα να περάσω απέναντι, αλλά ντρεπόμουν, ντρεπόμουν τον εαυτό μου, «δεν είναι δυνατόν να φοβάσαι μια γριά!» είπα μέσα μου,  μα δε φοβόμουν μια οποιαδήποτε γριά, αυτή την γριά έτρεμα, είχε ύποπτη φάτσα, και δεδομένων των συνθηκών θα μου την κάνει, ναι, θα μου την κάνει, δεν είναι ούτε η πρώτη φορά ούτε η τελευταία φόρα που μου συμβαίνει αυτό. Δεν φταίει αυτή όμως, η ξεροκεφαλιά μου φταίει, πάω κόντρα στον φόβο, πιστεύω ότι μόνο έτσι θα τον ξεπεράσω, και σ όλα τα άλλα πιάνει , ναι πιάνει, αλλά με τις γριές είναι άλλο θέμα … όταν θέλουν είναι ανίκητες.  Η γριά έχει πλησιάσει αρκετά κοντά και ο Γιώργος με έχει στήσει μισή ώρα τώρα, η γριά θα με φτάσει σε δύο λεπτά, θεέ μου τι αγωνία….. Η γριά κάνει μια από τις συνηθισμένες της στάσεις, κοιτάει την σακούλα ,κοιτάει εμένα, κοκαλώνω, μου κόβονται τα πόδια, μου χαμογελάει, σφίγγεται η καρδιά μου,  κοιτάει κάτω  και συνεχίζει, τώρα μας χωρίζουν μόνο δύο βήματα , τρέμω, δεν μπορώ να κουνηθώ αλλά πιέζω τον εαυτό μου να καπνίσει για να δείξω ότι κάνω κάτι, φέρνω το τσιγάρο στόμα, τραβάω μια τζούρα, η γριά είναι ακριβώς πίσω μου, φυσάω τον καπνό μπροστά, μια μικρή αισιοδοξία γεννιέται μέσα μου, ναι αρχίζω να το πιστεύω ότι θα την γλιτώσω. Η γριά σταματάει ένα  βήμα μετά από μένα, την έχω σχεδόν  γλιτώσει, λέω μια προσευχή μέσα από τα δόντια μου , κλείνω  λίγο τα μάτια μου, πραγματικά εύχομαι να φύγει μακριά αυτός ο όλεθρος. Σαν να έπιασαν οι προσευχές μου , γυρνάω και βλέπω την γριά να απομακρύνεται. Τι ηδονή και τι χαρά όταν την γλιτώνεις από κάτι τέτοιο…. Κοιτούσα την γριά να φεύγει σκυμμένη και αισθάνθηκα νικητής , χα! Τι νόμιζε ότι θα μπορούσε να με τρομάξει να με διώξει, εντάξει με φόβισε λίγο αλλά δεν έφυγα! Αυτήν φεύγει και μάλιστα σκυμμένη. Τραβάω τζούρα, χαρούμενος αυτήν την  φορά. Ακούω πίσω μου φωνή: Συγνώμη νεαρέ… 

Τζάμπα οι χαρές τζάμπα και οι προσευχές, την γλίτωσα απ την μια την βρήκα από την άλλη, ποια άλλη; Αυτήν που ερχόταν από πίσω μου, μάλλον είχαν σχέδιο οι γριές, η μια ανέβαινε να μου αποσπάει την προσοχή και η άλλη μου την έφερε από πίσω. Αν η πρώτη γριά ήταν απλώς ύποπτη , η φατσα αυτής της την έκανε ένοχη και καταδικασμένη για έγκλημα τρίτου βαθμού, τόσο μα τόσο καλοσυνάτη…. Αν είχα δει αυτήν πριν θα είχα φύγει, αλλά δεν την είδα, με είδε αυτή, και μου μίλησε, και μου είπε
-Συγνώμη, νεαρέ….
-Παρακαλώ…. λεω  και τρέμω για το τι θα ακούσω
-Μπορείς να κρατήσεις λίγο της σακούλες, γιατί κουράστηκαν  τα χέρια μου ;
-Φυσικά, το ρωτάτε κιόλας…
Και παίρνω τις σακούλες, μια σακούλα με φάρμακα, όχι πολλά, ελάχιστα φάρμακα και μια σακούλα με  μια τετράδα χαρτί υγείας
-Να σαι καλά παλικάρι μου, δεν πιστεύω να σε ενοχλώ;
-Όχι τι λέτε; Δεν με ενοχλείτε
- Να σε είδα από μακριά να κάθεσαι και είπα ότι δεν θα σε πειράξει να κρατήσει για λίγο τις σακούλες, δεν είναι βαριές το ξέρω, αλλά δεν έχω καθόλου δύναμή….
-Δεν πειράζει μην ανησυχείτε ξεκουραστείτε όσο θέλετε, δεν με πειράζει καθόλου…
-Να σαι καλά παλικάρι μου, ο θεός να σε φυλάει… δεν μου λες, τι περιμένεις εδώ ;
Να το! Το πέταξε! Τι να έχει άραγε στο πονηρό μυαλό της η γριά;  κουτσομπολιό θέλει; Κουβέντα;  Ότι και να θέλει, έχει μέθοδο που εγώ δεν την αντιλαμβάνομαι. Τι να απαντήσω τώρα; Να πω κάτι που δεν έχει συνέχεια και δεν θα μπορεί να με ρωτήσει τίποτα
-Τίποτα γιαγιά, απλώς κάθομαι
-Αααα, απλά κάθεσαι, και δεν σε πειράζει να βοηθήσεις μια γριά;
-Όχι  γιαγιά τι να με πειράξει, καθόλου δεν με πειράζει
-Να σαι καλά παλικάρι μου, δεν μου λες; Μια που δεν κάνεις τίποτα, δεν με τα φέρνεις λίγο μέχρι το σπίτι; Εδώ δίπλα μένω..
Φτου γκαντεμιά! Τι να πω τώρα; Τα έχω κάνει θάλασσα! Τα μόνο καλό είναι ότι την πιστεύω για το εδώ δίπλα,  πόσο μακριά μπορεί να είχε πάει αυτή η γριά με τα πόδια. Τι να κάνω, στο κάτω κάτω μια γιαγιά βοηθάω, απ το να κάθομαι, καλύτερα, αλλά με τις γριές δεν ξέρεις ποτέ τι θα σου βγει. Θυμάμαι στις εκλογές του 07 ήμουν στο εκλογικό κέντρο της Δάφνης και μιλούσα με ένα φίλο μου αστυνομικό ,  για άσχετα θέματα, ώσπου βλέπουμε μια γριά να έρχεται προς το μέρος μας, γαλάζιο φόρεμα, βαμμένα χείλη, μαλλί ξανθό πλατινέ , αέρινο περπάτημα, ηλικίας κοντά στα εβδομήντα πέντε , φτάνει μπροστά μας και απευθύνεται στον φίλο μου που υπενθυμίζω είναι αστυνομικός, ένστολος
 -Συγνώμη νεαρέ, μπορώ σε απασχολήσω λίγο
-Παρακαλώ , πείτε μου
 -Να μια χάρη θέλω…
-Τι χάρη; Αν μπορώ, φυσικά…
-Να εσείς που είστε και του δημοσίου …. Μπορείτε να πείτε στην ΕΡΤ να ξαναβάλει τα Ατίθασα Νιάτα το μεσημέρι; γιατί μας τα κόψανε και δεν έχω τι να κάνω ….
-εεεεεεε…………. (τι να πει ο καημένος;) ε, ναι θα κάνω μια σχετική αναφορά, και από κει πέρα βλέπουμε
-Αχ σ ευχαριστώ παιδί μου, να σαι καλά…
Και έφυγε η γριά από το εκλογικό κέντρο και μας άφησε μαλάκες . Η άλλη γριά εδώ μου χει ζητήσει να της πάω της σακούλες μέχρι το σπίτι της.

Αλλά δυστυχώς δεν έμενε και τόσο κοντά όσο περίμενα ή θα ήθελα.



Υ.Γ. Αυτό το κείμενο το ανέσυρα από τα πρόχειρα, η συνέχεια του Μανωλάκη  θα εξαρτηθεί απο το πόσο σύντομα θα στρώσουν κάποια πράγματα . Αυτό το κείμενο δεν μπορώ να πω πότε θα το συνεχίσω, ελπίζω σύντομα 
Υ.Γ. Μόλις μπήκε ο Γιώργος  που αναφέρω στο Κούπα και σταματάω......

Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2010

Ο Νεκροθάφτης 7 (η μύηση)

       Μετά το νοσοκομείο όλοι οι συγγενείς και οι χωριανοί σκέφτηκαν ότι θα έπρεπε να κάνουν κάτι για τον Μανωλάκη, λίγο αργά βέβαιά αλλά έπρεπε να γίνει. Το πρώτο που σκέφτηκαν ήταν να κοινωνικοποιήσουν με κάποιον τρόπο τον μικρό. Η εκκλησία ήταν το πιο πρόσφορο έδαφος στο χωρίο . Αν ήταν σε πόλη θα πήγαινε σε μια ομάδα μπάσκετ ή θα απασχολούταν με μια καλλιτεχνική δραστηριότητα, στο χωρίο όμως όχι, δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα. Κατόπιν συνεννοήσεως του πατέρα του μικρού με τον παπά του χωριού ο Μανωλάκης θα πήγαινε ως βοηθός στην επόμενη λειτουργία της εκκλησίας. Αυτό έγινε πιο σύντομα απ ότι περίμεναν, πριν την πρώτη Κυριακή προέκυψε μια κηδεία, ο πατέρας είπε στον μικρό να πάει στην εκκλησιά και ότι θα τον πρόσεχε ο παπάς . Ο μικρός δέχτηκε, όχι για να κοινωνικοποιηθεί , αλλά για να δει πως γίνονται οι κηδείες και για να δει το ιερό από μέσα.


Η κηδεία ήταν στις τέσσερεις το απόγευμα. Από τις τρεις είχαν μαζευτεί  στην εκκλησία ο Μανωλάκης,  άλλοι τέσσερεις πιτσιρικάδες, ο παπάς, ψάλτης και ο επίτροπος . Ο πιο μεγάλος από τους πιτσιρικάδες , που ήταν ένα από τα παιδιά που είχαν λάβει μέρος στην σταύρωση, καθόρισε το τι δουλεία θα κάνει ο καθένας. Στο Μανωλάκη του δώσαν να κρατάει το μανουάλι,  περιπαιχτικό για το όνομά του, ο Εμμανουήλ με το μανουάλι.  Φόρεσαν τις  κόκκινες στολές και πήγαν να παραλάβουν τον νεκρό από το σπίτι. Του Μανώλη του φαινόταν αστεία αυτή η στολή, ήταν σαν να φοράει κόκκινο ράσο. Όλα καλά λοιπόν, πήγαν στο σπίτι παρέλαβαν τον νεκρό και επέστρεψαν στην εκκλησία για την νεκρώσιμη ακολουθία .  Τα παιδία ήταν μέσα στο ιερό, υπήρχε μια αμηχανία με την παρουσία του Μανώλη.  Έξω από το ιερό υπήρχε συνωστισμός και απόλυτη ησυχία , μόνο ο παπάς και ο ψάλτης ακουγόταν.  Τα παιδιά  μέσα στο ιερό , αφού συνήθισαν την παρουσία του Μανωλάκη, άρχισαν να  λένε   αστεία και γελούσαν με δάκρυα, πάντα έτσι γίνεται στις κηδείες, λείπει ο παπάς χορεύουν τα ποντίκια. Ο Μανώλης δεν συμμετείχε στα αστεία περιεργαζόταν τον χώρο. Κοιτούσε τις εικόνες, το μέρος όπου φυλασσόταν η μαυροδάφνες, το παρασκευαστήριο του  θυμιατού και περπατούσε ανέμελα και αδιάφορα  μέχρι που πλησίασε την Αγία Τράπεζα. Κοιτούσε όλα τα περίεργα πράγματα με περίεργο τρόπο και τα άλλα παιδιά τον κοιτούσαν περίεργα που ήταν τόσο περίεργος και περιεργαζόταν τα περίεργα πράγματα . Εκστασιασμένος πήγε να προχωρήσει κι άλλο, κάποιο από τα παιδιά, ο μεγαλύτερος του φώναξε:
-Μη!!!!!!!!!!
Ο Μανώλης γύρισε και τον κοίταξε άγρια, δεν είχε ξανακοιτάξει κανέναν άγρια, αλλά εκτός από το ότι μισούσε αυτό το παιδί, αυτή την συγκεκριμένη φορά διέκοψε από κάτι   βαθύ, είχε ξεχάσει που βρίσκεται, είχε περάσει άλλου, ήταν εκστασιασμένος, η εκκλησία θα μπορούσε να γίνει το νέο του νεκροταφείο, ήταν το ίδιο ζοφερή. Ο Μανώλης κοιτούσε το παιδί που του φώναξε «μη» και κούνησε τα δάχτυλα του χεριού του σαν να τον ρωτούσε «τι θες;» . Το άλλο παιδί φοβήθηκε κάπως από το άγριο βλέμμα του Μανώλη και του είπε συγκρατημένα
-Δεν κάνει να περάσεις από εκεί
-Γιατί;
-Γιατί δεν κάνει! Μόνο ο παπάς πατάει εκεί, εμείς περνάμε από πίσω από την Αγία Τράπεζα
-Εγώ θα περάσω!
-Δεν κάνει! Είναι ιερό μέρος, άμα σε δει ο παπάς θα θυμώσει.
-Δεν κάνει να πατάμε είπες έ;
-Ναι.
Ο Μανωλάκης πλησίασε προς το μέρος των παιδιών με ένα ειρωνικό χαμόγελο στο πρόσωπό του, μόλις έφτασε αρκετά κοντά, τους γύρισε την πλάτη και άρχισε να τρέχει. «Τι κάνεις!!!» φώναξε ένα παιδί, αλλά μέχρι να το πει αυτό ο Μανώλης είχε φτάσει στα όρια της ωραίας πύλης και με ένα άλμα βρέθηκε από την απέναντι μεριά χωρίς να έχει πατήσει μπροστά από την Αγία Τράπεζα.  Γύρισε προς το  μέρος των παιδιών που τον κοιτούσαν αποσβολωμένοι και τους έκανε κωλοδάχτυλα με τα δύο του τα χέρια. Ένα παιδί είπε «Δίκιο έχει ο Μανωλάκης! Δεν μας είπε κανείς ποτέ ότι δεν κάνει να περνάμε από πάνω! Να πατάμε δεν κάνει!» . Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους τα παιδιά και αυτό που είχε μιλήσει άρχισε να τρέχει, πήδηξε και αυτός πάνω από το χαλί που υπήρχε μπροστά από την Αγία Τράπεζα και βρέθηκε από την απέναντι μεριά μαζί με τον Μανώλη , «κόλα το!» είπε στον Μανώλη και χτύπησαν τα χέρια τους στον αέρα και κοίταξαν τους άλλους  τρεις στην απέναντι μεριά. Τα δύο παιδιά που είχαν περάσει είχαν το ύφος του υπέρ ήρωα , σαν να είχαν κάνει κάτι ασύλληπτο . Τα άλλα παιδιά ξεκίνησαν και αυτά ένα ένα και πηδούσαν απέναντι. Όταν βρέθηκαν όλοι από την άλλη μεριά χτυπούσαν τον Μανώλη στην πλάτη και τον συγχαίρανε για αυτή του την ιδέα, «Τι κάνουμε τώρα;» ρώτησε ένα παιδί τον Μανώλη, τον έβλεπαν πλέον σαν ατρόμητο αρχηγό, ότι και να τους έλεγε θα το κάναν. «Πάμε ξανά» είπε ο Μανώλης και έτρεξε και πέρασε πρώτος απέναντι.


