Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

Ο Νεκροθάφτης 4 (το χάδι του θανάτου)

Ο Μανωλάκης κάθεται μαζί με τον παππού έξω από το νεκροταφείο, σε λίγο θα ξεκινήσουν μια εκταφή. Ο Μανωλάκης πλέον συμμετέχει ενεργά στις εκταφές, κατεβαίνει με τον παππού κάτω στους λάκκους, αγγίζει τα οστά,   μαζεύει τα ρούχα των νεκρών,  κόβει τις ρίζες αν έχουν περάσει μέσα στα σώματα και οτιδήποτε άλλο κάνει και ο πάππους έκτος από το να σκάβει.
-Θείο πότε θα ξεκινήσουμε
-Μη βιάζεσαι, κάτσε να κάνω το τσιγάρο και ξεκινάμε
-Ποιον θα ξεθάψουμε;
-Θα δεις….. Είπε ο παππούς και έφτυσε ένα κομμάτι καπνού από το τσιγάρο του. Για λίγο έπεσε σιωπή.  Ο Μανωλάκης όμως ήθελε να μιλάει συνέχεια, και σκεφτόταν τι να πει. Κάποια στιγμή   είπε του παππού
-Έμαθες για την μαμά μου;
-Τι να μάθω;
-Είναι άρρωστη….
-Α, αυτό…..
-Ναι, έτσι  μου είπε ο μπαμπάς, ότι έχει κάτι κακό στο κεφάλι της. Και ότι σιγά σιγά θα γίνεται όλο και χειρότερα, και ότι πρέπει να είμαι δυνατός
-Ε, να είσαι τότε…
-Ένα βράδυ με τρόμαξε πάρα πολύ, φοβήθηκα, λες να κάνει χειρότερα από εδώ και πέρα;
-Μπα… από δω και πέρα θα μιλάει όλο και λιγότερο
-Μα δεν θέλω, θέλω να γίνει καλά!
- Μικρέ, η ζωή είναι σκληρή, κάποια στιγμή πρέπει να το μάθεις και αυτό
-Τι εννοείς σκληρή; Δεν το καταλαβαίνω, πως είναι σκληρή η ζωή;
-Πώς να στο πω ρε μύγα, να ας πούμε ότι τα πράγματα δεν έρχονται ποτέ όπως τα περιμένεις, γίνονται και άσχημα πράγματα
-Α, ναι ,ξέρω
-Δεν ξέρεις ακόμα τίποτα….
Για λίγο έπεσε σιωπή,  ο Μανωλάκης έψαχνε να βρει θέμα για να μιλήσει. Ήθελε να κρατάει την κουβέντα ζωντανή για να ακούει την φωνή του παππού
-Να σου πω θείο…
-Μίλα…. Απάντησε ο παππούς βαριεστημένα
-Ποια είναι αυτή η γιαγιά που περνάει εκεί απέναντι από τον δρόμο;
-Ποια γριά λες ρε; Δεν βλέπω
-Να αυτήν εκεί
-Ρε σκατό, δεν βλέπω σου λέω! Δεν είμαστε ίσα
-Βγήκε από το σπίτι με τα δύο μεγάλα δέντρα και την κόκκινη πόρτα στην αυλή και πάει προς μια αποθήκη
-Η Ασημίνα;! Την βλέπεις καλά; Περπατάει σκυφτή;
-Ναι, σκυφτή περιπατάει, αλλά δεν ξέρω πως την λένε
-Λοιπόν ,(του ρίχνει μια σφαλιάρα) άκουσε με καλά ! (του ρίχνει και άλλη σφαλιάρα)
-Τι βαράς ρε θείο;
-Σκάσε και άκου, (τον κοιτάει με έντονο βλέμμα στα μάτια και συλλαβίζει αργά και καθαρά την πρόταση για να δώσει έμφαση σ αυτό που θα πει) Δεν θα πάρεις πότε τίποτα από το χέρι αυτής της γριάς! Πότε! Τίποτα!  Ότι και αν σου δώσει! Το κατάλαβες;
-Γιατί;
-(του σκάει σφαλιάρα) Το κατάλαβες λέω;
-Το κατάλαβα, τίποτα, αλλά γιατί;
-Γιατί είναι μια κακιά μάγισσα (είπε   και έφτυσε στο χώμα για ξορκίσει το κακό)
-Τι κάνουν οι κακές μάγισσες;
-Ξόρκια
-Τι είναι τα ξόρκια;
-Αυτά που κάνουν οι κακές μάγισσες, και μη ρωτάς άλλα, φρόντιζε μόνο να  την αποφεύγεις ‘όσο το δυνατόν περισσότερο γίνεται. Αι, μπρός, σκως΄ * πάμε να ξεθάψουμε εκείνον τον κακομοίρη      *(σκως σημαίνει σήκω)


