Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2010

Ο Νεκροθάφτης 6 ( ασβέστης και ψίθυροι )


Την απώλεια δεν την αντιλαμβάνεσαι αμέσως, η πρώτη μέρα είναι δύσκολη αλλά οι επόμενες μέρες είναι χειρότερες, είναι ανυπόφορες. Συνειδητοποιείς την απώλεια και σκέφτεσαι αν έπρεπε να είχες κάνει κάτι παραπάνω ή να έχεις πει μια λέξη παραπάνω.  Ο πόνος χύνεται μέσα στο μυαλό και σου φέρνει παράλυση ,τύψεις, ενοχές και εσωστρέφεια. Ο Μανωλάκης αν και μικρός, τα ένιωθε όλα αυτά τα πράγματα. Σκεφτόταν αν έκανε καλά που δεν πήρε το φάρμακο που του έδινε η κακιά μάγισσα, ένιωθε άσχημα που φοβόταν την μαμά του μην του κάνει κακό, και τον βασάνιζε το ενδεχόμενο να έχει ξυπνήσει η μάνα του μέσα στο τάφο και να υποφέρει στα σκοτάδια. Τα πρώτα βράδια έβγαινε κρυφά από το σπίτι και πήγαινε στο νεκροταφείο, εκεί που ήταν θαμμένη η μάνα του. Υπήρχε μόνο ένας σωρός από χώμα, δεν είχε κατασκευαστεί μνήμα ακόμα. Ξάπλωνε πάνω στο χώμα και προσπαθούσε να ακούσει το παραμικρό μέσα από τον τάφο. Θύμωσε όταν σκέφτηκε ότι είχε βαρηκοΐα στο ένα αφτί εξαιτίας αυτού που του κάναν τα άλλα παιδιά. Θα προτιμούσε να άκουγε καλύτερα για ελαχιστοποιήσει τις πιθανότητες του να μην ακούσει ένα χτύπημα από την μάνα του. Ο θυμός γυρνούσε σε κλάμα και μέσα στα δάκρυα πολλές φορές φώναζε την μάνα του να δει αν τον ακούει.  Δεν τον έψαχνε κανείς ποτέ, ο πατέρας του είχε πέσει σε πλήρη κατάθλιψη, και έτσι πολλές φορές τον έπαιρνε ο ύπνος μέσα στο νεκροταφείο πάνω στο σωρό που ήταν θαμμένη η μάνα του. Αυτός ο σωρός ήταν ο μικρός του Γολγοθάς. Είχε και έναν ξύλινο σταυρό επάνω. Και πάνω σ αυτόν τον μικρό Γολγοθά ο Μανωλάκης σκεφτόταν ότι όλοι τον έχουν εγκαταλείψει, ότι είναι μόνος του στον κόσμο, ότι η ζωή είναι δύσκολη όταν είσαι μόνος. Όταν είσαι μόνος δεν μπορείς να ξεχαστείς σε κάτι ευχάριστο ή σε κάτι αδιάφορο, είσαι μόνος, και το καταλαβαίνεις, και είναι αλήθεια. Η μοναξιά του σταυρωμένου.

Μια μέρα ο Μανωλάκης καθόταν στον τάφο της μάνας του, ήταν απόγευμα, πλέον είχε σταματήσει να περιμένει να ακούσει κάτι από μέσα, απλά ήταν εκεί γιατί έτσι είχε συνηθίσει. Εκείνη την μέρα χωρίς να το περιμένει άκουσε μια φωνή πίσω του
-Γεια σου Μανωλάκη…
-Ωχ! Εσύ; Είπε τρομαγμένος ο μικρός μόλις την είδε
-Ναι, εγώ…. Γιατί φοβάσαι;
-Δεν φοβάμαι! Δεν θέλω να σου μιλάω
-Κακώς.. έπρεπε να είχες πάρει το μπουκαλάκι που σου είχα δώσει
-Δεν κάνει να πάρω τίποτα από εσένα!
-Ούτε για την μαμά σου; Θα ήταν καλά τώρα αν της το είχες δώσει
-Λες ψέματα! Είσαι κακιά, το ξέρω!
-Δεν είμαι κακιά… εσύ είσαι κακός, εξαιτίας σου πέθανε η μάνα σου
-Δεν φταίω εγώ! Φώναξε ο μικρός
-Φταις και το ξέρεις! Μη μου πεις ότι δεν το ξέρεις, το βλέπω στα μάτια σου ότι έχει μετανιώσει που δεν το πήρες
-Δεν φταίω εγώ!
-Φταις! Αλλά αν θες μπορείς να κάνεις κάτι για μένα και φροντίσω να πάει η μαμά σου στο παράδεισο
-Δεν μιλάω μαζί σου! Είσαι κακιά! Είπε ο μικρός και έφυγε τρέχοντας
-Έλα εδώ μην φεύγεις! του φώναξε η κακιά μάγισσα, αλλά ο μικρός ούτε που γύρισε να κοιτάξει

