Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2010

Ο Νεκροθάφτης 1 (η αρχή)

Πριν ξεκινήσει κάποιος να διαβάσει αυτό το κείμενο προϊδεάζω ότι έχει σκληρές εικόνες μέσα. Δεν είναι για όλους, και δεν είναι διασκεδαστικό
Μέτα απ αυτό συνεχίζεις υπ ευθύνη σου
Καλό κατευόδιο......   



Ένα παιδάκι ξεκινάει μόνο του από το σπίτι του για να πάει στην πλατεία του χωριού να παίξει με τα άλλα παιδάκια. Είναι τέλη της δεκαετίας του 70 και όλοι οι δρόμοι του χωριού είναι χωματόδρομοι . Το παιδί δεν έχει κλείσει ακόμα τα εφτά του χρόνια, ένας μπόμπιράς με ποδήλατο που γυρνάει όλη μέρα στους δρόμους. Εκείνη την μέρα δεν είχε ποδήλατο, είχε τρυπήσει το λάστιχο του πριν από λίγες μέρες  και δεν έχει κανέναν να του το φτιάξει, ελπίζει να έρθει σύντομα ο θείος του από ένα άλλο διπλανό χωριό να τον βοηθήσει. Είναι μοναχοπαίδι και οι γονείς του είναι μεγάλοι σε ηλικία.  Η μητέρα του είναι πάνω από 50 χρονών και τα τελευταία χρόνια είναι άρρωστη και δεν ασχολείται καθόλου μαζί του, κάθεται όλη μέρα στο σπίτι σαν μια άτονη φιγούρα που περιμένει το θάνατο. Ο πατέρας του είναι πάνω από 70 και από τότε που αρρώστησε η γυναίκα του έχει μια μορφή κατάθλιψης,  το μόνο που κάνει είναι να κάθεται στο σπίτι όλη μέρα και να κάνει τις δουλειές του σπιτιού όσο μπορεί βέβαια και στον ελεύθερο χρόνο μιλάει με την γυναίκα του χωρίς να παίρνει ποτέ απάντηση από αυτήν. Ούτε αυτός ασχολείται με τον μικρό, η ζωή το παιδιού ξεκινάει και υπάρχει μόνο όταν βγαίνει από το σπίτι. Εκείνη την μέρα που θα είναι σημαδιακή για το υπόλοιπο της ζωής του στην αρχή την πέρασε όπως και κάθε προηγούμενη μέρα του. Είναι στην πλατεία μαζί με τα άλλα παιδιά και παίζουν, τα άλλα παιδιά όμως έχουν και τις μαμάδες τους μαζί, αυτός είναι μόνος του. Οι μαμάδες κάθονται σε ένα παγκάκι και λένε  τα δικά τους, πολύ συχνά γελάνε πολύ δυνατά, κάποια στιγμή κάνουν διάλυμα και φωνάζουν τα παιδάκια τους και τους δίνουν κάτι να φάνε. Αυτός μένει μόνος και βλέπει τα άλλα παιδάκια να είναι με τις μαμάδες τους που τα ταΐζουν, τινάζουν τις σκόνες από τα ρούχα τους , τα χαϊδεύουν τα μαλλιά και τα φιλάνε. Κοιτάει αυτές τις εικόνες σαν δεμένο θλιμμένο σκυλί και νιώθει ένα σφίξιμο στο στομάχι. Πόσο θα ήθελε να είχε και αυτός μια μαμά όπως όλα τα άλλα παιδιά, μια νέα μανούλα με όμορφη φωνή , όμορφο δέρμα   και λαμπερά μαλλιά, μια όμορφη και νέα μαμά που να τον αγαπάει όπως έχουν και άλλα παιδάκια, να τον αγάπα και να το αγαλλιάζει και να αισθάνεται αγαλλίαση μέσα στα τροφαντά της στήθη. Δεν είχε όμως ,και έμενε να κοιτάει τα αλλά παιδιά και περίμενε να τελειώσουν το διάλυμα και να συνεχίσουν το παιχνίδι αν και ποτέ δεν συνέχιζε με την ίδια όρεξη που είχε πριν.  Μια μαμά ενός παιδιού που τον είδε να κάθεται μόνος και να τους κοιτάει θλιμμένος ,τον λυπήθηκε και τον φώναξε «Μανωλάκη, έλα να φας και εσύ κάτι» μια ξαφνική χαρά σκίρτησε μέσα, επιτέλους κάποιος του έδωσε σημασία και πήγε τρέχοντας στην κυρία, είναι περίεργο πόσο γρήγορα αλλάζουν τα παιδιά διάθεση. Έφτασε μπροστά στην μαμά του άλλου παιδιού και περίμενε να του δώσει αυτό που ήταν να φάει, αυτή του χάιδεψε τα μαλλιά και του είπε «Τι όμορφο παιδάκι που είσαι εσύ!»  