Κυριακή 28 Μαρτίου 2010

Μέσα στο Lada

Στην παραλιακή του Βόλου ένας παππούς σπρώχνει αυτοκίνητό του, ένα παλιό Lada κόκκινο, και η γριά μέσα περιμένει να πάρει φόρα για να το βάλει μπρος, -Πιο γρήγορα! φώναζε η γριά, -Δεν μπορώ πιο γρήγορα μαρί! απαντούσε ο παππούς. Εμείς που πίναμε καφέ τους βλέπουμε να περνάνε και λέω στην Μαρία, -Πάμε να βοηθήσουμε; -Μέσα! μου λέει. Αφήνουμε ένα δεκάευρο και σηκωνόμαστε και πάμε τρέχοντας προς το αυτοκίνητο και χωρίς να πούμε τίποτα τον παππού βάζουμε τα χέρια μας πάνω στο πορτμπαγκάζ και σπρώχνουμε. Το αυτοκίνητο κινήθηκε απότομα μπροστά τόσο ωστε ο παππούς που έσπρωχνε σκυμμένος δεν μπόρεσε να ακολουθήσει την καινούρια ξαφνική ταχύτητα που απέκτησε το αμάξι και αφού έκανε τρια βήματα τρεκλίζοντας σωριάστηκε στο έδαφος. -Αλήτες, τσογλάνια! φώναζε -Γιαγιά άσε το συμπλέκτη! φώναξε η Μαρία, και τον άφησε, και μετά από δύο σκασίματα του κινητήρα η εξάτμιση πέταξε σύννεφα μαύρου καπνού και ο τραχύς θόρυβος επιβεβαίωσε ότι το Lada είχε πάρει μπροστά. -Μπράβο γιαγιά! φώναξε η Μαρία. Γυρίσαμε και πήγαμε στον παππού, - Σόρρυ ρε παππού να βοηθήσουμε θέλαμε. -Τι να βοηθήσετε ρε; Σακατεύκα δεν βλέπς; -Έλα ρε παππούλη σόρρυ, έλα να σε πάμε στο νοσοκομείο. Τον σηκώσαμε και τον βάλαμε μέσα στο Lada, εμείς καθίσαμε στο πίσω κάθισμα. Η γιαγιά οδηγούσε, ο παππούς σκούπιζε τα αίματα απο το πρόσωπο του και εμείς περιεργαζόμασταν το αμάξι. Κλασικά ο σταυρός κρεμασμένος στο καθρεφτάκι, κρόσια στο πάνω μέρος του παρμπρίζ, το παλιό το ραδιοκασετόφωνο με τις δύο ροδέλες μιά για σταθμούς και μια για ένταση και η βελόνα στη μέση να δείχνει τη συχνότητα. Την μεγαλύτερη εντύπωση την προκαλούσε το άρωμα, αυτό στυφό άρωμα που έχουν όλα τα παλιοκαιρισμένα πράγματα και δεν είναι καθόλου δυσάρεστο.
-Παντρεμένοι είστε; ρώτάει η γιαγιά για να σπάσει την σιωπή.
-Όχι, της απαντώ ενώ της Μαρίας της ξεφεύγει ένα γελάκι απο την μύτη.
-Τι είστε συγγενείς; ξαναρωτάει η γρια
-Όχι, απαντώ και ρίχνω μια αγκωνιά στην Μαρία δίπλα μου για σταματήσει πριν μας πιάσει και τους δύο το σπαστικό γέλιο
-Γκόμενα την έχει. πετάγεται ο παππούς
-Σκάσε συ! λέει η γριά
-Κοπέλα του είμαι, λέει απότομα η Μαρία για να μην ξεκινήσει ο παππουδοκαυγάς
-Τουλάχιστον έχεις σκοπό να την παντρευτείς, ή θα την πιλατεύεις και θα την απαρατήεις; λέει γριά με το βλοσυρό βλέμμα που ρίχνε από το καθρευτάκι
-Δεν ξέρω θεία, είμαστε μικροί ακόμα, θα δούμε. της απαντώ
-Ναι, όλο θα δούμε, σας ξέρω εσάς τους νεολαίους, απ την μια στην άλλη
Ο παππούς γελούσε χωρίς να ακούγεται, και σήκωσε τον αντίχειρα του για να δείξει ότι συμφωνεί με αυτό για το οποίο μας κατηγορούσε η γριά
