Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2011

Ο Νεκροθάφτης 12 (Δεν είναι δυνατόν!!!)

Έχει σκεφτεί ποτέ κανείς ότι το ρούχο που θα φορέσει περισσότερο το σώμα του θα είναι αυτό που θα φοράει και την μέρα της κηδείας του. Θα είναι  το ρούχο που θα δει και τις περισσότερες αλλαγές του σώματος και θα είναι ένα ρούχο που θα το έχουν διαλέξει άλλοι για αυτόν, δεν είναι και τόσο δίκαιο.  Στη ζωή όμως δεν υπάρχουν αδικίες, μόνο άνιση κατανομή δικαιοσύνης .
Ο Μανώλης με την Ματούλα έχουν φτάσει έξω από ένα αναποδογυρισμένο συλλέκτη σιτηρών. Αυτός ο συλλέκτης χρησιμοποιείται για την μεταφορά σιτηρών από το χωράφι στις αποθήκες, είναι πράσινο. Έχει έξι μέτρα μήκος και κάτι παραπάνω από δύο μέτρα ύψος.  Το εσωτερικό του είναι δύο τετράγωνοι συλλέκτες, κωνοειδείς  που  ο καθένας μοιάζει  σαν αναποδογυρισμένη σκεπή. Στο κάτω μέρος υπάρχει μια τρύπα απ όπου βγαίνει το σιτάρι.  Από πάνω είναι τελείως ανοιχτό. Μετά το τέλος του θέρους, τους συλλέκτες τους αφήνουν αναποδογυρισμένους στα χωράφια για να μην γεμίζει νερό ο κώνος και σκουριάσει το σίδερο. Όταν φτάνει το καλοκαίρι τους φορτώνουν σε πλατφόρμες και κουβαλάνε το στάρι, από την θεριζοαλωνιστική μηχανή στους συλλέκτες και από αυτούς μέσω της πρέσας στις αποθήκες. Ο συγκεκριμένος συλλέκτης είναι παρατημένος χρόνια  σ αυτό το σημείο και ο Μανώλης τον έχει μετατρέψει σε καταφύγιο του τα τελευταία χρόνια, τον αποκαλεί «σοφίτα», και όντως έτσι μοιάζει  τώρα που είναι αναποδογυρισμένος, σαν σοφίτα, μόνο που στο έδαφος υπάρχει χώμα και δεν μπαίνει από πουθενά φως. Είναι πάντα νύχτα εκεί μέσα, και πάντα μα πάντα ήσυχα.
Η Ματούλα είναι ακόμα ταραγμένη από το γεγονός της έκρηξης και από την παρουσία του σκύλου, ο Μανώλης έχει συνηθίσει να ξεπερνάει γρήγορα το ότι συμβαίνει, όσο προχωράει ο καιρός τόσο λιγότερο του ψυχή του μένει, άνθρωπος που δεν φοβάται τίποτα δεν έχει ψυχή,  ο μικρός δεν έχει φτάσει ακόμα σε αυτό το σημείο αλλά έχει πάρει την κατηφόρα,  τώρα στέκεται έξω από την «σοφίτα» του και το μόνο που αισθάνεται είναι ένας πόνος στο λαιμό από το παραλίγο πνίξιμο και μια χαρά που έχει δίπλα του την Ματούλα, χαίρεται επίσης που θα της αποκαλύψει το μυστικό του.
-Εδώ είναι;  Ρώτησε η Ματούλα
-Ναι, δεν το περίμενες…
-Ε, όχι, εδώ θα μας βρούνε, όποιος και να περάσει θα μας δει
-Δεν θα μας δει κανείς, γιατί θα είμαστε από μέσα, της είπε ο Μανώλης και την κοιτούσε να δει την αντίδρασή του προσώπου της
-Από μέσα; Πως γίνεται αυτό;
-Έλα ακολούθα, είπε ο Μανώλης και πήγε από την πίσω μεριά της σοφίτας
Εκεί στην πίσω μεριά υπάρχει ένα μικρό σιδερένιο παραθυράκι στην σοφίτα, ο Μανώλης έπιασε τον σύρτη και είπε στην Ματούλα « το βλέπεις αυτό; Ανοίγει και από μέσα και από έξω το είχαν για εφεδρικό άδειασμα, σε περίπτωσή που βούλωνε τη κάτω τρύπα». Ο Μανώλης τράβηξε τον σύρτη και άνοιξε το παράθυρο, με μια ευέλικτη κίνηση βρέθηκε μέσα. «Έλα Ματούλα!» είπε ο μικρός που ήταν σκυμμένος και άναβε ένα καντηλάκι  που είχε στο κέντρο  της σοφίτας, η Ματούλα μπήκε λίγο ποιο δύσκολα καθώς το παράθυρό ήταν μικρό, μόλις βρέθηκε μέσα έμεινε άφωνη «Τι τέλεια είναι εδώ Μανωλάκη! Μόνος σου το έφτιαξες;»  «Ναι μόνος μου. Έλα κάτσε εδώ»  Ο Μανώλης έπιασε την Ματούλα και την έβαλε να καθίσει στη γωνία πάνω σε μια κουβέρτα που είχε απλώσει στο έδαφος,  μετά άναψε άλλα τρία καντηλάκια που είχε στο κέντρο επίσης πάνω σε μια κουβέρτα και η σοφίτα φωτίστηκε με εκπληκτικό τρόπο, μέσα σ αυτό το φως η Ματούλα έμοιαζε με άγγελο και ο Μανώλης κούρνιασε δίπλα της σαν να ήθελε να κρυφτεί κάτω από φτερά της. Η Ματούλα τον αγκάλιασε και κοιτούσε με δέος τον χώρο «Δεν το πιστεύω πόσο τέλειο το έχεις κάνει, τα καντηλάκια που τα βρήκες;»  «Τα έκλεψα από το νεκροταφείο»  είπε ο Μανώλης και ακούμπησε τον κρόταφό του στο αριστερό στήθος της Ματούλας. Αυτή του χάιδευε τα μαλλιά και ένιωθε μια ηρεμία που της επέβαλε ο χώρος. Μια ηρεμία που μόνο έξω από τον κόσμο μπορεί να τη αισθανθεί κανείς και μόνο με ένα άτομο, το ίδιο ένιωθε και ο Μανώλης, ηρεμία, αισθανόταν το χέρι της Ματούλας στα μαλλιά του και το στήθος  της στο  κρόταφο του.  Η μικρή σοφίτα εκπλήρωσε τον σκοπό της,  τους έκρυψε, και όταν κρύβεσαι ηρεμείς. Η Ματούλα  χάιδευε τον Μανώλη και του είπε