η καρδιά του μικρού χτυπούσε γρήγορα και δεν μιλούσε, κοιτούσε την μαμά του άλλου παιδιού στα μάτια με πρωτοφανή λατρεία, αυτή έσκυψε και τον φίλησε τρυφερά στο μάγουλο και αυτός κοκκίνισε όπως ποτέ άλλοτε, την αγαπούσε ήδη αυτήν την κυρία, ίσως μια μέρα να τη παντρευόταν. Μετά το φιλί του έδωσε και μια φέτα ψωμί με  Μερέντα ,  αυτός την έτρωγε αργά και κοιτούσε την κυρία με έκδηλη ευχαρίστηση. Ένιωσε μια τσιμπιά στα οπίσθια, και γύρισε  και είδε μια άλλη κυρία να του χαμογελάει «Τι ματάκια είναι αυτά που έχεις αγοράκι μου; Φτου να μη σε ματιάσω»  το παιδάκι χαμογέλασε με την φέτα ακόμα στο στόμα,  και οι άλλες μαμάδες  τον πειράζανε και του μιλούσαν γλυκά. Η καρδιά του Μανωλάκη πήγαινε να σπάσει, ένιωθε κάτι που δεν μπορουσε να το προσδιορίσει, συγκίνηση, ήθελε εκείνη η μέρα να  μην τελειώσει ποτέ, να μείνει πάντα εκεί με τις άλλες μαμάδες και να τον προσέχουν. Τα παιδιά ξεκίνησαν το παιχνίδι και φώναζαν τον Μανώλη να ρθει ,  αυτός δεν ήθελε να φύγει αλλά του είπε μια μαμά να πάει και ότι θα τον φιλούσε μετά αν  ήταν καλό παιδί. Αυτό ήταν αρκετό για να τον κάνει να πάει.
Ένα παιδί  μόλις πήγε εκεί ο Μανωλάκης τον ρώτησε «Δεν μου λες Μανώλη… ποιος ΄χει την όποιο όμορφη μαμά;»  ένα άλλο παιδί πετάχτηκε και είπε «η δικιά μου!» «¨όχι η δικιά μου είναι πιο όμορφη!» είπε ένα άλλο παιδί , ο Μανώλης ήθελε και αυτός να μαλώσει και να πει η δικιά μου αλλά ήξερε ότι θα ον κορόιδευαν, ένα παιδί είπε «Ο μπαμπάς μου είναι πιο δυνατός από όλους» «Τι λες ρε, ο δικός μου είναι πιο δυνατός,  σηκώνει με τα χέρια του τρία αυτοκίνητα!» «Ο δικός μου σηκώνει τρία τρακτερ!» «Ο δικός μου είναι ψηλός μέχρι τον ουρανό!» μάλωναν τα παιδάκια για το ποιανού ο πατέρας είναι πιο δυνατός, αλλά ο Μανώλης δεν μιλούσε, ένα παιδί είπε «Εσύ Μανώλη γιατί δεν μιλάς;» «Γιατί έχει άσχημη μαμά!» είπε ένα άλλο παιδάκι και όλοι μαζί γελάσανε
-Δεν είναι άσχημη! παραπονέθηκε ο Μανώλης 
-Είναι άσχημη και γριά!  είπε ένα παιδί
-Δεν είναι γριά! φώναξε ο Μανώλης
-Είναι γριά και δεν σ αγαπάει! του είπε κάποιο παιδί
-Μ αγαπάει! Απλά είναι άρρωστη !
-Δεν μπορεί να κλάσει; Του είπε κάποιος και όλοι γελάσανε δυνατά, και κολλούσαν τον Μανώλη κάνοντας τον ήχο της πορδής με το στόμα τους.
Ένιωσε πολύ ντρόπη και οργή ο Μανώλης και έσπρωξε ένα παιδί και το έριξε κάτω, η μαμά του παιδιού που είδε το μικρό της να πέφτει και να κλαίει σηκώθηκε απότομα και έτρεξε προς το μέρος τους, ο Μανώλης με το που την είδε να έρχεται έτσι , νόμιζε ότι έρχεται να τον χτυπήσει και άρχισε να τρέχει, ήθελε να φύγει να γλιτώσει το ξύλο.  Η κυρία του φώναζε να γυρίσει πίσω, του έλεγε δεν πειράζει, δεν έγινε τίποτα,  του φώναζε γλυκά Μανωλάκη μην φεύγεις, αλλά αυτός ήξερε ότι έκανε κάτι κακό και όπως και άλλες φορές θα την πλήρωνε άσχημα, γιατί έτσι πρέπει. Έτρεχε να ξεφύγει και κοιτούσε πίσω αν τον κυνηγάει κανείς , ευτυχώς δεν τον ακλουθήσανε, σταμάτησε το τρέξιμο και συνέχισε περπατώντας, ήταν νωρίς να πάει στο σπίτι αλλά δεν είχε και που αλλού να πάει. Έτσι αποφάσισε να κάνει βόλτες στο χωριό κλωτσώντας μια μικρή πέτρα, ήθελε να δει πόση ώρα θα την κλοτσάει χωρίς να την χάσει. Φαινομενικά έπαιζε, αν και θλιμμένα, μέσα του όμως τον βασάνιζαν αυτά που είχαν γίνει πριν από λίγο, δεν είχε ποτέ μαμά, δεν θα τον αγαπούσε ποτέ καμιά από αυτές, δεν τον υποστήριξαν, και οι δικοί του γονείς δεν τον θέλουν, παντού παρείσακτος είναι, και προχωρούσε όπου τον πήγαινε η πέτρα.


