Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010

Ο Νεκροθάφτης 8 (ο πνιγμός)

Μικρή εισαγωγή
Ο Μανώλης στην πομπή της κηδείας δεν μπόρεσε να κρατήσει το καπάκι του φέρετρου λόγω του ανέμου που το άρπαξε από τα χέρια του και το έστειλε στο σβέρκο ενός παιδιού και τον άφησε στο έδαφος να σπαρταράει. Ο Μανώλης  έφυγε τρέχοντας και πήγε σπίτι του και ξανάρχισε να τρώει ασβέστη ξύνοντας με μανία τον τοίχο. Το πρόβλημα είναι πως θα συνεχιστεί η κηδεία με ένα παιδί στο δρόμο να σπαρταράει και με το καπάκι του φέρετρου που έχει σπάσει.

Κηδεία

Το αίμα έτρεχε ζεστό στην άσφαλτο, το παιδί ήταν ακόμη ξαπλωμένο με τα δόντια του να αγγίζουν την άσφαλτο, τα μάτια  του είχαν ένα χαμένο βλέμμα που ατένιζε στο τίποτα. Κανένας δεν έπρεπε να τον ακουμπήσει γιατί το χτύπημα ήταν στο σβέρκο. Η μάνα του μικρού ήταν εκεί και έκλεγε για το παιδί της, όλοι οι υπόλοιποι  παραβρισκόμενοι  στην κηδεία είχαν μαζευτεί γύρω του και κοιτούσαν με αγωνία το παιδί στην άσφαλτο.  Ένας τέλειος κύκλος φαινόταν από ψηλά,  ένας κύκλος που δεν είχε μια τελεία για κέντρο, αλλά ένα ξαπλωμένο σώμα και μια γυναίκα να στέκεται στα γόνατά της. Έτσι ήταν και η αρχική μορφή ζωής, μια κυκλική αμοιβάδα, που αναπαράγεται με μίτωση, δηλαδή κόβεται στο κέντρο και δημιουργεί μια άλλη αμοιβάδα με ένα άλλο κύκλο στην μέση, έτσι έγινε και όταν φώναξε τον κόσμο ο παπάς για να δούνε πως θα συνεχιστεί η κηδεία.
«Ακούστε με»   φώναξε ο παπάς και πολλοί έφυγαν από το παιδί που ήταν πεσμένο και μαζεύτηκαν γύρω από τον παπά
-Αυτό που έγινε ήταν πολύ άσχημο, αλλά πρέπει να προχωρήσουμε στην κηδεία, οι συγγενείς και οι κοντινοί  φίλοι του νεκρού να ακολουθήσουν και  όσοι από τους υπόλοιπους θέλουν ας μείνουν με το παιδί. Είπε ο παπάς
-Και με το καπάκι τι θα γίνει; ρώτησε ένας άντρας
-Δεν ξέρω… έχει να προτείνει κανείς τίποτα; απάντησε ο παπάς
-Έχω εγώ να πω κάτι… αλλά ίσως ακουστεί περίεργο, είπε κάποιος από μέσα από τον κύκλο και βγήκε μπροστά.
-Τι περίεργο… ότι και αν πεις συζητήσιμο είναι
-Ξέρω κάποιον που έχει ένα φέρετρο στο σπίτι του……
