Παρασκευή 21 Μαΐου 2010

Ένας Σκελετός Με Ρούχα

Καθισμένος στην καφετέρια του χωριού σκεφτόμουν την θεωρία του χωροχρόνου και του χωριοχρόνου που είχα ακούσει κάποτε... Ο χωριοχρόνος ο χρόνος του χωρίου δηλαδή, συστέλλεται και διαστέλλεται ταυτοχρόνως.Για παράδειγμα ενώ είμαι ένα τέταρτο της ώρας σ αυτή την γαμημένη αδιάφορη καφετέρια, μου φαίνεται ότι είμαι εδώ για πάνω από τέσσερις ώρες βαρεμάρας και αν σκεφτώ τι έχω κάνει ή τι έχω δει όλη αυτή την ώρα μου φαίνεται ένα δευτερόλεπτο..... Ο γαμημένος χωριοχρόνος.... υπάρχουν όμως στιγμές που σε βγάζουν από την παγερότητα της αδιαφορίας της ύπαρξής σου και σε αναταράσσουν με μια χαιρέκακη εκδικητικότητα. Όπως τα γεγονότα που ακολουθούν...
(Η ιστορία ξεκινάει από το post : Η Μπακαλόγρια)
Γυρνώντας στο σπίτι,στον πάλαι ποτέ οικείο δρόμο με τα ακουστικά του κινητού στα αυτιά και με το μυαλό μου να πλημμυρίζει με αναμνήσεις καιρό θαμμένες, "μην φοβάσαι, θα είμαι πάντα δίπλα σου, έχω καλή καρδιά, θα σε προσέχω" είχε πει με νυσταγμένα μάτια και αποκοιμήθηκε. Δεν κατάλαβα για πότε έφτασα στο σπίτι ούτε καν το σκυλί που κόντεψε να με δαγκώσει στον δρόμο δεν μπόρεσε να με βγάλει από τον κυκεώνα των σκέψεων. Χαμένο παρελθόν... Βρέθηκα μες το καθιστικό του σπιτιού και με συνοπτικές διαδικασίες εξήγησα για ποιό λόγο δεν έφερα τα ψώνια και αμέσως πήγα στο δωμάτιο μου και άνοιξα το άλμπουμ με της φωτογραφίες από το σχολείο. Μετά από δυο ώρες που ουτε και αυτές κατάλαβα πως πέρασαν, ήμουν ξαπλωμένος στο δωμάτιο του καθιστικού και κοιτούσα την κλειστή τηλεόραση, με έτρωγε η αγωνιά να μάθω πληροφορίες, αλλά το μόνο άτομο που βρισκόταν στο σπίτι εκείνη την ώρα ήταν ή γιαγιά μου. Η γιαγιά πάντα αυτή την ώρα της ημέρας κάθεται στην αυλή του σπιτιού με μέτωπο προς τον δρόμο απ΄ όπου περνάνε και οι άλλες γριές του χωριού εκείνη την ώρα και ανταλλάσσουν χαιρετισμούς και κουτσομπολιά εαν υπάρχουν. <<Γιαγιά!>> φώναξα ενώ ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι<<Τι θες;>> μου απαντάει, <<Έλα λίγο..>> <<Δεν μπορώ τώρα, θα ρ8ω μετά! Τι θες;!>> χμμ, πρέπει να καταφύγω αμέσως στα μεγάλα μέσα, να μην το κουράζω το θέμα, αφού το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο... και φώναξα με μια τραγικότητα στην φωνή <<Γιαγιά! Έλα γρήγορα σου λέω το γατί κρέμεται από τις κουρτίνες!>>γκράκ, ακούστηκε ο ήχος της καρέκλας και ένα συνεχόμενο βεβιασμένο σύρσιμο παντοφλών στο τσιμέντο.Το ξερα ότι θα έπιανε! Ανοίγει την πόρτα με μια πρωτοφανή δύναμη και μπαίνει μέσα με απίστευτη φόρα που για μια στιγμή τρόμαξα. << Που 'ν' το σκασμένο!>> Και την άφηνα να πλησιάζει, και αφού απομακρύνθηκε πολύ από την εξώπορτα, την ρώτησα <<Ξέρεις ποια βρήκα στον δρόμο;>> <<Αι να χαθείς σαρδανάπαλε, πλάκα έκανες πάλι!>> και γυρισε και έφευγε << Την Τάδε>> <<...>> << Μην φεύγεις κάτσε να σου πω>> δεν απάντησε ούτε σταμάτησε, αλλά λίγο πριν φτάσει στην πόρτα το πέταξα << Έχει γκόμενο>>ουπς, κόκκαλο η γριά.