Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011

Ιλιάδα 9 (ο γαλαξίας)


 Η Ζήνα αναστατωμένη που έπιασε τον Αχιλλέα να την απατά έφυγε από την  σκηνή και πήγαινε προς αυτήν του Ομήρου,  χρειαζόταν κάποιον να της συμπαρασταθεί αυτήν την δύσκολή στιγμή και ο Όμηρος όχι μόνο μπορούσε αλλά το ήθελε κιόλας.  Μόνο που ο Όμηρος δεν ήξερε πόσο ύπουλο πλάσμα ήταν αυτή η Ζήνα και πόσο αισχρά τον χρησιμοποιούσε. Τον άφηνε να πιστεύει ότι τον γουστάρει αλλά αυτή το μόνο που ήθελε ήταν να έχει καλύτερη θέση στο σύγγραμμα του Ομήρου και στην συγκεκριμένη περίπτωση συμπαράσταση.  Ο Όμηρος μόλις άκουσε την Ζήνα έξω από την σκηνή του να τον καλεί σηκώθηκε από εκεί που έγραφε και της άνοιξε αμέσως, την είδε να κλαίει,  και αυτή αμέσως έπεσε στην αγκαλιά του και συνέχισε για λίγη ώρα το κλάμα της εκεί.

 Μετά από λίγη ώρα μέσα στην σκηνή του Ομήρου η Ζήνα κάθεται δίπλα του και αυτός της δείχνει τα γραπτά του, η Ζήνα του ζητάει να δει σε ποια σημεία  την περιγράφει, αυτός γύρισε μια σελίδα και της έδειξε, η Ζήνα διάβασε

Σαν άλλη Αφροδίτη φάνηκε ανάμεσα στους τόσους άντρες
Αδύνατο να μην την ερωτευτείς
Μια θεά, μια οπτασία

-Αχ, πολύ ωραία τα γράφεις εδώ  Όμηρε, αλλά μήπως είσαι λίγο υπερβολικός;
-Όχι καθόλου, αλήθεια, έτσι σε βλέπω….
-Τι γλυκός που είσαι…. Μακάρι να με έβλεπε ο Αχιλλέας έτσι… τον παλιοαλήτη! Είπε ή Ζήνα και έβαλε πάλι τα κλάματα.
Ο Όμηρος σπάστηκε, της χάιδεψε λίγο τα μαλλιά και σηκώθηκε όρθιος, περπάτησε μέχρι την είσοδο της σκηνής που ήταν μισάνοιχτη και κοιτούσε έξω, σκεφτόταν να της πει ότι είναι τρελά ερωτευμένος μαζί της και ότι όλα αυτά δεν τα γράφει για να ομορφύνει το κείμενό του, αλλά τα γράφει επειδή τα αισθάνεται, αλλά πώς να της το πει αυτό; Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή, απ την άλλη όμως αν το άφηνε να συνεχίζεται αυτό θα κατέληγε φιλενάδας. Κοιτούσε έξω και το στομάχι του είχε γίνει κόμπος. Άκουσε την Ζήνα πίσω του να λέει
-Τι είναι αυτό;
-Ποιο; Της είπε χωρίς να την κοιτάξει.
Η Ζήνα είχε αφήσει την στοίβα με τα χαρτιά όπου ο Όμηρος κατέγραφε τα γεγονότα του πολέμου και είχε πιάσει άλλη μια στοίβα με ποιήματα,  είχε διαβάσει το πρώτο και της άρεσε, τώρα που την ρώτησε ο Όμηρος «ποιο;»  θα το ξαναδιάβαζε δυνατά

Μέτρησα τα αστέρια
Το ξέρω είναι αδύνατο, αλλά εγώ τα μέτρησα
Και έδωσα σε κάθε αστέρι  από ένα όνομα
Ένα όνομα απ΄ το κάθε σημείο του κορμιού σου
Και έτσι κάθε φορά που θα κοιτώ τον ουρανό
Θα βλέπω εσένα

Ο Όμηρος την άκουγε να απαγγέλει ένα από  τα ποιήματα που είχε γράψει για αυτήν, κοιτούσε έξω, τα αστέρια, σκέφτηκε να την διακόψει αλλά δεν το έκανε, το άφησε να δει που θα πάει.  Η Ζήνα συνέχισε να διαβάζει κουνώντας μόνο τα χείλη της, διάβαζε  γρήγορα σχεδόν ψυθιριστά, με ενθουσιασμό, «Αχ και αυτό μου άρεσε πολύ» είπε λίγο αργότερα και διάβασε δυνατά το κομμάτι που της άρεσε

