Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010

Ο Νεκροθάφτης 11 (φωτιά και σπέρμα )


Ο Μανώλης είναι στο χωράφι μαζί με τον παππού, τον τρώει η περιέργεια να μάθει πως θα σκοτώσουν τα ποντίκια με την βενζίνη και το καλάμι. Ο παππούς του λέει: «Γύρνα με το μπιτόνι και ρίχνε λίγο βενζίνη σε κάθε τρύπα, όχι σε πολλές, σ όσες είναι κοντά» . Έτσι και έγινε, ο Μανώλης, πάντα με την επιτήρηση του παππού έριχνε σε κάθε τρύπα  λίγο βενζίνη, κάποια στιγμή του φώναξε ο παππούς ότι φτάνει και να έρθει δίπλα του.  Του είπε να πάει να αφήσει το μπιτόνι λίγο μακριά και να γυρίσει. Ο Μανώλης πήγε και το άφησε και όπως γυρνούσε είδε τον παππού να κρατάει το καλάμι με το πανί στην άκρη,  έβαλε ένα τσιγάρο στο γέρικο στόμα του και έφερε τη μεριά από το καλάμι  που είχε το πανί κοντά στο πρόσωπο του, άναψε το πανί και με την ίδια φωτιά άναψε και το τσιγάρο. Ο Μανώλης έχει φτάσει δίπλα του,  ο παππούς τον κοιτάει και του λέει «Πρόσεχε τι θα κάνω και κοίτα μην τρομάξεις…»  Ο παππούς κατέβασε το καλάμι κοντά σε μια τρύπα που της είχε ρίξει βενζίνη ο Μανώλης,  αμέσως το νοτισμένο χώμα πήρε φωτιά και σε ελάχιστες στιγμές ακούστηκε  ένα δυνατό μπαμ, που τρόμαξε τον Μανώλη, και η φωτιά έβγαινε πλέον και από άλλες τρεις τρύπες που είχα βραχεί με βενζίνη.
-Κατάλαβες τι έγινε τώρα; Ρώτησε ο παππούς τον Μανώλη
-Όχι ακριβώς, αλλά κατάλαβα τι πρέπει να κάνω
-Τόσο μυαλό που έχεις, που να καταλάβεις… Λοιπόν άκου,  τα ποντίκια σκάβουν τρύπες, σωστά; Αυτές οι τρύπες συνεχίζονται μέσα στο χώμα και επικοινωνούν με τις άλλες τρύπες που υπάρχουν στο χωράφι, αν ρίξεις  βενζίνη σε μια τρύπα ο αέρας από την βενζίνη εξαπλώνεται και στις άλλες,  αν βάλεις φωτιά σ αυτήν την τρύπα απλά θα καεί ο αέρας και δεν θα γίνει τίποτα, καταλαβαίνεις τι σου λέω μέχρι τώρα;
-Όχι…
-Βρε βλήμα,  αν έχεις μόνο στην μια τρύπα βενζίνη και βάλεις φωτιά, αυτή θα εξαπλωθεί υπογείως και θα απλά θα κάψει για πολύ λίγο την μυρωδιά που εξαπλώθηκε, και αφού τον κάψει τον αέρα το κενό  θα τραβάει άλλον αέρα από άλλη τρύπα και θα συμπληρώνεται. Αν όμως  έχεις βάλει βενζίνη  και σε άλλες τρύπες, οι φωτιά θα φτάσει και σ αυτές και θα τραβήξουν όλες μαζί αέρα και θα κάνουν μπαμ,  αυτή είναι η στιγμή που σκάνε τα ποντίκια. Κατάλαβες;
-Όχι, αλλά πως σκάνε τα ποντίκια; Κάνουν έκρηξη;
-Καλά είσαι βλάκας το ξέρουμε… δεν κάνουν έκρηξη, απλά χαλάνε τα πνεύμονα τους, θα σε ρωτούσα αν κατάλαβες, αλλά είμαι σίγουρος ότι δεν κατάλαβες… τουλάχιστον κατάλαβες πως θα κάνεις την δουλεία;
-Ναι θείο! Αυτό το κατάλαβα! Είπε με ενθουσιασμό ο μικρός
-Μπρος.. πάρτα και ξεκίνα, και πρόσεχε μακριά το μπιτόνι από την φωτιά
-Μην ανησυχείς θείο θα προσέχω.
Ο Μανώλης έχει πάρει το μπιτόνι και το καλάμι κα γεμάτος ενθουσιασμό κάνει σωστά την δουλεία που δεν κατάλαβε πως ακριβώς λειτουργεί. Ο παππούς έχει μείνει πίσω και έχει καθίσει στο χώμα, από μακριά βλέπει τον Μανώλη να βάζει φωτιές στις τρύπες και σε κάθε έκρηξη να πηδάει χαρούμενος, αυτός όμως δεν μπορεί να χαρεί με την χαρά του μικρού γιατί υποφέρει, με δυσκολία κρύβει τον πόνο του, ξαπλώνει στο χώμα και σηκώνει την μπλούζα τόσο ώστε να αποκαλυφτεί η πληγή που του προκάλεσε η γριά στην κοιλιά του. Όπως είναι ξαπλωμένος και έχει σηκώσει την μπλούζα του, σηκώνει λίγο τον κορμό και σκύβει το κεφάλι του για να δει την πληγή, έσφιξε τα δόντια του κάνοντας αυτήν την κίνηση.  Αντίκρισε  την πληγή του που κάθε μέρα γίνεται όλο και χειρότερη, τώρα έχει φτάσει σε απελπιστικό βαθμό, εκεί που είναι τα ράμματα είναι τελείως μαύρη σαν ρυτιδιασμένο δαμάσκηνο, όσο απομακρύνεται από το κέντρο της πληγής η μαυρίλα γίνεται προς το μωβ και καταλήγει στην περίμετρο της να είναι κόκκινη με μικρά φλεβίδια  να εξέχουν από αυτήν και να κάνουν την εικόνα ακόμα πιο αποκρουστική, ο παππούς την άγγιξε απαλά σφίγγοντας τα δόντια του και κρατώντας την ανάσα του, ακόμα και από το τόσο απαλό άγγιγμα πόνεσε και πήρε μια κοφτή ανάσα μέσα από τα σφιγμένα δόντια του «Την πουτάνα μου…» είπε και κατέβασε την μπλούζα του. Ο Μανωλάκης μακριά από τον παππού έβαζε φωτιές και σε κάθε έκρηξη φώναζε ενθουσιασμένος «ναι!» , ο παππούς του κουνούσε το χέρι κάνοντας του νόημα να ρθει.
Όταν έφτασε εκεί ο Μανώλης  ο παππούς ήταν ήδη όρθιος και τον περίμενε
-Φεύγουμε κιόλας; Ρώτησε με παράπονο ο Μανώλης
Ο παππούς δεν απάντησε ξεκίνησε να περπατάει τον δρόμο της επιστροφής και ο Μανώλης τον ακολουθήσε, απόρησε ο μικρός για το ύφος του παππού και τον ρώτησε
-Θείο είσαι καλά;
-Καλά είμαι…
-Δεν είσαι καλά, τι έπαθες;
-Τίποτα σου λένε! Καλά είμαι, του απάντησε θυμωμένα ο παππούς
-Εγώ πάντως ξέρω ότι δεν είσαι καλά
Ο παππούς δεν απάντησε συνέχισε να περπατάει και ο Μανώλης τον ακλουθούσε από πίσω, στο δρόμο ο Μανώλης είδε την Ματούλα να βγαίνει από μια εγκαταλειμμένη πλίνθινη αποθήκη.  Η Ματούλα δεν τους είδε, μόλις βγήκε έστριψε και  πήρε αντίθετο προς αυτούς δρόμο. Ένα δρόμο  που δεν οδηγούσε στο σπίτι της γριάς.