Τρέχοντας έφτασε στο σπίτι του, τα μάτια του ήταν γεμάτα δάκρια γιατί σκεφτόταν ότι αυτός έφταιγε που πέθανε η μαμά του. Μπήκε τρέχοντας στο δωμάτιό του και πήγε κατευθείαν σε μια γωνία και έκατσε στο πάτωμα, έσκυβε μπρος πίσω και έκλεγε γοερά. Με το χέρι του έξυνε τον τοίχο, δεν κοιτούσε το σημείο, μόνο το πάτωμα. Έξυνε σπασμωδικά τον τοίχο και μικρά κομματάκια ασβέστη χωνόταν ανάμεσα στα νύχια του. Κάποια στιγμή σταμάτησε να ξύνει τον τοίχο γιατί του πόνεσαν υπερβολικά τα δάχτυλα. Κοίταξε στο τοίχο και είδε ότι είχε αφήσει αίματα. Έβαλε τα δάχτυλα στο στόμα του και ρούφηξε το αίμα από το γδαρμένα δάχτυλά του. Η αλμυρή γεύση του αίματος ερέθισε σε μεγάλο βαθμό τους γευστικούς του κάλυκες. Μαζί με το αίμα όμως τράβηξε και τα κομμάτια ασβέστη που είχαν καρφωθεί ανάμεσα στα δάχτυλά του. Τα κομματάκια από ασβέστη τα κριτσάνισε στα μικρά του δοντάκια και μια στυφή γεύση απελευθερώθηκε μέσα στο στόμα του. Τα κατάπιε και αυτά. Ένιωσε ότι ο ασβέστης του προκάλεσε μια δυσφορία στομάχι, κάτι καταστρεπτικό.  Σηκώθηκε πήγε στην κουζίνα  και πήρε ένα πιρούνι, ξαναπήγε στο σημείο που είχε ξύσει τον τοίχο, έκατσε στα γόνατα και καθάριζε μανιωδώς τον ματωμένο σημείο του τοίχου. Το στομάχι του έστελνε αρνητικά σήματα. Ο ασβέστης ζητούσε κι άλλο ασβέστη για να κορεστεί. Δεν ήξερε τι ακριβώς συνέβαινε αλλά καταλάβαινε ότι έπρεπε να φάει ασβέστη, όχι για να νιώσει καλύτερα, άλλα γιατί έτσι έπρεπε.  Τα κομμάτια ασβέστη που ξεκολλούσαν από τον τοίχο τα έτρωγε αμέσως, και ζητούσε και άλλα μεγαλύτερα κομμάτια ασβέστη και έξυνε ακόμα πιο δυνατά. Κάθε φορά που έβαζε ένα κομμάτι ασβέστη στο στόμα του προκαλούσε τεράστια έκκριση σάλιου το οποίο ο ασβέστης το απορροφούσε και διαλυόταν σε σκόνη. Η κατάποση  ασβέστη του προκαλούσε και ερεθισμό στο λαιμό και ο ερεθισμός του προκαλούσε βήχα . Ανάμεσα σε βήχα προσπαθούσε να καταπιεί  και να πάρει ανάσα, τον έπιασε απελπισία  και έξυνε όλα και πιο δυνατά,  μ αυτήν την απελπισία ξέσπασε σε ένα κλάμα παροξυσμού, ήθελε να σταματήσει άλλα ήξερε ότι δεν μπορούσε. Έκλεγε και έξυνε τον τοίχο δυνατά .  Ο πατέρας του άκουσε το κλάμα και πήγε στο δωμάτιο του μικρού. Άνοιξε την πόρτα και είδε τον μικροσκοπικό πλασματάκι να του έχει γυρισμένη την πλάτη , να κλαίει και να κάνει έντονες κινήσεις προς τον τοίχο. Αμέσως τον σήκωσε και τον ρώτησε τι κάνει εκεί, ο μικρός δεν απάντησε , ο πατέρας κοίταξε τον τοίχο και είδε ότι λείπουν κομμάτια από τον ασβέστη. «Τι έκανες εκεί;» ρώτησε ο πατέρας, ο μικρός έδειξε με το δάχτυλο το στόμα του  και έβηξε άσχημα, «τι; τα έφαγες;» ο μικρός κούνησε καταφατικά το κεφάλι και ο πατέρας του τον πήγε αμέσως στο πιο κοντινό σπίτι που ο ιδιοκτήτης του είχε αυτοκίνητο για να τον πάνε σε νοσοκομείο στην πόλη. Στο δρόμο ο μικρός σπαρταρούσε και έπιανε το στομάχι του , ο πατέρας του που τον κρατούσε αγκαλιά προσπαθούσε να τον κάνει να κάνει εμετό, αλλά ο ασβέστης δεν βγαίνει εύκολα,  γίνεται ένα συμπαγές πράγμα μέσα στο στομάχι και κάθεται εκεί μέχρι που να σε σκάσει η να τον χωνέψει. Άπαξ και μπει δεν βγαίνει εύκολα, είναι όπως ο πόνος στην ψυχή, άμα μπει μέσα σου, φωλιάζει και σου τρώει την ζωή από μέσα.  Όταν έφτασαν στο νοσοκομείο ο Μανωλάκης είχε ήδη λιποθυμήσει, οι γιατροί τον έβαλαν αμέσως στο χειρουργείο και του έκαναν πλύση στομάχου. Μόνο έτσι θα μπορούσε να σωθεί ο μικρός  και έτσι σώθηκε.

