Την ημέρα της κηδείας της μαμάς του Μανωλάκη είχε πολύ κρύο, και φυσούσε αέρας. Ο μικρός όλο το απόγευμα έκλαιγε και ζητούσε να τον αφήσουν να δει την μητέρα του, δεν τον αφήναν όμως γιατί έπρεπε να την ετοιμάσουν για την κηδεία. Με συντροφιά μια έφηβη ξαδέρφη του , που τον πρόσεχε, το βράδυ ο Μανωλάκης αποκοιμήθηκε, ο πατέρας είπε στην κοπέλα να μην τον ξυπνήσει , να περιμένουν μέχρι το πρωί. Η ώρα πέρασε γρήγορα και το πρωί ο μικρός ξύπνησε ελπίζοντας όλα να ήταν όνειρο, άκουσε τους θρήνους στο διπλανό δωμάτιο και αμέσως οι ελπίδες του διαψευστήκαν. Είχε κοιμηθεί με τα ρούχα, οπότε δεν χρειαζόταν να ντυθεί, αμέσως έτρεξε στο δωμάτιο όπου ήταν συγκεντρωμένοι πολλοί συγγενείς και φίλοι, λόγω του κρύου ήταν μαζεμένοι μέσα και ήταν στριμωχτά. Ο μικρός έκλαιγε και έσπρωχνε τα οπίσθια των παραβρισκόμενων για να περάσει και να φτάσει στην μάνα του. Του φαινόταν πολύ σκληρό να χάσει την μάνα του τώρα που βρέθηκε ένα τρόπος επικοινωνίας μεταξύ αυτών των δύο, δεν ήθελε να σκεφτεί ότι δεν θα ξαναέβαζε το χέρι της μάνας του στο κεφάλι του να τον χαϊδέψει. Όταν έφτασε μπροστά στο φέρετρο της μάνας του άρχισε να φωνάζει «Μαμά ξύπνα! Ξύπνα μην κοιμάσαι!» όλοι συγκινήθηκαν ακούγοντας τον μικρό να κλαίει για την μάνα του, νόμιζαν ότι έτσι αντιλαμβάνονται τα παιδιά τον θάνατο, σαν ύπνο. Ο μικρός όμως έχοντας δει σε μια εκταφή ένα νεκρό που είχε ξυπνήσει ενώ ήταν θαμμένος και είχε αλλάξει την στάση του σώματός του νόμιζε ότι το ίδιο συνέβαινε και με την μάνα του, φοβόταν ότι θα ξυπνήσει μέσα στον τάφο και θα βρει φρικτό θάνατο. Δεν φοβόταν μόνο ,αλλά ήλπιζε να την ξυπνήσει τώρα όσο είναι ακόμα καιρός για να μη την χάσει . Έχει πιάσει το φέρετρο και φωνάζει «Μαμά ξύπνα! Θα σε θάψουν! Μην κοιμάσαι!» έπιασε τον καρπό του χεριού της για να το τραβήξει αλλά δεν μπόρεσε, τα δυο της χέρια ήταν δεμένα με μια κορδέλα «Γιατί της δέσατε τα χέρια! Ξύπνα μαμά!» ο πατέρας του πήγε από πίσω του να τον απομακρύνει ήρεμα, αλλά αυτός πιάστηκε ακόμα πιο δυνατά από το φέρετρο και φώναζε «Μην την θάψετε! Θα ξυπνήσει κάτω από το χώμα! Συμβαίνει συχνά, το έχω δει! Μην δεν θέλω η μαμά να ξυπνήσει στα σκοτάδια! Μη σας παρακαλώ! Πονάνε αυτοί που ξυπνάνε θαμμένοι! Το έχω δει! Μη την μαμά μου!» όλοι οι παραβρισκόμενοι πάγωσαν με το που άκουσαν τα λόγια του Μανωλάκη, όλοι ήξεραν τι έκανε με τον παππού στο νεκροταφείο, άρα ο μικρός ήξερε, είχε δει, άρα αυτό γίνεται , ξυπνάνε ενώ είναι θαμμένοι, φρίκη! Πολλοί σκεφτήκαν τον εαυτό τους νεκρό μέσα σε ένα κλειστό σκοτεινό τάφο να προσπαθούνε να βγούνε και να μην τους ακούει κανείς, άλλοι σκέφτηκαν τους δικούς τους που είναι θαμμένοι, μήπως έχει συμβεί σ αυτούς; Τέτοια σιωπή δεν είχε ξαναπέσει ανάμεσα σε τόσους πολλούς ανθρώπους ποτέ πριν στο χωριό. Ένας καινούριος φόβος έμπαινε στην ζωή ολονών , από δω και πέρα όλοι θα ξέρουν ότι κάποιοι γνωστοί τους έχουν ξυπνήσει μέσα στο φέρετρο και κάποιοι απ αυτούς που ζούνε θα ξυπνήσουν. Ένας καινούριος φόβος αλλά δεν μίλησε ποτέ κανείς για αυτόν.