 Λίγο αργότερα στο σπίτι του παππού ο Μανώλης είναι έξω στην αυλή και ο παππούς με τον παππά μέσα στο δωμάτιο μιλάνε
-Είδες που στα έλεγα παππά, τελικά πίασαν τα μάγια της γριάς και θα πεθάνω, το νιώθω ήδη ότι αδυνατίζω πολύ…. Είπε ο παππούς κρατώντας ένα τσιγάρο στο χέρι, και μόλις τελείωσε την φράση του το άναψε
-Τι λες ρε Γρηγόρη, ποια μάγια… αφού οι γιατροί είπανε ότι θα γίνεις καλά… τι σε έπιασε και τα λες τώρα αυτά
-Οι γιατροί; Ποιος ακούει τους γιατρούς ρε παππά; Εγώ ποτέ δεν έχω πάει σε γιατρό και μέχρι πριν μια βδομάδα ήμουν καλά, οι γιατροί…
-Βρε άνθρωπε αν δεν είσαι καλά να ξαναπάμε στο νοσοκομείο, να δούμε τι θα κάνουμε….
-Τι λες ρε παππά, δεν έχεις δει ότι όσοι μεγάλοι πάνε στο νοσοκομείο γυρνάνε πεθαμένοι; Δεν ξέρω τι τους κάνουν εκεί και τους πεθαίνουν, πάντως σε εμένα δεν θα το κάνουν.
-Δεν μιλάς λογικά και μια χαρά είσαι, λίγο κουρασμένο σε βλέπω, αλλά με ένα τσιπουράκι θα στρώσεις…. Χαμογέλασε ο παππάς μόλις ολοκλήρωσε την πρόταση και έκανε νόημα του παππού με το κεφάλι να βγουν έξω
-Κάτσε να σου δείξω… είπε ο παππούς και σήκωσε την μπλούζα του, μόλις είδε ο παππάς τα σημάδια έκανε ένα μορφασμό αποστροφής και του είπε
-Μα καλά πως έγινε αυτό;
-Τι πως έγινε ρε παπά; Τα μάγια, δεν καταλαβαίνεις…
-Δεν είναι τα μάγια, κάτι άλλο είναι… γιατί δεν το είπες πιο νωρίς;
-Τι να σου πω; πήγα και στην πόλη σε έναν πρακτικό και του είπα τι έγινε και μου είπε ότι πολύ δύσκολα θα γιατρευτώ από αυτό
-Σε πρακτικό; Τι έκανες ρε Γρηγόρη;
-Τι θα πει τι έκανα; Σου το είπα δεν εμπιστεύομαι τους γιατρούς
-Μα οι γιατροί σου δίνουν φάρμακα δοκιμασμένα, μη μου πεις ότι δεν παίρνεις την αντιβίωση
-Φυσικά και δεν την παίρνω! Μου έδωσε ένα κατάπλασμα ο πρακτικός ειδικό για τα μάγια.
-Πας καλά ρε; Τι κατάπλασμα;
-Τριμμένο καρβουνάκι ανακατεμένο με την σκόνη από το θυμίαμα μαζί με μαυροδάφνη και κάτι άλλα πράγματα που έβαλε αυτός μέσα.
-Ρε γεροξεκούτη, τι έκανες; Μόνος σου το έκανες αυτό στον εαυτό σου! Λοιπόν πάω να βρω άτομα να σε πάμε στο νοσοκομείο. Είπε παπάς και βγήκε θυμωμένος από το δωμάτιο, ο παππούς του φώναζε να σταματήσει αλλά ο παπάς δεν του έδινε σημασία.
Ο παππάς βγαίνοντας από το δωμάτιο είπε στον Μανωλάκη ότι για σήμερα θα έπρεπε να κοιμηθεί στο σπίτι του, τον έστειλε να βρει την παπαδιά και να τον βολέψει από τώρα. Ο παππάς πήγε στο καφενείο του χωριού και γύρισε με άλλα τρία άτομα και πήραν τον παππού σηκωτό με το ζόρι και τον πήγαν στο νοσοκομείο.

