Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2011

Η Απαγωγή 1 (Not sober)


Τι να πρωτοθυμηθώ; Είναι πολλές φορές που  το μυαλό ανοίγει και ξεχύνονται όλα σαν ποτάμι που τα παρασέρνει όλα στο πέρασμα του. Λένε ότι το μυστικό της ζωής είναι το ποτάμι, αποτελείται από το πιο άκακο  υλικό κι όμως αργά και σιγανά αλλάζει τα πάντα στο πέρασμα του.  Ανοίγει χαράδρες, σκίζει βουνά στη μέση.  Βρίσκει πάντα τον δρόμο του. Μια ήρεμη δύναμη. Έτσι είναι και οι αναμνήσεις μου. Μια ήρεμη δύναμη που κυλάει μέσα στο μυαλό μου και με τα χρόνια μου έχει διαμορφώσει αυτόν τον περίεργο χαρακτήρα.



Το καλό ή το κακό σ αυτόν τον περίεργο χαρακτήρα είναι ότι γελάω μέχρι δακρύων, πέφτω κάτω από τα γέλια. Τελευταία φορά που συνέβη αυτό ήταν πριν από μια βδομάδα, στο six dogs  το καλοκαιρινό, δηλαδή Στο βάθος κήπος. Εκεί είμαστε μια αντροπαρέα, αγοράκια όπως λέει και ο Μάριος. Εκεί  λοιπόν σ αυτό το εξωπραγματικό για τα δεδομένα της Αθήνας μέρος ο Μάριος άρχισε να μιμείται τον Νικόλα, ο οποίος δεν ήταν εκεί. Έπεφτα κάτω από τα γέλια, τον παρακαλούσα  να σταματήσει, τα μάτια μου είχαν γεμίσει δάκρυα. Ο Μάριος δεν σταματούσε, τον απείλησα ότι θα του πετάξω το ποτήρι με τον καφέ στα μούτρα. Το θέμα δεν είναι ούτε Μάριος ούτε ο Νικόλας, το θέμα είναι το σκυλί του Νικόλα, ο Μπούμπις, άκου όνομα….



Ο Μπούμπις είναι το μοναδικό σκυλί που διάλεξε το αφεντικό  του και όχι το αντίστροφο. Μια ωραία μέρα εκεί που ο Νικόλας άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου μπούκαρε μέσα ο Μπούμπις, ένα λευκό γκριφόν κανίς . Εμφανώς ταλαιπωρημένος και καταφανώς αδέσποτό.  Ο Νικόλας τον κράτησε. Κάθε φορά στον καφέ στην Πανόρμου έχουμε και τον Μπούμπι μαζί. Πολύ ηλίθιο σκυλί, εντελώς βλάκας. Συμπαθητικός βλάκας.
-Ρε μαλάκα πούλα με τον σκύλο. Λέω στον Νικόλα
-Τι τον θες ρε μαλάκα,; δεν τον πουλάω, γάμησέ μας
-Ρε φίλε, δως τον μου, θα σου δώσω είκοσι ευρώ
-Τι είκοσι ρε, πεντακόσια άμα θες πάρ’ τον. Μου λέει ο Νικόλας και Μπούμπις μας κοιτάει εναλλάξ χωρίς να καταλαβαίνει τι λέμε.
-Γιατί πεντακόσια ρε φίλε; Είκοσι ευρώ δεν είναι καλά;
-Έχει συναισθηματική αξία,  δεν τον πουλάω .
-Έλα ρε μαλάκα, πούλα τον σε παρακαλώ, αν δεν μου τον πουλήσεις θα κλεφτούμε, είμαι ερωτευμένος με τον σκύλο σου.
-Καλά ρε τι φαγώθηκες και θες τον σκύλο μου τόσο πολύ;
-Έχει και για μένα συναισθηματική αξία
-Για σένα; Από πού και ως που;
-Πριν από δεκατρία χρόνια………...