Η πέτρα του τον οδήγησε έξω από το νεκροταφείο του χωριού, εκεί άκουσε έναν ήχο. Έβαλε τα χέρια του πάνω στον πετροχτίστο φράχτη, πάτησε τα χέρια και σηκώθηκαν τα πόδια του από το έδαφος. Μόλις πέρασε το κεφάλι του πάνω από το ύψος του φράχτη είδε τον παππού του Γρηγόρη μέσα σε ένα λάκκο να σκάβει και να πετάει το χώμα έξω. Του φάνηκε παράξενο αυτό, τι έσκαβε να βρει; Γύρισε πίσω και μπήκε από την πύλη του νεκροταφείου. Προχώρησε και πήγε και στάθηκε πίσω από τον παππού του Γρηγόρη.  Μετά από λίγο τον αντιλήφτηκε ο παππούς  και του είπε
-Τι κάνεις εκεί μικρε;
-Τίποτα θείο, ήρθα να δω
-Δεν έχει τίποτα να δεις, φύγε
-Έλα ρε θείο, άσε με να δω… τι κάνεις;
-Σκάβω, φύγε, δεν είναι για παιδιά εδώ
-Θέλω να δω,  γιατί σκάβεις;
-Φύγε ρε σου λένε! Πήγαινε με τα άλλα παιδάκια να παίξεις
-Δεν με θέλουν, δεν με παίζουν, λένε ότι η μαμά μου είναι άσχημη, και μια κυρία με κυνήγησε για να με χτυπήσει, κανείς δεν με θέλει, εσύ γιατί δεν με θες; Τι σου έκανα;
-Ρε, δεν είναι ότι δεν σε θέλω, δεν κάνει για παιδιά εδώ
-Σε παρακαλώ, δεν έχω που να πάω
Το σκέφτηκε λίγο ο παππούς,  δεν τον ένοιαζε και πολύ, δεν θα έχανε και τίποτα αν έμενε εκεί ο μικρός, θα του έκανε και παρέα, άσε που καμιά φορά είναι καλό να μαθαίνουν τα παιδιά για τον θάνατο, θα τον άφηνε να μείνει, ούτως ή άλλως πότε δεν θα μπορούσε να του πει κανείς κουβέντα, ήταν από τα πιο αναγκαία άτομα στο χωριό, πλάκα θα είχε κιόλας να δει τις αντιδράσεις του μικρού
-Καλά μείνε, αλλά δεν θα μιλάς, δεν θα ρωτάς, και δεν θα πεις σε κανέναν τίποτα από αυτά που θα δεις, το κατάλαβες;
-Ναι θείο, πες μου μόνο τι ψάχνουμε.
-Πω ρε μύγα, άρχισες κιόλας τις ερωτήσεις; Λοιπόν, θα σου πω και μετά σκασμός
-Το ορκίζομαι!
Ξεκίνησε ο παππούς το σκάψιμο και εξηγούσε τον Μανώλη χωρίς να τον κοιτάει και χωρίς να διακόπτει την δουλεία του .
-Λοιπόν, έχεις ακούσει ότι οι άνθρωποι πεθαίνουν;
-Ναι, οι παππούδες
-Και όχι μόνο, όταν πεθαίνει ο κόσμος, τους θάβουμε
-Γιατί;
-Σκάσε μύγα… Τους θάβουμε για να λιώσουν
-Όπως τα παγάκια;
-Σκάσε βλήμα… όταν τους βάζουμε είναι όπως όταν κοιμούνται και όταν τους βγάζουμε είναι μόνο κόκαλα. Έχεις δει κόκαλα ποτέ;
-Αυτά που περισσεύουν από το κοτόπουλο