Την άλλη μέρα το πρωί ο Μανώλης σηκώθηκε και  πήγε στην αποθήκη και πήρε τα σύνεργα  που είχε και την προηγούμενη και σκότωνε ποντίκια, του άρεσε τόσο πολύ αυτό χτες που όλη την μέρα είχε σκοπό να την περάσει στα χωράφια μ αυτόν τον τρόπο.  Πέρασε μπροστά από τον άγριο σκύλο, τρομοκρατημένος που δεν είχε σήμερα τον παππού πέρασε από εκείνο το σημείο όσο πιο γρήγορα μπορούσε.  Πηγαίνοντας στο χωράφι είδε πάλι την πλίνθινη αποθήκη που χτες είδε την Ματούλα να βγαίνει από εκεί. Άλλαξε πορεία και πήγε προς τα εκεί, με σκοπό να κοιτάξει κρυφά μέσα να δει αν είναι πάλι εκεί αυτή η κοπέλα. Όταν έφτασε στην αποθήκη είδε ένα μηχανάκι στην πόρτα της αποθήκης, του φάνηκε παράξενο,  από την πόρτα δεν φαινόταν το εσωτερικό γιατί είχε έναν προθάλαμο.  Έκανε τον γύρο της αποθήκης και σε κάποιο σημείο είδε ότι υπήρχε ένα κενό ανάμεσα στους πλίνθους, μπορούσε να κοιτάξει από εκεί αλλά ήταν λίγο ψηλά, έβαλε το μπιτόνι στο χώμα και ανέβηκε πάνω του, διστακτικά και αργά κοίταξε μέσα από το κενό των πλίνθων. Στον απέναντι τοίχο είδε σε έναν παλιό καναπέ δύο παιδιά, ο ένας ήταν ξαπλωμένος και είχε τραβήξει την μπλούζα του και είχε καλύψει το πρόσωπό του μ αυτήν, ο άλλος καθόταν  μπροστά του και  είχε το ένα πόδι του ξαπλωμένου πάνω στα πόδια του και με το χέρι του έπιανε  του πουλί του άλλου και το έκανε πάνω κάτω, ο Μανώλης σοκαρίστηκε από αυτή την εικόνα αλλά έμεινε να κοιτάει, του φάνηκε πολύ παράξενο αυτό που κάναν τα παιδιά,  αυτός που κουνούσε το χέρι του πάνω κάτω κάτι έλεγε με έντονη  φωνή στον άλλο, «Είμαι η Άννα! Σου δείχνω τα βυζιά μου! Είμαι η Άννα» ο άλλος συσπώταν και βογκούσε , δεν έβλεπε το πρόσωπο του το είχε καλυμμένο με την μπλούζα, η ένταση της παλινδρομικής κίνησης ανέβηκε και αυτός που κουνούσε το χέρι έσκυψε προς τον ξαπλωμένο και έβαλε το άλλο του χέρι πάνω στην γυμνή κοιλιά του ξαπλωμένου, συνέχισε να του μιλάει και ο ξαπλωμένος έπιασε με δύναμη το χέρι του άλλου που τώρα το κουνούσε πολύ γρήγορα, ξαφνικά ο ξαπλωμένος σαν να κατούρησε ένα πηχτό υγρό που έπεσε πάνω στην κοιλιά του και ηρέμησε,  ο άλλος  έσπρωξε το πόδι του ξαπλωμένου και σηκώθηκε, ένα χειροκρότημα ακούστηκε, κάποιος άλλος ήταν μέσα στο δωμάτιο , ο ξαπλωμένος κατέβασε την μπλούζα και είδε ότι ήταν ο Νάσος, αυτός που το είχε απειλήσει ότι θα τον χτυπήσει αν τον πετύχει κάπου έξω από το χωριό, έκανε μια κίνηση να φύγει αλλά πριν πάρει το βλέμμα του από τον χώρο είδε μια κοπέλα να προχωράει προς τα παιδιά χειροκροτώντας,  ήταν η Ματούλα,  πλησίαζε προς τα παιδιά και είπε
-Ποία είναι η Άννα;
-Αυτή που γουστάρει ο Νάσος .είπε ο ένας
-Έλα μην πιάνεις την κουβέντα, την μπλούζα σου όπως είπαμε… της είπε ο Νάσος
-Μην είσαι και τόσο βιαστικός, του είπε η Ματούλα και σήκωσε την μπλούζα της σχεδόν χορευτικά και γύρισε πλάτη προς τα παιδιά και την σήκωνε σιγά σιγά.