Πριν από δεκατρία χρόνια, στα δεκαέξι ακόμα, είμαστε στο μαγαζί του Βασίλη, με τον Βασίλη και πίνουμε σε ένα τραπέζι. Είχαμε γίνει λιούρδα, στουπί. Γελούσαμε συνέχεια. Όχι χωρίς λόγο βέβαια, είχαμε λόγο και μάλιστα σοβαρό να γελάμε. Στο μπροστινό τραπέζι και έχοντας πλάτη σε μας καθόταν ο Θανάσης, ένας από τους χαζούς του χωριού,  τριανταπέντε χρονών, ακόμα ποιο μεθυσμένος από μας, κροκόδειλος.  Η εφευρετικότητα είχε αρχίσει να ξετινάσετε εκείνα τα χρόνια και είχαμε βρει μια πολύ ευχάριστη ασχολία σε βάρος του Θανάση. Φορούσε μάλλινη μπλούζα και εμείς σπάζαμε οδοντογλυφίδες και τις πετούσαμε στην μπλούζα του Θανάση. Οι οδοντογλυφίδες κολλούσανε πάνω του, μετά από κάποιο σημείο πετούσαμε και στα κατσαρά μαλλιά του.  Ο Θανάσης είχε γίνει όλος καφέ από πίσω,  είχε γεμίσει ροκανίδια οδοντογλυφίδας. Τελείωσαν όλες οι οδοντογλυφίδες από το τραπέζι και ο Θανάσης δεν είχε καταλάβει τίποτα ακόμα.  «Γεία σου ρε ξυλοκόπε Σάκη!» Του λέγαμε από πίσω «Τι ξυλοκόπε ρε μαλάκες; Πίντε και δεν ξέρτε τι λέτε…» Κοίτα ποιος μιλάει…. Δεν θυμάμαι πως συνεχίστηκε η βραδιά  εκείνη την μέρα, αλλά δεν θα ξεχάσω ποτέ το γέλιο που έριξα. Τον  Σάκη ακόμα και σήμερα, δεκατρία χρόνια μετά,  τον φωνάζουν «ξυλοκόπο» .



Την επόμενη μέρα με βρήκε ο Σάκης έξω και με έπιασε από τον γιακά
-Τι κάνατε ρε μαλακισμένα χτες; Γιατί πετούσατε οδοντογλυφίδες;
-Συγγνώμη ρε Θανάση, ήμασταν κουμπούρια, δεν ξέραμε τι κάναμε.. εσύ δεν μεθάς;
-Μεθάω, αλλά δεν κάνω μαλακίες
-Ναι, τις κάνεις ξεμέθυστος….
-Κόψ το δούλεμα, με τι είσαι έξω;
-Με το μηχανάκι
-Θα με πάς στο διπλανό χωρίο;
-Για να πιεις;
-Ναι, δεν είχα λεφτά χτες και δεν τον πλήρωσα τον Βασίλη, θα πάω αύριο
-Εγώ δεν έχω λεφτά σήμερα, αν σε πάω θα κεράσεις;
-Ότι θες, μη μασάς εγώ είμαι εδώ, έχω λεφτά σήμερα.
-Καλά άσε τον γιακά και πάμε στο μηχανάκι.
-Α, ναι ξεχάστηκα….



Σε πέντε λεπτά είμαστε στο διπλανό χωριό, το δικό μας είχε πενήντα σπίτια, το διπλανό δέκα. Το είχαμε για εναλλακτική διασκέδαση.  Στο κλασικό καφενείο του χωριού, πέντε ρεμάλια γύρω στα σαράντα, δυο παππούδες που τους είχε πάρει ο ύπνος στην καρέκλα και ο μαγαζάτορας.  Μόλις μπήκαμε μας κοίταξε με στραβό μάτι. Κυρίως κοιτούσε τον Σάκη.
-¨Έχεις λεφτά σήμερα; Ή θα ρίξεις πάλι πιστόλα;
-Έχω ρε μαλάκα, τι θες; Βάλε να πιούμε, φτιάξε και καμιά δεκαριά σουβλάκια. Του λέει ο Σάκης με την βραχνή του φωνή
-Έτσι είπες και την άλλη φορά και αναγκάστηκα να ρθω να τα πάρω από τη μάνα σ’ τα λεφτά
-Τα πήρες; Τι κλαίγεσαι τότε;
Μας τα έφτιαξε και τα σουβλάκια, μας έφερε και το κρασί.  Μέσα σε μισή ώρα είχαμε γίνει τσάτσαλοι.  Μιλούσε ο Σάκης ασταμάτητα, το τι μαλακίες μπορεί να είχε πει εκείνο το βράδυ δεν τολμώ καν να φανταστώ. Το μυαλό του γενικά  ήταν αλλού. Μόνο όταν μεθούσε μιλούσε λογικά, μόνο που αυτός μεθούσε δύσκολα ενώ  εγώ μεθάω εύκολα. ¨Όταν αυτός είναι στη μέθη και μιλάει λογικά, εγώ είμαι πολύ πιο πέρα από την μέθη και δεν καταλαβαίνω Χριστό.  Στην αρχή έλεγε κάτι μαλακίες για την γελάδα του Ορέστη, έπρεπε να πιω γρήγορα για να χάσω την επαφή με τον χώρο που βρισκόμουν. Ήθελα να βρεθώ αλλού, με την Μαριάννα.