-Τι!!!!!!!! είπε απότομα ο παπάς, ποιος έχει τέτοιο πράγμα σπίτι του; Είναι δυνατόν να γίνονται τέτοια πράγματα στην ενορία μου!
-Μην το παίρνεις στραβά πάτερ, αυτός που ξέρω το πήρε το φέρετρο γιατί περιμένει λέει την μάνα του να πεθάνει, και λέει ότι το πήρε από ένα γραφείο τελετών που έκλεινε σε τιμή  ευκαιρίας. Άσε που η μάνα του τόσα χρόνια δεν λέει να πεθάνει…
-Ποιος είναι αυτός;
-Δεν μπορώ να σου πω εδώ με τόσο κόσμο, αλλά αν θές με μερικά χρήματα μπορώ να πάω να τον βρω και να στο φέρω εγώ εδώ, δεν θέλει να αποκαλυφτεί
-Πως δεν θα αποκαλυφτεί; Μαζί δεν θα πάτε;
-Όχι, μόνος μου θα πάω… απλά ξέρω που το έχει, θα το φέρω και θα του δώσω τα χρήματα για να πάρει άλλο καινούριο αν θέλει
-Όχι! Δεν κάνω τέτοιες συμφωνίες εγώ ,είπε ο παπάς.
Ο γιος του κηδευμένου έσκυψε στο αυτί του παπά και του είπε κάτι, μετά τον κοιτούσε στα μάτια με παρακλητικό βλέμμα. Ο παπάς τον κοιτούσε και σαν να μην ήθελε να συμφωνήσει αλλά αναγκαστικά έπρεπε να υποχωρήσει, συμφώνησε με το βλέμμα  με το γιο του τεθνεώτος .
-Ας είναι… κανονίστε τα με τον Αλέκο από εδώ και φερτό το συντομότερο, είπε ο παπάς και έφυγε από τον κύκλο.
Ο Αλέκος πήγε στον τύπο που ήξερε που υπάρχει το καπάκι και του είπε κάτι σύντομο στο αυτί, ο άλλος διαφώνησε και του είπε κάτι σύντομο πάλι στο αυτί, ο Αλέκος έσφιξε τα χείλη, σκέφτηκε λίγο, «εντάξει» είπε και έφυγε χωρίς να τον κοιτάξει.
Μέσα σε είκοσι λεπτά ήρθε ο τύπος με το καπάκι, εκείνη την ώρα ακριβώς ήρθε και ο ασθενοφόρο να πάρει το παιδί. Όλοι ανοίξανε δρόμο να περάσει το όχημα το οποίο μόλις έφτασε έκανε αναστροφή και σταμάτησε δίπλα στην νεκροφόρα έτοιμο να φύγει μόλις θα φόρτωνε. Δυο οχήματα το ένα δίπλα στο άλλο, το ένα ολόμαυρο και το άλλο άσπρο, εντελώς αντίθετα και όμως φορτωνόταν με τον ίδιο τρόπο. Το ασθενοφόρο πήρε το παιδί και την μάνα και έτσι όλοι οι υπόλοιποι συνέχισαν την κηδεία. Το καπάκι ήταν λίγο μεγαλύτερο απ΄ότι έπρεπε αλλά δεν γινόταν αλλιώς.  Απόλυτη σιωπή την ώρα της κηδείας, κανείς δεν μιλούσε, περίμεναν να τελειώσει για να φύγουν όπως όπως, μόνο μερικοί νέοι συζητούσαν ψιθυριστά μεταξύ τους σαν κάτι να σχεδίαζαν.