Ο Μανώλης είδε την κοιλίτσα της Ματούλας, η Ματούλα χαμογελούσε και έδειχνε να το απολαμβάνει,  όπως σήκωνε την μπλούζα κοίταξε τον τοίχο και αντιλήφθηκε ένα παιχνίδισμα του φωτός «Κάποιος είναι εκεί!» φώναξε απότομα η Ματούλα και κατέβασε την μπλούζα της. Ο Μανώλης τρόμαξε και παραπάτησε πάνω στο μπιτόνι, έπεσε και χτύπησε τον αγκώνα του, βενζίνη έτρεχε από το πεσμένο μπιτόνι,  μέχρι να σηκωθεί  τα παιδιά είχαν βγει έξω και τον είδαν πεσμένο στο έδαφος , ο Νάσος πήγε κατευθείαν στον Μανώλη και τον έπιασε από τον γιακά, τον σήκωσε πάνω και τον ξαναπέταξε κάτω,  «Μαλακισμένο! Αυτή η φορά δεν θα μου γλιτώσεις!» . Η Ματούλα βγήκε μετά από τα παιδιά και είδε τον Νάσο να απειλεί τον Μανώλη αμέσως πήγε να τον κρατήσει «Τι κάνεις εκεί αστον! Μην τον χτυπήσεις!» ο Νάσος την έσπρωξε και της φώναξε στα μούτρα «Μην ανακατεύεσαι!» ξαναγύρισε   στον Μανώλη που ήταν ξαπλωμένος έκανε προς τα πίσω σπρώχνοντας τα πόδια του και χρησιμοποιούσε του αγκώνες του, το σπάσιμο του κορμιού τον έκανε να μοιάζει με φίδι που οπισθοχωρεί ξαπλωμένο ανάποδα, ο Νάσος έπεσε πάνω του και έβαλε τα χέρια του στο λαιμό του μικρού, η Ματούλα πήγε να πέσει πάνω στον Νάσο  να τον σταματήσει αλλά μόλις ξεκίνησε την έπιασε το άλλο παιδί από τα μαλλιά και την τράβηξε πίσω  «Άσε με ρε μαλάκα!» φώναξε η Ματούλα που πόνεσε από αυτό το τράβηγμα «Θα σε πνίξω μαλακισμένο» έλεγε ο Νάσος στον Μανώλη με μίσος και είχε τα χέρια στο λαιμό του, ο Μανώλης προσπαθούσε να τον σταματήσει κρατώντας του τα χέρια αλλά δεν είχε αρκετή δύναμη,  είναι ήδη σχεδόν τρία δευτερόλεπτα κάτω με τα χέρια του άλλου στον λαιμό του, η Ματούλα παλεύει με το άλλο παιδί, οι δύο πιο αδύνατοι με τους δύο πιο δυνατούς, μια άνιση μάχη που την ανέτρεψε η Ματούλα η οποία παλεύοντας έβαλε το χέρι στην τσέπη του αυτού που την κρατούσε και έβγαλε τον αναπτήρα του, ένα zippo ,τον άναψε και τον πέταξε προς το μπιτόνι με την βενζίνη, μόλις έφυγε από τα χέρια της ο αναπτήρας αυτή έπεσε στο έδαφος,  ο άλλος φώναξε τον Νάσο και έτρεξε μπροστά να πιάσει τον αναπτήρα στον αέρα,  η βενζίνη είχε σχηματίσει μια μικρή μπάρα μπροστά από το πεσμένο μπιτόνι,  ο Νάσος δεν αντέδρασε όταν τον  φώναξε ο φίλος του, είχε με μανία ζωσμένα τα χέρια του στο λαιμό του Μανώλη,  η Ματούλα είχε πέσει κάτω και έβαλε τα χέρια της στο σβέρκο και ο άλλος ορμούσε να προλάβει τον αναπτήρα, οι δύο αδύναμοι είναι πεσμένοι στο έδαφος και οι δύο δυνατοί είναι ψηλά. Ο αναπτήρας έπεσε στην μπάρα με την βενζίνη και αστραπιαία έγινε μια δυνατή έκρηξη που πέταξε προς τα πίσω αυτόν που πήγαινε να πιάσει τον αναπτήρα, πέταξε μπροστά τον Νάσο και γκρέμισε την μια πλευρά της πλίθινης αποθήκης.  Χώματα πετάχτηκαν από την πόρτα της αποθήκης και ένα δοκάρι από την σκεπή έπεσε και χτύπησε το μηχανάκι που ήταν το μισό μέσα από την πόρτα . Η Ματούλα όπως ήταν πεσμένη μπρούμυτα γύρισε ανάσκελα και έπιασε τα αυτιά της που βούιζαν, πίεσε τον εαυτό της να σηκωθεί και πήγε κατευθείαν στον Μανώλη, είδε το άλλο παιδί πεσμένο ανάσκελα να ανασαίνει δύσκολα και να έχει εγκαύματα και αίματα σ όλο του το πρόσωπο,  είδε τον Νάσο μπροστά από τον Μανώλη να γυρνάει στο χώμα και να πιάνει την μέση του, έφτασε πάνω από τον Μανώλη που βηχούσε και έπαιρνε βαθιές ανάσες. Τον σήκωσε γρήγορα και άρχισαν απομακρύνονται με δυσκολία.

