Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010

Vodka Resort

  Αυτή η αϋπνία θα με σκοτώσει τελικά,  πνιγηρός ο αέρας μέσα στο δωμάτιο, τόσο πηχτός που νομίζω ότι μπορώ να τον κόψω με ένα μαχαίρι. Δεν έχω μαχαίρια πλέον στο σπίτι μετά από αυτό που έγινε, τα έχω πατάξει όλα.  Το τραύμα μου κάθε που αλλάζει ο καιρός με πονάει, έμεινε για πάντα πάνω στο κορμί μου σαν τατουάζ. Δεν είναι ο πόνος που με ενοχλεί, είναι η θύμηση του, ένα σημάδι αποτυχίας. Πέρασαν κιόλας τρία χρόνια,  δεν το κατάλαβα, τρία χρόνια, τρεις μήνες, το ίδιο μου φαίνεται.  Ξένος ο χρόνος, ξένη η ζωή, δικό μου το σημάδι, δικό μου το βάρος.

Μια βδομάδα πριν, έχω γυρίσει στο σπίτι από την δουλεία, είναι αργά, δούλεψα πολύ εκείνη την  μέρα και με πονούσε αφόρητα το κεφάλι, ήθελα να κοιμηθώ, όχι ότι είχα να κάνω και κάτι άλλο δηλαδή, άλλα ήθελα να κοιμηθώ, να μην νιώθω τον πονοκέφαλο.  Έχω καθίσει στο κρεβάτι με σβηστά τα φώτα και κρατάω το κεφάλι μου να ηρεμήσω, είναι οι στιγμές που προσπαθώ να μην σκέφτομαι τίποτα, προσπαθώ να αδειάσω, και το καταφέρνω σχεδόν , όχι ότι αδειάζω τελείως , σκοτεινές εικόνες από το παρελθόν μου ξεχύνονται μέσα στο κεφάλι και χορεύουν μακάβριους χορούς. Κάποτε αυτές οι εικόνες με βασάνιζαν, ήταν σαν να με τιμωρούσαν για όσα έκανα, δεν άντεχα καθόλου, ούτε ένα λεπτό. Σιγά σιγά συνήθισα, έμαθα να ζω μ αυτές, έμαθα να ζω με τα φαντάσματα που με κυνηγάνε, τώρα τις έχω συντροφιά μου, ναι οι εφιάλτες μου είναι η συντροφιά μου. ¨Όταν  ζεις μέσα στο απόλυτο κενό η μόνη συντρόφια είναι οι εφιάλτες σου,   ο έμετος του παρελθόντος σου που χει αφήσει μια μυρωδιά ξινίλας που μόνο εσύ αντιλαμβάνεσαι. Περισσότερο  αυτά σκεφτόμουν εκείνη την μέρα στο σκοτάδι με το κεφάλι κρυμμένο στα χέρια μου παρά τις εικόνες από το παρελθόν,  φιλοσοφίες της κακιάς ώρας, ένα ικετευτικό βλέμμα από το παρελθόν και ένα “σε παρακαλώ” μου έριξαν μια σουβλιά μέσα στο κεφάλι, έσφιξα τα χέρια και έσκυψα περισσότερο. Πόνεσα πραγματικά.  Αλλά το έχω συνηθίσει , ξέρω την διαδικασία ,  θα επαναληφτεί μερικές φορές σαν αντίλαλος και θα χαθεί πάλι για λίγο, και ξανά “σε παρακαλώ” και το βλέμμα, σφίχτηκε η κοιλία μου. Πόση ώρα θα έμενα εκεί; δεν το ξέρω, ίσως μέχρι να με πάρει ό ύπνος,  ίσως μέχρι να πεινάσω απελπιστικά πολύ και αναγκαστώ να κουνηθώ μόνο και μόνο για να φάω κάτι, ίσως και μέχρι την επόμενη μέρα που σηκωθώ για να πάω στην δουλειά, με τα ίδια ρούχα,  απελπιστικό ακούγεται, αλλά ίσως και να μου άξιζε.  Αυτή τη βραδιά είπα να την αντιμετωπίσω διαφορετικά, με αισιοδοξία, γι αυτό και άρχισα να πίνω, έχω ακούσει ότι πίνοντας ξεχνάς και σκέπτεσαι όμορφα πράγματα, τι πιο αισιόδοξη σκέψη από το να ξεχάσω , ξέρω ότι δεν ξεχνάω, απλά κλείνω διακόπτες και την άλλη μέρα δεν θυμάμαι τίποτα, και αυτό αισιόδοξο είναι.  Ήπια τα δύο πρώτα ποτήρια βότκα σχεδόν μονορούφι. Βότκα πίνω μόνο τις βραδιές που θέλω να κάνω στον εαυτό μου το δώρο της λήθης. Είχα καιρό να κάνω κάτι καλό για μένα, πιστεύω ότι πρέπει να  αντιμετωπίζω τα φαντάσματα μου, να τα υπομένω, μέχρι να γίνω φίλος τους και ένα μ αυτά.  Δεν είχα φάει τίποτα εκείνη την μέρα και βότκα με χτύπησε αμέσως, όχι ζάλη, πονοκέφαλος.  Πήρα και δύο μεζουλίτ και ένα πονστάν που τα είχα πρόχειρα δίπλα στο κρεβάτι, δεν γαμιέται, είπα μέσα μου, σε λίγο θα λιποθυμούσα, δεν θα χρειαζόταν να περιμένω να με πάρει ο ύπνος, ούτε τα παπούτσια δεν έβγαλα. Έπεσα ξερός.




2 σχόλια:

Prisoned Soul είπε...

Συγκλονιστικό κείμενο, ελπίζω όχι αυτοβιογραφικό.
Η γραφή σου έχει γίνει πολύ καλή, και ήταν εμφανείς η καλυτέρευση αυτή εδώ.
Να γράφεις για να χουμε να διαβάζουμε

Καληνύχτα!!

mr.alobar είπε...

πολυ καλο φιλε

Στα τέσσερα

Η μέρα ήταν Σάββατο , τα στήθη της μικρά και αυτή επίσης.  Τη λέγανε Αθηνά, τίποτα άλλο μη ρωτήσεις.  Δυο βδομάδες  μετά από αυτό το Σάββα...