Σάββατο 7 Μαΐου 2011

Περιμένοντας την Ραπουνζέλ Παρέα Με Τον Χέμινγουεϊ


Μέσα στο δωμάτιο η πλήρης ακαταστασία.  Ένα κρεβάτι με ανακατωμένες κουβέρτες, δύο καναπέδες γεμάτοι με ρούχα, ένα χαμηλό τραπεζάκι γεμάτο ποτήρια και μια σταχτοθήκη ξεχειλισμένη από τσιγάρα. Νιώθω την ανάγκη να πάρω λίγο αέρα, πρέπει να βγω στο μπαλκόνι, δεν είναι και τόσο εύκολο,  μπροστά ακριβώς από την μπαλκονόπορτα έχω βάλει ένα καναπέ που τον είχα σε άλλο δωμάτιο και αναγκάστηκα να τον μετακινήσω γιατί ήρθε μια κοπέλα και την φιλοξενώ για λίγο καιρό, εκεί που ήταν ο καναπές είναι τώρα το κρεβάτι της και ο καναπές βολεύτηκε άνετα μπροστά από την μπαλκονόπορτα. Πίσω από τους καναπέδες και σ όλους τους τοίχους υπάρχουν στοίβες από εκατοντάδες βιβλία, μερικές από αυτές εδώ και καιρό έχουν γκρεμιστεί και τα βιβλία κείτονται στο πάτωμα μιας και δεν υπάρχει κάποιο αξιόλογο άτομο σ αυτό το σπίτι να τα μαζέψει. Περπατάω  πάνω στα βιβλία, πάνω σε πεταμένα κέρματα που κολλάνε στις πατούσες μου, πάνω σε πεταμένες αποδείξεις,   φτάνω στον καναπέ που βρίσκεται μπροστά από την μπαλκονόπορτα, κανονικά για να βγω θα έπρεπε να το τραβήξω και να πάω γύρω του για να βγω στο μπαλκόνι, για να το κάνω αυτό πρέπει να μαζέψω μερικές στοίβες βιβλία από το πάτωμα. Κάνω το άλλο, ανεβαίνω πάνω στον καναπέ, πατάω στα ρούχα, ανοίγω την μπαλκονόπορτα και κάθομαι στην πλάτη του καναπέ κοιτώντας προς  τα έξω.

Στο χέρι έχω ένα ποτήρι βότκα, το αφήνω σε μια στοίβα βιβλία που βρίσκεται ακριβώς δίπλα από την μπαλκονόπορτα, το αφήνω πάνω στο βιβλίο του Χέμινγουεϊ  Ο Γέρος Και Η Θάλασσα. Ψάχνω στην τσέπη από το μπουφάν μήπως έχω έτοιμο κανένα τσιγάρο, βρίσκω ένα, το βγάζω και το κοιτάω. Ένα στραβοπατσαρισμένο κυρτό στριφτό τσιγάρο, το μαύρο του το χάλι είχε, σαν το μακρύ χέρι του Καραγκιόζη τυλιγμένο με κωλόχαρτο έμοιαζε, τι να έκανα; Να το πετούσα; Το άναψα, και έμεινα εκεί να κοιτάω τον απέναντι τοίχο. Ήταν μουχλιασμένος, η μαυρίλα είχε τρέξει με την βροχή και έμοιαζε με μακιγιάζ στα μάτια πενθούσας γυναίκας. Η θλίψη σε τοιχογραφία….

Καθώς ήμουν εκεί κολλημένος με την μαυρίλα να μου τρώει την ψυχή μπαίνει η συγκάτοικος μέσα στο δωμάτιο, της είχα γυρισμένη την πλάτη, δεν της έδωσα σημασία, δεν με ένοιαζε κιόλας, μέχρι που την άκουσα να γελάει, ανάμεσα στα γέλια της την άκουσα να μου λέει:
-Χα χα χα, φαίνεται ο κώλος σου από εδώ!
-Πρόβλημα θα υπήρχε  αν φαινόταν ο  εγκέφαλος μου… της είπα και φύσηξα καπνό χωρίς να γυρίσω ούτε να κάνω καμία προσπάθεια να κρύψω το χαμογελάκι που εξείχε από το παντελόνι μου.
-Πάλι αυτοκτονείς; Μου είπε
-Λέω να πάω να αυτοκτονήσω αύριο, θα πάω στην Πλάκα και θα σταθώ  μπροστά στο κόκκινο τρενάκι που καβαλάει τους τουρίστες να με χτυπήσει…..
-Μα αυτό πάει με πέντε χιλιόμετρα την ώρα, δεν θα κάνει τίποτα…. Δοκίμασε να πέσεις από την Ακρόπολη!
-Έχει εισιτήριο, δεν πληρώνω λέμε… μάστα, φύγε τώρα….
Και έφυγε,  μαλάκα με είπε μόλις έκλεισε την πόρτα, πουτάνα την είπα.