<<Ναι μίλησαμε σήμερα, και απ όι κατάλαβα από αυτά που μου είπε, κάτι παίζει>>και τα μάτια της γιαγιάς άστραψαν, σαν να απέκτησε ξαφνικό ενδιαφέρον η ζωή της<<Το ξέρω ότι μιλήσατε..για πες..>>δεν χρειάστηκε να ρωτήσω που το μάθε, σίγουρα κάποια άλλη γρια θα της το είπε<<Πες μου εσύ πρώτα τι έχει γίνει μ αυτήν, δέκα χρόνια έχω να την δω, την θυμάμαι μια χρονιά στο λύκειο, και μέτα πήρε μετάθεση ο πατέρας της και δεν την ξαναείδα, δεν έχει και facebook...>> <<Πως δεν έχει, έχει αλλά έχει ψευδώνυμο, Τάδε L.>> <<Και που ξέρεις ρε γιαγιά εσύ τι είναι το facebook;>> <<Πως δεν ξέρω δεν τα είχε η Αλέκα το Μπούργα με έναν που γνώρισε από το facebook;>> <<Καλά, καλά...για πες για την Τάδε>><<Τι να σε πω, να παντρεύτηκε τον Γιάννη του Μαγκούρα, καλό παιδί, προκομμένο, κάναν και ένα παιδί και ένα κορίτσι και από πέρυσι μένουν εδώ στο χωριό, τον Γιαννάκη τον ξαναβρήκε όταν πήγε αυτός φοιτητής στην Κρήτη, για πες ποιον έχει γκόμενο;>> <<Α τότε λάθος έκανα, νόμιζα ότι αυτόν είχε γκόμενο....>> <<Άι να χαθείς μπακαλιάρε, με κρατάς τόση ώρα τζάμπα εδώ!>> Βγήκε έξω η γριά και με άφησε μόνο να προσπαθώ να ξεδιαλύνω τις σκέψεις, η Τάδε με τον Γιαννάκη! πως και δεν είχα μάθει τίποτα, ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα, είχα κόψει επαφές με όλους από το χωριό και αυτοί με μένα. Δεν λυπάμαι όμως για τίποτα, το μόνο που το οποίο με λυπεί είναι ή κατάντια της Τάδε.Την θυμάμαι όταν ήταν μικρή ήταν η πιο όμορφη του σχολείου, όλοι σχεδόν ήταν ερωτευμένοι με αυτήν, αντικείμενο σκέψεων και συζητήσεων όλης της παρέας, περνούσε από μπροστά μας και νομίζαμε ότι θα σκιστεί η γη, και αν μη τι άλλο είμαστε σίγουροι ότι θα ζήσει μια ευτυχισμένη ζωη, ότι θα πάει μπροστά, ότι θα είναι για πάντα όμορφη, και άλλα πολλά θετικά για την Τάδε. Τώρα όμως πριν ακόμα από τα τριάντα της, έχει την εμφάνιση των σαράντα, διπλάσια κιλά απ ότι είχε τότε και δεν ζει τίποτα περισσότερο απ ότι ζει ένα κατοικίδιο. Η Τάδε κατοικίδιο, δεν είναι δυνατόν να το πιστέψω,και όχι μόνο αυτό, το χειρότερο είναι ότι πλέον δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα, δεν είναι το άτομο με τις άπειρες δυνατότητες που ήταν. Απομυθοποιήση...Πάντα όταν την σκεφτόμουν είμασταν πάντα εκεί... Που εκεί;Κάπου σ ένα χωράφι... Στο σχολειό η τάδε φορούσε πάντα πάντα ανάλαφρα μπλουζάκια και τραβούσε όλα τα βλέμματα πάνω της καθώς περπατούσε μια προκλητική αφέλεια, και που και που έσκυβε και η γενναιοδωρία της δεν περνούσε καθόλου μα καθόλου απαρατήρητη. Μια μέρα στο σχολείο μιλούσαμε για φαντάσματα και ιστορίες περίεργες από το χωριό. Της είπα για τον ολόκληρο σκελετό με ρούχα που υπάρχει στο υπόγειο του κοιμητηριού του χωριού (που είναι αλήθεια) και για ένα αρχαίο άγαλμα που υπάρχει στη μέση του χωραφιού του Τάκη του Πατλμιντζάνα (που στην ουσία είναι ένα κομμάτι από μια σπασμένη βρύση) Δεν σε