Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

Ο Νεκροθάφτης 10 (αρρωστημένο πράμα)

Ο Μανώλης έτρεχε προς το σπίτι του παπά, η αγωνία του ήταν στο τέρμα, δεν θα ήθελε με τίποτα να πάθει κάτι ο παππούς, ήταν ο μόνος άνθρωπος που ου έδινε αγάπη και ας του μιλούσε απότομα που και που. Στο δρόμο λίγο πριν το σπίτι του παπά τον βρήκε μια ομάδα παιδιών με ποδήλατα, σ αυτήν την ομάδα ήταν και το παιδί που ήταν αρχηγός στην σταύρωση του Μανωλάκη πριν από καιρό, τώρα είχε έναν ακόμα λόγο να μισεί τον Μανώλη, τον θεωρούσε υπεύθυνο που ο φίλος του είχε μείνει φυτό από την μέρα που το καπάκι από το φέρετρο έφυγε από τα χέρια του Μανώλη και χτύπησε το άλλο παιδί στο σβέρκο. Σταμάτησαν με τα ποδήλατα μπροστά του και του έκλεισαν τον δρόμο.
-Που πας τρελέ; Του είπε ο Νάσος, ο αρχηγός της σταύρωσης
-Άσε με! Πάω να φωνάξω τον παπά, ο παππούς έχει πρόβλημα. Του είπε με ένταση ο μικρός
-Δεν έχεις να πάς πουθενά, δολοφόνε! Πρώτα κάνεις μάγια και μετά πας στον παπά;
-Τι μάγια; Τι δολοφόνος; Άσε με!
-Μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις… βρήκαμε το ποντίκι που κάνετε ξόρκια με την γριά την μέρα που έμεινες σπίτι της.
-Το ποντίκι το έπνιξε η γριά,  δεν ήταν μάγια, εγώ ήμουν με την Ματούλα στο δωμάτιο, άσε με
να περάσω σου λέω!
-Ααα, Ματούλα  το λένε αυτό το μουνάκι που μένει με την γριά;
-Μουνάκι; Τι λες ρε; Δεν μας παρατάς λέω γω, αν δεν μ αφήσεις θα τα πώ όλα στον παππού και θα δεις
-Θα μου κλάσει το αριστερό αρχίδι από την δεξιά μεριά ο κωλόγερος…. Είσαι τυχερός που είμαστε μέσα στο χωρίο… αλλά κάπου θα σε πετύχω… δεν μου γλιτώνεις τρελέ
-Βρε άι στο διάολο… είπε ο μικρός και πέρασε από δίπλα τους και συνέχισε να τρέχει.
Όπως έτρεχε ο Νάσος εκτόξευε απειλές και βρισιές . Ο Μανώλης έφτασε στο σπίτι του παπά, του είπε ότι τον θέλει ο παππούς να πάει γρήγορα στο νεκροταφείο.  Όταν ο παπάς τον ρώτησε γιατί ο μικρός με μεγάλη ζωηράδα του είπε για την γριά, για το σπασμένο μπουκάλι, για τον τραυματισμένο παππού, ο παπάς του είπε να φύγει και να πάει στο νεκροταφείο και να μην πει τίποτα. Έφυγε τρέχοντας ο μικρός και ο παπάς πήγε πίσω από το σπίτι του και πήρε το ποδήλατό του, ένα παλιό ματρακά που το πράσινό του χρώμα είχε ξεθωριάσει και  με δυσκολία ξεχώριζε από την σκουριά και την λέρα. Τα ράσα δεν του επέτρεπαν να καβαλάει άνετα το ποδήλατο και ήταν αναγκασμένος κάθε φορά που το καβαλάει να τα σηκώνει ψηλά. Σήμερα δεν προλάβαινε να φορέσει παντελόνι και αναγκάστηκε να φύγει  φορώντας μόνο το ράσο, το σήκωσε πάνω από τα γόνατα για μπορεί να κάνει άνετα τις κινήσεις. Ο παπάς διέσχισε το μισό χωριό μ αυτόν τον τρόπο,  τα αδύνατα σαν μακαρόνια καλάμια του ήταν εκτιθεμένα σε κοινή θέα και προκαλούσαν γέλιο σ όποιον τον έβλεπε. Ποδηλατούσε γρήγορα και ο αέρας εκτός από τα μούσια του ανακάτωνε και τις τρίχες των ποδιών του, σαν αεράκι την άνοιξη χαϊδεύει το γρασίδι.