Μετά από πολύ ώρα σκάψιμο ακούγεται το χτύπημα του φτυαριού πάνω σε ξύλο.
-Ζήτω! Τον βρήκαμε λέει ζωηρά ο Μανωλάκης
-Σκάσε μύγα… απαντάει ο παππούς
Καθάρισε το χώμα από το καπάκι ενώ ο μικρός τον κοιτούσε με ένα χαμόγελο ευχαρίστησης. Μόλις τελείωσε με το χώμα άνοιξε το καπάκι,  το έσπασε σε πολλά κομμάτια και το πέταξε δίπλα. Στο πρόσωπο του Μανωλάκη εμφανίστηκε μια ζωηρή απορία μόλις είδε τον νεκρό.
-Τι έπαθε; Γιατί είναι έτσι; Ρώτησε ζωηρά
Ο παππούς δεν απαντούσε
-Τι έπαθε, τι έπαθε; Ξαναρώτησε ο μικρός
-Συμβαίνει που και που, δεν είναι τίποτα
-Πρώτη φορά βλέπω πεθαμένο έτσι
-Σου είπα συμβαίνει που και που
-Τι έπαθε;
-Δεν είχε πεθάνει καλά
-Και;
-Και ξύπνησε ενώ ήταν θαμμένος και μετά πέθανε καλά
-Δηλαδή κοιμόταν και τον έθαψαν;
-Εγώ τον έθαψα και δεν κοιμόταν ακριβώς, ένας γιατρός μου είπε ότι αυτό λέγεται νεκροφάνεια, είναι κάτι που παθαίνουν μερικοί και οι άλλοι νομίζουν ότι έχει πεθάνει, μην το πεις πουθενά, δεν κάνει να τρομάζουμε τον κόσμο
-Και να θέλω δεν έχω κανέναν να το πω
-Πουθενά λέω ούτε στην οικογένεια του θα το πούμε
-Πουθενά θείο, αλήθεια…. Τάφος
-Α μπράβο έμαθες βλέπω…
-Και τι κάνουμε τώρα;
-Συνεχίζουμε κανονικά
Ο μικρός έμεινε να κοιτά αποσβολωμένος το πτώμα λίγο πριν το διαλύσει ο παππούς.  Έβλεπε έναν σκελετό γυρισμένο στα πλάγια προς την αριστερή μεριά, τα γόνατά του ήταν λυγισμένα και ακουμπούσαν στον τοίχο της κάσας και τα χέρια του ήταν κεφάλι. Αυτό που του έκανε περισσότερο εντύπωση ήταν που είχε ανοιχτό το στόμα. Ακόμα και λειωμένος ο νεκρός έπειθε με γλαφυρότητα για την αγωνία και τον πόνο που έζησε τις τελευταίες του στιγμές, τόσο μόνος όσο δεν υπήρξε ποτέ στην ζωή του.

