Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2010

Ο Νεκροθάφτης 9 (σπασμένο κρανίο)

Η γριά έχει βγει από το σπίτι με την σακούλα που έχει το ψόφιο ποντίκι, ο Μανωλάκης και η Ματούλα είναι μόνοι τους στο δωμάτιο. Η Ματούλα πρέπει να  πείσει τον Μανωλάκη για κάτι που της έχει ζητήσει η γριά. 
Στο δρόμο, λίγο έξω από το σπίτι της η γριά συναντάει έναν γείτονα  της , «Τι έγινε ρε Ασημίνα; Που πας;»
-Γεια σου Γιάννη, πάω να πετάξω αυτήν την σακούλα,  έπιασα ένα ποντίκι, δεν μου λες… για ποιον χτυπάει η καμπάνα;
-Καλά; Δεν τα μαθες; Πέθανε ο Αλέκος και ψάχνουμε τον μικρό… Αστα χαμός έγινε… ήρθε και η αστυνομία….
-Τα ξέρω για τον μικρό…. Το δείρανε και ήρθε σπίτι μου και
-Σπίτι σου;!!!!!!!!!
-Ναι στο σπίτι μου…. Γιατί αντιδράς έτσι;
-Τίποτα…. Δεν ήξερα ότι είχατε παρτίδες με τον μικρό…
-Τέλος πάντων… πες κάποιον να ρθει να τον πάρει, γιατί αν τον πάω εγώ στο σπίτι ξέρεις…
-Ναι ξέρω…..
Η γριά πέταξε την σακούλα δίπλα στο δρόμο και γύρισε αμέσως στο σπίτι. Κάποια παιδιά που έψαχναν για τον Μανώλη είδαν την γριά  να πετάει μια σακούλα στην άκρη του δρόμου, τους φάνηκε ύποπτο για τι θα μπορούσε να είχε αυτή η συγκεκριμένη γριά στη σακούλα και πήγαν και την μάζεψαν κρυφά.

Ανοίγει η πόρτα του σπιτιού, γρια μπαίνει μέσα… «Ματούλα… έλα γρήγορα…» Βγαίνει η Ματούλα από το δωμάτιο «Τι έγινε;» «Έλα να σου πω…». Εξηγεί η γριά στην Ματούλα και της λέει να του το πεις εσύ, εντάξει απαντάει η Ματούλα και ξαναμπαίνει στο δωμάτιο
-Μανωλάκη… έλα να σου πω λίγο
-Τι είναι Ματούλα;
-‘Έγινε κάτι άσχημο… ο πατέρας σου… δεν είναι καλά
-Πέθανε;
-Ναι,  λυπάμαι πολύ, αλήθεια… παρά πολύ
-Δεν με νοιάζει, είπε ο Μανώλης και έσκυψε το κεφάλι
-Τι δεν σε νοιάζει Μανωλάκη; Που λυπάμαι;
-‘Όχι, που πέθανε…. Δε με νοιάζει
-Μα γιατί; Πατέρας σου ήταν
-Δεν μ αγαπούσε… ούτε εμένα ούτε την μαμά μου
-Μα γιατί το λες αυτό;
-Αυτός φταίει που αρρώστησε η μαμά… τον έβλεπα να την μαλώνει συνέχεια και μετά αυτή δεν μιλούσε… μέχρι που αρρώστησε
-Όλοι οι μεγάλοι μαλώνουν… είμαι σίγουρη ότι είναι αλλιώς τα πράγματα…
-Εγώ αυτά έβλεπα…
Ακούγεται το κουδούνι, «Μανωλάκη, πρέπει να φύγεις τώρα…. Όποτε θες μπορείς να ξανάρθεις… και μην ξεχνάς για αυτό που σου είπα… το θέλω πολύ…» «Εντάξει Ματούλα…..» Τον φίλησε στο κεφάλι και τον οδήγησε στην πόρτα του σπιτιού όπου και τον περίμενε μια θεία του. Τον πήρε και έφυγε, ο Μανωλάκης καθώς φεύγανε γυρνούσε πίσω και κοιτούσε μια την γριά και μια την Ματούλα που στεκόταν στην πόρτα και  τον κοιτούσαν, η θεία του μικρού δεν τις κοίταξε καθόλου