Αφού απομακρύνθηκαν αρκετά από την αποθήκη σταμάτησαν λίγο για να πάρουν μια ανάσα. Η Ματούλα είχε ρωτήσει στο δρόμο τον Μανώλη αν είναι καλά, τώρα που σταμάτησαν τον ξαναρώτησε
-Είσαι καλά Μανωλάκη;
-Καλά είμαι… εσύ πως είσαι;
-Καλά είμαι, μα καλά τι δουλεία είχες εκεί Μανωλάκη; Γιατί κοιτούσες;
-Εσύ τι δουλεία είχες εκεί; Τι έκανες μ αυτούς;
-Η γριά.. είπε η Ματούλα και κατέβασε το πρόσωπό της.
-Τι η γριά;
-Δεν μπορώ να σου πω τώρα, είσαι μικρός και δεν θα καταλάβεις
-Έχω δει πράγματα που ούτε φαντάζεσαι, πες μου.
-Όχι τώρα, όχι εδώ,  θεέ μου… και δεν έχουμε που να κρυφτούμε, σίγουρα θα μας ψάχνουν να μας εκδικηθούν, αλλά δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς… θα σε έπνιγε… δεν είμαι κακιά Μανωλάκη… το ξέρεις αυτό; Έτσι;
-Το ξέρω,  με έσωσες,  αλλά πως το έκανες αυτό; Πως ήξερες;
-Δεν ήξερα, απλά είχα δει τον Νίκο που έβαλε τον αναπτήρα του στην τσέπη, μου άρεσε αυτός αναπτήρας, ανάβει μάγκικα, και όταν βγήκαμε  έξω είδα το μπιτόνι με την βενζίνη, δεν σκέφτηκα, όλα ήρθαν από μόνα τους, τι κάνουμε τώρα;
-Έχω ένα μυστικό μέρος, μόνο εγώ το ξέρω, θες να πάμε εκεί;
-Θέλω,  δεν έχω και τίποτα άλλο να κάνω τώρα… εσύ είσαι καλά; Είπε Ματούλα και χάιδεψε τα μαλλιά του Μανώλη.
-Καλά είμαι. Πάμε, δεν είναι πολύ μακριά
Τα παιδία ξεκίνησαν για το κρυφό σημείο που ήξερε μόνο ο Μανώλης, στο δρόμο πέρασαν πάλι μπροστά από το άγριο σκυλί, αυτό τρελάθηκε μόλις τους είδε, η Ματούλα σφίχτηκε πάνω στο Μανώλη «Παναγία μου! Τι είναι  αυτό το πράμα!» ο Μανώλης για να κάνει μαγκιά στη Ματούλα και να το παίξει ατρόμητος πήγε και κλώτσησε την σήτα όπως είχε κάνει και ο παππούς μερικές μέρες πριν «Σκάσε μαλακισμένο» είπε και γύρισε δήθεν αδιάφορα προς την Ματούλα «Σε παρακαλώ μην το εξαγριώνεις» του είπε.
-Είναι το πιο άγριο σκυλί στον κόσμο, μόνο ο μπαρμπα Γρηγόρης μπορεί να το κάνει καλά,  είπε ο Μανώλης περήφανα που ο παππούς είναι φίλος του
-Έχεις πολύ καλή γνώμη για τον νεκροθάφτη έτσι δεν είναι;
-Ναι, ξέρεις πόσες φορές με έχει σώσει, εσύ δεν έχεις;
-Τι να σου πω ρε Μανωλάκη, υπάρχουν και πράγματα που δεν τα ξέρεις για τον παππού
-Σαν τι;
-Το ήξερες ότι ο παππούς όταν ήταν νέος τα είχε με την Κυρά Ασημίνα;
-Ο θείος με την γριά; Τι λες ρε Ματούλα, αυτός την μισεί.
-Έγιναν πολλά τότε, δεν τα ξέρεις καλά Μανωλάκη
-Θα μου τα πεις;
-Ναι θα σου τα πω, να ξέρεις και εσύ τι σου γίνεται
-Θα μου τα πεις μέσα, φτάσαμε….
-Τι εδώ είναι; Είπε με περίσσια απορία η Ματούλα
-Ναι εδώ, τι δεν το περίμενες;