Είναι σκοτάδι, είναι μόνος του , μια φωνή τον καλεί, η φωνή της μάνας του, δεν βλέπει τίποτα μόνο ακούει, φοβάται πολύ, μια αχνή μορφή κάθεται καρέκλα και του έχει γυρισμένη στην πλάτη, έχει τα μαλλιά της μάνας του , άσπρα, Μανωλάκη, η μορφή σηκώνεται, περπατάει προς τα πίσω και πηγαίνει προς το μέρος του, Μανωλάκη γιατί δεν μου πήρες εκείνο το φάρμακο; παγώνει , Μανωλάκη εσύ με σκότωσες, τον πλησιάζει, η φωνή του δεν βγαίνει, θέλει να ζητήσει συγνώμη, γιατί με σκότωσες Μανωλάκη; θέλει να βγει μπροστά της να δει το πρόσωπό της και να της πει συγνώμη με ένα ικετευτικό βλέμμα,  κάθε φορά που προσπαθεί να βρεθεί μπροστά της  αυτή του γυρνάει την πλάτη ,  γυρνάνε γύρω γύρο σε έναν άκομψο χορό, κρυώνω Μανωλάκη, θέλει  να την δει, όπως γυρνάει και βλέπει μόνο τα μαλλιά της , γυρνάει αυτή απότομα και τον κοιτάει, το πρόσωπό της είναι λειωμένο, δεν έχει χείλη και τα μάτια της είναι σαν γυμνά σαλιγκάρια, τρόμαξε, γιατί με σκότωσες; πόνος , αιμοφόρα αγγεία σπάνε μέσα στον εγκέφαλο, πόνεσαν τα δόντια του, κάποιος έχει καρφώσει καρφιά στα δόντια του και έχει δέσει τα καρφιά με σκοινιά και τον σέρνει στο δρόμο, τον κρεμάνε από τα δόντια, έρχεται η μάνα του με τον κόπανο, θα σου σπάσω την πλάτη κουνέλι, πέφτει κάτω, ξερνάει τρίχες, τραβάει την κοτσίδα της μάνας του μέσα από το στόμα του, δεν τελειώνει ποτέ η κοτσίδα,  πλέον την τραβάει πιο δύσκολα,  κάτι αλλάζει, η κοτσίδα γίνεται ρόζ, είναι κρέας , είναι γλώσσα του, τραβάει την γλώσσα του, πονάει , αηδιάζει, κάποιος του κόβει την γλώσσα, σπαρταράει σαν φίδι, ένα φίδι με μούσια,  ένα καυτό χέρι του ακουμπάει το μέτωπο, το διώχνει εύκολα, τα καλάμια πήραν φωτιά, η αρκούδα καίγεται , καψαλίζονται οι τρίχες της, τα δέντρα στο νεκροταφείο πήραν και αυτά φωτιά,  ένα χέρι από φωτιά του ακουμπάει τον ώμο, το διώχνει λιγότερο εύκολα,  ένας σκύλος του τρώει τα πόδια, προσπαθεί να φύγει δεν μπορεί, είναι δεμένος στο πάτωμα , παγωμένα χέρια τον κρατάνε απ όλες τις μεριές , δεν μπορεί να κουνηθεί, ο σκύλος του τρώει το πόδι, τα παγωμένα χέρια τον σφίγγουν, τα παιδιά του πετάνε πέτρες, ακούει να φωνάζουν το όνομά του, μα γιατί δεν