Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2010

Άρωμα Ζωγράφου

Κοίταξε τον πίνακά του «Τέλειο» σκέφτηκε, κοίταξε την κοπέλα που ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι του γυμνή «Σ ευχαριστώ, χωρίς εσένα δεν θα είχα κάνει ένα τόσο τέλειο έργο» μέτα πήγε και έκατσε δίπλα της «πρέπει να με συγχωρέσεις όμως, δεν γινόταν αλλιώς έτσι έπρεπε να γίνει» Αυτή όμως δεν του απάντησε, έμεινε με τα μάτια κλειστά σε ένα βαθύ ύπνο. Έτσι ήθελε να την ζωγραφίσει, σαν ωραία κοιμωμένη , ήθελε να ζωγραφίσει το όνειρό του και άφησε αυτήν να ονειρεύεται, δεν ήξερε τι μπορούσε να είχε ονειρευτεί αυτό το κορίτσι μέχρι τώρα στην ζωή της και μάλλον δεν τον ένοιαζε, αυτό που ήθελε αυτός ήταν να ζωγραφίσει το απόλυτο ήρεμο πρόσωπο της αθωότητας, αυτό που είχε η κοπέλα τώρα δηλαδή. Την ξανακοίταξε, ένιωσε πόνο από την τόση ομορφιά της. Της χάιδεψε τα μαλλιά, έτρεξε το δάχτυλό του απαλά πάνω στο πρόσωπό της , το περιέφερε λίγο πάνω στα χείλη της και συνέχισε στο λαιμό, την άγγιζε τόσο απαλά όσο απαλά χάιδευε και τον πίνακά του μόλις στεγνώνανε τα χρώματα, τι ομορφιά, και όσο και αν προσπάθησε δεν μπόρεσε να αποτυπώσει την τελειότητά της στον πίνακα, δεν γίνεται να ξεπεράσεις την φύση, η φύση έχει την δική της σοφία και η σοφία μετουσιώνεται σε ομορφιά, δεν υπήρξε ποτέ κανένας άνθρωπος τόσο σοφός ώστε να πλησιάσει στο ελάχιστό την ομορφιά της φύσης, αυτός έκανε ότι καλύτερο μπορούσε, λίγοι θα μπορούσαν να τα καταφέρουν σαν αυτόν. Το χέρι του μετά τον λαιμό της προχώρησε στα εκτεθειμένα στήθη της, κατάλευκα και απαλά, δεν ένιωσε έξαψη αλλά μια ηρεμία, δεν είχε λόγια να το περιγράψει, απλά ένιωθε, περιέφερε το δάχτυλο του γύρω από την θήλυ της και προχώρησε προς τα κάτω, τώρα την άγγιζε με όλα του τα δάχτυλα, άγγιζε την κοιλιά της και ήταν σαν να χαϊδεύει την άμμο την ερήμου , τόσο αγνή και αμόλυντη την ένιωθε, δεν ήταν τυχαίο που είχε διαλέξει αυτήν, μετά προχώρησε προς τα κάτω , κάτω από την κοιλιά της ήταν σκεπασμένη με ένα σεντόνι, δεν ήθελε να το μετακινήσει , παρακάλεσε όμως να φυσήξει ένα αεράκι και να το σηκώσει, δέρμα της ξαναποκαλύφθηκε λίγο πάνω από τα γόνατά της και τα πόδια της έμοιαζαν σαν ήρεμα κοιμισμένα φίδια, τα χάιδεψε μέχρι τέλους και έμεινε να παίζει με τα δάχτυλα των ποδιών της, τα φίλησε με πολύ σεβασμό και ξάπλωσε δίπλα της, δεν ήθελε να κοιμηθεί αλλά έπρεπε, αύριο πρέπει να ξυπνήσει το πρωί και να την πάει σπίτι της, δεν μπορούσε να την κρατήσει άλλο εδώ, πλέον το μόνο που θα είχε από αυτήν θα ήταν πίνακας του, άλλωστε γι αυτό την έφερε εδώ.