-Σκάσε εσύ! φώναξε πάλι η γριά και του χτύπησε το χέρι, αλλά ο παππούς δεν φάνηκε να στεναχωρήθηκε.
Σιωπή μες το αμάξι, αλλά δεν ήταν βαρύ το κλίμα, μόνο η γριά είχε κάποια δυσφορία. Η Μαρία ακούμπησε με το δάχτυλό της κρυφά το δεξί μπράτσο του παππού για να του δείξει ότι τον συμμερίζεται και έβαλε τα γόνατά της πάνω στην πλάτη του καθίσματος και βολεύτηκε στη θέση της και απολάμβανε τον δροσερό αέρα που της ερχόταν στο πρόσωπο και της ανακάτευε τα μαλλιά. Εγώ, παρόλο που την ξέρω πολλά χρόνια, κοιτούσα αρκετά συχνά τα μπούτια της Μαρίας, με προσοχή όμως μη με καταλάβει, αν και νομίζω οτι με είχε καταλάβει, γιατί χαμογελούσε σαν να καταλάβαινε μια συνωμοσία που δεν ήθελε να διακόψει. Και αυτό το χαμόγελο την έκανε ακόμα πιο όμορφη. Είναι μερικές στιγμές που μπορεί κανείς να νιώσει δέος για το πόσο όμορφη μπορεί να είναι μια γυναίκα. Έτσι είναι, όλες οι ωραίες στιγμές είναι τζάμπα, το χαμόγελο της κοπέλας, ο δροσερός αέρας, ο αθώος παππούλης, η πουριτανή στριμμένη γιαγιά ακόμα και το σαράβαλο Lada. Αποτυπώνονται στη μνήμη με ενα τρόπο που ακόμα και την επόμενη μέρα ξέρεις ότι αυτή τη στιγμή θα τη θυμάσαι για πάντα. Και υπήρχε πολύ αγάπη μέσα σ αυτό το παλιολάντα, το επιβεβαίωνε και σιωπή που είχε πέσει, όταν υπάρχει σιωπή χωρίς ενοχές για το ότι δεν μιλάς, αυτό σίγουρα είναι αγάπη. Είναι η σιωπή που σε κάνει να βλέπεις τα πράγματα στην πραγματική τους μορφή, να σκέφτεσαι τι σκέφτεται ο άλλος κι ας πέφτεις εντελώς έξω, να κλείνεις τα μάτια και να τα ανοίγεις και να μην σου λείπει τίποτα, γιαυτό δεν θες να μιλήσεις, γιατι δεν ζητάς τίποτα μόνο αυτό που έχεις τώρα. Και ο παππούς χαίρεται με τους νέους, και η γιαγιά αν και μας μάλωσε χαίρεται και αυτήν, κι εμείς χαρήκαμε με τους παππούδες, που θα μας έδιναν τροφή για γέλιο για πολύ καιρό, η άνεση και τα μπούτια της Μαρίας πάντα εκεί στο παλιό κάθισμα, στο σαράβαλο, επιστέγασμα και κορωνίδα της όμορφης στιγμής. Και κάθε φόρα που βλέπω Lada, αυτή η εικόνα μου ρχετε στο μυαλό, αλλά όλο και λιγότερα τέτοια αυτοκίνητα κυκλοφορούν πλέον στους δρόμους, κι αυτό τους κάνει έρημους και ενοχλητικούς. Κι όταν λέω όλο και λιγότερα, δεν εννοώ μόνο Lada....

2 σχόλια:

roza είπε...

Στο Lada που χάθηκε νωρίς,λοιπόν!!!!
Για το μελαγχολικό χαμόγελο που μου έδωσες!

Nicotine είπε...

Σαλιάγκι

Για την ευχαρίστηση που μου έδωσε το μελαγχολικό σου χαμόγελο

Στα τέσσερα

Η μέρα ήταν Σάββατο , τα στήθη της μικρά και αυτή επίσης.  Τη λέγανε Αθηνά, τίποτα άλλο μη ρωτήσεις.  Δυο βδομάδες  μετά από αυτό το Σάββα...