διώχνει κανείς τον σκύλο; τα χέρια τον ταρακουνάνε και  σκύλος τον τρώει, οι φωνές λένε το όνομά του, δυνατό φως, εκτυφλωτικό φως,  το σκοτάδι έχει χαθεί, τα χέρια ακόμα τον κρατάνε, βλέπει τον πατέρα του, τους θείους  του να τον κρατάνε, αυτοί τον φωνάζανε,  παίρνει γρήγορες ανάσες, συνειδητοποιεί ότι έχει ξυπνήσει.
Ο πατέρας του  λέει  «Ηρέμησε Μανωλάκη , όνειρο έβλεπες…»
Πήγε να μιλήσει ο μικρός και τον σταμάτησε ο πατέρας του και του είπε ότι δεν κάνει να μιλάει για λίγο καιρό γιατί ερεθίστηκε ο λαιμός του, να μιλάει μόνο όταν είναι μεγάλη ανάγκη και μόνο ψιθυριστά. Ο μικρός κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και γύρισε απ την  άλλη μεριά, πλάτη στον πατέρα του. «Βλέπεις συχνά κακά όνειρα Μανωλάκη;» ρώτησε ο πατέρας, ο μικρός κούνησε πάλι καταφατικά το κεφάλι του και έσφιξε λίγο περισσότερο το μαξιλάρι του. Ένας θείος του είπε: «Μην ανησυχείς μικρέ, μόλις μεγαλώσεις λίγο ακόμα και καταλάβεις τι έχεις εκεί ανάμεσα στα πόδια , δεν θα έχεις πια εφιάλτες, θα ονειρεύεσαι γυναίκες» . Οι θείοι του  γέλασαν, όχι όμως και ο πατέρας του ούτε και ο μικρός. Ο μικρός ενοχλήθηκε που έκαναν πλάκα μαζί του, ήθελε να μείνει μόνος του, δεν είχε όμως το θάρρος να τους κοιτάξει στα μάτια και να τους κάνει νόημα να φύγουν, έμεινε εκεί γυρισμένος και ψιθύριζε σιγανά «να φύγετε, να φύγετε» κανείς δεν άκουγε γιατί κανείς δεν τον έβλεπε . Μια κυρία από το διπλανό κρεβάτι έκανε νόημα στο πατέρα του Μανωλάκη ότι κάτι λέει ο μικρός , αυτός σηκώθηκε, έκανε τον γύρο του κρεβατιού και στάθηκε πρόσωπο με πρόσωπο απέναντι στον μικρό
- να φύγετε….. να φύγετε…..
-Ηρέμησε Μανωλάκη, θα τους πω να φύγουν…
-Κι εσύ……. είπε πολύ σιγά ο μικρός
-Θες να φύγω και εγώ; Γιατί τι σου έκανα;
-Να φύγεις….. θέλω να μείνω μόνος μου
-Θα είμαστε έξω από την πόρτα, για ότι χρειαστείς, πές την κυρία να μας φωνάξει, εντάξει Μανωλάκη;
Δεν απάντησε ο μικρός γύρισε και πάλι από την άλλη μεριά, ένας θείος του πήγε να τον πιάσει για να τον παρηγορήσει, ο πατέρας τον σταμάτησε και έκανε σ όλους να πάνε έξω. Έτσι ο Μανωλάκης έμεινε μόνος του και το μόνο που φοβόταν ήταν μην τον ξαναπάρει ο ύπνος.