Ο Νίκος και ο Νάσος σηκώθηκαν πολύ μετά αφού έφυγαν τα παιδιά, ο Νίκος είχε τραυματιστεί σοβαρά στο πρόσωπο, σταμάτησαν ένα αυτοκίνητο στο δρόμο για να τον πάει στο νοσοκομείο.  Ο Νάσος πήρε το μηχανάκι του μέσα από τα χαλάσματα και πήγαινε στο σπίτι του θυμωμένος για τα παιδιά και φοβισμένος για το πώς θα πει τον πατέρα του ότι καταστράφηκε το μηχανάκι. Στο δρόμο που έσερνε το μηχανάκι σκεφτόταν πως θα τους εκδικηθεί


Ο παππούς και ο παππάς, ο Μανώλης και η Ματίνα, ο Νάσος και ο Νίκος, τυχαία ονόματα, τυχαίοι χαρακτήρες, αλλά μοιάζουν πολύ με την ονοματολογία του Σούπερμαν, όπου όλοι οι χαρακτήρες έχουν ίδιο αρχικό γράμμα στο όνομα και στο επίθετο, Κλαρκ Κεντ, Λεξ Λούθορ, Λόις Λέιν,  κάθε ένας δυνατός αλλά και με πολλές αδυναμίες, έτσι και εδώ, κάθε ένας έχει το τρωτό του σημείο, και όταν οι ηρωισμοί τελειώνουν τελειώνει και η ιστορία. Λίγο ακόμα…..