Η μητέρα του Μανώλη είχε μεταφερθεί στο νοσοκομείο, έχει φτάσει στα τελευταία της, λίγες μέρες πριν πεθάνει την έχουν φέρει στο σπίτι για να φύγει αξιοπρεπώς. Τις μέρες που έλειπε μια θεία του Μανώλη κοιμόταν στο σπίτι για να τον προσέχει. Την μέρα που την έφεραν ο μικρός είχε αγωνία για το τι θα δει. Του είπαν ότι η μητέρα του μιλάει λίγο πια, και ότι πολλά από αυτά δεν είχαν νόημα. Την πρώτη φορά που την είδε μετά την επιστροφή της από το νοσοκομείο  ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, αυτό που κάποτε ήταν το νυφικό κρεβάτι έμελε να είναι και  το νεκροκρέβατό της. Ο Μανωλάκης μπήκε μέσα στο δωμάτιο μαζί με τον πατέρα του, του είχε πει να μην τρομάξει. Το πρώτο πράγμα που του έκανε εντύπωση ήταν το χρώμα της μητέρας του, χλωμή, επίσης το ότι την έβλεπε να ανασαίνει βαριά του προκαλούσε μια δυσφορία.  Ο πατέρας του τον έφερε κοντά στην μάνα του, του είπε «Όπως βλέπεις η μαμά δεν είναι και τόσο καλά» δεν απάντησε ο μικρός. Έμεινε να την κοιτάει,  έμοιαζε σαν να έχει ανήσυχο ύπνο,  αναρωτήθηκε αν έβλεπε όνειρα σαν και τα δικά του.  Η μάνα του άνοιξε αργά τα μάτια της και κοίταξε κουρασμένα τον χώρο,  μόλις το βλέμμα της έφτασε στον Μανώλη σταμάτησε εκεί. Τον κοιτούσε κουρασμένα και πονεμένα, άπλωσε αργά το χέρι της να τον αγγίξει,    μόλις το είδε αυτό ο μικρός τραβήχτηκε πίσω.  Ο πατέρας του είπε να μην φοβάται και τον έσπρωξε απαλά μπροστά. Τότε του έπιασε η μάνα το χέρι και στην αρχή το κρατούσε ήρεμα, αλλά μετά άρχισε να το σφίγγει πολύ, τόσο πολύ που ο μικρός άρχισε να πονάει «Άφησέ με! Σε παρακαλώ! Με πονάς…» Ο πατέρας του έσκυψε έπιασε με το ένα του χέρι αυτό του μικρού και με το άλλο της μάνας και τα χώρισε σιγά σιγά.  Ο Μανωλάκης έπιανε τον καρπό του και η μάνα του γύρισε το κεφάλι της αργά από την άλλη μεριά. Η άρρωστη έκανε ένα παρατεταμένο  οοοο και χωρίς να το διακόψει το συνέχισε σαν άρθρο και είπε «οοοοο σκύλος έχει ψείρες, (παύση) μην τον θάψετε στην γλάστρα, (παύση)  έχει θάλασσα,  (παύση)Μανωλάκη βρομάς (παύση) το ταβάνι έχει μουνί (παύση) όχι σήμερα …)  ενώ συνέχιζε να παραληρεί ο πατέρας έπιασε τον μικρό και έβγαλε ήσυχα έξω από το δωμάτιο .
-Τι έλεγε η μαμά
-Τίποτα Μανωλάκη, η μαμά είναι άρρωστη, μην δίνεις σημασία σ αυτά που ακούς
-Πότε θα γίνει καλά;
-Δεν ξέρω Μανωλάκη , μόνο ο θεός ξέρει
-Τι είναι το μουνί;
-Δεν ξέρω Μανωλάκη…
-Ο θεός ξέρει;
-Ξέρει, αλλά μην τον ρωτήσεις, θα στο πει όταν έρθει η κατάλληλη ώρα
-Κατάλληλη ώρα; Για πιο πράγμα;
-Μην ρωτάς τίποτα άλλο Μανωλάκη, πήγαινε να παίξεις