6 σχόλια:

Nicotine είπε...

μόνο για δημοσίευση μπήκα, αύριο θα απαντήσω στα σχόλια του προηγουμένου.

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ είπε...

Αύριο θα σε διαβάσω και αλίμονό σου αν δεν είναι καλό. Την ΄πάτησες.

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ είπε...

Μα το θεό δεν πιάνεσαι εσύ. Πρέπει να συνειδητοποιήσεις ότι γράφεις ένα εξαιρετικό διήγημα ή ότι άλλο σκοπεύεις να το κάνεις. Η ευρηματικότητα σου είναι εξαιρετική. Όλες μα όλες οι σκηνές σου είναι εκτός από πρωτότυπες συναρπαστικές. Τι να πω για την σκηνή που το παιδί τρώει τον ασβέστη από τον τοίχο.
Κοίτα να μη σου λέω τώρα πολλά. Είσαι σημαντικό ταλέντο στο έχω ξαναγράψει αλλά με υποχρεώνεις να το επαναλαμβάνω με αυτά που γράφεις. Το λένε και άλλοι που σε διαβάζουν!!
Μη "καθίσεις"!!!Καλό σου βράδυ!!!

zoyzoy είπε...

Τώρα θα φοβάται και τα όνειρά του ο Μανωλάκης τι άλλο έχεις κατά νου να του φορτώσεις?
παιδί είναι!

Prisoned Soul είπε...

Τόσο ζωντανό, ονειρα σαν αυτό μένουν στη μνήμη κια χαρακώνουν παραπάνω την ήδη ξεφτισμένη ψυχή... σαν εκέινον τον τοίχο που φαγώθηκε, έτσι κι αυτή.

Nicotine είπε...

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ
Σ ευχαριστώ πολύ για τα υπερβολικά καλά λόγια, τέτοια σχόλια μου δίνουν δύναμη να συνεχίσω.
Πρώτος μου στόχος είναι η πρωτοτυπία και σε ευχαριστώ που το βλέπεις και το επισημαίνεις

zoyzoy

Δεν θα είναι για πολύ καιρό ακόμα παιδί.
Αργότερα στην εξέλιξη της ιστορίας οι εφιάλτες θα παίξουν σημαντικό ρόλο, ήθελα να γράψω περισσότερα σαν απάντηση στο σχόλιο σου, αλλά το αφήνω για να το τοποθετήσω κάπου στην ιστορία
Καλό βράδυ

Μαρία

Δυστυχώς η ψυχή δεν χάνεται, χαρακώνεται και ξεφτίζεται όπως είπες.
Να σαι καλά
Φιλιά

Στα τέσσερα

Η μέρα ήταν Σάββατο , τα στήθη της μικρά και αυτή επίσης.  Τη λέγανε Αθηνά, τίποτα άλλο μη ρωτήσεις.  Δυο βδομάδες  μετά από αυτό το Σάββα...