Μόνη σε βρίσκει ο αέρας
Σε μια παραλία γυμνή
Το φως του φεγγαριού πέφτει πάνω στο σώμα σου
Και το κάνει να μοιάζει αλαβάστρινο
Η θάλασσα παλεύει να βγει να σε αγγίξει
Κάποιοι θα λέγανε ότι είναι κύματα
Αλλά δεν ξέρουν ότι ο αέρας είναι η πνοή μου
Η θάλασσα είναι  τα δάκρυά μου
Και το φεγγάρι ένας καθρέφτης
Που έφτιαξα για να μπορέσω να δω
Το ομορφότερο θέαμα του κόσμου
Εσένα

Η Ζήνα ολοκλήρωσε την αφήγησή της και έφερε τα χαρτιά στο στήθος της
-Ποια σκέφτεσαι όταν τα γράφεις αυτά; Τον ρώτησε
Ο Όμηρος  γύρισε και την κοίταξε πάνω από τον ώμο του «εσένα» είπε από μέσα του, συνέχισε να την κοιτάει και έλεγε νωθρά μέσα του «εσένα» πώς να της το έλεγε αυτό δυνατά; Του είχαν κοπεί τα πόδια, έπρεπε κάτι να πει, την έβλεπε που τον κοιτούσε με ζωηράδα και ενθουσιασμό, ήταν τόσο αστεία έτσι όπως δάγκωνε το κάτω χείλος της και περίμενε σαν παιδάκι μια απάντηση.
-Ε…. να σου πω… είπε ο Όμηρος
Η Ζήνα κούνησε ζωηρά το κεφάλι της, ο Όμηρος θα της το έλεγε. Απ έξω ακούστηκε μια φωνή
-Ζήνα!!!!!!!!!!!!!!
Ο Αχιλλέας γυρνούσε στο στρατόπεδο και την φώναζε, είχε φτάσει κοντά στη σκηνή του Ομήρου,  χάλασε όλη την στιγμή, η Ζήνα άφησε τα χαρτιά πάνω στο γραφείο και βγήκε τρέχοντας έξω, σκούντηξε και τον Όμηρο χωρίς να το θέλει. Ο Όμηρος έμεινε να κοιτάει κάτω. Η Ζήνα βγήκε από την σκηνή και απευθυνόμενη στον Αχιλλέα
-Τι θες ρε!
-Εσένα! Έλα εδώ!
-Δεν έχω να πάω πουθενά! Θα μείνω εδώ με τον φίλο μου τον Όμηρο!
-Έλα εδώ είπα! Φώναξε επιτακτικά ο Αχιλλέας
-Να πας στην γκόμενά σου μαλάκα!
Ο Αχιλλέας θυμωμένος πήγε και την  αγκάλιασε κάτω από τον υπέροχο κώλο της , την σήκωσε και την φόρτωσε στον ώμο του σαν σακί «Θα ρθεις μαζί μου θες δεν θες!» της είπε και την πήγε στο άρμα του, η Ζήνα τον χτυπούσε με της γροθιές της στον κώλο και του φώναζε να την αφήσει.

Ο Αχιλλέας οδηγούσε το άρμα του σε ένα κακοτράχαλο δρομάκι, η Ζήνα του φώναζε συνέχεια να την αφήσει και αυτός της φώναζε συνέχει να σκάσει. Μετά από λίγη ώρα σταμάτησαν σε ένα σημείο, ο Αχιλλέας έδεσε το άλογο του σε ένα δέντρο και έπιασε την Ζήνα από το χέρι, την τραβούσε με βία και την οδηγούσε σε ένα άλλο σημείο απ όπου θα έβλεπαν στον κεντρικό δρόμο.  Εκεί κάθισαν και ο Αχιλλέας της βούλωσε το στόμα με το χέρι του, μερικά μέτρα ποιο μακριά φαινόταν κάποιες σκιές να πλησιάζουν
-Τώρα θα δεις ότι δεν σου έλεγα ψέματα! Της είπε ο Αχιλλέας
Και έτσι έγινε, όταν πέρασαν από μπροστά τους αυτές οι σκιές  και η Ζήνα κατάφερε να ξεχωρίσει τον Πρίαμο ντυμένο γυναίκα να οδηγεί ένα άρμα φορτωμένο με το νεκρό σώμα του Έκτορα. Το άρμα αυτό πήγαινε αργά και έτσι ο Αχιλλέας κατάφερε να βρεθεί μπροστά τους πηγαίνοντας από άλλο δρόμο.  Αφού έφυγε το άρμα ο Αχιλλέας κατέβασε το χέρι του από το στόμα της Ζήνας και της είπε
-Τι έχεις να πεις τώρα;
-Συγνώμη, συγνώμη, με τύφλωσε η ζήλια
-Να αμφιβάλεις ποτέ ξανά για μένα
-Συγνώμη και που αμφέβαλα και τώρα, δεν έπρεπε καν να το είχα σκεφτεί…. Για σένα που ρίσκαρες την ζωή σου για μένα
-Δεν υπάρχει ζωή χωρίς εσένα… της είπε ο Αχιλλέας
Η Ζήνα αφού τον κοίταξε στα μάτια μερικά δευτερόλεπτα χωρίς να μπορεί να πει κάτι έβαλε τα χέρια της στα μάγουλά του και τον φίλησε.
Αφού έκαναν σεξ κοιτούσαν και οι δύο τον ουρανό, η Ζήνα έβαλε το χέρι της πάνω στην κοιλιά του Αχιλλέα και του απήγγειλε ένα ποίημα κοιτώντας τον με λατρεία.