-Ξέρεις τι μου αρέσει περισσότερο; Να χαϊδεύω τα κεφαλάκια από τις μικρές γάτες, έχεις νιώσει ποτέ ότι είναι ζεστά τα κεφαλάκια τους; Εγώ αυτό νιώθω, ότι είναι ζεστά, και το ζεστό είναι ζωή. Μ αρέσει να τα ακουμπάω απαλά και να περνάω τα δάχτυλά μου ανάμεσα από τις τριχούλες τους και αυτά να γουργουρίζουν, που και που όπως ακουμπάω το ζεστό τους κεφάλι βάζω και τον αντίχειρά μου στα αυτάκια τους και ακουμπάω το χνούδι τους, αυτές τινάζουν τα αυτιά αλλά δεν ενοχλούνται, σε κοιτάνε με ένα μελαγχολικό και ζωηρό βλέμμα που σου τρυπάει την καρδιά, και τότε τις αγαπάω ακόμα περισσότερο, λες να το καταλαβαίνουν αυτό οι γάτες; Λες να νιώθουν την αγάπη που νιώθω για εκείνες εκείνη τη στιγμή;
-Δεν ξέρω… πάντως πιστεύω ότι όλοι έχουν χαϊδέψει γάτα κάποια στιγμή στη ζωή τους
-Να μια απάντηση που δεν την περίμενα, εγώ πάντως πιστεύω ότι το νιώθουν αλλά δεν τους νοιάζει καθόλου, θέλουν μόνο το χάδι και όχι την αγάπη, είναι ανεξάρτητα ζώα ξέρεις, μπορούν να ζήσουν και μόνες τους, δεν χρειάζεται αγάπη για να ζήσεις μόνος σου, μόνο κανα χάδι που και που.
-Εμένα μου άρεσε όταν με χάιδευε η μαμά μου, δηλαδή δεν με χάιδευε ακριβώς αλλά….
-Τι εννοείς;
-Όταν ήταν άρρωστη και κοιμόταν συνέχεια πήγαινα στο κρεβάτι της και έπιανα το χέρι της και το έβαζα στο κεφάλι μου και το κουνούσα σαν να με χάιδευε.
-Καημένο παιδί, έχεις περάσει πολλά έ;
-Δεν ξέρω αν έχω περάσει πολλά, δεν ξέρω πως είναι να μην περνάς κάτι, αυτή είναι η ζωή μου,  εσύ δεν έχεις περάσει πολλά;
-Αν δεν είχα περάσει πολλά δεν θα ήμουν με την γριά, υπάρχει λόγος που είμαι εκεί
-Δεν θέλω να μιλήσουμε για την γριά, δεν μ αρέσει… πες μου πάλι για τις γάτες
-Μανωλάκη, κάποια στιγμή όμως πρέπει να στα πω, και για τον νεκροθάφτη,  πρέπει να ξέρεις
-Όχι τώρα, άλλη φορά σε παρακαλώ
-Όπως θες,  είπε η Ματούλα και τον φίλησε στα μαλλιά.
 -Πες μου για τις γάτες
-Οι γάτες είναι περίεργα ζώα,  είναι τρελές, γι αυτό μου αρέσουν, πότε είναι γεμάτες ζωή και πότε βαριούνται σαν τεμπέληδες σε καφενείο, θυμάμαι παλιά είχαμε μια γάτα η οποία…..
Μετά από ώρα αφήγησης η Ματούλα κατάλαβε ότι Μανωλάκης είχε κοιμηθεί δίπλα της, σαν γατί, επίσης κατάλαβε ότι είχε λιγοστέψει και ο αέρας μέσα στην σοφίτα, τον σκούντηξε απαλά.
-Μανωλάκη; Ξύπνα
-Τι έγινε;
-Μάλλον σε πήρε ο ύπνος, πόση ώρα είμαστε εδώ; Μου φαίνεται ότι έχει λιγοστέψει ο αέρας
-Έχω την λύση γι αυτό.
Ο μικρός σηκώθηκε και πήρε μια σιδερένια βέργα και στάθηκε στο κέντρο της σοφίτας, μ αυτήν την βέργα έσπρωξε ένα καπάκι ακριβώς από πάνω  που υπήρχε εκεί για να αδειάζει το στάρι. Αμέσως μπήκε καθαρός αέρας αλλά δεν μπήκε φως γιατί είχε νυχτώσει. «Νύχτωσε κιόλας;» είπε ή Ματούλα, «Ναι» «Πρέπει να φύγουμε Μανωλάκη» «Δεν θέλω να φύγω…» «Ούτε και εγώ αλλά πρέπει, θες να ξαναβρεθούμε αύριο εδώ» «Ναι θέλω!» είπε χαρούμενα ο μικρός «Θα έρθω  το μεσημέρι, δεν ξέρω τι ώρα ακριβώς, μόλις μπορέσω, θα είσαι μέσα να χτυπήσω;» «Ναι εδώ θα είμαι, θα σε περιμένω»
Μόλις έσβησε τα καντηλάκια ο Μανώλης επικράτησε σκοτάδι μέσα στην σοφίτα και από το σκοτάδι της σοφίτας βγήκαν στο σκοτάδι της υπαίθρου,  ξεκίνησαν μαζί και ήταν σχεδόν ευτυχισμένοι που είχαν και οι δύο ένα μέρος να κρύβονται από τον κόσμο, αυτό το μέρος δεν ήταν μόνο η σοφίτα αλλά και η ψυχή του ενός και του άλλου.  Δεν χρειάζεται αν κρυφτείς πουθενά αν έχεις κάποιον να σε δεχτεί μέσα στην ψυχή του, δεν χρειάζονται σοφά λόγια ούτε μεγάλες πράξεις, όπως και η ταπεινή απλή σοφίτα δεν χρειάστηκε πολλά πράγματα, το μόνο που χρειάστηκε ήταν κάποιος να τη ανακαλύψει. Στο δρόμο που περπατούσαν ακούστηκε το αποτρόπαιο γάβγισμα του άγριου σκυλιού, ήρεμοι όπως ήταν τρόμαξαν περισσότερο, είχαν φτάσει στο σημείο χωρίς να σκέφτονται αυτό το πλάσμα, ο Μανώλης θύμωσε και έχοντας την  ασφάλεια της σήτας και την Ματούλα  να τον βλέπει πήρε μια πέτρα και την πέταξε στον σκύλο «Σκάσε μαλακισμένο!» ο σκύλος έπεσε πάνω στην σήτα και την δάγκωνε  με λύσσα, ο Μανώλης πήρε  ένα ξύλο και πήγε να το καρφώσει μέσα στο στόμα του σκύλου ανάμεσα από  τα τετραγωνάκια , ο σκύλος τραβήχτηκε και έπιασε το ξύλο με τα δόντια του, ο Μανώλης το ταρακούνησε, το έσπρωξε μέσα προς τον σκύλο και μετά το τράβηξε απότομα προς το μέρος του, ο σκύλος όμως ήταν πολύ δυνατός και έκανε μια απότομη κίνηση προς τα πίσω και πήρε το ξύλο από τα χέρια του Μανώλη και ξανάπεσε πάνω στη σήτα, ο Μανώλης έσκυψε και πήρε μια χούφτα με πέτρες και τις πέταξε στον σκύλο, πολλές τον πετύχανε αλλά δεν έκανε πίσω, έμεινε εκεί να γαβγίζει, η Ματούλα τράβηξε τον Μανώλη «Πάμε σε παρακαλώ»

