Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010

Ο Νεκροθάφτης 3 (Τα αυτιά του λαγού)

Μετά το δυσάρεστο γεγονός με την ‘’σταύρωση’’ ο Μανώλης αποξενώθηκε ακόμα περισσότερο, για μερικές μέρες δεν βγήκε καν από το σπίτι. Το χτύπημα στο κεφάλι δίπλα από το αυτί του προκάλεσε ένα πρόβλημα βαρηκοΐας, κατά τα άλλα ήταν καλά. Το μεγαλύτερο τραύμα ήταν το ψυχικό, Αυτές τις μέρες που έμεινε κλεισμένος αισθάνθηκε λίγο πιο κοντά με την μητέρα του. Μερικές  φορές τον κοίταξε κιόλας. Τα παιδιά που τον βασάνισαν παραλίγο να τα κλείσουν σε αναμορφωτήριο, αλλά λόγω του ότι ήταν από το ίδιο χωριό και οι γονείς ήταν γνωστοί μεταξύ τους το άφησαν να περάσει σαν να μην είχε γίνει τίποτα. Πολλές διαβεβαιώσεις έγιναν ότι δεν θα ξαναπειράξουν τον μικρό. Μια βδομάδα σχεδόν μετά ο Μανώλης βγήκε για μια βόλτα στο χωριό. Στο δρόμο βρήκε τον μπάρμπα Γρηγόρη, τον νεκροθάφτη του χωριού.
-Καλημέρα! Είπε ο μικρός
-Τον κώλο σα πέρα…
-Που πάς θείο;
-Στου Νακούλι να σφάξω κουνέλια
-Να ρθω και εγώ;
-Και δεν έρχεσαι… σαμα τι; Στην πλάτη μου θα σε πάρω;
Μπροστά ο γέρος και πίσω ο μικρός. Ένιωθε μια ασφάλεια με τον παππού, αν κάποιος τον πείραζε πάλι, θα του έδει χνε ο παππούς.  Έτσι έφτασαν στο σπίτι του Νικούλη.  Η παραγγελία ήταν να σφάξει και να γδάρει 5 κουνέλια. Είπε ον μικρό να καθίσει σε ένα σημείο που δεν θα ενοχλούσε. Μπήκε μέσα σε μια αποθήκη και βγαίνοντας  κρατούσε ένα κουνέλι από τα αφτιά, στα άλλο χέρι κρατούσε ένα κόπανο σιδερένιο (…… η σκληρότητα δεν είναι αυτοσκοπός, το έγραψα αλλά δεν το δημοσιεύω…….)  και άφησε το κουνέλι πάνω στον πάγκο. Ο Μανώλης σοκαρίστηκε από τις τόσο σκληρές εικόνες, αυτές τις εικόνες θα έφερνε πλέον στο μυαλό του όταν θα σκεφτόταν το κουνέλι ή τον λαγό. Πιο πριν σκεπτόταν άλλα με το που άκουγε κουνέλι  , μια βλακεία που είχε κάνει όταν ήταν πιο μικρός, πριν από τρία χρόνια. Ιδού η βλακεία:  άκουσε ότι πέθανε η γιαγιά ενός φίλου του, που στην ουσία ήταν προγιαγιά, η γιαγιά ήταν πάνω από 90 οπότε δεν υπήρχε και πολύ θρήνος σ αυτήν την κηδεία. Ο Μανωλάκης ρώτησε την μάνα του αν θα τον άφηνε να πάει να δει, αυτή που τότε ήταν ακόμα καλά δεν είχε αντίρρηση αρκεί να καθόταν φρόνιμος. Φτάνει λοιπόν ο Μανωλάκης στο