Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011

Αγάπα τον πλησίον σου


Μερικές φορές είμαι πολύ κωλόπαιδο, δεν το θέλω, δεν φταίω, η γκαντεμιά μου τα  προκαλεί όλα. Έκανα  κακό, μάλλον μικρό, σε ένα ζευγάρι που δεν μου έφταιγε σε τίποτα. Αλλά ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Το πρώτο πρωινό τσιγάρο με τσακίζει, σχεδόν με μαστουρώνει,  πρέπει να περάσει λίγη ώρα αφού το  τελειώσω για να φύγει η ζαλάδα.  Έτσι και σήμερα, έκανα το τσιγάρο και μετά κοιτούσα το ταβάνι, σκεφτόμουν τι είχα να κάνω όλη την μέρα. Πολλές δουλειές, συνήθως τις αναβάλω και μαζεύονται, αλλά όχι σήμερα...  Έπρεπε να πάω στην εφορία να αλλάξω την διεύθυνση για τα τέλη κυκλοφορίας, να πάω στην ΔΕΗ να αλλάζω όνομα στον λογαριασμό, να φτιάξω τα φρένα στο μηχανάκι γιατί δεν έχω καθόλου, να πληρώσω δόση στον Κωτσόβολο,  να πάω στην λαϊκή, να πάω σουπερ μάρκετ, να βάψω τα κάγκελα και να καθαρίσω το σπίτι. Από που να ξεκινήσω άραγε;  Ξεκινάω  από το να ανάψω κι άλλο τσιγάρο. Οι καπνοί  περιφέρονται ανέμελα στο δωμάτιο και τους ακολουθώ με το βλέμμα. Και καλά σκέφτομαι τις δουλείες… Βαριέμαι ακόμα και να ντυθώ.


Εκεί που διαλογίζομαι για την ματαιότητα και την αναγκαιότητα  της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων,  με μικρά διαλείμματα σκέψης για τους πιγκουίνους στον Νότιο Πόλο, ακούω το τηλέφωνο να χτυπάει. Το είχα πάνω στο τραπεζάκι μπροστά από τον  καναπέ. Τέντωσα το χέρι μου χωρίς να σηκώσω την πλάτη μου από την πλάτη του καναπέ, δεν το έφτανα γαμώτο.  Τράβηξα το τραπεζάκι με το πόδι μου προς το μέρος μου. Το κόλλησα στον καναπέ και έτσι το έφτασα.  Στην άλλη γραμμή (όχι της κόκας) ήταν ο Ηλίας. Απάντησα.
-Που σαι ρε; Του λέω
-Έχεις κανονίσει τίποτα για σήμερα;
-Μπα, τίποτα, κάτι κωλοδουλειές έχω να κάνω.
-Πάμε για κανα καφέ;
-Μέσα! Για πού λες; Του είπα μετά από ένα δευτερόλεπτο σκέψης(μήπως το σκέφτηκα πάρα πολύ;)
-Πάμε στους πέντε δρόμους στα Εξάρχεια; Με ρώτησε
-Μια χαρά, τέλεια, ραντεβού σε μισή ώρα μέσα στην Πρωτοπορία.
-Οκ, τα λέμε εκεί.
Κλείσαμε το τηλέφωνο και σηκώθηκα με την γνωστή ζωηράδα  του σκύλου που λες να πάτε βόλτα. Ντύθηκα στα γρήγορα και μέσα σε δέκα λεπτά ήμουν στο δρόμο για το Μετρό. Περπατούσα και σκεφτόμουν «Κάτι είχα να κάνω εγώ σήμερα… αλλά τι;» κόλλησε το μυαλό μου, κάτι μέσα μου έλεγε ότι κάτι είχα να κάνω, αλλά δεν γαμιέται, θα το θυμηθώ αργότερα, δεν θα κάτσω να σκάσω. Άρχισα να σκέφτομαι διάφορα φυτά.  Ζουμπούλια ας πούμε, α να κάτι καπούλια.   Ένα ωραίο γκομενάκι πέρασε από δίπλα μου, αεράτη και γαλανομάτα. Η αγαπημένη μου λέξη από τον Καζαντζάκη είναι η «ορθοκάπουλη» και  ταίριαζε απόλυτα στην κοπέλα που πέρασε.  Η ορθοκάπουλη πίσω μου και η είσοδος του Μετρό μπροστά μου.  Το αέρινο απομακρυνόταν και εγώ πλησίαζα στο χθόνιο.  Η φυσιολογική ροή της ζωής. Μπήκα μαλακά, ήταν κάπως ζεστά και υγρά εκεί μέσα, πόσα παιδιά να έχουν βγει από εκεί και πόσα έχουν να βγουν ακόμα…..