Μες την ζαλάδα έστειλα μήνυμα στην Μαριάννα, είχαμε μαλώσει, δεν μου μιλούσε, παρόλα αυτά εγώ σκεφτόμουν όλες τις καλές στιγμές και την ομορφιά της. Τότε ακόμα ήμουν γλυκανάλατος, δεν ήξερα ότι οι γυναίκες γουστάρουν καγκουριές και γυφτιές. Της έστειλα μήνυμα στο κινητό. Της έγραψα «Θα ήθελα να ήσουν εδώ, έχω πιει και θα ήθελα να δω το ομορφότερο θέμα του κόσμου, εσένα τρείς φορές…» Που να ξέρα τότε ότι αυτά είναι μαλακίες, αν και το να αναφέρεις το πιοτό το και το μεθύσι είναι από μόνο του μεγάλη καγκουριά.  Αντί να βλέπω την Μαριάννα τρείς φόρες έβλεπα τον ξυλοκόπο τρεις φορές, σαν τους τρεις ξυλοκόπους από τον Ματωμένο Γάμο του Λόρκα.  Ευτυχώς δεν τον άκουγα τρεις φορές. Ο Θανάσης μιλούσε για την γελάδα του Ορέστη «….έχει τα πιο τέλεια βυζιά για γελάδι ρε φίλε, μακάρι να ήμουν ταύρος….» το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει από τον πονοκέφαλο που μου προκάλεσε το κρασί  και τα λόγια του Θανάση. Ζαλισμένος όπως ήμουν προσπαθούσα να εστιάσω στα αφτιά του Σάκη, είχε τέλεια αφτιά, μου φάνηκε ότι γυαλίζανε,  είχανε και ένα μαγικό τρόπο να στηρίζουν τα γυαλιά του, τα πατομπούκαλα.  Μέσα από τα γυαλιά του τα μάτια του έμοιαζαν πολύ  μικρά, σαν  κουμπιά από το τηλεκοντρόλ της τηλεόρασης.
-Θανάση, τα αφτιά σου έχουν μουνότριχες. Του είπα σχολιάζοντας την τριχοφυΐα του σε εκείνο το ιδιαίτερο μέρος.
Ο Θανάσης δεν απάντησε, είχε βάλει δύο δάχτυλα, τον αντίχειρα και τον δείκτη μέσα στο στόμα του και έπιανε ένα δόντι του. Έμεινα να τον κοιτάω προσπαθώντας να καταλάβω τον αν αυτό που βλέπω είναι αλήθεια ή παραίσθηση. Στο ράδιο έπαιζε Καζαντζίδη.
-Θανάση, τα αφτιά σου λάμπουν, είναι σχεδόν διάφανα, που τα βρήκες αυτά τα αυτιά ρε πούστη;
Πάλι δεν μου απάντησε,  είχε αφοσιωθεί στο μεγαλεπήβολο έργο του της διερεύνησης του δοντιού. Ξαφνικά εκεί που το σκάλιζε πήρε το δόντι στο χέρι. Το έφερε μπροστά στα γυαλιά του και το κοιτούσε, όχι με την ίδια απορία που τον κοιτούσα και εγώ.
-Τι είναι αυτό ρε Σάκη;
-Κυνόδοντας
-Και τι κάνει στο χέρι σου;
-Είναι βιδωτό, το βγάζω και το ξαναβάζω.
-Α,  κοίτα μην το βάλεις μέσα στο αφτί σου. Τι αφτιά είναι αυτά που έχεις ρε πούστη…….
Μετά έβλεπα τον Σάκη να προσπαθεί να βάλει το δόντι στη θέση του. Το έβαλε με ένα κρακ και ήπιε λίγο κρασί ακόμα.  Κοιτούσα και το κινητό να δω αν ήρθε καμιά απάντηση από την Μαριάννα. Τίποτα, κοίταξα πάλι τα αφτιά του Θανάση.