Την προηγούμενη μέρα είχε ξυπνήσει με πονοκέφαλο, έβριζε και καταριόταν την ζωή του, περισσότερο τον πείραζε που δεν είχε μια συντροφιά όταν ξυπνάει το πρωί παρά το ότι κοιμάται μόνος τα βράδια. Το βράδυ ξέρει ότι λίγο πολύ θα καταλήξει μόνος του στο σπίτι, και πάντα αυτό συμβαίνει, όταν κοιμάται βλέπει όνειρα ότι δεν είναι μόνος του και όταν ξυπνάει όχι απλά είναι μόνος του, αλλά δεν έχει ούτε καν τον εαυτό του, βρίζει και καταριέται, κατουριέται κιόλας και για αυτό το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να πάει στην τουαλέτα. «Γαμημένε καθρέφτη είναι ανάγκη να βλέπω εσένα πρωί πρωί ; Αν δεν σε χρειαζόμουν για να ξυρίζομαι θα σε είχα σπάσει! Ούτε θέση δεν μπορώ να σε αλλάξω με το κολόσπιτο που έχω μπλέξει..» Μηχανικές κινήσεις, ντύσιμο έξω, ευτυχώς ο καιρός είναι καλός, με λίγη τύχη θα περάσει σύντομα ο πονοκέφαλος. Άλλη μια γαμημένη μέρα ξεκινάει, σαν τον Σύσιφο πρέπει να σπρώξει την πέτρα στην κορυφή της νύχτας και μετά αυτή να κυλήσει πίσω και την άλλη μέρα πάλι από την αρχή. Σπρώχνει το χρόνο με τσιγάρα, καφέδες, διαδρομές πάνω στις σελίδες ατελείωτης ανάγνωσης, ακαθόριστα βήματα στο λαβύρινθο τις πόλης, όλα προχωράνε, και το τσιγάρο που καίγεται, και ο καφές που αδειάζει από το φλιτζάνι, όλα προχωράνε αλλά αυτός νομίζει ότι έχει μείνει στάσιμος. «Γαμημένη μέρα ,θα περάσεις και εσύ, που θα πάει …» Μέχρι να ξυπνήσει κανένας γνωστός για πάει για να κανα καφέ έπρεπε να κάνει κάτι να σκοτώσει την ώρα του, θα την σκότωνε μια και καλή αλλά λυπόταν τους ρολογάδες και αυτούς που έχουν ακριβά ρολόγια για να φτάνουν με ακρίβεια στην ώρα τους. Είναι η ώρα που σκοτώνει τον χρόνο, η καθορισμένη ώρα , την τάδε ώρα πρέπει να είμαι εκεί, την τάδε ώρα πρέπει να κάνω αυτό, δεν είναι ο χρόνος ένα ήρεμο ποτάμι που κυλάει και απλά κατά την διάρκειά του σου συμβαίνουν πράγματα. Όταν συμβαίνουν έτσι ,όλοι λέμε τι καλά, αλλά μετά ξαναβάζουμε πρόγραμμα και ξαναμπαίνουμε στην ρουτίνα και μας φταίει ο χρόνος. Χωρίς να το ξέρει αυτή η μέρα που αυτός την θεωρούσε γαμημένη του επιφύλασσε μια ευχάριστη έκπληξη, και έτσι όπως εσύ ανυπομονείς να δώσεις ένα δωράκι σε ένα αγαπημένο πρόσωπο μια συγκεκριμένη μέρα, έτσι και ή μοίρα όταν σου έχει μια έκπληξη ανυπομονεί να σου την αποκαλύψει, αι τι έξυπνη είναι αυτή η πουτάνα η μοίρα… σου το φέρνει πάντα εκεί που δεν το περιμένεις, πάντα πραγματική έκπληξη.


