Παρασκευή 6 Αυγούστου 2010

Κωμικές Φιλίες

Μπαίνοντας στο σπίτι μετά από αυτό που είχα κάνει πριν από μερικά λεπτά βρήκα το πάτωμα γεμάτο διαφημιστικά φυλλάδια, ένα από αυτά μου τράβηξε την προσοχή. Ένας φάκελος από τον Κωτσόβολο , τον άνοιξα μπας και είχε καμιά δωροεπιταγή , αλλά τίποτα … μια πρόσκληση εγκαινίων για το καινούριο κατάστημά στην Κηφισίας. Έτσι όπως κρατούσα το προσκλητήριο άκουσα το κινητό μου να χτυπάει με τον ήχο που αντιστοιχεί στην φίλη Ευαγγελία , έχουμε καιρό να μιλήσουμε και μου ήρθε απότομο , το προσκλητήριο… μου έπεσε από τα χέρια, όχι δεν γίνεται, δεν είναι δυνατόν, αυτήν που χάνεται τα καλοκαίρια, τώρα ξανά μου τηλεφωνεί…. Γιατί κάτι μου θυμίζει αυτός ο στοίχος; Τέλος πάντων… Μετά τις πρώτες κουβέντες με ρώτησε: -Τι σημαίνει αυτό που έγραψες στην πρώτη σελίδα;

Πριν από δύο μήνες περίπου είμαστε με την φίλη Ευαγγελία μέσα στο τρόλεϊ, από κέντρο προς Ζωγράφου, όταν μπήκαμε ήταν σχεδόν άδειο, στεκόμαστε όρθιοι και κρατιόμαστε από μια κολώνα ,ο οδηγός του τρόλεϊ φρέναρε και ξεκινούσε απότομα, οπότε η φίλη Ευαγγελία που ήταν κάπως πιο χαλαρή ήταν σαν να χόρευε, και σε ποιο χορό παραπέμπει η κολώνα; Και κάποια στιγμή μου λέει: Βλέπεις αυτόν; Κοιτάει επίμονα την τσάντα μου… Μην ανησυχείς… της απαντώ και βάζω το χέρι μου πάνω στην τσάντα της και σφίγγω την γροθιά μου πλην του μεσαίου δαχτύλου και κοιτάω τον τύπο στα μάτια. Με το που με αντιλαμβάνεται κοίταξε αλλού. Ξαφνικά φρενάρει απότομα ο οδηγός και κόντεψα να πέσω πάνω στην φίλη Ευαγγελία, αλλά επειδή ούτε καταλάθος δεν μπορώ να την χτυπήσω, την απέφυγα κάνοντας μερικά βήματα προς το μπαρ μπριζ. Τελικά αποφασίζουμε να καθίσουμε. Τι το θέλαμε γαμώτο! Στην επόμενη στάση, είχε λαϊκή, και μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα γέμισε το λεωφορείο γριές με ψώνια. Μια από αυτές, νιεχ, ήρθε και κόλλησε πάνω μου, αλλά με τον κώλο, δηλαδή ήρθαμε μάγουλο με κωλομάγουλο. Θα ήταν διαστροφή να πω ότι ένιωσα και τις ραφές του εσωρούχου της, αλλά τις ένιωσα. Αυτό κράτησε λίγο, γιατί η κωλόγρια προχώρησε και την θέση της πήρε μια χοντρή πενηντάρα, χοντρή όμως, με την κοιλιά της τύλιξε το μπράτσο, χάθηκε κυριολεκτικά το χέρι μου μέσα σε ένα στρώμα ζελέ και το στήθος της ακουμπισμένο πάνω στον ώμο μου με γαργαλούσε το λαιμό παλλόμενο καθώς ήταν από της λακκούβες του δρόμου . Την όλη κατάσταση δυσχέραινε το γεγονός ότι αυτή η κυρία είχε και μια σακούλα με πράσα τα όποια ήταν αρκούντως κοντά στη μύτη μου. Και μέσα σ όλα αυτά χτυπάει και το κινητό μου, το είχα από την μεριά όπου το σώμα μου ήταν βυθισμένο σε ένα πηχτό ζελέ, πάλεψα αρκετή ώρα να βγάλω το τηλέφωνο και αφού το έβγαλα έγειρα το σώμα μου πάνω στην φίλη Ευαγγελία, και όπως έγερνα δεξιά απομακρυνόταν το στήθος τη χοντρής από τον ώμο και όταν έφυγε τελείως έσκασε στην κοιλιά της και έκανε έναν παφλασμό τον όποιο δεν τον άκουσα αλλά τον ένιωσα . Έχοντας γείρει δεξιά και κρατώντας το κινητό με το αριστερό χέρι έπρεπε κάπου να ακουμπήσω και για στηριχτώ , και το πλέον βολικό μέρος ήταν στο στήθος της φίλης Ευαγγελίας όπου και απέθεσα με περίσσιο σεβασμό το δεξί μου μπράτσο και αγκώνα, δεν παραπονέθηκε καθόλου, να ναι καλά η κοπέλα…. Και όπως μιλούσα στον τηλέφωνο με ρωτούσε ο φίλος<< Πως είσαι;>> <<Τώρα τι να σου πω… από τα δεξιά καλά από τα αριστερά χάλια>> <<Πες του ότι περνάς καλά>> λέει η φίλη Ευαγγελία. <<Δεν μπορώ να σου μιλήσω τώρα, θα σε πάρω μετά>> του λέω και κλείνω το τηλέφωνο, και ούτε που σκέφτηκα να ξαναμπώ στην διαδικασία να ξαναβάλω το κινητό μου στην τσέπη. Ακουμπισμένος πάντα πάνω στην φίλη Ευαγγελία λέγαμε χαζομάρες και γελούσαμε και οι γριές μας κοιτούσαν με μισό μάτι, κάποια στιγμή λέω << Αν μας δει κανένας γνωστός, σημαίνει ότι μας έπιασε στα πράσα;>>