Την άλλη μέρα το μεσημέρι ο Μανώλης ήταν εκεί, περίμενε την Ματούλα μέσα στην σοφίτα, είχε αργήσει αρκετά, ή έτσι του φαινόταν, δεν είχε ρολόι και δεν μπορούσε να ελέγξει την προσμονή. Πήγε στην γωνία που καθόταν χτες η Ματούλα, σήκωσε την κουβέρτα, από κάτω είχε κι άλλη κουβέρτα, την σήκωσε και αυτήν με προσοχή, από κάτω υπήρχε ένα ξύλο, το τράβηξε στην άκρη μαζί με τις κουβέρτες από πάνω και έβαλε  το χέρι του και πήρε μια νεκροκεφαλή, τις είχε μεταφέρει εκεί, στο καταφύγιό του, κρατούσε την νεκροκεφαλή στα χέρια του και κοιτούσε τις άλλες, μέσα στη συγκεκριμένη είχε βάλει ένα κερί και με ένα άλλο κερί πήρε φωτιά από το καντηλάκι και το άναψε, την άφησε στο κέντρο και πήγε λίγο πιο πίσω και κοιτούσε το διακοσμητικό του, σκεφτόταν αν θα άρεσε στην Ματούλα, είχε πλάκα όπως φαινόταν η φωτιά μέσα από τα μάτια, το εσωτερικό του κρανίου είχε γίνει μαύρο και μύριζε καμένο κόκκαλο, αυτό θα την αηδίαζε σκέφτηκε και έσβησε το κερί και έβαλε το κρανίο στην θέση του, τα τακτοποίησε όλα όπως πριν, ήταν ανήσυχος, μα γιατί αργεί; Βγήκε λίγο έξω και μετά από λίγα λεπτά ξαναμπήκε, περίμενε πάλι αρκετή ώρα, μα γιατί αργεί; Άκουσε ένα χτύπο στο σίδερο, «Μανωλάκη; είσαι μέσα;» η φωνή της Ματούλας έκανε το σφίξιμο στο στομάχι του Μανώλη να φύγει αμέσως , είναι ωραίο αυτό το συναίσθημα,  έτρεξε και της άνοιξε το παραθυράκι, τραβήχτηκε πίσω και την είδε να μπαίνει, μόλις μπήκε η Ματούλα τον αγκάλιασε και αυτός ένιωσε το σώμα της  πάνω του και όλα του τα νευρά τεντώθηκαν και χαλάρωσαν  αμέσως ,αφήνοντας ένα άγνωστο γλυκό υγρό να τρέξει στις φλέβες του, έμειναν λίγα δευτερόλεπτα έτσι, με τον Μανώλη να έχει βουτηγμένο το κεφάλι του στο στήθος της Ματούλας, αυτή κατέβασε τα χέρια της νιώθοντας ότι τελείωσε ο χρόνος της αγκαλιάς αλλά ο Μανώλης έμεινε εκεί, τον κοίταξε από ψηλά να την κρατάει κατάλαβε ότι χαιρόταν τα στήθη της και χαμογέλασε, τον απομάκρυνε απαλά.
-Έλα φτάνει.. του είπε
-Χαίρομαι που ήρθες, έλα να σου δείξω κάτι,  ο Μανώλης πήγε στη γωνιά έδωσε ένα μπουκέτο με αγριολούλουδα στην Ματούλα
-Για μένα; Τι γλυκός που είσαι…..
Ο Μανώλης κοκκίνισε, η Ματούλα μύριζε τα λουλούδια που κάλυψαν την μυρωδιά του καμένου κρανίου που είχε ανάψει πριν ο μικρός. Η κοπέλα έκανε μια στροφή με τα λουλούδια που ακόμα τα είχε στο πρόσωπό της και έκατσε στην γωνία που ήταν και χτές, έκανε νόημα στον Μανώλη να καθίσει δίπλα της.  Ο Μανώλης πήγε με χαρά δίπλα της, μάλλον ήταν ερωτευμένος, αν και δεν ήξερε τίποτα από έρωτα, ήταν σίγουρος ότι το σώμα αυτής της κοπέλας  επηρέαζε στο μέγιστο βαθμό όλες του τις αισθήσεις, το άγγιγμα, η μυρωδιά της,  παρέλυε στην θέα της κάθε μέρα όλο και πιο πολύ, και η φωνή της περνούσε μέσα στο κεφάλι του με τον πιο γλυκό και απαλό τρόπο, μόνο την γεύση της δεν είχε αισθανθεί ακόμα αλλά δεν το σκεφτόταν.  Πλέον η Ματούλα ήταν ότι πολυτιμότερο είχε, πιο πάνω και από τα νεκροταφεία, πιο πάνω και από τον παππού. Μέσα στη σοφίτα υπάρχει ένα γλυκό ψιθύρισμα,   έξω το απόλυτο φως, το γρασίδι είναι στρωμένο με όλη του την μεγαλειότητα, που και που υπάρχει και ένα αγριολούλουδο, μια πεταλούδα πετάει και πάει όλο και πιο χαμηλά,  πάει πάνω σε ένα λουλούδι, κίτρινο, φεύγει απότομα και συνεχίζει το ανέμελο πέταγμά της, ένα πόδι πατάει το λουλούδι που είχε καθίσει η πεταλούδα, με το που σηκώνεται το πόδι σηκώνεται και το λουλούδι σαν μην έγινε τίποτα, είναι ο Νάσος που είδε τη Ματούλα και την ακολούθησε να δει που πηγαίνει, πλέον ξέρει που βρίσκεται, φτάνει έξω από την σοφίτα, σκέφτεται να μπει μέσα να κάνει όλα πουτάνα, το μετανιώνει, σκέφτεται κάτι χειρότερο, ψάχνει γύρω του βρίσκει ένα κομμένο σύρμα,  μ αυτό το σύρμα δένει το σύρτη του παράθυρού που ανοίγει και από μέσα και απ έξω, τώρα δεν ανοίγει καθόλου, τους εγκλώβισε μέσα, φεύγει.