Έφτασα στην πλατφόρμα και περίμενα τον συρμό.  Δεν είχε γριές ευτυχώς.  Ένας παππούς καθότανε πίσω μου, πολύ ηλικιωμένος, ένας άλλος παππούς πλησίαζε. Όταν έφτασε κοντά μου κοίταξε τον πίσω μου και πήγε προς το μέρος του. Η πρώτη κουβέντα που του είπε ο παππούς που καθότανε ήταν «Καλά ρε ακόμα ζεις εσύ;» «Εδώ ζεις εσύ, δεν θα ζω εγώ; Πόσα χρόνια έχουμε να πούμε; Τι κάνουν τα παιδιά σου, καλά είναι;» Άκου να δεις χαιρετισμό, ακόμα ζεις εσύ;.  Έφτασε το μετρό μπήκα μέσα και κατέβηκα στο Σύνταγμα.  Είχα λίγο χρόνο και όρεξη για περπάτημα. Περπατώντας γεμίσανε τα χέρια μου χαρτιά, διαφημιστικά που σ’τα  βάζουν στο χέρι.  ‘Ήθελα να στρίψω ένα τσιγάρο.  Με τα χαρτιά στο χέρι θυμήθηκα μια φορά στο λύκειο δεν είχαμε κανένας τσιγάρο (θυμάστε τότε που μοιραζόμασταν ένα τσιγάρο τρία άτομα στη ζούλα σε κάθε διάλειμμα;), το μόνο που είχαμε τότε ήταν ένας παλιός ξεραμένος καπνός. Ούτε χαρτάκια είχαμε. Κάποιος έκοψε μια σελίδα από ένα τετράδιό  μου και αδειάσαμε μέσα σ αυτήν όλο τον καπνό. Φτιάξαμε ένα πουρί εικοσιπέντε πόντους.  Τραβούσαμε τζούρα και έμπαινε πυκνός καπνός στα πνευμόνια μας που τον καταλαβαίναμε μέχρι τον κώλο.  Μας έπιασε η υποδιευθύντρια, δεν την πήραμε χαμπάρι που ερχότανε.  «Τι κάνετε εκεί ρε; Καπνίζετε;» «Όχι κυρία»   είπε ο Βασίλης βγάζοντας καπνούς από το στόμα.  Τι να μας πει και αυτήν, ευτυχώς ήταν καλή και μας έδωσε μόνο μια μέρα αποβολή. Το τεράστιο τσιγάρο είπε ότι θα το έστελνε  στην αστυνομία να το ελέγξουν αν έχει και τίποτα άλλο μέσα.  Εκτός από τα καλικαντζάρια  τα γράμματα μου, δεν είχε. Βέβαια καπνίσαμε  ένα από τα πρώιμα κείμενα του aougarou. Δεν ξέρω αν αυτό είναι λιγότερο κακό από οτιδήποτε άλλο.



