Σάββατο 13 Μαρτίου 2010

Όνειρο παραμυθένιο

Ο παραμυθάς που έλεγε ψέματα στα παιδιά, ζούσε μόνος του σ ένα σπίτι στις φτωχογειτονιές της πόλης. Κάθε βράδυ έβλέπε περίεργα όνειρα, με θησαυρούς, με παλάτια, με πριγκίπισσες, γοργόνες, φτωχά κορίτσια με όμορφα χαμόγελα. Κάθε πρωί έβγαινε και έλεγε τα όνειρα του στα παιδιά. Τα μάτια των παιδιών φωτιζόταν απο τις ζοφερές και γλαφυρές περιγραφές των ηρώων, που άλλοτε πονούσαν, άλλοτε νικούσαν, ερωτευόταν και πέθαιναν. Αυτό το φως των ματιών ο παραμυθάς το κρατούσε στο τέλος της κάθε αφήγησης του, και ευχόταν να μπορούσε να το μετατρέψει σε αντικείμενο και να το βάζει κάτω απο το το μαξιλάρι του με τον ίδιο φετιχισμό που βάζουν τα παιδιά το αγαπημένο τους παιχνίδι πριν πέσουν για ύπνο. Τα όνειρά του όμως δεν ήταν πάντα ευχάριστα... πολλές φορές έβλεπε εφιάλτες, πολλά όνειρα ενώ ξεκινούσαν όμορφα κατέληγαν άσχημα, δηλαδή όχι πολλές φορές, πάντα τα όνειρα κατέληγαν άσχημα.Ο παραμυθάς όμως ήθελε να βλέπει τα παιδιά να χαίρονται, και γιαυτό είχε βρει τρόπο να αλλάζει τα όνειρα και να παρουσιάζει μόνο τα ευχάριστα κομμάτια των. Και για την ζωή του όταν τον ρωτούσαν, απαντούσε σ όλους οτι είναι καλά, και ότι δεν θέλει τίποτα περισσότερο απο αυτά που έχει. Έτσι κυλούσε η ζωή του, μοναχικά, και πότε δεν είπε την αλήθεια σε κανέναν πως περνάει. Ζούσε τις ζώες των ηρώων του, που όπως και την δική του, δεν μπορούσε να τις ελέγξει, τις ωραιοποιούσε όμως.Και θα μπορούσε κανείς να πει ότι και στα όνειρα του όλοι οι χαρακτήρες ήταν ο ίδιος και ζούσε πολλές ζωές στα όνειρα που το πρωί έπρεπε να τις διηγηθεί παραποιημένες. Περάσαν χρόνια πολλά έτσι, ώσπου μια μέρα κατάλαβε (δεν ξέρουμε πως) πως θα πέθαινε. Τελειώνοντας λοιπόν το καθημερινό του παραμύθι, είπε στα παιδιά ότι κέρδισε μια μεγάλη κληρονομιά κι ότι θα έφευγε για πάντα. Τα παιδιά κλαίγαν, και τον παρακαλούσαν μείνει, αλλά αυτός κρύβοντας τη συγκίνησή του και τυλίγοντας το κασκόλ του στο λαιμό του να προστατευτεί από το κρύο, έφυγε, κόντρα στον άνεμό, ούτε που σκέφτηκε να περάσει από το σπίτι του, ήθελε να πάει στο κέντρο της πόλης, να δει τα παλάτια, τις πριγκιπισσες να δει τους άλλους μεγάλους, τους ευτυχισμένους που ζουν ανάμεσα σε περισσότερα παιδιά, να μάθει την τελευταία μέρα της ζωής του τι είδους ιστορίες λέγαν αυτοί οι ευτυχισμένοι πλούσιοι των παλατιών στα παιδιά τους. Ήθελε να μάθει, ήθελε να μην στεναχωρίσει τους άλλους με τον θάνατό του, και έφευγε... κόντρα στον άνεμο, με τον αέρα να του ανακατώνει το κασκόλ... και έτσι χάθηκε... ο παραμυθάς που έλεγε ψέματα στα παιδια...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Στα τέσσερα

Η μέρα ήταν Σάββατο , τα στήθη της μικρά και αυτή επίσης.  Τη λέγανε Αθηνά, τίποτα άλλο μη ρωτήσεις.  Δυο βδομάδες  μετά από αυτό το Σάββα...