Η επίθεση

Ο Μανώλης ήταν στο σπίτι και είχε αρχίσει μανιωδώς να τρώει ασβέστη.  Ο πατέρας που τον άκουσε να κλαίει μπήκε στο δωμάτιο και τον σταμάτησε πριν προλάβει να φάει αρκετό.  Τον κρατούσε στην αγκαλιά του και ο μικρός έκλαιγε. Μετά από αρκετή ώρα που είχαν μείνει έτσι ακούστηκε ένας δυνατός ήχος στην πόρτα, κάποιος την κλώτσησε. Ξανά ο ίδιος ήχος και μια φωνή ακούστηκε να λέει «θα σε πιάσουμε καταραμένε!», το κλάμα αμέσως έγινε τρόμος.  Η πόρτα στο επόμενο χτύπημα έσπασε και χύθηκαν μέσα στο σπίτι αρκετά άτομα που πήγαν αμέσως απειλητικά προς τον Μανώλη.
Λίγα λεπτά πριν ο παππούς ήταν στο νεκροταφείο και σκέπαζε τον τάφο, είδε από μακριά καμιά δεκαριά άτομα να πηγαίνουν προς το σπίτι του μικρού, παράτησε την δουλεία στη  μέση και ξεκίνησε και αυτός με γρήγορό βήμα προς το σπίτι του παιδιού.
Μέσα στο σπίτι, με το που μπήκαν τα άτομα, δύο από αυτούς πιασαν τον γέρο πατέρα του μικρού και τον κόλλησαν στο τοίχο. Αυτός προσπαθούσε απελπισμένα να απελευθερωθεί και φώναζε «Τι κάνετε αφήστε τον! Είναι παιδί! Αφήστ.» κάποιος του βούλωσε το στόμα. Οι υπόλοιποι είχαν πέσει πάνω στο Μανώλη και τον χτυπούσαν, τον κλωτσούσαν στην κοιλιά και στο πρόσωπο,  μάτωσε το στόμα του, στην αρχή ο μικρός ούρλιαζε αλλά μετά σταμάτησε  δεν προλάβαινε να καταλάβει από ερχόταν τα χτυπήματα, τον είχαν κάτω και τον χτυπούσαν και τον βρίζανε «Τον Χριστό σου κωλόπαιδο! Μαλακισμένο! Καταραμένε!»  Ο πατέρας έβλεπε τον χαμό εκεί που  βρισκόταν το παιδί και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Δεν έβλεπε τον γιο του, μόνο την αναμπουμπούλα, μέχρι που κάποιος έσκυψε κάτω έπιασε τον μικρό από τα ρούχα και τον σήκωσε και τον κόλλησε στον τοίχο. Τότε είδε το προσωπάκι του γιού του γεμάτο αίματα και τα μάτια του γεμάτα αγωνία. Ο μικρός έβλεπε τον τύπο που τον είχε σηκώσει και τον είχε κολλήσει στον τοίχο, ήξερε πια να αναγνωρίζει το βλέμμα του μίσους και σ αυτόν το έβλεπε σε πολύ έντονο βαθμό.  Λίγο πριν αρχίσει να τον χτυπάει ο τύπος μίλησε στον μικρό
-Ξέρεις τι είσαι; Είσαι μια κατάρα, ένα σκουπίδι, μια απειλή,  ένα φτύσιμο του διαβόλου, μια καταστροφή, ένα μαλακισμένο που σκορπά παντού την δυστυχία,  το παιδί που σκότωσες ήταν πολύ καλύτερος από σένα μαλακισμένο,  το μόνο καλό που έχεις να κάνεις είναι να πεθάνεις. Δεν θα λυπηθεί κανείς για τον θάνατό σου, σκουπίδι, καταρ.. μα τι…
Ο Μανωλάκης έπεσε από τον τοίχο καθώς ο τύπος που τον κρατούσε έπεσε και αυτός προς τα πίσω. Είδε το παππού να πετάει στο πάτωμα αυτόν που τον κρατούσε και μετά να ρίχνει μια μπουνιά σε έναν άλλο. Ο παππούς κοίταξε για πολύ λίγο τον μικρό που ήταν μέσα στα αίματα και μετά όρμησε πάνω στα άτομα και έριξε δυο μπουνιές στην τύχη. Αυτοί που έφαγαν τις μπουνιές από τον παππού πέσαν με θεαματικό τρόπο στο έδαφος.  «Μπορεί να είμαι γέρος… αλλά σαν κάνω όλους καλά πολύ εύκολα, ας πλησιάσει κανείς και θα δει τι θα πει γέρος… ελάτε ρε κότες… τα βάζετε με το παιδάκι.» ο γέρος μιλούσε και άφριζε, ήταν γνωστός για την δύναμή του αλλά κανείς δεν περίμενε ότι μπορούσε να νικήσει τόσους νέους μαζί τόσο εύκολα, ήταν γνωστό  στο χωρίο ότι  μπορούσε να σκοτώσει μοσχάρια με κεφαλοκλέιδωμα, ελάχιστα άτομα μπορούσαν να το κάνουν αυτό. Αυτοί που κρατούσαν το πατέρα του μικρού τον άφησαν και αυτός σωριάστηκε αναίσθητος στο έδαφος,  κανένας δεν έδωσε σημασία εκείνη την ώρα. Όλοι μαζί τώρα στεκόταν απέναντι από τον παππού.  «Κωλόγερε θα πεθάνεις και συ» του είπε κάποιος «Εσύ φταις που έγινε έτσι ο μικρός» του είπε κάποιος άλλος. «Να πάτε να γαμηθείτε» είπε ο παππούς και όρμησε πρώτος πάνω στα άτομα. Έριξε τις πρώτες μπουνιές αλλά κάποιος έσκυψε κάτω και του αγκάλιασε τα πόδια, ο παππούς δεν καταλάβαινε τίποτα από ξύλο αλλά δεν μπόρεσε να κρατήσει την ισορροπία του και έπεσε. Οι υπόλοιποι έπεσαν πάνω του σχηματίζοντας ένα βουνό και σ αυτό το βουνό έβλεπες  χέρια και πόδια να ανεβοκατεβαίνουν, όλα πάνω στον παππού. Εκείνη την ώρα μπήκε στο δωμάτιο και ο παπάς μαζί με άλλα άτομα του χωριού «Τι γίνεται εδώ!» αναφώνησε ο παπάς και πήγε πάνω στο σωρό να τραβήξει τα άτομα. Ο πρώτος που έπιασε και τον σήκωσε γύρισε και του έριξε μια πολύ δυνατή μπούνια στο πρόσωπο χωρίς να κοιτάξει σε ποιον την ρίχνει. Ο παπάς πέταξε στον αέρα και προσγειώθηκε με την πλάτη στο έδαφος. Ανέμισαν τα γένια του και μαλλιά του σ αυτό το πέταγμα. Αμέσως έπεσαν και οι άλλοι χωριανοί πάνω στο σωρό και τράβηξαν τα άτομα χωρίς να συμβεί κάτι άλλο. Μόλις άδειασε  ο σωρός φάνηκε ο παππούς κάτω γεμάτος αίματα ακόμα να παλεύει, σηκώθηκε χωρίς να τον βοηθήσει κανείς και επιτέθηκε πάλι στα άτομα του τον είχαν ρίξει κάτω. Τέσσερα άτομα χρειάστηκε να τον κρατήσουν.  Ο παπάς άρχισε να συνέρχεται και με πολύ βοήθεια σηκώθηκε. Ο παππούς ήταν  σαν άγριο θηρίο που προσπαθεί να ελευθερωθεί,  τα ρούχα του είχαν σκιστεί, φαινόταν πολλά σημεία από το σώμα του, παρότι γέρικο φαινόταν ότι ήταν ένα δυνατό σώμα. Ο παπάς είχε αίματα στο στόμα, το αίμα είχε τρέξει πάνω στα άσπρα γένια του και έκανε το πρόσωπό του να μοιάζει βγαλμένο από ταινία τρόμου. Οι τέσσερεις που κρατούσαν τον παππού τον έβγαλαν έξω από το σπίτι γιατί αλλιώς δεν θα ηρεμούσαν τα πνεύματα.  Τώρα ήταν στο δωμάτιο αυτοί που επιτέθηκαν και οι άλλοι χωρικοί που τους χώρισαν. Ο παπάς δεν μιλούσε, δεν μπορούσε,  την κουβέντα την ξεκίνησε ο ψάλτης και από την άλλη μεριά μιλούσε αυτός που κρατούσε τον Μανώλη κολλημένο στον τοίχο.
-Τι κάνατε εδώ;  Είπε ο ψάλτης
-Δεν βλέπεις; Ήρθαμε να τσακίσουμε τον Μανώλη στο ξύλο
-Μα καλά, είστε σοβαροί γίνονται αυτά τα πράγματα στην εποχή μας;
-Τι σχέση έχει η εποχή; Αυτό το μαλακισμένο κουβαλάει κατάρα και θα μας κάψει όλους, δεν θα μας σώσει ούτε η εποχή ούτε και ο παπάς, που τον έχετε  τώρα;
-Ποιόν;
-Τον Μανωλάκη, τι ποιον;
-Δεν ξέρω, εσείς δεν το είχατε εδώ;
-Θα έφυγε το μαλακισμένο, φτου γαμώτο!
-Μίλα καλύτερα μπροστά στον παπά, αλλά όπως και να έχει θα έχετε πρόβλημα μ αυτό που κάνατε, θα σας καταγγείλουμε στην αστυνομία
-Θα μας κλάσει τα αρχίδια η αστυνομία… κοίταξτε τον γέρο που έπεσε εκεί και κάντε τώρα στην άκρη να φύγουμε.
-Μίλα καλύτερα ρε αλήτη! Ντροπή σας
-Δεν μας παρατάς ρε μάστορα… είπε ο τύπος και έφυγε, έκανε νόημα στους άλλους να τον ακολουθήσουν αλλά δεν τον υπάκουσε κανείς, είχαν μείνει όλοι με το κεφάλι σκυμμένο, δεν περίμεναν  ότι θα βρουν όλο το υπόλοιπό χωρίο ενάντιων τους, ούτε και ήθελαν μπλεξίματα με τον νόμο
Ένας από τους χωρικούς πήγε δίπλα από το κρεβάτι εκεί πού ήταν τόση ώρα σωριασμένος ο πατέρας του Μανώλη και δεν φαινόταν. Ήταν σκυμμένος πάνω του και είχε το χέρι του στο λαιμό του άντρα. Κοιτούσε τους υπόλοιπους και έσφιξε τα χείλη του,  «Τι έγινε;» τον ρώτησε έντονα ο ψάλτης.
-Είναι νεκρός…..