 Με το ποδήλατό του ο παπάς έφτασε πολύ πριν από τον Μανωλάκη στο νεκροταφείο, το παράτησε όπως όπως στο χώμα και έτρεξε μέσα όπου και βρήκε τον νεκροθάφτη να κάθεται στο χώμα και να κρατάει την κοιλία του.
-Τι έγινε ρε Γρηγόρη, του είπε ο παπάς πριν καλά καλά φτάσει μπροστά του.
-Η κωλόγρια…. Είχε βάλει νεκροκράσι
-Μα πως έγινε αυτό; Αφού προσέχαμε
-Τι τα ρωτάς πως έγινε ρε παπά… το θέμα είναι τώρα τι κάνουμε… στα είπε ο Μανωλάκης;
-Ναι μου τα πε… εσύ είσαι καλά;
-Μην ανησυχάς, κακό σκυλί ψόφο δεν έχει… μόνο που…. μύρισα από το νεκροκράσι…
-Ρε Γρηγόρη… στα  χω ξαναπεί… δεν υπάρχουν μάγια και μάγοι…..
-Υπάρχουν μάγισσες! Του είπε έντονα ο παππούς
-Καλά ρε μεγάλος άνθρωπος κάνεις σαν κοριτσάκι, μη φοβάσαι
-Μεγάλος είσαι και φαίνεσαι! Με καταράστηκε η πουτ…. η βλαμμένη….. άσε που με κάρφωσε γυαλιά που ήταν νοτισμένα απ αυτή την μαλ…  απ αυτήν την βλακεία.
-Ρε Γρηγόρη,  πόσες φορές να στο πω δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι, να κάτσε να σου πω μια ειδική προσευχή να τα ξορκίσω.
Ο παπάς δεν είχε όμως μαζί του κάποιο βιβλίο με προσευχές και δεν ήξερε και καμιά ειδική προσευχή απ΄εξω, οπότε πήρε το σοβαρό του ύφος και άρχισε να λέει ένα compilation από τις πιο γνωστές προσευχές και ψαλμούς που ήξερε. Σταύρωσε τα χέρια του πάνω στην κοιλιά έκλεισε τα μάτια του και άρχισε να ψελλίζει τις λέξεις
«Ελθέτω η βασιλεία σου νύμφη ανυφεφτέ αλλά ρύσσαι υμάς από του πονηρού η πόλις απροσμάχητον όιτι σου έστιν αγία απόστολική και καθολική εκκλησία είπεν τους μαθητές του είδομεν το φως το αληθινόν ελάβωμέν νίκας τοις ευσεβέσι» «τοις βασιλεύσι» είπε σιγανά ο παππούς «οι εν τοις ουρανοίς ουκ τις βασιλείας του ουκ έστε τέλος ινα κράζω συ πάτερ υμών» εκείνη την ώρα φτάνει ο Μανώλης καταιδρωμένος και λαχανιασμένος, βλέπει τον παππού κάτω και το παπά όρθιο να του λέει λόγια βαρυσήμαντα , ο παππούς σεβόμενος την ιερότητα της στιγμής έφερε το δάχτυλό του στο στόμα και με ήρεμο βλέμμα υπέδειξε τον μικρό να κάνει ησυχία  ο παπάς συνέχιζε την προσευχή «φως εκ φωτός θεον αληθινόν παραδόξως κρίνε ζώντας και νεκρούς θανάτο θάνατω πατήσας. Αμήν. Έτοιμος μπαρμπα Γληγόρη»  έκαναν και οι δύο τον σταυρό τους, τους είδε ο Μανώλης και έκανε το ίδιο.
-Με το κρανίο τι θα κάνουμε είπε ο παπάς
-Όπως και την άλλη φορά; Ρώτησε ο παππούς
-Ο μικρός; Έδειξε ο παππάς με το κεφάλι του τον Μανώλη
-Εντάξει είναι ο μικρός, δεν υπάρχει πρόβλημα
-Ξέρει;
-Όχι όλα, αλλά ξέρει, εντάξει είναι σου λέω
-Τι όλα; Πετάγεται ο μικρός
-Σκάσε μύγα… του είπε ο παππούς
-Λοιπόν μαζέψτε εσείς τα  οστά και πάω να φέρω ένα κρανίο. Είπε ο παπάς
-Θα πάω έγω! είπε  απότομα ο μικρός. Του κόπηκαν τα πόδια μόλις άκουσε ότι ο παπάς θα πήγαινε να πάρει ένα κρανίο. Περισσότερα από τα μισά τα είχε πάρει αυτός και τα είχε σπίτι του