-Πήγαινε βάλε μπρος το μηχανάκι και έρχομαι. Μου είπε ο Θανάσης
Εγώ άπλωσα το χέρι μου και προσπάθησα να πιάσω το αφτί του.
-Ξεκόλλα ρε μαλάκα, πήγαινε στο μηχανάκι , πάω να πληρώσω και έρχομαι.
Σηκώθηκα και παραπατώντας πήγα στο μηχανάκι και περίμενα το παιδί με τα υπέροχα αφτιά.
Μετά από λίγο άκουσα τον Σάκη να φωνάζει από πίσω «Ξεκίνα, μαλάκα, ξεκίνα!»
Έβαλα ταχύτητα και ξεκίνησα, ο Θανάσης με έφτασε τρέχοντας και πήδηξε στη πίσω θέση, για λίγο έχασα την ισορροπία και κοντέψαμε να πέσουμε. Ο μαγαζάτορας έτρεχε πίσω μας προσπαθώντας να μας φτάσει. Του λύθηκε η ποδιά και κόντεψε να πέσει. «Ταχιά στην μάνα σ’» φώναξε ο μαγαζάτορας. Ταχιά σημαίνει αύριο.
-Τι έγινε ρε Θανάσ’ ; τον ρώτησα
-Δεν πλήρωσα…
Προχωρούσαμε μες στο σκοτάδι με το μηχανάκι και αέρας χτυπούσε το πρόσωπο μου.  Με τον δροσερό αέρα συνήλθα κάπως.  Ήξερα ότι δεν έπρεπε να κοιμηθώ, πριν από ένα χρόνο στον ίδιο δρόμο είχα πέσει πάνω στα πρόβατα του Αραμπατζή και είχα χτυπήσει άσχημα.  Δεν είχα φώτα, ούτε τώρα έχω.  Το φεγγάρι δεξιά ήταν  υπέροχο, αν και δεν είχε αφτιά σαν του Θανάση.  Είχε ένα υπέροχο χρώμα, το χρώμα του πάγου, το χρώμα του σκύλου της Μαριάννας, το χρώμα των αφτιών του Θανάση.  Μα τι υπέροχα αφτιά…..  Πηγαίναμε στο δρόμο ήρεμα, σαν ποτάμι, σαν αναπόληση της μνήμης. Ο αέρας έκανε καλά την δουλεία του και συνήλθα. Καλά ήπιαμε , καλά φάγαμε, να χα και αφτιά σαν του Θανάση τι άλλο να ήθελα.



Λίγο πριν μπούμε στον χωριό μας ο Θανάσης μου χτύπησε την πλάτη. Με τον αντίχειρά του, με το ίδιο δάχτυλο που έβγαζε το δόντι του.
-Τι θες; Τον ρώτησα
-Στάματα μαλάκα…
-Γιατί να σταματήσω ρε, σε λίγο φτάνουμε, τι έπαθες;
-Έχασα το δόντι.
Πάτησα απότομα το φρένο.
Σε όλη την διαδρομή ο Θανάσης προσπαθούσε να βγάλει το δόντι του και να το ξαναβάλει, ήταν ή αγαπημένη του ασχολία. Εκείνη την συγκεκριμένη βραδιά του έπεσε.
-Που το έχασες ρε μαλάκα
-Εδώ  λίγο παραπίσω
-Που ρε φίλε στα χαλίκια;
-Ναι ρε μαλάκα, γύρνα.
Γυρίσαμε, άντε να βρεις ένα δόντι του Θανάση στα χαλίκια.  Σταμάτησα σε ένα μέρους και ο Θανάσης έπεσε στα γόνατα και άναψε τον αναπτήρα κοντά  στο έδαφος και έψαχνε μπουσουλώντας να βρει το δόντι του. Εγώ είχα μείνει  στο μηχανάκι και η μέθη επανήλθε. Κοιτούσα τον Θανάση να μπουσουλάει με  τους αγκώνες και έναν αναπτήρα στο χέρι. Μα είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό, κι όμως είναι. ¨Έβαλα τα χέρια μου πάνω στο κοντέρ και πάνω  σ’αυτά ακούμπησα το σαγόνι μου. Κοιτούσα τον Θανάση.  Τον έβλεπα από πίσω στα τέσσερα. Κάτι άλλο μου φάνηκε υπέροχο έκτος από τα αφτιά του.
-Θανάσ’;
-Ο κόλοΐζ  σ’ να μασ’
-Θανάσ’; Ρε φίλε, τα παπούτσια σου έχουν πολύ ωραία πέλματα
-Αι γαμήσ’ ρε
-Ρε φίλε, που τα βρήκες αυτά τα παπούτσια; ¨Έχουν τέλεια πέλματα…
Δεν μου απάντησε ο Σάκης,  είχε αφοσιωθεί στην αναζήτηση του βιδωτού δοντιού. Του κυνόδοντα.  Μακάρι να το έψαχνε και  η Μαριάννα. Θα ήθελα να έβλεπα τα πέλματα των παπουτσιών της….
Με στο σκοτάδι ακούστηκε μια κραυγή. Σίγουρα του Θανάση.
-Τι έπαθες ρε μαλάκα. Τον ρώτησα
-Έκαψα το φρύδι ρε μαλακά! Πάμε να φύγουμε θα το βρω αύριο.
-Μην ανησυχείς Σάκη, με τέτοια αφτιά κανείς δεν θα κοιτάει το χαμόγελό σου, μα τι αφτιά έχεις ρε πούστη…..