 Κατέβηκα τις σκάλες στην Πρωτοπορία και βρέθηκα στο υπόγειο όπου βρίσκεται η λογοτεχνία. Πρώτα και πάνω από όλα τσέκαρα τον κόσμο. Τίποτα το ενδιαφέρον, τρεις καμένοι σαν εμένα, μια χοντρή που έτρωγε σάντουιτς και κοιτούσε βιβλία και ένα ζευγάρι. Να το ζευγάρι που ανέφερα στην αρχή. Η τύπισσα ήταν ομορφούλα, ασημένια ακρίδα, με λεπτές γάμπες και φορεματάκι, δεν είχα σκοπό να την πειράξω, συνοδευόταν γαρ,  αν και τον είχα τον τύπο, είπαμε είμαι κωλόπαιδο αλλά χωρίς να το θέλω. Ο τύπος φορούσε άσπρο μπλουζάκι σαν και μένα και άσπρο κάπρι παντελονάκι, σίγουρα και σε καμία περίπτωση και σε κανένα σύμπαν και με καμιά Παναγία σαν και μένα. Κάγκουρα, είπα από μέσα μου για το άσπρο παντελονάκι.  Πήγα στα ιστορικά, από κάπου άκουσα ότι έβγαλε καινούριο ο Πρέσφιλντ,  (το προηγούμενο Σκοτώστε τον Ρόμελ μεγάλη παπαριά, μην το πάρει κανείς) αρχίδια, τίποτα καινούριο. Ήρθε και αυτήν με τον σάντουιτς, μασουλούσε. Έφυγα από τα ιστορικά. Αν κοιτούσε κανείς από ψηλά το όλο θέμα θα έμοιαζε με σκηνικό από το παιχνίδι packman,  χωρίς τις τελείες, σε slow motion, αυτήν  με το σάντουιτς να μασουλάει και εμείς οι υπόλοιποι τα φαντασματάκια που περιφερόμαστε στο χώρο αργά. Τώρα μου ήρθε ή ιδέα ότι το μέρος όπου περπατάνε πιο αργά οι άνθρωποι είναι μέσα σε ένα βιβλιοπωλείο.  Ποιο αργά και από την  περιφορά του επιταφίου στο χωρίο μου. Μια χρονιά, τότε που ήμουν ερωτευμένος με την Μαριάννα(έτσι τις χωρίζω τις χρονιές, με το με ποια ήμουν ερωτευμένος τότε) τα είχαμε στο λύκειο, αλλά στις διακοπές του Πάσχα που έκλεισαν τα σχολεία χαθήκαμε, πέρασε μια βδομάδα χωρίς να την δω, δεν την άφηναν οι γονείς της να μιλάει μαζί μου, ήμουν αλήτης, είχα και μηχανάκι, ακόμα έχω. Την μέρα του επιταφίου ήμαστε στην εκκλησία, προσπαθούσαμε να ανταλλάξουμε έστω και το ελάχιστο βλέμμα, θεέ μου πόσο όμορφο ήταν κάθε που συνέβαινε, απαγορευμένος έρωτας στα δεκαεφτά. Επιπλέον υπήρχε και το γεγονός ότι μόνο στην εκκλησία φορούσαν φούστες τα κορίτσια, από λίγες φορές που βλέπαμε γόνατο, βέβαια έπεφτε χούφτωμα στο κυνηγητό, όταν τις πιάναμε.   Ένας φίλος σκούντησε και μου είπε «Μαλάκα, κόψε, σας πήρε χαμπάρι η Γκεστάπο»  «Μη λες μαλάκα ρε μαλάκα μέσα την εκκλησία». Γκεστάπο λέγαμε την μάνα της, είχε τέσσερις κόρες, όλες μπουμπούκια. Το να φαίνεται οποιοσδήποτε ερωτισμός ήταν προσβολή για την οικογένεια,  οι γονείς προσέχανε τα κοριτσάκια,  μέχρι να πάνε φοιτήτριες, μετά…. χμμμ…. Μετά από λίγο βγήκαμε έξω για την περιφορά του επιταφίου,  προσπαθούσα να την πλησιάσω,  η Γκεστάπο δεν άφηνε να φύγει καθόλου,  έστειλα τον Σάκη να πάει να περπατήσει δήθεν αδιάφορα δίπλα από  την μικρή αδερφή της. Η Γκεστάπο έτρεψε όλη της την προσοχή στην μικρή και στον Σάκη που περπατούσε δήθεν αδιάφορα δίπλα της. Η Μαριάννα  έκοψε λίγο το βήμα της  και βρέθηκε μερικά μέτρα πίσω από την Γκεστάπο, δίπλα μου. «Γειά» ήταν το μονό που είπαμε τότε και ήταν σαν είχαμε πει τα πάντα. Χαμογελάσαμε. Το πρόσωπό της φωτιζόταν από το κερί που κρατούσε και έμοιαζε αγγελικό, τα  τρυφερά εύθραυστα χειλάκια της  ήταν ελαφρώς ανοιγμένα, τα πάντα πάνω της έδειχναν ευτυχία και μια ελαφριά αγωνιά, ίδρωνα κάθε φορά που ήταν δίπλα μου, κόμποι στο στομάχι.  Το όλο σκηνικό κράτησε λίγο, δεν ξέρω πόσο,  γύρισε η Γκεστάπο και την είδε δίπλα μου, την άρπαξε από το χέρι και την τράβηξε, μου έριξε και ένα δολοφονικό βλέμμα, δεν με ένοιαξε καθόλου για το βλέμμα, ήμουν ευτυχισμένος, είχαμε πει  «γειά»  Η κοπέλα αφέθηκε να την τραβήξει η Γκεστάπο από κοντά μου χωρίς να αντιδράσει  καθόλου, σαν ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο, ήταν καλή κοπέλα, και είναι ακόμα. Την άφησα να φύγει χωρίς να αντιδράσω καθόλου, ήμουν κωλόπαιδο, και είμαι ακόμα.  Δεν μπόρεσα ποτέ να ξεχάσω αυτό το τέλειο προσωπάκι που φωτιζόταν από το φως των κεριών, που και που έρχεται στο μυαλό μου και  με μεθάει γλυκά. Έτσι και τώρα, μέσα στο βιβλιοπωλείο την έχω στο μυαλό μου και τριγυρνάω σαν φαντασματάκι προσπαθώντας να αποφεύγω αυτήν με το σάντουιτς.