πιστεύω μου έλεγε, το απόγευμα της λέω ραντεβού στην πλατεία να σε πάρω να στα δείξω, μετα απο μερικά δευτερόλεπτα σιωπής και απο ένα δολοφονικό διστακτικό χαμόγελο, μέσα, μου είπε. Οι φίλοι μου δεν μιλούσαν, παρά μονό όταν απομακρύνθηκε, μου χτυπούσαν την πλάτη και είχα γίνει ο ήρωας της παρέας,θα έβγαινα με την Τάδε! Ναι ήμουν ο ήρωας, αλλά τα πόδια μου τρέμανε, το στομάχι μου είχε σφυχτεί κόμπος και ίδρωνα χωρίς να κουνιέμαι καθόλου. Οι ατελείωτοι αιώνες υπομονής μέχρι να φτάσει το απόγευμα περάσαν και ήταν βασανιστικά ωραίοι, γιατί δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα από το να περιμένεις να δεις ένα αγαπημένο πρόσωπο, πόσες γαμημένες ώρες έχω περάσει τα τελευταία χρόνια χωρίς να περιμένω τίποτα... Και την βρήκα εκεί στην πλατεία, η αναμονή και για να την δω με έκανε να πιστεύω ότι θα συναντήσω το ομορφότερο πλάσμα στον κόσμο, το φεγγάρι είναι ένας καθρέφτης που ζήτησε η γη να της φτιάξουν για να βλέπει το ομορφότερο πλάσμα στο κόσμο.. εσένα! της είχα γράψει κάποτε και κάτι για την θάλασσα που πάλευε να βγει να την αγγίξει και οι άλλοι νομίζανε ότι είναι κύματα, και τη είδα μπροστά μου με τα άσπρα φτηνά της ρούχα και μπορώ να ορκιστώ πως έλαμπε. Ανέβηκε στο μηχανάκι και πήγαμε πρώτα στο κοιμητήριο, ήταν πολύ πριν πάνε οι γριές στο νεκροταφείο, όποτε δεν υπήρχε φόβος να μας δουν. Κατα τη διαδρομή αισθανόμουν το κορμί της στην πλάτη μου, σαν το όνειρο στο κύμα του Παπαδιαμάντη,και τα χέρια της στη μέση μου τόσο απαλά αλλά και τόσο σφιχτά που σχεδόν με πονούσε. Όταν σταματήσαμε ο αέρας έριξε για λίγες στιγμές τα μαλλιά της στο πρόσωπο μου και κάτι είπε και γέλασε, δεν άκουσα τι, αλλά γέλασα και γω μαζί της. Πήγαμε στο υπόγειο του κοιμητηρίου, χρόνια είχε να πατήσει κάποιος έκτος απο την παρέα μου. Ένα μέρος γεμάτο ανοιχτές κάσες με νεκροκεφαλές, ο τελευταίος μπορεί να είχε πεθάνει και πριν από πενήντα χρόνια, υπήρχαν και άτομα που είχαν πεθάνει πριν από εκατό χρόνια, και σε μια γωνιά ένας ακέραιος σκελετός με ρούχα μισολειωμένα. Το βλέμμα της έπεσε στον τοίχο όπου υπήρχε μια εικόνα ενός αγίου που το σώμα και το πρόσωπο του αγίου ειχαν καεί με κερι και έμεινε μόνο το καφέ περίβλημα του σώματος ανέπαφο, προφανώς κάποιος το έκανε επιμελώς. Τρομαγμένη μου είπε να φύγουμε, και ξανανεβήκαμε στο μηχανάκι, αν είχα το σπαθί του Φρόντο από τον άρχοντα των δαχτυλιδιών θα γινόταν μπλέ, γιατί απο μακρυά φαινόταν οι πρώτες γριές να πλησιάζουν απειλητικά αργά. Κόλλησε το σώμα της πάνω μου και ξεκινήσαμε για το "αρχαίο άγαλμα". Φτάσαμε στο απομακρυσμένο χωράφι, η εποχή ήταν άνοιξη και τα στάρια είναι καταπράσινα και ύψους ενός μέτρου. Το αρχαίο άγαλμα ήταν στο κέντρο του χωραφιού το οποίο κέντρο απείχε σχεδόν διακόσια μέτρα από τον δρόμο. Μόλις σταματήσαμε και κατεβήκαμε φώναξα για πλάκα <<Φ'ιδι!>> άρχισε να ουρλιάζει και εγώ άρχισα να γελάω, με έσπρωξε<<βλάκα!