Ο μικρός κάθε λίγο και λιγάκι πήγαινε στην πόρτα και την άνοιγε και κοιτούσε μέσα την μάνα του. Σιγά σιγά ξεθάρρευε, προχωρούσε και μερικά βήματα, μέχρι το βράδυ έχοντας ανοίξει την πόρτα πολλές φορές έχει καταφέρει να φτάσει μέχρι το σημείο που ήταν το ίδιο πρωί που του έπιασε το χέρι. Πλησίαζε αλλά όχι χωρίς να φοβάται, πρόσεχε μην ανοίξει τα μάτια της, ήταν έτοιμος να τρέξει αν θα συνέβαινε αυτό .  Εκείνο το βράδυ δεν συνέβη. Την επομένη το πρωί ξαναμπήκε στο δωμάτιο της μάνας , πλησίασε αρκετά, μέχρι που κατάφερε να καθίσει στο κρεβάτι μπροστά στα πόδια της. Την κοιτούσε που βαριανάσαινε σ αυτόν τον ανήσυχο ύπνο, την είδε να κουνάει τα χείλη της και φοβήθηκε ότι θα ξυπνήσει, σηκώθηκε και έφυγε γρήγορα . Το μεσημέρι που γύρισε από το σχολείο ρώτησε τον πατέρα του πως είναι μάνα του, αυτό του απάντησε ότι όλο το πρωί ήταν ξύπνια, να μην την ενοχλήσει, μάλλον θα κοιμάται όλο το απόγευμα.  Μετά το μεσημεριανό πήγε στο δωμάτιο της μάνας του, ο πατέρας του ήταν στην αυλή με κάποιους άλλους συγγενείς.  Πήγε πάλι και έκατσε δίπλα στα πόδια της,  την κοιτούσε, το ότι θα κοιμόταν όλο το απόγευμα όπως του είχε πει ο πατέρας του έδινε κάποια αίσθηση ασφάλειας. Ακούμπησε λίγο το πόδι της να δει αν θα ξυπνήσει εύκολα, δεν την ξύπνησε. Ανέβηκε όλος πάνω κρεβάτι και άρχισε να μπουσουλάει από την μέσα μεριά του  διπλού κρεβατιού δίπλα από την μάνα του. Σταμάτησε στο ύψος της κοιλίας της, στάθηκε στα γόνατα και την ακούμπησε πάλι λίγο, έτρεμε μην ξυπνήσει. Αυτό το άγγιγμα περιέργειας του έδωσε ακόμη περισσότερη σιγουριά για την ασφάλεια του. Αφού και πάλι δεν αντέδρασε η μάνα του, ο μικρός ξάπλωσε δίπλα της και την κοιτούσε που ανάσαινε βαριά, ένας ρόγχος της ενοχλούσε το λαιμό. Που και που την έβλεπε να ξεροκαταπίνει. Τότε ο Μανωλάκης έκανε κάτι τολμηρό, άπλωσε το χέρι και έπιασε αυτό της μάνας του που ήταν έξω από το σεντόνι, το τράβηξε αργά προς το μέρος και έφερε μπροστά του. Τώρα είχε το χέρι της μάνας του και το χάιδευε , του φάνηκε περίεργο που μπορούσε να κρατάει το χέρι της μάνας του. Αναπλήρωνε με κάποιο τρόπο την μητρική τρυφερότητα που δεν είχε λάβει ποτέ ή τουλάχιστον δεν θυμάται να είχε λάβει. Το άγγιγμα του χεριού όμως δεν του ήταν αρκετό, ήθελε να προχωρήσει κι άλλο. Σήκωσε το χέρι της μάνας του ψηλά και έβαλε το πρόσωπό του από κάτω, το κατέβασε πάλι μέχρι που άγγιξε το μάγουλό του . Ένα κύμα αγαλλίασης πλημύρισε τον μικρό, η μητέρα του του ακουμπούσε το μαγουλάκι του. Χαμογελούσε και κοιτούσε την μάνα του που βαριανάσαινε σ αυτόν τον βαθύ ύπνο. Έπιασε πάλι το χέρι της μάνας του και όπως ήταν ξαπλωμένος το κουνούσε πάνω κάτω στο μάγουλό του «έτσι μπράβο μανούλα, χάιδεψε με» είπε με την παιδική φωνούλα του και έκλεισε τα μάτια του σε ένδειξη αγαλλίασης. Μετέφερε το χέρι της μάνας του στα μαλλιά του και τα χάιδευε «Ευχαριστώ μανούλα που μου χαϊδεύεις τα μαλλιά, είδες τι καλό παιδί που είναι ο Μανωλάκης σου ;»  Απολάμβανε αυτές τις πρωτόγνωρες στιγμές χαδιού σαν νυσταγμένο γατάκι. Χάρηκε τελικά που μπορεί να πάρει αγάπη από την μάνα του, τι κακός που ήταν που δεν το πίστευε τόσο καιρό. Άκουσε την εξώπορτα του σπιτιού να ανοίγει, κάποιος ερχόταν, βγήκε από το λήθαργο και πετάχτηκε στη γωνία του κρεβατιού και έκατσε και περίμενε ήσυχος . Μπήκε ο πατέρας του μέσα, μόλις τον είδε ξαφνιάστηκε.
-Εδώ είσαι μικρέ;
-Ναι, κοιτάω την μαμά
-Ξύπνησε καθόλου;
-Όχι
-Καλά, βγες τώρα, θα την ξαναδείς άλλη φορά
-Εντάξει μπαμπά

