Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2010

Ο Νεκροθάφτης 7 (η μύηση)

       Μετά το νοσοκομείο όλοι οι συγγενείς και οι χωριανοί σκέφτηκαν ότι θα έπρεπε να κάνουν κάτι για τον Μανωλάκη, λίγο αργά βέβαιά αλλά έπρεπε να γίνει. Το πρώτο που σκέφτηκαν ήταν να κοινωνικοποιήσουν με κάποιον τρόπο τον μικρό. Η εκκλησία ήταν το πιο πρόσφορο έδαφος στο χωρίο . Αν ήταν σε πόλη θα πήγαινε σε μια ομάδα μπάσκετ ή θα απασχολούταν με μια καλλιτεχνική δραστηριότητα, στο χωρίο όμως όχι, δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα. Κατόπιν συνεννοήσεως του πατέρα του μικρού με τον παπά του χωριού ο Μανωλάκης θα πήγαινε ως βοηθός στην επόμενη λειτουργία της εκκλησίας. Αυτό έγινε πιο σύντομα απ ότι περίμεναν, πριν την πρώτη Κυριακή προέκυψε μια κηδεία, ο πατέρας είπε στον μικρό να πάει στην εκκλησιά και ότι θα τον πρόσεχε ο παπάς . Ο μικρός δέχτηκε, όχι για να κοινωνικοποιηθεί , αλλά για να δει πως γίνονται οι κηδείες και για να δει το ιερό από μέσα.