Μια βδομάδα μετά ο Μανωλάκης έχει πάει με τον παππού για μια εκταφή. Ο παππούς τον  είχε μαλώσει που πήγε στης γριάς το σπίτι και  του είπε να μην  ξανατολμήσει  να ανταλλάξει  κουβέντα μ αυτήν την γριά γιατί αλλιώς θα τον έδερνε ο ίδιος.
-Μ αρέσει πολύ θείο που μένουμε μαζί
-Ναι
-Θα με αναλάβεις εσύ τώρα έτσι; Δεν θα με  πάρει η θεία, δεν θέλω…
-Δεν σ ανέλαβα εγώ, μαζί με τον παπά σε αναλάβαμε, απλά θα μένεις στο σπίτι μου μέχρι να πάθω εγώ κάτι
-Σαν τι να πάθεις;
-Οτιδήποτε, σκάσε τώρα και μη μιλάς
-Εντάξει θείο, σκάω, αλλά να ξέρεις μ αρέσει, εσένα σ αρέσει;
-Σκάσε είπα

 Έχουν φτάσει μπροστά από τον τάφο που πρόκειται να ανοίξουν, ο Μανώλης κοιτάει την φωτογραφία στο μνήμα και ρωτάει τον παππού
-Παπάς είναι;
Ο παππούς τον κοιτάει με καχυποψία και μετά από λίγο του απαντάει
-Ναι… γιατί ρωτάς σημαίνει τίποτα για σένα αυτό
-Όχι, όχι, όχι απαντάει νευρικά ο μικρός
-Καλά… αντε να δούμε… μπρος ξεκίνα, σκάβε
Ο Μανώλης μπήκε μέσα στο μνήμα και άρχισε να σκάβει, το είχε ζητήσει ο ίδιος να σκάβει, του άρεσε,  αλλά δεν ήταν αρκετά δυνατός να σκάβει πολύ, ειδικά όταν έφτανε χαμηλά δεν μπορούσε να σηκώσει ψηλά το φτυάρι. Έσκαβε λίγο στην αρχή και μετά αναλάμβανε ο παππούς. Όταν έφταναν στο τέρμα έμπαινε ο μικρός και αναλάμβανε την συγκομιδή  των λειψάνων.
Έτσι θα γινόταν και τώρα, έφτασε ο παππούς στο τέλος άνοιξε το καπάκι, είδε τον παπά λειωμένο, έκανε τον σταυρό του και άρχισε να μαζεύει, πήγε να μπει ο μικρός μέσα αλλά ο παππούς  τον σταμάτησε «όχι! Εσύ να μείνεις εκεί!» «Μα γιατί θείο;» «Γιατί κλάνει το γατί! Μείνε, θα σου πω εγώ πότε θα μπείς» Ο μικρός έμεινε δεν απάντησε, κοιτούσε με αγωνία τις κινήσεις του παππού.  Ο παππούς έπιασε τα γένια του παπά που ξεκόλλησαν εύκολα, μετά τράβηξε τα μαλλιά του παπά, και τώρα έκανε κάτι ασυνήθιστο, έψαχνε με το χέρι του σ όλο τον τάφο και στο σώμα του παπά, ψηλαφούσε το μέρος ψάχνοντας να βρει κάτι.  Ο Μανώλης κοιτούσε με αγωνία. Αφού δεν βρήκε τίποτα ο παππούς κοίταξε τον Μανώλη και του είπε «Θες να πεις εσύ τώρα;» «Θέλω!» «Αντε μπες….» Ο Μανώλης πήδηξε μέσα στον τάφο, ο παππούς έβαλε τα χέρια του στο χώμα και πίεζε τους αγκώνες του να σηκώσει το σώμα του, ο Μανωλάκης πήγε και έβαλε τα χέρια του στον κώλο του παππού για να τον σπρώξει να βγει πιο εύκολα , και πιο γρήγορα, ο παππούς κατέβασε το ένα χέρι του και τίναξε τα χέρια του μικρού από τα οπίσθιά του «Άσε με ρε σκατό!» του είπε και ο μικρός γέλασε. Ο παππούς βγήκε έξω και άναψε τσιγάρο, ο μικρός μάζευε τα κόκκαλα με τον γνωστό τρόπο, κοιτούσε τον παππού που κάπνιζε καθιστός, μόλις σηκώθηκε ο παππούς άρχισε να πετάει τα κόκκαλα έξω, τα πρώτα τα πέταξε μπροστά, και ο παππούς τα μάζευε και τον κοιτούσε, το κρανίο το πέταξε πιο μακριά, ο παππούς τον κοίταξε λίγο άγρια, «ουπς, συγνώμη…» είπε