Μετά από αυτό ο Μανωλάκης πήγαινε όσο πιο συχνά μπορούσε κάθε μέρα και λάμβανε αγάπη από την μάνα του, η οποία ξυπνούσε όλο και λιγότερο συχνά. Ήταν ένα βήμα πριν το θάνατο, αλλά ο Μανωλάκης ήταν όσο ποτέ άλλοτε ευτυχισμένος, πλέον την αγαπούσε πολύ την μάνα του και την είχε ανάγκη κάθε μέρα. Ο ενθουσιασμός του ήταν σχεδόν ο ίδιος μ αυτόν που ένιωσε όταν άνοιξε τον πρώτο τάφο, και όπως δεν θα μπορούσε να μην ξαναπάει σε άνοιγμα τάφου έτσι και τώρα δεν  μπορούσε με τίποτα να σταματήσει αν πηγαίνει στην μητέρα του. Είναι σαν να έχει τάση να αγαπάει οτιδήποτε ακίνητο ή άψυχο, με τα έμψυχα δεν τα  πάει και τόσο καλά. Λίγες φορές βγαίνει πλέον από το σπίτι, ακόμα και στο σχολείο πηγαίνει όλο και πιο σπάνια , σε μια από αυτές τις εξόδους είχε μια ατυχή συνάντηση . Η κακιά μάγισσα που του είχε πει ο παππούς να την αποφεύγει,  τον βρήκε στο δρόμο, και σίγουρα όχι τυχαία, ότι και αν κάνει αυτή η γυναίκα είναι προμελετημένο και προσχεδιασμένο.   Και αυτή την φορά είχε ένα σχέδιο, ένα πονηρό σχέδιο.  Έτσι όπως περπατούσε στο δρόμο μικρός διασταυρώθηκε με την γριά, δεν την είχε προσέξει από μακριά γιατί περπατούσε σκυφτός από συνήθεια . Όταν βρέθηκαν σε απόσταση λιγότερη από δυο μέτρα πρώτη μίλησε η γριά
-Γεια σου μικρέ (και μπήκε μπροστά η γριά και του έκλεισε τον δρόμο)
-Γεια (απάντησε ο μικρός και μόλις την αναγνώρισε πάγωσε από τον φόβο του)
-Ο Μανωλάκης δεν είσαι;
-Ναι,  αλλά πρέπει να φύγω
-Μη φεύγεις , θέλω να σε ρωτήσω για την μαμά σου
-Καλά είναι, θέλω να φύγω, άσε με να περάσω
-Καλά είναι ε; Εγώ άλλα άκουσα, ότι δεν είναι… και σκέφτηκα να την βοηθήσω
-Δεν κάνει να σου μιλάω, φεύγω
-Περίμενε, έχω να σου δώσω κάτι που θα κάνει την μαμά σου καλά
-Φεύγω! Δεν παίρνω τίποτα από σένα είναι κακιά!
-Μανωλάκη! Περίμενε χρυσό μου πάρε αυτό για την μάνα σου θα την σώσει! (του πρότεινε ένα καφέ σακουλάκι)
-Είσαι κακιά (φεύγοντας νευριασμένος)
-Μπορείς να σώσεις την μαμά σου καρδούλα μου πάρτο, σήμερα! Αύριο θα είναι αργά!
-Κακιά! Κακιά! (απομακρύνεται…)
Η γριά χαμογελούσε, πέτυχε αυτό που ήθελε  «μα είναι τόσο εύκολοι; ήμουν τόσο σίγουρη ότι θα είχαν δασκαλέψει τον μικρό να μην πάρει τίποτα από μένα, μα τόσο προβλέψιμοι….» Ο μικρός γέμισε με αμφιβολίες, είχε εμπιστοσύνη στον παππού αλλά αν είχε δίκιο η γριά; Μήπως έκανε λάθος που δεν το πήρε το σακουλάκι με το φάρμακο; «όχι δεν είναι λάθος (σκέφτηκε) ο μπάρμπας τα ξέρει όλα και δεν κάνει λάθος! Είπε τίποτα!...... αλλά μήπως αν….. όχι! Τίποτα!»