Ο φυγάς

Την ώρα που ο παππούς με τους υπόλοιπους είχαν γίνει  ένα βουνό, ο Μανώλης πέρασε μπουσουλώντας κάτω από το κρεβάτι και έφτασε μέχρι τον πατέρα του, τον σκούντησε λίγο αλλά δεν πήρε καμία απάντηση, δεν μπορούσε να μείνει, δεν τον ένοιαζε και πολύ , θα λιποθύμησε υπέθεσε και έφυγε πάλι μπουσουλώντας χωρίς  να τον δει κανείς. Μόλις έφτασε στη εξώπορτα σηκώθηκε και προσπάθησε να τρέξει, αλλά έτσι όπως ήταν χτυπημένος δεν μπορούσε να τρέχει, περπατούσε μάλλον πολύ γρήγορα κουτσαίνοντας. Μπήκε στην αποθήκη, πήγε κατευθείαν σε μια γωνιά πίσω από ένα καρότσι. Εκεί είχε ένα μπαούλο, δικό του, είχε μέσα κρυμμένα κάποια πράγματα. Άνοιξε το μπαούλο και πήρε αυτό που ήθελε, το ξανάκλεισε βιαστικά και βγήκε πάλι στο δρόμο για το σπίτι του. Ήθελε να μπει μέσα αλλά είδε πολλούς χωρικούς να έρχονται μαζί με τον παπά προς το σπίτι του, άλλαξε γνώμη για αυτό που ήθελε να κάνει, γύρισε πάλι στην αποθήκη τρέχοντας και κουτσαίνοντας  από δρόμο που δεν θα τον έβλεπαν αυτοί που ερχόταν, πήγε πάλι στο μπαούλο, το άνοιξε, έβαλε μέσα την νεκροκεφαλή που είχε στο χέρι του, ανακάτεψε λίγο τα  άλλα κόκκαλα, άγγιξε μια μια τις νεκροκεφαλές που είχε μέσα, έκλεισε το μπαούλο και έφυγε από την αποθήκη μη ξέροντας που να πάει.  Σκεφτόταν τις επιλογές του, κανείς στο χωριό δεν θα τον ήθελε, όλοι τον μισούσαν, όλοι εκτός από τον παππού, αλλά που να τον βρει τον παππού τώρα…. όλοι εκτός από τον παππού και…. ναι εκεί θα μπορούσε να πάει…
Στο δρόμο σκεφτόταν τι λάθος θα μπορούσε να είχε κάνει πριν, μα πως πίστεψε ότι θα τους τρομάξει με μια νεκροκεφαλή, μάλλον χειρότερα θα τα έκανε όλα, και που να εξηγούσε που την βρήκε, θα μάθαιναν και για τις άλλες, δεν θα μπορούσαν να τον καταλάβουν,  καλύτερα να μην μάθει ποτέ κανείς ότι κλέβει τις νεκροκεφαλές από το οστεοφυλάκιο και τις κρατάει στην αποθήκη μέσα στο μπαούλο. Είναι ο θησαυρός του. Δεν θα τον χαρίσει ποτέ σε κανέναν. Έχει φτιάξει και χάρτη. Αλλά δεν θα τον βρει ποτέ κανείς, είναι δικός του, μα πως μπόρεσε να πιστέψει ότι θα τους τρόμαζε με κάτι τέτοιο;