-Εσύ να κάνεις αυτό που λένε, του λέει θυμωμένα ο παππούς
-Θέλω να πάω! Φοβάμαι μετά από αυτά που έγιναν πρίν εδώ
-Να μείνεις εδώ είπα!
-Έλα μωρέ αστον να ρθει… έχουμε χρόνο, είπε ο παπάς
-Κάνε ότι θες, εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα, μι πονάει ο ώμος και οι κοιλιές.
Ο Μανωλάκης χάρηκε που θα πήγαινε και έτσι δεν καταλάβαινε κανείς τι έχει κάνει, έτρεξε προς το οστεοφυλάκιο να μπει πρώτος και να βγει με ένα κρανίο πριν φτάσει ο παπάς
-Που πάει το σκασμένο… είπε ο παππούς
-Αστον να πάει, ούτως ή άλλως θα με περιμένει, την έχω κλειδωμένη την πόρτα
-Γιατί;
-Δεν τα μαθες; Κάτι παιδιά βρήκαν μια σακούλα με ένα πνιγμένο ποντίκι από την Ασημίνα, σκέφτομαι μήπως κάνει τίποτα τελετές και στο κοιμητήριο.
-Την πουτ… συγνώμη παπά
-Αλλά τι λέω ο βλάκας…. Ξέχασα τα κλειδιά στο σπίτι έτσι όπως ήρθα βιαστικά, τώρα τι κάνουμε;
-Τι α κάνουμε… πάρε ένα από δίπλα. Σιγά μην το κοιτάξει κανείς το απόγευμα.
-Λες;
-Ναι μωρέ, μην το σκέφτεσαι πάρε
-Μανωλάκη! Έλα πίσω, θα πάρουμε από δω! Φώναξε ο παπάς
Ο μικρός είχε φτάσει στην πόρτα και προσπάθησε να την ανοίξει, ήταν κλειδωμένη, έπρεπε να περιμένει τον παπά και αγχώθηκε. Ο παπάς τον φώναξε να γυρίσει πίσω, είδε τον παπά να πηγαίνει σε ένα διπλανό τάφο και να σπρώχνει το μάρμαρο, τρελάθηκε ο μικρός, από εκεί το είχε πάρει το κρανίο
-Μη! Μη! Φώναξε ο μικρός και άρχισε να τρέχει
-Τι είναι; Του είπε ο παπάς από μακριά και άφησε το μάρμαρο πριν το ανοίξει.
-Εγώ! Εγώ! Είπε ο μικρός τρέχοντας
-Τι εσύ;
-Εγώ θα διαλέξω!
-Αι μωρέ άστον, πάρε μια να τελειώνουμε… είπε ο παππούς τον παπά
-Κρίμα το μίκρο, δεν βλέπεις ενθουσιασμό έχει, άστον να διαλέξει
-Παπά… δεν είναι παιχνίδι
-Ι καλά τώρα…. Εντάξει Μανωλάκη διάλεξε μια
Ο Μανωλάκης σταμάτησε εκεί που ήταν άνοιξε την κάσα με τα οστά από τον διπλανό τάφο και πήρε μια νεκροκεφαλή, έκλεισε το καπάκι και πήγε στους δύο άντρες πάλι τρέχοντας. Τους έδειξε το κρανίο το οποίο είχε ένα χρυσό κυνόδοντα.
-Α! Ο Μητσάρας! Είπε ο παπάς
Ο παππούς αμέσως άρχισε να γελάει, το ίδιο έκανε και ο παπάς, ο Μανωλάκης δεν καταλάβαινε απλά τους κοιτούσε. Είναι συνηθισμένο μετά από στιγμές μεγάλες αγωνίας και στρες να πιάνει σε μερικούς σπαστικό γέλιο, το ίδιο έγινε και τώρα. Ο παππούς έλεγε τον παπά «Σταμάτα ρε! Δεν μπορώ άλλο!» ο παπάς γελούσε δυνατά και ανάμεσα σε γέλια και κοφτές ανάσες είπε του παππού  «Θα σου πω μια προσευχή να σου περάσει το γέλιο»  γέλασε ακόμα πιο δυνατά από το αστείο που το κατάλαβε μόνο αυτός.
Το απόγευμα ο παπάς κρατούσε την κεφαλή του Μητσάρα τυλιγμένη με ένα μαντίλι και  όλες οι γυναίκες του χωριού περνούσαν και φιλούσαν το κρανίο πάνω από το μαντίλι. Ο παπάς σκεπτόταν ότι ο μάγκας ο Μητσάρας πάντα ήθελε να τον φιλήσουν όλες οι γυναίκες του χωριού και να που τώρα συνέβαινε, έστω και ετεροχρονισμένα, πότε δεν είναι αργά για τίποτα.