Η κηδεία ήταν στις τέσσερεις το απόγευμα. Από τις τρεις είχαν μαζευτεί  στην εκκλησία ο Μανωλάκης,  άλλοι τέσσερεις πιτσιρικάδες, ο παπάς, ψάλτης και ο επίτροπος . Ο πιο μεγάλος από τους πιτσιρικάδες , που ήταν ένα από τα παιδιά που είχαν λάβει μέρος στην σταύρωση, καθόρισε το τι δουλεία θα κάνει ο καθένας. Στο Μανωλάκη του δώσαν να κρατάει το μανουάλι,  περιπαιχτικό για το όνομά του, ο Εμμανουήλ με το μανουάλι.  Φόρεσαν τις  κόκκινες στολές και πήγαν να παραλάβουν τον νεκρό από το σπίτι. Του Μανώλη του φαινόταν αστεία αυτή η στολή, ήταν σαν να φοράει κόκκινο ράσο. Όλα καλά λοιπόν, πήγαν στο σπίτι παρέλαβαν τον νεκρό και επέστρεψαν στην εκκλησία για την νεκρώσιμη ακολουθία .  Τα παιδία ήταν μέσα στο ιερό, υπήρχε μια αμηχανία με την παρουσία του Μανώλη.  Έξω από το ιερό υπήρχε συνωστισμός και απόλυτη ησυχία , μόνο ο παπάς και ο ψάλτης ακουγόταν.  Τα παιδιά  μέσα στο ιερό , αφού συνήθισαν την παρουσία του Μανωλάκη, άρχισαν να  λένε   αστεία και γελούσαν με δάκρυα, πάντα έτσι γίνεται στις κηδείες, λείπει ο παπάς χορεύουν τα ποντίκια. Ο Μανώλης δεν συμμετείχε στα αστεία περιεργαζόταν τον χώρο. Κοιτούσε τις εικόνες, το μέρος όπου φυλασσόταν η μαυροδάφνες, το παρασκευαστήριο του  θυμιατού και περπατούσε ανέμελα και αδιάφορα  μέχρι που πλησίασε την Αγία Τράπεζα. Κοιτούσε όλα τα περίεργα πράγματα με περίεργο τρόπο και τα άλλα παιδιά τον κοιτούσαν περίεργα που ήταν τόσο περίεργος και περιεργαζόταν τα περίεργα πράγματα . Εκστασιασμένος πήγε να προχωρήσει κι άλλο, κάποιο από τα παιδιά, ο μεγαλύτερος του φώναξε:
-Μη!!!!!!!!!!
Ο Μανώλης γύρισε και τον κοίταξε άγρια, δεν είχε ξανακοιτάξει κανέναν άγρια, αλλά εκτός από το ότι μισούσε αυτό το παιδί, αυτή την συγκεκριμένη φορά διέκοψε από κάτι   βαθύ, είχε ξεχάσει που βρίσκεται, είχε περάσει άλλου, ήταν εκστασιασμένος, η εκκλησία θα μπορούσε να γίνει το νέο του νεκροταφείο, ήταν το ίδιο ζοφερή. Ο Μανώλης κοιτούσε το παιδί που του φώναξε «μη» και κούνησε τα δάχτυλα του χεριού του σαν να τον ρωτούσε «τι θες;» . Το άλλο παιδί φοβήθηκε κάπως από το άγριο βλέμμα του Μανώλη και του είπε συγκρατημένα
-Δεν κάνει να περάσεις από εκεί
-Γιατί;
-Γιατί δεν κάνει! Μόνο ο παπάς πατάει εκεί, εμείς περνάμε από πίσω από την Αγία Τράπεζα
-Εγώ θα περάσω!
-Δεν κάνει! Είναι ιερό μέρος, άμα σε δει ο παπάς θα θυμώσει.
-Δεν κάνει να πατάμε είπες έ;
-Ναι.
Ο Μανωλάκης πλησίασε προς το μέρος των παιδιών με ένα ειρωνικό χαμόγελο στο πρόσωπό του, μόλις έφτασε αρκετά κοντά, τους γύρισε την πλάτη και άρχισε να τρέχει. «Τι κάνεις!!!» φώναξε ένα παιδί, αλλά μέχρι να το πει αυτό ο Μανώλης είχε φτάσει στα όρια της ωραίας πύλης και με ένα άλμα βρέθηκε από την απέναντι μεριά χωρίς να έχει πατήσει μπροστά από την Αγία Τράπεζα.  Γύρισε προς το  μέρος των παιδιών που τον κοιτούσαν αποσβολωμένοι και τους έκανε κωλοδάχτυλα με τα δύο του τα χέρια. Ένα παιδί είπε «Δίκιο έχει ο Μανωλάκης! Δεν μας είπε κανείς ποτέ ότι δεν κάνει να περνάμε από πάνω! Να πατάμε δεν κάνει!» . Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους τα παιδιά και αυτό που είχε μιλήσει άρχισε να τρέχει, πήδηξε και αυτός πάνω από το χαλί που υπήρχε μπροστά από την Αγία Τράπεζα και βρέθηκε από την απέναντι μεριά μαζί με τον Μανώλη , «κόλα το!» είπε στον Μανώλη και χτύπησαν τα χέρια τους στον αέρα και κοίταξαν τους άλλους  τρεις στην απέναντι μεριά. Τα δύο παιδιά που είχαν περάσει είχαν το ύφος του υπέρ ήρωα , σαν να είχαν κάνει κάτι ασύλληπτο . Τα άλλα παιδιά ξεκίνησαν και αυτά ένα ένα και πηδούσαν απέναντι. Όταν βρέθηκαν όλοι από την άλλη μεριά χτυπούσαν τον Μανώλη στην πλάτη και τον συγχαίρανε για αυτή του την ιδέα, «Τι κάνουμε τώρα;» ρώτησε ένα παιδί τον Μανώλη, τον έβλεπαν πλέον σαν ατρόμητο αρχηγό, ότι και να τους έλεγε θα το κάναν. «Πάμε ξανά» είπε ο Μανώλης και έτρεξε και πέρασε πρώτος απέναντι.


