Τετάρτη 11 Αυγούστου 2010

Το πιο μακρύ ταξίδι μου

Κάποτε πριν από 23 χρόνια περίπου έκανα το μεγαλύτερο μου ταξίδι, τόσο μακρύ, που ακόμα νομίζω ότι γυρνάω.... ή πηγαίνω.... δεν είμαι σίγουρος....

Όταν ήμουν μικρός πάντα όταν έβλεπα τον πατέρα μου να βγαίνει τον ρωτούσα που πήγαινε, <<έξω, κι αν είσαι καλό παιδί αύριο το πρωί θα σου δώσουμε σοκολάτα>>. Αυτό το έξω ήταν για μένα ένα μαγικό μέρος. Ένα μέρος όπου υπάρχουν μόνο μεγάλοι, και αυτοί μπορούν και να πετάνε, και ότι υπήρχαν τεράστιοι γερανοί και μπουλντόζες και κάναν εργασίες , και μαζευόταν πάρα πολλοί άνθρωποι μαζί, απλησίαστος αριθμός, όλοι οι μεγάλοι του κόσμου σε μια πλατεία και συζητούσαν τι σκανδαλιές έξανε το κάθε παιδάκι στο σπίτι. Μετά πήγαιναν όλοι οι μεγάλοι σε ένα τεράστιο εργοστάσιο γλυκών και έπαιρναν όλοι μαζί σοκολάτες. Οι μεγάλοι όταν γυρνούσαν στο σπίτι πατούσαν ένα κουμπί και όλος αυτός ο μαγικός κόσμος του ‘’έξω’’ εξαφανιζόταν για να μην τον δουν τα παιδάκια το πρωι που πάνε στο νηπιαγωγείο και θελήσουν να πάνε στο εργοστάσιο και χαθούνε μέσα σ αυτόν τον τεράστιο κόσμο. Το σπίτι ήταν στην άκρη ενός μικρού χωριού, το οποίο χωριό δεν είχε τίποτα ιδιαίτερο το πρωί, μερικά σπίτια, το σχολείο, ένα μπακάλικο, το καφενείο, μερικούς χωματόδρομους , και το νεκροταφείο, τι τύχεροί που ήταν οι μεγάλοι και μπορούσαν να πάνε σ αυτό το έξω…. Δεν θα μεγαλώσω ρε! Όλη την μέρα θα πετάω πάνω από το εργοστάσιο και τις μπουλντόζες και τους γερανούς, και θα φτάνω ψηλά και θα μιλάω με τα αεροπλάνα…

Το έξω τελικά δεν είδα ποτέ, γιατί εκείνο το έξω που είχαν τότε οι μεγάλοι μόλις κατάλαβαν ότι μεγαλώνουμε εμείς το έκρυψαν μια και καλή, και πηγαίνουν ακόμα κρυφά μόνοι τους…. Είναι το δικό τους έξω, εμείς πρέπει να φτιάξουμε το δικό μας για να το έχουμε για όταν μεγαλώσουμε…. σε πάρα πάρα πολλά χρόνια…….


Στο σπίτι δεν υπήρχε μέρος, έπιπλο ή γωνία που να μην είχα χτυπήσει το κεφάλι μου, ήταν το βασίλειο μου, και ήταν δικό μου! Το μόνο πρόβλημα ήταν η πόρτα πίσω του υπνοδωματίου μου, μονίμως κλειδωμένη…. Στο σπίτι, επειδή όλα τα παλιά σπίτια χτιζόταν χωρίς σχέδιο, υπήρχαν δύο άκυρα δωμάτια, όποτε είχε λεφτά ο πάππους κότσαρε και από ένα δωμάτιο στην άκρη του σπιτιού. Η εν λόγω πόρτα οδηγούσε σε ένα δωμάτιο που λεγόταν σαλόνι, ουάου! Και μετά το σαλόνι σε συνέχεια υπήρχε ένα άλλο δωμάτιο που λεγόταν καθιστικό, και ξανάουάου! Τα δωμάτια αυτά τα είχα δει μόνο απ’ έξω, από μέσα ποτέ, και όταν ρωτούσα την μάνα τι έχει εκεί μέσα μου έλεγε << Τίποτα μωρέ, παλιά πράγματα>> . Αυτή η δήθεν αδιαφορία μου δημιούργησε υποψίες και φόβο. Τι το τρομακτικό μπορεί να κρύβουν εκεί μέσα και δεν μου το λένε; Πολλές φορές με τον τρόμο να μου κόβει τα πόδια κοιτούσα από την κλειδαρότρυπα και το μόνο που έβλεπα ήταν κάτι έπιπλά σκεπασμένα, που μου προκαλούσαν τρόμο, αλλά ακόμα περισσότερο μου προκαλούσε τρόμο η μαϊμού ή ο κλόουν ή οποιοδήποτε άλλο τρομακτικό πλάσμα ζούσε κρυφά εκεί μέσα. Πολλές φορές το βράδυ ενώ καθόμουν με τον αδερφό μου στο δωμάτιο, που είναι και κατά τρία χρόνια μεγαλύτερος, μου λέγε << Το άκουσες αυτό;>> <<Όχι>> <<Από κει μέσα ακούγεται>> και ενώ κάτι μου έλεγε μέσα μου ότι μου λέει ψέματα ο φόβος με είχε πείσει ότι κάτι υπάρχει εκεί μέσα. Και πάνω που ξεχνιόμουν ο αδερφός μου έκανε ένα θόρυβο και μου έλεγε << νατο πάλι! >> Το βράδια προσπαθούσα να κοιμηθώ, αλλά φοβόμουν, κοιτούσα συνέχεια προς την πόρτα του σαλονιού και φαινόταν μόνο ένα αμυδρό φως κάτω από την χαραμάδα της πόρτας. Περνούσα πολύ ώρα παρατηρώντας αυτή την χαραμάδα περιμένοντας να φανούν σκιές ή τα πόδια κάποιου που θα στέκεται κοντά στην πόρτα. Ένα βράδυ θυμάμαι είχα πάρει την απόφαση να πάω κόντρα στον φόβο και να πάω να κοιτάξω από κοντά κάτω από την πόρτα, με το που έβαλα το κεφάλι μου κάτω και κοίταξα από την χαραμάδα μου ήρθε ένα κρύο κύμα αέρα και μου πάγωσε το πρόσωπο, ο αέρας έγινε πιο δυνατός και ούρλιαζε κυριολεκτικά. Τι να κρυβόταν άραγε εκεί μέσα;…..