Πάμε λίγα λεπτά πριν.
Ο παπάς στέκεται μπροστά από την Ωραία Πύλη και ψέλνει, ξαφνικά σαν να αισθάνθηκε μια κίνηση πίσω του, γύρισε και κοίταξε, δεν είδε τίποτα. Μερικοί από τους παραβρισκόμενους  είδαν το Μανωλάκη να πετάει απ την μια μεριά του ιερού στην άλλη μπροστά από την Αγία Τράπεζα. Μετά από λίγο ο παπάς αισθάνθηκε την ίδια κίνηση, γύρισε πάλι δεν είδε τίποτα. Ο ψάλτης και οι λοιποί είδαν ένα άλλο παιδάκι με κόκκινη στολή να περνάει από την άλλη μεριά. Πλέον όλος ο κόσμος κοιτούσε πίσω από τον παπά παιδάκια να πετάνε από την μια μεριά στην άλλη. Μόνο κηδεία δεν θύμιζε το σκηνικό. Όλοι προσπαθούσαν να κρατήσουν τα γέλια τους, όλοι εκτός από τον παπά που δεν είχε καταλάβει τίποτα ακόμα.  Τώρα τα παιδάκια επέστρεφαν στην αριστερή μεριά του ιερού πάλι πετώντας. Ένας επίτροπος πλησίασε τον παπά την ώρα που έψελνε και του είπε κάτι στο αυτί, ο παπάς τον κοίταξε απορημένος και ο επίτροπος κατέβασε δυο φορές το κεφάλι του επιβεβαιώνοντας τα όσα του είχε πει. Ο παπάς ολοκλήρωσε την πρόταση που έψελνε και γύρισε να μπει στο ιερό.  Τα τέσσερα από τα πέντε παιδιά είχαν περάσει  απέναντι, μόνο ο μικρότερος της παρέας είχε μείνει, τα παιδιά τον παρακινούσαν να τρέξει και να πηδήξει για δεύτερη φορά. Ο μικρός αποφατικά ξεκινάει το τρέξιμο, μόλις πήδηξε και βρέθηκε στον αέρα ο παπάς  μπήκε στο ιερό από την ωραία πύλη. Ενώ ήταν στον  αέρα ο πιτσιρικάς φώναξε ένα τρομαγμένο «ααα» , ο παπάς με το που γύρισε είδε ένα παιδάκι  στο αέρα να έρχεται κατά πάνω του. Προσπάθησε να το πιάσει στον αέρα αλλά δεν πρόλαβε, με το που σήκωσε τα χέρια του να το πιάσει το παιδάκι έπεσε πάνω του και τον χτύπησε στα γεννητικά του όργανα. Ο παπάς λύγισε στα δύο και του έπεσε το βιβλίο με τους ψαλμούς από τα χέρια. Σκυμμένος πήγε και έκατσε σε μια καρέκλα. Το παιδάκι που τον χτύπησε έβαλε τα κλάματα και μαζεύτηκε σε μια γωνία, τα άλλα παιδιά προσπαθούσαν απελπισμένα να κρατήσουν το γέλιο τους . Ο παπάς ακόμα κρατώντας τα όργανά του καθισμένος μίλησε.
-Τι κάνετε εδώ;
Κανείς δεν απάντησε, ο παπάς ξαναμίλησε πιο αυστηρά αυτή την φορά
-Πεσ’ τε μου τι κάνετε εδώ αλλιώς θα σας διώξω και δεν θα ξαναπατήσετε στην εκκλησιά . Τα παιδιά τρόμαξαν μ αυτήν την απειλή και τους κόπηκε το γέλιο . Ο μεγαλύτερος ξανά έγινε αρχηγός και βγήκε μπροστά .
-Τίποτα πάτερ, απλά περνούσαμε από την μια μεριά στην άλλη, δεν πατούσαμε όμως ,αλήθεια
-Γιατί περνούσατε; Δεν σας είπα να κάθεστε ήσυχα;
-Δεν κάναμε φασαρία, απλά περνούσαμε, δεν μας είπες ποτέ να μην περνάμε από πάνω, μόνο να μην πατάμε μας είπες.
Ο παπάς σκέφτηκε λίγο το σκηνικό και του ήρθε να γελάσει με την αθωότητα των παιδιών, του φάνηκε αστεία η ιδέα να πηδάνε πάνω από το χαλί μπροστά από την Αγία Τράπεζα, ήταν τόσο αθώο, κατά βάθος θα ήθελε και αυτός ο ίδιος να το κάνει, ίσως να έπαιρνε κανα απόγευμα τον γερό ψάλτη και τον επίτροπο και να το κάναν στα κρυφά. Τώρα όμως έπρεπε να τιμωρήσει τα παιδιά για αυτό που έκαναν, δεν το ήθελε, τα αγαπούσε τα παιδιά, ένιωθε σαν στοργικός πατέρας που έπρεπε να τιμωρήσει το παιδί του που έσπασε ένα βάζο. Ξαναπήρε το σοβαρό ύφος και μίλησε
-Ποιος το ξεκίνησε αυτό;
-Κανένας πάτερ
-Τι κανένας ρε; Με δουλεύεις; Πες ποιος το ξεκίνησε αλλιώς θα την πληρώσεις εσύ την νύφη.
Εκείνη την στιγμή βγήκε μπροστά ο Μανώλης και είπε του παπά
-Εγώ το ξεκίνησα πάτερ, συγνώμη δεν ήξερα…..
Ο παπάς σκέφτηκε λίγο και αποφάσισε να μην τιμωρήσει τον Μανωλάκη, κρίμα είναι ,τόσα έχει περάσει, αν το έκανε οποιοδήποτε άλλο παιδί θα τον έδιωχνε για ένα μήνα από το ιερό.
-Εσύ Μανωλάκη; Ακόμα δεν ήρθες και άρχισες τις ζαβολιές;
-Δεν ήξερα πάτερ, δεν θα το ξανακάνω… τα άλλα παιδιά δεν φταίνε, εγώ τους φώναζα να περάσουν.
-Ας είναι λοιπόν….. τώρα καθίστε ήσυχα και μην ξανακάνετε τίποτα…. Α, και να ξέρετε, από δω και πέρα ούτε πετώντας δεν κάνει να ξαναπερνάτε μπροστά από την Αγία Τράπεζα, το καταλάβατε;
-Μάλιστα πάτερ, είπαν όλοι μαζί
Ο παπάς σηκώθηκε και πήγε στον μικρό που έκλεγε , του χάιδεψε τα μαλλιά και του είπε
-Έλα… σταμάτα να κλαίς , δεν κάνει να κλαις μέσα στο ιερό…. θα βγάλεις κέρατα .. θα γίνεις σαν το κατσίκι….
Ο μικρός που έκλεγε, γέλασε λίγο, σηκώθηκε φίλησε το χέρι του παπά και πήγε και κρύφτηκε πίσω από τα άλλα παιδιά και κοιτούσε τον παπά σαν θεό. Ο παπάς όρθιος πλέον, κοίταξε τους πιτσιρικάδες  σαν περήφανος πατέρας που έστρωσε τα παιδιά του, τους είπε «ήσυχα τώρα» και βγήκε να συνεχίσει την κηδεία.



Το μεγαλύτερο παιδί πήγε και μίλησε στον Μανώλη
-Τελικά είσαι ωραίος τύπος
-Γαμάτος είναι! Ειδές που δεν μας κάρφωσε; Ούτε κρύφτηκε κιόλας! Είπε ένα άλλο παιδί
Ο Μανώλης δεν μιλούσε, χαιρόταν που οι άλλοι μιλούσαν όμορφα γι αυτόν.
-Να τον βάλουμε στην παρέα. Είπε αποφασιστικά ο μεγαλύτερος
- Να τον μυήσουμε πρώτα ,είπε  το άλλο παιδί
-Φυσικά και θα τον μυήσουμε…. Μανώλη, δέχεσαι να μπεις στην παρέα μας;
-Ναι θέλω! Αλλά τι είναι το μυήσουμε; Είπε ο Μανώλης
-Θα δεις… δεν είναι τίποτα, όλοι το έχουμε κάνει εδώ
Ο Μανώλης κοίταξε τους άλλους και όλοι κούνησαν καταφατικά το κεφάλι τους. Του έφυγε το μίσος, περασμένα ξεχασμένα είπε μέσα του, για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό περνούσε καλά με άλλα παιδιά, θα ήθελε να συνεχίσει να περνάει καλά. Τελικά είναι καλό να είσαι παιδί, τα ξεχνάς όλα εύκολα και σε συγχωρούνε για τα πάντα .  «Πότε ξεκινάμε;» Ρώτησε, «Τώρα» απάντησε ο μεγαλύτερος. «Μικρέ, φυλάς τσίλιες» είπε ο αρχηγός της μύησης στον μικρότερο. Ο μικρός πήγε στην άκρη της ωραίας πύλης, ξάπλωσε κάτω και έσυρε το κορμί του μπροστά μέχρι να βγει το κεφάλι του έξω και να βλέπει στο κυρίως μέρος του ναού. Ο μικρός έβλεπε, αλλά και όλοι μέσα στην εκκλησία έβλεπαν ένα κεφαλάκι κάτω αριστερά στην Ωραία Πύλη να τους κοιτάει.  Ο μικρός σήκωσε τον αντίχειρά του προς τα μέσα για να δείξει ότι είναι όλα οκ και συνέχισε να κοιτάει έξω. Οι άλλοι περικύκλωσαν τον Μανώλη και τον οδήγησαν μπροστά σε μια ντουλάπα με μια γυάλινη τζαμαρία. Μέσα σ αυτήν την ντουλάπα υπήρχαν τα σκεύη που χρησιμοποιούσε ο παπάς για την θεία κοινωνία, ένα πετραχήλι για ειδικές περιπτώσεις, εικόνες,  ένας μεγάλος ξύλινος σταυρός και μερικά μπουκάλια μαυροδάφνη . Ο αρχηγός πήρε το πετραχήλι και το φόρεσε, μετά πήρε ένα μπουκάλι με μαυροδάφνη και γέμισε ένα ποτήρι.  Γύρισε και κοίταξε τον Μανώλη.
-Τι θα πιω αυτό το ποτήρι με το κρασί; Ρώτησε ο Μανώλης
Οι άλλοι γέλασαν .
-Όχι τόσο εύκολα, είπε ο αρχηγός και γέλασε.
Ο αρχηγός έδωσε το ποτήρι στον δίπλα και αυτός έφυσε μέσα στο κρασί, αυτός με την σειρά του το πέρασε στον παραδίπλα που και αυτός έφτυσε, μετά στον τρίτο και ο τρίτος φώναξε τον μικρό που φυλούσε τσίλιες, ο μικρός σηκώθηκε ήρθε στην παρέα τρέχοντας, έφτυσε μέσα στο κρασί , έδωσε το ποτήρι στον αρχηγό και ξαναπήγε στη θέση του. Ο αρχηγός έφτυσε και αυτός με την σειρά του στο ποτήρι, έκανε ένα σταυρό πάνω από το κρασί και έδωσε το ποτήρι στον Μανώλη.
-Είστε απαίσιοι! Είπε ο Μανώλης γελώντας
-Δεν φαντάζεσαι πόσο…. Του είπε ο αρχηγός
Ο Μανώλης κρατούσε το ποτήρι και το κοιτούσε με αηδία. Οι άλλοι γύρω κάναν ψιθυριστά «ου!ου!» . Ο Μανώλης ξίνισε την φάτσα του και σήκωσε το ποτήρι   «μονορούφι!» φώναξε ο αρχηγός. Το ήπιε μονορούφι και τους κοίταξε με αηδία, οι άλλοι άρχισαν να χειροκροτάνε και να γελάνε «ςςςςςςςς» τους έκανε νόημα χαμογελώντας να σιωπήσουν ο αρχηγός.
-Αυτό ήταν; Ρώτησε ο Μανώλης
-Όχι… Τώρα είναι η σειρά μας να πιούμε τα αηδιαστικά σου σάλια.
Ο αρχηγός ξαναγέμισε το ποτήρι και το έδωσε στον Μανώλη. Αυτός το κράτησε, ρούφηξε την μύτη του δυνατά, μετά έβγαλε την ανάσα του κράζοντας από το στόμα. Μαζί με την ανάσα βγήκε και μια αηδιαστική πηχτή χλαίνα. Την  έριξε αργά μέσα στο ποτήρι. Οι άλλοι αηδιάσανε και γελούσαν. Ο αρχηγός φώναξε τον μικρό. Ο μικρός ήρθε τρέχοντας, του έδωσε την ποτήρι και ήπιε την πρώτη γουλιά που είναι και η χειρότερη. Ξίνισε τα μούτρα του  και έφυγε τρέχοντας στη θέση του. Το υπόλοιπο του ποτηριού το ήπιαν οι άλλοι. Ο αρχηγός ξαναγέμισε το ποτήρι  και το έδωσε στον Μανώλη.
-Το τελευταίο ,το καθαρό όλο δικό σου