Τον παππού τον πήγαν στο νοσοκομείο για ράμματα,  δεν ήταν κάτι σοβαρό είπαν οι γιατροί,  σ όλους είπε ότι το έπαθε στο σπίτι του παπά που τον βοηθούσε στην κληματαριά, το επιβεβαίωσε και ο παπάς.  Ο Μανωλάκης την γλίτωσε παρά τρίχα αυτή την φορά, κάτι έπρεπε να κάνει γι αυτό. Αυτή την φορά χρησιμοποίησαν το κρανίο του Μητσάρα, και μετά την τελετή το ξανάβαλαν στη θέση του χωρίς να καταλάβει κανείς τίποτα, την επόμενη φορά τι θα γίνει αν δεν είναι και αυτός εκεί; Έπρεπε να βρει λύση.


Μερικές μέρες μετά ο παππούς είπε τον Μανωλάκη να ετοιμαστεί  να πάνε να κάνουνε μια δουλεία
-Να ξεθάψουμε; Ρώτησε ο μικρός
-Να σκοτώσουμε  ποντίκια στο χωράφι
-Θα τα πνίξουμε;
Ο παππούς κοίταξε έντονα τον μικρό, του ήρθε να του τραβήξει μια σφαλιάρα αλλά κρατήθηκε, ήταν αποφασισμένος εκείνη την μέρα να τα μάθει όλα, πως τον έπεισε η γριά να πάρει το νεκροκράσι και τι μάγια κάναν με τον πνιγμένο ποντίκι.
-Όχι θα τα κάνουμε μπαμ
-Μπαμ; Τι είναι αυτό θείο;
-Σκάσε και θα δεις, έλα στην αποθήκη να πάρουμε τα εργαλεία, είπε ο παππούς και έπιασε τον ώμο του πνίγοντας έναν λυγμό πόνου.
-Είσαι καλά θείο;
-Καλά είμαι… ακολούθα.
Στο δρόμο προς το χωράφι ο παππούς κρατούσε με το καλό του χέρι ένα μπιτόνι με βενζίνη  και ο Μανωλάκης ένα καλάμι με ένα πανί στην άκρη του. Ο Μανωλάκης χαρούμενος που βγήκε βόλτα με τον παππού έτρεχε μπροστά και τον περίμενε, μόλις τον έφτανε ο παππούς ξαναέτρεχε, κάποια στιγμή που τον έφτασε ο παππούς τον ρώτησε
-Δεν μου λες ρε σκατό
-Τι είναι θείο;
-Πως σε έπεισε η γριά να πάρεις το μπουκάλι, και μην πεις ψέμα θα φας σφαλιάρα
-Δεν μου είπε τίποτα η γριά
-Θα φας σφαλιάρα πρόσεχε
-Αλήθεια λέω! Δεν μου είπε τίποτα η γριά… η Ματούλα μου το ζήτησε
-Ποια είναι πάλι αυτή η Ματούλα
-Μια κοπέλα, την έχει η γριά για να την βοηθάει σε μερικές δουλείες
-Και τι σου είπε αυτή η Ματούλα;
-Δεν μπορώ να σου πω…
-(φαπ! Σφαλιάρα) Μπορείς…
-Μη χτυπάς ρε θείο….
-Σε χτύπησα με το αδύνατο το χέρι, αν σε χτυπήσω με το καλό θα μείνουν μόνο τα παπούτσια στο δρόμο, λέγε…
-Καλά θα σου πω… αλλά μην το πεις πουθενά
-Λέγε
-Να μου είπε ότι θέλει ένα μπουκαλάκι για να γίνει καλά η μαμά της που είναι άρρωστη, αλλά μου είπε να μην το πω σε κανέναν γιατί θα το πάρουν άλλοι άρρωστοι
-Ααα, μόνο αυτό; Και τι αντάλλαγμα ζήτησες εσύ;
-Τίποτα!
-Τίποτα;
-Ε να μόνο μου είπε ότι αν της φέρω θα μου…. τέτοιο…..
-Τι τέτοιο ρε; Μίλα;
-Θα μου δείξει αυτά που έχει εδώ,  είπε ο μικρός και έδειξε το στήθος του
-Μμμμ, άρχισες από τώρα; Καλός είσαι και του λόγου σου… θα προκόιψ…
-Τι άρχισα
-Ξέρω εγώ τι λέω… Θα σου δώσω μια συμβουλή…. Ζώο που αιμορραγεί μια βδομάδα και δεν ψοφάει να το φοβάσαι.
-Για πιο ζώο μιλάς θείο;
-Και με το ποντίκι τι έγινε; Του είπε ο παππούς αγνοώντας την ερώτηση του μικρού
-Το έπιασε η γριά με μια φάκα και το έπνιξε σε μια λεκάνη, γιατί με ρωτάς και εσύ για το ποντίκι;
-Σίγουρα;
-Ναι! γιατί ρωτάς;
-Δεν θα ξαναπάς στην γριά έτσι; Αγνόησε πάλι την ερώτηση του Μανώλη ο παππούς
-Μετά από αυτό; Με τίποτα!
-Ούτε για τα βυζιά της Ματούλας
-Ούτε! Αλήθεια! Το ορκίζομαι!