Φτάσαμε στο σπίτι του, δίπλα του έμενε η Μαριάννα.  Κάτω από το φως ενός στύλου είδα το καμένο του φρύδι. Νομίζω ότι του πήγαινε κάπως. Δίπλα έμενε η Μαριάννα. Το σκυλί  της ήρθε στην σήτα.  Κάθε φορά που πήγαινα στο σπίτι του Θανάση πάντα του έδινα κάτι να φάει, όχι του Θανάση, του σκύλου.  Σήμερα δεν είχα τίποτα. Τον κοιτούσα μελαγχολικά, όχι τον σκύλο ,τον Θανάση.
-Τι θες ρε και με κοιτάς έτσι;
-Έχεις να δώσουμε τίποτα στον σκύλο;
-Δεν έχω τίποτα, φύγε τα λέμε αύριο
-Έλα ρε μαλάκα, δώσε κάτι, έστω ένα δόντι, κόκκαλο είναι και αυτό….
-Φύγε ρε. Μου είπε ο Σάκης και μπήκε στο σπίτι του
¨Έμεινα εκεί να κοιτάω τον σκύλο μελαγχολικά. Τον λυπόμουν που περίμενε κάτι από μένα και εγώ δεν μπορούσα να του δώσω.


Είμαστε στο παράδεισο με την Μαριάννα, γύρω γύρω δέντρα, τα πάντα καταπράσινα, οι ακτίνες του ήλιου παιχνιδίζουν ανάμεσα από τα φύλλα των δέντρων.  Είμαστε μόνοι μας και γυμνοί, το τέλειο σώμα της λάμπει κάτω από το αγνό φως τα του ήλιου.  Είμαστε στο παράδεισο και κάτι στον αέρα  μύριζε κόκκινο  κρασί. Είχαν κρασί στον παράδεισό; Κοιτάω την γυμνή Μαριάννα και αρρωσταίνω, τόση ομορφιά με πονάει.  Η Μαριάννα βγάζει ένα μήλο και μου το δίνει. Μου φαίνεται ότι κάπου την έχω ξανακούσει αυτήν την ιστορία.  Μα που το είχε; Αφού είναι γυμνή. Τέλος πάντων, κρατάω το μήλο στο χέρι και το κοιτάω. Είναι ακέραιο, μόνο μια δαγκωματιά είχε πάνω. Μια οδοντοστοιχία είχε αφήσει το αποτύπωμά της πάνω στο μήλο.  Μια οδοντοστοιχία απ την οποία της έλειπε ένα δόντι, ένα κυνόδοντας. Κοιτάω το μήλο και αγγίζω το σημείο όπου η απουσία του κυνόδοντα άφησε ατσάκιστο το δέρμα του μήλου . Κάτι μου θυμίζει αυτό.
-Μου το έδωσε ο Θανάσης. Μου είπε γλυκά.
Μα είναι δυνατόν; Να είμαι στον παράδεισο γυμνός με την Μαριάννα και να κρατάω ένα δαγκωμένο  μήλο που της το έδωσε ο  Θανάσης; Τι παρωδία είναι αυτήν;
-Πρέπει να το φάμε. Μου είπε πονηρά
-Το μήλο του Θανάση;
-Ναι αυτό, έλα να το δαγκώσουμε μαζί.
-Ό,τι πεις καρδιά μου, για σένα θα έκανα τα πάντα, ακόμα και το μήλο του Θανάση θα δάγκωνα.
Κράτησε το μήλο με το χέρι της στο ύψος των στομάτων μας και σκύψαμε και οι δύο και το δαγκώσαμε.  Τα υπέροχα υγρά χύθηκαν στα χείλη μας. Μετά κατέβασε το μήλο και κοιταχτήκαμε στα μάτια. Όπως κοιταζόμασταν πλησιάσαμε αργά ο ένας τον άλλον. Οι παλμοί της καρδιάς αυξήθηκαν, το στομάχι έσφιξε, τα χείλη μας πλησιάζανε, τα μάτια έκλεισαν, μύρισα την ανάσα της, οι παλμοί αυξήθηκαν κι άλλο, τα χείλη αγγιχτήκανε  και…. Φως!  Μια γεύση παραδείσου κύλησε μέσα στο στόμα μου και από εκεί σε όλο μου το κορμί. Έβαλα τα χέρια μου πίσω από την γυμνή  της πλάτη και την χάιδεψα, μετά  τα ανέβα προς τα πάνω. Πάνω από τον σβέρκο της έμπλεξα τα δάχτυλά μου μέσα στα μαλλιά της.  Ένιωθα τέλεια.