-Ε, κάπως  έτσι, αλλά εμείς  έχουν πιο μεγάλα
-Και εσύ τώρα ψάχνεις για κόκαλα;
-Ψάχνω για την κάσα που μέσα θα έχει κόκαλα, λοιπόν, σκασμός τώρα γιατί κουράζομαι να μιλάω και να σκάβω
-Γιατί κουράζεσαι;
-Σκάσε γίδ
Του μικρού του άρεσε που τον κορόιδευε ο παππούς έτσι, ένιωθε μια τρυφερότητα κάθε που τον κορόιδευε, κοιτούσε τον παππού και χωρίς να το ξέρει είχε ένα χαμόγελο ενθουσιασμού στο πρόσωπό του ο μικρός. Σε λίγο ακούστηκε ένα γκούπ
-Τι έγινε; Τι έγινε, τα βρήκες; Ρώτησε ζωηρά ο μικρός
-Ναι, σκάσε
-Να δω! Να δω!
-Σκάσε και περίμενε
Ο παππούς καθάρισε το χώμα γύρω από την κάσα , κούνησε λίγο το καπάκι του φέρετρου να ξεκολλήσει.  Ο μικρός από πάνω έβλεπε ένα  ξύλινο καπάκι , δεν καταλάβαινε πολλά αλλά ήξερε ότι αυτή είναι η κάσα με τα κόκαλα . Ο παππούς άναψε τσιγάρο και κοίταξε τον μικρό,  ο μικρός είχε συνηθίσει και ήξερε ότι για να κοιτάξει ένα μεγάλο στα μάτια έπρεπε να κοιτάει προς τα πάνω, τώρα για πρώτη φορά κοιτούσε προς τα κάτω. Ο παππούς του είπε
-Λοιπόν μύγα, τώρα που θα ανοίξω το καπάκι θα δεις κόκαλα, αν φοβάσαι  φύγε τώρα
-Δεν φοβάμαι! Φώναξε ο μικρός
-Αι, να σε δω….
Ο παππούς έβαλε το τσιγάρο στο στόμα και έσκυψε και άνοιξε το φέρετρο, το καπάκι με το που το σήκωσε έσπασε στα δυο και μετά ο παππόυς το έσπασε σε πολλά κομμάτια και τα άφησε κάπου δίπλα μέσα στο λάκκο,  «Γεια σου Κώτσο…» είπε ο παππούς. Ο μικρός από πάνω εκστασιασμένος είδε ένα πράγμα σαν άνθρωπο ξαπλωμένο με βρώμικα ρούχα και  αντί για δέρμα είχε κάτι σαν μαρμελάδα πασαλειμμένο πάνω στα κόκαλα, ρίζες από τα δέντρα περνούσαν μέσα από το σώμα του νεκρού.  Όταν ανοίγει ένας τάφος, τα κόκαλα δεν είναι ολόασπρα όπως τα βλέπουμε μετά, το δέρμα που έχει λιώσει δεν έχει εξαφανιστεί, είναι κολλημένο πάνω στα  οστά σαν μια καφετί βλέννα , τα μαλλιά είναι ακόμα πάνω στο κεφάλι.  Ο παππούς έσκυψε και έπιασε το κεφάλι από εκεί που κάποτε ήταν αυτιά, το ταρακούνησε λίγο, κρακ, και το ξεκόλλησε από το υπόλοιπο σώμα .  Τα χέρια του τώρα είχαν αυτήν την κολλώδη   ουσία. Κράτησε το κεφάλι με το ένα χέρι και με το άλλο τράβηξε τα μαλλιά που ξεκόλλησαν πολύ εύκολα από το κρανίο. Τα πέταξε μέσα στην κάσα. Ακούμπησε το κρανίο έξω από τον λάκκο δίπλα στον Μανώλη.  