  Χωρίς να το καταλάβω έχω βρεθεί δίπλα από την ασημένια ακρίδα, την κοπέλα από το ζευγάρι,  το κατάλαβε και αυτήν ότι ήμουν δίπλα της και λίγο πιο πίσω. «Αγάπη μου, λέω να πάρουμε τον Λιόσα; Πήρε και Νόμπελ.» Είπε και μου έδωσε ένα βιβλίο ενώ κοιτούσε έντονα μερικούς τίτλους από άλλα βιβλία. Εγώ ο μαλάκας, εντελώς ασυναίσθητα και έχοντας το μυαλό μου στην Μαριάννα άπλωσα το χέρι μου και πήρα το βιβλίο, το κράτησα και εντελώς φυσιολογικά το άνοιξα και ξεκίνησα να διαβάζω μια τυχαία σειρά για να δω πως γράφει. Πόλυ γρήγορα όμως συνειδητοποίησα ότι έχει παιχτεί μαλακία, αλλά έχουν περάσει ήδη μερικά δευτερόλεπτα και δεν μπορώ να της πω ότι έκανε λάθος , έπρεπε να το είχα πει αμέσως ή να μην έπαιρνα το βιβλίο. Αγχώθηκα κοιτούσα γυρώ γύρω,  τα δευτερόλεπτα περνούσαν, είχα μπει σε ένα δρόμο χωρίς επιστροφή.  Πήγα να αφήσω το βιβλίο στην θέση του, όχι θα με δει, πήγα να το αφήσω στο πίσω ράφι, όχι δεν μπορώ να το κάνω αυτό, είμαι ψυχαναγκαστικός με τα βιβλία, πρέπει να μπει στη θέση του ή να αγοραστεί.  Την πάτησα σαν τον Mister Bin!  Πανικοβλήθηκα, αν γυρνούσε και με έβλεπε τι να έλεγα; Να το έπαιζα τυφλός;  Κοίταξα να δω που είναι ο αγάπη της,  τον είδα δυο σειρές παραπίσω, εντάξει προς το παρόν  αυτός δεν αποτελεί απειλή.  Πήρα μια ανάσα, την είδα που είχε ανοίξει ένα άλλο βιβλίο και φυλλομετρούσε, κοίταξα και τις γάμπες της, τι τέλειες….  Άρχισα να κάνω βήματα προς τα πίσω  σαν τον ροζ πάνθηρα δαγκώνοντας το κάτω χείλος μου λες και αυτό θα με βοηθούσε να οπισθοχωρήσω πιο αθόρυβα. Εντάξει τα κατάφερα, πέρασα από το πίσω ράφι χωρίς να με καταλάβει.  Είχα όμως το βιβλίο στα χέρια μου, το οποίο είχε και τα δαχτυλικά μου αποτυπώματα, ήταν αποδεικτικό στοιχείο, έπρεπε να το ξεφορτωθώ. Η ασημένια ακρίδα σήκωσε λίγο το βλέμμα της από το βιβλίο και κοίταξε προς τον αγάπη της που ήταν  σχετικά κοντά. Έπρεπε να κρύψω το βιβλίο και να βγω έξω χωρίς να με δει κανείς. Αν κάποιος με έβλεπε και αυτοί μετά μαλώνανε για το βιβλίο θα μπορούσε να πει ότι εγώ το πήρα, και άντε μετά να εξηγήσεις…  Αν το έβαζα κάτω από την μπλούζα μπορεί να με βλέπανε από τις κάμερες και να νομίζανε ότι το κλέβω.  Κατάλαβα μια παρουσία δίπλα μου, ήταν αυτήν με το σάντουιτς, το είχε φάει. Μου ήρθε ιδέα, καταλάβατε.