Μέτρησα τα αστέρια
Το ξέρω είναι αδύνατο, αλλά εγώ τα μέτρησα
Και έδωσα σε κάθε αστέρι  από ένα όνομα
Ένα όνομα απ΄ το κάθε σημείο του κορμιού σου
Και έτσι κάθε φορά που θα κοιτώ τον ουρανό
Θα βλέπω εσένα

Ο Αχιλλέας όταν τελείωσε η Ζήνα χαμογέλασε λίγο και συνέχισε να κοιτάει ευτυχισμένος τον ουρανό.


Ο Όμηρος μετά από αυτό που έπαθε αποφάσισε να πάει στον μάγο του στρατοπέδου, έπρεπε να την κατακτήσει αυτήν την γυναίκα. Δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτήν, έφτασε τόσο κοντά πριν, αυτό ήταν που τον πονούσε, θα έκανε τα πάντα, ακόμα και κάτι ανήθικο. Ζήτησε από τον μάγο να του φτιάξει ένα ερωτικό φίλτρο. Ο μάγος  αρνήθηκε, αλλά όταν ο Όμηρος έβγαλε όλα του τα χρήματα και  τα άδειασε  μπροστά του , ο μάγος άλλαξε γνώμη. Του είπε να περάσει την επόμενη μέρα, θα του έδινε ένα φίλτρο που αν έπινε μια γουλιά από αυτό, οποιοδήποτε άτομο του αντίθετου φύλλου τον άκουγε θα τον ερωτευόταν παράφορα.

Την άλλη μέρα η Ζήνα πήγε στην σκηνή του Ομήρου για να του εξηγήσει τι έγινε το προηγούμενο βράδυ, είχε το χαμόγελο έκανα-σεξ-χτες-βράδυ, μπήκε στη σκηνή του αλλά ο Όμηρος έλειπε. Δεν έφυγε, έμεινε εκεί να τον περιμένει, έκατσε στο γραφείο του και έπιασε πάλι την στοίβα με τα ποιήματα του, ήθελε να διαβάσει κι άλλα για να τα πει μετά στον Αχιλλέα. Δίπλα υπήρχε κανάτα με κρασί, έβαλε και μια κούπα, ήπιε μια γουλιά, «υπέροχο» σκέφτηκε, δεν είχε δοκιμάσει καλύτερο κρασί. Εκεί που διάβαζε άκουσε την πολεμική τρομπέτα να ηχεί, τα παράτησε και βγήκε έξω τρέχοντας. Είδε τους άντρες αλλόφρονες να τρέχουν για να ετοιμαστούν, οι Τρώες είχαν βγει από την πόλη και ετοίμαζαν επίθεση. Έφυγε τρέχοντας προς την σκηνή του Αχιλλέα. Δεν τον πρόλαβε, είχε φύγει για την μάχη. Κανονικά δεν θα γινόταν επίθεση σήμερα, θα έπρεπε να γίνει νεκρώσιμη ακολουθία προς τιμήν του Έκτορα αλλά ο Πρίαμος το προηγούμενο βράδυ παρατήρησε ότι όλοι, μα όλοι οι άντρες ήταν μεθυσμένοι. Σήμερα ήταν η μοναδική ευκαιρία να επιτεθούν στους Έλληνες και να τους καταστρέψουν. Θα ήταν μια νίκη αφιερωμένη στον Έκτορα.