 Καθόμουν εκεί και κοιτούσα τον απέναντί τοίχο. Βασικά είναι δύο τοίχοι που κάνουν γωνία και το δικό μου μπαλκόνι είναι στην βάση αυτού του ισοσκελούς τριγώνου. Ο τοίχος στα δεξιά φωτίστηκε, σε ένα διαμέρισμα από τα αριστερά άναψε ένα φως. Μια κοπέλα βγήκε στο μπαλκόνι και πήρε δυο μπλουζάκια που είχε απλωμένα,  για λίγο έμεινε και με κοίταξε, αν και για να πω την αλήθεια δεν είμαι σίγουρος αν κοιτούσε εμένα ή την ακαταστασία που επικροτούσε πίσω μου.  Μπήκε μέσα στο σπίτι της, έκλεισε ένα φως και άναψε ένα άλλο. Δηλαδή έκλεισε το φως από το ταβάνι  και άναψε το φωτιστικό δαπέδου.  Η σκιά της προβλήθηκε στον απέναντι τοίχο. Ενδιαφέρον.  Τα πάντα φαινόταν πολύ ξεκάθαρα. Έβγαλε την μπλούζα της,  το σώμα της προβλήθηκε πολύ ρεαλιστικά  και με όλες τις λεπτομέρειες στον απέναντι τοίχο, πέταξε την μπλούζα της κάπου αδιάφορα, σήκωσε τα χέρια της και μάζεψε τα μαλλιά της πίσω από σβέρκο της και τα έφερε όλα   μπροστά και πάνω από το δεξιό ώμο της, τα ελευθέρα στήθη κουνήθηκαν  παρασυρόμενα από τις κινήσεις του κορμιού της, μετά έσκυψε και πήρε  ένα άλλο  μπλουζάκι  από τον καναπέ (και αυτήν στον καναπέ τα έχει πεταμένα τα ρούχα της!) και το φόρεσε. Έφυγε και έσβησε και το φως. Τα πάντα πάλι γύρισαν στην αδιαφορία.  Το θέατρο σκιών τελείωσε και έμεινε ο καραγκιόζης μόνος του.


Άξιζε μια καλή γούλια βότκα για αυτήν την παράσταση, και μια καλή ρουφηξιά καπνού. Τι κάνω  άραγε εδώ, τι περιμένω;  Μάλλον να βρω κάτι να με τραβήξει ψηλά, ο καπνός μου βγαίνει και ανεβαίνει προς τα πάνω,  αποτέλεσμα της φωτιάς,  τα πάντα μετά την φωτιά ανεβαίνουν, μήπως να κάψω την ζωή μου; Δεν έχει μείνει και τίποτα να κάψω. Κάτι πρέπει να βρω να πιαστώ να ανέβω, μια καλή λύση θα ήταν να ήταν εδώ η Ραπουνζέλ να μου ρίξει τα μαλλιά της και να με τραβήξει, αλλά δεν είναι εδώ, ή μπορεί  να κατσάρωσαν τα μαλλιά της και να μάζεψαν προς τα πάνω ή να έγινε σουπερ σταρ και να βρήκε σούπερ γκόμενο με ακριβό ρολόι και αμάξι και να κάνει βόλτες στην παραλιακή.  Δεν είναι εδώ, κάτι πρέπει να βρω όμως, ας είναι και αυτό το χέρι του καραγκιόζη που μάκρυνε γιατί έφτιαχνε μεγάλα τσιγάρα, δεκαπεντάφυλα, και τέντωνε το χέρι του να τα ανάψει. Ας είναι και η μύτη του μαλάκα του Μορφονιού, ας είναι και το κοντάρι του ονειροπαρμένου Δον Κιχώτη, ας είναι και ένα από τα σχοινιά του Ταρζάν, και ας πέσω και στον απέναντι τοίχο. Τώρα που το σκέφτομαι, ο Ταρζάν θα έκανε τέλειο ζευγάρι με την Ραπουνζέλ. Θα μπορούσε να την έχει σε ένα δέντρο στην ζούγκλα και να κρέμεται από τα μαλλιά της και να κάνει πέρα δώθε σαν τον Ταρζάν. Θα προτιμούσα βέβαια να έβλεπα την Ραπουνζέλ με την αμφίεση του Ταρζάν, αλλά όχι και τον Ταρζάν με τα ρούχα της Ραπουνζέλ. Το πρόβλημα είναι ότι θα έπρεπε και αυτή να βρει κάτι να κρέμεται και να κάνει πέρα δώθε σαν τον Ταρζάν… Αουτς, πόνεσε αυτό που σκέφτηκα…  Χρειάζομαι λίγη βότκα.