Πάμε λίγα λεπτά πριν.
Ο παπάς στέκεται μπροστά από την Ωραία Πύλη και ψέλνει, ξαφνικά σαν να αισθάνθηκε μια κίνηση πίσω του, γύρισε και κοίταξε, δεν είδε τίποτα. Μερικοί από τους παραβρισκόμενους  είδαν το Μανωλάκη να πετάει απ την μια μεριά του ιερού στην άλλη μπροστά από την Αγία Τράπεζα. Μετά από λίγο ο παπάς αισθάνθηκε την ίδια κίνηση, γύρισε πάλι δεν είδε τίποτα. Ο ψάλτης και οι λοιποί είδαν ένα άλλο παιδάκι με κόκκινη στολή να περνάει από την άλλη μεριά. Πλέον όλος ο κόσμος κοιτούσε πίσω από τον παπά παιδάκια να πετάνε από την μια μεριά στην άλλη. Μόνο κηδεία δεν θύμιζε το σκηνικό. Όλοι προσπαθούσαν να κρατήσουν τα γέλια τους, όλοι εκτός από τον παπά που δεν είχε καταλάβει τίποτα ακόμα.  Τώρα τα παιδάκια επέστρεφαν στην αριστερή μεριά του ιερού πάλι πετώντας. Ένας επίτροπος πλησίασε τον παπά την ώρα που έψελνε και του είπε κάτι στο αυτί, ο παπάς τον κοίταξε απορημένος και ο επίτροπος κατέβασε δυο φορές το κεφάλι του επιβεβαιώνοντας τα όσα του είχε πει. Ο παπάς ολοκλήρωσε την πρόταση που έψελνε και γύρισε να μπει στο ιερό.  Τα τέσσερα από τα πέντε παιδιά είχαν περάσει  απέναντι, μόνο ο μικρότερος της παρέας είχε μείνει, τα παιδιά τον παρακινούσαν να τρέξει και να πηδήξει για δεύτερη φορά. Ο μικρός αποφατικά ξεκινάει το τρέξιμο, μόλις πήδηξε και βρέθηκε στον αέρα ο παπάς  μπήκε στο ιερό από την ωραία πύλη. Ενώ ήταν στον  αέρα ο πιτσιρικάς φώναξε ένα τρομαγμένο «ααα» , ο παπάς με το που γύρισε είδε ένα παιδάκι  στο αέρα να έρχεται κατά πάνω του. Προσπάθησε να το πιάσει στον αέρα αλλά δεν πρόλαβε, με το που σήκωσε τα χέρια του να το πιάσει το παιδάκι έπεσε πάνω του και τον χτύπησε στα γεννητικά του όργανα. Ο παπάς λύγισε στα δύο και του έπεσε το βιβλίο με τους ψαλμούς από τα χέρια. Σκυμμένος πήγε και έκατσε σε μια καρέκλα. Το παιδάκι που τον χτύπησε έβαλε τα κλάματα και μαζεύτηκε σε μια γωνία, τα άλλα παιδιά προσπαθούσαν απελπισμένα να κρατήσουν το γέλιο τους . Ο παπάς ακόμα κρατώντας τα όργανά του καθισμένος μίλησε.
-Τι κάνετε εδώ;
Κανείς δεν απάντησε, ο παπάς ξαναμίλησε πιο αυστηρά αυτή την φορά
-Πεσ’ τε μου τι κάνετε εδώ αλλιώς θα σας διώξω και δεν θα ξαναπατήσετε στην εκκλησιά . Τα παιδιά τρόμαξαν μ αυτήν την απειλή και τους κόπηκε το γέλιο . Ο μεγαλύτερος ξανά έγινε αρχηγός και βγήκε μπροστά .