Ο μικρός κοιτούσε με δέος την τελετουργία, για πρώτη φορά δεν ήθελε να μιλήσει καθόλου, ήθελε να αποτυπώσει για πάντα την κάθε λεπτομέρεια, έβλεπε το κρανίο δίπλα στα πόδια του και έμοιαζε με πήλινη κανάτα που την είχαν βουτήξει σε σκατά γουρουνιών . Ο παππούς  μετά το κρανίο έσκυψε και έβαλε το ένα χέρι εκεί που ήταν ο λαιμός και το άλλο στα πόδια, με μια δυνατή κίνηση έκλεισε τα χέρια του στο κέντρο και όλο αυτό το πράγμα που ήταν απλωμένο έγινε ένας σωρός με ρούχα και κόκαλα στο κέντρο της κάσας. Έπιανε τα κόκαλα που εξείχαν από τον σωρό και τα πετούσε έξω από τον λάκκο, κοντά στο κρανίο.  Όλα τα κόκαλα ήταν καφέ. Μετά έπιασε το παντελόνι και το τίναξε,  μεγάλα μακριά κόκαλα έπεσαν. Τα πέταξε και αυτά έξω. Μετά πήρε το παπούτσι και έβγαλε το πόδι που είχε μέσα, αφού το έβγαλε, έβαλε το χέρι του και ψαχούλευε μέσα στο παπούτσι, «Κάτσε μην ξεχάσουμε κανα δάχτυλο μέσα» είπε και χαμογέλασε μόνος του . Έχει τελειώσει το κάτω μέρος, σειρά έχει το πάνω, έπιασε το σακάκι και το τίναξε, όσα έπεσαν τα πέταξε έξω, μερικά όμως είχαν κολλήσει πάνω στο ρούχο και έβαλε το χέρι και τα τράβηξε να ξεκολλήσουν. Τα πέταξε και αυτά έξω. Μετά όπως κρατούσε το ρούχο το έκανε σωρό και το πασπάτευε όπως πασπατεύεις  ένα τσουβάλι με πατάτες για δεις αν έχει μείνει καμία μέσα. «Ωπ, τι  είναι αυτό;» κάτι βρήκε ο παππούς, το απομόνωσε με το χέρι του και έσκισε το ρούχο που το κάλυπτε, όταν το καθάρισε είχε το κομμάτι της σπονδυλικής στήλης που ενώνει την λεκάνη μέχρι το σημείο που ξεκινάνε τα πλευρά. Απ την μια μεριά ήταν κόκαλο και απ την από πίσω είχε κολλήσει το ρούχο και δεν ξεκολλούσε, προσπάθησε ο παππούς να το ξεκολλήσει τραβώντας το , στην αρχή έκανε έναν ήχο σαν σκρατς και μετά κόπηκε το ρούχο, δεν γινόταν να ξεκολλήσει. «Μπάρμπα Κώτσο αυτό δεν το έλιωσες καλά…» είπε μόνος και πέταξε έξω το κομμάτι. Μετά βγήκε και αυτός από τον λάκκο .
-Τέλος θείο;
-Σχεδόν…
Έβγαλε ένα άσπρο σεντόνι και έμασε όλα τα διάσπαρτα κόκαλα και το έκλεισε σχηματίζοντας έναν μπόγο. Μετά έβγαλε και ένα  άλλο μικρότερο πανί και τύλιξε το κρανίο και το άφησε δίπλα από τον μπόγο.