Έτσι και έγινε λοιπόν, η μάχη ήταν μια παρωδία, ο στρατός των Ελλήνων αποδεκατίστηκε, οι Τρώες έσφαζαν τους μεθυσμένους Έλληνες με μεγάλη ευκολία, ένας από τους λίγους που διασώθηκαν από τον διασυρμό ήταν ο Αχιλλέας, πολεμούσε με μεγάλη ανδρεία. Μέσα στο πλήθος ήταν ο μοναδικός που δεν οπισθοχωρούσε. Το ξίφος του είχε πάρει φωτιά, ήταν ένα μανιασμένο λιοντάρι που δεν άφηνε τίποτα όρθιο. Όλοι άλλοι δίπλα του έπεφταν.  Σήμανε οπισθοχώρηση,  πολεμώντας έκανε βήματα προς τα πίσω, άλλοι έτρεχαν και τους έβρισκαν βέλη στην πλάτη, αυτόν όμως όχι, ποτέ δεν γύρισε την πλάτη του στην μάχη, δικαιολογημένα ήταν ο καλύτερος πολεμιστής των Ελλήνων.  Όπως πολεμούσε είδε στα δεξιά του σε μια σχετικά μικρή απόσταση μια γυναίκα να πολέμα με το ίδιο πάθος. Ήταν η Ζήνα, δεν του είπε  ότι ήταν στην μάχη γιατί σίγουρα δεν θα την άφηνε, αυτήν όμως ήταν εκεί και πολεμούσε δίπλα στον άντρα που αγαπούσε και αποδεικνυόταν ανώτερη και από πολλούς άντρες.  Ο Αχιλλέας  πολεμούσε κάνοντας πλάγια βήματα πλησιάζοντας προς την Ζήνα. Όταν έφτασε δίπλα της και ενώ πολεμούσαν και οι δύο πλάι πλάι ο Αχιλλέας της είπε
-Τι κάνεις εσύ εδώ!
-Δεν βλέπεις ;ότι και εσύ!
-Γιατί δεν μου το είπες; Είπε ο Αχιλλέας και κάρφωσε το ξίφος του στο λαιμό ενός Τρώα
-Αν στο έλεγα θα μ άφηνες; Είπε η Ζήνα και απέκρουσε ένα ξίφος
-Εννοείται πως όχι!
-Και εγώ εννοείται ότι δεν θα σ άφηνα ποτέ, α, και να σου πω πέρασα υπέροχα χτες…. Είπε η Ζήνα και κάρφωσε χαμογελώντας το ξίφος της στον βουβώνα ενός Τρώα, το έστριψε και το έβγαλε χαμογελώντας
-Είναι από τις βραδιές που σε κάνουν λες ότι αξίζεις να ζεις αυτήν την ζωή… της είπε ο Αχιλλέας και έμπηξε το ξίφος του στο στόμα ενός Τρώα
-Αχ  χαμογελάκι μου,  τέτοια μου λες και λιώνω… ένας Τρώας έπεσε πάνω της και αυτή του έσπασε την μύτη με το κράνος της
-Θα ήθελα να το επαναλάβουμε αλλά είναι λίγο δύσκολο τώρα
-Θα το κάνουμε μετά μωράκι μου, και κοίταξε για ένα κλάσμα τον Αχιλλέα και τον έπιασε να κοιτάει τα μπούτια της ενώ πολεμούσε, τι κοιτάς;  Του είπε
-Τα υπέροχα μπούτια σου, της είπε και το «σου» ακούστηκε πιο έντονο γιατί εκείνη την ώρα ο Αχιλλέας κάρφωνε το ξίφος του στο μάτι ενός Τρώα.
Και όντως τα μπούτια της Ζήνας ήταν υπέροχα με πιτσιλιές αίμα και ιδρώτα, στη θέα τους ο Αχιλλέας κρατούσε το ξίφος του ψηλά. Η Ζήνα γέλασε και με μια ολόκληρη περιστροφή του σώματός της έκοψε με το σπαθί της το στήθος ενός Τρώα πέρα για πέρα
-Τώρα είδα και τον κώλο σου! της είπε χαμογελώντας ο Αχιλλέας
-Βυζάκια πάντως δεν θα δεις… του είπε πάλι γελώντας η Ζήνα ενώ έριχνε μια κλοτσιά στα αρχίδια ενός Τρώα οποίος έσκυψε μπροστά και αυτή του κάρφωσε με δύναμη το σπαθί της στην πλάτη του, για λίγο έμεινε ακάλυπτη
-Πρόσεχε! Είπε ο Αχιλλέας και την τράβηξε πίσω του ενώ αυτός έκανε μπροστά.
Όπως  έκαναν ρομαντζάδες  ο Αχιλλέας είδε ένα ξίφος να πηγαίνει από τα πλάγια προς την κοιλιά της Ζήνας,  είχε την Ζήνα από τα δεξιά του και με το δεξί κρατούσε το ξίφος του, μ αυτό χέρι την έπιασε και την τράβηξε. Βρέθηκε ακάλυπτος μπροστά σε ένα ξίφος για να προστατεύσει την Ζήνα, αυτό το ξίφος μπήκε στην κοιλιά του και τον τραυμάτισε θανάσιμα. Η Ζήνα απέκρουσε  ένα άλλο σπαθί και έκοψε το κεφάλι από έναν άλλο. Μέσα στον χαμό της μάχης είχε τον Αχιλλέα στην αγκαλιά της και αυτός έβγαζε αίμα από το στόμα του που έτρεχε στην πλάτη της.  Η Ζήνα έστριψε το σώμα της και τον φορτώθηκε στην πλάτη και άρχισε να τρέχει  έξω από το πεδίο της μάχης.  Ήταν η πρώτη φορά που ο Αχιλλέας γύρισε την πλάτη του σε μάχη. Όπως έτρεχε η Ζήνα με τον Αχιλλέα στην πλάτη ο θρασύδειλος Πάρις  βγήκε στην πρώτη γραμμή και έριξε ένα βέλος με σκοπό να πετύχει τον Αχιλλέα. Και τον πέτυχε, στην φτέρνα, το βέλος έμεινε εκεί καρφωμένο και όλοι έβλεπαν την Ζήνα να τρέχει με τον Αχιλλέα στην πλάτη και ένας βέλος στην φτέρνα αυτού  του ήρωα.