-Άκουσες κάτι; Λέει η Ματούλα στον Μανώλη
-Μπα, όχι κάτι περίεργο, κανα ζωάκι θα ήταν που θα γρατσούνισε τα νύχια του πάνω στο σίδερο
-Κάτσε να ακούσουμε
-Δεν ήταν τίποτα Ματούλα
-Σσσςςς μη μιλάς λίγο….
Ο Μανώλης δεν μίλησε έμεινε εκεί να αισθάνεται το χέρι της Ματούλας που του χάιδευε τον λαιμό και λίγο παρακάτω, ένιωθε τόσο ευτυχισμένος, σαν γατί. Δεν έχει ξανανιώσει ποτέ τόσο ευτυχισμένος,  το πιο απλό άγγιγμα ήταν για αυτόν η πιο ευτυχισμένη στιγμή της μέχρι τώρα ζωής του. Τα έβγαλε όλα μέσα από το μυαλό του, δεν είχε παρελθόν, ήταν μόνο εκεί, σαν μωρό στην μήτρα, προστατευμένος. Μετά από λίγη ώρα μίλησε παλι η Ματούλα
-Μάλλον έχεις δίκιο, δεν ήταν τίποτα, θες να σου πω τώρα για τον παππού και την γριά;
-Ότι θες πες μου…
-Λοιπόν πριν από χρόνια όπως σου είπα ο παππούς και η γριά τα είχανε, ήταν όλα καλά μέχρι που μια μέρα ο παππούς… όπα, τι ακούγεται
-Τι είναι;
-Δεν το ακούς; Ρώτησε η Ματούλα έντρομη τον Μανώλη
-Ναι το ακούω…. Μα τι είναι;
-Δεν ξέρω, δεν μου αρέσει πάντως είπε η Ματούλα και σηκώθηκε
-Σαν…. Κάτι να παλεύει και να του έχουν κλείσει το στόμα
-Δεν μου αρέσει καθόλου αυτό Μανωλάκη, πάμε να φύγουμε,  είπε η Ματούλα και πήγε να ανοίξει τον σύρτη, προσπάθησε αλλά δεν μπορούσε, ο Μανώλης που την είδε πήγε και αυτός εκεί
-Αστο σε μένα! Της είπε, προσπάθησε, έβαλε όλη του την δύναμη αλλά δεν μπόρεσε.
«Δεν ανοίγει» είπε και αμέσως ακούστηκαν χτυπήματα πάνω στο σίδερο, κάποιος είχε ανεβεί πάνω στην σκεπή από την βοηθητική σκάλα και περπατούσε, επίσης ακουγόταν νύχια   να ξύνουν το σιδερό. Τα παιδιά πανικοβλήθηκαν «τι γίνεται!;» φώναξε με τρόμο η Ματούλα «δεν ξέρω, δεν καταλαβαίνω»  της απάντησε ο Μανώλης και αγκαλιαστήκανε, ο Μανώλης προσπάθησε πάλι με πανικό να ανοίξει το παράθυρο, δεν μπορούσε, εκείνη την ώρα άνοιξε από πάνω το καπάκι που υπήρχε για να βγαίνει το στάρι  και μπήκε το φώς του ήλιου μέσα στην σοφίτα, για λίγο φωτίστηκε ο χώρος, δεν ήταν και τόσο παραμυθένιος  στο φως του ήλιου, αμέσως μετά το φως τα παιδιά είδαν δύο πόδια να εισβάλουν στο χώρο, δυο πόδια σκύλου,  η Ματούλα ούρλιαξε και πήγε στη γωνία, το ίδιο έκανε και ο Μανωλάκης, μετά τα πόδια ακολούθησε το σώμα του σκύλου που χωρούσε ίσα ίσα από την τρύπα, σπαρταρούσε ο σκύλος σαν να προσπαθούσε ο ίδιος να χωθεί την τρύπα αλλά δεν γινόταν έτσι, μετά το σώμα φάνηκε και το κεφάλι του και ήταν ο σκύλος που έβριζε κάθε μέρα ο  Μανώλης, αυτό το αρρωστημένο πράγμα, κάποιος απ έξω κρατούσε την αλυσίδα του σκύλου και την άφηνε σιγά σιγά,  η Ματούλα ούρλιαζε «Δεν είναι δυνατόν ! Δεν γίνεται να συμβαίνει αυτό!» ο Μανώλης έσφιγγε την Ματούλα από την μέση και  έλεγε  «Ματούλα! Τι είναι αυτό! Δεν γίνεται!» η Ματούλα ούρλιαζε «Δεν είναι δυνατόν!» ο σκύλος με το που βρέθηκε ολόκληρος μέσα στη σοφίτα, αν και ακόμα κρεμασμένος από την αλυσίδα του γάβγιζε άγρια και πνιγμένα, κουνούσε με πάθος και δύναμη όλο του κορμί και έδειχνε το μίσος του προς τα δύο παιδιά, οι διαθέσεις του ήταν ξεκάθαρες.  Ο Νάσος ήταν πάνω στην σκεπή και άφηνε την αλυσίδα σιγα σιγά προς τα κάτω, λίγο πριν, είχε πάει εκεί που ήταν δεμένος ο σκύλος και στάθηκε μπροστά του, ο σκύλος ορμούσε πάνω του μέχρι εκεί έφτανε η αλυσίδα, ο Νάσος  του έριξε μια κουβέρτα και τον σκέπασε, ο σκύλος προσπαθούσε να βγει από την κουβέρτα αλλά ο Νάσος τον είχε πλακώσει με το σώμα του, αφού ακινητοποίησε όλα τα μέλη του σκύλου τον πήρε στην αγκαλιά και έμοιαζε σαν να κρατούσε ένα τεράστιο ανήσυχο φασκιωμένο μωρό, έβγαλε την αλυσίδα από το δέντρο και έτσι όπως ήταν πήγε τον σκύλο εκεί που είδε την Ματούλα να μπαίνει,  ανέβηκε την σκάλα με το μωρό στην αγκαλιά του να σπαρταράει, άνοιξε το καπάκι και έβαλε πρώτα τα πόδια του σκύλου μέσα, μετά σιγά σιγά άφησε να πέσει το σώμα του σκύλου χαλαρώνοντας λίγο την κουβέρτα και κρατώντας την αλυσίδα,  άκουγε την Ματούλα να ουρλιάζει «δεν είναι δυνατό!» , «θα σας δείξω εγώ μαλακισμένα» μονολόγησε  και συνέχισε να αφήνει τον σκύλο αργά.  Από μέσα το σκηνικό έμοιαζε τελείως απόκοσμο,  το χρυσαφί φως έλουζε τον σκύλο που κατέβαινε αργά, η φρικτή εικόνα του σκύλου να κρέμεται από την αλυσίδα και ένα έχει εξαπολύσει ήδη το μίσος του για τα παιδιά, έμοιαζε με τον σατανά τον ίδιο,  η γέννηση του σατανά μέσα στη μήτρα της θαλπωρής του Μανώλη, ο εισβολέας γεννήθηκε και το μόνο που τον κρατούσε ήταν ο ομφάλιος λώρος, η αλυσίδα του, και σαν αρρωστημένο πράγμα που ήταν αμέσως μετά την γέννηση του έσπρωχνε με δύναμη να αποκοπεί από αυτόν.