Ο Μανώλης το πήρε και το ήπιε όλο μονορούφι .  Η τελετή είχε ολοκληρωθεί, τα παιδιά τον χτυπούσαν φιλικά στην πλάτη , κάποιος του είπε «Πως σου φάνηκαν τα σάλια μας;» «Αηδία, όπως και τα μούτρα σας» είπε ο Μανώλης και γέλασαν όλοι μαζί. Ο πιτσιρικάς φώναξε «σύρμα»  και ο όλοι κάθισαν στις καρέκλες ήσυχα με την σειρά. Ο αρχηγός δεν είχε προλάβει να βγάλει το πετραχήλι και μόλις το αντιλήφθηκε το γύρισε και το έριξε πίσω από την πλάτη του, ακριβώς την στιγμή που έμπαινε ο παπάς στο ιερό . Μόλις μπήκε ο παπάς και είδε τα παιδάκια να κάθονται ήσυχα αισθάνθηκε περήφανος για τον εαυτό του, σκέφτηκε ότι αυτός ήταν ο σωστός τρόπος να συνετίσεις τα παιδιά, με κατανόηση και αγάπη, και αυτός το είχε καταφέρει. Τους κοίταξε μια τελευταία φορά, χαμογελώντας τους είπε «Σε ένα τέταρτο φεύγουμε» και ξαναβγήκε. Τα παιδιά γέλασαν πίσω από την πλάτη του. Ο Μανώλης που είχε αρχίσει να τον πιάνει το κρασί  είπε: «έχω μια ιδέα! Ακολουθήστε με!» έπεσε στα τέσσερα και άρχισε να μπουσουλάει περνώντας από την πίσω μεριά της Αγίας Τράπεζας, οι άλλοι τον ακολούθησαν και όλοι βρέθηκαν από την άλλη μεριά χωρίς να τους δει κανείς. Όταν σηκώθηκαν ο Μανώλης είπε στα παιδιά
-Αυτό ξέρετε τι κάνει;
-Ναι ξέρουμε, τι έχεις στο μυαλό σου;
-Και εγώ ξέρω…. Το είδα πριν που το δοκίμαζε ο παπάς. Είπε ο Μανώλης και πήρε το υποχθόνιο ενοχικό πονηρό βλέμμα
Ο Μανώλης έπιασε τον ρυθμιστή έντασης του ήχου και άρχισε να τον χαμηλώνει σιγά σιγά. Ο άλλοι γελούσαν, ο παπάς ψέλνοντας κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καλά με το μικρόφωνο και ανέβασε τον τόνο της φωνής του για να ακούγεται.  Ο Μανώλης εκεί που χαμήλωνε τον ήχο ξαφνικά τον άνοιξε απότομα και ο παπάς δεν πρόλαβε να κατεβάσει τον τόνο του και ακούστηκε πολύ δυνατά η ψαλμωδία. Μετά ο Μανώλης γυρνούσε δεξιά αριστερά τον ρυθμιστή του ήχου και  φωνή του παπά ακουγόταν διακεκομμένη.  «Είσαι θεός! Είσαι απίστευτος» έλεγαν τα παιδιά στον Μανώλη. Ο παπάς κατάλαβε ότι οι πιτσιρικάδες είχαν κάνει μαλακία και εκεί που ακουγόταν διακεκομμένη η φωνή του σταμάτησε. Έσφιξε τα χείλη του και αισθάνθηκε βλάκας που πίστεψε ότι μπόρεσε να συνετίσει αυτά τα  τέρατα . Συνέχισε να ψέλνει, στην αρχή διστακτικά για να πετύχει την ένταση της φωνής. «Τουλάχιστον το άφησαν στο σωστό τόνο τα βλαμμένα….» σκέφτηκε ο παπάς. Τα παιδιά είχαν επιστρέψει πάλι στις θέσεις του όπως είχαν πάει, μπουσουλώντας.  Προσπαθούσαν να κρατήσουν τα γέλια τους και συνέχεια έλεγαν τον Μανώλη «Κόλα το!» και «που ήσουν τόσο καιρό». Ο Μανώλης ένιωθε απίστευτα όμορφα, ξαφνικά όλα είχαν χαθεί από το μυαλό του, μ αυτούς εδώ παρέα θα περνούσε τέλεια κάθε μέρα, δεν θα αφήναν ούτε έναν σε ησυχία στο χωρίο.  Ξαφνικά μπαίνει ο παπάς μέσα αγριεμένος. Κόκαλο όλοι.
-Ποιος το έκανε αυτό!
-Ποιο; ρώτησε ο μεγαλύτερος
-Το παπιό! Μην κάνετε ότι δεν ξέρετε, την μεγαφωνική ποιος την πείραζε;
Ο Μανωλάκης πήγε να μιλήσει αλλά τον πρόλαβε ο αρχηγός, και μιλώντας στάθηκε μπροστά από τον Μανώλη.
-Εγώ πάτερ. Μόνος μου είχα πάει… οι άλλοι δεν φταίνε
-Ένα μήνα τιμωρία!
-Μα….
-Μαλλιά! Είπε αγριεμένος ο παπάς
-Μούσια, είπε ψιθυριστά στον αρχηγό ο Μανώλης.
Ο αρχηγός με δυσκολία κράτησε το γέλιο του, ο παπάς τους κοίταξε άγρια και τους είπε «Μπρος πάρτε τα πράγματα και ξεκινάμε για νεκροταφείο». Μόλις βγήκε ο παπάς γέλασαν όλοι αγκαλιασμένοι. Ο αρχηγός είπε «Γουστάρω παρέα με Μανωλάκη! Γουστάρουμε;» «Ναι!» φώναξαν όλοι και χτύπησαν τα χέρια τους ψηλά στον αέρα.