Πήγε στην έκθεση βιβλίου στο Ζάππειο, νωρίς ήταν , δεν θα είχε κόσμο, ίσως να ήταν και μόνος αλλά δεν πειράζει σκέφτηκε, τι να τους κάνεις όλους τους δήθεν γύρω σου, μόνο μιζέρια πάνω στη μιζέρια φέρνουν, ίσως να τον θεωρούσαν και οι άλλοι δήθεν, αλλά όπως και να χει αυτός δεν θα διάβαζε ποτέ Λένα Μαντά, αυτό από μόνο του ήταν αρκετό να τον διαχωρίσει από πολλούς . Το βλέμμα του τράβηξε το περίπτερο ενός άγνωστου εκδοτικού οίκου, και όχι τόσο το περίπτερο όσο η κοπέλα που δούλευε εκεί. Για κακή του τύχη όμως αυτός ο εκδοτικός είχε μόνο παιδικά βιβλία, πώς να πιάσει κουβέντα ο άμοιρος με θέμα τα παιδικά βιβλία, όχι δηλαδή ότι αν ήταν άλλες εκδόσεις θα έπιανε , αλλά λέμε τώρα…. Είπαμε όμως όταν θέλει η πουτάνα η τύχη να σου δώσει κάτι ακόμα και χαζός να είσαι δεν μπορείς να το αποφύγεις. Πέρασε το περίπτερο χωρίς να σταματήσει, έφτασε μέχρι το τέλος της έκθεσης χωρίς να του τραβήξει κάτι το ενδιαφέρον, όλα έγιναν πιο άχρωμα απ΄ ότι ήταν πριν, δεν του έμεινε τίποτα άλλο από το να γυρίσει πίσω, έτσι και έκανε. Στο γυρισμό το περίπτερο έμοιαζε σαν ο μόνος προορίσμος που τώρα τον πλησίαζε και μετά απλά θα απομακρυνόταν, αλλά σαν από θαύμα σαν οπτασία, σαν θείο δώρο είδε έναν γνωστό του παντρεμένο με παιδί να είναι στο περίπτερο και να κοιτάει παιδικά βιβλία, τι και αν ήταν πάνχοντρος ο φίλος του, εκείνη την στιγμή του φάνηκε σαν το όμορφο δώρο. Πήγε εκεί και χαιρέτησε τον φίλο του.
-Τι κάνεις εδώ ρε φίλε;
-Έλα ρε και εσύ εδώ; Να ήρθα να πάρω κάνα βιβλίο για το παιδί
-Μπράβο, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χάρηκα που σε είδα
-Είδες πως τυχαίνει, τόσο καιρό στην Αθήνα και συναντιόμαστε εδώ, δηλαδή τι πιο ακραίο μπορεί να μας φέρει η τύχη
-Αστο μην το συζητάς
Και κάπως έτσι συνεχίστηκε η κουβέντα περί ανέμων και υδάτων. Η κοπέλα όμως ήταν τόσο όμορφη που έλαμπε πίσω από τα βιβλία της, και ήταν και πρόσχαρη και ομιλητική, «πάρτε και εσείς ένα βιβλίο, σίγουρα θαυπάρχει κάτι που θα σας αρέσει» του είπε με ένα χαμόγελο «Δεν νομίζω καρδιά μου είμαι λίγο μεγάλος γι αυτά» της απάντησε με ένα σφίξιμο στο στομάχι «Δεν είστε και τόσο μεγάλος… άλλωστε όλοι κρύβουν ένα παιδί μέσα τους» με το ίδιο χαμόγελο «Τι θες να πεις; Ότι είμαι έγκυος;» τις απάντησε ο ήρωας μας και η κοπέλα λύθηκε στα γέλια. Από ευγένια; Της άρεσε το αστείο δεν θα μάθουμε πότε γιατί έχουμε να κάνουμε με βλάκα, γιατί αυτός ο βλάκας είδε τον φίλο του να φεύγει και τον ακολούθησε συνεχίζοντας την αδιάφορη συζήτηση, αλλά ήταν και ευγενικός βλάκας γιατί φεύγοντας είπε της κοπέλας «Χαιρετούμε τώρα και όταν γεννήσω να είσαι σίγουρη ότι θα σε προτιμήσω» «Να είστε καλά, μου φτιάξατε την μέρα» πληθυντικός, νιεχ .Προχώρησαν λίγα περίπτερα με την αδιάφορή κουβέντα και ο βλάκας χαιρέτισε τον χοντρό με την υπόσχεση ότι κανονίσουν για καφέ. Ο βλάκας γυρνούσε πίσω τώρα, για να δούμε θα τις μιλήσει; Πέρασε πάλι μπροστά από το περίπτερο και η κοπέλα του χαμογέλασε πάλι και του είπε «Αυτό ήταν φεύγετε;» «Ναι, έχω να πάω κάπου για καφέ» της είπε ψέματα γιατί ντρεπόταν να της μιλήσει κι άλλο και αυτή του είπε «Και μου το λέτε έτσι; Σε μένα που μείνω εδώ να δουλεύω μόνη ; πλάκα κάνω..καλό καφέ λοιπόν» «Καλή δουλεία» της είπε και χαμογέλασε και έφυγε. Να μαλάκα! Ο θεός και όλοι οι άγιοι του κόσμου σηκώθηκαν από τις καρέκλες τους και τον μούντζωναν, ο Δίας και όλοι θεοί του αρχαίου κόσμου κούνησαν το κεφάλι τους με απελπισία , τα δέντρα και τα λουλούδια του πάρκου τον κοιτούσαν που έφευγε με απορία, ακόμα και ο χοντρός τον κοιτούσε και απόρησε, η κοπέλα αισθάνθηκε λίγο άσχημα αλλά δεν θα πέθανε και από την στεναχώρια της, αυτός όμως χαμογελούσε, τι γελάς ρε μαλάκα;! «Αχ τι ευκαιρία ήταν αυτή, λίγο ακόμα ήθελε για να την πιάσω κουβέντα, λίγο ακόμα, δεν πειράζει όμως δεν μας ήθελε πολύ σήμερα, αλλά από τίποτα κάτι είναι και αυτό» σκέφτηκε, και με την εικόνα της κοπέλας να γελάει στο μυαλό του πήγε στο σπίτι του. Επιτέλους κάτι ευχάριστο είχε συμβεί μέσα στην μέρα, και είχε την εντύπωση ότι η κοπέλα τον είχε κοιτάξει κάπως, αλλά δεν ήταν τελείως σίγουρος, πώς να την έπιανε κουβέντα; Δεν ήταν αρκετά σαφής η κοπέλα. Συν τις άλλοις υπήρχε και το γεγονός ότι ήταν ο μόνος άντρας εκεί με σχετικά καλή εμφάνιση και αυτήν βαριόταν την ζωή της, επίσης δούλευε και ήταν υποχρεωμένη να είναι ευγενική, αλλά κάτι μέσα του, πολύ βαθειά μέσα του έλεγε ότι έχει κάνει βλακεία. Τέλος πάντων, αν και ήταν μεσημέρι έπεσε να κοιμηθεί, το έκανε συχνά όταν ήταν σχετικά καλά .