Πιάνω το ποτήρι που είναι πάνω στο βιβλίο του Χέμινγουεϊ, πίνω μια γερή γουλιά, λίγο στάχτη πέφτει μέσα στο ποτήρι, έμοιαζε σαν ψαρί στον ωκεανό, σαν το ψάρι στο βιβλίο. Πιάνω και το βιβλίο, ανοίγω μια τυχαία σελίδα, διαβάζω ένα τυχαίο κομμάτι, όσο τυχαίο μπορεί να είναι κάτι σε βιβλίο του Χέμινγουεϊ.

   Μια και του έστησα παγίδα ήταν αναγκασμένο να διαλέξει, σκέφτηκε ο γέρος.
Και διάλεξε να μείνει στα ανοιχτά, μέσα στα βαθειά ,σκοτεινά νερά. Μακριά απ όλες τις παγίδες, τις ενέδρες και τις επιβουλές. Εγώ διάλεξα να πάω να το βρω, εκεί που κανένας άνθρωπος δεν θα πήγαινε. Μακριά απ όλο τον κόσμο. Όμως, να, ανταμώσαμε και είμαστε μαζί από το μεσημέρι. Και κανένας δεν θα μας βοηθήσει, ούτε αυτό, ούτε έμενα.

Κατέβασα το βιβλίο, σκέψεις και συνειρμοί πλημύρισαν το μυαλό μου. Συνέχισα να κοιτάω έξω, αλλά δεν έβλεπα τον τοίχο,  μόνο κάτι σκηνές από το παρελθόν. Είναι σαν την πόρτα που έχω στο μπαλκόνι, έχει σπάσει το δοντάκι που ασφαλίζει αυτήν την πόρτα. Δεν ασφαλίζει ποτέ, εδώ και τρία χρόνια, την έκλεισε με δύναμη μια κοπέλα γιατί  χτύπησε το τηλέφωνο της και έπρεπε να φύγει τρέχοντας. Εδώ και τρία χρόνια αυτήν  την μπαλκονόπορτα μπορεί να την ανοίξει οποιοσδήποτε και να μπει. Έτσι και το μυαλό, μόνιμα ανοιχτό, να ξεφεύγει και να ταξιδεύει ή να δημιουργεί κόσμους.

Ξέχασα ότι είχε πέσει στάχτη μέσα και ήπια ακόμα μια γουλιά,  πιο πικρή αυτή τη φορά. Άλλαξα σελίδα, πάλι σε τυχαία σελίδα.

Τώρα σκοτίστηκε το μυαλό σου, συλλογίστηκε. Πρέπει να κρατήσεις καθαρό το μυαλό σου. Κράτα το μυαλό σου καθαρό, και μάθε να υποφέρεις σαν άντρας. Ή σαν ψάρι, σκέφτηκε.
-Ξεκαθάρισε κεφάλι είπε με φωνή που μόλις την άκουγε. Ξεκαθάρισε.
Δεν ξέρω, σκέφτηκε ο γέρος. Κάθε φορά έφτανε στο σημείο να αισθάνεται πως θα σβήσει, πως θα του φύγει η ζωή, δεν ξέρω. Όμως θα προσπαθήσω ακόμα μια φορά.

Έκλεισα το βιβλίο και το πέταξα πίσω μου, τώρα οι σκέψεις έχουν γίνει βασανιστικές και αυτή η πουτάνα η Ραπουνζέλ δεν λέει να φανεί. Το τσιγάρο τελείωσε, το πέταξα σε μια γλάστρα με ξερό βασιλικό που έχω στο μπαλκόνι. Αυτός βασιλικός στέκει εκεί ξερός εδώ και δυο χρόνια, τον είχα πάρει για να ομορφύνω λίγο το μπαλκόνι αλλά ξεράθηκε εξαιτίας της έλλειψης φωτός. Τώρα στέκει εκεί νεκρός μέσα στην γλάστρα του και εγώ τον έχω μετατρέψει σε νεκροταφείο τσιγάρων. Τα ξερά κλαδιά του και φύλλα έχουν γεμίσει με αποτσίγαρα και δεν ντρέπομαι καθόλου , χαλάω κάτι που έπρεπε να είναι όμορφο, νιώθω ότι εκδικούμαι άλλους. Πέφτω προς τα πίσω και ξαπλώνω στον καναπέ. Κοιτάω  το ταβάνι.