Μόλις βγήκαν έξω από το ναό παρατάχτηκαν όπως ορίζει το έθιμο. Μπροστά αυτοί που κρατούσαν τα στεφάνια, πίσω ο μεγαλύτερος με τον σταυρό. Πίσω τα εξαπτέρυγα , πιο πίσω ο Μανώλης που κρατούσε το καπάκι της κάσας γιατί προς το νεκροταφείο δεν παίρνουν μανουάλι. Πίσω από τον Μανώλη η νεκροφόρα, φορτωμένη,  πίσω από αυτήν ο παπάς, ο γερό ψαλτής και ο επίτροπος και στο τέλος οι συγγενείς και φίλοι. Στο δρόμο για το νεκροταφείο φυσούσε  πολύ δυνατός αέρας, ο Μανώλης αισθανόταν τα χέρια του βαριά, τον είχε επηρεάσει το κρασί που ήπιε, ήταν σχεδόν μεθυσμένος, ο αέρας λυσσομανούσε, με δυσκολία κρατούσε το καπάκι. Έβαζε όλη του την δύναμη να κρατήσει το καπάκι, σε λίγο θα το άφηνε κάτω, δεν μπορούσε άλλο. Μια δυνατή ριπή αέρα του άρπαξε το καπάκι από τα χέρια απότομα, ο Μανώλης έβλεπε τώρα το καπάκι να πετάει και να γυρνάει μπροστά του και να απομακρύνεται. Το καπάκι βρίσκεται στον αέρα και αναπτύσσει ταχύτητα, περνάει πάνω από τα κεφάλια των πρώτων παιδιών και χτυπάει τον μεγαλύτερο πίσω στο σβέρκο. Ένα κομμάτι έσπασε από το καπάκι και συνέχισε την πορεία του, έπεσε στο δρόμο το καπάκι και συνέχισε να κατρακυλάει εκεί υπακούοντας στην δύναμη του ανέμου, σε λίγο είχε σπάσει σε πολλά κομμάτια και τα κομμάτια έμειναν ακίνητα στο δρόμο. Το παιδί που χτυπήθηκε στο σβέρκο έπεσε με δύναμη στον δρόμο, τα δόντια του χτύπησαν στην άσφαλτο. Ο Μανώλης πήγε τρέχοντας από πάνω και τον είδε να σπαρταράει, αίμα ανέβλυζε από το κεφάλι του, μια λίμνη αίματος απλωνόταν γύρω από το πεσμένο πρόσωπο του αρχηγού. Όλοι κοιτούσαν μια τον Μανώλη μια τον πεσμένο, δεν μπορούσαν να πιστέψουν τι είχε μόλις γίνει, ο Μανώλης βλέποντας το άλλο παιδί να σπαρταράει θυμήθηκε τον λαγό, έπεσε στα γόνατα και ξέρασε. Κάποιος απ αυτούς που μαζευτήκαν φώναξε «Καταραμένο μπάσταρδο!»  οι άλλοι άρχιζαν να φωνάζουν τον μικρό «Καταραμένε!» Ο Μανώλης σηκώθηκε γρήγορα και άρχισε να τρέχει, οι άλλοι του πετούσαν πέτρες.  Μια τσιρίδα ακούστηκε πίσω του, η μάνα του παιδιού που είχε χτυπήσει στο σβέρκο εξαιτίας του Μανώλη είδε τον γιο της έτσι άρχισε να ουρλιάζει. Χαμός και αλαλαγμός πίσω του. Και αυτός έτρεχε να ξεφύγει, κανείς δεν τον κυνήγησε, έφτασε λαχανιασμένος στο σπίτι του. Κατευθείαν πήρε ένα μαχαίρι και άρχισε να ξύνει μανιωδώς τον τοίχο. Έτρωγε τον ασβέστη με μανία και έκλαιγε. Σκεφτόταν το παιδί που σπαρταρούσε σαν τον λαγό.  Σκεφτόταν τους άλλους που τον έλεγαν καταραμένο. Και έτρωγε ασβέστη με μανία, με μίσος, μίσος για τον εαυτό του, για την ζωή την ίδια.



ΥΓ Επειδή το τράβηξα πολύ στο επόμενο θα γράψω πως συνεχίστηκε η κηδεία .

Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010

Μην Πατάτε Τα Παραμύθια... Καπνίστε Τα...


Οι Χιονάτοι και η Εφτανάνη

Οι Χιονάτοι ήταν κάτι τύποι με άσπρα μαλλιά και γένια και πίναν όλη μέρα μπάφους.  Απ την πολύ μαστούρα έβλεπαν μια όμορφη κοπέλα και νόμιζαν ότι αυτήν θα τους πάρει τους μπάφους.  Και έτσι κάθε φορά που την έβλεπαν λέγαν εφτά φορές τη λέξη νάνι και αυτή κοιμόταν. Την φοβόντουσαν  την κοπέλα που βλέπαν μέσα στη μαστούρα τους, τόσο πολύ που την φανταζόντουσαν τεράστια, τόσο ψηλή που αυτοί μπροστά της έμοιαζαν σαν νάνοι

Η ‘’μικρή όργωνα’’

Κάποτε υπήρχε μια κοπέλα που όταν ήταν μικρή ο πατέρας της την έπαιρνε συνέχεια μαζί του στα χωράφια. Όταν μεγάλωσε αυτή η κοπέλα ερωτεύτηκε έναν ναυτικό, που τον πέρασε για τον κάπταιν   Ίγκλο της γνώστης αλυσίδας κατεψυγμένων ψαριών. Αυτή η κοπέλα πήγε τελικά στο καράβι με τον υποτιθέμενο κάπταιν Ίγκλο  και έμεινε μαζί του. Σύντομα όμως άρχισε να βαριέται στο πλοίο και παραπονιόταν συνέχεια ότι στα χωράφια ήταν καλύτερα, έλεγε συνέχεια την φράση «εγώ μικρή όργωνα».  Δεν πάλευε καθόλου η κοπέλα, μέχρι που μια μέρα ανακάλυψε ότι οι ναύτες έπιναν μπάφια για να την παλέψουν. Περίμενε πότε θα μυρίσει τον καπνό και μπούκαρε στα καμαρίνια των ναυτικών και τους έπαιρνε τα τσιγαριλίκια με την απειλή ότι αν δεν της τα δώσουν θα τα πει όλα στον καπετάνιο.  Αυτό γινόταν επί πολλές μέρες μέχρι που οι ναυτικοί αποφάσισαν να την ρίξουν στην θάλασσα. Έτσι και έγινε , και μετά η ναυτικοί μιλούσαν για την «μικρή όργωνα» της θάλασσας, αλλά επειδή η ομιλία τους είχε αλλοιωθεί απ το πολύ χασίσι την έλεγαν μικρή γοργόνα της θάλασσας . Και γέροι πλέον οι ναυτικοί την βλέπουν κάθε μέρα μπροστά τους να προσπαθεί να τους πάρει τα μπάφια.

Η Ξεπαρθενοπιπίτσα

Η «μικρή όργωνα είχε μια φίλη, την Πιπίτσα. Η Πιπίτσα ήταν όμορφη κοπέλα, γυρνούσε κάθε μέρα στο δάσος και πότιζε τα χασισόδεντρα του πατέρα της. Μια μέρα ξέφυγε πολύ από τον δρόμο της και βρέθηκε κοντά σε ένα λιμάνι. Εκεί σ αυτό το λιμάνι γνώρισε τον κάπταιν Ίγκλο , χωρίς να χρονοτριβήσουν αποτραβήχτηκαν στο δάσος και έκαναν έρωτα. Ήταν η πρώτη φορά της Πιπίτσας και η ποδιά της που είχε στρώσει στο έδαφος για να μην την τζουνάνε τα αγκάθια γέμισε αίματα. Της άρεσε όμως τόσο πολύ αυτή η ποδιά που λυπόταν να την  πετάξει, έτσι την έβρεξε σε ένα ποτάμι και απλώθηκε το αίμα σε όλο το ύφασμα. Αυτό το κόκκινο ύφασμα το έκανε σκουφί και το φόρεσε. Μ αυτό το κόκκινο σκουφί γύρισε πίσω στο σπίτι, μόλις την είδε ο πατέρας της την ρώτησε τι είναι αυτό που φοράει στο κεφάλι της, αυτή του απάντησε ότι είναι ένα σκουφί που βρήκε στο δρόμο. Μετά ο πατέρας της είδε ότι στα πόδια της είχε λίγο αίμα και απαίτησε να μάθει τι έγινε, η Πιπίτσα του είπε ότι πήγε στη γιαγιά της και ότι στο κρεβάτι αντί για την γιαγιά υπήρχε ένας λύκος, και μ αυτόν τον λύκο έπιασαν κουβέντα και στο τέλος την δάγκωσε . Ο πατέρας της σκέφτηκε λίγο, του φάνηκε πολύ περίεργη η ιστορία της κόρης του, κούνησε το κεφάλι του εκφράζοντας όλη του την δυσπιστία και στο τέλος είπε στην κόρη του : Στο έχω πει πόσες φορές μαρί… Στο χωράφι σε στέλνω για να τα ποτίζεις τα χασίσια όχι για να τα πίνεις….»  «Μα μπαμπά…..» «Μπαμπάκια! Άντε είπαμε να πιεις λίγο…. Εσύ το παραγάμησες….. άκου εκεί μιλούσες με τον λύκο….»

