Δευτέρα 31 Μαΐου 2010

Παλαμακία Στα Μπουζούκια

Στο γνωστό άθλιο επαρχιώτικο μπουζουξίδικο της Λάρισας Μπούζιος είμαστε μια παρέα απο 4 άτομα, η Άννα, ο Γιώργος που είναι γκόμενος της, ο αδερφός του Γιώργου ο Νίκος και εγώ. Με την Άννα καθόμαστε απέναντι ο ένας στον άλλο, και ο γκόμενος της την έχει αγκαλιά. Έγω βρίσκομαι στην παρέα ως φίλος της Άννας.Εβλεπα απέναντι μου την Άννα πανέμορφη, χλωμή, μελαγχολική, σχεδόν αδιάφορη για το που ήταν, ό κάγκουρας ό φίλος της ναι μεν την είχε αγκαλιά αλλά κοιτούσε συνέχεια προς την πίστα, ο μαλάκας, ο ανίκητος ... Που και που γυρνουσε και έλεγε κάτι σύντομο στην κοπέλα του στυλ σ αρέσει εδώ μωρό μου; και αυτή του έγνεφε ναι και κοιτούσε πάλι αλλού αδιάφορα και αυτός την ταρακουνούσε συγκατανευτικα, άστην ρε μαλάκα θα την χαλάσεις! Ήμουν εκεί μόνο για την Άννα και ήταν το μόνο καλό εκεί μέσα, δεν συχνάζω σε τέτοια μέρη και θεωρώ αυτού του είδους την διασκέδαση γύφτικη (τουλάχιστον), ούτε της Άννας της αρέσουν αυτά, αλλά λόγω του κάγκουρα....(καγκουρα τον λέω έγω, η Άννα τον αγαπάει και έχουν μια καλή σχέση, ήσυχη, πεζή, με αλληλοκατανόηση και στα πλαίσια αυτής αποδέχεται αυτήν το συγκεκριμένο τρόπο διασκέδασης και αυτός έμενα) Του την σπάει που Άννα δείχνει συμπάθεια προς εμένα γιατί είμαι το τελείως αντίθετο από αυτόν, αν και η Άννα που και που του δείχνει κάποια σημεία που έχουμε κοινά αλλά.... Την έβλεπα μελαγχολική σχεδόν στα χαμένα, μάλλον μόνο αυτήν κοιτούσα και δεν φοβόμουν μην με αντιληφθούν οι άλλοι γιατί όλη τους την προσοχή την είχε απορροφήσει η εύσωμη τραγουδιάρα , που χαμογελούσε και αυτοί την έραναν με λουλούδια, < ρίξε και συ λουλούδια ρε, μην κάθεστε έτσι, αντε, άντε>> είπε ο κάγκουρας, << αν ξεκινήσω δεν θα σταματάω, τόσο πολύ μου αρέσει που θέλω να την καλύψω όλη με λουλούδια, παράγγειλε μια νταλίκα λουλούδια παρακαλώ>> και χαμογελάω πριν προλάβει να στραβώσει ο κάγκουρας, και έτσι κοιτάει αλλού, της Άννας της ξεφεύγει ένα γελάκι από την μύτη. M'άρεσε αυτό γέλιο, μ αρέσει να κοιτάω την Άννα γενικά, κάποτε της είχα πει<<¨εχω δει υπέροχα κτήρια, πανάκριβα αυτοκίνητα, τέλειας αρμονίας φυσικά τοπία, αλλά μόνο εσένα θα μπορούσα να κοιτάω για πάντα, είσαι τόση όμορφη που ακόμα και η πιο όμορφη πόλη μοιάζει τόσο ασήμαντη μπροστά σου>> ή μάλλον για να είμαι ειλικρινής δεν της το είπα ποτέ αλλά έχω φανταστεί να της το λέω και είμαι σίγουρος και αυτή θα έχει σκεφτεί να της το λέω οπότε... Και έτσι είναι όλοι μας έχουμε την ανάγκη της παρατήρησης, με παρατηρούν άρα υπάρχω, θέλουμε αυτό που κάνουμε και αυτό που δείχνουμε να τυγχάνει παρατήρησης και επεξεργασίας από τους άλλους. δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη αρχή όλων των θρησκειών είναι:μίλα και ο θεός θα σε ακούσει. Η Άννα εκείνη την μέρα, ίσως και πολλές άλλες δεν τύγχανε της παρατήρησης του κάγκουρα, εκλιπαρούσε για λίγο παρατήρηση, αλλά όλες αυτές οι εκκλήσεις μέναν μέσα της, << κοίταξέ με! είμαι εδώ!κοιταξέ με! σε παρακαλώ, σε εκλιπαρώ... >> σήκωσε τα μάτια της και με έπιασε να την κοιτάω, αμέσως έστρεψα το βλέμμα μου αλλού μην την τρομάξω, και καλά ποιον κοροϊδεύω... τη ξανακοίταξα δήθεν τυχαία όπως γυρνούσα το βλέμμα και την είδα να με κοιτάει και να μου χαμογελάει κάπως πονηρά, με ένα ύφος σαν μου λεγε <<έλα να κάνουμε μια τρέλα>> πήρα πάλι αμέσως το βλέμμα μου από πάνω της και ένιωσα ένα απότομα σφίξιμο στο στομάχι μου. Με την άκρη του ματιού έβλεπα ότι ακόμα χαμογελούσε, και ένιωσα το πόδι της να χαϊδεύει το δικό μου, είχε βγάλει το γοβάκι της με χάιδευε στη γάμπα και ανέβαινε όλο και πιο πάνω, επιστράτευσα όλο μου το θάρρος και έβγαλα και γω το παπούτσι μου και την χάιδευα με την αναστροφή του ποδιού μου τις γάμπες, θεέ μου τι τελειότητα, ο ορισμός της κομψότητας.. κομψότητα η απόλυτη αρετή στις μέρες μας... κοιτούσαμε αλλού δήθεν αδιάφορα και κάτω από το τραπέζι μια μυστική ερωτοτροπία έβγαζε φλόγες, σαν ξαναμένα φίδια τα πόδια με αργές βασανιστικές κινήσεις κάναν το παιχνίδι τους, πότε ανέβαιναν ψηλά πότε κατέβαιναν χαμηλά, πότε γυρνούσαν για να τους αγγίξει το άλλο πόδι στη μεριά που θέλαν, ένας άλλος κοσμος κάτω από το τραπέζι.