Ήταν βράδυ, δεν το ήθελε αλλά η κοπέλα ήταν δίπλα του νεκρή. Δεν θυμάται πως έγινε, δεν υπήρχε ίχνος βίας στο μυαλό του, το μόνο που ξέρει είναι ότι είναι δίπλα του νεκρή. Δεν μπορεί να το έχω κάνει εγώ, σκέφτηκε, αλλά πάλι αυτή είναι εδώ δίπλα μου νεκρή, μα πόσο γαλήνιο είναι το πρόσωπο της. Δεν φοβάμαι τίποτα, κανονικά θα έπρεπε, αλλά δεν φοβάμαι, μα γιατί άραγε. Έψαξε στο κορμί της πάνω από τα ρούχα μόνο με το βλέμμα του και είδε ότι δεν υπήρχε ίχνος τραύματος . Έτσι έπρεπε να γίνει σκέφτηκε, αλλιώς δεν θα ήταν ποτέ εδώ, ναι, έτσι έπρεπε να γίνει. Το πρόσωπο της ήταν πολύ γαλήνιο σαν να μην είχε αντικρίσει ποτέ τον θάνατο ή ποτέ την ζωή. Όλη της η παρουσία ήταν όπως μπορούσε να την ονειρευτεί, αλλά όχι νεκρή, μόνο να κοιμάται. Βέβαια αν κοιμόταν θα μπορούσε να ξυπνήσει και να έφευγε και τότε θα έλεγε πάλι στον εαυτό του «Λίγο ακόμα ήθελε». Αυτό που τον καθησύχασε είναι αυτό λένε πως όταν βλέπεις κάποιο αγαπημένο σου πρόσωπο να έχει πεθάνει είναι ότι αυτό το πρόσωπο είναι κάποιος που αγαπάς πάρα πολύ και φοβάσαι μην τον χάσεις. Αλλά αυτός δεν κοιμόταν, ή μήπως κοιμόταν; Δεν ήταν σίγουρος, σίγουρος ήταν για το ότι ήταν η κοπέλα εκεί και την λάτρευε, δεν ήταν έρωτας ούτε πόθος για κατάκτηση, ήταν μόνο αυτό που ήθελε, να ήταν εκεί, αλλά όχι νεκρή. Τι θα έκανε σκέφτηκε αν ήταν ζωντανή, θα την ζωγράφιζε γυμνή, σαν την πιο όμορφη κοιμωμένη που υπήρξε ποτέ στον κόσμο. Δεν ένιωθε τύψεις γι αυτό, ήταν σίγουρος ως μπορούσε να της πει σκεπτόταν γι αυτήν τώρα σίγουρα θα της άρεσε, δεν μπορούσε όμως, αλλά έτσι έπρεπε να γίνει. Έσκυψε και της είπε στο αυτί «Συγνώμη αλλά πρέπει να βγάλω τα ρούχα σου , δεν θα σου κάνω κακό, μόνο καλό θέλω να σου κάνω από δω και πέρα, θα είμαι προσεκτικός μη φοβάσαι.» και τις έβγαλε τα ρούχα σχεδόν τελετουργικά, πρόσεχε να μην την ακουμπήσει σε μέρος που δεν έπρεπε, δεν ήταν αυτός ο σκοπός του, δεν ήθελε να εκμεταλλευτεί την ανικανότητά της να αντισταθεί. Της έβγαλε όλα τα ρούχα εκτός από το κάτω εσώρουχό της, τα άφησε με προσοχή σε μια καρέκλα για να της τα ξαναφορέσει μετά. Στα μάτια του πλέον δεν ήταν μια νεκρή αλλά μια ωραία κοιμωμένη, σαν τα παιδικά παραμύθια που πουλούσε, αύριο θα ήταν πάλι ζωντανή και θα πήγαινε στην δουλεία της. Ήξερε ότι αυτό ήταν δύσκολο να συμβεί αλλά έπρεπε να το πιστέψει και το