Η αγοραία Κοιμωμένη

Στο λιμάνι  που σύχναζε ο πεταχτούλης κάπταιν Ίγκλο και λοιποί χαραμοφάηδες υπήρχε ένα πορνείο. Σ αυτό το πορνείο δούλευε μια κοπέλα ονόματι Κική. Η Κική λοιπόν είχε ένα ελάττωμα, όταν…  έκανε έρωτα σε κάθε…. ταλάντευση έκανε σπαστικό ήχο του στυλ «ι!....ι!....ι!....ι!...» αυτό ενοχλούσε τους πελάτες  όλοι μετά σεξ έκαναν παράπονα στην τσάτσα ότι ηχητικά η κοπέλα δεν είναι καλή. Η τσατσά που την έλεγα Χαρίκλεια τους ζητούσε συγνώμη και παρακαλούσε τους πελάτες να της προτείνουν μια λύση. Ο πατέρας της Πιπίτσας που ήταν και συχνός πελάτης πρότεινε στην Χαρίκλεια να της βάζει χασίσι στο ποτό και να την κοιμίζει. Το χασίς εννοείται ότι θα το προμήθευε ό ίδιος. Η Χαρίκλεια συμφώνησε και έτσι άρχισε να κοιμίζει την Κική με την ηλίθια φωνούλα. Όλοι πλέον φέυγαν από το δωμάτιο σχεδόν ευχαριστημένοι και η Κική έγινε γνωστή ως αυτή που είναι ωραία μόνο όταν είναι κοιμωμένη και με την πάροδο του χρόνου ως η ωραία κοιμωμένη.

Ο Βολεμένος Στρατιώτης

(Η εκδίκηση για την γκρι μπλούζα, κάποιοι ξέρουν…..)
Ο Χάρης…. είναι ένα κακιασμένο ανθρωπάκι που την βρίσκει με το μπανιστήρι. Αυτό που έκανε ήταν να πηγαίνει σε πορνεία  και να πληρώνει για να παρακολουθεί της περιπτύξεις των   πελατών με τις υπαλλήλους. Αλλά για να καταφέρει να μπαίνει στα δωμάτια και να περνά απαρατήρητος  έπρεπε να μεταμορφώνεται, το πιο εύκολο για αυτόν ήταν να κάνει τον Αδάμ, αλλά το φύλο του σύκου του έφερνε φαγούρα στα αχαμνά και παράτησε γρήγορα αυτή την προοπτική. Η λύση ήταν να πάει όπως είναι ντυμένος, δηλαδή σαν στρατιώτης, φοράει συνέχεια το χακί μπουφάν, καρό παντελόνι, ξυρισμένο μαλλί, έτοιμος φαντάρος, μόνο με τα παπούτσια υπήρχε θέμα , αλλά και σ αυτό υπήρχε λύση, θα στεκόταν πίσω από ένα τραπέζι….. Έμπαινε στα δωμάτια και περίμενε, στεκόταν ακίνητος, τα έβλεπε όλα. Οι πουτ… εεε… οι κοπέλες  ήξεραν τι ρόλο βαρούσε αυτό το πράγμα στο δωμάτιο, οι μαλ…. εεε …  οι πελάτες όμως όχι.  Ο πρώτος πελάτης που τον είδε ρώτησε:  (πόντιος)
-Ντο εν τούτο;
-Αυτό; Άγαλμα ενός στρατιώτη. Απάντησε η κοπέλα
-Ποιανού;
-Άγνωστο…
-Κουτσός εν;
Κοιτάει καλύτερα η πουτα… φτου! πιπέρι! η κοπέλα και βλέπει τον βλάκα να έχει μόνο το ένα πόδι κρυμμένο πίσω από το τραπέζι , τι να πει η καημένη μ αυτόν που έμπλεξε , είπε:
-Ναι έχει μόνο ένα πόδι, για αυτό τον έχουμε εδώ παρατημένο
-Τσα από φάτσαν εν πάεν καλύτερα
-Έλα μωρέ… κρίμα το καημένο το αγαλματάκι….
Αυτός ο τύπος αφού τελείωσε την δουλεία του και πήγε στο καπηλειό να τα πιει έλεγε σ όλους για ένα άγαλμα  στρατιώτη με ένα πόδι στο μπουρδέλο της Ντόρας . Έτσι ο καημένος ο Χάρης έπρεπε πλέον να κάθεται στην ίδια θέση και να μοιάζει με κουτσό .
 Πολλοί πελάτες πέρασαν από αυτό το δωμάτιο και  όλοι ήξεραν πλέον την φάτσα του στρατιώτη, άλλος τον εβλεπε στον υπόνομο, άλλο ς στην ψαραγορά, άλλος μαστουρωμένος τον έβλεπε να μιλάει με ποντίκια, ο στρατιώτης είχε γίνει πλέον αστικός μύθος. Όταν τα έμαθε αυτά ο Χάρης αναγκάστηκε να αλλάξει και να μην είναι πλέον αναγνωρίσιμος, σκότωσε την Ντόρα, την κόρη του Κωνσταντίνου Μ. και πήρε το μπουρδέλο της. Πλέον ντύνεται σαν γυναίκα και είναι γνωστή ως η τσατσα Χαρίκλεια. Σε κάθε δωμάτιο έχει και μια τρύπα και συνεχίζει το μπανιστήρι.
Οι πελάτες θορυβήθηκαν με την εξαφάνιση του αγάλματος και για εξηγήσουν κάπως αυτό το  φαινόμενο φτιάξαν το γνωστό παραμύθι, τον Βολεμένο Στρατιώτη. Άρεσε σε πολλούς αυτό παραμύθι και απ την αρχή είχε μεγάλη απήχηση. Συνέπεσε όμως με την ανακάλυψη του στυλό διαρκείας και τα εργοστάσια παραγωγής μολυβιών έχαναν πολύ έδαφος στις πωλήσεις. Για να ανακάμψουν σκέφτηκαν να πληρώσουν τους κατοίκους που έγραψαν το παραμύθι , να τους δώσουν χρήματα για να διαφημιστούν τα μολύβια. Και έτσι ο Βολεμένος Στρατιώτης έγινε ο Μολυβένιος Στρατιώτης  

 ΥΓ 1 Σόρρυ Χάρη , αλλά αντικειμενικά ήταν τέρμα εξυγιαντικό, κατάλαβες;
ΥΓ 2 Τα ψάρια ζούνε σε ένα κουτί.. σσςςς. Πιστεύω ότι είμαι έτοιμος για το Παραμύθι.
ΥΓ 3 Ο Κάπταιν Ίγκλο είναι Σκοπιανός πράκτορας ……
ΥΓ $ ΣΥΡΙΖΑ  οι Ρομπέν των Καγιέν.




Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2010

Ο Νεκροθάφτης 6 ( ασβέστης και ψίθυροι )


Την απώλεια δεν την αντιλαμβάνεσαι αμέσως, η πρώτη μέρα είναι δύσκολη αλλά οι επόμενες μέρες είναι χειρότερες, είναι ανυπόφορες. Συνειδητοποιείς την απώλεια και σκέφτεσαι αν έπρεπε να είχες κάνει κάτι παραπάνω ή να έχεις πει μια λέξη παραπάνω.  Ο πόνος χύνεται μέσα στο μυαλό και σου φέρνει παράλυση ,τύψεις, ενοχές και εσωστρέφεια. Ο Μανωλάκης αν και μικρός, τα ένιωθε όλα αυτά τα πράγματα. Σκεφτόταν αν έκανε καλά που δεν πήρε το φάρμακο που του έδινε η κακιά μάγισσα, ένιωθε άσχημα που φοβόταν την μαμά του μην του κάνει κακό, και τον βασάνιζε το ενδεχόμενο να έχει ξυπνήσει η μάνα του μέσα στο τάφο και να υποφέρει στα σκοτάδια. Τα πρώτα βράδια έβγαινε κρυφά από το σπίτι και πήγαινε στο νεκροταφείο, εκεί που ήταν θαμμένη η μάνα του. Υπήρχε μόνο ένας σωρός από χώμα, δεν είχε κατασκευαστεί μνήμα ακόμα. Ξάπλωνε πάνω στο χώμα και προσπαθούσε να ακούσει το παραμικρό μέσα από τον τάφο. Θύμωσε όταν σκέφτηκε ότι είχε βαρηκοΐα στο ένα αφτί εξαιτίας αυτού που του κάναν τα άλλα παιδιά. Θα προτιμούσε να άκουγε καλύτερα για ελαχιστοποιήσει τις πιθανότητες του να μην ακούσει ένα χτύπημα από την μάνα του. Ο θυμός γυρνούσε σε κλάμα και μέσα στα δάκρυα πολλές φορές φώναζε την μάνα του να δει αν τον ακούει.  Δεν τον έψαχνε κανείς ποτέ, ο πατέρας του είχε πέσει σε πλήρη κατάθλιψη, και έτσι πολλές φορές τον έπαιρνε ο ύπνος μέσα στο νεκροταφείο πάνω στο σωρό που ήταν θαμμένη η μάνα του. Αυτός ο σωρός ήταν ο μικρός του Γολγοθάς. Είχε και έναν ξύλινο σταυρό επάνω. Και πάνω σ αυτόν τον μικρό Γολγοθά ο Μανωλάκης σκεφτόταν ότι όλοι τον έχουν εγκαταλείψει, ότι είναι μόνος του στον κόσμο, ότι η ζωή είναι δύσκολη όταν είσαι μόνος. Όταν είσαι μόνος δεν μπορείς να ξεχαστείς σε κάτι ευχάριστο ή σε κάτι αδιάφορο, είσαι μόνος, και το καταλαβαίνεις, και είναι αλήθεια. Η μοναξιά του σταυρωμένου.