>> μου είπε, και μου ριξε ένα χαστούκι χλιαρό για πλάκα,<< Τώρα θα δεις!>> και άρχισα να την κυνηγάω, αυτή ούρλιαζε και γελούσε ταυτόχρονα και έτρεχε μέσα στο χωράφι με τα στάρια, αν και μπορούσα να την πιάσω άνετα μάλλον περισσότερο την ακολουθούσα παρά την κυνηγούσα. Κάπου στη μέση του χωραφιού τη άρπαξα από την μέση και τη έριξα κάτω και έπεσα δίπλα της, στα μαλάκα. Εκεί ξαπλωμένοι στο κέντρο του χωραφιού με τα στάρια να είναι οι τοίχοι και το πάτωμα του δωματίου μας και ο ουρανός το νταβάνι, γελούσαμε λαχανιασμένοι. Μέχρι που σταματήσαμε να γελάμε, άλλα δεν μιλήσαμε,ξαπλωμένοι κοιτούσαμε πάνω, μέχρι που γύρισα το σώμα προς το μέρος της και την κοιτούσα, από κάτω μέχρι πάνω, τα πόδια της, την λεπτή κοιλία της, τα ελεύθερα στήθη της που διαγραφόταν κάτω από το μπλουζάκι της, τον λαιμό της, το χαμόγελο, τα μάτια της που με κοιτούσαν. Γύρισε και αυτή προς το μέρος μου και με πλησίασε, και έβαλε το χεράκι της πάνω στην μέση μου και το πέρασε διστακτικά κάτω από το μπλουζάκι μου, και όπως ήμουν πλάγια με έσπρωξε ελαφρά, και ξαναβρέθηκα με το σώμα να κοιτάει προς τον ουρανό ενώ αυτή γύρισε μπρούμυτα. Έβαλε το κεφάλι της πάνω στον ώμο μου και τα χείλη της πολύ κοντά στο λαιμό μου, αισθανόμουν την ανάσα της, η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει, το χέρι μου το είχε πλακώσει με το σώμα της και έτσι ένιωθα και τη δική της καρδιά να χτυπάει τρελά.Τα μάτια της ήταν κλειστά.Έμοιαζε σαν ονειρεύεται, σαν να ζούσε μια και μοναδική στιγμή, μια στιγμή σωτηρίας, ένα βάλσαμο, μια όμορφη μελαγχολία. Με το χέρι της έπαιζε πολύ αργά πάνω στην κοιλιά μου, ένα βασανιστικά αργό χάδι, ακολουθούσε τα σχήματα των κοιλιακών μου, μετά ακολουθούσε τις γραμμές των πλάγιων κοιλιακών, έκανε κύκλους που γινόταν όλο και μεγαλύτεροι, κάποια στιγμή βρέθηκε να παίζει με τις άκρες των δακτύλων της στην άκρη της φόρμας μου, μετά απο λίγο οι άκρες των δαχτύλων της περάσανε το λαστιχάκι της φορμας, το δικό μου χέρι που ήταν πλακωμένο έπαιζε με την δαντέλα του εσωρούχου της στα πλάγια των γοφών της, δεν μιλούσαμε, δεν μιλούσα απλώς μια βαριά συναινετική σιωπή κάλυπτε τα πάντα, μερικές κοφτές ανάσες ξεκίνησαν, και η αδυναμία των κορμιών να μείνουν ακίνητα, που τεντώνονται για να..δεν ξέρω γιατί... τεντώνονται και οι κύκλοι με τον ίδιο ρυθμό μεγαλώνουν και πλησιάζουν και ντριιν, ντριιιιιιιιν, το τηλέφωνο του σπιτιού διέκοψε της σκέψεις μου. Σηκώθηκα μες τα νεύρα, πήγα στο τηλέφωνο, και απάντησα με δυσθυμία<<Ναι...>> <<....>> <<Ναι,λεω...>>τίποτα καμιά απάντηση, λίγο πριν κατεβάσω το ακουστικό, ακούω μια διστακτική φωνή να λέει το όνομα μου με ερωτηματικό ύφος, ενώ είχε καταλάβει ότι είμαι εγώ, είπε το όνομά μου σαν ερώτηση, η οποία ερώτηση ουσιαστικά έπρεπε να ήταν :με κατάλαβες; κι αν ναι μου μιλάς; κι όλο αυτό μετουσιώθηκε στο όνομα μου με ερωτηματικό. Και κάπου εκεί άρχισα να πιστεύω ότι τίποτα δεν γίνεται τυχαία ......