πίστεψε, δεν φοβόταν τίποτα. Ναι ήταν όλα όπως έπρεπε, έπρεπε να είναι νεκρή για να φτάσει στο κρεβάτι του και τώρα έπρεπε να είναι μια ωραία κοιμωμένη για να την ζωγραφίσει. Μα γιατί δεν θυμάται πως την σκότωσε; Έπιασε το σώμα της με μεγάλο σεβασμό και το έβαλε στην στάση που ήθελε, τα χέρια της όπως την κρατούσε κρεμόταν σαν του χριστού μετά την αποκαθήλωση , αθώος ο ένας αθώα και αυτήν, όπως αθώα είναι και η κάθε αγνή ψυχή. Αφού την ξάπλωσε στο κρεβάτι όπως έπρεπε σκέπασε την μέση της με ένα σεντόνι αλλά όχι και τον αφαλό της. Μετά στήθηκε απέναντι της και άρχιζε να ζωγραφίζει, την κοιτούσε και έπρεπε να επιστρατεύσει όλη του την τόλμη για να την κοιτάξει γυμνή, ακόμα και κοιμώμενη όπως ήταν δεν μπορούσε να την κοιτάξει χωρίς να ντρέπεται. Αλλά την κοιτούσε και όσο την κοιτούσε τόσο πιο όμορφη του φαινόταν , δεν άντεχε άλλο, νόμιζε ότι την είχε ερωτευτεί, τι χρώμα να έχουν άραγε τα μάτια της, δεν θυμόταν, έφερνε στο μυαλό του την απογευματινή εικόνα που γελούσε αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί το χρώμα των ματιών της. Τώρα όμως κοιμόταν δεν έπρεπε να την ξυπνήσει μόνο και μόνο για να δει τα μάτια της .Και την ζωγράφιζε και την κοιτούσε και ευχόταν να μην τελειώσει ποτέ αυτή η μαγική βραδιά , αλλά η ώρα προχωρούσε ακάθεκτη, να την πάλι η ώρα, άλλες φορές κάνει ότι είναι ανθρωπίνως δυνατό για να την κάνει να περάσει, αι δεν περνάει με τίποτα, αλλά τώρα που θέλει να παγώσει τον χρόνο, αυτός γελάει χαιρέκακα και απομακρύνεται με γυρισμένη την πλάτη . Σε λίγο θα ξημερώσει , έχει σχεδόν τελειώσει ,να μια τελευταία πινελιά και είμαστε έτοιμοι, τέλειο το έργο. Τι όμορφα που έκανε την δουλεία της η καλή μου, περίμενε στωικά όλο το βράδυ να τελειώσω, σκέφτηκε, αν την άγγιζα λες να την ενοχλούσε; Δεν ξέρω, αλλά είναι τόσο ήρεμη, δεν θα ταράξω την ηρεμία της, θα την αγγίξω όσο πιο απαλά μπορώ, αν δεν πας κόντρα στην κατάσταση του αλλού δεν τον ενοχλείς, το αντίθετο μάλιστα, δικαιολογείς και χαίρεσαι μαζί του την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Σηκώθκε και έκατσε δίπλα της άγγιξε όλο το γυμνό κορμί της με τρόπο τόσο απαλό που ούτε ένα μικρό πουλί δεν ξυπνούσε. Στο τέλος φίλησε τα πόδια της και κοιμήθηκε δίπλα της, ένιωθε τόσο πλήρης, τόσο γεμάτος, τόσο ζωντανός….. Σε λίγο έπρεπε να την πάει σπίτι της…