 Μια ζωή Δον Κιχώτης, περίγελος με μεγάλα όνειρα. Όλοι τραβάμε τον δρόμο μας, και εγώ τον δικό μου, άλλοι περπατάνε δυναμικά, άλλοι όμορφα, άλλοι αργά, εγώ παραπατώ, σκοντάφτω και πέφτω, αλλά η μεγάλη μου διαφορά είναι ότι ξέρω που  θέλω να πάω,  δεν ξέρω αν θα φτάσω, ούτε αν θα ανταπεξέλθω σε όλες τις δυσκολίες, αλλά ξέρω που θέλω να πάω. Και έχω διαλέξει δύσκολο δρόμο.

Εγώ διάλεξα να πάω να το βρω, εκεί που κανένας άνθρωπος δεν θα πήγαινε. Μακριά απ όλο τον κόσμο.

Ίσως αυτές οι στιγμές να είναι η τιμωρία μου για τον βασιλικό που τον βεβηλώνω τόσο άσχημα, ίσως να είναι το τίμημα για τον δρόμο που τραβάω, ίσως απλά να είμαι τελείως καμένος. Όπως και να χει αυτός είμαι και δεν μπορώ να αλλάξω, όσο σκληρά και προσπάθησα.

Πάντα Δον Κιχώτης
 μόνο που οι Κιχώτες παν μπροστά και οι Πάντσο Βίλα ακολουθάνε….



Ο άνθρωπος καταστρέφεται, ποτέ δεν νικιέται…..
Έρνεστ Χέμινγουεϊ





4 σχόλια:

zoyzoy είπε...

Το καλό είναι ότι έχεις ένα στόχο και αυτό είναι σπουδαίο γιατί αν αιωρήσαι κινδυνεύεις να καταστραφείς.

Την επόμενη φορά που θα'χεις γυρίσει απ'το χωριό θέλω να μου περιγράψεις ένα δωμάτιο τακτοποιημένο να μπορεί να δεχτεί μια αιθέρια ύπαρξη(μπορεί και την γειτόνισσα:))
Και μια βεράντα μ'ενα φρέσκο βασιλικό να σ'εμπνέει θετικά!

Ολοι έχουμε στιγμές αυτοκαταστροφικές φτάνει να μην είναι μόνιμες!

Καλό ΣΒΚ
με φιλιά θαλασσινά!

Nicotine είπε...

Ζουζού


ευτυχώς εχω και σένα να σχολιάζεις, αλλιώς...

Περαστικά είναι όλα, καμία φορά καλή είναι και η μαυρίλα, μας υπενθυμίζει ότι αισθανόμαστε.

Την επόμενη φορά θα είναι αλλιώς, για βασιλικό δεν υπόσχομαι, είναι μεγάλη ευθύνη και δεν είμαι εγώ για τέτοια.

Φιλία

zoyzoy είπε...

Χάθηκες πέρνα μια βόλτα να παίξεις θέλω να σε ψυχογραφήσω!

Φιλιά θαλασσινά!

Prisoned Soul είπε...

Είμαι μικρή αλλά δεν έχω πια όνειρα ή φιλοδοξίες. Μου έκαψαν τα όνειρά μου άνθρωποι που δεν ήξεραν, άνθρωποι που δεν γνωρίζουν καν την ύπαρξή μου.
Και έμαθα πως τα όνειρα είναι μόνο για την ώρα του ύπνου, και όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με την πραγματικότητα είναι όλα διαφορετικά...
Ήταν όνειρο... που για άλλους ίσως είναι αδιάφορες σπουδές για σίγουρη επαγγελματική αποκατάσταση.
Ήταν όνειρο, για μένα κάτι τόσο διαφορετικό...
πάει, με άφησε και έμεινα να κοιτάω και γω μαραμένα φυτά, τις προσπάθειές μου...

Στα τέσσερα

Η μέρα ήταν Σάββατο , τα στήθη της μικρά και αυτή επίσης.  Τη λέγανε Αθηνά, τίποτα άλλο μη ρωτήσεις.  Δυο βδομάδες  μετά από αυτό το Σάββα...