  Ο σκύλος κρεμόταν από την αλυσίδα και κουνούσε όλο του το κορμί, μόλις άγγιξαν τα πίσω του πόδια στο έδαφος τα  κουνούσε με δύναμη και πετούσε χώμα πίσω είχε στραφεί προς τα παιδιά και ήταν έτοιμος να τους ορμήσει,  ο Νάσος αφού είδε ότι ο σκύλος έφτασε μέχρι τέρμα κάτω άφησε την αλυσίδα και έκλεισε το καπάκι,  κατέβηκε από την σκάλα και ενώ απομακρυνόταν κάτω από τον ζωηρό ήλιο μέσα από την σοφίτα ακουγόταν γαβγίσματα και ουρλιαχτά πόνου και φρίκης.  Ο σκύλος με το  που τον άφησε τελείως ο Νάσος όρμησε προς τα παιδιά  που ήταν αγκαλιασμένοι στην γωνία, η Ματούλα ούρλιαζε και ο Μανώλης έπαιρνε κοφτές ανάσες, κατευθείαν έπεσε πάνω στον Μανώλη,  ο μικρός ενστικτωδώς έβαλε τα χέρια του στο λαιμό του και εκεί ήταν που είχε ορμήσει ο σκύλος, έπεσαν και οι δύο κάτω, ο Μανώλης κρατούσε με τα χέρια του το λαιμό του σκύλου και αυτός προσπαθούσε να τον δαγκώσει στο πρόσωπο, ένιωθε την ανάσα ο σκύλου στο πρόσωπό του και άκουγε τα δόντια να χτυπάνε σε κενό δάγκωμα, η Μυτούλα είχε πέσει από την άλλη μεριά και αμέσως σηκώθηκε και κλοτσούσε τον σκύλο, το τέρας άφησε τον Μανώλη και όρμηξε στην Ματούλα έμπηξε τα δόντια του στο μπούτι της κοπέλας και  ένιωσε το πρώτο αίμα στο στόμα του, η Ματούλα ούρλιαξε από τον πόνο και χτυπούσε τον σκύλο στο κεφάλι με τα χέρια της, ο Μανώλης έφυγε από εκεί που ήταν και πήγε αμέσως στην άλλη γωνία και πήρε το ξύλο με το οποίο είχε σκεπασμένες της νεκροκεφαλές, το πέταξε στον σκύλο, αυτό χτύπησε τον σκύλο στην πλάτη και μετά χτύπησε την Ματούλα με την γωνία λίγο πιο κάτω από τον αφαλό της, ο σκύλος την άφησε και η Ματούλα διπλώθηκε στα δύο, ο Μανώλης είδε να τον σκύλο να γυρνάει προς το μέρος του και άρπαξε μια νεκροκεφαλή,  του την πέταξε, δεν τον πέτυχε, ο σκύλος έτρεχε προς το μέρος και ο Μανώλης ουρλιάζοντας άλλαξε γωνιά και έπεσε κάτω,  ο σκύλος του επιτέθηκε και αυτός τον κλώτσησε στο πρόσωπο με το πόδι, απέκρουσε την φόρα του σκύλου, αλλά το τέρας έκανε ένα ελιγμό και όρμησε από τα πλάγια,  όρμηξε πάλι για τον λαιμό του μικρού, η Ματούλα είχε συρθεί στο έδαφος και έπιασε την αλυσίδα του σκύλου, και λίγο πριν φτάσει ο σκύλος τα δόντια του στο λαιμό του μικρού η Ματούλα τέντωσε την αλυσίδα και τον τράβηξε προς τα πίσω,  ο σκύλος άφησε τον μικρό και επιτέθηκε εναντίον της,  τρέχοντας ο σκύλος προς την Ματούλα έριξε το καντηλάκι και το λάδι χύθηκε πάνω στην κουβέρτα, μια απότομη μεγάλη φλόγα άναψε μέσα στο δωμάτιο, καταλάγιασε γρήγορα  και καιγόταν  η κουβέρτα,  η φλόγα αυτή ανέβασε αμέσως αισθητά την θερμοκρασία και εξαφάνισε το μεγαλύτερο μέρος του οξυγόνου στο δωμάτιο,  πλέον όλο και  λιγότερο φως στο δωμάτιο και αυτό θα έσβηνε σε λίγο.  Ο σκύλος έπεσε πάνω στην Ματούλα και πήγε όπως πάντα κατευθείαν για τον λαιμό της, η Ματούλα έχει πέσει κάτω και κρατάει το λαιμό του σκύλου, αυτός λυσσομανάει από πάνω της και με τα μπροστινά του πόδια της γρατσουνάει  το στήθος της και την κοιλιά της, η Ματούλα ουρλιάζει από τον πόνο, ο σκύλος παλεύει να την φτάσει, κάποια στιγμή της δαγκώνει το μπράτσο και μετά το στήθος, ο Μανώλης ρίχνει από πίσω μια κλοτσιά στα αρχίδια του σκύλου, αφήνει την Ματούλα και ορμάει στον Μανώλη,  η Ματούλα τραβάει πάλι την αλυσίδα και ρίχνει τον σκύλο κάτω, τώρα είναι αυτή που επιτίθεται στον σκύλο, έχει πάψει να είναι κοπέλα, είναι μια μηχανή γεμάτη μίσος,  θέλει να διαλύσει τον σκύλο, αν και αδύνατό ,είναι αποφασισμένη να κάνει τα πάντα για να τον διαλύσει, όχι για να σώσει  τον Μανωλάκη, ούτε για να σωθεί η ίδια, απλά δεν μασούσε, ήθελε να κάνει τα πάντα. Η Ματούλα τράβηξε την αλυσίδα του σκύλου και του έκοψε την φόρα,  ο σκύλος κοίταξε πίσω και πήγε να επιτεθεί στον Μανώλη, η Ματούλα έπεσε πάνω στον σκύλο και με μια άκομψη λαβή αγκάλιασε τον σκύλο από τον λαιμό, το πρόσωπο της Ματούλας είναι δίπλα από αυτό του σκύλου κοιτάνε και οι δύο προς τον Μανώλη, η Ματούλα φωνάζει «βοήθα!» ο μικρός έχει παγώσει, ο σκύλος προσπαθεί να  απελευθερωθεί από την λαβή της Ματούλας και της ρίχνει μερικά πλάγια δαγκώματα στο πρόσωπο της, της σκίζει τα μάγουλα, και οι δύο γυρίζουν γύρω γύρω,  η Ματούλα πονάει αλλά