-Τι θα κάνεις αυτά τώρα θείο;
-Θα ρθούνε οι γυναίκες να πλύνουν με κρασί
-Και τα ρούχα και τα παπούτσια;
-Θα τα αφήσω μέσα και θα σκεπάσω με χώμα
-Γιατί;
-Γιατί κλάνει το γατί….
-Τώρα τι κάνουμε;
-Τώρα κάνουμε ένα τσιγάρο και κλείνουμε τον λάκκο
-Για να μην πέσει κανένας μέσα;
Δεν απάντησε ο παππούς, μόνο κάπνιζε, και είχε ένα βλέμμα που του μικρού του φάνηκε βαθυστόχαστο, προσπάθησε να τον μιμηθεί σουφρώνοντας τα χείλη και σμίγοντας τα φρύδια, παταγώδης αποτυχία. Πίσω τους ακούστηκε η πόρτα του νεκροταφείου να ανοίγει.  «Κρύψου γρήγορα, μπορεί να  ήρθε η Κώσταινα, μην σε δουν εδώ.» Ο μικρός τινάχτηκε χαρούμενος που εκτελούσε την διαταγή του παππού και κρύφτηκε πίσω από την οστεοθήκη ενός διπλανού τάφου, ήταν διπλή οστεοθήκη και αρκετά μεγάλη για να τον καλύψει. Το άτομο που ήρθε δεν ήταν η Κωσταινα αλλά ο γιός του Κώτσου και ήταν αυτός που μίλησε πρώτος
-Τι έγινε Μπάρμπα-Γληγόρ’, όλα καλά ; τέλειωσες ;
-Τέλειωσα γιε μ’, σε λίγο θα τον κλείσω πάλι και θα φύγω
-Πόσα θες;
-Όσα είχαμε πει
-15;
-15
-Ορίστε (του τα δίνει)
-Να σαι καλά… α, ναι σε πω (άνοιξε τον μπόγο νε τα κόκαλα και έβγαλε το κομμάτι που δεν έχε λιώσει) αυτό δεν έλιωσε, δεν θα μπορέσουν να το πλύνουν οι γυναίκες, βάλτο σε μια σακούλα και πέτα το 
-Τι λες ρε Γληγόρ΄ θα πετάξω την πλάτη του πατέρα μου; Να την βρουν τίποτα σκυλιά και να την φάνε;
-Τι να σε κάνω, δεν βλέπεις εδώ; Δεν έλιωσε, τι του βάλατε μάλλινη ζακέτα; Κόλτσε απάνω τ΄
-Ήταν χειμώνας…
-Και τι φοβηθήκατε μην κρυώσει; (γέλασε μόνος του με το αστείο του)
-Κόψ την πλάκα ρε μπάρμπα… τι θα κάνουμε τώρα;
-Αμα θες το ρίχνω εδώ μέσα και το ξαναθάβω… Εδώ δεν θα θάψεις και τη μάνα σ΄;
-Τι λες ρε μπάρμπα, δεν το χω σκεφτεί έτσι
-Πόσο χρονών είναι η μάνα σ΄
-79
-Κοντός ψαλμός αλληλούια
-Τι θα κάνουμε;
-Θα το θάψω εδώ, αν πεθάνω εγώ πριν την μανα σ΄ να πεις τον επόμενο ότι έχει μια πλάτη από τον πατέρα σ εδώ 
-Καλά ρε μπάρμπα, ας γίνει όπως λές…. Α και να σου πω…. Αυτό με το κομμάτι που δεν έλιωσε…. Ας μείνει μεταξύ μας…. έτσι;  (και έβγαλε άλλα δέκα χιλιάρικα για να επικυρώσει την συμφωνία)
-Μη  ανησυχείς… τάφος (είπε ο μπάρμπας και έβαλε τα επιπλέον χρήματα στην τσέπη του)