ο μικρός, ο παππούς απομακρύνθηκε και ο Μανωλάκης  άρπαξε το μαξιλάρι του παπά  έβαλε το χέρι του μέσα, άρπαξε γρήγορα αυτό που ήθελε το έβαλε στην τσέπη του και ξανάρχισε να πετάει κόκκαλα έξω. Ο παππούς γύρισε γρήγορα και τον κοίταξε από ψηλά «Όλα καλά σκατό;» «όλα καλά θείο..» Ο παππούς έμεινε να τον κοιτάει από ψηλά, τον περιεργαζόταν, το βλέμμα του έπεσε στην τσέπη του μικρού που φούσκωνε «Μαλακισμένο!!!!!» φώναξε ο παππούς και πήδηξε μέσα στον τάφο, έπιασε  αμέσως τον μικρό από τον λαιμό και τον κόλλησε τα τοιχώματα του ανοιχτού τάφου.  Ο μικρός προσπαθούσε να απεγκλωβιστεί, ο παππούς έβαλε το χέρι του στην τσέπη του μικρού και έβγαλε ένα μπουκάλι με κόκκινο κρασί.
-Τελικά σε έπεισε η κολώγρια! Ξέρεις τι είναι αυτό ρε; Ξέρεις;
-Άσε με θείο! Άσε με!
-Μαλακισμένο! Αυτό είναι νεκροκράσι!  Προσέχαμε στην κηδεία μην βάλει η πουτάνα κανα κρασί και αυτή το έβαλε! Η πουτάνα! Έτσι κάνουν οι κολωμάγισσες , βάζουν ένα μπουκάλι κρασί στον τάφο ενός παπά μέχρι να λειώσει και μετά έχουν το πιο ισχυρό ξόρκι , και έσυ την βοηθάς να το πάρει, αλλά αυτό δεν θα γίνει! Θα το κάψω!
-Μη! Άστο! Το θέλω!
Ο Μανωλάκης έπιασε το χέρι του παππού που κρατούσε το μπουκάλι και προσπάθησε να του το πάρει, ο παππούς τίναξε το χέρι του για να αποσπαστεί από τα χέρια του μικρού και έτσι όπως έκανε το χέρι του πίσω του έφυγε το μπουκάλι με το νεκροκράσι και έπεσε στο μνήμα εκεί που είναι γραμμένο το όνομα και η ημερομηνία θανάτου, το μπουκάλι έσπασε και το κόκκινο υγρό έτρεχε πάνω στον τάφο. Ο παππούς μόλις κατάλαβε ότι έσπασε το μπουκάλι και έτρεχε το υγρό μέσα στον τάφο έπιασε τον μικρό με τα δύο του χέρια και τον πέταξε έξω από τον τάφο και του φώναξε
-Φύγε μακριά! Πρόσεχε να μην το μυρίσεις!
Ο Μανώλης μόλις προσγειώθηκε στο έδαφος γύρισε προς το μέρος του παππού και κάτι του φώναξε, εκείνη την ώρα ο παππούς έβγαινε έξω και δεν προλάβαινε να αντιδράσει.
Ο παππούς έχει πετάξει τον Μανώλη έξω για να μην μυρίσει το νεκροκράσι, αμέσως μόλις τον πέταξε έξω πήγε να βγει και ο ίδιος, με το που έβγαλε το κεφάλι του έξω είδε κάτι κοκκαλιάρικα πόδια με μαύρες κάλτσες  και άκουσε την φωνή του Μανώλη να του φωνάζει «Θείο! Η γριά!» πριν προλάβει να κάνει κάτι ο παππούς η γριά του κάρφωσε ένα κομμάτι από το σπασμένο μπουκάλι δίπλα στο λαιμό μέσα στην κλείδα, ήθελε να του καρφώσει την καρωτίδα αλλά το μόνο που μπόρεσε να κάνει ο παππούς ήταν να μετακινηθεί λίγο αριστερά και έτσι γλίτωσε τον θάνατο, έπεσε πάλι μέσα στον λάκκο και ανέπνεε τις έντονες μυρουδιές από το νεκροκράσι. Ο Μανώλης μόλις σηκώθηκε και είδε την γριά με ένα κομμάτι γυαλί στο χέρι της να περιμένει τον παππού να βγει φώναξε και έτρεξε κατά πάνω της, την ώρα που έπεφτε ο παππούς μέσα στον τάφο έπεφτε και ο Μανώλης πάνω στην γριά και την σώριαζε