Όταν η Ζήνα μετά από πολύ ώρα βρέθηκε σε ασφαλή απόσταση άφησε τον Αχιλλέα κάτω και έσκυψε από πάνω του. Ο Αχιλλέας ήταν ήδη νεκρός αλλά είχε μια πραότητα στο πρόσωπό του. Η Ζήνα έσκυβε από πάνω του και τον παρακαλούσε να ξυπνήσει
«Ξύπνα! Σ αγαπάω, ξύπνα!»  Του έλεγε και έκλαιγε γοερά  «ξύπνα! Πως θα ζήσω χωρίς εσένα; Σ αγαπάω! Ξύπνα»

Στο βάθος οι Τρώες είχαν σταματήσει να σφάζουν, οι Έλληνες είχαν ηττηθεί κατά κράτος. Ο βασιλιάς παραδέχτηκε την ήττα, ζήτησε άδεια να μαζέψουν τα πτώματα να κάνουν της κηδείες και να φύγουν την άλλη μέρα το βράδυ. Ο Πρίαμος δέχτηκε, μόνο και μόνο είπε επειδή υπάρχει ένας άντρας σαν τον Αχιλλέα, από σεβασμό στον Αχιλλέα θα τους άφηνε να φύγουν ήσυχα και όχι σαν κυνηγημένα ζώα.