Ξύπνησε στα χαμένα, σηκώθηκε, ήταν ακόμα νύχτα, «πουτάνα ζαλάδα» είπε, περπάτησε μέχρι την τουαλέτα, «Γαμημένε καθρέφτη» είπε και έσκυψε μπροστά του, όχι από σεβασμό ούτε και για να μην βλέπει το πρόσωπο του, αλλά για να ρίξει νερό στα μούτρα μπας και ξυπνήσει καλύτερα. Αφού έριξε νερό στα μούτρα σηκώθηκε και κοίταξε τον καθρέφτη τα μάτια του ήταν κατακόκκινα , αλλά για πρώτη φορά είχαν μια αθωότητα και μια πληρότητα . Παρόλα αυτά αυτός δεν ένιωθε έτσι, ένιωθε μια μελαγχολία, γύρισε προς το κρεβάτι του με ένα φόβο γιατί δεν ήθελε να αντικρίσει αυτό που ήταν σίγουρος ότι θα έβλεπε , και το είδε. Το κρεβάτι του ήταν άδειο, φυσικά πίνακας δεν υπήρχε, ποτέ δεν είχε ζωγραφίσει άλλωστε. Όλα ήταν ένα όνειρο λοιπόν, καλύτερα έτσι, θα τρελαινόμουν στην ιδέα ότι η κοπέλα θα είχε πάθει κάτι και πολύ περισσότερο αν ο υπαίτιος ήμουν εγώ, είπε μέσα του. Όνειρο λοιπόν, κάπου είχε δει την φράση αθώος στα όνειρά σου, πόσο μάλλον στα αθώα όνειρα σου. Τι αντίθεσή όμως με τις νύχτες του σεξουαλικού ολέθρου, πάντα παράνομες και ζωντανές , τα όνειρα αθώα και οι νύχτες άνομες, αλλά όμως και τα δύο παρόλο που κρατούσαν λίγο άφηναν μια αίσθηση πληρότητας, μήπως τα παράνομα αθώα όνειρα και παράνομες ένοχες νύχτες κρατάνε λίγο για τον λόγο ακριβώς ότι είναι παράνομες; μήπως και το ότι κρατάνε λίγο για αυτόν ακριβώς τον λόγο σου αφήνουν ένα αίσθημα πληρότητας, για λίγο; Το πολύ μέσα στο λίγο του χρόνου, και περνάνε τα όνειρα και χάνονται , και έρχονται βραδιές που χάνεσαι, και ότι έχασες το ξαναβρίσκεις στο όνειρο, και το όνειρο τελειώνει και ξεθυμαίνει σιγά σιγά όπως το άρωμα στο λαιμό μια κοπέλας τον αγαλλίασε ένα βράδυ στο Γκύζη, που χάθηκε κι αυτή όπως και η γλυκιά αίσθηση της νιότης και της αθωότητας που δίνει χρώμα στη ζωή του καθενός και αυτό το χρώμα δημιούργει πίνακες που νομίζεις ότι τους είδες σε όνειρό, αλλά δεν ήταν όνειρο , ήταν όνειρο μέσα στο όνειρο, όπως υπάρχει ζωή μέσα στην ζωή που δεν θα ήθελες να ζήσεις.