-Τίποτα πάτερ, απλά περνούσαμε από την μια μεριά στην άλλη, δεν πατούσαμε όμως ,αλήθεια
-Γιατί περνούσατε; Δεν σας είπα να κάθεστε ήσυχα;
-Δεν κάναμε φασαρία, απλά περνούσαμε, δεν μας είπες ποτέ να μην περνάμε από πάνω, μόνο να μην πατάμε μας είπες.
Ο παπάς σκέφτηκε λίγο το σκηνικό και του ήρθε να γελάσει με την αθωότητα των παιδιών, του φάνηκε αστεία η ιδέα να πηδάνε πάνω από το χαλί μπροστά από την Αγία Τράπεζα, ήταν τόσο αθώο, κατά βάθος θα ήθελε και αυτός ο ίδιος να το κάνει, ίσως να έπαιρνε κανα απόγευμα τον γερό ψάλτη και τον επίτροπο και να το κάναν στα κρυφά. Τώρα όμως έπρεπε να τιμωρήσει τα παιδιά για αυτό που έκαναν, δεν το ήθελε, τα αγαπούσε τα παιδιά, ένιωθε σαν στοργικός πατέρας που έπρεπε να τιμωρήσει το παιδί του που έσπασε ένα βάζο. Ξαναπήρε το σοβαρό ύφος και μίλησε
-Ποιος το ξεκίνησε αυτό;
-Κανένας πάτερ
-Τι κανένας ρε; Με δουλεύεις; Πες ποιος το ξεκίνησε αλλιώς θα την πληρώσεις εσύ την νύφη.
Εκείνη την στιγμή βγήκε μπροστά ο Μανώλης και είπε του παπά
-Εγώ το ξεκίνησα πάτερ, συγνώμη δεν ήξερα…..
Ο παπάς σκέφτηκε λίγο και αποφάσισε να μην τιμωρήσει τον Μανωλάκη, κρίμα είναι ,τόσα έχει περάσει, αν το έκανε οποιοδήποτε άλλο παιδί θα τον έδιωχνε για ένα μήνα από το ιερό.
-Εσύ Μανωλάκη; Ακόμα δεν ήρθες και άρχισες τις ζαβολιές;
-Δεν ήξερα πάτερ, δεν θα το ξανακάνω… τα άλλα παιδιά δεν φταίνε, εγώ τους φώναζα να περάσουν.
-Ας είναι λοιπόν….. τώρα καθίστε ήσυχα και μην ξανακάνετε τίποτα…. Α, και να ξέρετε, από δω και πέρα ούτε πετώντας δεν κάνει να ξαναπερνάτε μπροστά από την Αγία Τράπεζα, το καταλάβατε;
-Μάλιστα πάτερ, είπαν όλοι μαζί
Ο παπάς σηκώθηκε και πήγε στον μικρό που έκλεγε , του χάιδεψε τα μαλλιά και του είπε
-Έλα… σταμάτα να κλαίς , δεν κάνει να κλαις μέσα στο ιερό…. θα βγάλεις κέρατα .. θα γίνεις σαν το κατσίκι….
Ο μικρός που έκλεγε, γέλασε λίγο, σηκώθηκε φίλησε το χέρι του παπά και πήγε και κρύφτηκε πίσω από τα άλλα παιδιά και κοιτούσε τον παπά σαν θεό. Ο παπάς όρθιος πλέον, κοίταξε τους πιτσιρικάδες  σαν περήφανος πατέρας που έστρωσε τα παιδιά του, τους είπε «ήσυχα τώρα» και βγήκε να συνεχίσει την κηδεία.