Με τον πόνο να έχει απλωθεί σ όλο του το κορμί έφτασε έξω από το σπίτι της μάγισσας όπως την λέγανε στον χωρίο, είχε φτάσει εκεί χωρίς να τον έχει δει κανείς γιατί πήγε σκυμμένος δίπλα από τα χορτάρια. Χτύπησε την πόρτα με δισταγμό, αλλά δεν είχε επιλογή. Η πόρτα δεν άργησε να ανοίξει και φάνηκε η μάγισσα με καλοσυνάτο ύφος να Με τον πόνο να έχει απλωθεί σ όλο του το κορμί έφτασε έξω από το σπίτι της μάγισσας όπως την λέγανε στον χωρίο, είχε φτάσει εκεί χωρίς να τον έχει δει κανείς γιατί πήγε σκυμμένος δίπλα από τα χορτάρια. Χτύπησε την πόρτα με δισταγμό, αλλά δεν είχε επιλογή. Η πόρτα δεν άργησε να ανοίξει και φάνηκε η μάγισσα με καλοσυνάτο ύφος να κοιτάει τον Μανώλη.
-Μανωλάκη; Τι έπαθες αγοράκι μου;
-Με χτυπήσανε, εδώ ο Μανώλης άρχισε να μυξοκλαίει
-Γιατί αγοράκι μου σε χτυπήσανε;
-Γιατί λένε ότι είμαι καταραμένος…
-Ααα τι είναι αυτά που λένε… μια χαρά είσαι παλικαράκι μου…
-Ναι, αλλά εγώ φταίω που πέθανε το παιδί…
-Δεν πέθανε Μανωλάκη στο νοσοκομείο είναι, δεν πέθανε, αλήθεια, έλα πέρασε μέσα..
Χάρηκε κάπως που έμαθε ότι δεν πέθανε το άλλο το παιδί, και μπήκε μέσα στο σπίτι της μάγισσας. Το σπίτι ήταν μικρό, είχε τέσσερα  δωμάτια. Το πρώτο, σ αυτό που μπήκε Μανώλης ήταν η κουζίνα-τραπεζαρία, είχε δύο πόρτες. Η μια δεξιά οδηγούσε σε ένα υπνοδωμάτιο και η άλλη ακριβώς απέναντι από την είσοδο οδηγούσε στο σαλόνι. Το σαλόνι είχε μια εξώπορτα που οδηγούσε στην πίσω αυλή και άλλη μια πόρτα στα δεξιά πάλι που οδηγούσε  σε ένα άλλο δωμάτιο που ήταν κλειστό με μια κουρτίνα.
Ο Μανώλης μπήκε μέσα στο σπίτι και η γριά τον έβαλε να καθίσει σε ένα καναπέ, δεν του έδωσε πολύ σημασία και πήγε πάλι στην κουζίνα, ο Μανώλης έβλεπε στον πάγκο της κουζίνας μια λεκάνη στην οποία εξείχαν μόνο δύο πόδια κότας. Πορτοκαλί πόδια.  «Θα φτιάξω κοτόπουλο σούπα, αν θες μείνε να φας» είπε η γριά. Ο Μανώλης είχε σταματήσει το κλάμα αλλά πονούσε ακόμα. Η μέρα του σήμερα ήταν ήδη πολύ μεγάλη και είχε ώρες ακόμα μέχρι να τελειώσει,  ήθελε να μείνει εκεί μέχρι να βραδιάσει τουλάχιστον. «Θα μείνω» είπε. Για λίγη ώρα δεν μιλούσε, κοιτούσε την διακόσμηση  του σπιτιού και του έκανε εντύπωση που τίποτα δεν παρέπεμπε σε μάγισσα ή σε κακιά γυναίκα. Ένα ποντίκι περπάτησε δίπλα από τον τοίχο και πήγε στο πίσω δωμάτιο,  ο Μανώλης το κοίταξε και είδε ότι μπήκε στο δωμάτιο που ήταν κλεισμένο με την κουρτίνα. Κοίταξε λίγο την γριά που εκείνη την ώρα έκοβε καρότα και του είχε γυρισμένη την πλάτη, τον