 Η γη τραντάχτηκε, ένας απόκοσμος θόρυβος ακούστηκε μακριά μας. Ξεκολλήσαμε τα χείλη και κοιτάξαμε ε προς το σημείο απ όπου ακούστηκε ο θόρυβος. Οι κορυφές των δέντρων έτρεμαν. Κάτι μεγάλο ερχόταν  καταπάνω μας. Κοίταξα την Μαριάννα, ήταν ντυμένη. Πως έγινε αυτό; «Μου χαλάς το όνειρο» της είπα. Το τεράστιο πράγμα που ταρακουνούσε τις κορφές των δέντρων πλησίαζε προς το μέρος μας. Ξαφνικά μέσα από την πυκνή φυλλωσιά πετάχτηκε το τεράστιο πράγμα και ερχόταν καταπάνω μας, κλότσησε ένα κορμό δέντρου που ήταν πεσμένος κάτω και τον έκοψε στην μέση. Άρπαξα την Μαριάννα από το χέρι και αρχίσαμε να τρέχουμε. Μας κυνηγούσε η Γκεστάπο η μάνα της,  ήταν τεράστια σαν φουσκωμένο μπαλόνι,  σαν τον λουκουμά από τους Ghostbusters, φορούσε μια φούστα από δέρμα λεοπάρδαλης και μπούστο , ο θεός να το κάνει, από το ίδιο υλικό. Τα μαλλιά της τα είχε δεμένα με ένα κόκαλο στην κορυφή του κεφαλιού της. Ένας τεράστιος χαλκάς στην μύτη της ανεβοκατέβαινε σε κάθε της αλματώδες βήμα. Ήταν τεράστια. Τρέχαμε με την Μαριάννα μέσα στο δάσος, περνούσαμε κάτω και πάνω από κορμούς δέντρων, ανάμεσα από συστάδες δέντρων, πηδούσαμε χαντάκια  και ρυάκια, το τεράστιο πράγμα που μας κυνηγούσε έτρεχε σαν μανιασμένη μπουλντόζα, δεν κώλωνε πουθενά,  τσάκιζε τους πεσμένους κορμούς με τα πόδια της, διέλυε το κάθε όρθιο δέντρο που βρισκόταν στο δρόμο της  με μια δυνατή κίνηση του χεριού της,  εκατομμύρια οδοντογλυφίδες πεταγόταν από κάθε τσακισμένο δέντρο. Τρέχαμε να γλιτώσουμε από το θεριό που μας κυνηγούσε, ήταν σαν να παίζουμε στο Lost,μόνο που υπήρχε κάτι που δεν είχαμε  lost  ακόμα, η αθωότητά μας.   Η μπουλντόζα με το λεοπάρδαλε δημιουργούσε μια ευθεία γραμμή καταστροφής μέσα στο δάσος,  ήταν κάθετη, εμείς τρέχαμε χωρίς να το πληγώνουμε,  ήμασταν αδύναμοι και διαλλακτικοί , μας πλησίαζε επικίνδυνα. …


 Εκεί που έτρεχα κάτι πάτησα και έπεσα μπρούμυτα στο γρασίδι, λιποθύμησα.  ¨Όταν συνήλθα δεν ήταν κανένας γύρω μου, ούτε η Γκεστάπο ούτε η Μαριάννα, μόνο τα δέντρα. Κοίταξα το πόδι μου να δω τι είχα πατήσει.  Είδα στο πέλμα του ποδιού μου καρφωμένο το δόντι του Θανάση. Τι στα κομμάτια;…. Ξενέρωσα και έπεσα πάλι για ύπνο.   Η Μαριάννα ήρθε εκεί που κοιμόμουν και μου έγλυφε το αφτί,  τι ωραία αίσθηση. Άπλωσα το χέρι μου  να την αγγίξω χωρίς να την κοιτάω αλλά το μόνο που έπιασα ήταν ένα μάτσο σκληρές  τρίχες  με περίεργο σχήμα, κούνησα λίγο ακόμα τα δάχτυλα μου και αισθάνθηκα ότι άγγιζα κάτι υγρό και ζεστό, τα υγρά κολλούσαν στα δάχτυλά μου. Μου φάνηκε πολύ παράξενο, άνοιξα τα μάτια μου να δω που είμαι. Δεν ήμουν στο δάσος, ήμουν στην αποθήκη του σπιτιού μου ξαπλωμένος,  γύρισα να δω που είναι η Μαριάννα.  Μόλις έστριψα ια το κεφάλι μου κατευθείαν είδα τον σκύλο της Μαριάννας να με κοιτάει λαχανιασμένος με την γλώσσα έξω. «Πλάκα μου κάνεις;»  μονολόγησα. Τώρα βλέπω όνειρο ή είμαι ξύπνιος; Ο σκύλος ήρθε και μου έγλυψε τα μούτρα, το ένιωσα πολύ έντονα αυτό το γλείψιμο. Οκ, ήμουν ξύπνιος, τι μαλακία έκανα πάλι χτες το βράδυ;