Αφού έφυγε ο γιος του Κώτσου, ο παππούς έπιασε το μικρό που τα είδε όλα και του είπε ότι αν πει τίποτα σε κανέναν θα τον τουλουμιάσει στο ξύλο. Ο μικρός ορκίστηκε ότι δεν θα πει τίποτα, και τον παρακάλεσε να του πει πότε θα ξαναξεθάψουν άτομο για να ρθει, ο παππούς του είπε την άλλη Πέμπτη. Ο μικρός επέστρεφε στο σπίτι με πρωτόγνωρη χαρά και ενθουσιασμό, αλλά δε είχε συνειδητοποιήσει ότι είχε πάρει ένα δρόμο χωρίς επιστροφή.  Μια κατρακύλα προς την αδιαφορία της ανθρώπινης ύπαρξης.  Αυτό ήταν μόνο η αρχή…..



9 σχόλια:

Prisoned Soul είπε...

Ο τάφος ανοίχτηκε και δυσωδία πλημμύρισε το χώρο.
Για άλλους ανυπόφορη, που τους έκανε να καλύψουν το πρόσωπό τους και α φύγουν, και για άλλους μυρωδιά παράξενα ελκυστική, με τόση δύναμη όσο καμία, που μαρμαρωμένους τους έκανε να προχωρήσουν και να κοιτάξουν μέσα στην κάσα.

Η γραφή σου εδώ είναι σαν εκείνη τη μυρωδιά, άλλοι ίσως δείξουν αποστροφή και άλλοι ίσως μείνουν να διαβάσουν, ίσως ακόμη να περιμένουν σαν υπνωτισμένοι τη συνέχεια...
Μπαίνουν και εκείνοι σε κόσμο αναίσθητο και αδιάφορο για τη ζωή, τον γνωρίζουν.

Μην το αφήσεις κι αυτό :Ρ
συνέχισε

Φιλιά

Gaurakos είπε...

Ενδιαφέρουσα ανάρτηση. Θα υπάρξει και δεύτερη σχετική, λογικά έτσι; Περιμένω και την συνέχεια.

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ είπε...