Το μεγαλύτερο παιδί πήγε και μίλησε στον Μανώλη
-Τελικά είσαι ωραίος τύπος
-Γαμάτος είναι! Ειδές που δεν μας κάρφωσε; Ούτε κρύφτηκε κιόλας! Είπε ένα άλλο παιδί
Ο Μανώλης δεν μιλούσε, χαιρόταν που οι άλλοι μιλούσαν όμορφα γι αυτόν.
-Να τον βάλουμε στην παρέα. Είπε αποφασιστικά ο μεγαλύτερος
- Να τον μυήσουμε πρώτα ,είπε  το άλλο παιδί
-Φυσικά και θα τον μυήσουμε…. Μανώλη, δέχεσαι να μπεις στην παρέα μας;
-Ναι θέλω! Αλλά τι είναι το μυήσουμε; Είπε ο Μανώλης
-Θα δεις… δεν είναι τίποτα, όλοι το έχουμε κάνει εδώ
Ο Μανώλης κοίταξε τους άλλους και όλοι κούνησαν καταφατικά το κεφάλι τους. Του έφυγε το μίσος, περασμένα ξεχασμένα είπε μέσα του, για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό περνούσε καλά με άλλα παιδιά, θα ήθελε να συνεχίσει να περνάει καλά. Τελικά είναι καλό να είσαι παιδί, τα ξεχνάς όλα εύκολα και σε συγχωρούνε για τα πάντα .  «Πότε ξεκινάμε;» Ρώτησε, «Τώρα» απάντησε ο μεγαλύτερος. «Μικρέ, φυλάς τσίλιες» είπε ο αρχηγός της μύησης στον μικρότερο. Ο μικρός πήγε στην άκρη της ωραίας πύλης, ξάπλωσε κάτω και έσυρε το κορμί του μπροστά μέχρι να βγει το κεφάλι του έξω και να βλέπει στο κυρίως μέρος του ναού. Ο μικρός έβλεπε, αλλά και όλοι μέσα στην εκκλησία έβλεπαν ένα κεφαλάκι κάτω αριστερά στην Ωραία Πύλη να τους κοιτάει.  Ο μικρός σήκωσε τον αντίχειρά του προς τα μέσα για να δείξει ότι είναι όλα οκ και συνέχισε να κοιτάει έξω. Οι άλλοι περικύκλωσαν τον Μανώλη και τον οδήγησαν μπροστά σε μια ντουλάπα με μια γυάλινη τζαμαρία. Μέσα σ αυτήν την ντουλάπα υπήρχαν τα σκεύη που χρησιμοποιούσε ο παπάς για την θεία κοινωνία, ένα πετραχήλι για ειδικές περιπτώσεις, εικόνες,  ένας μεγάλος ξύλινος σταυρός και μερικά μπουκάλια μαυροδάφνη . Ο αρχηγός πήρε το πετραχήλι και το φόρεσε, μετά πήρε ένα μπουκάλι με μαυροδάφνη και γέμισε ένα ποτήρι.  Γύρισε και κοίταξε τον Μανώλη.
-Τι θα πιω αυτό το ποτήρι με το κρασί; Ρώτησε ο Μανώλης
Οι άλλοι γέλασαν .
-Όχι τόσο εύκολα, είπε ο αρχηγός και γέλασε.
Ο αρχηγός έδωσε το ποτήρι στον δίπλα και αυτός έφυσε μέσα στο κρασί, αυτός με την σειρά του το πέρασε στον παραδίπλα που και αυτός έφτυσε, μετά στον τρίτο και ο τρίτος φώναξε τον μικρό που φυλούσε τσίλιες, ο μικρός σηκώθηκε ήρθε στην παρέα τρέχοντας, έφτυσε μέσα στο κρασί , έδωσε το ποτήρι στον αρχηγό και ξαναπήγε στη θέση του. Ο αρχηγός έφτυσε και αυτός με την σειρά του στο ποτήρι, έκανε ένα σταυρό πάνω από το κρασί και έδωσε το ποτήρι στον Μανώλη.
-Είστε απαίσιοι! Είπε ο Μανώλης γελώντας
-Δεν φαντάζεσαι πόσο…. Του είπε ο αρχηγός
Ο Μανώλης κρατούσε το ποτήρι και το κοιτούσε με αηδία. Οι άλλοι γύρω κάναν ψιθυριστά «ου!ου!» . Ο Μανώλης ξίνισε την φάτσα του και σήκωσε το ποτήρι   «μονορούφι!» φώναξε ο αρχηγός. Το ήπιε μονορούφι και τους κοίταξε με αηδία, οι άλλοι άρχισαν να χειροκροτάνε και να γελάνε «ςςςςςςςς» τους έκανε νόημα χαμογελώντας να σιωπήσουν ο αρχηγός.
-Αυτό ήταν; Ρώτησε ο Μανώλης
-Όχι… Τώρα είναι η σειρά μας να πιούμε τα αηδιαστικά σου σάλια.
Ο αρχηγός ξαναγέμισε το ποτήρι και το έδωσε στον Μανώλη. Αυτός το κράτησε, ρούφηξε την μύτη του δυνατά, μετά έβγαλε την ανάσα του κράζοντας από το στόμα. Μαζί με την ανάσα βγήκε και μια αηδιαστική πηχτή χλαίνα. Την  έριξε αργά μέσα στο ποτήρι. Οι άλλοι αηδιάσανε και γελούσαν. Ο αρχηγός φώναξε τον μικρό. Ο μικρός ήρθε τρέχοντας, του έδωσε την ποτήρι και ήπιε την πρώτη γουλιά που είναι και η χειρότερη. Ξίνισε τα μούτρα του  και έφυγε τρέχοντας στη θέση του. Το υπόλοιπο του ποτηριού το ήπιαν οι άλλοι. Ο αρχηγός ξαναγέμισε το ποτήρι  και το έδωσε στον Μανώλη.
-Το τελευταίο ,το καθαρό όλο δικό σου