Κοιτούσα τον σκύλο και δεν μπορούσα να πιστέψω τι είχα κάνει. Με κοιτούσε και ο σκύλος και ήταν πολύ χαρούμενος.
-Πολύ χαρούμενο σε βλέπω εσένα, του είπα, τί έγινε μεταξύ μας χτες το βράδυ; Πού είναι τα ρούχα σου; Γιατί είσαι γυμνός; Ό,τι και αν έγινε να το ξεχάσεις!
Ο σκύλος δεν απάντησε, ήρθε ακόμα πιο κοντά μου. Καθόμουν οκλαδόν και σκεφτόμουν. Του χάιδεψα την μουσούδα χωρίς να τον κοιτάω, νάτο πάλι το ζεστό και υγρό που άγγιζα πριν.
Είναι φόρες που ξυπνάς χωρίς να θυμάσαι τι έγινε το προηγούμενο βράδυ. Κοιτάς δίπλα σου και το σεντόνι κρύβει έναν όγκο από κάτω, απορείς, σηκώνεις το σεντόνι διστακτικά παρακαλώντας να μην έχεις κάνει πολύ μεγάλη μαλακία. Μπορεί όμως να μην είσαι και τόσο τυχερός και να ανοίξεις τα μάτια σου και να δεις κατευθείαν τι μαλακία έχεις κάνει. Παθαίνεις συγκοπή. Ευτυχώς δεν ήμουν σ αυτήν την κατάσταση, θυμόμουν τι είχε γίνει.  Από καιρό σχεδίαζα, περισσότερο για πλάκα, να απαγάγω το σκυλί της Μαριάννας και μ αυτό να την εκβιάσω για να μιλήσει μαζί μου. Γι αυτό τάιζα τον σκύλο, για να εξοικειωθεί μαζί μου. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα εύρισκα το θάρρος να το κάνω, αλλά χτες το έκανα. Τώρα βρισκόμουν προ τετελεσμένου γεγονότος, έπρεπε να προχωρήσω.  Οι δικοί μου έλειπαν από το σπίτι για διακοπές, ο παππούς μα την γιαγιά θα κοιμούνται ακόμα.  Φαντάζομαι ότι κανείς δεν έχει καταλάβει την παρουσία του σκύλου της Μαριάννας στο σπίτι.  Έβγαλα τα κινητό από τη ν τσέπη και άρχισα να γράφω μήνυμα.

«Αν θες να ξαναδείς τον σκύλο σου ζωντανό θα πρέπει να επικοινωνήσεις μαζί μου. Μην μπλέξεις την αστυνομία, ούτε τους γονείς σου, ούτε τον παπά, ούτε τον δάσκαλο.»

Έστειλα το μήνυμα και πήρα τον σκύλο να πάμε άτα.


Συνεχίζεται…..









8 σχόλια:

zoyzoy είπε...

Το ποτό πρέπει να το κόψεις!
Θα βρεθείς μπλεγμένος πολύ άσχημα:))

Τα κωλύματα σου με τ'αφτιά και τις γριές δεν μπορώ να καταλάβω:))

Ελπίζω τουλάχιστον η απαγωγή να έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα!

Έχεις πρόσκληση για παιχνίδι!

Φιλί θαλασσινό!

Ανώνυμος είπε...

Πρέπει να γράψεις ένα σενάριο για ταινία -εγώ θα τη δω ευχαρίστως

Prisoned Soul είπε...

Ο τίτλος προϊδεάζει για κάτι σκοτεινό... ενώ εγώ τυφλώθηκα από τη λάμψη των αυτιών του Σάκη!
Καλά πολύ γέλιο ως συνήθως δεν το συζητώ..!
Γιατί πάει σε άλλα πράγματα το μυαλό μου;;;;!!!

σημείο 1ο:"Τον έβλεπα από πίσω στα τέσσερα. Κάτι άλλο μου φάνηκε υπέροχο έκτος από τα αφτιά του."
σημείο 2ο:"ένα μάτσο σκληρές τρίχες με περίεργο σχήμα, κούνησα λίγο ακόμα τα δάχτυλα μου και αισθάνθηκα ότι άγγιζα κάτι υγρό και ζεστό, τα υγρά κολλούσαν στα δάχτυλά μου"
:P

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ είπε...