δεν αφήνει τον σκύλο, όπως γυρνάνε ο Μανώλης ξεκολλήσει από το μυαλό του  και πιάνει τον σκύλο από τα πόδια και τον τραβάει προς τα πίσω «Ας τον Ματούλα!» φώναξε ο μικρός και η Ματούλα του απάντησε «Τραβά με δύναμη και μην τον αφήσεις για κανέναν λόγο!» ο Μανώλης τράβηξε με δύναμη τον σκύλο, η Ματούλα τον άφησε απότομα και αμέσως έπιασε την αλυσίδα του σκύλου και την τράβηξε «Τράβα Μανώλη φώναξε» η Ματούλα σηκώθηκε τραβώντας την αλυσίδα του σκύλου, τώρα μέσα στην σοφίτα υπάρχει λιγοστό φως, ελάχιστο οξυγόνο, μυρίζει αίμα, ιδρωτίλα, καμένο λάδι και σκυλίλα,  η Ματούλα τραβάει την αλυσίδα του σκύλου, ο σκύλος είναι στον αέρα και κουνάει με βία όλο του το σώμα, ο Μανώλης τραβάει με δύναμη τα πόδια του σκύλου,  αν ήταν δύο πιο δυνατά άτομα ίσως με αυτόν τον τρόπο να ξεκολλούσαν το κεφάλι του σκύλου, αλλά αυτοί εδώ όχι, και το οξυγόνο τελειώνει κινδυνεύουν να λιποθυμήσουν και όταν λιγοστεύει το  οξυγόνο ο άνθρωπος βρίσκεται πιο κοντά στα όρια της παράνοιας , η Ματούλα βλέπει το σίδερο που είχε ο Μανώλης για να ανοίγει το καπάκι από πάνω,  «Μην τολμήσεις και τον αφήσεις» είπε  η Ματούλα στον Μανώλη κοιτώντας τον με μίσος. Η κοπέλα έσκυψε να πάρει  το σίδερο, αυτό τόση ώρα ήταν πάνω στην κουβέρτα που καιγόταν, μόλις το έπιασε ούρλιαξε από πόνο, κάηκε το χέρι της,  παραλίγο να αφήσει τον σκύλο, ο οποίος λυσσομανούσε ακόμα να απελευθερωθεί, η Ματούλα δεν κώλωσε έσφιξε τα δόντια και έπιασε το σίδερο από την άλλη μεριά που δεν έκαιγε, αμέσως μόλις σήκωσε την βέργα έβγαλε μια κραυγή μίσους και χτύπησε την ράχη του σκύλου, «Ψόφα πούστη!»  ο Μανώλης από την άλλη που κρατούσε τα πόδια του σκύλου ένιωσε στα χέρια του τους σπασμούς του ζωντανού στα χέρια του και θυμήθηκε τον λαγό, η Ματούλα έριξε και άλλη στο σκύλο, πιο δυνατή, ο Μανώλης άφησε τα πόδια του σκύλου και η Ματούλα έφυγε προς τα πίσω κρατώντας την αλυσίδα, ο σκύλος σπαρταρούσε και η Ματούλα σηκώθηκε και συνέχισε να χτυπάει τον σκύλο με μανία στο κεφάλι, ο Μανώλης έβαλε τα κλάματα και παρακαλούσε την Ματούλα να σταματήσει,  η Ματούλα έπεσε στα γόνατα και συνέχισε να χτυπάει με μανία τον σκύλο στο κεφάλι,  ο σκύλος έχει ψοφήσει και η Ματούλα συνεχίζει. Ο Μανώλης πάει να αγκαλιάσει την Ματούλα για να την πει να σταματήσει αλλά αυτήν τον σπρώχνει και τον ρίχνει κάτω «Φύγε και συ ρε μαλακισμένο!» συνεχίζει να χτυπάει τον σκύλο στο κεφάλι με την βέργα, πλέον αυτό που πριν ήταν το κεφάλι του σκύλου είναι ένας σωρός από σάρκες, κόκκαλα, αίμα και μυαλά, αλλά  η Ματούλα συνεχίζει να χτυπάει, ο Μανώλης φωνάζει «Σταμάτα Ματούλα! Σε παρακαλώ! Σταμάτα!» καμιά αντίδρασή από την Ματούλα, η σοφίτα βρομάει αφόρητα από το διαλυμένο κρανίο του σκύλου και το μόνο που διακόπτει την Ματούλα από την μανία της είναι ο εμετός της, αηδιάζει από την μυρωδιά του εγκέφαλου του σκύλου και ξερνάει πάνω σ αυτόν, διπλώνεται στα δύο,  ο Μανώλης έχει τραβηχτεί στη γωνιά και λέει φοβισμένος «Ματούλα πρέπει να πάρουμε αέρα, Ματούλα σε παρακαλώ σταμάτα να ανοίξουμε το καπάκι να πάρουμε αέρα.» Η Ματούλα σηκώνει το κεφάλι της που είναι γεμάτο αίματα, δικά της και του σκύλου, και κοιτάει με μίσος τον Μανώλη, το μάτι της γυαλίζει, «Σκάσε μαλακισμένο! Κοίτα τι πάθαμε στο κωλομέρος που μας έφερες! Μαλακισμένο!» η Ματούλα σηκώνεται και με την βέργα στο χέρι να σέρνεται στο χώμα πλησιάζει απειλητικά στον Μανώλη, το οξυγόνο έχει μειωθεί στο ελάχιστο και οι δύο ανασάνουν σαν λαχανιασμένοι , η  Ματούλα σηκώνει την βέργα προς τον Μανώλη, η δολοφονικής μανία δεν έχει ξοδευτεί ακόμα
-Μαλακισμένο κοίτα πως με έκανες! Βλαμμένο!
-Ματούλα; Τι κάνεις εκεί; Είπε τρομαγμένος ο Μανωλάκης
-Σκάσε!
Το μόνο που πρόλαβε να  πει ο Μανώλης ήταν ένα τρομαγμένο «μη!» , η Ματούλα τον χτύπησε με το σίδερο στο κεφάλι,  λίγο πάνω από το μάτι, ο Μανώλης έπεσε προς την μεριά που τον έσπρωξε το χτύπημα και έμεινε εκεί με κλειστά τα μάτια νεκρός. Όταν  σηκώθηκε από εκεί που χτυπούσε τον σκύλο η Ματούλα ψιλιζαλίστηκε, μετά από το χτύπημα στον Μανώλη εξαντλήθηκε απότομα και έπεσε στα γόνατα και λιποθύμησε δίπλα από τον Μανώλη, πέθανε λίγο αργότερα από έλλειψη οξυγόνου.