Ο Μανώλης το πήρε και το ήπιε όλο μονορούφι .  Η τελετή είχε ολοκληρωθεί, τα παιδιά τον χτυπούσαν φιλικά στην πλάτη , κάποιος του είπε «Πως σου φάνηκαν τα σάλια μας;» «Αηδία, όπως και τα μούτρα σας» είπε ο Μανώλης και γέλασαν όλοι μαζί. Ο πιτσιρικάς φώναξε «σύρμα»  και ο όλοι κάθισαν στις καρέκλες ήσυχα με την σειρά. Ο αρχηγός δεν είχε προλάβει να βγάλει το πετραχήλι και μόλις το αντιλήφθηκε το γύρισε και το έριξε πίσω από την πλάτη του, ακριβώς την στιγμή που έμπαινε ο παπάς στο ιερό . Μόλις μπήκε ο παπάς και είδε τα παιδάκια να κάθονται ήσυχα αισθάνθηκε περήφανος για τον εαυτό του, σκέφτηκε ότι αυτός ήταν ο σωστός τρόπος να συνετίσεις τα παιδιά, με κατανόηση και αγάπη, και αυτός το είχε καταφέρει. Τους κοίταξε μια τελευταία φορά, χαμογελώντας τους είπε «Σε ένα τέταρτο φεύγουμε» και ξαναβγήκε. Τα παιδιά γέλασαν πίσω από την πλάτη του. Ο Μανώλης που είχε αρχίσει να τον πιάνει το κρασί  είπε: «έχω μια ιδέα! Ακολουθήστε με!» έπεσε στα τέσσερα και άρχισε να μπουσουλάει περνώντας από την πίσω μεριά της Αγίας Τράπεζας, οι άλλοι τον ακολούθησαν και όλοι βρέθηκαν από την άλλη μεριά χωρίς να τους δει κανείς. Όταν σηκώθηκαν ο Μανώλης είπε στα παιδιά
-Αυτό ξέρετε τι κάνει;
-Ναι ξέρουμε, τι έχεις στο μυαλό σου;
-Και εγώ ξέρω…. Το είδα πριν που το δοκίμαζε ο παπάς. Είπε ο Μανώλης και πήρε το υποχθόνιο ενοχικό πονηρό βλέμμα
Ο Μανώλης έπιασε τον ρυθμιστή έντασης του ήχου και άρχισε να τον χαμηλώνει σιγά σιγά. Ο άλλοι γελούσαν, ο παπάς ψέλνοντας κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καλά με το μικρόφωνο και ανέβασε τον τόνο της φωνής του για να ακούγεται.  Ο Μανώλης εκεί που χαμήλωνε τον ήχο ξαφνικά τον άνοιξε απότομα και ο παπάς δεν πρόλαβε να κατεβάσει τον τόνο του και ακούστηκε πολύ δυνατά η ψαλμωδία. Μετά ο Μανώλης γυρνούσε δεξιά αριστερά τον ρυθμιστή του ήχου και  φωνή του παπά ακουγόταν διακεκομμένη.  «Είσαι θεός! Είσαι απίστευτος» έλεγαν τα παιδιά στον Μανώλη. Ο παπάς κατάλαβε ότι οι πιτσιρικάδες είχαν κάνει μαλακία και εκεί που ακουγόταν διακεκομμένη η φωνή του σταμάτησε. Έσφιξε τα χείλη του και αισθάνθηκε βλάκας που πίστεψε ότι μπόρεσε να συνετίσει αυτά τα  τέρατα . Συνέχισε να ψέλνει, στην αρχή διστακτικά για να πετύχει την ένταση της φωνής. «Τουλάχιστον το άφησαν στο σωστό τόνο τα βλαμμένα….» σκέφτηκε ο παπάς. Τα παιδιά είχαν επιστρέψει πάλι στις θέσεις του όπως είχαν πάει, μπουσουλώντας.  Προσπαθούσαν να κρατήσουν τα γέλια τους και συνέχεια έλεγαν τον Μανώλη «Κόλα το!» και «που ήσουν τόσο καιρό». Ο Μανώλης ένιωθε απίστευτα όμορφα, ξαφνικά όλα είχαν χαθεί από το μυαλό του, μ αυτούς εδώ παρέα θα περνούσε τέλεια κάθε μέρα, δεν θα αφήναν ούτε έναν σε ησυχία στο χωρίο.  Ξαφνικά μπαίνει ο παπάς μέσα αγριεμένος. Κόκαλο όλοι.
-Ποιος το έκανε αυτό!
-Ποιο; ρώτησε ο μεγαλύτερος
-Το παπιό! Μην κάνετε ότι δεν ξέρετε, την μεγαφωνική ποιος την πείραζε;
Ο Μανωλάκης πήγε να μιλήσει αλλά τον πρόλαβε ο αρχηγός, και μιλώντας στάθηκε μπροστά από τον Μανώλη.
-Εγώ πάτερ. Μόνος μου είχα πάει… οι άλλοι δεν φταίνε
-Ένα μήνα τιμωρία!
-Μα….
-Μαλλιά! Είπε αγριεμένος ο παπάς
-Μούσια, είπε ψιθυριστά στον αρχηγό ο Μανώλης.
Ο αρχηγός με δυσκολία κράτησε το γέλιο του, ο παπάς τους κοίταξε άγρια και τους είπε «Μπρος πάρτε τα πράγματα και ξεκινάμε για νεκροταφείο». Μόλις βγήκε ο παπάς γέλασαν όλοι αγκαλιασμένοι. Ο αρχηγός είπε «Γουστάρω παρέα με Μανωλάκη! Γουστάρουμε;» «Ναι!» φώναξαν όλοι και χτύπησαν τα χέρια τους ψηλά στον αέρα.