Μια μέρα ο Μανωλάκης καθόταν στον τάφο της μάνας του, ήταν απόγευμα, πλέον είχε σταματήσει να περιμένει να ακούσει κάτι από μέσα, απλά ήταν εκεί γιατί έτσι είχε συνηθίσει. Εκείνη την μέρα χωρίς να το περιμένει άκουσε μια φωνή πίσω του
-Γεια σου Μανωλάκη…
-Ωχ! Εσύ; Είπε τρομαγμένος ο μικρός μόλις την είδε
-Ναι, εγώ…. Γιατί φοβάσαι;
-Δεν φοβάμαι! Δεν θέλω να σου μιλάω
-Κακώς.. έπρεπε να είχες πάρει το μπουκαλάκι που σου είχα δώσει
-Δεν κάνει να πάρω τίποτα από εσένα!
-Ούτε για την μαμά σου; Θα ήταν καλά τώρα αν της το είχες δώσει
-Λες ψέματα! Είσαι κακιά, το ξέρω!
-Δεν είμαι κακιά… εσύ είσαι κακός, εξαιτίας σου πέθανε η μάνα σου
-Δεν φταίω εγώ! Φώναξε ο μικρός
-Φταις και το ξέρεις! Μη μου πεις ότι δεν το ξέρεις, το βλέπω στα μάτια σου ότι έχει μετανιώσει που δεν το πήρες
-Δεν φταίω εγώ!
-Φταις! Αλλά αν θες μπορείς να κάνεις κάτι για μένα και φροντίσω να πάει η μαμά σου στο παράδεισο
-Δεν μιλάω μαζί σου! Είσαι κακιά! Είπε ο μικρός και έφυγε τρέχοντας
-Έλα εδώ μην φεύγεις! του φώναξε η κακιά μάγισσα, αλλά ο μικρός ούτε που γύρισε να κοιτάξει

Τρέχοντας έφτασε στο σπίτι του, τα μάτια του ήταν γεμάτα δάκρια γιατί σκεφτόταν ότι αυτός έφταιγε που πέθανε η μαμά του. Μπήκε τρέχοντας στο δωμάτιό του και πήγε κατευθείαν σε μια γωνία και έκατσε στο πάτωμα, έσκυβε μπρος πίσω και έκλεγε γοερά. Με το χέρι του έξυνε τον τοίχο, δεν κοιτούσε το σημείο, μόνο το πάτωμα. Έξυνε σπασμωδικά τον τοίχο και μικρά κομματάκια ασβέστη χωνόταν ανάμεσα στα νύχια του. Κάποια στιγμή σταμάτησε να ξύνει τον τοίχο γιατί του πόνεσαν υπερβολικά τα δάχτυλα. Κοίταξε στο τοίχο και είδε ότι είχε αφήσει αίματα. Έβαλε τα δάχτυλα στο στόμα του και ρούφηξε το αίμα από το γδαρμένα δάχτυλά του. Η αλμυρή γεύση του αίματος ερέθισε σε μεγάλο βαθμό τους γευστικούς του κάλυκες. Μαζί με το αίμα όμως τράβηξε και τα κομμάτια ασβέστη που είχαν καρφωθεί ανάμεσα στα δάχτυλά του. Τα κομματάκια από ασβέστη τα κριτσάνισε στα μικρά του δοντάκια και μια στυφή γεύση απελευθερώθηκε μέσα στο στόμα του. Τα κατάπιε και αυτά. Ένιωσε ότι ο ασβέστης του προκάλεσε μια δυσφορία στομάχι, κάτι καταστρεπτικό.  Σηκώθηκε πήγε στην κουζίνα  και πήρε ένα πιρούνι, ξαναπήγε στο σημείο που είχε ξύσει τον τοίχο, έκατσε στα γόνατα και καθάριζε μανιωδώς τον ματωμένο σημείο του τοίχου. Το στομάχι του έστελνε αρνητικά σήματα. Ο ασβέστης ζητούσε κι άλλο ασβέστη για να κορεστεί. Δεν ήξερε τι ακριβώς συνέβαινε αλλά καταλάβαινε ότι έπρεπε να φάει ασβέστη, όχι για να νιώσει καλύτερα, άλλα γιατί έτσι έπρεπε.  Τα κομμάτια ασβέστη που ξεκολλούσαν από τον τοίχο τα έτρωγε αμέσως, και ζητούσε και άλλα μεγαλύτερα κομμάτια ασβέστη και έξυνε ακόμα πιο δυνατά. Κάθε φορά που έβαζε ένα κομμάτι ασβέστη στο στόμα του προκαλούσε τεράστια έκκριση σάλιου το οποίο ο ασβέστης το απορροφούσε και διαλυόταν σε σκόνη. Η κατάποση  ασβέστη του προκαλούσε και ερεθισμό στο λαιμό και ο ερεθισμός του προκαλούσε βήχα . Ανάμεσα σε βήχα προσπαθούσε να καταπιεί  και να πάρει ανάσα, τον έπιασε απελπισία  και έξυνε όλα και πιο δυνατά,  μ αυτήν την απελπισία ξέσπασε σε ένα κλάμα παροξυσμού, ήθελε να σταματήσει άλλα ήξερε ότι δεν μπορούσε. Έκλεγε και έξυνε τον τοίχο δυνατά .  Ο πατέρας του άκουσε το κλάμα και πήγε στο δωμάτιο του μικρού. Άνοιξε την πόρτα και είδε τον μικροσκοπικό πλασματάκι να του έχει γυρισμένη την πλάτη , να κλαίει και να κάνει έντονες κινήσεις προς τον τοίχο. Αμέσως τον σήκωσε και τον ρώτησε τι κάνει εκεί, ο μικρός δεν απάντησε , ο πατέρας κοίταξε τον τοίχο και είδε ότι λείπουν κομμάτια από τον ασβέστη. «Τι έκανες εκεί;» ρώτησε ο πατέρας, ο μικρός έδειξε με το δάχτυλο το στόμα του  και έβηξε άσχημα, «τι; τα έφαγες;» ο μικρός κούνησε καταφατικά το κεφάλι και ο πατέρας του τον πήγε αμέσως στο πιο κοντινό σπίτι που ο ιδιοκτήτης του είχε αυτοκίνητο για να τον πάνε σε νοσοκομείο στην πόλη. Στο δρόμο ο μικρός σπαρταρούσε και έπιανε το στομάχι του , ο πατέρας του που τον κρατούσε αγκαλιά προσπαθούσε να τον κάνει να κάνει εμετό, αλλά ο ασβέστης δεν βγαίνει εύκολα,  γίνεται ένα συμπαγές πράγμα μέσα στο στομάχι και κάθεται εκεί μέχρι που να σε σκάσει η να τον χωνέψει. Άπαξ και μπει δεν βγαίνει εύκολα, είναι όπως ο πόνος στην ψυχή, άμα μπει μέσα σου, φωλιάζει και σου τρώει την ζωή από μέσα.  Όταν έφτασαν στο νοσοκομείο ο Μανωλάκης είχε ήδη λιποθυμήσει, οι γιατροί τον έβαλαν αμέσως στο χειρουργείο και του έκαναν πλύση στομάχου. Μόνο έτσι θα μπορούσε να σωθεί ο μικρός  και έτσι σώθηκε.