Πάνω από το τραπέζι δεν κινήτο τίποτα. Είχε αλλάξει η τραγουδιάρα και βγήκε ένας παχουλοκομψός κύριος με φαλάκρα και μπεζ μεταξωτό πουκάμισο και έλεγε βαριά τραγούδια, πολύ βαριά,για πολύ βαρύμαγκες, και η πιτσιρικοπαρέα που πριν από λικνιζοταν στα απαίσια άσματα τουρκοτσιφτετελιού, τώρα είχαν νταλκάδες και χόρευαν ζεμπεκιές, βαριές ζεμπεκιές, πολύ βαριές, με ανοιχτό πουκάμισο και τσιγάρο στραβα στο στόμα. Ναι μάλακα πιτσιρικα έχεις νταλκάδες, δεν σου κανε αναπάντητη η γκόμενα; ή δεν σου κανε like στο facebook; αί κατούρα ρε. Σε μια αλλαγή τραγουδιού πετάγετε ο κάγκουρας και λέει << Όπα μάγκες, αυτό είναι δικό μου>> <<Τι εσύ το γραψες;>> μου ήρθε να του πω, αλλά ούτε αυτό το είπα. Σηκώθηκε και τραβούσε την κοπέλα για να του βαρέσει παλαμάκια << Σε λίγο μωρό μου του λέει>> και με κοίταξε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου στα μάτια με νόημα και αγωνία.Όπως ήταν τα παπούτσια κάτω από το τραπέζι μες την αναμπουμπούλα παίρνω το γοβάκι προς το μέρος μου και σπρώχνω το σπορτεξ στο μέρος της, το φοράει με μια γρήγορη κίνηση και κάνει απότομα να σηκωθεί και μόνο όταν πατάει το πόδι της καταλαβαίνει ότι φοράει το σπορτέξ μου, με κοιτάει απότομα σχεδόν τρομαγμένη,εγώ τα χω παίξει ο κάγκουρας την τραβούσε, και στο επόμενο βήμα θα φαινόταν το σπορτέξ, με αστραπιαία κίνηση σηκώνομαι και σηκώνω το τραπέζι μαζί και πέφτουν όλα τα ποτήρια και κάνουν μούσκεμα την Άννα, Η Άννα κάθεται πάλι κάτω και σαστισμένη μου φωνάζει <<Κοίτα τι έκανες! Κοίτα!>> ο κάγκουρας, να ναι καλά το παιδί, την ηρεμεί και της λέει<< Έλα δεν πειράζει καταλάθος έγινε, δεν πειράζει, πάω να χορέψω και έρχομαι>> και φέυγει.. <<Καλά είσαι απίστευτος, πότε πρόλαβες να το σκεφτείς;>> μου κάνει η Άννα, << Ε , σιγά μωρέ,δεν το σκέφτηκα καν απλά με τρόμαξε η ιδέα να εμφανιστώ με μπεζ γοβακια... δεν έχω την ασορτί τσάντα,όχι τίποτα άλλο>> Και αρχίζει να γελάει και γελάω και γω και μας πιάνει ένα σπαστικό γέλιο, και έχουμε γίνει ρόμπα σ όλο το μαγαζί, ο καγκουρας με πολύ πάρα πολύ σοβαρό ύφος περπατούσε στραβοχυμμένος έκοβε βόλτες πάνω στην πίστα, πότε πότε γυρνούσε δεξιά αριστερά το κεφάλι του και το σώμα του σαν έτρωγε σφαλιάρες από κάποιον αόρατο εχθρό και γυρνούσε να δει ποιος είναι και συνέχιζε την βόλτα του, κοινώς: χόρευε. Κι όλα αυτά είπαμε: με πολύ σοβαρό ύφος....ενω εμείς σπαρταρούσαμε από τα γέλια στο τραπέζι, όχι τόσο γιατί ήταν αστείο αυτό που είχα πει αλλά για τον συγκεκριμένο απροσδιόριστο λόγο που πολλές φορές γέλας χωρίς να μπορείς να σταματήσεις, κι όταν σταματάς απορείς γιατί γέλασες τόσο, κι όταν το λες στους άλλους πότε δεν γελάνε όσο νόμιζες ότι θα έπρεπε να γελάσουν(και μερικές φορές δεν γελάνε και καθόλου). Όντως ήταν έξυπνο αυτό να σηκωθω και να βρέξω την Άννα για να αναγκαστεί να μην πάει στην πίστα, αλλά δεν είχα σκεφτεί ακριβώς αυτό... Σκέφτηκα να σηκώθω (έστω και με ένα παπούτσι) να πιασω τον καγκουρα και να τον πω να ανεβούμε μόνο άντρες στην πίστα, ώστε τον σύντομο αυτό χρόνο της διαπραγμάτευσης να προλάβει η Άννα να άρει το γοβάκι της και να το φορέσει, σχέδιο που σίγουρα θα κατέληγε σε αποτυχία, γιατί έπρεπε να στριμωχτώ για να περάσω από τα τις καρέκλες των πίσω και θα αργούσα πολύ να φτάσω τον κάγκουρα. Ευτυχώς ξύπνησε μέσα μου ο Mister Bean που τόσες και τόσες φορές με έχει καταρρακώσει, και αυτή την φορά με έσωσε....
Οπότε έχουμε και λέμε, άλλα γινόταν κάτω από το τραπέζι άλλα πάνω από αυτό, άλλο νόμιζε η Άννα ότι είχα σκεφτεί και άλλο (ευτυχώς) έγινε στα αλήθεια, αλλιώς έχει μείνει αυτή ανάμνηση στο μυαλό της Άννας και αλλιώς στο δικό μου, αλλιώς τέλειωσε στα αλήθεια η ιστορία και αλλιώς νομίζετε εσείς ότι τέλειωσε......