-Διαβάστε αυτό, είναι καλό. Της είπα
Κοίταξε λίγο τον τίτλο
-Το έχω διαβάσει .Μου είπε αδιάφορα και έφυγε
Αι γαμήσ’ μαρί που το διάβασες! Το έφαγες, δεν το διάβασες! Δεν φτάνει που σου μιλάω, φεύγεις και αδιάφορα, φύγε ρε, δεν σε θέλω, πάνε να πάρεις κι άλλο σάντουιτς.
Εννοείται ότι τα τελευταία δεν τα είπα δυνατά.
Η ασημένια ακρίδα έφυγε από τον συγκεκριμένο πάγκο, πήγε προς τα ελληνικά, σε ένα χώρο που δεν έχει καμιά οπτική επαφή με τον προηγούμενο.  Πήγα και άφησα το βιβλίο ύπουλα και έφυγα. Φτάνοντας στις σκάλες για να βγω στο ισόγειο ήρθε και το ζευγάρι από πίσω μου, έφευγαν και αυτοί.  Η κοπέλα  λέει στον αγάπη της
-Τον Λιόσα που τον έχεις;
-Ποιον Λιόσα; Τι λες;
-Αυτό που σου έδωσα πριν
-Μα τι λες αγάπη μου; Δεν μου έδωσες τίποτα
-Έλα ρε κόψε την πλάκα, αν το άφησες κάπου δεν πειράζει αγάπη μου, θα πάω να το πάρω, πες μου που το έχεις;
-Δεν σου κάνω πλάκα αγάπη μου, δεν μου έδωσες κανένα βιβλίο
Ανεβαίναμε μαζί τις σκάλες, εγώ μπροστά, το ζευγάρι από πίσω, αυτήν με το σάντουιτς πουθενά. Άκουγα τον διάλογο και δάγκωνα τα χείλη μου
-Μα σου έδωσα, μην πάς να με βγάλεις πάλι τρελή. Του είπε η ακρίδα ακόμα ήρεμη
-Πότε πάλι; Τι εννοείς;  Της είπε απορημένος ο ασπρορουχάς
-Πότε πάλι; Πότε πάλι; Τότε που σε είχα δει στο αυτοκίνητο με την Αριάδνη και μου έλεγες ότι είδα άλλο αμάξι, λες και δεν ξέρω το αυτοκίνητο σου, τότε δεν πήγες να με βγάλεις τρελή; Του είπε έντονα η κοπέλα και σταμάτησε να ανεβαίνει της σκάλες, εγώ δεν σταμάτησα, συνέχισα και από και πέρα ο διάλογος ακούγεται όλο και από πιο μακριά.
-Μα δεν ήμουν εγώ αγάπη μου, άλλο αμάξι είδες! Είδες την Αριάδνη σε ένα αμάξι σαν το δικό κου! Κατάλαβε το επιτέλους!
-Μη μου λες εμένα επιτέλους,  και δεν θα με βγάλεις τρελή!