Μέσα στην σοφίτα τρία πτώματα στο σκοτάδι, έξω η άνοιξη οργιάζει, τα λουλούδια λάμπουν κάτω από τον φωτεινό ήλιο, η ίδια πεταλούδι που είχε αναστατωθεί πριν από το πέρασμα του Νάσου τώρα έχει σταθεί πάνω στην κορυφή της σοφίτας, για λίγο, πέταξε ανέμελη και αφέθηκε να παρασυρθεί στο ακαθόριστο της πορείας της.

Όλο το βράδυ έψαχναν να βρούνε τον Μανώλη, πολλοί υπέθεσαν ότι έφυγε από το χωριό, μερικοί χάρηκαν κιόλας γι αυτό. Την επόμενη ,  μερικοί βοσκοί πέρασαν από το μέρος όπου μέσα υπήρχαν τα πτώματα, αυτοί δεν αντιλήφθηκαν τίποτα, τα σκυλιά τους όμως αντιδρούσαν περίεργα γύρω από την σοφίτα,  γάβγιζαν με ένα λυπημένο τρόπο που όσοι ξέρουν από σκυλιά ξέρουν ότι αυτό το γάβγισμα αντιστοιχεί σε αναγνώριση νεκρού. Την πρώτη μέρα δεν έδωσαν και τόση σημασία, ούτε και την δεύτερη, την τρίτη όμως αποφάσισαν να σηκώσουν τον συλλέκτη σιτηρών για να δούνε για ποιον λόγο αντιδρούν έτσι τα σκυλιά, έφεραν έναν γερανό και έδεσαν το μεταλλικό κατασκεύασμα. Όταν ο γερανός σήκωσε τον συλλέκτη ήταν σαν να ανοίγει τάφος, το φως εισβάλει στο σκοτάδι που καλύπτει τους νεκρούς, όλοι πάγωσαν από το θέαμα. Το νέο εξαπλώθηκε γρήγορα στο χωριό. Πολλά έγιναν από κει και πέρα αλλά αυτό που έχει σημασία είναι οι ζωές που χάθηκαν. Ο Μανώλης τα τελευταία τέσσερα λεπτά πριν πεθάνει ξαναέζησε σε συντομία όλη του την ταραγμένη ζωή και όλα αυτά που τον φόβισαν. Η παράνοια της Ματούλας σαν αυτή της μάνας του, οι σπασμοί του λαγού, το σκοτάδι, η έλλειψη οξυγόνου που νιώθουν όσοι ξυπνούν μέσα στον τάφο, ο εφιάλτης που έβλεπε με τον σκύλο να του τρώει τα πόδια, τα παιδιά τον κυνηγούσαν όπως και ο σκύλος εκεί μέσα, οι νεκροκεφαλές, η φωτιά που σκότωνε τα ποντίκια. Οι ήχοι που ακουγόταν εκείνες τις στιγμές εκεί μέσα σ αυτό τον   κλειστό χώρο ήταν οι πιο τρομακτικοί που έχουν ακουστεί πότε στο χωριό αλλά δεν τους άκουσε κανείς, ευτυχώς, γιατί θα μπορούσαν να στοιχειώσουν για πάντα την ψυχή αυτού που έστω θα τους άκουγε.