Στο δρόμο που περπατούσαν πέρασαν έξω από έναν περιφραγμένο στάβλο, από μέσα από την σήτα ήταν δεμένο σε ένα δέντρο ένα πολύ άγριο σκυλί. Με το που τους είδε από μακριά άρχιζε να γαβγίζει μανιασμένα, τόσο άγριο και έντονο γάβγισμα δεν είχε ξανακούσει ο Μανώλης, όσο πλησίαζαν τόσο περισσότερο αγρίευε το σκυλί, έπαιρνε φόρα και πηδούσε προς το μέρος τους μέχρι που του έκοβε απότομα το άλμα η αλυσίδα, αλλά αυτό συνέχιζε να ορμάει και να γαβγίζει μανιασμένα. Όταν έφτασαν στο κοντινότερο δυνατό σημείο με τον σκύλο τους χώριζε σήτα, η αλυσίδα δεν έφτανε να τον κρατήσει πριν την σήτα. Ο σκύλος ορμούσε μανιασμένα και δάγκωνε την σήτα, από τα πολλά και δυνατά δαγκώματα που της έχει κάνει τα τετραγωνάκια της σήτας είχαν στραβώσει. Ο Μανωλάκης έβλεπε τον σκύλο να δαγκώνει την σήτα,  ο σκύλος έδειχνε τα δόντια του και τα ούλα του, η αγριάδα του ήταν πρωτοφανής και  σου έκοβε τα πόδια. Ο μανιασμένος σκύλος ορμούσε και γάβγιζε και παρέλυε όποιον τον άκουγε. Ο μικρός έσφιξε δυνατά το χέρι του παππού και κρύφτηκε δίπλα του, ο παππούς με μια κίνηση βαρεμάρας πήγε προς την σήτα και της έριξε μια κλοτσιά «Σκάσε μαλακισμένο!» είπε και έφυγε  αδιάφορα, ο σκύλος τινάχτηκε πίσω και ξανάρχισε να γαβγίσει πιο μανιασμένα, εκεί που νόμιζες ότι δεν γίνεται να υπάρχει τίποτα πιο άγριο έβλεπες να σκύλο να ορμάει και να δαγκώνει με μίσος την σήτα και το μόνο που ήθελες ήταν να εξαφανιστείς από τα βλέμμα του. Είναι να απορείς μερικές φόρες πως είναι δυνατόν να προκαλείς τόσο μίσος σε πλάσματα που δε σε ξέρουν. «Δεν έχω δει τίποτα πιο αρρωστημένο από αυτό το πράγμα» είπε ο παππούς και έφτυσε κάτω. Ο Μανωλάκης ενθουσιάστηκε που ο παππούς δεν φοβήθηκε αυτό το κτήνος και θέλησε να δείξει ότι δεν το φοβάται και αυτός, σταμάτησε και άρχισε να φωνάζει τον σκύλο «σκάσε! Σκάσε!» ο σκύλος αντιδρούσε ακόμα πιο έντονα και ο παππούς έπιασε τον μικρό από τον γιακά και τον τραβούσε αδιάφορα χωρίς να κοιτάει πίσω ή να λέει κάτι στον Μανώλη, απλά περπατούσε και είχε και τον μικρό πιασμένο από τον γιακά, ο μικρός αναγκάστηκε να κάνει πίσω βήματα ακλουθώντας τον παππού αλλά δεν σταμάτησε να φωνάζει στον σκύλο. Λίγο πριν χαθούν από το οπτικό πεδίο του σκύλου, ο σκύλος σταμάτησε και κοιτούσε άγρια τον Μανωλάκη με ένα βλέμμα που ορκιζόταν εκδίκηση.