στο έδαφος. Η γριά και ο Μανώλης είναι πεσμένοι κάτω και αυτή καταφέρνει να ανεβεί από πάνω του, έχει εγκλωβίσει τον μικρό από κάτω της και αρχίζει να του δίνει κατάρες «Σκουλήκι! Νέος να είσαι και γέρος να νιώθεις! Να σου πάρει ο διάβολος την ψυχή! Καταραμένος να σαι! Να υποφέρουν όλοι δίπλα σου! να μην μπορείς να κλάψεις! Να μην μπορείς να γ» Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την πρόταση της η γριά, κάτι την χτύπησε στο κεφάλι και σωριάστηκε δίπλα από τον μικρό. Ο παππούς όταν του κάρφωσε η γρια το κομμάτι γυαλί από το νεκροκράσι στην κλείδα έπεσε στον τάφο και αμέσως έβαλε το κεφάλι του στη γωνία του τάφου και πήρε μια ανάσα μαζί με χώμα για να μη μυρίσει το νεκροκράσι και προσπάθησε να βγει έξω, η πρώτη του προσπάθεια απέτυχε γιατί μόλις σήκωσε το χέρι του πόνεσε αφόρητα, ούρλιαξε και ξανάπεσε μέσα. Στη δεύτερη προσπάθεια πήγε να βγει χρησιμοποιώντας μόνο το ένα χέρι, πάλι δεν τα κατάφερε, πήρε ένα οστό από τα πλευρά του παπά που δεν το είχε πετάξει έξω ο Μανώλης, το κάρφωσε στο χώμα και το χρησιμοποίησε σαν σκαλοπάτι να βγει.  Όταν πάτησε πάνω στο οστό και έβγαλε το κεφάλι του έξω είδε την γριά να έχει κάτω τον μικρό και να του δίνει κατάρες, πίεσε το εαυτό του να βγει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα για να γλιτώσει ο μικρός έστω και μερικές κατάρες, μόλις βγήκε εντελώς άρπαξε το κρανίο του παπά και τρέχοντας το πέταξε στην γριά, την πέτυχε στο κεφάλι, το κρανίο έσπασε και αυτή σωριάστηκε  δίπλα από τον μικρό. Ο παππούς έφτασε τρέχοντας εκεί έπιασε με το καλό του χέρι την γριά που ήταν ανάσκελα και έπιανε το κεφάλι της . Την σήκωσε και την κόλλησε σε ένα δέντρο,  όταν σήκωνε ήταν σαν να σηκώνει ένα σκελετό με ρούχα, δεν την λυπήθηκε καθόλου την κόλλησε με δύναμη στο δέντρο, πίεζε το χέρι του στο στήθος της, μάζεψε όλη του την δύναμη και ετοιμάστηκε να της ρίξει μια μπουνιά που σίγουρα θα της διέλυε το κρανίο, εκείνη την στιγμή η γριά συνήλθε και έβγαλε από την τσέπη της πάλι ένα κομμάτι από το μπουκάλι και του το κάρφωσε στην κοιλιά. Ο παππούς διπλώθηκε στα δύο και άφησε την γριά να πέσει κάτω. Αυτή έφυγε αμέσως περπατώντας με δυσκολία,  μόλις απομακρύνθηκε λίγο γύρισε και έριχνε κατάρες στον παππού «Καταραμένος να σαι Γρηγόρη! Κανένα από τα παιδία σου να μην χαρεί! Να πεθάνεις και να μην λειώσεις ποτέ !» ο Μανωλάκης που την ώρα που ο παππούς κρατούσε την μάγισσα είχε κρυφτεί πίσω από ένα μνήμα γιατί φοβόταν βγήκε και άρχισε να της πετάει πέτρες , καμία δεν την πέτυχε, αλλά την ανάγκασε να φύγει. Όταν την είδε να φεύγει ο Μανώλης πήγε δίπλα στον παππού που κρατούσε το στομάχι του
-Θείο είσαι καλά; Ρώτησε με αγωνία ο μικρός
-Πήγαινε….. πήγαινε να φωνάξεις τον παπά…. Είπε με δυσκολία ο παππούς
-Μα εσύ…
-Φύγε ρε σου λέω!
-Καλά!