Μόλις βγήκαν έξω από το ναό παρατάχτηκαν όπως ορίζει το έθιμο. Μπροστά αυτοί που κρατούσαν τα στεφάνια, πίσω ο μεγαλύτερος με τον σταυρό. Πίσω τα εξαπτέρυγα , πιο πίσω ο Μανώλης που κρατούσε το καπάκι της κάσας γιατί προς το νεκροταφείο δεν παίρνουν μανουάλι. Πίσω από τον Μανώλη η νεκροφόρα, φορτωμένη,  πίσω από αυτήν ο παπάς, ο γερό ψαλτής και ο επίτροπος και στο τέλος οι συγγενείς και φίλοι. Στο δρόμο για το νεκροταφείο φυσούσε  πολύ δυνατός αέρας, ο Μανώλης αισθανόταν τα χέρια του βαριά, τον είχε επηρεάσει το κρασί που ήπιε, ήταν σχεδόν μεθυσμένος, ο αέρας λυσσομανούσε, με δυσκολία κρατούσε το καπάκι. Έβαζε όλη του την δύναμη να κρατήσει το καπάκι, σε λίγο θα το άφηνε κάτω, δεν μπορούσε άλλο. Μια δυνατή ριπή αέρα του άρπαξε το καπάκι από τα χέρια απότομα, ο Μανώλης έβλεπε τώρα το καπάκι να πετάει και να γυρνάει μπροστά του και να απομακρύνεται. Το καπάκι βρίσκεται στον αέρα και αναπτύσσει ταχύτητα, περνάει πάνω από τα κεφάλια των πρώτων παιδιών και χτυπάει τον μεγαλύτερο πίσω στο σβέρκο. Ένα κομμάτι έσπασε από το καπάκι και συνέχισε την πορεία του, έπεσε στο δρόμο το καπάκι και συνέχισε να κατρακυλάει εκεί υπακούοντας στην δύναμη του ανέμου, σε λίγο είχε σπάσει σε πολλά κομμάτια και τα κομμάτια έμειναν ακίνητα στο δρόμο. Το παιδί που χτυπήθηκε στο σβέρκο έπεσε με δύναμη στον δρόμο, τα δόντια του χτύπησαν στην άσφαλτο. Ο Μανώλης πήγε τρέχοντας από πάνω και τον είδε να σπαρταράει, αίμα ανέβλυζε από το κεφάλι του, μια λίμνη αίματος απλωνόταν γύρω από το πεσμένο πρόσωπο του αρχηγού. Όλοι κοιτούσαν μια τον Μανώλη μια τον πεσμένο, δεν μπορούσαν να πιστέψουν τι είχε μόλις γίνει, ο Μανώλης βλέποντας το άλλο παιδί να σπαρταράει θυμήθηκε τον λαγό, έπεσε στα γόνατα και ξέρασε. Κάποιος απ αυτούς που μαζευτήκαν φώναξε «Καταραμένο μπάσταρδο!»  οι άλλοι άρχιζαν να φωνάζουν τον μικρό «Καταραμένε!» Ο Μανώλης σηκώθηκε γρήγορα και άρχισε να τρέχει, οι άλλοι του πετούσαν πέτρες.  Μια τσιρίδα ακούστηκε πίσω του, η μάνα του παιδιού που είχε χτυπήσει στο σβέρκο εξαιτίας του Μανώλη είδε τον γιο της έτσι άρχισε να ουρλιάζει. Χαμός και αλαλαγμός πίσω του. Και αυτός έτρεχε να ξεφύγει, κανείς δεν τον κυνήγησε, έφτασε λαχανιασμένος στο σπίτι του. Κατευθείαν πήρε ένα μαχαίρι και άρχισε να ξύνει μανιωδώς τον τοίχο. Έτρωγε τον ασβέστη με μανία και έκλαιγε. Σκεφτόταν το παιδί που σπαρταρούσε σαν τον λαγό.  Σκεφτόταν τους άλλους που τον έλεγαν καταραμένο. Και έτρωγε ασβέστη με μανία, με μίσος, μίσος για τον εαυτό του, για την ζωή την ίδια.