5 σχόλια:

zoyzoy είπε...

Και διήγηση να'ναι από περιγραφές ιστοριών που'χεις ακούσει είναι πολύ δυνατές και ζωντανές!
Το σημερινό αν και μαύρο είχε ένα χιούμορ ιδιαίτερο.

Έχει αρκετό ενδιαφέρον η ιστορία!

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ είπε...

Τι να σου πω άνθρωπέ μου. Είσαι φαινόμενο. Πως τα περιγράφεις έτσι; Συμφωνώ απόλυτα με την zoyzoy
Θα λείψω για λίγες μέρες. Αλλά να είσαι σίγουρος ότι δεν θα χάσω συνέχειες. Όποτε μπορώ θα έρχομαι.

Gaurakos είπε...

Το σκλήρηνες πολύ. Διάβασα και τις δυο τελευταίες ομολογώ στην προηγούμενη τσίτωσα. Αλλά δεν πήρα καθόλου το βλέμα μου από την ανάρτηση.
Απλά φοβερός και πάλι.

Prisoned Soul είπε...

Είσαι απίστευτος, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να περιμένω τη συνέχεια...

Nicotine είπε...

zoyzoy

Συγνώμη που άργησα να απαντήσω αλλά έχω ένα θέμα με το ίντερνετ, απλά θέλω να διευκρινίσω οτι τίποτα απ όσα έχω γράψει μέχρι τώρα δεν είναι από διηγήσεις ή από βιώματα. Όλα είναι καθαρά θέμα της δικής μου φαντασίας. Το μόνο που είναι αληθινό σ όλη την ιστορία είναι η διαδικασία εκταφής που έγραψα στο πρώτο κομμάτι αυτής της ιστορίας. Επίσης το νεκροκράσι υπάρχει αλλά δεν έχει καμιά σχέση με τα γεγονότα όπως εξελίχθηκαν εδώ.
Ναι, είχε ένα χιούμορ και μου βγήκε αυθόρμητα, παρόλο που δεν είχα και την καλύτερη διάθεση όταν το έγραφα.
Να περάσεις τέλεια στις γιορτές και ότι καλύτερο σου εύχομαι

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ

Η απουσία σου θα γίνει ιδιαιτέρως αισθητή... και αυτή την φορά θα είμαι εγώ που θα σου επισημάνω ότι χρωστάς συνέχεια.. Πλάκα κάνω, είδα το Μια Χούφτα Μέρες Μόνο. Εύχομαι να σου πάνε όλα καλά και να γυρίσεις γρήγορα

Gaurakos

Περιμενε τα πιο σκληρά έρχονται, απλά λέω να αφήσω τον μικρό να χαρεί τα χριστουγεννα και μετά θα γίνει ο χαμός.
Σ ευχαριστω και πάλι
Καλές γιορτές να έχεις

Sweet truth!

Σ ευχαριστώ πολύ
Εσύ πότε θα γράψεις κάτι; Καιρό έχεις να φανείς, έλα μην κάθεσαι... γράψε, ακόμα και αν δεν είσαι καλά (που εύχομαι να είσαι) γράψε
Καλές γιορτές
Φιλιά

Στα τέσσερα

Η μέρα ήταν Σάββατο , τα στήθη της μικρά και αυτή επίσης.  Τη λέγανε Αθηνά, τίποτα άλλο μη ρωτήσεις.  Δυο βδομάδες  μετά από αυτό το Σάββα...