Η κηδεία έγινε μέσα στο κρύο του καιρού και στην παγωμάρα του καινούριου φόβου, ο Μανωλάκης μέχρι το τέλος δεν σταμάτησε να παρακαλάει την μαμά του να ξυπνήσει κάθε παρακάλι μια μαχαιριά στην καρδιά των άλλων. Τα άλλα παιδιά κοιτούσαν τον Μανωλάκη που έκλαιγε, για πρώτη φορά τον λυπήθηκαν. Ήταν και ο καιρός κάπως επιβλητικός, ήταν και όλοι νωθροί και σκεπτικοί, μα πάνω απ΄όλα τους έκανε εντύπωση ο παππάς. Καθόταν στην άκρη του λάκκου και έλεγε τα λόγια κόντρα στον άνεμο που του ανακάτωνε τα γένια και τα άσπρα του μαλλιά. Τα πλουμιστά ρούχα του παπά υπάκουαν σε κάθε ριπή του ανέμου και χόρευαν άγριο χορό ενώ αντίθετα η έκφραση του πρόσωπου του παρέμενε ανεπηρέαστη. Μόνο αυτός μιλούσε, η φωνή του δεν έφτανε στα αφτιά τους αλλά έβλεπαν το στόμα του να εκτοξεύει λόγια βαρυσήμαντα που τα ακούει ο θεός και βοηθάει τους ανθρώπους. Αυτό ήταν για αυτούς ο παππάς, ένας άρχοντας των πνευμάτων. Ο παπάς όμως είχε σπαστεί με τον αέρα και ήθελε να τελειώσει η τελετή γρήγορα, προσπαθούσε να κρύψει την ενόχληση για τον κολόκαιρο, έλεγε τα λόγια μισά, και από αυτά τα μισά σίγουρα δεν ήξερε ούτε τον έν τρίτο τι σημαίνουν. Καταλάβαινε μόνο τα άρθρα, τα υπόλοιπα τα απήγγειλε σαν κινέζος που έχει μάθει παπαγαλία μερικά αρχαία ελληνικά. Αυτή η επιτηδευμένη επικάλυψη της άγνοιας του τι έλεγε, προσέδιδε μια επιπλέον απόκοσμη αίσθηση στην χροιά της φωνής του.
Ο αέρας ανακάτευε τα μαλλιά του παπά, ο Μανωλάκης φώναζε την μαμά του να ξυπνήσει, όλοι παρακαλούσαν να τελειώσει αυτή ιστορία για να μην ακούνε άλλο τον μικρό και η γριά Ασημίνα σε μια κρυμμένη σε μια γωνία κατέστρωνε το σχέδιο της πως θα εκμεταλλευτεί από εδώ και μπρός τον μικρό
5 σχόλια:
Σπάραξε η ψυχή μου ακούγοντας τον μικρό να κλαίει και να φωνάζει... μακάρι να γύριζε πίσω ο χρόνος και να έμενε παγωμένος εκεί που ο μικρός ένιωθε την αγάπη από τη μάνα του...!
Κάπου εδώ σταματάει η ιστορία με τον Νεκροθάφτη, θα το συνεχίσω πολύ αργότερα με τον μικρό να έχει μεγαλώσει.
Σε ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια μέχρι τώρα
Η ατμόσφαιρα μέσα στο δωμάτιο με την νεκρή μητέρα και του συγγενείς που με το κρύο είχαν στριμωχθεί ο ένας δίπλα στον άλλο, ο Μανωλάκης που με τις κραυγές του και την αποκάλυψη για ανθρώπους που θάφτηκαν ζωντανοί και φόβο που ενέσπειρε στους πενθούντες, έξοχη. Η εικόνα του παπά να ψέλνει την νεκρώσιμη ακολουθία με τον άνεμο να του παίρνει τα γένια και τα ράσα θαυμάσια.
Λες παραπάνω ότι την συνέχεια θα την γράψεις πολύ αργότερα όταν μεγαλώσει ο Μανωλάκης. Ελπίζω μόνο να μη σου πάρει χρόνια. Ε; Γιατί είμαι και λίγο μεγάλος ε;
Θα περιμένω να ενηλικιωθεί ο Μανωλάκης με τρώει η αγωνία όλα αυτά τα βιώματα πως χαράκωσαν τον χαρακτήρα του!
Όπως είδατε δεν είμαι και τόσο σταθερός χαρακτήρας, ευχαριστώ πάντως που σχολιάζετε .
Το εκτιμώ
Δημοσίευση σχολίου