Αυτό ήταν! Κάποιος ή κάτι ήταν εκεί μέσα, και έπρεπε να πάω να το βρω, αλλά η πόρτα ήταν πάντα κλειδωμένη και η μάνα μου δεν άφηνε με τίποτα να πάμε εκεί γιατί είχε πράγματα (και καλά….. ) και θα κάναμε ζημίες. Δεν της είχα πει ποτέ πόσο με τρόμαζε εκείνο το μέρος γιατί απλά θα άνοιγε την πόρτα και θα μου το έδειχνε, και αν πάθαινε τίποτα τι θα έκανα μετά εγώ; Κι αν έφευγε το τέρας και πήγαινε στο δωμάτιο; Τέλος πάντων, έχω πάρει την απόφαση να πάω και δεν με σταματάει τίποτα! Θα πάω κόντρα στο φόβο! Όχι ότι δεν φοβόμουν, μου είχαν κοπεί τα πόδια. Μια μέρα που έλειπαν όλοι από το σπίτι και ήταν στην αυλή, μπήκα κρυφά στο ‘’δωμάτιο της μαμάς’’ και πήρα όσα κλειδιά βρήκα. Δεν πήγα όμως με γυμνά χέρια… είχα και το ρόπαλο μαζί μου! ένα πλαστικό ρόπαλο, με αέρα μέσα και πιπίγκι στην άκρη, που όταν χτυπούσα τον αδελφό μου στο κεφάλι , έκανε και το χαρακτηριστικό θόρυβο. Κρατώντας λοιπόν σφιχτά το ρόπαλο για ασφάλεια δοκίμαζα κλειδιά στην πόρτα, δοκίμαζα μανιωδώς μέχρι που τελικά ένα ταίριαξε! Και ξεκλειδώνω την πόρτα… Και πιάνω το χερούλι …. Και το ανοίγω αργά και αθόρυβα, επιτέλους η πύλη για τον άλλο κόσμο άνοιξε, εκεί έχουν ξεχάσει να κλείσουν τον διακόπτη με τα μαγικά γιαυτό είναι περίεργο αυτό το μέρος και ζουν τόσο μαγικά πλάσματα, ο φόβος του άγνωστου. Η καρδιά μου χτυπάει γρήγορα , έχω ιδρώσει, έχω ανοίξει την πόρτα τόσο ώστε αν θέλω μπορώ να βάλω το κεφάλι μου να δω, το μόνο που έχω δει μέχρι τώρα είναι ένα καναπές σκεπασμένος με ένα σεντόνι κολλημένος στον τοίχο που χωρίζει το σαλόνι από το δωμάτιο. Λίγο ακόμα και θα δω τον κρυφό κόσμο, κρατάω πιο σφιχτά το ρόπαλο και βγάζω σιγά σιγά το κεφάλι μου και κοιτάω μέσα… και μένω με ανοιχτό το στόμα… έχω κολλήσει, έχω μαγευτεί, και πάνω που πάω να κάνω το επόμενο βήμα να μπώ μέσα ακούω την μάνα μου απ την αυλή να με καλεί, αν δεν πάω αμέσως θα ρθει και θα με βρει, κλείνω την πόρτα κλειδώνω και κρύβω το κλειδί. Πάω έξω αναψοκοκκινισμένος με μια χαρά που είδα επιτέλους ένα κομμάτι του μαγικού κόσμου που είχαν ξεχάσει να κλείσουν οι μεγάλοι. Δεν αποκαλύφτηκα όμως γιατί είχα σκοπό να πάω και την άλλη μέρα και να τα εξετάσω από μέσα, και αν βγει και η μαϊμούΑ ή ο κακός ο κλόουν θα τους τσακίσω με το ρόπαλο! Αν όμως βγει η αρκούδα; Δείλιασα για κάποια στιγμή, γιατί με την αρκούδα δεν τα βάζουμε ποτέ… αλλά δεν έχει αρκούδες εκεί μέσα, αν είχε θα την είχα ακούσει….

Και έτσι με το κλειδί στο χέρι περίμενα πως και πως την επόμενη μέρα για πάω να δω, μέχρι που ήρθε και η επόμενη μέρα και τι είδα , αμάν παναγία μου……..

Προσεχώς…….

2 σχόλια:

Prisoned Soul είπε...

Πάντα με μαγεύει η αφήγησή σου σε κάτι τέτοια... υπέροχο!!
Πόσο αθώα και μαγικά και εξοπραγματικά τα βλέπει όλα ένα μικρό παιδι...
Φτού σου γαμώτο, μεγαλώνω!!!

Nicotine είπε...

να σαι καλά Μαράκι μου.
Τ α φιλιά μου

Στα τέσσερα

Η μέρα ήταν Σάββατο , τα στήθη της μικρά και αυτή επίσης.  Τη λέγανε Αθηνά, τίποτα άλλο μη ρωτήσεις.  Δυο βδομάδες  μετά από αυτό το Σάββα...