Φίλε
Μπορεί οι περιγραφές του ανοίγματος του τάφου να "σοκάρουν" μερικούς αλλά η άρτια διήγηση σου από το ξεκίνημα της ιστορίας μέχρι το τέλος του πρώτου μέρους δεν μου επέτρεψε ούτε τα βλέφαρά μου να ανοιγοκλείσω. Ομολογώ ότι είναι από τις στιγμές εκείνες που "βλαστημάω" που δεν έχω την συνέχεια εδώ. Θα περιμένω όμως. Η χρήση της γλώσσας είναι παραδειγματική.
Έξοχο ειλικρινά!

mr.alobar είπε...

να διαβαστει μετα τα μεσανυχτα...

zoyzoy είπε...

Καλά έμεινα άφωνη απ'τις λεπτομέρειες θα'λεγα ότι είναι όντως πραγματική και ο συγγραφέας έχει βιώσει μια τέτοια εμπειρία για να μπορεί να την μεταφέρει με τόση πλαστικότητα.

Δεν θα'θελα να διαβάσω την συνέχεια ήδη μου έφερε στο νού άσχημες στιγμές!


Καλό ΣΒΚ να'χεις!

Nicotine είπε...

Sweet truth

Προσπάθησα να είμαι όσο λιγότερο σκληρός γίνεται
Σίγουρα υπάρχει και συνέχεια
Τουλάχιστον τρεις, αν και consept που έχω στο μυαλό μου είναι περίπου δέκα
Θα δω πότε και πόσες θα βγάλω
Σίγουρα όμως θα είναι πιο σκληρές μετά
Μ άρεσε πολύ το σχόλιό σου

Gaurakos
Όπως ανέφερα και πιο πάνω θα υπάρξει συνέχεια, σύντομα.
Thankas for comment

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ

Tο να σοκάρω δεν ήταν αυτοσκοπός, προσπάθησα να μετριάσω κάπως το σοκ τοποθετώντας το ελαφρώς κωμικό διάλογο με τον παππού. Θα συμφωνήσω με τον όρο άρτια διήγηση που χρησιμοποίησες (αν και το ξέρεις ότι είμαι χαμηλών τόνων)γιατί όλο το στήσιμο μου βγήκε πολύ φυσιολογικά και σχεδόν χωρίς καμία δεύτερή σκέψη
Καλό Σαββατοκύριακο

Nicotine είπε...

mr.alobar

Όχι όμως στις τρεις τα ξημερώματα

zoyzoy

Πραγματικά λυπάμαι αν σου χάλασα την διάθεση, δεν είναι στο στυλ του μπλοκ, συνήθως γράφω αστείες ιστορίες, τώρα τελευταία το άλλαξα λίγο, μάλλον όχι λίγο, στο άλλο άκρο πήγα.
Πάντως θα χαρώ να ξαναδώ σχόλιο σε μελλοντικό ποστ διαφορετικού ύφους.
Όσο για το αν η εμπειρία ήταν άμεση... δεν το ξέχασα, απλά δεν απαντώ
Να σαι καλά

E.T. είπε...

Ενα πτώμα περιμένει στο ψυγείο του νεκροταφείου την αυριανή του κηδεία. Το γατί νιαουρίζει σπαραχτικά στην αυλή ενός σπιτιού, του σπιτιού όπου πριν λίγες μέρες η κυρά του το φρόντιζε στοργικά. Τι καταλαβαίνει, άραγε, ένα γατί;

zoyzoy είπε...

Η αλήθεια είναι ότι ήρθα απ'την ΗΩΣ και έπεσα σε λάθος ανάρτηση έπρεπε να διάβαζα εκείνη που'χε λίνγκ αλλά η περιέργεια πάντα με βγάζει σε άσχημες εμπειρίες.

Δεν φταίς εσύ και πραγματικά λυπάμαι γιαυτό που δεν απαντάς:))

Στα τέσσερα

Η μέρα ήταν Σάββατο , τα στήθη της μικρά και αυτή επίσης.  Τη λέγανε Αθηνά, τίποτα άλλο μη ρωτήσεις.  Δυο βδομάδες  μετά από αυτό το Σάββα...