Τρομακτικοί εφιάλτες πάλι το βράδυ, το πρωί δεν ξύπνησε μόνος του, ήρθε ο πατέρας και τον σήκωσε
-Ξύπνα Μανωλάκη
-Τι έγινε μπαμπά; (αφού έχει ξυπνήσει )
-Η μαμά……
-Τι η μαμά;
-Πέθανε Μανωλάκη.







6 σχόλια:

Nicotine είπε...

Μπήκα μόνο για δημοσίευση θα απαντήσω αύριο στα σχόλια του προηγούμενου

E.T. είπε...

!!!!!!

zoyzoy είπε...

Συγκλονιστικό!!!!!
Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα μπροστά στην απόφαση του μικρού να αποζητά σε νεκρά σώματα την αγάπη και στοργή που δεν πήρε από την μητέρα του.

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ είπε...

Δεν θα γράψω τίποτα παρά μόνο: Συναρπαστικό από την πρώτη μέχρι την τελευταία λέξη. Οι εναλλαγές των συναισθημάτων και των εικόνων ...τι να πω... άσε καλύτερα θα τα ξαναπούμε.

Prisoned Soul είπε...

Το μόνο που έχω είναι απορίες... χίλια γιατί πλημμυρίζουν το μυαλό μου και το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να περιμένω τη συνέχεια...
και θα περιμένω.
Κάθε φορά με περισσότερη αγωνία καλέ μου!

Φιλιά

Nicotine είπε...

zoyzoy

Δεν ήταν απόφαση του μικρού μετά απο σκέψη, απλά έτσι του ήρθαν τα πράγματα, και έτσι νόμιζε ότι ήταν το σωστό

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ

Θα τα ξαναπούμε. Λίγο ακόμα με αυτήν την ιστορία... όλο λέω να την τελειώσω και συνέχεια μου έρχονται νέες ιδέες και την παρατείνω....
Θα δούμε.....
σε ευχαριστώ για την υποστήριξη

Sweet truth!

Μαρία τουλάχιστον εδώ δεν έχεις παράπονο.Δεν το παράτησα (ακόμα)... όλες οι απορίες στο επόμενο πιστεύω να λυθούν...
Φιλιά

Στα τέσσερα

Η μέρα ήταν Σάββατο , τα στήθη της μικρά και αυτή επίσης.  Τη λέγανε Αθηνά, τίποτα άλλο μη ρωτήσεις.  Δυο βδομάδες  μετά από αυτό το Σάββα...