4 σχόλια:

Prisoned Soul είπε...

Πολύ μυστήρια μου τα λες καλέ μου Aougare και ομολογώ μπερδεύτηκα... Η όλη ιστορία είχε όντως αναταραχές ψυχικών συναισθημάτων, από χαλάρωση μέχρι ξέσπασμα σε γέλια, αλλά στο τέλος μου τα μπέρδεψες όλα!!!

Καλό βράδυ...

Nicotine είπε...

Να σαι καλά, αν και σ αυτό δεν ήθελα δεν αφήσω υπονοούμενα, ότι απορία έχεις πολύ ευχαρίστως να σου την λύσω... γιατί ίσως να μην ήμουν και πολυ σαφής γιατί το έγραψα σε πολύ περίεργη ψυχική κατάσταση
Και τώρα που το ξαναδιαβάζω....
Στο τέλος αυτό που θέλω να πω είναι ότι έκανα βλακεία, και αντι να σηκωθώ να κάνω τον γύρω του τραπεζίου όπως ειχα σκεφτεί , σηκώθηκα απότομα και γκρέμισα το τραπέζι από λάθος, και αυτό το λάθος ήταν που μας έσωσε.

Έσπερος είπε...

Χα! Και ποιος σου είπε, φίλε Augare, πως νομίζουμε; Εγώ τουλάχιστον δε νομίζω...Μου φαίνεται κάτι ξέρω από τέτοιες καταστάσεις κι αυτό που μου λέει η μικρή ή μεγάλη, σημασία δεν έχει, εμπειρία μου, είναι πως μ α΄λλον ούτε εσύ ξέρεις ακριβώς πως έχει τελειώσει η ιστορία...αν έχει τελειώσει....

Να 'σαι καλά και να ρίχνεις τραπέζια τούμπα! Την καλησπέρα μου!!!

Nicotine είπε...

Κάπως έτσι είναι φίλε μου Έσπερε οι ιστορίες δεν τελειώνουν εκεί που σταματάει η διήγηση, ίσως έχουν σταματήσει πιο πριν ίσως συνεχίζονται και μετά.

Στα τέσσερα

Η μέρα ήταν Σάββατο , τα στήθη της μικρά και αυτή επίσης.  Τη λέγανε Αθηνά, τίποτα άλλο μη ρωτήσεις.  Δυο βδομάδες  μετά από αυτό το Σάββα...