έτρωγε η περιέργεια, σηκώθηκε και πήγε προς το δωμάτιο που είδε να μπαίνει το ποντίκι. Μόλις έφτασε έξω από το δωμάτιο τράβηξε λίγο διστακτικά την κουρτίνα και κοίταξε μέσα. Στον ακριβώς απέναντι τοίχο υπήρχε ένα κρεβάτι με μια κοπέλα γυμνή ξαπλωμένη πάνω του. Την κοίταξε λίγο και ένιωσε τους μύες του να σφίγγουν, αμέσως έκλεισε την κουρτίνα και επέστρεψε στην θέση του στον καναπέ. Η γριά τον κοίταξε μετά από λίγο, τον είδε αναψοκοκκινισμένο  και τον ρώτησε
-Τι έπαθες;
-Τίποτα θεία, είδα ένα ποντικάκι και τρόμαξα…
-Ναι το σκασμένο, γυρνάει κάμποσες μέρες στο σπίτι, αλλά έχω βάλει παγίδες, θα το πιάσω.
Αρκετή ώρα μετά το φαγητό ήταν έτοιμο. Η γριά φώναξε ένα γυναικείο όνομα και η κοπέλα βγήκε ντυμένη από το δωμάτιό της. Περπατούσε νυσταγμένη.
-Από εδώ η Ματούλα, είπε η γριά στον Μανώλη που είχε μείνει με ανοιχτό το στόμα από την ομορφιά της κοπέλας.
-Χάρηκα, είπε η κοπέλα και του έτεινε περιεχτικά το χέρι της.
-Δώσε το χέρι σου στην κοπέλα, είπε χαμογελαστή η γριά
Το έδωσε αλλά δεν μίλησε, ντρεπόταν που την είχε δει γυμνή  και δεν μπορούσε να βγάλει αυτή την εικόνα από το μυαλό του. Η Ματούλα βόηθησε να στρώσει η γρια το τραπέζι και έκατσε και αυτήν εκεί. «Η Ματούλα έρχεται που και που και με βοηθάει σε μερικές δουλείες που θέλω» είπε η γριά «Πόσο χρονών είσαι Μανωλάκη;» ρώτησε με γλυκιά φωνή η κοπέλα «Εννιά» απάντησε ντροπαλά ο Μανώλης,  «εσύ πόσο είσαι;» τη ρώτησε πάλι ντροπαλά «Δεκαέξι» του είπε χαμογελώντας η κοπέλα. Τώρα που ξεκινούσαν το φαγητό ακούστηκε η καμπάνα της εκκλησίας του χωριού να χτυπάει πένθιμα, «Κάποιος πέθανε» είπε η γριά, ο μικρός δεν έδωσε σημασία κοιτούσε την κοπέλα και περίμενε πότε θα κοιτάξει αυτή αλλού για την κοιτάξει στο στήθος . Ξαφνικά από το δωμάτιο με την κουρτίνα ακούστηκαν ουρλιαχτά, τσιρίδες και φασαρία που δεν άνηκαν σε άνθρωπο, η καμπάνα είχε τρομάξει το ποντίκι και αυτό μετακινήθηκε και κλείστηκε στην φάκα ζωντανό. «Δεν θα μας αφήσει να φάμε το σκασμένο» είπε η γριά και σηκώθηκε. Πήγε στο δωμάτιο έριξε ένα πανί πάνω στην φάκα και σε λίγο πέρασε δίπλα από το τραπέζι με το ποντίκι να ουρλιάζει και να χτυπιέται,  βγήκε έξω και σε λίγο ξαναμπήκε. «Θα το φροντίσω μετά αυτό» είπε και έπλυνε τα χέρια της πριν καθίσει στο τραπέζι.