6 σχόλια:

Ασκαρδαμυκτί είπε...

Για του Γκύζη έγραφες μωρέ;
Κι εγώ που νόμιζα πως ήταν στου Ζωγράφου...

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ είπε...

Φίλε μου έγραψες ένα εξαιρετικό κείμενο. Από την πρώτη μέχρι την τελευταία στιγμή κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον αλλά και την αγωνία μου. Έχεις γερή πένα. Όλες οι σκηνές άριστα δομημένες. Σε συγχαίρω ειλικρινά.

Nicotine είπε...

Άσκαρ
Τι Γκύζη τι Ζωγράφου, παντού όμορφες είναι..
Η λέξη Άρωμα είναι από το βιβλίο του Πατρικ Ζισκιντ και το Ζωγράφου έτυχε να είναι από τον ζωγράφο που φαντάστηκε τύπος ότι είναι

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ

Πάντα με τα καλύτερα λόγια, σε ευχαριστώ πολύ, το εκτιμώ απεριόριστα.
Έχω μαγευτεί με την ιστορία του Τουκούρ Σεΐταν, την έχω προτείνει και σε πολλούς φίλους και επί τη ευκαιρία την προτείνω και τώρα σε όσους δουν αυτό το σχόλιο.

Προς όλους

Τώρα που το ξαναδιάβασα είδα ότι έχω κάνει μερικά λάθη, έχω ξεχάσει μερικά κ από μερικά και.

~reflection~ είπε...

Να σου πω?...
μονο ψιθυριστά...

Όσο κι αν μεγαλώσεις ΔΕ θα αλλαξεις ποτέ...
και εκείνες οι εμμονές που σε συντροφευουν πάντα θα ομολογούν ποιος είναι αυτός που εύστοχα ρωτά:
Who am I?....

εγω ξέρω..
αλλα το κρατάω μυστικό....

Υπεροχες οι εναλλαγές του κειμένου....

Prisoned Soul είπε...

Aougare μου, ήταν ένα από τα καλύτερα που έχεις γράψει... έμεινα μαγεμένη να διαβάζω, να προσπαθώ να νιώσω εκείνη την πληρότητα του ζωγράφου, να χαθώ μέσα στη μαγεία της τόσο μακάβρια γλυκιάς σκηνής...
Είσαι φοβερός καλέ μου...!

Ξέχασες και ένα π από πως αλλά ΠΟΙΟΣ κοιτάζει τα μικρολαθάκια σε ένα κείμενο που μαγνητίζει!;
η αφήγηση, η εικόνες...
αχ εκείνη η μελαγχολία και το κενό όταν έχει τελειώσει το όνειρο και ξυπνάς μόνος...

Nicotine είπε...

Κάκια

Πολλές φορές άλλο είμαστε και άλλο δείχνουμε, ότι και αν είδες ή αν κατάλαβες κράτα το μυστικό...
έτσι είναι καλύτερα

Μαρία

Σ eυχαριστώ για ακόμα μια φόρα για τα καλά σου λόγια, κι όσο για αυτό που είχα αφήσει στη μέση, έννοια σου και το δουλεύω... απλά είμαι σε άλλο mood

Στα τέσσερα

Η μέρα ήταν Σάββατο , τα στήθη της μικρά και αυτή επίσης.  Τη λέγανε Αθηνά, τίποτα άλλο μη ρωτήσεις.  Δυο βδομάδες  μετά από αυτό το Σάββα...