Θα με κάνεις να τρέχω στους γιατρούς από "γελιογαστρίδα". Βρε συ αυτά όλα είναι γεγονότα ή τα βγάζεις από το νου σου;
Εγώ σου το έχω πει. Κάτσε - ξεμέθυστος- και γράψε μια ιστορία για σενάριο. Τόχεις! Άκουσε με.
Φαντάζομαι εδώ μέσα έχει το μέηλ σου. Αλλιώς στείλε μου το στο δικό μου.
Τα αυτιά του Θανάση. χα χα χα

NamNaira είπε...

Εντάξει, έχεις φοβερό ταλέντο!!

Πόσο πιο ευρηματικός μπορεί να γίνει κάποιος, για να του ξαναμιλήσει μια θυμωμλενη γυναίκα?

Απόλαυση η ιστορία σου..!

Nicotine είπε...

zoyzoy

Το είδα το παιχνίδι σου και σου υπόσχομαι κάποια στιγμή να το κάνω , απλά όπως σου έχω πει πολλές φορές δεν έχω internet σπίτι και είναι λίγο δύσκολο να κάνω όλο αυτό μέσω κινητού.

Που να δείς κόλλημα με τα αυτιών των γριών.....

Το αποτέλεσμα της απαγωγής θα το μάθεις σύντομα.

Φιλιά


sewsome

Καλώς ήρθες.
Δεν νομίζω ότι μπορεί να βρεθεί ηθοποιός που να μπορεί να παίξει τον ρόλο του Θανάση, το εννοώ.
Προς παρόν κάτι άλλο υπάρχει στα σκαριά, ελπίζω να έχω νέα σύντομα, θα ενημερώσω όταν έρθει η ώρα.
Χαίρομαι που σου άρεσε

Μαρία

Τυφλώθηκες από την λάμψη των αυτιών του Σάκη για αυτό και δεν έβλεπες καλά το βαθύτερο νόημα των προτάσεων που επισήμανες.
Το βαθύτερο νόημα ήταν ότι μερικοί άνθρωποι έχουν πονηρεύσει επικίνδυνα και τα βλέπουν όλα αλλιώς.
Φιλιά

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ

Πας στους γιατρούς πέρνα μια βόλτα από το facebook. Σου είχα στείλει αίτημα πριν από καιρό. Το δικό μου το e-mail βρίσκεται στο τελευταίο gadget στην δεξιά στήλη, στο δικό σου προσπάθησα να στείλω και πιο παλιά αλλά για κάποιο λόγο δεν μπορώ.
Δες στο fb , ένας που κοιτάει μια φωτιά στη φωτό του προφίλ, Ηρακλής το όνομα.
Τα λέμε λοιπόν


NamNaira

Να σαι καλά για τα καλά σου λόγια
Πενία τέχνας κατεργάζεται, έλεγαν οι αρχαίοι, το ίδιο μάλλον συμβαίνει και στα συναισθήματα.
Φιλιά

Gina είπε...

Πόσο μου αρέσουν οι ιστορίες που συνεχίζονται!Πραγματικά ήταν απολαυστικό,το ίδιο και τα προηγούμενα,παρόλο που δεν σχολίασα..Το σκηνικό με τον σκύλο που βρίσκεται δίπλα σου όταν ξυπνάς,μου ξύπνησε μνήμες..δεν ξέρω αν σου έχω μιλήσει γι αυτό!Περιμένω το κείμενο με τις κατηγορίες που μου ταξες..ξέρεις εσυ!
Φιλάκια μακ...κι μου,και με γεια η βιβλιοθήκη,όντως σου χρειαζόταν!!

Nicotine είπε...

Gina

Κακώς δεν σχολίασες, αλλά δεν πειράζει.
Δεν μου έχεις μιλήσει για τον σκύλο, θα μου το πεις κάποια στιγμή όταν έχεις χρόνο, ή γράψτο αν έχεις χρόνο.
Το κείμενο με τις κατηγορίες δεν το βλέπω να βγαίνει να σου πω τη αλήθεια, αλλά τι σε νοιάζει, αφού το έχεις διαβάσει, λίγο εμπλουτισμό χρειαζόταν αλλά το γενικό νόημα το είδες. ίσως να χρησιμοποιήσω τους χαρακτήρες σε διάφορες ιστορίες πολύ αργότερα.
Anyway, χάρηκα που είδα σχόλιό σου.
Φιλιά πολλά.

Στα τέσσερα

Η μέρα ήταν Σάββατο , τα στήθη της μικρά και αυτή επίσης.  Τη λέγανε Αθηνά, τίποτα άλλο μη ρωτήσεις.  Δυο βδομάδες  μετά από αυτό το Σάββα...