Η γριά και η κοπέλα

Αφού τελείωσαν το φαγητό,  η γριά και η κοπέλα σηκώθηκαν από το τραπέζι,  η γριά είπε στον μικρό να πάει στο δίπλα δωμάτιο και να περιμένει εκεί. Ο μικρός πήγε και κρυφοκοιτούσε από την πόρτα τις δύο γυναίκες που μιλούσαν πολύ σιγά, η γριά κάτι έλεγε στην κοπέλα και αυτή συμφωνούσε. Λίγες λέξεις ξεχώριζε από την γριά «…την άλλη βδομάδα….. το θέλω……….» μόνο αυτά άκουσε και δεν κατάλαβε τι εννοούσε. Μετά η γριά βγήκε έξω και η κοπέλα μάζευε τα πιάτα. Ο Μανώλης μπήκε μέσα στο δωμάτιο και άκουσε μια βρύση απ έξω να τρέχει. Πήγε στο παράθυρο που έβλεπε ακριβώς στην βρύση και είδε την γριά να έχει μια λεκάνη κάτω από την βρύση για να την γεμίσει. Την κοιτούσε αρκετή ώρα μέχρι που γέμισε η λεκάνη μέχρι πάνω με νερό. Μετά είδε την γρια να φεύγει για λίγο και να επιστρέφει με την φάκα που είχε μέσα το ποντίκι, την κρατούσε από το πίσω μέρος και το ποντίκι ήταν οριζόντια προς τα κάτω, η μούρη του ακουμπούσε στο μπροστά μέρος της φάκας και όλο του το σώμα πίεζε με το βάρος του την μύτη του. Η γριά με μια αδιάφορη κίνηση πέταξε την φάκα μέσα στην λεκάνη και έκανε μερικά βήματα πίσω. Ο Μανώλης έβλεπε το ποντίκι μέσα στο νερό να κουνάει με αγωνία όλο του το σώμα και την ουρά του. Το ποντίκι πνιγόταν, το βάρος της φάκας το είχε τραβήξει στο πάτο της λεκάνης και δεν είχε από πουθενά να πάρει αέρα. Κουνούσε τα πόδια του όλο και πιο σπασμωδικά μέχρι που σταμάτησε να τα κουνάει. Η γριά κοίταξε λίγο από πάνω, σήκωσε την λεκάνη και άδειασε το νερό, μετά έβγαλε την φάκα με  το πνιγμένο ποντίκι, την άνοιξε και άφησε να πέσει το ποντίκι σε μια σακούλα. Μια φωνή ακούστηκε πίσω του «Τι κοιτάς εκεί Μανωλάκη;»

Όλο το χωριό ψάχνει να βρεί τον Μανώλη για να δουν αν είναι καλά και να του πούνε ότι πέθανε ο πατέρας του
Η αστυνομία έχει συλλάβει τα άτομα που είχαν κάνει την επίθεση στο σπίτι του Μανώλη
Ο Μανώλης είναι μόνος στο δωμάτιο με την κοπέλα που μόλις πριν του έχει μιλήσει
-Τι κοιτάς εκεί Μανωλάκη;
-Τίποτα Ματούλα, απλά κοιτούσα λίγο έξω από το παράθυρο
-Έλα εδώ που θέλω να σου πω κάτι…….






5 σχόλια:

Prisoned Soul είπε...

Κάθε φορά και περισσότερο η γραφή σου με μαγνητίζει και ρούπι δεν κάνω μέχρι να τελειώσει αυτό που διαβάζω, και θέλω κι άλλο να διαβάσω, τη συνέχεια αλλά πάντα το κόβεις...!

(εχει ένα λαθάκι στο σημείο που φτάνει ο Μανωλάκης στο σπίτι της γριάς, κάποιες σειρές επαναλαμβάνονται)

Φιλιά

Gaurakos είπε...

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η είσοδος της Ματούλας στην ιστορία. Πάλι το τελείωσες και μας άφησες με την αγωνία...Αυτή είναι και η μαγεία βέβαια.

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ είπε...

Φίλε μου ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ!! Δε χρειάζεται να πω τίποτα περισσότερο. Περιμένω με αγωνία την συνέχεια.

Gina είπε...

Όλο στο καλύτερο μας κόβεις..Θέλουμε κι άλλο και σύντομα παρακαλώ!!!!Keep posting...
Φιλακια μακαρονάκι μου

Nicotine είπε...

Sweet truth!

Να σαι καλά για τα καλά σου λόγια, το λάθος που λες δεν ευθύνομαι εγώ, η πουτάνα η τεχνολογία έκανε πάλι ένα λάθος, απλά κοπι πέηστ από το γουόρντ έκανα, δεν ξέρω γιατί βγήκε έτσι.
Σ ευχαριστώ που το επισήμανες
Φιλιά

Gaurakos

Πάντα η είσοδος μιας γυναίκας φέρνει ενδιαφέρον.
Καλή σου μέρα.


ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ

Να σαι καλά, έχω ξεκινήσει ήδη να τη στήνω την συνέχεια, αφορμές περιμένω να γράψω.

Τζίνα
Δεν πιστεύω να έτρωγες τα νύχια σου όσο διάβαζες....
και μη με λες Μακαρονάκι μπροστά στους άλλους!!!

Στα τέσσερα

Η μέρα ήταν Σάββατο , τα στήθη της μικρά και αυτή επίσης.  Τη λέγανε Αθηνά, τίποτα άλλο μη ρωτήσεις.  Δυο βδομάδες  μετά από αυτό το Σάββα...