Για κάποια στιγμή ο Μανώλης είχε την ελπίδα ότι θα εμφανιζόταν από το πουθενά ο παππούς να τον σώσει, αλλά ήταν στο νοσοκομείο, μα ακόμα και αν δεν ήταν δεν θα άλλαζε τίποτα. Όταν κρύβεσαι στις πιο κρυφές γωνιές του μυαλού σου είσαι μόνος, δεν υπάρχουν ήρωες εκεί.  Έτσι γίνεται και στην πραγματικότητα,  στο πιο κρυφό σημείο του κόσμου τους ήταν μόνοι τους και δεν υπήρχαν ήρωες, μόνο αυτοί και το ίδιο το μίσος που εισέβαλε στον χώρο τους.

 ΤΕΛΟΣ



9 σχόλια:

Prisoned Soul είπε...

Τα δάχτυλά μου δεν τα έχω νιώσει πιο βαριά στο πληκτρολόγιο, γράφω και σβήνω λάθη σε κάθε λέξη.
Δεν έχω λόγια να γράψω, δεν έχω δύναμη... κι όμως αφήνω εδώ στο τέλος ένα επιφώνημα συγκίνησης, τρόμου, αγωνίας, πόνου, έκπληξης...

συναρπαστικό

Gaurakos είπε...

Να πώ την μαύρη αλήθεια περίμενα ένα τέτοιο τέλος για το Μανώλη. Δηλαδή θάνατο.
Αν και ομολογώ γούρλωσα τα μάτια στην ανάγνωση ό,τι ο Μανωλάκης είναι νεκρός.

Φίλε όλες οι σχετικές αναρτήσεις ήτανε το κάτι άλλο, Συγχαρητήρια για την υπομονή σου να το μοιραστείς.

Gina είπε...

Συγκλονιστικό..δεν ήθελα να πεθάνει ο Μανολάκης,τον είχα αγαπήσει γαμώτο!Δεν περίμενα αίσιο τέλος βέβαια..Η σκηνή του θανάτου ήταν συναρπαστική,πολύ περιγραφική,ανατρίχιασα μάνα μου!!Χίλια μπράβο,είσαι μοναδικός..
Φιλακια μα...κι μου!!

zoyzoy είπε...

Σ υ γ κ λ ο ν ι σ τ ι κ ό το τέλος όπως και όλο τη ιστορία δεν ξέρω πως να τη χαρακτηρίσω διήγημα,μυθιστόρημα!
Δεν ξέρω πως κατάφερες να ζωντανέψεις όλους τους φόβους του Μανωλάκη μέσα στις τελευταίες του στιγμές!
Και κυλούσε τόσο όμορφα τόσο ρομαντικά η ιστορία του,κρίμα τελικά όλα πρέπει να τα περιμένεις και για τίποτα δεν είσαι σίγουροος α'αυτή τη ζωή.

Φιλί θαλασσινό!

Nicotine είπε...

Sweet truth!

Σε ευχαριστώ Μαρία, και για αυτό το σχόλιό σου και όσα έχεις κάνει μέχρι τώρα.
Φιλιά

Gaurakos

Εγώ σε ευχαριστώ που σχολίαζες σε κάθε ανάρτηση, δεν ήταν θέμα υπομονής αλλά θέμα διάθεσης να το μοιραστώ μαζί σας. Δεν είχα μια ιστορία στο μυαλό μου, μόνο ένα σκηνικό, τα πάντα δημιουργήθηκαν την στιγμή που τα δημοσίευα. Το να βλέπω θετικά σχόλια πάντα μου έφτιαχνε την διάθεση και μου έδινε ώθηση να συνεχίσω.

Gina

Θα έπρεπε να είχα βάλει τον Μανωλάκη να πεθάνει από τροφική δηλητηρίαση ή από έρωτα ,αλλά το άφησα για άλλη ιστορία (φατσούλα που κλείνει ματάκι)
ΚΑΙ ΜΗ ΜΕ ΛΕΣ ΜΑ...ΚΙ μπροστά στους άλλους!

zoyzoy

Λόγω του μεγέθους του μπορεί να χαρακτηριστεί νουβέλα (νομίζω).
Όπως είπα και πιο πάνω δεν είχα μια ιστορία στο μυαλό μου από την αρχή, απλά ήθελα να φτιάξω έναν αντιηρωα αλλά δεν μου βγήκε, μου βγήκε κάτι άλλο και χαίρομαι που σας άρεσε.
Φιλιά

Gaurakos είπε...

Συμβουλή... καλοπροαίρετη.

Μην ρίχνεις...spoilers... ;)

Σχετικά με την απαντήσή σου.. στην Gina

Nicotine είπε...

Gaurakos

Πάντα δεκτές οι συμβουλές ειδικά οι καλοπροαίρετες.
Απλά να ενημερώσω οτι η Τζίνα είναι πολλή καλή μου φίλη και από τα άτομα που έχω συζητήσει μαζί της το γίνεται ή θα μπορούσε να γίνει με τον Μανωλάκη
Thanks anyway

roza είπε...

Ουφ! Το διάβασα! Και το διάβασα μονορούφι. Μου είπε η άλλη να μην το διαβάσω, αλλά το έκαμα! Με άρεσε παρόλο που με μελαγχόλησε. Κάνε τώρα κάτι και με τον Ρωμαίο! Θα σκάσω από αναμονή!
--πλυντήριο

Nicotine είπε...

Αγαπητό μου πλυντήριο γιαυτό αργώ τον Ρωμαίο, για να είναι πιο όμαλή η μετάβασή σου.

Με τιμάει που το διάβασες όλο και δει μονορούφι.
Να σαι καλά, φιλιά

Στα τέσσερα

Η μέρα ήταν Σάββατο , τα στήθη της μικρά και αυτή επίσης.  Τη λέγανε Αθηνά, τίποτα άλλο μη ρωτήσεις.  Δυο βδομάδες  μετά από αυτό το Σάββα...