Ο μικρός άρχισε να τρέχει με αγωνία να βρει τον παπά
Η γριά πήγαινε σπίτι της θυμωμένη
Η Ματούλα είχε αποτύχει
Το χωριό το απόγευμα θα έπρεπε να πάει στο τρισάγιο για την εκταφή του παπά, το κρανίο είχε σπάσει
Τα παιδιά είχαν βρει την σακούλα με το ψόφιο ποντίκι



5 σχόλια:

zoyzoy είπε...

Τι θρίλερ τι περιγραφή!
Με τρομάζεις με τόση δυνατή πένα τόση φαντασία τόσο γόνιμο μυαλό πιά??

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ είπε...

Ρε φίλε! Μ έχεις κατατρομάξει. Τέτοιες περιγραφές τέτοιες λεπτομέρειες, τόση δράση. Είσαι άπιαστος. Ομολογώ ότι σπάνια κείμενο με κόλλησε στην οθόνη χωρίς ούτε τα μάτια μου να ανοιγοκλείνω. Ακου «νεκροκράσι»! Που τα ξέρεις όλα αυτά βρε παιδί μου;. Τι να σου πω έχεις δυνατό ταλέντο. Και πρέπει να κάνεις κάτι γι αυτό!!!!!!!!!!!

Gina είπε...

Την επόμενη φορά θα σου φτιάξω ένα κουβά καφέ για να γράψεις περισσότερο!!Θέλουμε κι άλλο..!!Το κοινό σου υποκλίνεται,απλά..
Φιλακια μα.....κι!!!

Prisoned Soul είπε...

Πραγματικά είσαι απίστευτος... τα ειπαν όλα οι άλλοι δεν έχω κάτι να συμπληρώσω, συγγραφή, φαντασία, όλα στο φουλ!!
Συνέχισε μόνο και μη μας κρατάς για πολύ σε αγωνία.
Φιλιά

Nicotine είπε...

zoyzoy

Σε ευχαριστώ για τα πολύ καλά σου λόγια, μόνο με κάνεις να αγχώνομαι λίγο γιατί τα πιο τρομακτικά και φανταστικά γεγονότα έρχονται σε λίγο που φτάνει προς το τέλος το πρώτο μέρος αυτής της ιστορίας

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ

Το νεκροκράσι είναι αληθινό, υπάρχει μια ιστορία στο χωριό μου πριν ακόμα γεννηθώ εγώ με δυο γριές που πήγαν να βάλουν νεκροκράσι σε μια κηδεία ενός πάπα. Τις πιάσανε, μέχρι τότε δεν ήξερε κανείς ότι ήταν μάγισσες και.... άστο, ίσως σε μια άλλη ιστορία θα πω τι έγινε...
Την καλημέρα μου

Τζίνα

Θα μπορούσα να γράψω περισσότερο αν δεν με αποσπούσε την προσοχή συνέχεια ο Σεξπιρικός..
χαχαχχα
Φιλιά κούκλα μου

Μαρία

Μην ανησυχείς δεν θα κρατήσω πολύ σε αγωνία και σύντομα θα τελειώσει η ιστορία και θα καταπιεστούμε με κάτι πιο ευχάριστο.
Αλλά μην με πιστεύεις... όλα λόγια είμαι, μπορεί και μην γίνει έτσι...
Φιλιά

Στα τέσσερα

Η μέρα ήταν Σάββατο , τα στήθη της μικρά και αυτή επίσης.  Τη λέγανε Αθηνά, τίποτα άλλο μη ρωτήσεις.  Δυο βδομάδες  μετά από αυτό το Σάββα...