  

5 σχόλια:

Prisoned Soul είπε...

Όσο πάει και με τρελαίνει αυτή η ιστορία. Η αφήγηση σου, η πλοκή όλα μαζί είναι ακαταμάχητα στον αναγνώστη.
Μπράβο και πάλι μπράβο, περιμένουμε τη συνέχεια.

zoyzoy είπε...

Αρχίζει το σενάριο να παίρνει άλλη διάσταση sex, δάκρυα και αίμα και εξάπτει περισσότερο την φαντασία μας.

Δώσε και άλλα!

E.T. είπε...

Πολύ καλό!!!
Άντε χριστιανέ μου γράφε και έχει γίνει η νέα μου ψυχοπάθεια μετά το τέλος του κισμετ!! Χαχαχαχαχα!!

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ είπε...

Εχω ανακοινώσει μια διακοπή στο Blogging για λίγο χρόνο. Εχω πράγματα να κάνω που απαιτούν όλη μου τον χρόνο. Σε παρακαλώ κάνε υπομονή. Θα διαβάσω τις ανατήσεις όταν επιστρέψω στον κανονικό που ρυθμό.
Καλή χρονιά φίλε μου. Θα τα ξαναλέμε. Εχω σχετική ενημέρωση στον χώρο μου μετά το τέλος της τελευταίας μου ανάρτησης.

Nicotine είπε...

Μαρία

Και πάλι και πάλι σ ευχαριστώ....
Τα φιλιά μου,καλή πρωτοχρονιά να έχεις

Ζουζού

Κλασική συνταγή επιτυχίας, έχουμε αρκετή πλοκή ακόμα (μάλλον) αλλά με τις γιορτές
Σ ευχαριστώ
Να περάσεις τέλεια

Ευαγγελία

Ο Μανώλης Κενάν; τσουκ
Φιλιά

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ

Την είδα τη δημοσίευσή σου, αλλά έχω το γνωστό θέμα με το ιντερνετ...
Η απουσία είναι ήδη αισθητή, ελπίζω να μην αργήσεις να επιστρέψεις
Καλή χρονιά και πάνω απ όλα υγεία σε σένα και στην οικογένειά σου

Στα τέσσερα

Η μέρα ήταν Σάββατο , τα στήθη της μικρά και αυτή επίσης.  Τη λέγανε Αθηνά, τίποτα άλλο μη ρωτήσεις.  Δυο βδομάδες  μετά από αυτό το Σάββα...