σπίτι του φίλου του και εντυπωσιάστηκε που είδε τόσο πολύ κόσμο, συνήθως μόνο τις Κυριακές στην εκκλησία βλέπει τόσους πολλούς. Ήταν πάνω από τριάντα άτομα έξω από το σπίτι. Όποιος πήγαινε στο σπίτι έμπαινε από μια πόρτα και μετά έβγαινε. Δεν έβλεπε πουθενά τον φίλο του, έτσι αποφάσισε να μπει στο σπίτι να τον ψάξει. Μπήκε από την πόρτα που μπαίνουν οι μεγάλοι, μόλις μπήκε μέσα είδε πολλούς ανθρώπους σιωπηλούς γύρω από ένα καφέ  πράγμα. Απ την μεριά που το έβλεπε αυτός ήταν μόνο ένα τετράγωνο και δυο μύτες παπουτσιών μαύρες. Δηλαδή ό Μανωλάκης έβλεπε την πίσω μεριά του φέρετρου και την κοιτούσε από χαμηλά. Έτσι όπως είδε τις μύτες των παπουτσιών του θύμισε μια εικόνα που είχε δει σε ένα παιδικό παραμύθι, ένας μάγος με ένα καπέλο που εξείχαν μόνο δυο αφτιά,  τραβούσε τα αφτιά και έβγαινε ένα κουνέλι. Αυτό νόμιζε ότι γινόταν και εκεί, ένα κουνέλι με μαύρα αυτιά ήταν κρυμμένο μέσα στο μεγάλο κουτί! Τα παπούτσια της γιαγιάς εξείχαν σαν αυτιά κουνελιού και αυτός θα το έπιανε! Πλησίασε την κάσα, σήκωσε το χέρι του και άρπαξε απότομα  το ένα αυτί.  Αυτομάτως βρέθηκε με ένα μαύρο κενό παπούτσι στο χέρι και όλοι να του φωνάζουν φερτο πίσω, άστο κάτω , τι έκανες εκεί και τέτοια. Αυτός σάστισε και άφησε κάτω το παπούτσι και βγήκε στην αυλή και περίμενε τον φίλο του. Ο Μανωλάκης απορούσε πως το αυτί του κουνελιού έγινε παπούτσι και εσύ απορείς πως έβγαλε τόσο εύκολα το παπούτσι. Πολύ απλά, δεν το έβγαλε, η γριά είχε μόνο ένα πόδι ή της έλειπε ένα πόδι και το παπούτσι απλώς το είχαν στηρίξει όρθιο με λουλούδια, αυτό το παπούτσι τράβηξε ο Μανωλάκης. Εκεί που στεκόταν έξω στην αυλή και περίμενε τον φίλο του είδε μερικούς να τον κοιτάνε περίεργα, άλλοι χαμογελούσαν. Ένα κορίτσι βγήκε μέσα από το σπίτι και πήγε σε κάτι άλλα παιδιά, λυκείου, και τους έλεγε μια ιστορία με έντονες χειρονομίες και έδειχνε προς τον Μανώλη, όταν τελείωσε την ιστορία της τα παιδιά διασκορπιστήκαν προσπαθώντας να κρατήσουν τα γέλια τους. Αυτήν την ιστορία είχε στο μυαλό του ο Μανώλης κάθε φορά που έβλεπε κουνέλι μέχρι τώρα. Από και πέρα θα του έρχεται στο μυαλό η εικόνα του μπαρμπα Γρηγόρη να ……. με τον κόπανο ….. τσιρίδα…….. σπασμωδικά τα ποδαράκια του….. αίμα .