Το ίδιο βράδυ έγιναν οι κηδείες όλων των Ελλήνων που χάθηκαν σ αυτή την μάχη και ήταν πολλοί. Μια κεντρική εξέδρα όμως στήθηκε για να καεί το σώμα του Αχιλλέα. Αφού έβαλαν φωτιά σε όλα τα σώματα έμεινε να κάψουν τελευταίο το σώμα το Αχιλλέα. Μ αυτόν τον τρόπο θα τιμούσαν αυτόν τον ξεχωριστό ήρωα. Η νύχτα γύρω από το σώμα του Αχιλλέα φωτιζόταν υπέροχα από τις φωτιές των άλλων νεκρών. Σπίθες σηκωνόταν στον ουρανό και έσβηναν ήσυχα, έμοιαζαν με μικρά αστεράκια από το ποίημα του Ομήρου. Ένας γαλαξίας στριφογυρνούσε γύρω από το σώμα του Αχιλλέα και στο κέντρο του η δάδα που κρατούσε η Ζήνα για να βάλει την φωτιά που θα στείλει τον Αχιλλέα στον άλλο κόσμο. Πιο ψηλά απ όλους τους ζωντανούς η Ζήνα μόνη εκεί μπροστά στον αγαπημένο της κρατάει την δάδα. Τα μάτια της είναι γεμάτα δάκρυα και το πρόσωπό της θλιμμένο. Σ αυτή την τελευταία φορά που έβλεπε τον αγαπημένο της ήταν πιο όμορφη από ποτέ. Όλοι την θαυμάζανε από κάτω , το φως από τις γύρω φωτιές έπεφτε πάνω της και την έκανε να μοιάζει σαν θεά. Ο μόνος που δεν είχε συνεπαρθεί από την ομορφιά της ήταν ο Αγαμέμνονας, ο οποίος σκεφτόταν το σχέδιο με το ξύλινο άλογο που είχε αναθέσει στον Οδυσσέα. Η Ζήνα κοιτούσε τον νεκρό της αγαπημένο και ψέλλιζε , κουνώντας το κεφάλι της, κλαίγοντας μια μόνο λέξη, μια λέξη που έβγαινε πιο αδύναμη και από τον αέρα που ίσα που έκανε αισθητή την παρουσία του, πιο αδύναμη και από τις σπίθες που έβγαιναν από τους καιόμενους νεκρούς, έλεγε μόνο μια λέξη
Μαλάκα….
Μαλάκα…





5 σχόλια:

zoyzoy είπε...

Κατ'αρχήν τα ποιήματα δικά σου είναι και είναι υπέροχα?
Ο Όμηρος πόσο χρονών είναι εκεί??
Και η σκηνή που ερωτοτροπούν μέσα στην μάχη ασύλητη!

Καλά για τον Αχιλλέα είναι το μαλάκα?
Ου να μου χαθεί το γύναιο!
Κοτσαμ ήρωας έφυγε για να βλέπει τον κώλο της:((


Φιλιά θαλασσινά με αρκετή λουκουμόσκονη:))

Gina είπε...

Δεν ήθελα να πεθάνει ο Αχιλλέας ρε γαμώτο..Αυτή η Ζήνα φταίει,με τα υπέροχα μπούτια της..Αλλά κι αυτός..μεγάλος μαλάκας!!!Τέλειοοοοοοοο..κι άλλο...
Φιλάκια μακ..κι με το ωραίο μπουφανάκι!!

Nicotine είπε...

zouzou

Το μαλάκα το έλεγε επειδή σκοτώθηκε για αυτήν, μάλλον δεν απέδωσα καλά την τελευταία σκηνή, ίσως και να μην ταίριαζε στο όλο κλίμα της ιστορίας....
Τα ποιήματα ήταν της στιγμής, οπότε ναι δικά μου, αν και όπως ξέρεις δεν δημοσιεύω τέτοια ποιήματα ποτέ.....
Φαντάζομαι ότι έχεις στο μυαλό σου τον Όμηρο σαν έναν παππου με άσπρα γένια, σ αυτή την περίπτωση είναι όλοι τριαντάρηδες....
Φιλιά

Gina

Αρχισες και τα ποιηματάκια τωρα;
μακ..κι..... μπουφανάκι;
σου ρχετε περίμενε....
φιλιά

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ είπε...

Ρε αουγκαρε θα σε δείρω! Μα τον Δία!!!! Τι φοβερή σκηνή αυτή στην μάχη και οι παράλληλοι διάλογοι με την Ζήνα. Και πάει και ο μύθος την πτέρνας; Και τα ποιήματα; Προσπαθώ να σκεφτώ πως σου ήρθαν όλες αυτές οι σκηνές στο μυαλό. Αλλά και πως τις καταγράφεις. Δεν μου γλυτώνεις θα σε δείρω τελικά γιατί είσαι απίθανος. Άτιμο πλάσμα!!

Prisoned Soul είπε...

Αυτή η Ζήνα φταίει για όλα!! Σε ξελόγιασε και σένα όπως ξελόγιασε και τον Όμηρο για να την γράφει παντού στις ιστορίες του! Έτσι και συ! Και πέθανε κι ο Αχιλλέας για χάρη της...! ουφ!

ΥΓ. Τα λάτρεψα τα ποιηματάκια....!!! Όχι που δεν θα τα λάτρευα εγώ!
Φιλιά!!

Στα τέσσερα

Η μέρα ήταν Σάββατο , τα στήθη της μικρά και αυτή επίσης.  Τη λέγανε Αθηνά, τίποτα άλλο μη ρωτήσεις.  Δυο βδομάδες  μετά από αυτό το Σάββα...