ΥΓ Επειδή το τράβηξα πολύ στο επόμενο θα γράψω πως συνεχίστηκε η κηδεία .

6 σχόλια:

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ είπε...

Τι το τράβηξες πολύ μας λες. Εδώ σε διάβαζα αχόρταγα. Τι χιούμορ και φαντασία. Τι να σου πω ρε φίλε σου τα έχω πει όλα.

E.T. είπε...

Συμφωνώ κι επ'αυξάνω.

Prisoned Soul είπε...

Και κει που γέλαγα και γω με την καρδιά μου χάρη στα παιδικά καμώματα τους, μέσα μου το ένιωθα ότι δεν θα το άφηνες έτσι... πολύ καλό για αληθινό... μέσα σε λίγες γραμμές που πέρασαν μπροστά από τα μάτια μου σίφουνας, ήρθε η καταστροφή...

zoyzoy είπε...

Γιατί το χάλασες? γιατί πάλι στην μοναξιά και στην απογοήτευση ο Μανωλάκης?
Αυτό το παιδί το'αγάπησα τελικά!

Gaurakos είπε...

Σε αυτό έριξα και αρκετό (αλλά... συγκρατημένο) γέλιο. Χάρηκα για το Μανωλάκη που έστω για λίγο ένιωσε καλά. Αλλά. Κάπου το ένιωθα ότι κάτι υπάρχει στο τέλος που θα κάνει το Μανωλάκη να γυρίσει πάλι... πίσω.

Όσο αφορά που το "έκοψες" Τολμώ να πω ότι ήτανε απόλυτα πετυχημένο...;)

Nicotine είπε...

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ

Ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια.
Λόγω δουλειάς έχω μείνει αρκετό καιρό εκτός.
Ελπίζω να στρώσουν γρήγορα τα πράγματα και και να επανέλθω γρήγορα

Μαρία

Νομίζω ότι με ξέρεις αρκετό καιρό πια....
Δεν σου έκανα την χάρη να τα αφήσω να κυλήσουν όλα όμορφα....
Φιλιά

zoyzoy

Μπορεί αυτό που αγάπησες τώρα αύριο να το μισήσεις
Οι εμπειρίες μας αλλάζουν

Gaurakos

Προσεχώς θα νιώσει ακόμα καλύτερα αλλά με άλλο τρόπο.
Thanks

Στα τέσσερα

Η μέρα ήταν Σάββατο , τα στήθη της μικρά και αυτή επίσης.  Τη λέγανε Αθηνά, τίποτα άλλο μη ρωτήσεις.  Δυο βδομάδες  μετά από αυτό το Σάββα...