Δυστυχώς και πάλι το τράβηξα πολύ, αν και δεν το ήθελα....η συνέχεια προσεχώς.....
Και για να μην αφήνω απορίες η για να δημιουργήσω άλλες στο τηλέφωνο δεν ήταν η Τάδε.....

3 σχόλια:

Prisoned Soul είπε...

Αυτό το τηλέφωνο!!!
Πάντα την πιο ακατάλληλη στιγμή χτυπάει!!!!!
Αν και μου άφησες την εντύπωση ότι δεν σε πείραξε τόσο αυτό το τηλεφώνημα...
Καλά στο μυαλό μου τώρα δημιουργούντε πολλά σενάρια αλλά δεν θα σου πω τίποτα!
Περιμένω με αγωνία τη συνέχεια!!

ΥΓ.Τι τέλοια που ήταν η σκηνή στο χωράφι!!!!
Υπέροχη και παραστατική η αφήγηση σου!!!
Αυτό το βασανιστικό χάδι το έχω κι εγώ,
Πολύ μ' αρέσει η αντίδραση του άλλου...

Φιλιά!!!!

Ανώνυμος είπε...

Ευαγγελία: Ό,τι καλύτερο έχεις γράψει so far. Αν και έχω μπερδευτεί γμσ τα!!

Έσπερος είπε...

Για να δούμε τη συνέχεια! Για να δούμε....

Θα συμφωνήσω με την Sweet truth! Η σκηνή στο χωράφι είναι πάρα πολύ καλή!

Την καλησπέρα μου!

Στα τέσσερα

Η μέρα ήταν Σάββατο , τα στήθη της μικρά και αυτή επίσης.  Τη λέγανε Αθηνά, τίποτα άλλο μη ρωτήσεις.  Δυο βδομάδες  μετά από αυτό το Σάββα...