Το ίδιο βράδυ έβλεπε εφιάλτες με το κουνέλι, έβλεπε τον εαυτό του ότι ήταν ντυμένος με στολή κούνελου  και τον κρατούσε μάνα  του από τα αυτιά και τον χτυπούσε στην πλάτη με τον κόπανο για να του την σπάσει. Αυτός φώναζε «Μη μαμά, δεν είμαι κουνέλι! Ο Μανωλάκης είμαι»  αλλά αυτήν δεν σταματούσε, τον χτυπούσε στην πλάτη δυνατά με τον κόπανο. Ξύπνησε απότομα τρομαγμένος, αλλά πριν καλά καλά συνειδητοποιήσει ότι έβλεπε εφιάλτη, είδε την μάνα του να κάθεται στην άκρη του κρεβατιού με την πλάτη γυρισμένη στον Μανώλη. Την αναγνώρισε από τα μαλλιά μέσα στο λιγοστό φως που έμπαινε στο δωμάτιο από το καντηλάκι. Ο Μανώλης τρόμαξε και τράβηξε την κουβέρτα και κάλυψε το μισό του πρόσωπο. Είπε διστακτικά σχεδόν ρωτώντας «Μαμά;….» αυτήν δεν απάντησε, συνέχισε να του έχει γυρισμένη πλάτη. Ο Μανωλάκης κατουρήθηκε.  Ξαναμίλησε «Μαμά, μην το κάνεις αυτό σε παρακαλώ…. Φοβάμαι….» Η μάνα του κούνησε (όχι έστριψε)  το κεφάλι της δεξιά και αριστερά και άρχισε να κάνει ένα παρατεταμένο ανατριχιαστικό «ααααααα»  ένας ήχος που έμοιαζε με πόνο.  Σηκώθηκε η μάνα του από το κρεβάτι και περπάτησε ευθεία, σαν να κρύφτηκε στο σκοτάδι, πήγε σε μια γωνία που δεν έφτανε το φως από το καντηλάκι. Το παρατεταμένο ααα συνεχιζόταν αν και χαμήλωνε σε ένταση μέχρι που σταμάτησε τελείως. Τώρα ο μικρός δεν άκουγε τίποτα ούτε έβλεπε τίποτα, σκέφτηκε μήπως το είχε δει και αυτό σε όνειρο; Αλλά δεν ήταν όνειρο. Η μάνα ξαναβγήκε στο λιγοστό φως και τον πλησίαζε πολύ αργά,  ο Μανωλάκης είπε «Σε παρακαλώ μαμά…. τι κάνεις;» Αυτή δεν του απάντησε, πλησίασε κι άλλο και έφτασε στο προσκέφαλο του μικρού, έκατσε δίπλα του στο κρεβάτι . Η καρδιά του μικρού κόντευε να σπάσει.  Έβλεπε την μάνα του μπροστά του,  είχε μισάνοιχτο το στόμα και της τρέχαν τα σάλια, τα μαλλιά της ήταν ανακατωμένα και στα μάτια είχε ένα χαμένο βλέμμα. Τον κοιτούσε. Πλησίασε το πρόσωπό της στον Μανώλη και τον κοιτούσε πλέον από πολύ κοντά «Μανωλάκη…..» είπε πολύ σιγά με τρεμάμενη φωνή και απομάκρυνε πάλι το πρόσωπό της από το δικό του. Σηκώθηκε, του γύρισε την πλάτη και βγήκε σχεδόν παραπατώντας από το δωμάτιο, ο Μανωλάκης την κοιτούσε να απομακρύνεται, μόλις βγήκε από το δωμάτιο την είδε να ξερνάει, έπεσε στα γόνατα, και συνέχισε να βήχει και να ξερνάει. Ένα φως άναψε, ο πατέρας του ξύπνησε,  πήγε κατευθείαν στην μάνα του, την αγαλλίασε από τους ώμους, γύρισε είδε τον μικρό που κοιτούσε με απορία, σηκώθηκε και ήρθε στην πόρτα «Κοιμήσου Μανωλάκη, θα τα πούμε άυριο» «Τι έχει η μαμά» «Κοιμήσου Μανωλάκη ,είπα θα τα πούμε αύριο, καληνύχτα..» και του έκλεισε την πόρτα . Από την κλειστή πόρτα, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι άκουγε τον πατέρα του να λέει «Είναι το κακό… άστο να βγει…. Αυτό φταίει..» η μάνα του απαντούσε  με πόνο «δεν μπορώ , δεν μπορώ»  «Θα περάσει και αυτή η κρίση… θα περάσει» «Δεν μπορώ! Δεν μπορώ»  μιλούσε η μάνα σαν να μην αντιλαμβάνεται τι της έλεγε ο σύζυγος.  Σε κάθε προτροπή του, αυτή απαντούσε ‘’δεν μπορώ’’ . Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε ο μικρός, είχε παγώσει όλο του το σώμα και είχε στεγνώσει το στόμα του. Του είχε καρφωθεί η εικόνα της μάνας του να ξεπροβάλει από το σκοτάδι. Και ήταν περιτριγυρισμένος από σκοτάδι.
Το σκοτάδι , οι εφιάλτες, το κρύο και ο φόβος.