Είναι σκοτάδι, είναι μόνος του , μια φωνή τον καλεί, η φωνή της μάνας του, δεν βλέπει τίποτα μόνο ακούει, φοβάται πολύ, μια αχνή μορφή κάθεται καρέκλα και του έχει γυρισμένη στην πλάτη, έχει τα μαλλιά της μάνας του , άσπρα, Μανωλάκη, η μορφή σηκώνεται, περπατάει προς τα πίσω και πηγαίνει προς το μέρος του, Μανωλάκη γιατί δεν μου πήρες εκείνο το φάρμακο; παγώνει , Μανωλάκη εσύ με σκότωσες, τον πλησιάζει, η φωνή του δεν βγαίνει, θέλει να ζητήσει συγνώμη, γιατί με σκότωσες Μανωλάκη; θέλει να βγει μπροστά της να δει το πρόσωπό της και να της πει συγνώμη με ένα ικετευτικό βλέμμα,  κάθε φορά που προσπαθεί να βρεθεί μπροστά της  αυτή του γυρνάει την πλάτη ,  γυρνάνε γύρω γύρο σε έναν άκομψο χορό, κρυώνω Μανωλάκη, θέλει  να την δει, όπως γυρνάει και βλέπει μόνο τα μαλλιά της , γυρνάει αυτή απότομα και τον κοιτάει, το πρόσωπό της είναι λειωμένο, δεν έχει χείλη και τα μάτια της είναι σαν γυμνά σαλιγκάρια, τρόμαξε, γιατί με σκότωσες; πόνος , αιμοφόρα αγγεία σπάνε μέσα στον εγκέφαλο, πόνεσαν τα δόντια του, κάποιος έχει καρφώσει καρφιά στα δόντια του και έχει δέσει τα καρφιά με σκοινιά και τον σέρνει στο δρόμο, τον κρεμάνε από τα δόντια, έρχεται η μάνα του με τον κόπανο, θα σου σπάσω την πλάτη κουνέλι, πέφτει κάτω, ξερνάει τρίχες, τραβάει την κοτσίδα της μάνας του μέσα από το στόμα του, δεν τελειώνει ποτέ η κοτσίδα,  πλέον την τραβάει πιο δύσκολα,  κάτι αλλάζει, η κοτσίδα γίνεται ρόζ, είναι κρέας , είναι γλώσσα του, τραβάει την γλώσσα του, πονάει , αηδιάζει, κάποιος του κόβει την γλώσσα, σπαρταράει σαν φίδι, ένα φίδι με μούσια,  ένα καυτό χέρι του ακουμπάει το μέτωπο, το διώχνει εύκολα, τα καλάμια πήραν φωτιά, η αρκούδα καίγεται , καψαλίζονται οι τρίχες της, τα δέντρα στο νεκροταφείο πήραν και αυτά φωτιά,  ένα χέρι από φωτιά του ακουμπάει τον ώμο, το διώχνει λιγότερο εύκολα,  ένας σκύλος του τρώει τα πόδια, προσπαθεί να φύγει δεν μπορεί, είναι δεμένος στο πάτωμα , παγωμένα χέρια τον κρατάνε απ όλες τις μεριές , δεν μπορεί να κουνηθεί, ο σκύλος του τρώει το πόδι, τα παγωμένα χέρια τον σφίγγουν, τα παιδιά του πετάνε πέτρες, ακούει να φωνάζουν το όνομά του, μα γιατί δεν διώχνει κανείς τον σκύλο; τα χέρια τον ταρακουνάνε και  σκύλος τον τρώει, οι φωνές λένε το όνομά του, δυνατό φως, εκτυφλωτικό φως,  το σκοτάδι έχει χαθεί, τα χέρια ακόμα τον κρατάνε, βλέπει τον πατέρα του, τους θείους  του να τον κρατάνε, αυτοί τον φωνάζανε,  παίρνει γρήγορες ανάσες, συνειδητοποιεί ότι έχει ξυπνήσει.
Ο πατέρας του  λέει  «Ηρέμησε Μανωλάκη , όνειρο έβλεπες…»
Πήγε να μιλήσει ο μικρός και τον σταμάτησε ο πατέρας του και του είπε ότι δεν κάνει να μιλάει για λίγο καιρό γιατί ερεθίστηκε ο λαιμός του, να μιλάει μόνο όταν είναι μεγάλη ανάγκη και μόνο ψιθυριστά. Ο μικρός κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και γύρισε απ την  άλλη μεριά, πλάτη στον πατέρα του. «Βλέπεις συχνά κακά όνειρα Μανωλάκη;» ρώτησε ο πατέρας, ο μικρός κούνησε πάλι καταφατικά το κεφάλι του και έσφιξε λίγο περισσότερο το μαξιλάρι του. Ένας θείος του είπε: «Μην ανησυχείς μικρέ, μόλις μεγαλώσεις λίγο ακόμα και καταλάβεις τι έχεις εκεί ανάμεσα στα πόδια , δεν θα έχεις πια εφιάλτες, θα ονειρεύεσαι γυναίκες» . Οι θείοι του  γέλασαν, όχι όμως και ο πατέρας του ούτε και ο μικρός. Ο μικρός ενοχλήθηκε που έκαναν πλάκα μαζί του, ήθελε να μείνει μόνος του, δεν είχε όμως το θάρρος να τους κοιτάξει στα μάτια και να τους κάνει νόημα να φύγουν, έμεινε εκεί γυρισμένος και ψιθύριζε σιγανά «να φύγετε, να φύγετε» κανείς δεν άκουγε γιατί κανείς δεν τον έβλεπε . Μια κυρία από το διπλανό κρεβάτι έκανε νόημα στο πατέρα του Μανωλάκη ότι κάτι λέει ο μικρός , αυτός σηκώθηκε, έκανε τον γύρο του κρεβατιού και στάθηκε πρόσωπο με πρόσωπο απέναντι στον μικρό
- να φύγετε….. να φύγετε…..
-Ηρέμησε Μανωλάκη, θα τους πω να φύγουν…
-Κι εσύ……. είπε πολύ σιγά ο μικρός
-Θες να φύγω και εγώ; Γιατί τι σου έκανα;
-Να φύγεις….. θέλω να μείνω μόνος μου
-Θα είμαστε έξω από την πόρτα, για ότι χρειαστείς, πές την κυρία να μας φωνάξει, εντάξει Μανωλάκη;
Δεν απάντησε ο μικρός γύρισε και πάλι από την άλλη μεριά, ένας θείος του πήγε να τον πιάσει για να τον παρηγορήσει, ο πατέρας τον σταμάτησε και έκανε σ όλους να πάνε έξω. Έτσι ο Μανωλάκης έμεινε μόνος του και το μόνο που φοβόταν ήταν μην τον ξαναπάρει ο ύπνος.


Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2010

Coucou c'est nous !

-Γεια..
-Καλώς τον
-Έχεις ώρα
-Όχι μόλις ήρθα και εγώ
-Όχι ρε.... τι ώρα είναι θέλω να ρωτήσω
-Α, δεν έχω ρολόι
-Πάρε ένα... τι τα έχεις τα χέρια σου να κρέμονται  έτσι άχρηστα
-Αν είναι έτσι πρέπει να πάρω δύο, αλλιώς και πάλι το ένα θα είναι άχρηστο
-Πάρε δύο... τι να σου πω, πάντως πάρε
-Δωσ μου χρήματα να πάρω
-Γιατί να σου δώσω; Πουτάνα είσαι;
-Μόνο στις πουτάνες δίνεις χρήματα;
-Όχι μόνο... γενικά παντού στη ζωή δίνω χρήματα
-Άρα η ζωή είναι μια πουτάνα
-Και ο κόσμος ένα μπουρδέλο
-Αν είναι να πας σε μπουρδέλο σημασία έχει να είναι καλή η πουτάνα
-Δεν πάω ποτέ σε μπουρδέλα
-Ούτε και εγώ, δεν έχουν καλή διακόσμηση
-Μα και εσύ στο σπίτι σου δεν έχεις καλή διακόσμηση
-Πως το λες αυτό, αφού δεν έχεις έρθει ποτέ στο σπίτι μου
-Ποτέ δεν με έχεις καλέσει
-Έλα ακάλεστος δεν πειράζει
-Όχι, πειράζει
-Τι πειράζει;
-Δεν πάω πουθενά ακάλεστος, δεν μου βγαίνει σε καλό
-Σου μπαίνει σε κακό;
-Μπαίνω καλώς, βγαίνω κακώς
-Μπαινοβγαίνεις πάντως...
-Το πολύ μπες βγες το βαριέται και ο κεφτές
-Τι μαλακία είναι πάλι αυτό;
-Ο κεφτές; Έδεσμα
-Παχαίνει μήπως;
-Όχι πολύ, αν και όπως σε βλέπω τώρα πρέπει να αρχίσεις να προσέχεις
-Προσέχω, δεν είδες που δεν έβαλα ζάχαρη στον καφέ
-Αφού ρε συ δεν πήρες καφέ, πήρες τσάι και έριξες τρεις ζάχαρες
-Είπα να κόψω την ζάχαρη στον καφέ... άλλο το τσάι
-Και εμένα μου αρέσει πολύ το τσάι
-Το βλέπω... όλο τσάι τσάι και τηγανίτα τίποτα...
-Δεν θα βγάλουμε άκρη εμείς οι δύο μου φαίνεται
-Άκρη; γιατί βάλαμε ποτέ αρχή;
-Ούτε αρχή βάλαμε ούτε μυαλό βάζουμε
-Βάζουμε όμως ζάχαρη
-Κάτι είναι και αυτό
-Κάνουμε καλύτερο τον καφέ μας
-Σημασία έχει ο καφές όχι το φλιτζάνι
-Σημασία έχει η πουτάνα όχι το μπουρδέλο
-Στην πουτάνα δεν βάζεις ζάχαρη
-Μπορείς να βάλεις μέλι
-Ή σοκολάτα
-Μπα παχαίνει
-Καλά λες, πρέπει να αρχίσουμε δίαιτα
-Από τι να αρχίσουμε
-Καταρχήν να κόψουμε τις βλακείες
-Δηλαδή να κόψουμε παρέα
-Ναι
-Φεύγω
-Γεια

Στα τέσσερα

Η μέρα ήταν Σάββατο , τα στήθη της μικρά και αυτή επίσης.  Τη λέγανε Αθηνά, τίποτα άλλο μη ρωτήσεις.  Δυο βδομάδες  μετά από αυτό το Σάββα...