 Ουπς, την κάναμε πάλι, βγήκα από το βιβλιοπωλείο και στον δρόμο είδα τον Ηλία να έρχεται
-Γύρνα όπως είσαι, πάμε να φύγουμε, έκανα μαλακία πάλι.
-Τι  αδιανόητο μπορεί να έκανες  πάλι;
-Πάμε θα στα πω στον καφέ.


7 σχόλια:

Prisoned Soul είπε...

Ε δεν τρώγεσαι!! Καλά μυαλό πουθενά;!
Δεν καταλαβαίνω γιατί απλούστατα δεν τη χτύπησες απαλά στον ώμο, να της πεις ότι έκανε λάθος και να της δώσεις το βιβλίο!
χειρότερα απ αυτό δεν θα πήγαινε!!
Καμιά δουλειά στο υπόλοιπο τη ημέρας έκανες ή μπα...;!

Minorakias είπε...

Nicotine...... πολύ καντέμικα άρχισε η μέρα ρε παιδί μου. Αυτό με το πρώτο τσιγάρο το παθαίνω κι΄εγώ, δίνει.... ελπίδες για το υπόλοιπο της ημέρας αλλά εσύ έχεις και την ρημάδα την μνήμη, που στην προκειμένη περίπτωση δημιουργεί προβλήματα.
Εύχομαι όμως να φτιάξανε τα πράγματα αργότερα με τον καφέ και το φιλαράκι.

Την καλησπέρα μου και καλή σου βδομάδα

Χρήστος Γ. είπε...

Την καλημέρα μου από τους ωκεανούς!

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ είπε...

Βρε απίθανε τύπε πως μπλέχτηκες πάλι έτσι; Πήγες να χωρίσεις και το ζευγάρι.
Ρε συ πως στο καλό γράφεις έτσι; Ανάσα δεν παίρνεις; Λαχάνιασα μέχρι να φτάσω στο τέλος..και δεν καπνίζω μάλιστα. "Ορθοκάπουλη" ε; Ωραίο αυτό. Και δε μου λες με τις γριές τι πρόβλημα έχεις; Δεν ξέρεις ότι αυτές έχουν το ζουμί που λένε;
Τι να σου πω. Ότι και να σου πω λίγο είναι!! Αληταρά χα χα χα !

zoyzoy είπε...

Τι να σου πω!
Το κακό σου είναι ότι όταν γράφεις δεν σταματάς όπως ρουφάς το τσιγάρο αχόρταγα χωρίς παύση.
Χώριζε τις ιστορίες σου είναι υπέροχες και θέλουν ιδιαίτερη προσοχή η κάθε μιά.

Αυτό τώρα ήταν για το μετρό γιατί εμένα αλλού πήγε το μυαλό μου:
Μπήκα μαλακά, ήταν κάπως ζεστά και υγρά εκεί μέσα, πόσα παιδιά να έχουν βγει από εκεί και πόσα έχουν να βγουν ακόμα…..

Πολύ
κωλόπαιδο ο Ηρακλής τελικά:))

Με φιλιά θαλασσινά:))

NamNaira είπε...

Μέσα στον όλο πανικό μου άρεσε το "κοίταξα και τις γάμπες της, τι τέλειες…" χαχαχα έλιωσα

Καλώς σε βρήκα

Nicotine είπε...

NamNaira

Καλώς βρεθήκαμε λοιπόν.
Μου άρεσε πολύ το μπλογκ σου, γράφεις ωραία και έχεις ιδιαίτερη θεματολογία.
Θα τα λέμε συχνά.

Μαρία

Μα αφού το είπα δεν μπορούσα να της πω ότι έκανα λάθος, έπρεπε να το αμέσως. Πως λένε μετά από την απομάκρυνση του ταμείου...
Όσο για τις δουλείες... μπα....
Φιλιά

Μινοράκιας

Να και ένας που με καταλαβαίνει, για όλα φταίει το κάπνισμα, ξυπνάω με καθαρό μυαλό και μετά με τσακίζει, δεν φταίω εγώ, το τσιγάρο φταίει.
Ευτυχώς έφτιαξε η μέρα με τον καφε.
Καλό Σαββατοκύριακο να χεις

Chrisgio

Την καλησπέρα μου στους ωκεανούς

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ

Ρε Χριστόφορε τόσο καιρό ακόμα δεν έμαθες τι πρόβλημα έχω με τις γριές; Μου την μπαίνουν συνέχεια, τα περισσότερα δεν τα γράφω, τα αφήνω να μαζεύονται σαν τις δουλείες. Κάποια μέρα θα γράψω ένα γριοποστ και σας στείλω όλους αδιάβαστους.
Καλό σαββατοκύριακο φίλε μου

Ζουζου

Εγώ γιατί νομίζω ότι το δικό σου μυαλό πάει συνέχεια στο πονηρό;
Θα μπορούσε να παρέπεμπε σε θερμοκοιτίδα, αλλά νομίζω ότι εσύ αλλού το πας......
Θα το λάβω σοβαρά υπόψιν αυτό που λές για τις ιστορίες και θα το δεις παρακάτω....
Φιλιά μωρί Λενιω

Στα τέσσερα

Η μέρα ήταν Σάββατο , τα στήθη της μικρά και αυτή επίσης.  Τη λέγανε Αθηνά, τίποτα άλλο μη ρωτήσεις.  Δυο βδομάδες  μετά από αυτό το Σάββα...