Αφήνω την φίλη Ευαγγελία έξω από το σπίτι της << Πότε θα τα ξαναπούμε;>> την ρωτάω,<< Το συντομότερο δυνατό>> μου απαντάει. Ξεκινάω για το σπίτι μου, ξεκινάει και η βροχή. Μέχρι να φτάσω σπίτι έχω γίνει μούσκεμα. Με το που φτάνω με παίρνει η φίλη Ευαγγελία τηλέφωνο -Τι λέει έφτασες καλά; με ρωτάει
- Α, αυτό ήταν το συντομότερο δυνατό; Όχι δεν έφτασα, ήμουν κάτω μια στάση και περίμενα να σταματήσει η βροχή
-Εσύ; Πως και έτσι αφού σ αρέσει να περπατάς στην βροχή
-Μ ΄αρέσει, αλλά φοράω άσπρο μπλουζάκι και δεν θα θελα να γίνω προκλητικός
-Αι να χαθείς βλάκα, λέγε έφτασες;
- Ναι μαρί έφτασα, τι θες;
-Τίποτα, να δω αν είσαι καλά.

Και κάπως έτσι περνούσαν οι μέρες με την φίλη Ευαγγελία, πλην των τελευταίων δυο μηνών, που για λόγους ανωτέρας βίας ψιλοχαθήκαμε, μέχρι που έφτασε η σημερινή μέρα , που πήγα να της δώσω ένα βιβλίο δώρο για τα γενέθλια της, δεν τη πέτυχα σπίτι, και δεν ήθελα να την πάρω τηλέφωνο για να μην της χαλάσω την έκπληξη, άφησα λοιπόν το βιβλίο στην ταχυδρομική της θυρίδα και έφυγα. Φαντάζομαι ότι με το που είδε θα άνοιξε την πρώτη σελίδα και θα είδε την αφιέρωση, δεν περίμενα να βρει τόσο γρήγορα, με πέτυχε μόλις επέστρεψα στο σπίτι, την ώρα που κρατούσα ένα φάκελο. Καταφανώς χαρούμενη για το δώρο της, και για το ότι μπήκα στον κόπο να της το πάω, με ρώτησε τι σημαίνει η αφιέρωση.

Αλλά μάλλον αυτό ενδιαφέρει μόνο εμένα και αυτήν, οπότε καλύτερα να πάω πάλι πίσω στο τρόλεϊ και να συνεχίσω την ιστορία εκεί που την άφησα. Αλλά ούτε και αυτό θα κάνω , κουράστηκα, θα ανακατέψω τα χρώματα του μυαλού μου και θα ετοιμάσω άλλη ιστορία…

Προσεχώς λοιπόν…

Χρόνια πολλά εξωγηινάκι μου

1 σχόλιο:

Prisoned Soul είπε...

Καλά δεν παίζεσαι...
Είμαι σίγουρη πως θα περνάγαμε φοβερά άμα βγαίναμε μαζί, η παρέα σου είναι όλα τα λεφτά...

Μία συμβουλή: Μακριά από τα μέσα μαζικής μεταφοράς τις ώρες αιχμής!

Στα τέσσερα

Η μέρα ήταν Σάββατο , τα στήθη της μικρά και αυτή επίσης.  Τη λέγανε Αθηνά, τίποτα άλλο μη ρωτήσεις.  Δυο βδομάδες  μετά από αυτό το Σάββα...