6 σχόλια:

Prisoned Soul είπε...

..."Μη μου το κάνεις αυτό σε παρακαλώ!" ο κόπανος έπεσε βαρύς πάνω στην πλάτη μου, ένιωσα τα κόκαλά μου να σπάνε κάτω από το μεταλλικό εργαλείο, έτσι ήταν η φωνή σου, το γραπτό σου για την καρδούλα μου, αυτό και το προηγούμενο...

Αλλά συνεχίζω να διαβάζω, απαγορευμένο και τόσο ελκυστικό, οξύμωρος χαρακτηρισμός μέσα από τη σκληρότητα του ρεαλισμού του.

Φιλιά

Gaurakos είπε...

Μόλις είδα ότι πρόκειται... για κουνέλι,θυμήθηκα την πρώτη φορά που είδα το πατέρα μου να σκοτώνει κουνέλι... Σαν το Μανωλάκη ένιωσα και εγώ.
Δεν κατάλαβα το ρόλο της μάνας σε αυτό το post.
Άστο μην δώσεις εξηγήσεις, θα το βρω στην συνέχεια των επόμεων posts.

E.T. είπε...

ήθελα να'ξερα που θες να καταλήξεις..τελείωνε!!!!Πριν καταλήξω εγώ!!Τι το πέρασες το blog;"Διάπλαση των παίδων";;Σε λίγο πάλι η συνέχεια;

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ είπε...

Τι να πω!
Οι εικόνες σου είναι τόσο δυνατές που γίνονται απτές. Η διήγηση σου δεν έχει όμοιά της. Ο ρεαλισμός σου είναι απαράμιλλος.
Πρόσεχε Δεν υπάρχει η παραμικρή υπερβολή σε αυτά που γράφω .
Ο απίστευτος παραλληλισμός των αυτιών κουνελιού με το παπούτσι της γιαγιάς στο φέρετρο είναι τόσο πρωτότυπος που μόνο αν κάποιος έχει ζήσει την σκηνή μπορεί να την δημιουργήσει.
Η σκηνή με την μητέρα, είναι εντονότατη και προκαλεί αγωνία στον αναγνώστη καθώς το σκηνικό μέσα στο οποίο συμβαίνει είναι κλειστοφοβικό και η κατάσταση της μητέρας αινιγματική.
Έχεις τελείως δική σου τεχνοτροπία στο γράψιμο. Δικό σου χαρακτήρα
Δεν θα επαναλάβω καλά λόγια. Ισχύουν όλα όσα σου έχω γράψει και ίσως και περισσότερα.
Περιμένω την συνέχεια.
Καλό σου βράδυ

zoyzoy είπε...

Τελικά αυτή η εικόνα της μάνας πιστεύω θα κυνηγά τον Μανωλάκη στη ζωή του.
Είναι τόσο ζωντανή η περιγραφή σου που εύχομαι να μην είναι αληθινη!

Καλό 2ήμερο να'χεις!

Nicotine είπε...

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ

Ο παραλληλισμός των αυτιών κουνελιού με το παπούτσι της γιαγιάς στο φέρετρο ήταν έμπνευση της στιγμής, δεν το είχα καν στο μυαλό μου όταν ξεκινούσα το κείμενο, χαίρομαι που σου άρεσε γιατί κάποια στιγμή σκέφτηκα να μην το βάλω καν γιατί είναι κάπως χιουμοριστικό
Και πάλι σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια

Gaurakos

Αυτή η εικόνα ήταν η μόνη που την έζησα άμεσα ότι έχω αναφέρει μέχρι τώρα. Ισως η πιο σκληρή

zoyzoy

Η εικόνας της μάνας αυτής είναι λίγο παρεξηγημένη, θα το δεις στο επόμενο.
Σίγουρα δεν την έχω ζήσει άμεσα αυτήν την σκηνή, το αντίθετο μάλιστα είχα πολύ ευχάριστα και αθώα παιδικά χρόνια
Να σαι καλά
Φιλιά

Στα τέσσερα

Η μέρα ήταν Σάββατο , τα στήθη της μικρά και αυτή επίσης.  Τη λέγανε Αθηνά, τίποτα άλλο μη ρωτήσεις.  Δυο βδομάδες  μετά από αυτό το Σάββα...